Κάνε μία ευχή
Κάθε χρόνο, την παραμονή των Χριστουγέννων, όλο το χωριό μαζευόταν στην μικρή πλατεία για να κάνει μία ευχή μπροστά από το σιντριβάνι. Ήταν σαν ένα έθιμο, κάτι το οποίο έκαναν στις γιορτές με την σκέψη πως με αυτό τον τρόπο θα καλυτέρευαν την ζωή τους. Άλλοι ζητούσαν χρήματα, μερικοί παντοτινή υγεία, καινούργια οικεία, ένα αγόρι...Ακόμη και τον θάνατο κάποιου. Ποιος λογικός άνθρωπος θα ευχόταν τον θάνατο κάποιου συγχωριανού του;
Οι ευχές των κατοίκων ποτέ δεν γίνονταν πραγματικότητα, μέχρι που έφτασε στο χωριό εκείνη η μυστηριώδης γυναίκα. Είχε τραβήξει την περιέργεια των περαστικών, όχι γιατί ήταν κόκκινα τα μαλλιά της αλλά για τον λόγο πως φορούσε ένα παράξενο φόρεμα, λες και είχε ταξιδέψει από άλλη εποχή. Ήταν τόσο όμορφη. Τα μάτια της έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου και έπαιρναν ένα ασυνήθιστο πορτοκαλί χρώμα που της περισσότερες φορές προκαλούσε τρόμο σε αυτούς που τα αντίκριζαν.
Κυκλοφορούσε στους δρόμους με σταθερά και αργά βήματα λες και της άνηκε όλος ο κόσμος. Συνεχώς είχε ένα μοχθηρό και ταυτοχρόνως πονηρό βλέμμα καθώς παρατηρούσε τις διακοσμήσεις που υπήρχαν σε κάθε της βήμα που έκανε. Μισούσε τα Χριστούγεννα και ήθελε να τα ξεφορτωθεί αλλά, πρώτα θα γελούσε λιγάκι με τον πόνο και την απελπισία των ανθρώπων.
Από τις σκέψεις την απομάκρυνε ξαφνικά ένα μικρό κοριτσάκι που σταμάτησε ακριβώς μπροστά της, διακόπτοντας το βήμα της. Η κοπέλα πίεσε τα δόντια και έκλεισε τις παλάμες των χεριών της σε γροθιές. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει τον εαυτό της και χαμογέλασε στο παιδί. Ένα ψεύτικο χαμόγελο που έκρυβε τις αληθινές προθέσεις της.
<<Τι ωραία μαλλιά έχετε. >> Σχολίασε το μικρό παιδάκι και η μυστηριώδης γυναίκα γονάτισε μπροστά της. Έτεινε το ένα της χέρι προς το μέρος του κοριτσιού με σκοπό να της χαϊδέψει τα μακριά ξανθά μαλλιά της.
Μία βραχνή αντρική φωνή την σταμάτησε και το χέρι της έμεινε να αιωρείται ελεύθερο. Ξεφύσησε και αφού το κατέβασε τοποθετώντας το δίπλα από το κορμί της, έκανε μία στροφή εκατό ογδόντα μοιρών για να αντικρίσει την φιγούρα του άντρα. Το θέαμα που εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της, την μάγεψε. Για μια στιγμή ένιωσε σαν να έβλεπε ένα όνειρο και πως όλα ήταν της φαντασίας της όμως, η γλυκιά τώρα φωνή που έφτασε στα αφτιά της κοπέλας με τα κόκκινα μαλλιά, της απέκλεισε το ενδεχόμενο του ονείρου.
<<Ελίζα, σου είπα να μην μιλάς με αγνώστους. >> Η φωνή του ήταν γλυκιά μέχρι που έστρεψε το βλέμμα στο πρόσωπό της γυναίκας. <<Είναι επικίνδυνο.>>
Σούφρωσε τα φρύδια χωρίς να μπορεί να αποτρέψει τον εαυτό του από το να κοιτάει την νεαρή κοπέλα, η οποία είχε μία απίστευτη και φυσική ομορφιά. Δεν του πέρασαν απαρατήρητα τα παράξενα λαμπερά της μάτια...ήταν πολύ περίεργο το συναίσθημα που του προκαλούσε όταν προσπαθούσε να δει κάτι μέσα από το βλέμμα της. Ήταν κάτι μαγικό. Κατάπιε με δυσκολία όταν πρόσεξε μία σπίθα να γεννιέται μέσα στην κόρη του ματιού της και χαμήλωσε το βλέμμα. Προτίμησε να εξερευνήσει τα ρούχα που φορούσε. Λάθος επιλογή. Αναστατώθηκε την στιγμή που αντιλήφθηκε πως εκείνη η νεαρή φορούσε το ίδιο και απαράλλακτο φόρεμα με το άγαλμα που βρισκόταν διακοσμημένο στην μέση του σιντριβανιού. Το σιντριβάνι που πριν μία ώρα είχε επισκεφτεί για να κάνει μία ευχή όπως όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Αυτό δεν ήταν το μόνο παράξενο αλλά το γεγονός πως, σε μία στιγμή αδυναμίας, ευχήθηκε το άγαλμα να μετατραπεί σε ένα πλάσμα ζωντανό, με οστά και ψυχή. Δεν το σκέφτηκε δυο φορές αφού εδώ και χρόνια οι ευχές που οι άνθρωποι έκαναν ποτέ δεν γίνονταν πραγματικότητα.
Τότε, με ποιο τρόπο ο ίδιος μόλις είχε καταφέρει να μετατρέψει το άγαλμα σε μία γοητευτική γυναίκα που έκπεμπε πάθος και ταυτοχρόνως μυστήριο;
Και αν κάνω λάθος; Μπορεί απλά να είναι μία σύμπτωση. Θα μου λυθεί οποιαδήποτε απορία μόνο αν κατευθυνθώ στην πλατεία. Σκέφτηκε ο νεαρός άντρας.
<<Πάμε μικρή εξερευνήτρια, είναι ώρα για φαγητό. Η θείος σου μας περιμένει και αν δεν πάμε σύντομα θα καθίσει μόνος στο τραπέζι και θα αρχίσει να γευματίζει, να είσαι σίγουρη. >> Μίλησε ο άντρας πλησιάζοντας το κοριτσάκι. Την κράτησε από το χέρι και χωρίς να χαιρετήσει την άγνωστη για εκείνον γυναίκα, άρχισε να προχωράει προς τον κεντρικό δρόμο όπου οδηγούσε στην μικρή πλατεία του χωριού. Ενώ περπατούσε με την μικρή δίπλα του να τραγουδάει χριστουγεννιάτικα τραγούδια, ένιωθε ένα έντονο βλέμμα να τον καίει. Οι παλμοί της καρδιάς του επιτάχυναν και σχεδόν άγγιξαν τους εκατό ενενήντα παλμούς το λεπτό.
Είχε αναστατωθεί, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Όταν πια έφτασαν στην πλατεία, μπόρεσε να ηρεμήσει τον εαυτό του.
<<Μπαμπάκα, δεν θα πάμε σπίτι; >> Ρώτησε το κοριτσάκι έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο σιντριβάνι όπου υπήρχαν πάνω από είκοσι κάτοικοι τριγύρω του. Κάποιοι κάθονταν επάνω στο μαρμάρινο σκαλάκι ενώ άλλοι έκαναν ευχές αγγίζοντας το μαγικό νερό, όπως πολλοί από αυτούς το αποκαλούσαν.
<<Θα μείνουμε λιγάκι εδώ για να δει κάτι ο μπαμπάς και μετά θα πάμε για φαγητό, εντάξει αγάπη μου; >> Η μικρή απλά κούνησε το κεφαλάκι της καταφατικά συμφωνώντας με την απόφαση του πατέρα της.
Βάδισε με αργά και διστακτικά βήματα προς το σιντριβάνι. Πριν φτάσει εκεί, ένας γνωστός του τον σταμάτησε θέλοντας να τον χαιρετήσει.
<<Ισαάκ, τί γυρεύεις εδώ; Δεν ζούσες στην Ολλανδία; >> Τον ρώτησε γεμάτος περιέργεια και εκείνος απλά έμεινε να κοιτάει τον σιντριβάνι λες και κανείς άλλος δεν υπήρχε σε εκείνο το μέρος παρά μόνο ο Ισαάκ και η κατασκευή.
Ο Ισαάκ είχε πάει για σπουδές στην Ολλανδία και αποφάσισε να ζήσει για λίγο καιρό εκεί για να δουλέψει, διότι σε εκείνη την χώρα υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες για το επάγγελμα της χημείας. Επέστρεψε στο χωριό όπου γεννήθηκε, γιατί ο μεγάλος του αδερφός ήταν άρρωστος. Έπρεπε να είναι μαζί του, δεν του έμενε πολύς καιρός. Ο καρκίνος είχε εξαλειφθεί σε όλο του το κορμί. Ο Μάνος είχε πάρει την απόφαση από τότε που έμαθε για την αρρώστια του να το κρατήσει για τον εαυτό του, άλλωστε, αν έλεγε στον αδερφό του την αλήθεια δεν θα άλλαζε κάτι. Το μόνο που επιθυμούσε πριν πεθάνει ήταν να του πει την αλήθεια για την ζωή του, για το ποιος πραγματικά ήταν. Για ποιο λόγο αρρώστησε έτσι ξαφνικά.
Η μικρή άρχισε να τραβάει από το χέρι τον πατέρα της με σκοπό να τον ξυπνήσει από τον λήθαργο που του δημιουργούσε εκείνο το καταραμένο σιντριβάνι.
<<Είσαι καλά; >> Συνέχισε αλλά τώρα ήταν πιο ανήσυχος από πριν.
<<Καλά είμαι, απλά... >> Έστρεψε το βλέμμα προς τον παλιόφιλο του, εστιάζοντας ολοκληρωτικά την προσοχή του σε εκείνον. <<Να σε ρωτήσω κάτι; Δεν υπήρχε φτιαγμένο ένα άγαλμα γυναίκας μέσα στο κέντρο του σιντριβανιού; >>
Μόλις είχε φτάσει στην πλατεία και κάρφωσε το βλέμμα στην μαρμάρινη άσπρου χρώματος κατασκευή, παρατήρησε πως το άγαλμα έλειπε λες και δεν υπήρχε ποτέ εκεί.
Ο Αντρέας, ο οποίος ήταν αυτός που γνώριζε σχεδόν όλη την ζωή του Ισαάκ...ακόμη και τον λόγο που εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά η γυναίκα του, κοίταξε με ένα ανέκφραστο βλέμμα το μέρος όπου έκαναν ευχές. Δεν φάνηκε να ξαφνιάστηκε που το άγαλμα δεν υπήρχε πια.
<<Α για αυτό λες...>> Είπε σηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα. Πέρασε τα δάκτυλα του από τα μαλλιά του λιγάκι τρομαγμένος. Τόσα χρόνια το ίδιο συμβαίνει. Κάθε Παραμονή Χριστουγέννων εκείνο το γυναικείο άγαλμα εξαφανίζεται από προσώπου γης, λες και το πνίγει το μαγικό νερό. <<Πλέον έχω συνηθίσει σε αυτό το θέαμα. Στην αρχή τρομάζεις αλλά με τα χρόνια συνηθίζεις. >>
<<Θες να πεις πως αυτό συμβαίνει χρόνια τώρα; >> Ο Ισαάκ σήκωσε το ένα του φρύδι. Κάτι περίεργο συνέβαινε σε εκείνο το χωριό.
<<Ναι, κάθε Παραμονή το άγαλμα εξαφανίζεται και εμφανίζεται πάλι την επομένη της πρωτοχρονιάς. >> Του εξήγησε ο Αντρέας.
Έμεινε για λίγο σκεπτικός καθώς στο μυαλό του περιτριγύριζε η φιγούρα της μυστηριώδης γυναίκας με τα πορτοκαλί μάτια. Έμοιαζε τόσο πολύ το φόρεμα της με αυτό του αγάλματος και...υπήρχε και εκείνη η ευχή που έκανε πριν λίγες ώρες...
Μέχρι τώρα καμία ευχή δεν πραγματοποιήθηκε ή έτσι νόμιζαν οι κάτοικοι του χωριού. Κάθε χρόνο μία επιθυμία ενός ξεχωριστού ανθρώπου γινόταν πραγματικότητα...κάθε χρόνο η ίδια ευχή κατά κάποιο περίεργο λόγο. Πάντοτε αυτές οι ευχές ζωντάνευαν το άγαλμα. Τελικά ο θρύλος του σιντριβανιού ήταν αληθινός ή ένα ψέμα; Υπήρχε μαγικό νερό;
<<Μην μου πεις πως πιστεύεις στον θρύλο της Μπένετ; >> Άρχισε να γελάει αλλά όταν είδε το σοβαρό ύφος του Ισαάκ, του κόπηκε το γέλιο.
<<Πες μου όσα γνωρίζεις για αυτό τον θρύλο, σε παρακαλώ. >> Τον παρακάλεσε.
<<Καλά λοιπόν, άκουσε με προσεχτικά, ο θρύλος έχει να κάνει με μία νεαρή γυναίκα ονόματι Έμιλυ Μπένετ. >> Έκανε μία παύση προσπαθώντας να θυμηθεί τις λεπτομέρειες εκείνου του θρύλου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, υπό το απελπισμένο βλέμμα του Ισαάκ να μάθει για την ιστορία του αγάλματος, συνέχισε: <<Ένα μοχθηρό θηλυκό, το οποίο μονάχα ήθελε να εξαφανίσει την γιορτή των Χριστουγέννων. Έλεγαν πως εμφανιζόταν στους ανθρώπους την Παραμονή έχοντας σαν αποστολή να καταστρέψει όλα τα στολίδια και να προκαλέσει πόνο σε αυτούς που πίστευαν. Η Έμιλυ, Ισαάκ, ήταν μία μάγισσα που σκορπούσε το χάος μονάχα με ένα κούνημα του χεριού της...>>
Τον διέκοψε, ανασαίνοντας βαριά.
<<Εκείνη η μάγισσα έμοιαζε με το άγαλμα του χωριού μας, σωστά; >> Έκανε την ερώτηση φοβούμενος για την απάντηση που ο Αντρέας θα του έδινε.
<<Σωστά. Αλλά μην ανησυχείς, είναι μονάχα ένας θρύλος. >> Γέλασε σιγανά και έστρεψε το βλέμμα στην κόρη του φίλου του. Η μικρή Ελίζα τον κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια με ένα περίεργο ύφος. Ξαφνικά, ένα μία ομίχλη εμφανίστηκε από το πουθενά και εξαπλώθηκε στην ατμόσφαιρα.
Τι στο καλό...; Σκέφτηκε ο Αντρέας.
<<Πριν λίγο είχε ήλιο και τώρα ομίχλη; >> Σήκωσε το ένα φρύδι του ενώ ο Ισαάκ αφού άκουσε μία γνωστή φωνή να τραγουδάει, γύρισε το κεφάλι προς το μέρος από όπου ερχόταν εκείνος ο γλυκός ήχος.
Το στόμα του άνοιξε ελαφρά καθώς κοιτούσε μαγεμένος την γυναικεία φιγούρα να χορεύει ξέγνοιαστα. Κρατούσε με το ένα χέρι την άκρη του κόκκινου μεταξωτού φορέματος και το ανέμιζε στον ίδιο ρυθμό των κινήσεων της. Έδειχνε τόσο χαρούμενη, καμία σχέση με την έκφραση που είχε πριν από λίγο όταν μιλούσε με την κόρη του.
Χωρίς να χαιρετήσει τον φίλο του, άρχισε να βαδίζει με βαριά βήματα προς το σιντριβάνι. Καθώς πλησίαζε έσπρωχνε ελαφρά τους χωριανούς από τον ώμο για να τον αφήσουν να περάσει. Ήθελε να την δει. Δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο ένιωθε τόσο ευάλωτος όταν αντίκριζε την Έμιλυ Μπένετ...αν πραγματικά ήταν αυτή.
Μπορεί ο Αντρέας να μην πίστευε σε ένα θρύλο αλλά ο ίδιος ήξερε βαθιά μέσα του όταν ήταν αλήθεια. Εκείνο το θηλυκό που χόρευε έχοντας ένα χαμόγελο στα χείλη δεν ήταν άλλη από το άγαλμα που πριν λίγες ώρες βρισκόταν τοποθετημένο μέσα στο κέντρο της κατασκευής.
Σταμάτησε απότομα όταν τα ασυνήθιστα μάτια της μυστηριώδης κοπέλας καρφώθηκαν στα δικά του και ως αποτέλεσμα, η κόρη του χτύπησε ελαφρά στο άνω μέρος του ποδιού του λόγω της απότομης στάσης.
Του κόπηκε η ανάσα. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα του δυο-τρεις φορές καταβάλλοντας μία προσπάθεια για να απομακρύνει την θολούρα που άρχισε να σκοτεινιάσει τις κόρες των ματιών του. Επιτέλους κατάφερε να την δει καθαρά, μπόρεσε να την παρατηρήσει αρκετά καλά, σε σημείο που φάνηκε πως την καταβρόχθιζε με το έντονο και πεινασμένο βλέμμα του. Τι συνέβαινε; Γιατί ένιωθε σαν εκείνη η γυναίκα να ήταν το άλλο του μισό;
Έξαφνα η φιγούρα της έφτασε απροειδοποίητα ακριβώς μπροστά του. Πότε σταμάτησε να χορεύει και τον πλησίασε; Είχε χαθεί τόσο στον κόσμο του λόγω της παρουσίας της που δεν πήρε είδηση πως είχε σταθεί κοντά του.
<<Βλέπω ότι οι δρόμοι μας ξανασυναντιόνται...>> Ψιθύρισε και ήταν τόσο κοντά του που ο Ισαάκ ένιωθε την ζεστή ανάσα της να χτυπάει στο πρόσωπό της. Μύριζε τροπικά φρούτα, μία εθιστική μυρωδιά.
<<Με ακολουθείτε δεσποινίς; >> Την ρώτησε και εκείνη έπνιξε ένα γέλιο, μία κίνηση που τον έκανε να ανασηκώσει το ένα του φρύδι.
<<Εγώ εδώ ήμουν νεαρέ μου, εσείς ήρθατε στην πλατεία μου. >> Ένα πλατύ χαμόγελο χαράκτηκε στα χείλη της όταν πρόσεξε την ξαφνιασμένη έκφραση του άντρα.
<<Αυτή η πλατεία είναι όλου του χωριού. >>
<<Κάνετε μεγάλο λάθος, αυτή η πλατεία όπως και όλο το χωριό ανήκει στο άγαλμα του σιντριβανιού, σε μένα. >> Είπε και ο Ισαάκ επιβεβαίωσε αυτό που φανταζόταν.
Η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά που στεκόταν σε απόσταση αναπνοής με εκείνον ήταν η ζωντανή εικόνα του αγάλματος.
<<Είσαι η Έμιλυ Μπένετ...>> Σιγομουρμούρισε προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του.
<<Και εσύ αυτός που έκανε την ευχή για να αποκτήσω οστά και ψυχή. Πώς το κατάφερες; >> Το χέρι της τοποθετήθηκε επάνω στο στήθος του και ο Ισαάκ νευρικός, έσφιξε το χέρι της κόρη του.
<<Δεν...δεν έχω ιδέα...>> Ψέλλισε και η κοπέλα γρύλισε νευριασμένη.
<<Λες ψέματα. Όλοι όσοι με ζωντανεύουν το ίδιο μου λένε και στο τέλος καταλήγω πάλι να είμαι ένα άγαλμα. Τι στο καλό μου κάνετε;! >> Φώναξε την τελευταία πρόταση και τότε ήταν που τα δύο της χέρια τυλίχτηκαν σαν θηλιές γύρω από τον λαιμό του. <<Γιατί δεν θυμάμαι τίποτα από όσα συμβαίνουν και μονάχα θυμάμαι ότι κάποιος κάνει μία ευχή κι με ζωντανεύει; >>
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και η Έμιλυ χαμήλωσε το βλέμμα στα ζουμερά και ελκυστικά χείλη του. Έβλεπε πως την προκαλούσαν. Δάγκωσε το κάτω χείλος της.
<<Φίλησε με. >> Του ζήτησε και τότε, σαν να τον τραβούσε ένα αόρατο σκοινί για να υπακούσει στην εντολή της, ένωσε τα χείλη του με τα δικά της.
Το φιλί έσπασε όλους τους κανόνες και εξάπλωσε την κατάρα σε όλο το σώμα του Ισαάκ. Χωρίς να το καταλάβει, άφησε ελεύθερο το χέρι της μικρής Ελίζας για να το τυλίξει γύρω από την μικροσκοπική μέση της Έμιλυς.
<<Ισαάκ όχι! >> Ακούστηκε μία κραυγή από μακριά και αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από την γυναίκα, η οποία έγλειφε προκλητικά τα χείλη της ενώ είχε ένα πονηρό και ταυτοχρόνως θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό της.
<<Τι έκανες στον αδερφό μου άτιμη γυναίκα;! >> Φώναζε καθώς τους πλησίαζε. Τράβηξε την Μπένετ από το χέρι και της είπε: <<Εσύ φταις για όλα, εσύ και η κατάρα σου. >>
Την έσφιγγε τον καρπό του χεριού της αλλά εκείνη δεν ένιωθε καθόλου πόνο. Εξακολουθούσε να έχει ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο στα χείλη της.
<<Αδερφέ, τι κάνεις; Άσε ελεύθερο το κορίτσι, την πονάς! >> Προσπάθησε ο Ισαάκ να τον πλησιάσει αλλά ο Κρίστοφερ του το απαγόρεψε σηκώνοντας την παλάμη του χεριού του προς το μέρος του.
<<Ξέρεις ποια είναι αυτή η γυναίκα, Ισαάκ; >> Ρώτησε κοιτώντας την κοκκινομάλλα με ένα δολοφονικό βλέμμα.
<<Είναι το άγαλμα, εγώ την ζωντάνεψα. >> Εκμυστηρεύτηκε αφού από το ύφος του αδερφού του ήξερε ότι και ο Κρίστοφερ γνώριζε πως η νεαρή δεν ήταν άλλη από την δεσποινίς Μπένετ.
<<Και εγώ την ίδια ευχή έκανα πριν εκατό χρόνια. >> Τα λόγια του αδερφού του έφτασαν στα αφτιά του και αμέσως ένιωσε σαν να είχαν ρίξει στο κεφάλι του ένα κουβά νερό.
Ο Ισαάκ γούρλωσε τα μάτια.
<<Πόσο χρονών είσαι αδερφέ; >> Ρώτησε διστακτικά. Ο θρύλος της Μπένετ ήταν αληθινός, και εκείνο το κορίτσι ήταν μία μάγισσα. Οι μάγισσες ζούσαν για αιώνες...Άρα...<<Είσαι...>> Οι λέξεις έμειναν φυλακισμένες στον λαιμό του.
<<Μάγος όπως κι εσύ. Ήθελα να σου το πω εδώ και καιρό Ισαάκ αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν θα με πίστευες. Τώρα που είδες από μόνος σου πως οι θρύλοι είναι αληθινοί...>> Ο Ισαάκ τον διέκοψε.
<<Γιατί οι ευχές πραγματοποιήθηκαν μόνο από εσένα και εμένα; >> Δάγκωσε τα χείλη του. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως όλα όσα έδειχναν στις ταινίες υπήρχαν στ' αλήθεια.
<<Δεν είμαστε απλοί θνητοί αδερφέ, είμαστε ξεχωριστοί...οι ευχές πραγματοποιούνται μονάχα από μάγους και πάντοτε οι ίδιες ευχές. Κάθε χρόνο ένας μάγος, χωρίς να μπορεί να το αποφύγει, ζωντανεύει το άγαλμα. >>
<<Τώρα πια που τα βρήκατε μεταξύ σας εγώ να πηγαίνω, πρέπει να καταστρέψω τα Χριστούγεννα πριν να έρθει η Πρωτοχρονιά και γίνω άγαλμα για ακόμη μια φορά. >> Μπήκε σαν κλέφτης μέσα στην συζήτηση των αδερφών Άνταμς.
<<Εσύ δεν θα πας πουθενά, θέλω να πάρεις πίσω την κατάρα που έβαλες σε εμένα και στον αδερφό μου. >> Είπε μέσα από τα δόντια του.
<<Λυπάμαι αλλά αυτό δεν γίνεται, από την στιγμή που με φιλήσατε, η κατάρα έχει ήδη εξαπλωθεί στο κορμί σας. >> Γιατί δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τον Ισαάκ. Τι της συνέβαινε;
<<Δεν καταλαβαίνω. Για ποια κατάρα μιλάτε; >> Ήταν αρκετά μπερδεμένος. Όλο αυτό το χάος για ένα φιλί που έδωσε με εκείνη την γυναίκα;
<<Όταν ένας μάγος κάνει την ευχή να απελευθερώσει την ψυχή της Έμιλυ Μπένετ από το άγαλμα και μετά η νεαρή αγγίξει τα χείλη της επάνω σε αυτό τον μάγο, η κατάρα του φιλιού εξαπλώνεται. Όπως έχει συμβεί κι σε εμένα. Πώς νομίζεις έχω καταφέρει να ζήσω τόσα χρόνια με ένα καρκίνο; >>
<<Αδερφέ, τι λες; >>
<<Την αλήθεια Ισαάκ. Για την αρρώστια μου αυτή η παλιογυναίκα φταίει και για την δική σου επίσης. >> Μίλησε ο Κρίστοφερ και η Έμιλυ γέλασε.
<<Ελάτε τώρα, μην τα δραματοποιείται όλα. Η κατάρα λύνεται, αλλά είναι δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο. >> Είπε τυλίγοντας μία τούφα των μαλλιών της στο δάκτυλο της.
Ο Ισαάκ την κοίταζε μαγεμένος...
<<Πώς λύνεται; >> Την ρώτησε ο μεγαλύτερος αδερφός από την οικογένεια Άνταμς.
<<Πρέπει να βρω την αληθινή αγάπη, τότε όλες οι αρρώστιες που εξάπλωσε η κατάρα μου στο κορμί χιλιάδων μάγων θα εξαφανιστούν. >>
<<Και περιμένεις να σε πιστέψω; >> Πήρε μία στάση, έτοιμος να της επιτεθεί.
<<Η αληθινή αγάπη δεν διαλύει μονάχα την κατάρα του φιλιού αλλά και την δική μου. Νομίζεις πως θέλω να είμαι για μια ζωή ένα άγαλμα; >> Σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της.
<<Για μια ζωή άγαλμα θα είσαι, και την ίδια κατάρα θα εξαπλώνεις κάθε χρόνο διότι για να βρεις την αληθινή αγάπη πρέπει να έχεις καρδιά...κάτι που εσύ δεν έχεις. >> Ο Ισαάκ βγήκε από τον μαγεμένο κόσμο της κοκκινομάλλας και μπόρεσε επιτέλους να μιλήσει.
<<Ισαάκ...δεν ήθελα να σου κάνω κακό...>> Είπε με χαμηλό τόνο φωνής και παραλίγο να την πιστέψει.
<<Και άρχισα να σε συμπαθώ...>> Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Πήρε την κόρη του από το χέρι, η οποία τόση ώρα τους έβλεπε χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγαν, και άρχισε να απομακρύνεται από την εκείνη την γυναίκα που του κατέστρεψε την ζωή και τα όνειρα.
Έφτασε στο χωριό για να γιορτάσει τα Χριστούγεννα με την οικογένεια του και σε λίγες ώρες όλα χάθηκαν...
Οι μέρες περνούσαν και είχε αρχίσει να νιώθει ήδη αδύναμος. Ο καρκίνος εξαπλωνόταν στο κορμί του. Ο αδερφός του δεν μπορούσε πια να σηκωθεί από το κρεβάτι. Άρα ο ίδιος θα βρισκόταν στην ίδια θέση με τον Κρίστοφερ μετά από εκατό χρόνια;
Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε την κορούλα του, η οποία άνοιγε ευτυχισμένη τα δώρα της. Ήταν Πρωτοχρονιά και ο ήλιος άρχισε ήδη να δύει. Αυτό υποδείκνυε πως μέχρι την νύχτα η Έμιλυ θα γινόταν πάλι άγαλμα. Το περίεργο ήταν πως εδώ και λίγες μέρες, από την τελευταία φορά που την είδε...που έδωσαν εκείνο το φιλί...δεν παρατήρησε κάποια καταστροφή των Χριστουγέννων. Όλοι οι δρόμοι ήταν στολισμένοι, φωτισμένοι και οι κάτοικοι του χωριού τραγουδούσαν και χόρευαν.
Αυτό μόνο πράγμα σήμαινε. Εκείνη η γυναίκα που είχε γοητευμένο τον Ισαάκ, δεν είχε καταστρέψει τα Χριστούγεννα.
Οι επόμενες ώρες περνούσαν με τον νεαρό Άνταμς να βρίσκεται καθισμένος έχοντας ένα ανήσυχο βλέμμα. Γιατί ένιωθε πως θα έβγαινε η καρδιά από το στήθος του;
<<Αδερφέ...>> Μία φωνή ακούστηκε και ο Ισαάκ γύρισε απότομα το κεφάλι προς το μέρος που ερχόταν εκείνος ο γνωστός ήχος. Ο Κρίστοφερ Άνταμς βρισκόταν όρθιος, με ακουμπισμένη την πλάτη στο κάσωμα της πόρτας και είχε ένα χαμόγελο στα χείλη.
<<Είσαι...>> Του κόπηκε η ανάσα κοιτώντας τον αδερφό του λες και ήταν εξωγήινος.
<<Νιώθω απίστευτα υγιής Ισαάκ, σαν να έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. Είμαι σίγουρος πως η κατάρα διαλύθηκε αλλά θα πάω και αύριο στον γιατρό να το επιβεβαιώσω. >> Είπε εκείνος και αμέσως ο πατέρας της Ελίζας σηκώθηκε από την καρέκλα αλλά για μια στιγμή δίστασε αν έπρεπε να κάνει την επόμενη κίνηση.
<<Πήγαινε. Μην την αφήσεις να σε περιμένει. >> Του χαμογέλασε. <<Θα προσέχω εγώ την μικρή. >>
Ο Ισαάκ βγήκε έξω από την οικεία Άνταμς τρέχοντας και παραλίγο να σκοντάψει στο σκαλοπάτι που υπήρχε στο κατώφλι της οικείας. Γέλασε με τον εαυτό του και συνέχισε να τρέχει πως όλες τις δυνάμεις του. Καθώς έτρεχε, κοίταζε τα φωτισμένα σπίτια και όλη η ατμόσφαιρα του μύριζε Χριστούγεννα. Τελικά η Έμιλυ είχε καρδιά...δεν κατέστρεψε τα όνειρα των άλλων.
Όταν έφτασε στην πλατεία, κάρφωσε το βλέμμα στο σιντριβάνι και ένιωσε μία ανακούφιση την στιγμή που είδε πως το άγαλμα δεν υπήρχε.
<<Εμένα ψάχνεται κύριε Άνταμς; >> Ο ήρεμος τόνος φωνής της έφτασε σαν μία γλυκιά μελωδία στα αφτιά του.
Ο Ισαάκ έκανε μία στροφή εκατό ογδόντα μοιρών και χαμογέλασε όταν αντίκρισε την κοπέλα με τα παράξενα μάτια που του άλλαξε την ζωή.
<<Ο αδερφός μου φαίνεται να είναι καλά. >> Της είπε καθώς την πλησίαζε.
<<Η κατάρα διαλύθηκε, για να βρίσκομαι εγώ εδώ ζωντανή και όχι μέσα σε εκείνο το μαρμάρινο άγαλμα σημαίνει ότι...>> Ο Ισαάκ την διέκοψε.
<<Σημαίνει ότι βρήκες την αληθινή αγάπη...>> Στάθηκε μπροστά της, σε απόσταση αναπνοής και εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, σπρώχνοντας το σώμα της προς το δικό του με σκοπό να μηδενίσει οποιαδήποτε απόσταση υπήρχε μεταξύ τους.
<<Φίλησε με...>> Του ζήτησε και ο άντρας δάγκωσε το κάτω χείλος του. Το βλέμμα του καρφώθηκε στα χείλη της ενώ η Έμιλυ κοιτούσε με λαχτάρα τα δικά του που βρίσκονταν παγιδευμένα ανάμεσα στα δόντια του. <<Αλλά, αυτή την φορά χωρίς καμία μαγεία ανάμεσά μας. Θα το κάνουμε γιατί το θέλουμε και οι...>>
Εκείνη την στιγμή ήταν που ο Ισαάκ την άρπαξε από την μέση συνθλίβοντας τα χείλη επάνω στα δικά της, φυλακίζοντας με αυτό τον τρόπο την τελευταία λέξη της Έμιλυς Μπένετ μέσα στον λαιμό της.
Η ζωή μάς παίζει περίεργα παιχνίδια και για αυτό τον λόγο πρέπει να προσέχουμε τι ευχόμαστε. Ο Ισαάκ Άνταμς έκανε μία ευχή για άλλο άτομο και ξύπνησε τον χειρότερο του εφιάλτη, όμως στάθηκε τυχερός. Σε μία στιγμή αδυναμίας, από μία λάθος κίνηση, γνώρισε την αληθινή αγάπη μέσα από τα μάτια εκείνης της μυστηριώδης μάγισσας.
Τι θα γινόταν αν η Έμιλυ δεν τον ερωτευόταν;
Θα απελευθερωνόταν το χάος...κάτι που ευτυχώς δεν συνέβη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top