Κεφάλαιο 48

61 ώρες μέχρι το τέλος

Η ησυχία της αποθήκης διαταράσσεται από την απότομη έλευση του Νέιθαν. Ανοίγει απότομα την πόρτα και εισέρχεται μέσα χωρίς να την κλείσει. Κρατάει στο δεξί του χέρι το όπλο και τρέμει ολόκληρος. Τα μάτια του είναι κενά και γουρλωμένα ενώ τα χείλη του είναι πιεσμένα σε μια γραμμή.

《Νέιθαν;》 Η Ιφιγένεια σηκώνεται και τον κοιτάζει ανήσυχη. Τα μάτια του έχουν χάσει την ζωντάνια τους, μοιάζουν κενά και άψυχα. Σταγόνες ιδρώτα κυλούν στο πρόσωπο του και παίρνει βαθιές ανάσες χωρίς να καταφέρει να ηρεμήσει. Φαίνεται εκτός εαυτού.

《Είναι νεκροί..》 Πυροβολεί την οροφή αφήνοντας μια δυνατή κραυγή που κάνει την Ιφιγένεια να αναπηδήσει. Τα μάτια της γουρλώνουν και καταπίνει με δυσκολία. Τι εννοεί άραγε αυτός ο άντρας;

《Ποιοι είναι νεκροί;》 Ρωτάει καθώς τον πλησιάζει γρήγορα. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει γρήγορα και νιώθει να χάνει την γη κάτω από τα πόδια της.

《Η Εύη και το παιδί μου.》 Ο Νέιθαν κλείνει την πόρτα και ακουμπά πάνω της δακρύζοντας.

《Τι;》 Σκεπάζει με τα χέρια το πρόσωπο της και έπειτα τοποθετεί τα χέρια της στο μέτωπο της. 《Πώς μπόρεσες να σκοτώσεις το παιδί σου;》 Του φωνάζει δυνατά ενώ κλωτσάει το πάτωμα με ανεξέλεγκτη δύναμη.

《Νομίζεις πως είμαι τόσο σκατόψυχος; Εννοείται πως δεν το σκότωσα εγώ! Το αγάπησα πριν καν γεννηθεί Ιφιγένεια, δεν θα του έκανα ποτέ κακό. Απλώς η φωτιά.. μεγάλωσε και.. δεν..》 Πλέον κλαίει με λυγμούς και αφήνει το όπλο να πέσει από τα χέρια του.

《Πώς ξέρεις πως δεν κρύβονται;》 Η Ιφιγένεια πηγαίνει δίπλα του και του χαϊδεύει τα μαλλιά. Κοιτάζει το όπλο με την άκρη του ματιού της αλλά δεν κάνει κίνηση να το πιάσει.

《Μου το είπε η αδερφή σου.. αυτήν κάλεσαν στο νοσοκομείο. Η Εύη με φοβόταν, δεν ήθελε να το πει σε εμένα..》 Βουρκώνει ξανά αλλά δεν αφήνει άλλα δάκρυα να τρέξουν. 《Ιφιγένεια δεν είμαι τέρας. Εσύ το ξέρεις αυτό ε;》 Την κοιτάζει στα μάτια σαν παιδί, ελπίζοντας να ακούσει την σωστή πρόταση που θα ανακουφίσει την ψυχή του. Η φωνή του σπάει στο τέλος της ερώτησης και τα χέρια του πέφτουν άψυχα δίπλα της.

《Δεν είσαι τέρας χαζό, κατεστραμμένος είσαι. Νέιθαν θέλω να ξέρεις πως δεν διαλέγουμε την οικογένεια μας αλλά διαλέγουμε ποιοι είμαστε και πως θα εξελιχτούμε. Αν δεν θες να είσαι ίδιος με τον πατέρα σου, κάνε κάτι για να το αλλάξεις αυτό. Σταμάτα αυτές τις απάνθρωπες πράξεις. Γίνε καλύτερος γιατί είσαι καλύτερος από αυτόν.》Η Ιφιγένεια τον αγκαλιάζει και αυτός ακουμπά το κεφάλι του στον ώμο της.

《Θα με σκότωνες αν είχες την ευκαιρία;》 Ρωτά δακρυσμένος ο απαγωγέας ενώ κουλουριάζεται στην αγκαλιά του θύματος του.

《Ο φόνος είναι μεγάλη κουβέντα, ακατόρθωτη πράξη και ασυγχώρητη - για μένα- αμαρτία. Μου έκανες πολλά αλλά σε καταλαβαίνω. Ίσως και εγώ αν μεγάλωνα στο δικό σου σπίτι να γινόμουν έτσι. Οπότε δεν θα σε σκότωνα.》Η λεπτή φωνή της βγαίνει αβίαστα από το στόμα της αφού πρώτα σκέφτεται προσεκτικά τις λέξεις.

《Ούτε για να φύγεις;》 Η Ιφιγένεια κλείνει τα μάτια της και πριν απαντήσει σκέφτεται προσεκτικά. Δεν της αρέσουν τα ψέμματα αλλά και η αλήθεια μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στον εγκληματία και να τον φέρει εκτός ελέγχου.

《Δεν θα σε σκότωνα. Θα σε τραυμάτιζα μόνο..》 Τα χέρια της χαϊδεύουν τα μαλλιά του, την πλάτη του και σκουπίζουν τα ελάχιστα δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια του.

《Δεν έχω κανέναν λόγο πια να αλλάξω. Κανένας δεν νοιάζεται για μένα πραγματικά. Ο μόνος άνθρωπος που με ήθελε και θα έκανε τα πάντα για μένα ήταν η Εύη. Ήξερε πως τα αισθήματα μου για εκείνη ήταν αμοιβαία. Ή τουλάχιστον προσπαθούσαν να είναι αμοιβαία.》 Ο Νέιθαν σφίγγει τα χέρια του σε γροθιές αλλά η Ιφιγένεια δεν απομακρύνεται από κοντά του.

《Μπορείς να αλλάξεις για τον εαυτό σου..》 Ο Νέιθαν την κοιτάζει ενοχλημένος και αφήνει ένα μικρό ειρωνικό και πικραμένο γέλιο. 《Ή για την αδερφή σου.. ξέρεις ακόμα ζει, το ίδιο και η μαμά σου.》

《Η μαμά μου πέθανε πριν πέντε χρόνια. Θάφτηκε εδώ Ιφιγένεια. Ήρθαμε στην ίδια πόλη! Δεν επικοινώνησε καν μαζί μου. Παντρεύτηκε έναν μαλάκα και τον φλόμωσε στο ψέμα όπως και την αδερφή μου. Βέβαια ο καλός μου ο πατριός πριν λίγο καιρό ήταν ο καλύτερος συνεργάτης μου. Είχε ένα ψιλικατζίδικο και με προμήθευε με προϊόντα χωρίς να ξέρει ποιος είμαι. Η αδερφή μου είναι μια φοβητσιάρα που αν δεν ήσουν εσύ θα ήταν το επόμενο θύμα μου! Και τώρα έχει μπλέξει με την οικογένεια σου και αγωνίζεται για το κακό μου! Ακόμα θεωρείς πως πρέπει να αλλάξω για εκείνη;》Η Ιφιγένεια σηκώνεται και ξεφυσάει μπερδεμένη.

《Δεν ξέρει την αλήθεια Νέιθαν. Πρέπει να της πεις πως σε λένε, να της εξηγήσεις γιατί τα κάνεις όλα αυτά, να της συστηθείς, να την γνωρίσεις και να κερδίσεις την εμπιστοσύνη της αλλά πρώτα πρέπει να αρχίσεις να στήνεις την ζωή σου.》 Ο Νέιθαν σηκώνεται όρθιος και δίνει μπουνιά στην πόρτα.

《Πώς θα συνεχίσω την ζωή μου χωρίς αυτήν;》 Ουρλιάζει και πιάνει από τον λαιμό την Ιφιγένεια. 《Πώς θα ζω χωρίς να ξέρω αν είναι καλά ή όχι;》 Τυλίγει και το δεύτερο χέρι του στον λαιμό της ενώ εκείνη έχει πάρει μια έκφραση πανικού. 《Ήταν η σωτηρία μου και μου την στέρησαν!》 Πιέζει τα χέρια του ενώ η Ιφιγένεια προσπαθεί να τον σταματήσει. 《Με παράτησε και μου στέρησε το παιδί μου..》 Βουρκώνει και την αφήνει μετανιωμένος.

《Νέιθαν.. συμβαίνουν και αυτά ναι; Θα βρεις κάποια άλλη που θα σε αγαπήσει..》Βήχει αλλά δεν σταματάει να τον πλησιάζει.

《Κοίτα με! Είμαι ένα τέρας, ένας μαλάκας! Ποια θα με θελήσει; Με εκείνη ήμουν ο εαυτός μου.. εγώ την σκότωσα. Αν δεν είχα βάλει εκείνη την φωτιά.. αν.. δεν φοβόμουν να σε χάσω..》Περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του και τα μάτια του μεταφέρονται στο δάπεδο.

Η Ιφιγένεια προσπαθεί να πάει κοντά του αλλά εκείνος απομακρύνεται και βγαίνει από την αποθήκη. Αφού την κλειδώνει ξεκινά να περπατάει για το νοσοκομείο.

[...]

Η Καλλιόπη και η Πηνελόπη ακολουθούν τον πρόχειρο χάρτη που σχεδίασε προηγουμένως η Καλλιόπη. Περπατούν εδώ και τέσσερις ώρες συνεχόμενα αλλά δεν μπορούν να βρουν καμία αποθήκη, ούτε καν το σημείο που απήγαγαν τον Έκτορα. Αφού συναντούν για ακόμη μια φορά το μεγάλο δέντρο, την καθοδήγηση αναλαμβάνει η Καλλιόπη η οποία τρέχει ανάμεσα στα δέντρα σαν αέρας με την Πηνελόπη να την ακολουθεί όσο πιο γρήγορα μπορεί.

《Ξέρεις που πάμε;》Φωνάζει όσο πιο πολύ μπορεί προκειμένου ο ήχος να φτάσει στα αυτιά της Καλλιόπης.
《Όχι.. αλλά ελπίζω το ένστικτο μου να είναι σωστό.》Απαντά πίσω η κοπέλα μειώνοντας την ταχύτητα της εναλλαγής των βημάτων της.

Οι δύο κοπέλες σταματούν σε ένα γέρικο δέντρο και αναπνέουν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Επιθυμούν ο αέρας να ανακουφίσει τα πνευμόνια τους όσο τίποτα άλλο.

《Νομίζω πως είμαστε στο σωστό σημείο.》Η Καλλιόπη δείχνει τα αποτσίγαρα που μολύνουν το χώμα.
《Καλύτερα να αρχίσουμε να ψάχνουμε πριν ξημερώσει.》Η Πηνελόπη περπατά προς το δάσος και ανοίγει τον φακό ξανά. Το άσπρο του φως σε συνδυασμό με την ομίχλη δημιουργεί ένα αίσθημα αδρεναλίνης και φόβου.

《Ό,τι και αν γίνει δεν θα χωριστούμε. Είμαστε μαζί σε όλο αυτό.》Οι δύο κοπέλες ενώνουν τα χέρια τους και προχωρούν μαζί προς το εσωτερικό του δάσους. Κοιτούν, ψάχνουν και εξερευνούν την μεγαλύτερη έκταση χωρίς να καταφέρουν να ανακαλύψουν τίποτα χρήσιμο.

Την ίδια στιγμή κοιτάζονται στα μάτια με απογοήτευση και δάκρυα συσσωρεύονται στα μάτια της Πηνελόπης.
《Χρειάζομαι τα αδέρφια μου όσο τίποτα..》 Η Καλλιόπη κοιτάζει κάτω λυπημένα.

《Τότε πάμε να βρεις το ένα!》Αντρική φωνή, βαριά, άγρια. Αμέσως καλύπτει την μύτη της Πηνελόπης με ένα υγρό πανί και ταυτόχρονα με το άλλο του χέρι εγκλωβίζει τα χέρια της Καλλιόπης τραβώντας την προς το μέρος του.

Μόλις η Πηνελόπη λιποθυμά, ο άντρας επαναλαμβάνει την πράξη στην Καλλιόπη και έτσι οι δύο κοπέλες πέφτουν στα χέρια του εχθρού.

Ο άντρας χαμογελά με κακία και στέλνει ένα μήνυμα στον Νέιθαν προκειμένου να τον ηρεμήσει. Του υπόσχεται πως θα μάθει αν πραγματικά πέθανε η Εύη και πως θα αναλάβει να στείλει ένα σημείωμα για χρήματα στην οικογένεια Ιωάννου.

Εν τέλει παίρνει τις δύο κοπέλες και τις σέρνει ως το υπόγειο διαμέρισμα του.

Τέλος κεφαλαίου 💖

Λοιπον είδαμε τον Νέιθαν και την Ιφιγένεια σε μια διαφορετική κατάσταση.

Επίσης δεν έχει απομείνει σχεδόν κανείς για να σώσει τα αδέρφια Ιωάννου, τον Αλέξη και την Καλλιόπη.

Επίσης σας θυμίζει κάτι η αποκάλυψη του Νέιθαν για την οικογένειά του;

Αφήστε μου ένα 💬 με την γνώμη σας και μην ξεχάσετε να πατήσετε το 🌟.

Bye

🌹Ίνα🌹

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top