Κεφάλαιο 3ο

Απογοητεύτηκε μόλις είδε την ώρα να περνάει.

Εδώ και ώρα μόνο ματιές αντάλλασσε με μαθητές. Όμως δεν της έφτανε απλώς ένα βλέμμα. Ήθελε να μιλήσει. Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια είχε την όρεξη να πει μια κουβέντα, να συστήσει τον εαυτό της και να πει κάποια λόγια για την ζωή της.

Τώρα, περιμένει να τελειώσει ο αγιασμός και να τους μοιράσουν σε τάξεις. Ανυπομονησία καταβάλει κάθε άκρο του σώματος της. Έχει ελέγξει κάθε παιδί. Έχει σκεφτεί ποιους από αυτούς θα τους ήθελε για συντροφιά στην τάξη και ποιους όχι. Όμως ποιος ξέρει; Ίσως τελικά να είναι με μαθητές που δεν έχει παρατηρήσει τόσο καλά.

Μόλις τελειώνει ο αγιασμός, ένας ψηλόλιγνος άντρας πλησιάζει στο μικρόφωνο και αφού περιμένει να ησυχάσει το κουρασμένο από τον ήλιο, πλήθος, αναφωνεί:

《Αγαπητοί μαθητές καλημέρα σας. Ελπίζουμε και αυτή την χρονιά να την περάσουμε όμορφα, ενωμένα, δίχως εντάσεις και τσακωμούς. Έχουν έρθει καινούργιοι μαθητές, αρκετοί είναι ίδιοι. Θα σας παρακαλούσα να βοηθήσετε τους νέους μαθητές να προσαρμοστούν. Δείξτε το καλό παράδειγμα.  Τώρα θα μπείτε μέσα στο σχολείο, θα πάτε στις τάξεις σας και θα καθίσετε στα θρανία σας. Θα σας μοιράσουμε τα βιβλία και δεν θα σας  κρατήσουμε άλλο.》
Φωνές, χειροκροτήματα, γέλια και σφυρίγματα ξεσπούν από τα παιδιά.

Εκείνη απλά χαμογελάει ανακουφισμένα καθώς σκέφτεται πως θα μπορέσει να απολαύσει ακόμη μία μέρα κλεισμένη στο σπίτι, να κάνει παρέα στα πολύτιμα, εξωσχολικά της βιβλία.

Σιγά - σιγά ο διευθυντής ανακοινώνει τα ονοματεπώνυμα των μαθητών και την τάξη στην οποία θα ανήκουν από εδώ κι πέρα.

Περιμένει με αγωνία να ακούσει το δικό της όνομα. Ξαφνικά ακούει το ονοματεπώνυμο της και καταλαβαίνει πως ανήκει στο Α'3.  Με διστακτικά βήματα ανεβαίνει τις σκάλες και περνά τις πόρτες. Κατευθύνεται προς την τάξη της και στέκεται έξω από την άσπρη πόρτα.

Κοιτάει τα παιδιά και καρφώνει με το βλέμμα της μία παρέα. Μα φυσικά και η τύχη δεν ήταν με το μέρος της. Τα "κακά" αγόρια, την παρέα που ευχόταν να μην μπλέξει μαζί της, τους έχει τώρα συμμαθητές.

Πηγαίνει προς τα πίσω και κοιτάζει μία κοπέλα που δεν ανήκει σε κάποια παρέα. Έχει μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Είναι αδύνατη, αρκετά αναπτυγμένη για την ηλικία της.

Χωρίς δεύτερη σκέψη και με ένα πρωτόγνωρο, για την Ιφιγένεια, θάρρος την πλησιάζει και τη χαμογελά.

《Γεια σου. Είμαι η Ιφιγένεια.》Η φωνή της ακούγεται αδύναμη.

《Με λένε Εύη.》 Έχει σιγανή φωνή, μάλλον ντρέπεται.

Η Ιφιγένεια της έριξε λίγες καχύποπτες αλλά διακριτικές ματιές.

《Χάρηκα. Είσαι καινούργια εδώ;》 Ίσως αυτή η κοπέλα να ήταν η σωτηρία της Ιφιγένειας.

《Όχι ακριβώς. Δηλαδή ναι είμαι καινούργια στο σχολείο.. αλλά..》τρίβει τα χέρια της μεταξύ τους με αμηχνία. 《Παλιά στην περιοχή.》

Κατάλαβε την αμηχανία και την δυσκολία της Εύης να εξηγήσει τι συμβαίνει στην ζωή της. Γι' αυτόν τον λόγο δεν συνέχισε την κουβέντα περί αυτού του θέματος.

《Ξέρεις τι; Νομίζω πως χρειαζόμαστε και οι δυο κάποιον για να καθίσουμε στο  θρανίο. Ε.. και η αλήθεια είναι πως δεν νιώθω άνετα με τα παιδιά εδώ.》 Διαλέγει τις λέξεις με προσοχή. Δεν θέλει να δείξει την αρνητική της σκέψη για τους νέους συμμαθητές της.

《Μια από τα ίδια.》 Ψιθυρίζει η Εύη κοιτώντας τους υπόλοιπους με μισό μάτι.

《Άρα θες να καθίσουμε μαζί!》 Ο ενθουσιασμός της Ιφιγένειας φανερώνεται πλήρως με αυτήν την πρόταση.

Βαρέθηκε να κάθεται μόνη της κάθε χρόνο, να περνάει την σχολική ώρα ζωγραφίζοντας στο τετράδιο καθώς ακούει την καθηγήτρια να κάνει κήρυγμα στα άτακτα αγόρια της τάξης της.

《Εμ.. υποθέτω πως θέλω.》 Λέει δυνατότερα αυτήν την φορά και ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της.

《Υπέροχα. Τουλάχιστον θα ανεχόμαστε μαζί τις τρέλες του κάθε καθηγητή.》Προσπαθεί  να πει με ζωηρό τρόπο.

Ένας σγουρομάλλης καθηγητής έρχεται στην τάξη μας και ξεκλειδώνει την πόρτα. Όλοι τρέχουν να πιάσουν τις πίσω θέσεις. Ρίχνει ένα βλέμμα στην Εύη και μόλις σιγουρεύεται πιάνει το δεύτερο θρανίο στην μεσαία σειρά.

Εκείνη έρχεται και αφήνει βαριεστημένα την τσάντα κάτω. Βυθίζεται στην καρέκλα και προσπαθεί να καθίσει όσο πιο κάτω γίνεται.

Η Ιφιγένεια γυρίζει ελαφρώς το κεφάλι της και ξαφνιάζεται μόλις παρατηρεί ότι δύο αγόρια κάθισαν αριστερά της. Τους περιεργάζεται με το βλέμμα της ώσπου γυρίζουν και την κοιτάζουν. Αυτόματα γυρίζει το κεφάλι της και προσπαθεί να κρύψει την κόκκινη απόχρωση που έχει πάρει το πρόσωπο της.

Ο καθηγητής που έχει σίγουρα περάσει τα εξήντα χρόνια στέκεται μπροστά στην έδρα.

《Με λένε κ.Αντωνίου και μαζί θα κάνουμε μαθηματικά.》 Το μάθημα που μισεί  απίστευτα πολύ. 《Τα άλλα θα τα πούμε αύριο.》Αναφωνεί καθώς αφήνει τα απαραίτητα βιβλία μπροστά από κάθε παιδί.

《Μπορείτε να φύγετε. 》 Αμέσως οι περισσότεροι τρέχουν έξω χωρίς να νοιαστούν καν για τα βιβλία τους.

Η Ιφιγένεια, πάλι, όπως και η Εύη τοποθετούν ένα - ένα τα βιβλία τους μέσα στις τσάντες.

《Θα τα πούμε αύριο.》Χαμογελά γλυκά η Ιφιγένεια στην Εύη. Εκείνη την χαιρετά με ένα νεύμα.

《Τα λέμε Ίφι 》 Χαμογελάει και βγαίνει από την τάξη.

Η Ιφιγένεια έμεινε κάγκελο στο άκουσμα του καινούργιου της ονόματος. Της άρεσε όμως. Την έκανε να νιώθει πιο μεγάλη, ήταν πιο οικείο και σύντομο από το κανονικό της όνομα.

Χωρίς άλλη σκέψη παίρνει την τσάντα της και βγαίνει από το σχολείο. Αρχίζει να περπατά προς το σπίτι όμως και πάλι νιώθει πως κάποιος την παρακολουθεί. Κοιτάζει γύρω της με τρόμο. Θέλει να τρέξει μα δεν μπορεί.

Εκείνος στέκεται απέναντι της όμως δεν τον βλέπει. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος σε αντίθεση με εκείνη.

Την πλησιάζει με γοργό βήμα την ώρα που η Ιφιγένεια το βάζει στα πόδια. Τρέχει γρήγορα παρά το βάρος που κουβαλάει στην αδύνατη πλάτη της.

Όμως εκείνος δεν πτοείται. Θα έχει ακόμα πολλές ευκαιρίες να την πλησιάσει, να της μιλήσει, να πάρει αυτό που θέλει. Ξέρει πως είναι όμορφος άντρας, γοητευτικός, γεμάτος δύναμη.

Οπότε μόνο ο χρόνος είναι εχθρός. Και το μόνο που κάνει είναι να καθυστερεί. Εκείνος έχει υπερβολική υπομονή. Πάντα είχε.

Αυτα για σήμερα ❤

Περιμένω να δω τις γνώμες σαςς

Έχω γράψει μέχρι το 14ο κεφάλαιο και συνεχίζω όταν προλαβαίνω.

🌟Ina🌟

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top