Κεφάλαιο 51

50 ώρες μέχρι το τέλος 

Η Ιφιγένεια παίρνει βαθιές ανάσες καθώς παρατηρεί το κινητό του Νέιθαν να προβάλει την εκπομπή στην οποία οι γονείς της είναι καλεσμένοι. Εδώ και ώρα οι διαφημίσεις προσπαθούν να πουλήσουν τα προϊόντα τους. Διαφημίσεις που δεν έχουν καμία σχέση με το προηγούμενο θέμα της εκπομπής.

《Γιατί μου το έδειξες αυτό;》 Ρωτά σκληρά η Ιφιγένεια χωρίς να τον κοιτάζει. Μέσα της νιώθει λύπη και θυμό. Οι γονείς της νοιάζονται ακόμα και εξαίτιας της τα αδέρφια της βρίσκονται εγκλωβισμένα.

《Για να δεις πως εγώ πάντα κερδίζω! Δεν έχεις ελπίδες. Τα αδέρφια σου είναι εγκλωβισμένα σε ένα μέρος που ξέρω μόνο εγώ, ο συνεργάτης μου και η Εύη, αλλά είναι νεκρή! Επομένως δεν πρόκειται κανείς να το ανακαλύψει!》 Η Ιφιγένεια δακρύζει ασταμάτητα, νιώθει πως η καρδιά της διαλύεται. Ο εσωτερικός της κόσμος δεν επικοινωνεί με τον ψυχικό. Οι ελπίδες της έχουν γίνει άνεμος.

《Άφησε τους να φύγουν, έχεις εμένα. Εκείνους δεν τους χρειάζεσαι.》 Τα μάτια της καρφώνονται στα δικά του με σκοπό να του δημιουργήσει τύψεις. Για λίγο ο Νέιθαν νιώθει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, ένα συναίσθημα πόνου και οίκτου. Αμέσως γυρίζει το κεφάλι του στην αντίθετη κατεύθυνση και νιώθει το μυαλό του να γεμίζει με σκοτεινές και υποχθόνιες πράξεις.

《Θα τους αφήσω να φύγουν εφόσον εμείς εγκατασταθούμε σε μία χώρα του εξωτερικού. Μέχρι τότε θα μείνουν στην θέση τους. Υπομονή, σε δύο μέρες τα αδέρφια σου θα βρίσκονται μαζί με τους γονείς σου.》 Η Ιφιγένεια κατεβάζει το κεφάλι της και σφίγγει τα χέρια της σε γροθιές. Η καρδιά της συγκροτείται ξανά μόνο που αυτήν την φορά είναι σκληρή σαν πέτρα και μαύρη όπως τα συναισθήματα της. Εφόσον οι δικοί της αδυνατούν να την σώσουν, θα αναλάβει η ίδια την σωτηρία της. Ο Νέιθαν είναι υπερόπτης και αλαζόνας, δεν έχει γνωρίσει ένα θύμα το οποίο θα του αντισταθεί, θα τον πολεμήσει και στο τέλος θα τον νικήσει. Δεν καταλαβαίνει την τροπή του χαρακτήρα της Ιφιγένειας, τα βασανιστήρια του έχουν μια τρομαχτική εξέλιξη στο μυαλό του θύματος του. 

Εκείνη την στιγμή πήρε, για πρώτη φορά στην ζωή της έναν όρκο: "Θέλει να ελευθερωθεί και θα κάνει οτιδήποτε χρειαστεί. Θα τον τραυματίσει και δεν θα νιώσει ούτε οίκτο ούτε τύψεις." 

Το μυαλό της ανατρέχει στην πρώτη τους συνάντηση. Τότε ήταν ένα ανόητο κορίτσι γεμάτο ανασφάλειες και δισταγμούς. Τώρα είναι μια δυναμική και κατεστραμμένη προσωπικότητα που με το ζόρι διατηρεί την πυγμή και το θάρρος της. Ο Νέιθαν τότε ήταν ένας πανέμορφος νεαρός γεμάτος χιούμορ και αγάπη. Όμως.. της είχε μιλήσει για εκείνον. Της είπε την ιστορία με τον άκαρδο πατέρα του, την φοβισμένη μητέρα του που διάλεξε την αδερφή του αντί γι' αυτόν. Θυμάται την τακτική του. Υπομονή. Εξάσκηση. Αντεπίθεση. Νίκη. Έτσι θα κάνει και αυτή. Έχει υπομείνει τα πάντα και έχει εξασκηθεί! Ήρθε η ώρα της αντεπίθεσης.

Ο Νέιθαν βάζει το κινητό του στην τσέπη του και κάνει βόλτες μέσα στην αποθήκη. Αντίθετα η Ιφιγένεια δεν κινείται, κοιτάζει το πάτωμα και παίρνει  βαθιές αργές ανάσες, κάτι που προμηνύει το τέλος.

Το τέλος της δικής της αθωότητας. Το τέλος της δικής του τρέλας. Το τέλους του παιχνιδιού πλησιάζει, θα είναι άραγε όλοι ζωντανοί για να το ζήσουν ή θα βιώσουν το τέλος ματώνοντας και αργοπεθαίνοντας; 

[...]

Η Εύη οδηγάει βιαστικά και ρίχνει γρήγορες ματιές στο πίσω κάθισμα. Το μωρό κοιτάζει με περιέργεια έξω στον δρόμο και πιπιλάει το χέρι του. Η μέλλουσα μητέρα συνειδητοποιεί πως δεν πήρε τα απαραίτητα για να περιποιηθεί το μωρό ούτε έχει χρήματα πάνω της. Επίσης σκέφτεται πως δεν μπορεί να πάρει το μωρό μέσα στο σκοτεινό δάσος και δεν υπάρχει κανένας γνωστός της εντός πόλης. Είναι ένα μεγάλο δίλημμα, μία απόφαση που πρέπει να πάρει πριν να είναι πολύ αργά. Η κοιλιά της συνεχίζει να τις δίνει μικρές σουβλιές και το κεφάλι της βουίζει απίστευτα δυνατά. Σταγόνες ιδρώτα είναι σχηματισμένες στο μέτωπο της και νιώθει ένα κόμπο στον λαιμό της. 

《Δεν μπορείς να τους αφήσεις εκεί μέσα μόνους. Σε χρειάζονται Εύη, σε χρειάζονται περισσότερο από ποτέ.. Μην τους εγκαταλείψεις τώρα. Τώρα τα πας καλά μαζί τους απλώς πρέπει να κάνεις υπομονή. Λίγη υπομονή ακόμα.》 Μονολογεί αγχωμένη καθώς παρκάρει το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. Πηγαίνει στο πίσω κάθισμα και παίρνει αγκαλιά το μικρό αγοράκι. Το τοποθετεί σωστά και αρχίζει να το κοιμίζει με ένα νανούρισμα που της τραγουδούσε η μητέρα της. Η μελωδική της φωνή αντηχεί μέσα στο αυτοκίνητο και οι λέξεις χορεύουν στην γλυκιά μελωδία. Σε λίγα λεπτά το μωρό έχει κοιμηθεί και η Εύη το τοποθετεί στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου σκεπάζοντας το με την κουβερτούλα του. 

Έπειτα βγαίνει από το αυτοκίνητο, κλειδώνει και βγάζει στην επιφάνεια το κινητό της για παν ενδεχόμενο. Μπαίνει στο δάσος γνωρίζοντας πολύ καλά - πια- την διαδρομή. Περπατά αγνοώντας τα έντομα και την φριχτό κρύο που κυριαρχεί. Ξέρει καλά τον δρόμο και δεν θα μπερδευτεί. Το μόνο που δεν πρέπει να γίνει είναι να την βρει ο Νέιθαν, διότι όλα θα πήγαιναν στράφη και όλος ο κόπος τους θα χανόταν. Παρ' όλα αυτά κάτι της έλεγε πως δεν ήταν όλα καλά. 

Κάποιος της αγγίζει τον ώμο κάτι που την αναγκάζει να παγώσει στην θέση της. Νιώθει τον λαιμό της ξερό και τα χέρια της τυλίγουν την κοιλιά της προστατευτικά. Τρέμοντας γυρίζει προς το μέρος και αντικρίζει έναν αστυνομικό. 

《Χαθήκατε;》 Την ρωτάει κοιτάζοντας την στα μάτια. Αμέσως καταλαβαίνει πως είναι δεν είναι πραγματικός αστυνομικός και πολύ πιθανόν να είναι συνεργάτης του Νέιθαν. Εκείνος την κοιτάζει με βλέμμα που δηλώνει ενδιαφέρον αλλά η Εύη κάνει ένα βήμα πίσω. 

《Ναι.. ψάχνω για ένα πανδοχείο. Ήθελα να μείνω κάπου πριν συνεχίσω τον δρόμο μου. Ξέρετε που έχει;》 Ο αστυνομικός σμίγει τα φρύδια του και ξύνει αμήχανα τον αυχένα του. 

《Φυσικά και ξέρω. Μπορείτε να με ακολουθήσετε;》 Τείνει το χέρι του προς αυτήν και κάνει ένα βήμα προς την έξοδο.

《Θα το ήθελα πολύ.》 Χαμογελάει με νάζι και βαθαίνει την φωνή της για να του αποσπάσει την προσοχή. Παράλληλα ακουμπάει το χέρι της στο δικό του και αφού το χαϊδεύει διακριτικά, πηγαίνει δίπλα του.

Ο αστυνομικός σαστίζει αλλά δεν χάνει εντελώς την λογική του, αυτό που πρέπει να κάνει. Με αργά βήματα βγαίνουν από το δάσος και η Εύη παρατηρεί πως το αυτοκίνητο της είναι αρκετά μακριά από εκεί. 

《Ξέρετε έχω ένα παιδί. Είναι στο αυτοκίνητο. Θα μπορούσατε να έρθετε μαζί μου;》 Το χέρι της ανεβαίνει στον αγκώνα του και τα νύχια της αγγίζουν την επιδερμίδα και έπειτα την στολή του. 

《Γιατί όχι;》 Ρωτά χαλαρός πια και την ακολουθεί προς το αυτοκίνητο. Η Εύη ανοίγει την πόρτα και παίρνει στην αγκαλιά της το  μικρό αγόρι. 

Την ίδια στιγμή ο αστυνομικός ενημερώνει τον Νέιθαν πως βρήκε μια κοπέλα μέσα στο δάσος η οποία έχει παιδί και φαινόταν περαστική. Επομένως δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τυχόν εισβολείς. 

《Με το δικό σας όχημα θα πάμε; Ή σε ξεχωριστά;》 Η Εύη του αποσπά την προσοχή και ο αστυνομικός δεν προλαβαίνει να τελειώσει το μήνυμα. 

《Ο καθένας το δικό του θα έλεγα. Εξ'άλλου πως θα συνεχίσετε το ταξίδι σας;》Η Εύη χαμογελάει και αφού τον ευχαριστεί μπαίνει στο αυτοκίνητο απογοητευμένη. Ησυχάζει τον μικρό και ακολουθεί το αυτοκίνητο του αστυνομικού. Σημειώνει τις πινακίδες του και καθώς οδηγάει ανοίγει το λάπτοπ της. Μέσα σε δευτερόλεπτα αντιλαμβάνεται πως αυτός ο άνδρας είναι πρώην κατάδικος. Φυλακίστηκε έξι χρόνια για βιασμούς και ανθρωποκτονίες. Η Εύη χωρίς να χάνει καιρό αλλάζει κατεύθυνση και πατάει το γκάζι με δύναμη. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά και οι σκέψεις της είναι μπερδεμένες.

Πως θα καταφέρει να σώσει τους φίλους της αν ο Νέιθαν έχει τόσους πολλούς συμμάχους; Μόνο το βράδυ θα καταφέρει να πετύχει κάτι. Μέχρι τότε πρέπει να παραμείνει κρυμμένη. 

Το τέλος είναι κοντά Εύη.. προσπάθησε να σώσεις και να σωθείς για να μην καταλήξεις νεκρή.. και εσύ και το μωρό!

Τέλος κεφαλαίου

Ελπίζω να σας άρεσε ❤

Αφήστε μου ένα 💬  με την γνώμη σας και μην ξεχάσετε να πατήσετε το 🌟.

🌹Ίνα🌹

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top