9. ΛΟΓΙΑ ΑΓΑΠΗΣ, ΛΟΓΙΑ ΑΠΑΤΗΣ
Είχα βρεθεί πολλές φορές στο παρελθόν στο επίκεντρο βλεμμάτων. Μπορούσα να το αντέξω γνωρίζοντας ότι οι φίλοι μου δεν με έβλεπαν ως κάτι περίεργο και αφύσικο. Τώρα όμως που γινόταν το αντίθετο, δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Πλάγιες ματιές, καρφωμένα βλέμματα όταν δεν κοιτούσα, ψίθυροι μεταξύ τους. Αυτό παραήταν άνευ αντοχών. Την ώρα της χημείας μάλιστα, με αρκετά εύφλεκτα υλικά μέσα στην αίθουσα, ζήτημα κι αν έστρεψαν για ένα δευτερόλεπτο, αλλού την προσοχή τους.
«Θα σταματήσετε να με κοιτάζετε;», τους επέπληξα χαμηλόφωνα όσο ο καθηγητής μας έγραφε στον πίνακα.
«Θέλουμε να σιγουρευτούμε ότι είσαι εντάξει», μου απάντησε ο Σκοτ γέρνοντας στα πλάγια.
«Είμαι μια χαρά», τους είπα. «Δεν πρόκειται να σας βάλω φωτιά, τώρα σταματήστε να με κοιτάζετε γιατί δεν υπόσχομαι τίποτα για μπουνιές.»
«Είσαι σίγουρη ότι δεν νιώθεις μερικές σπίθες να αναβρύζουν από τους καρπούς σου;», με ρώτησε η Μόνι και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να δει τα χέρια μου.
Όταν ο κύριος Σμιθ καθάρισε τον λαιμό του ακούγοντας τους ψιθύρους μας ισιώσαμε στην θέση μας σταματώντας τις ομιλίες την ώρα του μαθήματος. Στα διαλείμματα πάντα κάποιος κυκλοφορούσε μαζί μου σαν σωματοφύλακας. Είχε καταντήσει κουραστικό. Τους διαβεβαίωνα πως δεν ένιωθα έτοιμη να εκτοξεύσω φλογοβόλα, αλλά μάταιος κόπος. Είχαν ξεχάσει τελείως την γρίπη μου, η οποία δεν είχε κοπάσει τελείως. Ένιωθα όμως πολύ καλύτερα μετά από αυτή την ... εξωτερίκευση φλογών τέλος πάντων.
Την ώρα του μεσημεριανού δεν με άφησαν να φάω μια μπουκιά χωρίς να παίρνουν τα μάτια τους από πάνω μου. Είχαμε φτάσει πλέον στο απροχώρητο.
«Από καθαρή περιέργεια», ξεκίνησα χωρίς να σηκώνω το βλέμμα μου από το πιρούνι μου «σκοπεύετε να έρχεστε και στην τουαλέτα μαζί μου;»
«Δεν είναι αστείο», μόρφασε ο Τσέις κι έσκυψε μπροστά. «Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά χθες αντί για κρίση πυρετού είχες κρίση μαγείας!»
«Η κρίση πυρετού θα ήταν προτιμότερη;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.
«Φυσικά κι όχι», ξεφύσησε εκείνος. «Αλλά θα ήταν πιο φυσιολογικό.»
«Πρέπει να μιλήσουμε στην μητέρα μου», αποκρίθηκε η Μόνι. «Να μας εξηγήσει επιτέλους τι συμβαίνει.»
Εγώ ξεφύσησα και βύθισα το πρόσωπο μου μέσα στις παλάμες μου.
«Μίλησες καθόλου με τον Κάρτερ;», με ρώτησε ο Σκοτ.
«Δεν έχω προλάβει», του απάντησα αφήνοντας τα χέρια μου να πέσουν πάνω στο τραπέζι. «Αλλά δεν ξέρω και τι να του πω. Δεν ξέρω καλά - καλά πώς να το εξηγήσω όλο αυτό στον εαυτό μου.» Εισέπνευσα και προσπαθώντας πολύ κατάφερα να ξεστομίσω αυτό που έγινε χθες το βράδυ. «Έχω μαγεία», είπα χαμηλόφωνα. «Από το πουθενά, έχω μαγεία. Δεν υπάρχει κανένας στην οικογένεια μου με τέτοια δύναμη εκτός από μένα.»
«Μήπως ο Τζον καταράστηκε κι εσένα;», αναρωτήθηκε ο Τσέις. «Είσαι κι εσύ διάδοχος του Κέλλαν.»
«Όχι», απάντησε η Μόνι κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν είναι αυτό. Είναι η δύναμη σου.»
Η δύναμη που ο Ντέμιεν φοβόταν. Η δύναμη της φωτιάς. Η φωτιά ήταν ένα καταστροφικό στοιχείο, και ικανή να ισοπεδώσει τον Κάτω Κόσμο. Όμως σε μένα πώς έφτασε;
«Κι επίσης», συνέχισε ο Σκοτ «η μητέρα σου δηλητηριάστηκε και παραλίγο να πεθάνεις στην γέννα. Αλλά εσύ τα κατάφερες, γιατί είχες μαγεία από την μήτρα.»
«Πώς όμως;», ξεφύσησα ξανά.
«Θα μάθουμε», μου απάντησε η Μόνι σφίγγοντάς μου το χέρι.
Το άγγιγμά της φάνταζε ζεστό, παρ' όλο που το δέρμα μου ήταν μονίμως θερμό. Ήταν το συναίσθημα της θαλπωρής που το εξιδανίκευε στα μάτια μου κι όχι η θερμοκρασία του σώματός της. Με επιβεβαίωνε πως ήταν δίπλα μου και με καθησύχαζε το γεγονός ότι δεν φοβόταν να με ακουμπήσει μετά από την χθεσινή ανακάλυψη.
«Γεια σας», η φωνή της Μέλανη πάνω από το τραπέζι μας σήκωσε τα βλέμματα. Στεκόταν με φανερή την αμηχανία στο χαμόγελό της, αλλά προσπαθούσε να φαίνεται φυσιολογική. «Μπορώ να κάτσω μαζί σας;»
«Ναι», της απάντησε ο Σκοτ αβέβαιος.
Εκείνη τον ευχαρίστησε και κάθισε ανάμεσα στα δύο αγόρια. Δάγκωσε το εσωτερικό των χειλιών της και μας έριξε από ένα φευγαλέο βλέμμα στον καθένα. «Λοιπόν, τι νέα;»
Ο Τσέις μου έριξε μια ματιά και έπειτα στράφηκε σε εκείνη. «Τα ίδια», της απάντησε. «Εσύ;»
«Κι εγώ», έσφιξε τα χείλη της και με κοίταξε. «Νιώθεις καλύτερα;»
Μόλις τα σμαραγδένια της μάτια συνάντησαν τα δικά μου ένιωσα μερικά ρίγη να διατρέχουν την ραχοκοκαλιά μου. Στην τελευταία μας συζήτηση τα μάτια της και τα λόγια της ήταν επιθετικά, σχεδόν εχθρικά. Αυτή την φορά κόπιαζαν να επιστρέψουν στην παλιά τους θέρμη. Υπό άλλες συνθήκες θα ήμουν πιο ανοιχτή, όμως τα νέα της μαγείας μου δεν με άφηναν να ευνοήσω την προσπάθειά της. Αντ' αυτού μου βγήκε ένα παραμορφωμένο χαμόγελο και πολύ λίγες λέξεις.
«Ναι», απάντησα κατευνάζοντας και στρέφοντας αλλού το βλέμμα μου.
Ένιωσα άσχημα την στιγμή που απέφυγα να την κοιτάξω και να αρχίσω να της εκμυστηρεύομαι ό,τι μου συνέβαινε. Η Μέλανη ήταν η άνοιξη της Μόιρα, όχι μόνο λόγω της μαγείας της. Αυτή απλά έθρεφε τον ήδη ειρηνικό της χαρακτήρα, προίκα από την μητέρα της, Χόουπ.
Ευτυχώς οι υπόλοιποι δεν την απέκλεισαν όπως έκανα κι εγώ, και της έπιασαν την κουβέντα αφήνοντας κι εμένα να χαθώ στις σκέψεις μου. Το χθεσινό βράδυ έπαιζε και ξανάπαιζε στο μυαλό μου και συγκεκριμένα το λεπτό εκείνο, όπου φλόγες πετάχτηκαν από τους καρπούς μου κι έκαναν στάχτη το χαρτί που κρατούσα. Το πρόσωπό μου δεν είχε πληγωθεί από αυτό, ούτε κάποιο άλλο μέρος του σώματος μου. Σιγά – σιγά άρχισα να δίνω απαντήσεις σε ορισμένα ερωτήματα με τα δεδομένα που διάθετα τούτη την στιγμή. Είχα μαγεία. Πώς και γιατί δεν ήξερα ακόμα. Ως νταμπίρ με μαγεία είχα γρήγορες επουλωτικές ιδιότητες, όπως κι ο Κάρτερ. Με αυτήν επίσης είχα καταφέρει να καταπολεμήσω την υποβολή του Ντέμιεν. Τα νταμπίρ με μαγεία δεν μπορούσαν να υποβληθούν από άλλα νταμπίρ. Μόνο από βρικόλακες. Ο Ντέμιεν δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν, αλλά σίγουρα δεν ήταν βρικόλακας. Έτσι εξηγούταν κι η έλξη που ένιωθα με το στοιχείο της φωτιάς. Η όραση μου δεν τραυματιζόταν ποτέ όταν την κοιτούσα και πάντοτε με ηρεμούσε. Θυμάμαι πως κάθε φορά που αρρώσταινα ως παιδί κουλουριαζόμουν μπροστά στο τζάκι, γιατί το υποσυνείδητό μου με καθοδηγούσε στο στοιχείο μου. Δεν καταλάβαινα το πώς, αλλά τα πόδια μου περπατούσαν πάντα προς τα εκεί. Κι αυτό οφειλόταν στην δύναμη που είχα και δεν ήξερα. Ο Ντέμιεν όμως το ήξερε και πιθανόν κι οι γονείς μου. Ήταν οι μόνοι που θα είχαν τις απαντήσεις, αλλά δεν βρίσκονταν στην ζωή. Εκτός κι αν ταξίδευα ξανά στον χρόνο και τους παρακολουθούσα, όπως την πρώτη φορά. Τώρα μάλιστα που είχα μαγεία και δεν χρειαζόμουν άλλους, μπορούσα να κάνω ένα ξόρκι μόνη μου. Ένα ξόρκι από το Απαγορευμένο Βιβλίο!
Όταν τα μαθήματα τελείωσαν και μπόρεσα να μείνω μόνη μου στον κοιτώνα μου δεν έχασα καθόλου χρόνο. Άλλαξα από την σχολική μου στολή και ετοιμάστηκα για το παλάτι. Το Απαγορευμένο Βιβλίο βρισκόταν στο δωμάτιο του Κάρτερ κι ήταν μια καλή ευκαιρία να του ανακοινώσω πως δεν ήταν ο μόνος που βρέθηκε στα καλά του καθουμένου με περίεργες δυνάμεις.
Βγήκα από το δωμάτιό μου όσο πιο αθόρυβα μπορούσα για να μη με ακούσει η Μόνι και με ακολουθήσει. Αφού σιγουρεύτηκα ότι ο διάδρομος ήταν άδειος έκλεισα την πόρτα πίσω μου σιγά – σιγά και κατέβηκα από τους κοιτώνες. Στον δρόμο για την έξοδο πέρασα από την τραπεζαρία, όπου ήδη την Οκτόμπερ και την Μόνι να κάθονται και να μιλάνε. Έμοιαζαν πως μιλούσαν για κάτι σοβαρό, αλλά ήταν ψύχραιμες. Ευχήθηκα να συζητάνε για τον Σκοτ και τον Γκασπάρ για να μπορέσουν να ξελαφρώσουν. Από ένα ζήτημα τουλάχιστον, γιατί η καημένη η Μόνι από τότε που με γνώρισε έχει πάντοτε και κάτι άλλο να ασχολείται πέραν από την ζωή της. Άφησα λοιπόν τις αδερφές Τζόνσον πίσω μου και το υπόλοιπο σχολείο και πήρα τον δρόμο για το παλάτι.
Το χιόνι για την Μόιρα ήταν πλέον παρελθόν. Ο καιρός βρισκόταν σε μια κατάσταση αλλαγής, αλλά το κρύο δεν είχε φύγει τελείως. Για μένα όμως ήταν κι αυτό παρελθόν. Το σώμα μου υπάκουγε πλέον άλλους κανόνες και ακολουθούσε τους δικούς του ρυθμούς. Οι κάτοικοι φορούσαν ακόμα ένα πανωφόρι για να προστατευτούν από τους βοριάδες, οι οποίοι έπλητταν το Πόρτλαντ. Εγώ ίσα – ίσα τύλιξα μια εσάρπα γύρω από το κοντομάνικό μου φόρεμα, για να μην νομίζουν οι υπόλοιποι ότι όδευα στην τρέλα.
Φτάνοντας στο παλάτι με υποδέχτηκε το κουτάβι μου, η Καταλίνα, την οποία είχα δει ελάχιστα αυτές τις μέρες. Οι υπεύθυνοι του παλατιού την είχα κρύψει όσες μέρες πηγαινοερχόντουσαν άγνωστοι -για εκείνη- για την κηδεία του Μάικλ και τα συλλυπητήρια στον Σον. Επίσης, η Βιλελμίνα ήταν αλλεργική στα σκυλιά, κι αν κι αυτό το γεγονός παραλίγο να οδηγήσει τον Κάρτερ στο να γεμίσει το δωμάτιο της με κουτάβια, εγώ ζήτησα να μείνει μακριά της. Η Βιλελμίνα δεν είχε φύγει ακόμα, αλλά απέφευγε τις πολλές εξόδους. Υπέθετα πως δεν ήθελα να πέσει πάνω στον Σον ή την Σάρα, αλλά γι' αυτό ακριβώς θα μπορούσε να φύγει. Όπως και να είχε εμένα η μικρή μου Καταλίνα μου είχε λείψει. Το ίδιο ίσχυε κι από πλευράς της. Δεν σταματούσε να κουνάει την ουρά της από την στιγμή που την αντίκρισα και παίρνοντας την στα χέρια μου, έγλυφε το πιγούνι μου, χαρίζοντάς μου τα ζεστά φιλιά της.
«Κι εμένα μου έλειψες πολύ πριγκίπισσά μου», της χάιδεψα το κεφαλάκι της και τρίφτηκε στο λαιμό μου, για να μου απαντήσει καταφατικά.
«Καλά άκουσα χαρούμενα γαβγίσματα», αποκρίθηκε ο Ντιμίτρι ερχόμενος προς το μέρος μας. «Είσαι καλύτερα σήμερα;»
«Ναι», του απάντησα κατευνάζοντας. «Εσείς πώς περάσατε χθες;»
«Τα ίδια», ανασήκωσε τους ώμους του. «Μείναμε στο παλάτι με τον Αλφόνσο κι είδαμε λίγη τηλεόραση.»
Έσμιξα τα φρύδια μου στην περιγραφή της χθεσινής του βραδιάς. «Δεν θα έβγαινες με τον Κάρτερ;»
«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Έπειτα σκέφτηκε λίγο και ξεροκάταπιε. «Γιατί; Σου είχε πει ότι θα έβγαινε μαζί μου;»
Ήταν πολύ αργά για να τον καλύψει. Δεν μπορούσε να πει τίποτα τώρα για να αναιρέσει τα προηγούμενα. Ο Κάρτερ μου είχε πει ψέματα και για το με ποιον μιλούσε και για το τι θα έκανε το χθεσινό βράδυ.
Άφησα κάτω την Καταλίνα και με γρήγορες δρασκελιές ανέβηκα στο δωμάτιο του. Μπήκα μέσα χωρίς να χτυπήσω, αλλά δεν τον διέκοψα από τίποτα. Για την ακρίβεια δεν βρισκόταν καν εκεί μέσα. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο πράγμα που σήμαινε ότι μπορεί και να μην είχε επιστρέψει καν στην Μόιρα. Προχώρησα προς τα μέσα και έψαξα το γραφείο του για τα χαρτιά εκείνα που τον είχαν απορροφήσει τόσο πολύ χθες, αλλά ήταν άδειο. Άνοιξα τα συρτάρια και το μόνο που βρήκα ήταν σκίτσα, ζωγραφιές, διάφορα κείμενα δικά του και το Απαγορευμένο Βιβλίο. Δεν έκανα τον κόπο να συμμαζέψω και παίρνοντας αυτό για το οποίο είχα έρθει βγήκα από το δωμάτιο του και πλησίασα τον Ντιμίτρι, ο οποίος περίμενε στην άκρη του διαδρόμου.
«Πού είναι;», τον ρώτησα καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μην βάλω τις φωνές.
«Δεν ξέρω», μου απάντησε έντρομος.
«Αν τον καλύπτεις και μου λες ψέματα...»
«Αλήθεια λέω», με διέκοψε. «Δεν τον καλύπτω. Δεν έχω ιδέα που είναι», τα μάτια του κατέβηκαν στο Απαγορευμένο Βιβλίο. «Αυτό γιατί το πήρες;»
Αναστέναξα βαριά και στηρίχτηκα στον τοίχο. «Έχουν έρθει τα πάνω κάτω στην ζωή μου. Και πέρα από όλα αυτά έχω και τον Κάρτερ να μου λέει ψέματα και να λείπει ένα ολόκληρο βράδυ από την Μόιρα.»
«Δεν το ξέρεις αυτό», μου απάντησε. «Μπορεί να είναι κάπου εδώ στην πόλη. Δοκίμασε να του τηλεφωνήσεις.»
«Δοκίμαζα όλο το πρωί κι είναι κλειστό.»
Εκείνος δεν είπε τίποτε γιατί δεν μπορούσε να σκεφτεί ποια θα ήταν η σωστή απάντηση. Πραγματικά όμως δεν υπήρχε.
«Τι άλλο έχει γίνει;», άλλαξε το θέμα.
Τα μάτια μας συναντήθηκαν για μερικές στιγμές κι έπειτα χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Μπορείς να πεις στον Αλφόνσο να έρθει να μιλήσουμε;»
«Θα του το πω», αποκρίθηκε. «Αλλά τι συμβαίνει; Με ανησυχείς.»
Έφερα το Απαγορευμένο Βιβλίο μπροστά από το στήθος μου και πριν κατευθυνθώ στο δωμάτιό μου μουρμούρισα: «Δεν μπορείς να φανταστείς.»
Ο Ντιμίτρι ανήσυχος και πάντοτε πρόθυμος να εκτελέσει κάθε εντολή ήρθε μαζί με τον Αλφόνσο στο δωμάτιό μου και κάθισαν γύρω από την ροτόντα, με το Απαγορευμένο Βιβλίο στην μέση. Μείναμε έτσι σιωπηλοί για μερικά λεπτά, καθώς κανείς δεν ήξερε πώς να αρχίσει την συζήτηση και προπάντων εγώ. Δεν ήξερα πώς να αρχίσω να τους λέω αυτό που ήθελα να τους ανακοινώσω. Μια επίδειξη θα ήταν αρκετή να πει περισσότερα από μένα. Δεν είχα ιδέα όμως πώς να το κάνω. Άπλωνα απλώς τα χέρια μου και οι φλόγες δραπέτευαν από το αίμα μου; Ή χρειαζόταν κάποια διεργασία πρώτα; Θα μπορούσα να φτερνιστώ ξανά, αλλά αφενός δεν μου ερχόταν κι αφετέρου ήταν ο πιο γελοίος τρόπος να αρχίσω μια συζήτηση.
«Ορόρα τι συμβαίνει;», ξεκίνησε ο Αλφόνσο. «Τι είναι αυτό που θέλεις να μας πεις;»
«Δεν ξέρω πώς να σας το πω», μουρμούρισα.
«Στις γλώσσες που θα το καταλάβουμε», απάντησε ο Αλφόνσο.
Ο Ντιμίτρι έγειρε μπροστά και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στην ροτόντα. «Τι θέλεις να μας πεις; Και για ποιον λόγο πήρες το Απαγορευμένο Βιβλίο;»
Έσπρωξα την καρέκλα μου πιο μπροστά και με το μυαλό μου να δουλεύει πυρετωδώς για να εκφράσω τις κατάλληλες λέξεις, βρήκα έναν πρόλογο που άρμοζε. «Έχετε ακούσει όλους αυτούς τους μύθους για το πόσο φλογεροί είμαστε εμείς οι Σάντος. Σωστά; Λένε πως μέσα στις φλέβες μας κυλάει φωτιά.»
«Ήθελες να μας πεις την γνώμη των άλλων για τον οίκο μας;», απόρησε ο Αλφόνσο.
Ο Ντιμίτρι μισόκλεισε τα μάτια του. «Άφησε την να συνεχίσει.»
Ο Αλφόνσο ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους του και περίμενε αυτό που θα επακολουθούσε. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα είχε φανταστεί τα επόμενα μου λόγια.
«Δεν νομίζω πως είναι απλώς μύθος», είπα τελικά. «Νομίζω πως» έκανα μια παύση κι έριξα μια ματιά στους καρπούς μου. «Νομίζω πως έχω την μαγεία της φωτιάς.»
Ο Ντιμίτρι ανασήκωσε τα φρύδια του κι ο Αλφόνσο καθάρισε τον λαιμό του και κουνήθηκε κάπως άβολα στην καρέκλα του.
«Μήπως», αποκρίθηκε «θα μπορούσες να το επαναλάβεις πιο αργά αυτήν την φορά;»
«Τι εννοείς έχεις μαγεία;», ρώτησε ο Ντιμίτρι.
«Εννοώ πως έχω μαγεία», του απάντησα. «Κι αυτή κατά πάσα πιθανότητα είναι η δύναμη για την οποία μιλούσε ο Ντέμιεν.»
«Όπα» ο Αλφόνσο άπλωσε τα χέρια του μπροστά «ο όρος δύναμη είναι πολύ γενικός. Εσύ αυτή την στιγμή μας μιλάς για μαγεία. Μαγεία», επανέλαβε αργά.
«Είσαι σίγουρη γι' αυτό που μας λες;», ρώτησε ο Ντιμίτρι.
«Τι να σου πω», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Χθες το βράδυ έκαψα ένα χαρτομάντιλο με φλόγες που βγήκαν από τα χέρια μου. Λες να είναι ιδέα μου τελικά;»
Τα λόγια μου αυτά τους βοήθησαν να το εμπεδώσουν πιο γρήγορα.
«Πώς είναι δυνατόν;», ψέλλισε ο Ντιμίτρι.
«Κι αυτό», ο Αλφόνσο υπέδειξε το Απαγορευμένο Βιβλίο «για ποιο λόγο το θέλεις; Θα αρχίσεις τα ξόρκια από την πρώτη κιόλας μέρα;»
«Ίσως αν γυρίσω ξανά πίσω να μάθω πως απέκτησα αυτή την δύναμη», του απάντησα. «Δεν υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος.»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρη;»
Εγώ κι ο Ντιμίτρι τον κοιτάξαμε παραξενεμένοι. Εγώ δεν ήμουν σίγουρη, εκείνος όμως φαινόταν για κάτι.
«Ο παππούς μας αν θυμάσαι λάτρευε την φωτιά ως θεότητα», άρχισε να μου εξηγεί κι εγώ κατένευσα. «Εσύ δεν το θυμάσαι γιατί ήσουν μωρό, αλλά πριν πεθάνει μάζεψε τα εγγόνια του, όσα είχαν γεννηθεί τότε, και μας είπε πως η μεγάλη θεά βρισκόταν ανάμεσά μας. Για εκείνον η μεγάλη θεά ήταν η φωτιά. Κι ήσουν εσύ.»
«Κι αυτό μας βοηθάει πώς ακριβώς;», απόρησα.
«Δεν τελείωσα», μόρφασε. «Θυμάμαι ιστορίες που έλεγε σε μένα και τον Φερνάντο για την μεγάλη θεά, η οποία θα έβγαζε τον κόσμο από το σκοτάδι με το φως που θα γεννούσε.» Δηλαδή την κόρη μου. «Όσοι μοιράζονταν το ίδιο αίμα μαζί της, έλεγε, είχαν την ίδια δύναμη, αλλά μόνο εκείνη μπορούσε να την χρησιμοποιήσει, γιατί ήταν γραφτό της. Όσες ιστορίες μας έλεγε δεν ήταν παραμύθια. Μας προειδοποιούσε γι' αυτό που θα γινόταν με σένα. Μας είχε μιλήσει ξεκάθαρα πως από όλους τους Σάντος εσύ θα έβγαζες τις φλόγες έξω από το αίμα σου, γιατί είναι γραφτό σου να μας σώσεις με το φως που θα γεννήσεις.»
Ο Αλφόνσο φαινόταν να ενθουσιάζεται με τα λόγια του. Είχε λύσει έναν γρίφο χρόνων, και τόσο καιρό ήξερε το μέλλον μου, χωρίς να το έχει καταλάβει. Τώρα όμως συνέδεσε όλα τα κομμάτια μαζί και έδωσε την απάντηση. Οι Σάντος είχαμε μαγεία μέσα μας, την μαγεία της φωτιάς. Δυστυχώς όμως δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθεί. Κυλούσε ανενεργή στο αίμα μας και περνούσε στις επόμενες γενιές, δυνατότερη, αλλά εξίσου αχρησιμοποίητη. Μέχρι που συσσωρεύτηκε στο δικό μου αίμα κι ήταν της μοίρας μου γραφτό να κάνω την αρχή και να ενεργοποιήσω αυτή την μεγάλη δύναμη.
«Απίστευτο», αναφώνησε ο Ντιμίτρι. «Όλα αυτά τα χρόνια ήξερες ουσιαστικά την αλήθεια.»
Ο Αλφόνσο ένευσε γρήγορα κι έκλεισε το χέρι μου στο δικό του. «Αυτό είναι Ορόρα. Είσαι η μεγάλη θεά.»
«Δεν ξέρω τι να πω», αποκρίθηκα με κάθε άκρο του κορμιού μου να μουδιάζει.
«Για αρχή», ο Αλφόνσο έσπρωξε το Απαγορευμένο Βιβλίο στο μέρος του. «Μην σου τρέχουν τα σάλια για χόκους πόκους. Εδώ μέσα υπάρχουν επικίνδυνα ξόρκια.»
«Ο Αλφόνσο έχει δίκιο», ένευσε ο Ντιμίτρι. «Υπήρχε λόγος που ο Κέλλαν το κράτησε μακριά από τα παιδιά του.»
«Έτσι κι αλλιώς δεν το καταλαβαίνω.»
Αυτό το βιβλίο ήταν γραμμένο στην αρχαία μας γλώσσα. Μέσα στην αναταραχή και την απόγνωση να μάθω την αλήθεια είχα αποφασίσει να βρω ένα λεξικό και να μεταφράζω λέξη – λέξη το απαραίτητο ξόρκι. Με την ψυχραιμία μου να επιστρέφει κάπως συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχαν λεξικά για την αρχαία γλώσσα. Θα κατέληγα να ζητήσω βοήθεια από την Μέλανη και τον Κάρτερ και κανένας από τους δύο δεν γνώριζε για την μαγεία μου και δεν ήξερα αν ήμουν πρόθυμη να το μοιραστώ. Η κατάσταση με την Μέλανη εξακολουθούσε να είναι ρευστή. Όσο για τον Κάρτερ, το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμουν ήταν αυτό. Αντιθέτως σκεφτόμουν τα ψέματά του και το πώς θα τον αντιμετώπιζα όταν επέστρεφε στο παλάτι. Πού να ήταν άραγε; Ήταν μέσα στην Μόιρα ή όχι; Μήπως ήταν με την Κέιζα; Θα το μάθαινα. Δεν θα έφευγα από το παλάτι ακόμα κι αν χρειαζόταν να μαρμαρώσω στον διάδρομο περιμένοντας να μάθω τι έκρυβε.
«Μπορείς να το ελέγξεις;», η φωνή του Ντιμίτρι με τράβηξε από τις σκέψεις μου. «Την μαγεία σου εννοώ.»
Εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου στους καρπούς μου. «Δεν ξέρω καν πώς να την χρησιμοποιώ.»
«Χθες τι έκανες και συνέβη;», με ρώτησε ο Αλφόνσο.
«Φτερνίστηκα», του απάντησα.
Ο Ντιμίτρι γέλασε πνιχτά κι ο Αλφόνσο σούφρωσε ελαφρώς τα χείλη του. «Να αρχίσουμε να γαργαλάμε την μύτη σου με ένα φτερό, δεν το συζητάμε, έτσι;»
«Αλφόνσο», τον επέπληξε ο Ντιμίτρι.
«Μια ιδέα έριξα», μουρμούρισε εκείνος κι έπειτα στράφηκε σε μένα. «Προσπάθησε να συγκεντρωθείς και να χαλαρώσεις.»
«Το δεύτερο δεν το έχω κάνει ποτέ στην ζωή μου», έσμιξα τα φρύδια μου.
«Για όλα υπάρχουν μια πρώτη φορά», αποκρίθηκε εκείνος. «Λοιπόν», ακουμπώντας τα δάχτυλά μου και τραβώντας τα χέρια μου για να τα τεντώσει «κάντο εικόνα», άρχισε να με συμβουλεύει «Έχεις την φωτιά μέσα σου. Φαντάσου την να δραπετεύει από τις φλέβες σου και να αιωρείται μπροστά στα μάτια μας.»
Μισόκλεισα τα μάτια μου για να συγκεντρωθώ και να ακολουθήσω τα βήματα που πρότεινε ο Αλφόνσο. Έκανα εικόνα μερικές φλόγες να αναπηδούν από το δέρμα μου, αλλά δεν έβλεπα αποτέλεσμα. Δεν τα παράτησα αμέσως και συνέχισα να πιέζω τον εαυτό μου να υπακούσει στην σκέψη μου.
«Χαλάρωσε», επανέλαβε ο Αλφόνσο μετά από έναν μου αναστεναγμό.
«Μην πιέζεις τον εαυτό σου», ψιθύρισε ο Ντιμίτρι. «Άφησε το να σου βγει φυσικά.»
Άφησε το να σου βγει φυσικά, επανέλαβα στον εαυτό μου. Ό,τι χρειαζόμουν βρισκόταν μέσα μου. Μέχρι χθες δεν ήξερα καν ότι είχα μαγεία, αλλά τώρα την αντιμετώπιζα ως ένα κομμάτι του εαυτού μου, γιατί αυτό ήταν. Σταμάτησα να μου δίνω εντολές και πράγματι για λίγο κατάφερα να χαλαρώσω τα άκρα μου. Έκλεισα τα μάτια μου κι αναζήτησα την φωτιά στα ενδόμυχα μου. Ήμουν ένα με εκείνη. Κυλούσε μέσα μου, πορευόταν με την ψυχή μου και διαμόρφωνε τον χαρακτήρα μου. Με κάθε χτύπο της καρδιάς μου δυνάμωνε και κάθε μου ανάσα κατέβαινε στο κορμί μου δίνοντάς της ζωή. Η φωτιά ήταν εγώ κι εγώ ήμουν η φωτιά.
Για κλάσματα του δευτερολέπτου μια εικόνα πέρασε μπροστά μου, ένα στιγμιότυπο του παρελθόντος που ήμουν παρούσα, αλλά δεν θυμόμουν. Κι αυτό γιατί ήμουν νεκρή. Ένας σμήνος νερού εισέβαλλε στο στήθος μου, κάτι που οφειλόταν στα μάγια του Κάρτερ. Αυτή ήταν η στιγμή που επανήλθα στην ζωή. Η καρδιά μου φτερούγισε σε αυτή την ανάμνηση, όπως έκανε νιώθοντας το νερό να εισέρχεται μέσα μου. Και τότε μερικές φλόγες ξεμύτισαν από τους καρπούς μου φωτίζοντας τον χώρο. Άνοιξα τα μάτια μου και τις είδα να χορεύουν στον ρυθμό του αέρα. Ο Αλφόνσο κι ο Ντιμίτρι εξεπλάγησαν σε αυτό το θέαμα, αλλά δεν αναφώνησαν, ούτε έκαναν προς τα πίσω. Παρακολουθούσαν το ζεστό στοιχείο βγαλμένο από μέσα μου. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Το χρώμα της κι η θερμότητα που εξέπεμπε ακόμα και στην όραση ήταν σαν μια ισχυρή δόση γνώσης και δύναμης. Ο Κέλλαν με είχε προειδοποιήσει πως ο Κάρτερ θα με βοηθούσε με τις δυνάμεις μου, και η καθημερινή έκθεση στην δική του, έφερε στην επιφάνεια το θαμμένο κομμάτι του εαυτού μου.
«Πώς ήξερες πώς να την βοηθήσεις;», ρώτησε ο Ντιμίτρι τον Αλφόνσο.
Ο Αλφόνσο χαμογέλασε και του απάντησε χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου. «Ο καλύτερος μου φίλος έχει μαγεία αν θυμάσαι.»
«Του αέρα», αποκρίθηκε ο Ντιμίτρι.
«Δεν παύει να είναι μαγεία.»
Κλείνοντας τις παλάμες μου οι φλόγες σβήστηκαν. Στο διάστημα μεταξύ προσπάθειας και επιτυχίας ένιωσα σαν να είχα πάθει μετάλλαξη. Αισθανόμουν πιο σίγουρη για τον εαυτό μου, πιο δυνατή. Είχε σταματήσει να με φρικάρει το γεγονός ότι ήμουν η βασίλισσα του Κάτω Κόσμου με συσσωρευμένη δύναμη πολλών γενιών Σάντος. Προς το παρόν μου αρκούσε το ότι δεν ήμουν τελείως αβοήθητη. Είχα ένα όπλο να υπερασπιστώ τον εαυτό μου από εχθρούς. Η δύναμη μου είχε ξυπνήσει, όπως είχε ορθά θέσει η Μόνι. Αυτό όμως σήμαινε πως ανά πάσα στιγμή ο Ντέμιεν θα ερχόταν να με πάρει. Αυτή η συνειδητοποίηση καταλάγιασε την ανακούφιση, και έφερε νέο κύμα ανησυχίας.
«Τι θα κάνουμε τώρα;», ρώτησα χαμηλόφωνα. «Αν το μάθει ο Ντέμιεν θα έρθει για μένα.»
Ο ενθουσιασμός έσβησε από τα πρόσωπά τους και την θέση τους πήρε ο φόβος.
«Δεν πρέπει να το πείτε σε κανέναν», τους παρακάλεσα γέρνοντας γρήγορα μπροστά. «Ούτε στον Κάρτερ.»
Ο Ντιμίτρι έσφιξε τα χείλη του μετά από τα λόγια μου. «Δεν γίνεται να μην το μάθει.»
«Έχει δίκιο», συμφώνησε ο Αλφόνσο. «Και γιατί δεν θέλεις να ξέρει; Υπέθετα πως θα ήταν ο πρώτος που θα το έλεγες.»
Ήθελα. Δεν ήταν όμως εδώ. Τώρα που τον χρειαζόμουν περισσότερο από ποτέ εκείνος ήταν χαμένος. Εξαφανισμένος και ανειλικρινής. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημά μου.
«Έχουμε δύο αντίθετα στοιχεία», τους απάντησα. «Το νερό κι η φωτιά δεν είναι γνωστά για την συνεργασία τους.»
«Και τι με αυτό;», απόρησε ο Αλφόνσο. «Θα μετατραπείτε σε εχθρούς γιατί η μαγεία σας δεν συνάδει;»
«Ορόρα», ο Ντιμίτρι έγειρε μπροστά «Με την απειλή του Ντέμιεν μεγαλύτερη από ποτέ, ο Κάρτερ δεν γίνεται να μείνει στο σκοτάδι. Η βοήθεια του είναι απαραίτητη. Και σε προειδοποιώ από τώρα πως δεν θα δώσω σημασία σε προσωπικές διαφωνίες με την ζωή σου σε κίνδυνο.»
Ο Αλφόνσο ανασήκωσε το ένα του φρύδι μετά τις 'προσωπικές διαφωνίες' αλλά δεν το σχολίασε.
«Θα συμφωνήσω με τον Ντιμίτρι», είπε.
Οι δυο τους με κάρφωσαν με τα βλέμματα τους περιμένοντας να ακούσουν αυτό που ήθελαν. Δεν είχαν άδικο σε αυτό που έλεγαν, αλλά δεν ένιωθα τον Κάρτερ κοντά μου. Δεν μπορούσα να δώσω μια σύντομη και –ίσως- λογική εξήγηση, γιατί ήταν πολλοί οι παράγοντες που άρχισαν να κλονίζουν την εμπιστοσύνη μου. Πρώτον, το ψέμα του για χθες το βράδυ και το ότι ήταν άφαντος από το πρωί. Δεύτερον, στην ανάμνηση να με φέρνει πίσω στην ζωή, κάτι μέσα μου σκίρτησε κι όχι με θετικό τρόπο. Καλώς ή κακώς η φωτιά και το νερό δεν ήταν σύμμαχοι και πιθανόν γι' αυτό τον λόγο ο Κάρτερ να την ενεργοποίησε. Το σώμα μου αντέδρασε ουσιαστικά στην συνεχή επαφή με το στοιχείο του. Το δικό μου λοιπόν τον έβλεπε ως απειλή, γιατί το νερό έσβηνε την φωτιά. Έτσι κι εκείνος μπορούσε να σβήσει κι εμένα, ό,τι κι αν συμπεριλάμβανε αυτός ο όρος.
Από την άλλη πράγματι δεν γινόταν να του κρύψω κάτι τόσο σημαντικό. Ο δεσμός μου με τον Κάτω Κόσμο δεν επηρέαζε μόνο εμένα, αλλά κι εκείνον και το βασίλειο. Επίσης, ένα μέρος του εαυτού μου αποζητούσε την στήριξή του κολασμένα. Με είχε κάνει να νιώσω ασφαλής τόσες φορές που το είχα ανάγκη και τώρα. Τα συναισθήματά μου ήταν αντιφατικά, με αποτέλεσμα να αδυνατώ να πάρω μια απόφαση επί τόπου. Για τον λόγο αυτό διάλεξα μια πιο διπλωματική οδό.
«Αφήστε με τουλάχιστον να του το πω εγώ. Θέλω να το ακούσει από εμένα.»
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι ο Ντιμίτρι ανασήκωσε τους ώμους του, δείχνοντας πως δεν μπορούσαν να συνεχίζουν να φέρνουν αντιρρήσεις. Πέρα από βασίλισσά τους, ήμουν και πεισματάρα και ο κόσμος θα γυρνούσε πιο εύκολα ανάποδα, από το να μου αλλάξουν γνώμη.
«Έστω», ξεφύσησε ο Αλφόνσο. «Αλλά μην το καθυστερείς. Βλέπεις κι εσύ πως ο χρόνος μας τελειώνει», σηκώθηκε και πήρε το Απαγορευμένο Βιβλίο. «Αυτό στο μεταξύ κατάσχεται για να μην μπει κανείς στον πειρασμό.»
«Αλφόνσο», τον σταμάτησα πριν βγει από το δωμάτιο. «Δεν θα με πειράξει αν μιλήσεις στον Ενρίκε. Είμαι σίγουρη πως θα ήθελε να το ξέρει.» Εκείνος κατένευσε χαμογελώντας μου και αποχώρησε μαζί με το βιβλίο ξορκιών.
«Εμπιστεύεσαι πιο πολύ τον Ενρίκε από τον Κάρτερ;», ανασήκωσε ο Ντιμίτρι το ένα του φρύδι.
Εγώ αναστέναξα και πέρασα μια τούφα μου πίσω από το αυτί μου. «Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί είστε όλοι έτοιμοι να με αποπάρετε όταν φέρομαι στον Ενρίκε με την ανάλογη εμπιστοσύνη που του αρμόζει; Είναι μαζί μου από την αρχή της ιστορίας και δεν έχει καμία υποχρέωση. Επίσης, δεν λέει ψέματα για το πού και με ποιον βγαίνει σε αντίθεση με τον φιλαράκο σου.»
«Ορόρα», πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα από τα δικά μου. «Δεν λέω ότι έχεις άδικο που εμπιστεύεσαι τον Ενρίκε. Όμως σχεδόν παρακάλεσες τον Αλφόνσο να του πει την αλήθεια, ενώ πριν μας διέταξες να μην μιλήσουμε στον Κάρτερ. Έκανε ένα λάθος, μην σπεύσεις να τον πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα.»
«Δεν σπεύδω να τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα», μόρφασα.
«Κι όμως», κατένευσε εκείνος. «Κατά βάθος αυτό θέλεις. Κι επίσης, δεν είναι κανένας έτοιμος να σε αποπάρει. Απλώς ξέρουμε πόσο πολύ αγαπιέστε και δεν θέλουμε να χάσετε αυτό που έχετε.»
«Κουράστηκα Ντιμίτρι», μουρμούρισα. «Δεν μπορώ να είμαι μονίμως εκείνη που πρέπει να αποδέχεται και να δέχεται. Νομίζω πως κι εκείνος έχει κουραστεί μαζί μου.»
Εκείνος γέλασε πνιχτά. «Ακόμα κι ένας τυφλός θα διαφωνούσε. Ο Κάρτερ ζει κι αναπνέει για σένα. Και τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Έχεις κουραστεί με τον Κάτω Κόσμο, και τον άνω. Μην εγκαταλείπεις όμως. Είμαστε δίπλα σου. Πάλεψε να μείνεις κι εσύ.»
«Δεν ξέρω», ψέλλισα και απομακρύνοντας το χέρι μου από το δικό του σηκώθηκα και στάθηκα μπροστά από το παράθυρο. «Την μία μέρα είμαι έτοιμη να παλέψω και με τον διάβολο τον ίδιο και την άλλη», εξέπνευσα «απλά δεν θέλω να υπάρχει άλλη.»
«Μην μιλάς έτσι», σηκώθηκε και με πλησίασε. «Θα υπάρξουν πολλές μέρες και δεν θέλω να σκέφτεσαι τέτοια πράγματα. Σε παρακαλώ, Ορόρα», με γύρισε ώστε να είμαστε αντικριστά. «Υποσχέσου μου ότι δεν θα βλάψεις ποτέ τον εαυτό σου.»
Τι χειρότερο θα μπορούσα να μου κάνω από ό,τι έχει κάνει ήδη η ζωή; Είχα χάσει τόσους, βρισκόμουν στο στόχαστρο ενός επικίνδυνου εχθρού βγαλμένο από τα έγκατα της Μόιρα, ένιωθα δικούς μου να απομακρύνονται και να ξεγλιστρούν από όρκους ειλικρίνειας κι αφοσίωσης. Κάθε γλυκιά και τρυφερή ανάμνηση δηλητηριαζόταν από υποψίες και μυστικά. Λόγια αγάπης φάνταζαν πικρά και ψεύτικα. Αγγίγματα παρηγοριάς και λαγνείας έμοιαζαν πνίξιμο και πίεση και μελάνιαζαν την ψυχή μου και την καρδιά μου. Μετά τον θάνατο του Μάικλ το χρώμα είχε χαθεί από τον κόσμο, και δεν υπήρχε κάποια βελτίωση. Βυθιζόμουν σε μια γνώριμη από τα παλιά θλίψη χωρίς να το καταλάβω και από ένα σημείο και μετά δεν με ένοιαζε.
«Έχω μια δουλειά», του είπα αποφεύγοντας να απαντήσω.
«Δεν τελειώσαμε αυτή την συζήτηση», αποκρίθηκε εκείνος απελευθερώνοντας με από το σφιχτό του άγγιγμα.
Όταν έφυγε κι εκείνος αφήνοντας με μόνη μου τηλεφώνησα στον Νέιθαν. Ο Κάρτερ ας έλεγε όσα ψέματα ήθελε, αλλά τίποτα δεν έμενε κρυφό. Αφού υπήρχε εικοσιτετράωρη φρούρηση στην είσοδο θα μπορούσε να αφήσει για λίγο το πόστο του. Του ζήτησα να μου φέρει το τετράδιο, στο οποίο κατέγραφε όποιον έμπαινε κι όποιον έβγαινε από την πόλη. Εκεί λογικά θα βρισκόταν και το όνομα του Κάρτερ και το όνομα εκείνου κοντά στο δικό του, θα ήταν ο χθεσινός του σύντροφος. Με έτρωγε η περιέργεια και έκοβα βόλτες στο παλάτι μέχρι να έρθει ο Νέιθαν και να με διαφωτίσει.
«Σε ευχαριστώ πολύ που έκανες τον κόπο», τον υποδέχτηκα στους κήπους του παλατιού.
«Κανένα πρόβλημα», μου το έδωσε. «Ο Αλφόνσο πάντως ήρθε σήμερα το πρωί να το δει.»
«Ναι, το ξέρω. Απλώς ήθελα να ελέγξω κάτι.» Του είπα ψέματα, για να μην βγουν τα προβλήματά μας παράεξω. «Εσένα σε έχει ενοχλήσει ξανά ο Λουκ;»
«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Προς το παρόν επικρατεί ησυχία.»
«Καλό αυτό.»
Άνοιξα το τετράδιο και ξεκίνησα την ανάγνωση από την περασμένη βδομάδα. Δυο τρεις κάτοικοι είχαν βγει, αλλά επέστρεψαν εντός λίγων ωρών, προτού νυχτώσει. Αυτή που έβγαινε σταθερές ώρες ήταν η Κέιζα. Την Δευτέρα, την Τετάρτη και το Σαββατοκύριακο, βραδινές ώρες. Την Πέμπτη και την Παρασκευή, ο Κάρτερ έφυγε αργά το βράδυ κι επέστρεψε νωρίς το ξημέρωμα. Όπως και το Σάββατο. Το όνομά του μάλιστα ήταν κάτω ακριβώς από την Κέιζα με διαφορά μερικών λεπτών. Όσο για χθες είχαν βγει επίσης με μερικά λεπτά διαφορά, αλλά είχαν επιστρέψει ακριβώς την ίδια ώρα: στις πέντε. Αυτό σήμαινε πως ήταν μέσα στην Μόιρα και πιθανόν μαζί, αφού ο Κάρτερ δεν ήταν στο παλάτι.
Το τετράδιο άρχισε να κουνιέται στα χέρια μου και κατάλαβα πως έτρεμαν τα δάχτυλά μου. Τα μάγουλά μου είχαν πάρει φωτιά και ήμουν έτοιμη να πετάξω το τετράδιο και να ξεσπάσω σε φωνές κι ουρλιαχτά. Η παρουσία του Νέιθαν ήταν αυτή που με συγκράτησε. Το έκλεισα λοιπόν και παίρνοντας βαθιές ανάσες του το επέστρεψα και τον ευχαρίστησα. Με γρήγορα βήματα μπήκα μέσα και περπάτησα νευρικά σε κάθε όροφο έξω από κάθε δωμάτιο. Στο τέλος βρέθηκα στο δωμάτιο του Κάρτερ και τον περίμενα να γυρίσει από το σπίτι της Κέιζα. Γιατί εκεί ήταν.
Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού του εκεί που του δόθηκα για πρώτη φορά, αφού μου ορκιζόταν πως ήμουν ο πρώτος του έρωτας. Κι εγώ σαν χαζή τον πίστεψα και τον δέχτηκα. Μέσα σε αυτό το δωμάτιο με είχε κοιτάξει στα μάτια και μου αποκάλυψε το μεγάλο του μυστικό κι εγώ συγχώρεσα το ψέμα του, γιατί τον αγαπούσα και δεν ήθελα να αφήσω κάτι τέτοιο να μπει ανάμεσα μας. Προσπερνούσα εμπόδια για να μπορώ να είμαι μαζί του κι εκείνος μου έβαλε τελικά το μεγαλύτερο. Ένιωθα προδομένη, εκτεθειμένη, δηλητηριασμένη από λόγια που ειπώθηκαν και με εξαπάτησαν. Πώς μπόρεσα να πιστέψω ότι αρραβωνιάστηκε μια γυναίκα που δεν είχε ερωτευτεί; Με είχε κοιτάξει στα μάτια και με διαβεβαίωνε πως δεν σήμαινε τίποτα για εκείνον. Ίσως τότε να μην ήταν ψέματα και πράγματι να το πίστευε. Με την δεύτερη επιστροφή της και με τόσες κακουχίες να μας συμβαίνουν ξύπνησαν μέσα του πόθοι κι επιθυμίες που η Κέιζα του είχε γεννήσει.
Λίγο πριν αρχίσει να σουρουπώνει επιτέλους εμφανίστηκε. Μπήκε στο δωμάτιο του και με χαιρέτησε, όπως κάθε άλλη φορά. Έκανε να με φιλήσει αλλά τραβήχτηκα αηδιασμένη. Μπορεί πριν από λίγο τα χείλη του να ήταν πάνω στην Κέιζα. Και μόνο η ιδέα ανακάτευε το στομάχι μου.
«Τι έπαθες;», με ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια σου.
«Πού ήσουν Κάρτερ;»
Εκείνος με περιεργάστηκε και κάθισε δίπλα μου. «Γιατί είναι δακρυσμένα τα μάτια σου;»
«Απάντησε μου», επέμεινα. «Πού ήσουν;»
Έψαξε να βρει μια δικαιολογία, αλλά τον έβγαλα από τον κόπο.
«Ήσουν με την Κέιζα, έτσι;»
Η έκπληξη στα μάτια του μαρτύρησε την παρανομία του.
«Ποιος σου είπε κάτι τέτοιο;», ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Μη μου λες ψέματα», έσπρωξα το χέρι του, το οποίο προσπάθησε να χαϊδέψει το μάγουλό μου. «Είδα το τετράδιο. Για άπιστο έπρεπε να είχες περισσότερο μυαλό από το να φεύγεις φανερά.»
«Δεν είμαι άπιστος», αποκρίθηκε.
Δεν μπορούσα να τον πιστέψω. Κάθε λέξη από το στόμα του δεν φάνταζε αληθινή.
«Ήσουν μαζί της χθες το βράδυ;»
«Ορόρα» ξεφύσησε.
«Δεν το πιστεύω», ψέλλισα και σηκώθηκα. «Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από σένα.»
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις.»
«Και τι είναι;», γύρισα να τον αντικρίσω και ύψωσα τον τόνο της φωνής μου.
Σηκώθηκε κι εκείνος, αλλά δεν με πλησίασε. «Δεν είμαι άπιστος. Δεν θέλω καμία άλλη.»
«Γιατί μου είπες ψέματα;», συνέχισα «Βγήκες μαζί της αυτές τις μέρες. Γιατί δεν είπες τίποτα;»
«Άκουσε με», άπλωσε τα χέρια του.
«Απάντησέ μου επιτέλους», φώναξα και μερικά δάκρυα ξεχύθηκαν από τα μάτια μου. «Σταμάτα να κρύβεσαι πίσω από τις λέξεις. Μια βδομάδα τώρα μου λες ψέματα.»
«Δεν ήμουν ο μόνος που δεν υπήρξε απόλυτα ειλικρινής», είπε μέσα από τα δόντια του.
Αναφώνησα και γέλασα χωρίς διάθεση. «Αυτό είναι; Με εκδικείσαι με τόσο χυδαίο τρόπο;»
«Δεν σε εκδικούμαι», μου απάντησε. «Δεν κάνω τίποτα εναντίον σου. Στο ορκίζομαι.»
«Δεν πιστεύω λέξη», κούνησα γρήγορα το κεφάλι μου. «Δεν είσαι άξιος εμπιστοσύνης. Από την πρώτη στιγμή που ήρθα στην Μόιρα μου κρύβεις πράγματα και εγώ σε συγχώρεσα. Συγχώρεσα κάθε σου λάθος και δεν αναζήτησα μέσο για να σε χτυπήσω κάτω από την μέση. Ήμουν δίπλα σου σε όλα κι εσύ με παράτησες με το πρώτο μου παραστράτημα.» Η φωνή μου είχε υψωθεί σε τόνο που δεν ήξερα ότι ήταν δυνατόν να φτάσει. Τα χέρια μου έτρεμαν, όπως κι όλο μου το σώμα. Η οργή πότιζε το δέρμα μου και το μόνο που ήθελα ήταν να συνεχίσω να φωνάζω και να βγάλω από μέσα μου όλη την αδικία που με έπνιγε. «Με εγκαταλείπεις σιγά – σιγά και δεν έχεις καν τα κότσια να είσαι ξεκάθαρος απέναντί μου.»
Σταμάτησα να πάρω μια ανάσα, καθώς ένας κόμπος στον λαιμό μου έκοβε το οξυγόνο μου.
«Δεν ισχύει αυτό που λες», ήρθε κοντά μου και κρατώντας με από τα χέρια μου μας έφερε πιο κοντά. «Σ' αγαπάω. Εσένα. Μόνο εσένα.»
Εγώ ρουθούνισα και έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω για να τον βλέπω. «Τότε κοίτα με στα μάτια και πες μου τι συμβαίνει. Μίλα μου. Μην με κρατάς έξω από την καρδιά σου. Είπαμε όχι άλλα μυστικά.»
Εκείνος με κοίταξε με υγρά μάτια και σφιγμένα χείλη. Πάλευε να συγκρατήσει τα δάκρυά του και ίσα που επέτρεπε στον εαυτό του να ανασάνει από τον φόβο μήπως ξεσπάσει. «Έχω ανάγκη να με εμπιστευτείς», είπε τελικά.
Ένας λυγμός δραπέτευσε από τα χείλη μου και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Δεν μπορώ να συνεχίσω, Κάρτερ. Μου είναι αδύνατον.»
Έσμιξε τα φρύδια του και με έσπρωξε πάνω του. «Όχι», ψέλλισε ξέπνοα. «Όχι, δεν σε αφήνω.»
«Το έχεις ήδη κάνει.» Νιώθοντας τα χέρια του να χαλαρώνουν έκανα ένα βήμα πίσω. «Τελειώσαμε.»
Αναφώνησε χαμηλόφωνα, αλλά δεν αντέδρασε. Είχε μαρμαρώσει μπροστά μου και δεν κατάφερε ούτε να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Βρήκα τότε την ευκαιρία να αρχίσω να απομακρύνομαι, γιατί αν έμενα μπορεί και να αναθεωρούσα και δεν το ήθελα. Τον αγαπούσα και πονούσα τόσο πολύ, αλλά δεν ήθελα να συνεχίσω να είμαι με κάποιον που έβρισκε καταφύγιο στα μυστικά. Για δεκαοκτώ χρόνια αυτή ήταν η ζωή μου και δεν ήθελα να συνεχίσει να είναι έτσι. Έπρεπε να σκιστεί η καρδιά μου τώρα, για να μπορέσει να επουλωθεί αργότερα με ειλικρινή λόγια.
«Όχι, όχι», φώναξε κι έτρεξε να σταθεί μπροστά στην πόρτα. «Δεν σε αφήνω να φύγεις. Κατάλαβε το.»
«Κάρτερ σε παρακαλώ», ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να διώξω μερικά δάκρυα. «Φύγε από την πόρτα.»
«Όχι», γύρισε το κλειδί. «Δεν σε εγκαταλείπω. Σ' αγαπάω» με τράνταξε αρπάζοντάς με από τους ώμους. «Κι εσύ μ' αγαπάς. Δεν το εννοείς. Δεν θέλεις να χωρίσουμε. Είσαι θυμωμένη και δεν σκέφτεσαι καθαρά.»
«Άφησε με», κλαψούρισα και πάλευα να ξεφύγω.
Δεν έπρεπε να το πάρω πίσω. Δεν έπρεπε να παραμείνω σε μια σχέση με κάποιον που προφανέστατα δεν με εμπιστευόταν. Όποιο και να ήταν το μυστικό του αυτή την φορά, εγώ δεν άντεχα να περιμένω την εξομολόγησή του. Δεν είχα ούτε τον χρόνο. Ο Ντέμιεν θα εμφανιζόταν ξανά μπροστά μου, έτοιμος να με φυλακίσει στον Κάτω Κόσμο και θα με έχανε μια και καλή. Ίσως αυτός ο χωρισμός να έκανε τον οριστικό πιο εύκολο.
«Δεν θέλω να είμαι άλλο μαζί σου. Δεν σ' αγαπάω πια», φώναξα.
«Δεν είναι αλήθεια», κούνησε γρήγορα το κεφάλι του. «Μ' αγαπάς. Πες το.»
«Όχι», απάντησα γρήγορα αποφεύγοντας το βλέμμα μου.
Μου ήταν αδύνατο να τον κοιτάξω στα μάτια και να πω κάτι τέτοιο, γιατί δεν ίσχυε. Τον αγαπούσα με κάθε χτύπο της καρδιάς μου, με κάθε ανάσα που έπαιρνα, αληθινά και αναμφίβολα.
«Ορόρα», η φωνή του ήσυχη και ικετευτική και το όνομά μου σαν προσευχή στα χείλη του και κάθε μέρος του κορμιού μου αναρίγησε με το πόσο όμορφα μπορούσε μόνο εκείνος να το προφέρει.
«Άσε με να φύγω», τον παρακάλεσα βαριανασαίνοντας.
Εκείνος με κοίταξε για μερικές στιγμές κι άφησε τα χέρια του να πέσουν. Αδύναμος να φέρει την παραμικρή αντίρρηση έφυγε από την μέση ανοίγοντάς μου την έξοδο. Ξεκλείδωσα γρήγορα και πριν φύγω από το δωμάτιο του στάθηκα στην πόρτα. Ήθελα να γυρίσω να τον κοιτάξω και να αντικρίσω τα γαλανά του μάτια που με τόσο πάθος είχα ερωτευτεί. Όμως δίστασα, γιατί ήξερα ότι στο τέλος θα λυγούσα. Είχα πάρει μια απόφαση κι όσο επώδυνη κι αν ήταν έπρεπε να την τηρήσω. Με την σπασμένη στα δυο καρδιά μου έφυγα από το παλάτι και επέστρεψα στο σχολείο.
Στην διαδρομή έκλαψα με όλη μου την δύναμη και δεν έκρυψα κανένα δάκρυ. Ήξερα πως απόψε δεν θα ήμουν μόνο εγώ που θα σπάραζα πάνω στο μαξιλάρι μου. Κι εκείνος πονούσε. Όμως έτσι ίσως το τοπίο για εκείνον να ξεκαθάριζε και να συνειδητοποιούσε με ποια πραγματικά ήθελε να είναι. Μπορεί να ήταν η Κέιζα, μπορεί κι εγώ. Αυτή την στιγμή δεν ήξερε, δεν ήταν σίγουρος. Και στην θέση της Μέλανη δεν ήθελα να βρεθώ. Καλύτερα πληγωμένη τώρα παρά αργότερα.
Με το κλάμα μου να συνεχίζει ανεμπόδιστο πέρασα την τραπεζαρία κι ανέβηκα στους κοιτώνες. Τα δάκρυα μου είχαν θολώσει την όραση μου κι ένιωθα κατάκοπη. Έπεσα πάνω στην πόρτα μου και σωριάστηκα στο πάτωμα. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω μου προσφέροντάς μου μια ασφαλή φωλιά. Δεν έκανα τον κόπο να κλάψω σιγανά, γιατί δεν με ένοιαζε να με ακούσει κανείς. Εκείνη την στιγμή δεν με ενδιέφερε τίποτα. Ήθελα απλώς να κλάψω.
Η Μόνι ξετρύπωσε από το δωμάτιο της ακούγοντας με και τρέχοντας κοντά μου γονάτισε μπροστά μου.
«Ορόρα τι έπαθες;», με ρώτησε ανήσυχη.
Ανασήκωσα το βλέμμα μου και αντίκρισα τα γαλανά και στρογγυλά της μάτια. Εκείνα μου θύμισαν πως είχα ακόμη κάποιους δίπλα μου, για τους οποίους άξιζε να παλέψω.
«Χώρισα με τον Κάρτερ», της απάντησα σκουπίζοντας μερικά δάκρυα.
«Γιατί;», αναφώνησε.
Δεν ήμουν σε θέση να το αναλύσω απόψε. Η πληγή ήταν φρέσκια και η επούλωση της θα αργούσε. Δυστυχώς, η μαγεία δεν μπορούσε να φροντίσει τέτοιου είδους τραύματα. Κι εκείνα ήταν τα πιο αβάσταχτα, αυτά που ήθελαν άμεση γιατρειά.
Βοηθώντας με να σηκωθώ με οδήγησε στο δωμάτιο μου. Ήταν πρόθυμη να μείνει μαζί μου το βράδυ για να ανακουφίσει τον πόνο μου. Εγώ όμως της ζήτησα να με αφήσει απόψε να το αντιμετωπίσω μόνη μου. Το κυριότερο ήταν πως ήθελα για αρχή να φροντίσω ένα ζήτημα που το είχα παραμελήσει για καιρό. Υπήρχε μια ομάδα βρικολάκων που προθυμοποιήθηκαν να παλέψουν για χάρη μου, χωρίς να γνωρίζουν τις ικανότητές μου. Εάν τις μάθαιναν ήμουν σίγουρη πως θα χαροποιούνταν από αυτές. Έπρεπε να ετοιμαστούμε για πόλεμο, κι η αντίστροφη μέτρηση ότι είχε αρχίσει.
Κάλεσα τον Νόα στο τηλέφωνο του και έχοντας συνέλθει από το κλάμα του ανακοίνωσα αυτό που περίμενε δύο βδομάδες να ακούσει: «Είμαι έτοιμη.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top