Κεφάλαιο 17ο
Το επόμενο πρωί βρίσκει την Πηνελόπη να είναι ξύπνια και να περιμένει υπομονετικά την ώρα.
Έχει βάλει ένα καλό σακάκι, ένα καρό πουκάμισο, δερμάτινο κολάν και ένα ζευγάρι δωδεκάποντες γόβες. Έχει βαφτεί ελαφρώς και τα μαλλια της αγκαλιάζουν τους ώμους της.
Έχει ετοιμάσει μια ακριβή τσάντα με τα απαραίτητα. Έχει σκοπό να εκφράσει το ενδιαφέρον για την εξαφάνιση της αδερφής της μόνο που αυτή θα πάρει δραστικά μέτρα.
Εξετάζει ξανά την ώρα και αρπάζει την τσάντα της. Αφήνει μια βαθιά ανάσα και βγαίνει από το σπίτι με αργά, αθόρυβα βήματα. Ξεκλειδώνει το αυτοκίνητο της και μπαίνει μέσα.
Το δώρο της για τα δέκατα όγδοα γενέθλια της ήταν αυτό το κόκκινο αυτοκίνητο. Έπειτα πήρε το δίπλωμα οδήγησης και ταίριαξε απόλυτα στην παρέα των κακομαθημένων φίλων της.
Η Πηνελόπη ήταν η αδυναμία του πατέρας της. Συχνά της έκανε δώρα, της έδινε χρήματα για εκδρομές, για ψώνια, για να μην φαίνεται μπροστά στις φίλες της σαν κανένα φτωχαδάκι που έλεγε και η ίδια.
Η ίδια ήταν η πρώτη που έμαθε ότι ο μπαμπάς της βλέπει μια άλλη γυναίκα που είναι στην ηλικία του αδερφού της. Το έμαθε με τον χειρότερο τρόπο.
Ήταν μία καθημερινή μέρα όπου η Πηνελόπη αποφάσισε να πάει στην δουλειά του μπαμπά της για να του ζητήσει χρήματα. Ήθελε να αγοράσει ένα καινούργιο φόρεμα και η μαμά της δεν της έδινε τα απαραίτητα χρήματα. Αφού πέρασε απαρατήρητη από τους διαδρόμους, μπήκε στο γραφείο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, κάτι που δεν συνήθιζε ποτέ. Το θέαμα που είδε ήταν ξεκάθαρα τραυματικό. Ο πατέρας της αγκαλιά με μια γυμνή κοπέλα στον δερμάτινο καναπέ. Στον καναπέ που καθόταν για να του πει τα προβλήματα της, στον καναπέ που διάβαζε ώρες για να γράψει στις πανελλήνιες, στον καναπέ που άφηνε τα ψώνια της.
Με μια απότομη κίνηση του κεφαλιού της διώχνει κάθε αρνητική σκέψη. Πιέζει τα χείλη της σε μια γραμμή και βάζει το κλειδί στην μίζα. Πατάει το γκάζι και κοιτάζει τον δρόμο με άψυχα μάτια.
Ο προορισμός της είναι κοντά. Τόσο κοντά που ήδη νιώθει την καρδιά της να πάλλεται, να της δίνει προειδοποίησεις γι' αυτό που θα ακολουθήσει.
Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί την ενδιαφέρει αυτό το σκατό η αδερφή της; Θα έπρεπε να είναι χαρούμενη που λείπει, που ξυπνάει χωρίς να βλέπει την φάτσα της, χωρίς να ακούει την αναπνοή της τα βράδια. Θα έπρεπε και όλοι οι άλλοι να της δίνουν σημασία. Αντίθετα όλοι ψάχνουν τρόπο να φέρουν την Ιφιγένεια σπίτι.
Και χθες το βράδυ κατάλαβε κι η ίδια τι έκανε λάθος, γιατί μισούσε τόσο πολύ την ίδια της την αδερφή.
Την μισούσε γιατί τραβούσε όλη την αγάπη και την προσοχή. Γιατί ήταν ευγενική, υπομονετική και συγχωρούσε τα πάντα. Γιατί κρατούσε τα νεύρα της και ποτέ δεν άφηνε την λύπη της να φανεί προς τα έξω. Αντίθετα χαμογελούσε όσο πιο αληθινά μπορούσε και μόνο όταν ήταν μόνη της άφηνε τα αληθινά της συναισθήματα διάχυτα.
Σε αυτό διέφεραν πάντα. Μα χθες που άκουσε την μαμά της και τον μπαμπά της να διαφωνούν, που παρατήρησε την άγρια και μεθυσμένη φωνή του αδερφού της να λέει πως ακόμη και εκείνη νιώθει κάτι που έφυγε η Ιφιγένεια, ότι υποφέρει με τον δικό της τρόπο, δεν άντεξε. Ο αδερφός της είχε αδιαμφισβήτητα δίκαιο.
Παρκάρει το αυτοκίνητο έξω από το λύκειο και αμέσως φοράει τα γυαλιά μυωπίας της. Ανοίγει την πόρτα του ακριβού της αυτοκινήτου και βγαίνει έξω με βήμα γεμάτο αυτοπεποίθηση και σιγουριά.
Έχει έρθει με έναν συγκεκριμένο στόχο και δεν πρόκειται να φύγει αν δεν τον εκπληρώσει. Παρατηρεί τα πρόσωπα των μαθητών που βαριεστημένα εισέρχονται στο κολαστήριο, όπως ισχυρίζονται.
Από μακριά εντοπίζει την Εύη και ισορροπώντας απόλυτα στις γόβες της πλησιάζει και την τραβάει απαλά σε μια γωνία μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα.
《Πηνελόπη;》Ρωτά ξαφνιασμένη η νεαρή ψηλόλιγνη κοπέλα. Έχει να δει την Πηνελόπη πολύ καιρό, ίσως και χρόνο.
《Σσσς. Πρέπει να έρθεις μαζί μου.》Απαντά αινιγματικά η ξανθομαλλούσα κοπέλα και βγάζει από την τσάντα της την φωτογραφία της μικρή της αδερφής.
Η Εύη γεμάτη τρόμο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Μα πως δεν το παρατήρησε πιο νωρίς; Η ομοιότητα μεταξύ των δύο αδερφών, το κοινό τους επίθετο, η στιγμή που γνωρίστηκαν.
《Πηνελόπη εγώ..》
《Ξέρω τι σου συνέβη!》Την διακόπτει με αγένεια. 《Εγώ σε βοήθησα να προχωρήσεις και να ενταχθείς στην κοινωνία ξανά. Όμως τώρα έχω σοβαρό πρόβλημα. Πιστεύω πως αυτό που συνέβη σε σένα, συμβαίνει τώρα στην αδερφή μου. Δεν ζητώ την βοήθεια σου, την απαιτώ!》Το άλλοτε γλυκό και ειρωνικό βλέμμα της είναι τώρα σκούρο, σκοτεινό και σοβαρό.
《Προσπαθώ να βοηθήσω Πηνελόπη. Έχω ήδη μιλήσει με τον αστυνομικό. Ο Νέιθαν - το όνομα του απαγωγέα μου- είναι ψεύτικο. Χρησιμοποιεί πλαστά έγγραφα. Ζει μια άλλη ζωή. Πιθανόν ο πραγματικός κάτοχος αυτής της ζωής του να είναι νεκρός. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξετάσουμε την περιοχή. Το σπίτι του.》Η Πηνελόπη αφήνει έναν αναστεναγμό απογοήτευσης και νιώθει τα συναισθήματα της να παλεύουν και την ψυχραιμία της να διασπάται.
《Άρα μου λες ότι πρέπει να περιμένουμε. Πάλι! Μου λες ότι μέχρι να οργανώσουμε τα στοιχεία μας, να δράσουμε και να δούμε τα αποτελέσματα η αδερφή μου θα ζει με έναν τρελό που θέλει το κακό της!》Ένας χείμαρρος δακρύων ξεχύνεται από τα μάτια της Πηνελόπης.
Με μία απλή διαπίστωση ένιωσε την καρδιά της να ραγίζει, τα νεύρα της να φουντώνουν και το αίσθημα της αδικίας να ξυπνάει.
《Γνωρίζω πως είναι δύσκολο να υπομείνεις την αναμονή αλλά γνωρίζω καλά την τακτική του Νέιθαν. Ακόμα δεν την έχει πειράξει. Βέβαια αυτό δεν πρέπει να μας καθησυχάζει, το αντίθετο μάλιστα. Οφείλουμε να κινηθούμε μα όχι έτσι. Με προσοχή. Πολύ πιθανόν ο Νέιθαν να μας κατασκοπεύει. Πρέπει να προσέχουμε. Πρέπει να δράσουμε με μυστικότητα. Μπορείς να μου υποσχεθείς ότι δεν θα κάνεις καμία βλακεία μέχρι να μιλήσω με τον κύριο Παπανικολάου; 》
Η ψυχραιμία και η σωστή κρίση της Εύης δυστυχώς δεν μεταδίδονται στην Πηνελόπη η οποία απλώς νεύει θετικά, έχοντας στο μυαλό της ήδη την νέα της κίνηση.
[...]
Η Ιφιγένεια ανοίγει τα μάτια της λόγω μιας πίεσης που νιώθει στην πλάτη.
《Θεέ μου, Νέιθαν!》Στριγγλίζει καθώς βλέπει το μαύρο και κρύο όπλο του να ακουμπάει την πλάτη της.
《Αν σε πυροβολήσω τώρα η σφαίρα θα χτυπήσει κατευθείαν στην καρδιά σου και η πολύτιμη ζωούλα σου θα είναι παρελθόν.》Απαντά με την φωνή του να χρωματίζεται από μια χαρά και διασκέδαση από μια αλαζονεία.
《Νέιθαν.. Σε ικετεύω.. μην..》Το όπλο κολλάει στην πλάτη της.
《Αρκετά με αυτό το όνομα! Ώρα να πέσουν οι μάσκες μικρή. Ώρα να αλλάξουμε και οι δύο!》Η τρομακτική φωνή του φτάνει στα αυτιά της ανήλικης κοπέλας σαν μελωδία.
Μελωδία θανάτου.
Αυτό ήταν το κεφάλαιο. Ελπίζω να σας άρεσε❤
τελικά η Πηνελόπη ενδιαφέρεται για την αδερφή της.
Τι λέτε να κάνει ο Νέιθαν στην Ιφιγένεια;
Περισσότερα στο επόμενο❤
❤INA❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top