8. ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

«Ξέρω τι είπα», ξεφύσησα.

Ο Νόα συνέχισε το παραλήρημα του από το τηλέφωνο και που και που άκουγα τον Χουάν από μακριά να με παρακαλάει να έρθω να δω τους στρατολογούμενους, γιατί όσο αργούσα εκείνοι εξαγριώνονταν και τον απειλούσαν.

«Θα με αφήσεις επιτέλους να μιλήσω;», τον ρώτησα απεγνωσμένη και ρουθούνισα. «Έχεις απόλυτο δίκιο», ξεκίνησα μόλις εκείνος σταμάτησε. «Αλλά ακούς κι εσύ πως δεν έχω συνέλθει ακόμα.»

Είχε φτάσει το σαββατοκύριακο και δεν ένιωθα καθόλου καλύτερα. Ο πυρετός πηγαινοερχόταν, αλλά το μπούκωμα κι οι πρησμένες αμυγδαλές δεν κόπαζαν με τίποτα. Από χθες ο Νόα μου τηλεφωνούσε ανά μία ώρα για να μου υπενθυμίσει πως έπρεπε να συναντήσω επιτέλους τους βρικόλακες που είχαν ταχθεί υπέρ μου. Δεν είχα κανένα πρόβλημα μέσα στο χάλι μου να το κάνω, αλλά μονίμως κάποιος ήταν δίπλα μου και δεν με άφηναν να κουνήσω ρούπι. Η σταθερή πορεία της υγείας μου τους είχε ανησυχήσει και δεν με άφηναν να βγω ούτε μέχρι το κιόσκι να πάρω καθαρό αέρα. Με πολύ κόπο και γκρίνια έπεισα τους φίλους μου την Παρασκευή το βράδυ να έρθουμε στο παλάτι. Εκείνοι δέχτηκαν, αλλά με την προϋπόθεση να είναι οι νοσοκόμες μου, μαζί με τους υπόλοιπους του παλατιού.

«Και δεν είναι ότι δεν θέλω να έρθω», συνέχισα. «Αλλά δεν μπορώ να πάω ούτε στην τουαλέτα χωρίς κάποιος να μου κρατάει το χέρι.»

«Ε φέρε και κάποιον μαζί σου», άκουσα τον Χουάν να λέει.

«Αυτό αποκλείεται», απάντησα.

Οι βρικόλακες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να επιτεθούν σε κάποιον, ακόμα κι αν ήταν δικός μου. Αυτόν που δεν έπρεπε να πληγώσουν ήμουν εγώ, και αρκετές φορές στο παρελθόν απείλησαν τον Κάρτερ, επειδή δεν είχε καμία σχέση με τον Κάτω Κόσμο.

«Ορόρα, δεν γίνεται να περιμένουν άλλο», επανέλαβε ο Νόα. «Αν δεν τους δεις και σήμερα πολύ φοβάμαι πως θα αρχίσουν να σε εγκαταλείπουν.»

Εγώ αναστέναξα σε αυτά τα λόγια. «Τρεις μέρες ακόμα. Μόνο τόσο ζητάω.»

Εκείνη την στιγμή έβηξα, λόγω μιας ενόχλησης στον ουρανίσκο μου, αλλά συνέβη στην κατάλληλη στιγμή, για να τον πείσω ότι χρειαζόμουν χρόνο ακόμα.

«Καλά», μουρμούρισε μετά από μερικά δευτερόλεπτα. «Τρεις μέρες. Όχι παραπάνω.»

«Σ' ευχαριστώ.»

«Μας υποχρέωσες», άκουσα τον Χουάν να γκρινιάζει και γέλασα πνιχτά.

Έπειτα έκλεισα το τηλέφωνο μου κι επέστρεψα στο δωμάτιο μου. Η Μόνι κι ο Τσέις τεντώθηκαν κι άρχισαν να σπρώχνουν τα σκεπάσματα από πάνω τους. Είχε φτάσει μεσημέρι, οπότε ήταν καιρός να σηκωθούν.

«Ευτυχώς ξυπνήσατε», αποκρίθηκα βλέποντάς τους. «Λίγο ακόμα και θα σας σκουντούσα να δω αν ζείτε.»

Ο Τσέις ανασηκώθηκε και χασμουρήθηκε. «Τι ώρα είναι;»

«Μία», του απάντησα και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού μου. «Έλα σήκω κι εσύ», έσπρωξα το πάπλωμα από την πλευρά της Μόνι.

«Άσε με λίγο ακόμα», κλαψούρισε.

«Κοιμάστε δεκατέσσερις ώρες», τους υπενθύμισα. «Λίγο ακόμα και θα σπάσετε και το ρεκόρ των λιονταριών.»

«Βλέπεις», γέλασε πνιχτά ο Τσέις «εμείς είμαστε πιο γαλαζοαίματοι από εσένα», κοίταξε τριγύρω του κι έτριψε τον σβέρκο του. «Ο Σκοτ πού είναι;»

«Κανονίζει το πρόγραμμα του με τον Σπένσερ», του απάντησα. «Ελάτε, σηκωθείτε να φάτε και κάτι. Καλός κι ο ύπνος, αλλά το φαγητό είναι ακόμα καλύτερο.»

«Έχεις λάθος προτεραιότητες», αντιτάθηκε η Μόνι όταν κατάφερε να διώξει το πάπλωμα από πάνω της.

Αγνοώντας τα σχόλια και την γκρίνια τους, σχεδόν τους έσπρωξα από το κρεβάτι και έστειλα έναν – έναν στο μπάνιο. Αφού έριξαν λίγο νερό στα πρόσωπά τους και κάπως ξύπνησαν, φύγαμε από το δωμάτιο μου για να κατέβουμε στην τραπεζαρία, όπου θα μας περίμενε κι ο Σκοτ. Στον διάδρομο συναντήσαμε και τον Κάρτερ, ο οποίος έβγαινε από το δωμάτιό του. Το νυσταγμένο του βλέμμα και τα ανακατεμένα του μαλλιά υποδείκνυαν πως κι εκείνος ότι είχε ανοίξει τα μάτια του.

«Τώρα ξύπνησες κι εσύ;», τον ρώτησα βλέποντας τα μάτια του να κλείνουν.

Εκείνος κατένευσε και μας πλησίασε.

«Τι πάθατε όλοι σήμερα;» απόρησα.

«Μην κοιτάς εσύ που είσαι άρρωστη και κοιμάσαι όλη μέρα», μου απάντησε ο Τσέις. «Εμείς διαβάζουμε και κουραζόμαστε.»

Τρία ζευγάρια μάτια έπεσαν πάνω του μετά από το 'διαβάζουμε'.

«Διαβάζετε», διόρθωσε τον εαυτό του κι υπέδειξε εμένα και την Μόνι.

«Έτσι μπράβο», αποκρίθηκε η Μόνι και πήραμε τον δρόμο για το ισόγειο του παλατιού.

Εγώ είχα μείνει πίσω με τον Κάρτερ και τον περιεργαζόμουν.

«Πάλι ξενύχτισες;», τον ρώτησα χαμηλόφωνα, καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες.

«Τι εννοείς πάλι;», ανασήκωσε τους ώμους του.

«Τις τελευταίες μέρες κοιμάσαι και ξυπνάς αργά», απάντησα. «Συμβαίνει τίποτα;»

«Εσύ που ξέρεις πότε κοιμάμαι και πότε ξυπνάω;»

«Κάρτερ», ξεφύσησα και στάθηκα στο πλατύσκαλο.

Η Μόνι κι ο Τσέις προχώρησαν αφήνοντας μας μόνους.

«Είπαμε όχι άλλα μυστικά», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου. «Αν συμβαίνει κάτι θα ήθελα να το ξέρω.»

«Τίποτα δεν συμβαίνει», αποκρίθηκε. «Μην ανησυχείς.»

Χαμογέλασε κάπως αδύναμα, αλλά υπέθεσα πως οφειλόταν στο ότι ήταν αγουροξυπνημένος. Δεν ήθελα να αρχίζω να καχυποπτεύομαι την κάθε του συνήθεια και να μετατραπώ σε υστερική σύντροφο με κρίσεις ζήλιας. Είχα ήδη μια στο ιστορικό μου, και μου έφτανε.

«Καλά», είπα τελικά. «Ο Νόα μου τηλεφώνησε σήμερα το πρωί», κοίταξα τριγύρω μου για να σιγουρευτώ ότι δεν μας άκουγε κανένας. «Οι βρικόλακες που έχει στρατολογήσει επιμένουν να με δουν.»

«Ναι, αλλά είσαι άρρωστη και πρέπει να μείνεις μέσα.»

«Αυτό του είπα κι εγώ», ένευσα μια φορά. «Αλλά έχω διορία τρεις μέρες. Μετά πρέπει να τους συναντήσω.»

Ο Κάρτερ έκανε ένα βήμα μπροστά και πέρασε το χέρι του γύρω από τον λαιμό μου. «Όταν γίνεις καλύτερα», με διόρθωσε. «Ακόμα κι αν αυτό είναι τρεις βδομάδες.»

«Μην το γρουσουζεύεις», έκρωξα. «Δεν αντέχεται περισσότερο αυτό το πράγμα.»

Εκείνος γέλασε ελαφρά και με έσπρωξε κοντά του. «Μακάρι να μην είχες αρρωστήσει εξ αρχής. Αλλά τώρα έγινε και προέχει η υγεία σου.» Έσκυψε και μου φίλησε το μέτωπο και με το χέρι του στη μέση μου με ώθησε μακριά από τις σκάλες.

Αυτές τις μέρες ήταν συνεχώς δίπλα μου. Ερχόταν μετά το σχόλασμα των μαθημάτων, στα οποία πήγαινα γιατί βαριόμουν κλεισμένη στον κοιτώνα μου, μόνη μου, κι έφευγε το βράδυ. Η συννεφιά των περασμένων ημερών είχε ξεθωριάσει και οι ενδείξεις μαρτυρούσαν πως επιστρέφαμε στους φυσιολογικούς για εμάς ρυθμούς. Το μόνο ανεξήγητο ήταν η νέα τάση του να ξενυχτάει μέχρι πολύ αργά. Δεν ήξερα τι έκανε κι αν έμενε στο παλάτι, αλλά λογικά θα είχε βρει μια νέα ασχολία ή θα έμενε μέχρι αργά να ζωγραφίζει. Το έκανε και παλαιότερα όταν τα προβλήματα δεν είχαν φτάσει μέχρι τον λαιμό μας. Μπορεί μέσα στην ερχόμενη βδομάδα να μας παρουσίαζε κάποιο καινούριο του έργο.

Εκείνος προχώρησε για να συναντήσει τον Ντιμίτρι και τον Αλφόνσο, αφήνοντας εμάς τα σχολιαρόπαιδα να γευματίσουμε μόνοι μας. Δεν μπορούσα να θυμηθώ την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί όλοι μαζί στο παλάτι κι απλώς είχαμε μια φυσιολογική μέρα. Ίσως να μην ήταν τόσο μακριά από όσο νόμιζα. Οι ραγδαίες εξελίξεις παρουσίαζαν τον χρόνο στα μάτια μου με πολύ υποκειμενικό τρόπο. Ωστόσο, δεν ευχαριστήθηκα λιγότερο αυτή την στιγμή με τους φίλους μου. Θα ήθελα πολύ βέβαια να ήταν κι η Μέλανη μαζί μας. Μετά από την λογομαχία της με τον Ντιμίτρι ήλπιζα ότι θα είχε αναθεωρήσει ή ότι έστω θα έπαιρνε το ρίσκο να μου μιλήσει. Δυστυχώς, όμως, δεν άλλαξαν και πολλά. Παρατηρώντας την με άλλους συμμαθητές μας ή σε στιγμές που νόμιζε ότι δεν την παρακολουθούσε κανείς, έβλεπα πως μαλάκωνε κι ένιωθε μόνη της. Μελαγχολούσε όταν έβλεπε παρέες και πιθανόν να νοσταλγούσε την δική της. Σκέφτηκα πολλές φορές να την προσεγγίσω, αλλά ένα κομμάτι του εαυτού μου με εμπόδιζε. Εκείνη με είχε απομακρύνει εξ αρχής παρά τις προσπάθειές μου, οπότε κι εκείνη όφειλε να το αναιρέσει. Με τις μέρες όμως να περνάνε και τον δισταγμό της να μεγαλώνει, θεώρησα πως έπρεπε να αφήσω τον εγωισμό μου στην άκρη και να σπάσω τον πάγο μεταξύ μας.

«Τι σκέφτεσαι;», με σκούντηξε ο Τσέις, βλέποντας με απορροφημένη.

«Τίποτα», κούνησα το κεφάλι μου. «Έχουμε πολύ καιρό να το κάνουμε αυτό και μου είχε λείψει.»

«Όντως», συμφώνησε η Μόνι. «Αλλά θα ήταν ακόμη καλύτερο αν ήταν κι η Μέλανη μαζί μας.»

«Δεν νομίζω να αργήσουμε να την έχουμε ξανά», χαμογέλασε ο Τσέις.

«Τι εννοείς;», τον ρώτησε ο Σκοτ.

«Εννοώ, αυτό που κατάλαβες», απάντησε ο Τσέις. «Προχθές που ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με ρώτησε πως είμαστε όλοι μας.» Τα πράσινά του μάτια συνάντησαν τα δικά μου. «Όλοι μας», επανέλαβε.

«Δεν ξέρω», ξεφύσησα. «Περίμενα μετά από όσα της είπε ο Ντιμίτρι πιο άμεση αντίδραση.»

«Εννοείς μετά από όσα κρυφακούσατε να της λέει ο Ντιμίτρι», με διόρθωσε ο Τσέις.

Η Μόνι έσμιξε τα φρύδια της κι αναφώνησε. «Πρώτον, δεν το λες κρυφάκουσμα όταν ακούγονταν έτσι κι αλλιώς. Δεύτερον, δεν είσαι σε θέση να κρίνεις.»

«Τι θέλεις να πεις;»,έκρωξε ο Τσέις.

«Αυτό που κατάλαβες», επανέλαβα τα δικά του λόγια κι ο Σκοτ γέλασε.

Ο Τσέις κατσούφιασε και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Πώς γίνεται στο τέλος να είμαι πάντα εγώ ο φταίχτης;»

«Είναι που είσαι τόσο καλό κι αγαθό παιδί», του απάντησε ο Σκοτ περιπαίζοντάς τον.

«Όπως σας έχω πει και άλλες φορές, με ζηλεύετε», μας υπέδειξε με το δάχτυλό του κι ένευσε αργά.

«Και δεν το αρνηθήκαμε», αποκρίθηκε η Μόνι.

Εκείνος ξεφύσησε και απλώς απαξίωσε να συνεχίσει την συζήτηση, που δεν τον συνέφερε.

Ξαφνικά άρχισα να νιώθω τους πήχεις μου να καίγονται. Δεν ζεσταινόμουν απλώς. Νόμιζα πως φλόγες είχαν τυλίξει τα χέρια μου και τσουρουφλιζόμουν. Προτού βάλω τις φωνές από το μαρτύριο, ο πόνος καταλάγιασε. Το κάψιμο όμως δεν σταμάτησε. Σήκωσα τα μανίκια μου και περιεργάστηκα τα χέρια μου. Το δέρμα μου ήταν κόκκινο, λες κι είχα ρίξει ένα πακέτο ρουζ πάνω του. Ένιωσα τους σφυγμούς μου να ανεβαίνουν και για μια στιγμή παραλίγο να λιποθυμήσω από την δυσφορία που μου προκαλούσαν οι ξαφνικές εξάψεις μου.

«Είσαι καλά;», με ρώτησε ο Σκοτ συνοφρυωμένος.

«Ζεσταίνομαι πολύ», απάντησα βαριανασαίνοντας.

Ο Τσέις που καθόταν δίπλα μου ακούμπησε άγαρμπα το χέρι του πάνω στο κούτελο μου. «Μάλλον έχεις πυρετό.»

«Δεν νιώθω να έχω πυρετό», αποκρίθηκα. «Νιώθω...» έκανα μια παύση. «Απλά πολύ ζεστή.»

«Πυρετός λέγεται», αποκρίθηκε ο Τσέις.

Η Μόνι σηκώθηκε κι ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Πήρε τα χέρια μου στα δικά της και έσκυψε μπροστά για να τα επεξεργαστεί. «Τα έτριψες πουθενά;»

«Όχι», της απάντησα.

Τα δάχτυλά της ανέβηκαν στον επίδεσμο μου, τον οποίο δεν είχα τολμήσει να βγάλω από όταν τον έβαλα. Υποτίθεται πως έπρεπε να καθαρίζω την πληγή, αλλά φοβόμουν πως δεν θα αντίκριζα καμία πληγή.

«Μήπως πρέπει να...»

«Όχι», την διέκοψα ξέροντας πως ήθελε να δει αν είχε επουλωθεί. «Δεν θέλω να ξέρω.»

Ήταν πολύ παιδιάστικη αντίδραση. Έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή θα μάθαινα αν ήμουν πράγματι άρρωστη. Αν έβλεπα μια ακόμη επουλωμένη ουλή φοβόμουν πως θα γκρεμίζονταν κι οι ελάχιστες ελπίδες μου.

«Κορίτσια τι συμβαίνει;», μας ρώτησε ο Τσέις ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι.

«Τίποτα», απάντησα παίρνοντας τα χέρια μου από την Μόνι και βάζοντάς τα κάτω από το τραπέζι. «Καλά είμαι», χαμογέλασα χωρίς να πείθω.

Ο Σκοτ κι ο Τσέις φάνηκαν ότι δεν με πίστευαν, αλλά δεν συνέχισαν. Δεν θα με πίεζαν να τους πω κάτι που προφανέστατα δεν ήθελα ούτε καν να το σκέφτομαι. Η Μόνι με κοίταξε για μερικές στιγμές ελαφρώς ανήσυχη, αλλά κι εκείνη δεν είπε τίποτα παραπάνω. Προσποιούταν πως όλα ήταν φυσιολογικά για να καθησυχάσει και τον εαυτό της.

Όλες αυτές τις ημέρες είχε γίνει αυτοκόλλητό μου. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου το περνούσα μαζί της. Ένα βράδυ μάλιστα είχε αποκοιμηθεί στον κοιτώνα μου. Είχε γίνει η προσωπική μου νοσοκόμα. Μου έφερνε συνεχώς σούπες από την μητέρα της και διάφορα βοτάνια για να ανακουφιστεί ο λαιμός μου. Το γεγονός πως ό,τι και να μου έδιναν δεν καλυτέρευα καθόλου, την είχε φρικάρει κι ο φόβος της είχε περάσει σε άλλο επίπεδο. Εγώ ήμουν σε καλύτερη κατάσταση και γέμιζα ελπίδες το μυαλό μου, πως μετά από αυτή την γρίπη δεν θα υπήρχε κάποια άλλη αρρώστια. Δεν καθόμουν να σκεφτώ εξηγήσεις για τις περίεργες αντιδράσεις του σώματός μου. Απλώς φρόντιζα να μην μου επιτρέψω να πιστέψω ότι η ζωή μου θα τελείωνε συντομότερα από ότι περίμενα.

Όσο περνούσε η ώρα οι εξάψεις μου δεν περνούσαν, αλλά κι ούτε χειροτέρευαν. Είχαν σταματήσει σε ένα επίπεδο, αρκετό για να με κάνουν να κυκλοφορώ με κοντομάνικα παρά την κλειστή μου μύτη. Οι κοκκινίλες στα χέρια μου είχαν περάσει και ήταν τα μάγουλα μου εκείνα που ήταν τώρα ροδαλά. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούσα να μην νιώθω πως είχα ανεβάσει πυρετό. Το κεφάλι μου δεν με πονούσε κι ούτε το ένιωθα βαρύ. Αντιθέτως, με είχε καταβάλλει μια ζωντάνια, που δεν την είχα αυτές τις μέρες με την γρίπη. Ίσως αυτό να ήταν σημάδι ότι καλυτέρευα.

«Εγώ πρέπει να φύγω», αποκρίθηκε ο Τσέις αργά το μεσημέρι κοιτώντας το κινητό του. «Οι γονείς της Σειρήνα θα αργήσουν να επιστρέψουν, οπότε θα έχουμε το σπίτι στην διάθεσή μας», ανασήκωσε πολλές φορές τα φρύδια του.

Εμείς κοιταχτήκαμε με νόημα και νεύσαμε. Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψουμε πως θα περνούσαν τον χρόνο τους στο ελεύθερο σπίτι.

«Ελπίζω να είσαι καλύτερα αύριο», μου είπε και φίλησε το μάγουλο μου.

«Κι εγώ το ελπίζω», του απάντησα.

«Και να θυμάσαι», του φώναξε ο Σκοτ λίγο πριν περάσει το κατώφλι του καθιστικού. «Δεν υπάρχει καλύτερο σεξ από το ασφαλές σεξ.»

Ο Τσέις τον καθησύχασε πως δεν το είχε ξεχάσει ποτέ κι η Μόνι γέλασε πνιχτά. Ο Σκοτ την κοίταξε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και χαμογέλασαν μεταξύ τους. Για την ακρίβεια μειδίασαν. Γρήγορα όμως χαμήλωσαν τα βλέμματα τους, όταν κατάλαβαν ότι τους κοιτούσα. Και τότε μου ήρθε! Δεν ήταν δυνατόν να είχαν τσακωθεί, αφού η Μόνι ήταν δίπλα του στο νοσοκομείο και μέχρι να έρθει βοήθεια στο σχολείο, δεν έπαιρνε τα χέρια της από την ουλή του. Η αλλόκοτη συμπεριφορά μεταξύ τους άρχισε από τότε και δεν υπήρχε ένταση ή θυμός μεταξύ τους, αλλά αμηχανία, και μάλιστα αμηχανία ενοχών γιατί η Μόνι κι ο Σκοτ...

«Το κάνατε!», αναφώνησα και πετάχτηκα μπροστά χωρίς να συγκρατώ τον εαυτό μου.

Οι δυο τους ανασήκωσαν τα γουρλωμένα τους μάτια και κοιτάχτηκαν πρώτα μεταξύ τους κι έπειτα εμένα. Πριν συνεχίσω να εξωτερικεύω ένα σωρό πράγματα που πέρασαν εκείνη την στιγμή από το μυαλό μου έστρεψα το βλέμμα μου στην είσοδο, όπου ο Ενρίκε είχε μείνει έκπληκτος. Είχε μπει ακριβώς την στιγμή που ξεφώνιζα ουσιαστικά τους φίλους μου.

«Ήρθα σε ακατάλληλη στιγμή;», κατάφερε να ξεστομίσει μετά από μερικές στιγμές άβολης σιωπής.

«Όχι», απάντησε η Μόνι και σηκώθηκε όρθια. Προφανώς είδε τον Ενρίκε σαν σανίδα σωτηρίας. «Πέρνα. Έλα κάθισε», του προσέφερε μάλιστα την θέση της δίπλα μου.

«Ευχαριστώ», αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας της.

Η Μόνι κάθισε απέναντι μας κρατώντας αποστάσεις από όλους μας. Ήξερα πως την είχα φέρει σε δύσκολη θέση και ψιλομετάνιωσα που ήμουν τόσο ωμή. Αλλά τουλάχιστον είχα λύσει αυτό το μυστήριο κι εν μέρει χαιρόμουν για τη νέα αποκάλυψη.

«Λοιπόν», είπε ο Ενρίκε. «Πώς νιώθεις;»

«Καλύτερα, υποθέτω», του απάντησα. «Αλλά και τις προηγούμενες φορές έτσι έλεγα κι ακόμα παιδεύομαι.»

«Πάντως», μειδίασε και με πλησίασε «Ακόμα κι άρρωστη δεν παύεις να είσαι ελκυστική.»

Ένιωσα τα μάτια της Μόνι και του Σκοτ να με καρφώνουν μετά από τα λόγια του Ενρίκε. Τώρα βρισκόμουν εγώ σε άβολη θέση.

«Ευχαριστώ», απάντησα καθαρίζοντας τον λαιμό μου. «Εσύ τι νέα;», ρώτησα θέλοντας να αλλάξουμε θέμα.

«Τίποτα το καινούριο», έγειρε προς τα πίσω ακουμπώντας στην πλάτη του καναπέ. «Περνάω αρκετό χρόνο στην βιβλιοθήκη του παλατιού. Τα βιβλία για την μαγεία με έχουν διδάξει πολλά.»

«Η βασίλισσά μας η Μπερενγκάρια είχε φροντίσει να εφοδιάσει την βιβλιοθήκη με σπάνια έγγραφα. Ήταν γνωστή βιβλιοφάγος.» Η Μόνι μας έκανε μια μικρή επίδειξη των ιστορικών της γνώσεων χαροποιώντας με μ' αυτό.

«Ναι, το έχω ακούσει», της απάντησε. «Εσείς την έχετε επισκεφτεί ποτέ;», ρώτησε την Μόνι και τον Σκοτ.

«Εγώ μόνο μια φορά», του απάντησε ο Σκοτ. «Αλλά δεν χανόμαστε. Εμείς άλλωστε είμαστε μόνιμοι κάτοικοι στην Μόιρα.» Ο τόνος του ήταν ελαφρώς επιθετικός.

«Κι εγώ σκέφτομαι να γίνω», αποκρίθηκε ο Ενρίκε ήρεμος και χωρίς να χάνει το χαμόγελό του. «Τον έχω ερωτευτεί αυτόν τον τόπο.» Στην τελευταία του πρόταση τα γκρίζα του μάτια αντίκρισαν τα δικά μου.

Προς στιγμήν τα χείλη μου πήγαν να συσπαστούν σε ένα χαμόγελο, αλλά το μυαλό μου απώθησε αυτή την παρόρμηση. Τα μάτια του Κάρτερ πέρασαν φευγαλέα από μπροστά μου και έστρεψα αλλού το βλέμμα μου.

«Ω Θεέ μου», η Μόνι πετάχτηκε όρθια σαν ελατήριο και οι τρεις μας την κοιτάξαμε απορημένοι. «Το διαγώνισμα στην χημεία. Το ξεχάσαμε τελείως.»

«Ποιο διαγώνισμα στην χημεία;», ρώτησε ο Σκοτ, ενώ ήθελα να κάνω κι εγώ ακριβώς την ίδια ερώτηση.

«Το διαγώνισμα», του απάντησε η Μόνι γέρνοντας το κεφάλι της στα πλάγια και κουνώντας το κάπως νευρικά. «Που μας έβαλε στην χημεία!»

Ο Σκοτ μισόκλεισε τα μάτια του κι έπειτα φάνηκε να καταλαβαίνει. Εγώ πάλι δεν καταλάβαινα τίποτα.

«Α, ναι», κατένευσε. «Στην χημεία μας έβαλαν διαγώνισμα», είπε στον Ενρίκε.

«Το άκουσα», του απάντησε εκείνος.

«Τι λέτε;», ρώτησα και τους δύο.

«Σήκω τώρα», ο Σκοτ με πήρε από το χέρι και με σήκωσε σπρώχνοντας με. «Πρέπει να διαβάσουμε. Θέλεις να πάρεις καμιά βάση και μετά να τρέχεις;»

«Έχει δίκιο», αποκρίθηκε η Μόνι περνώντας το χέρι της γύρω από τον ώμο μου. «Δεν είναι να παίρνεις τέτοια ρίσκα λίγο πριν την αποφοίτηση», στράφηκε προς τον Ενρίκε. «Οπότε καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο. Θα τα πούμε μια άλλη φορά.»

Δεν πρόλαβα να χαιρετηθώ με τον Ενρίκε και με είχαν ήδη σύρει έξω από το καθιστικό.

«Τι πάθατε;», τους ρωτούσα. «Τι διαγωνίσματα και χαζομάρες λέτε; Και πώς φύγαμε έτσι; Ούτε ένα ανθρώπινο αντίο δεν του είπαμε.»

Όταν είχαμε απομακρυνθεί αρκετά σταμάτησαν σε μια γωνία και στάθηκαν μπροστά μου, έτοιμοι να μου απαγγείλουν το κατηγορητήριο.

«Αν ο Κάρτερ έμπαινε εκείνη την στιγμή μέσα θα συνέβαινε φονικό», ξεκίνησε η Μόνι.

«Πρέπει να κρατήσεις τις αποστάσεις σου από αυτόν τον τύπο», συνέχισε ο Σκοτ. «Θα σου δημιουργήσει πρόβλημα στην σχέση σου με τον Κάρτερ.»

«Παιδιά», κούνησα το κεφάλι μου. «Υπερβάλλετε.»

Ή μπορεί κι όχι.

«Δεν υπερβάλλουμε καθόλου», αντιτάθηκε ο Σκοτ. «Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά μόλις σου έκανε ερωτική εξομολόγηση.»

Αναστέναξα βαριά θυμούμενη τα λόγια του Ενρίκε. Δεν είχαν τελείως άδικο, αλλά δεν μπορούσα να το εκλάβω και σαν ερωτική εξομολόγηση.

«Δεν με ξέρει τόσο καλά όσο νομίζει», αποκρίθηκα. «Το πιο πιθανό είναι να είναι ερωτευμένος με την ιδέα μου κι όχι με μένα την ίδια.»

«Κι αυτό δεν είναι αρκετό;», σήκωσε η Μόνι τα χέρια της για έμφαση.

«Τέλος πάντων», ξεφύσησα. «Ίσως να έχετε και δίκιο.»

«Έχουμε», μου απάντησαν κι οι δύο με μια φωνή.

«Έστω», ψέλλισα. «Λοιπόν, εμείς θα επιστρέψουμε στο σχολείο;»

«Ναι», ένευσε ο Σκοτ. «Υποτίθεται ότι έχουμε διάβασμα.»

Γέλασα πνιχτά στην αναφορά του χαζού τους ψέματος. «Δώστε μου λίγα λεπτά να χαιρετήσω τον Κάρτερ.»

Εκείνοι ευχαριστημένοι για την κατεύθυνσή μου περίμεναν στις σκάλες μέχρι να επιστρέψω. Εγώ ανέβηκα στο δωμάτιο του Κάρτερ κι όταν μπήκα μέσα τον είδα να μιλάει στο τηλέφωνο του. Μόλις με αντίκρισε χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και το μόνο που τον άκουσα να λέει ήταν πως θα τηλεφωνούσε αργότερα σε οποιανδήποτε μιλούσε.

«Ποιος ήταν;», τον ρώτησα πλησιάζοντάς τον.

«Ο Ντιμίτρι», μου απάντησε αφήνοντας το κινητό στο γραφείο του.

«Και γιατί μιλάς με τον Ντιμίτρι στο τηλέφωνο;», απόρησα.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι έξω στο Πόρτλαντ και πήρε να κανονίσουμε μια έξοδο.»

«Α ωραία», χαμογέλασα. «Εγώ ήρθα να σε χαιρετήσω. Θα επιστρέψω με τα παιδιά στο σχολείο.»

«Να προσέχεις», μου απάντησε και φιλώντας με πρόχειρα στο μάγουλο, έστρεψε την προσοχή του σε κάτι χαρτιά πάνω στο γραφείο.

Υπό άλλες συνθήκες θα έριχνα μια κλεφτή ματιά σε αυτό που τον έκαιγε τόσο, αλλά ο μη θερμός του αποχαιρετισμός με είχε μαρμαρώσει. Συνήθως με παρακαλούσε να μείνω το βράδυ μαζί του, ενώ άλλες μας επέστρεφε εκείνος με το αυτοκίνητό του. Τώρα ανυπομονούσε να με ξεφορτωθεί.

«Καληνύχτα», είπα γέρνοντας το κεφάλι μου περιμένοντας και τίποτα άλλο.

Εκείνος απλώς με κοίταξε και κατένευσε. Δεν έκανε καν τον κόπο να απαντήσει. Μουδιασμένη από αυτή την αδιάφορη συμπεριφορά έφυγα από το δωμάτιο του. Περπάτησα σαν χαμένη στον διάδρομο μην μπορώντας να αποδεχτώ τον τρόπο που μου φέρθηκε ο Κάρτερ. Εκείνος ακόμα κι όταν δεν με ήθελε κοντά του έλεγε περισσότερα από ότι πριν από λίγο. Αυτός εκεί μέσα δεν ήταν ο Κάρτερ που ήξερα. Είχε πάθει μετάλλαξη, του είχαν κάνει ηλεκτροσόκ, κάτι τέλος πάντων. Αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο Κάρτερ.

Πλησιάζοντας τις σκάλες με το βλέμμα μου καρφωμένο στο κενό, η Μόνι εμφανίστηκε μπροστά μου.

«Αλλαγή σχεδίων», αποκρίθηκε και τραβώντας από το χέρι με ώθησε προς τα υπνοδωμάτια.

«Τι μύγα σε έχει τσιμπήσει σήμερα;», την ρώτησα.

Εκείνη με σταμάτησε έξω από το δωμάτιο του Σον κι εξέτασε τον χώρο γύρω μας για να σιγουρευτεί ότι ήμασταν μόνες μας.

«Μόλις μου έστειλε μήνυμα η μητέρα μου», άρχισε να μου εξηγεί ψιθυριστά. «Ο Σον είναι μαζί της για βραδινό, οπότε είναι μια καλή ευκαιρία να δούμε αυτές τις περιβόητες εξετάσεις.»

«Μόνι δεν νιώθω καλά να ψαχουλέψω το δωμάτιο του Σον.» Παρά την αντίρρηση μου εκείνη τρύπωσε μέσα κι εγώ την ακολούθησε εξακολουθώντας να διαφωνώ. «Αυτό που κάνουμε είναι λάθος. Ο Σον δεν μας έχει κάνει τίποτα», τσίριξα ψιθυριστά κλείνοντας την πόρτα πίσω μας. «Κι ο Σκοτ πού είναι;»

«Του είπα να γυρίσει χωρίς εμάς», απάντησε αρχίζοντας να ψάχνει τα συρτάρια του γραφείο και έπειτα του κομοδίνου. «Τώρα θα σταματήσεις την μουρμούρα και θα έρθεις να με βοηθήσεις; Δικά σου πράγματα ψάχνουμε στο κάτω – κάτω.»

Κατέπνιξα ένα βογκητό και πήρα μέρος σε μια ακόμα παρανομία. Ένιωθα πολύ άσχημα που είχα μπει κρυφά στο δωμάτιο του Σον και έψαχνα μέσα στα προσωπικά του αντικείμενα.

«Μα πού τα έχει βάλει;», έκρωξε η Μόνι έχοντας αγανακτήσει.

«Μπορεί να μην τις έχει δώσει ακόμα η Σάρα. Έλα πάμε να φύγουμε.»

Εκείνη σκέφτηκε λίγο βάζοντας το χέρι της στο στόμα της. «Στην ντουλάπα.» Με γρήγορες δρασκελιές κατευθύνθηκε προς τα εκεί κι εγώ δάγκωσα τα χείλη μου, βλέποντας πως εμβαθύναμε στις ιδιωτικές κρυψώνες.

Άνοιξε το ένα φύλλο και μπήκε ολόκληρη μέσα. «Δεν βλέπω τίποτα. Έχεις φακό;»

«Ναι, πως δε το σκέφτηκα;», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Σε κάποιο δωμάτιο θα μπαίναμε και σήμερα να παραβιάσουμε κάποιου την προσωπική ζωή.»

«Σταμάτα την γκρίνια», έβγαλε το κινητό της από την τσέπη της για να φωτίσει τον χώρο μέσα στον οποίο είχε μπει. «Νομίζω κάτι βρήκα. Για έλα.»

Έτρεξα προς το μέρος της και έβαλα το κεφάλι μου μέσα στην ντουλάπα. «Τι βρήκες;», την ρώτησα.

«Να, έλα», με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε μέσα.

Εγώ φοβούμενη ότι θα έχανα την ισορροπία μου πιάστηκα από το ανοιχτό φύλλο και όταν προσγειώθηκα δίπλα στην Μόνι, το τράβηξα κλείνοντας την ντουλάπα. Η Μόνι βλέποντάς με φρικαρισμένη με αυτό που είχα κάνει γέλασε ελαφρά.

«Πώς κάνεις έτσι;», έσπρωξε την πόρτα, χωρίς φυσικά αποτέλεσμα. «Γιατί δεν ανοίγει;», ξεροκάταπιε.

«Γιατί δεν ανοίγουν από μέσα. Έτσι είναι κατασκευασμένες.»

«Γιατί;», έκρωξε.

«Μάλλον είχαν προνοήσει για αρουραίους σαν κι εμάς», ξεφύσησα. «Τώρα στείλε μήνυμα στον Σκοτ να έρθει να μας βγάλει, πριν μας βρει ο Σον.»

Εκείνη δίστασε, αλλά βλέποντάς με έτοιμη να της βάλω τις φωνές με υπάκουσε. Και το χειρότερο δεν ήταν ότι είχαμε κλειστεί στην ντουλάπα του Σον, αλλά το ότι αυτό που είχε βρει ήταν ένα θησαυροφυλάκιο, του οποίου δεν ξέραμε τον κωδικό. Η Μόνι δοκίμασε διάφορους κωδικούς, χωρίς καμία επιτυχία.

«Ούτε τα γενέθλια του Μάικλ δεν είναι», μου ανακοίνωσε απογοητευμένη.

«Την τελευταία φορά που βρέθηκα στην ντουλάπα κάποιου, παραλίγο να έβλεπα τον Τσέις με την Σειρήνα σε ερωτικές περιπτύξεις.» Τινάχτηκα ελαφρώς σε αυτή την ανάμνηση. «Και μιας που το έφερε η κουβέντα», έγειρα το πιγούνι μου προς τα μπρος. «Τι έχει γίνει με σένα και τον Σκοτ;»

Αυτή την φορά δεν έσπευσε να με βγάλει φαντασιόπληκτη.

«Δεν θέλω να το συζητήσω», είπε τελικά.

«Και τι θα κάνεις;», κάγχασα. «Θα πας στο δίπλα δωμάτιο για να με αποφύγεις;»

Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της και ξεφύσησε. «Ήταν λάθος. Δεν έπρεπε να γίνει.»

«Μόνι», ακούμπησα το γόνατό της. «Σε ξέρω καλά. Δεν θα επέτρεπες η πρώτη σου φορά να είναι ένα λάθος. Το πρόβλημα σου είναι ότι ο Σκοτ τα είχε με την Οκτόμπερ.»

Κατένευσε εξακολουθώντας να έχει κατεβασμένα τα μάτια της.

«Ναι, αλλά έχουν χωρίσει», της υπενθύμισα. «Εδώ και κάμποσο καιρό.»

«Είναι πρώην της όμως», αποκρίθηκε κατσουφιάζοντας. «Ο πρώην της αδερφή μου. Ούτε καν της καλύτερης μου φίλης. Αν το μάθει θα γίνει έξαλλη.»

«Η Οκτόμπερ αλληλογραφεί με τον Γκασπάρ από τον Ιανουάριο. Είμαι σίγουρη πως της είναι τελείως αδιάφορη η ερωτική ζωή του Σκοτ και...», μόλις τα μάτια της έπεσαν πάνω στα δικά μου έκπληκτα με αυτό που μόλις είχα πει, σταμάτησα για λίγο και δάγκωσα το εσωτερικό των χειλιών μου. «Δεν στο έχει πει ακόμα, έτσι;»

«Η Οκτόμπερ αλληλογραφεί με τον Γκασπάρ;», επανέλαβε χαμηλόφωνα.

«Να, που τελικά έκανα και την αρχή και το τέλος», αναστέναξα. «Ναι, αλληλογραφεί. Και με κοίταξε στα μάτια πριν από μια βδομάδα και μου είπε πως είναι ερωτευμένη μαζί του. Με τον Γκασπάρ», ξεκαθάρισα. «Όχι ήταν. Είναι.»

«Και γιατί δεν μου είπε τίποτα;», έσμιξε τα φρύδια της.

«Γιατί φοβάται ότι θα νιώσεις προδομένη», της απάντησα. «Σαν αδέρφια κάνετε», αστειεύτηκα θέλοντας να σπάσει ο πάγος.

«Δεν νιώθω», αποκρίθηκε μέσα από τα δόντια της.

«Να το πεις σε εκείνη αυτό κι όχι σε μένα. Και να της πεις επίσης ότι κοιμήθηκες με τον Σκοτ. Γενικά πες της. Θα σου πει κι αυτή, θα τα πείτε μεταξύ σας και δυο νταμπίρ θα είναι ευτυχισμένα σε αυτή την πόλη!» Πήρα μια ανάσα, γιατί είχα ξεχάσει να εισπνεύσω. «Τώρα πες μου. Πώς στα κομμάτια καταλήξατε εκεί;»

Ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους της. «Από τα γενέθλια της Μέλανη νομίζω πως ήρθαμε πιο κοντά και είδαμε με άλλο μάτι ο ένας τον άλλον.»

Θυμήθηκα πως στην δεξίωση των γενεθλίων των δύο αδερφών τους είχα δει να χορεύουν μαζί και να συζητάνε.

«Ανακάλυψα μια πλευρά του Σκοτ που δεν την είχα παρατηρήσει παλιότερα», συνέχισε. «Και με μάγεψε», χαμογέλασε. «Όταν έγινε ό,τι έγινε στο σχολείο και βρέθηκα τόσο κοντά στο να τον χάσω παραδέχτηκα στον εαυτό μου ότι δεν τον έβλεπα μόνο σαν φίλο.»

«Και του το είπες;», την ρώτησα στην διάρκεια μιας παύσης της.

«Ναι», ένευσε. «Όταν βγήκε από το νοσοκομείο τον επισκέφτηκα σπίτι του. Του είπα πως κόντεψα να τρελαθώ από την αγωνία μου και ότι χαιρόμουν πολύ που ήταν ασφαλής πια.»

«Κι εκείνος τι σου απάντησε;», μισοχαμόγελασα.

«Πως το μοναδικό πράγμα που του έδινε κουράγιο εκείνες τις ώρες ήμουν εγώ.» Για λίγο χάθηκε στις αναμνήσεις της και στα μάτια της έβλεπα μια νοσταλγία. «Και με φίλησε. Ένιωθα σίγουρη μαζί του και δεν υπήρχε δισταγμός. Με άφησα να του αφεθώ.»

«Μιλάς γι' αυτό και φαίνεσαι χαρούμενη, Μόνι», παρατήρησα. «Γιατί εξακολουθείς να νομίζεις πως ήταν λάθος;»

«Όταν γύρισα σπίτι μου κι αντίκρισα την Οκτόμπερ ένιωσα ένα ράκος», άρχισε να μου εξηγεί. «Ένιωσα πως την πρόδωσα.»

«Λοιπόν», άπλωσα τα χέρια μου. «Καμία σας δεν έχει προδώσει κανέναν. Έκανες κάτι που το ήθελες και ένα μέρος του εαυτού σου δεν το έχει μετανιώσει, αν όχι όλο. Γι' αυτό μην καταπιέζεσαι άλλο. Είναι άδικο και για σένα και για τον Σκοτ.»

«Του εξήγησα την επομένη την θέση μου, αλλά δεν συμφωνούσε. Ωστόσο, δεν με πίεσε. Μου είπε πως αν αυτό θέλω πραγματικά θα το σεβαστεί.»

«Ναι, αλλά δεν το θέλεις», εξωτερίκευσα την πραγματική της επιθυμία. «Μήπως φοβάσαι ότι ο Σκοτ σε χρησιμοποιεί για να ξεπεράσει την Οκτόμπερ ή να την κάνει να ζηλέψει;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ένευσε αργά.

«Δεν είναι το στυλ του», απάντησα. «Αποκλείεται να κάνει κάτι τέτοιο.»

«Όταν ερωτεύεσαι, κάνεις τρέλες», χαμογέλασε χωρίς διάθεση.

«Ναι, αλλά δεν ερωτεύεσαι μόνο μία φορά.»

«Ίσως», ψιθύρισε. «Όπως και να έχει αυτή την περίοδο δεν μπορώ να σκέφτομαι έρωτες, όταν μπορεί εσύ να είσαι...»

«Αν διανοηθείς», την διέκοψα «να θυσιάσεις την προσωπική σου ζωή μόνο και μόνο για να βρίσκεσαι δίπλα στο νεκροκρέβατό μου θα σε στοιχειώσω.»

Εκείνη συνοφρυώθηκε. Δεν βρήκε τα λόγια μου κι ιδιαίτερα αστεία.

«Ναι, έχω πει και καλύτερα», συμφώνησα. «Αλλά εκεί που ήθελα να καταλήξω είναι πως δεν θέλω σε καμία περίπτωση να βάλεις την ζωή σου σε αναμονή για χάρη μου. Τότε θα χαθούν πάνω από μία», σκέφτηκα λίγο. «Εξακολουθώ να μην σε βοηθάω, γι' αυτό πες μου ότι κατάλαβες για να σταματήσω.»

Γέλασε ελαφρά κι ένευσε. «Κατάλαβα. Αλλά με πόση χαρά θα ζω την δική μου, όσο ξέρω ότι υποφέρεις;»

«Πραγματικά αυτή την στιγμή νιώθω μια χαρά.» Κι όντως ένιωθα.

«Δεν ζεσταίνεσαι άλλο;», με ρώτησε μισοκλείνοντας τα μάτια της.

«Ζεσταίνομαι», της απάντησα. «Αλλά θα οφείλεται και στο γεγονός ότι είμαστε κλεισμένες σε μια ντουλάπα.»

Χαμήλωσε τα μάτια της και τα άφησε πάνω στην παλάμη μου. «Δεν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, έτσι;»

Ήταν θέμα χρόνου πριν διαβάσει τα εσώψυχα μου, όπως έκανα κι εγώ με τα δικά της. Δεν το έκρυβα και πολύ άλλωστε.

«Έχω ήδη από έναν κίνδυνο να προστατευτώ», τον Ντέμιεν «Αν ανακαλύψω ότι με καταδιώκει και δεύτερη απειλή πολύ φοβάμαι πως θα εγκαταλείψω. Κι αυτό θα με σκοτώσει πιο γρήγορα.»

«Το σκέφτηκα πολύ», ανέβασε ξανά τα μάτια της για να με αντικρίζει. «Η μητέρα μου δεν θα έπαιρνε έναν τέτοιο όρκο αν δεν ήταν σίγουρη γι' αυτό που ορκιζόταν. Μπορεί να συμβαίνει πράγματι κάτι άλλο. Μπορεί να είναι η δύναμη, την οποία ο Ντέμιεν φοβάται.»

«Μου είχε πει πως έχω αρχίσει να ξυπνάω, όταν...» παραλίγο να κοιμηθούμε μαζί «μιλήσαμε, τέλος πάντων. Είχα καταφέρει να απωθήσω την υποβολή του και νομίζω συνέβη», τέντωσα τα χέρια μου μπροστά «αφού ένιωσα τα χέρια μου να καίνε.»

«Θα πρέπει να είναι μεγάλη δύναμη για να απωθεί υποβολή. Ποιος θα μπορούσε να ξέρει τι είδους είναι;»

«Ο Ντέμιεν», απάντησα.

«Κάποιος που να μπορούμε να εμπιστευτούμε.» Τα δάχτυλά της ταξίδεψαν γύρω από τον επίδεσμο κι έγειρε το κεφάλι της στα πλάγια. «Αν σε παρατηρήσουμε καλύτερα, ίσως να το μάθουμε από μόνοι μας.»

«Μου προτείνεις να γίνω πειραματόζωο;», έσμιξα τα φρύδια μου.

«Περίπου», μου απάντησε κι άρχισε να ξεκολλάει τις ταινίες.

Εγώ δεν αντέδρασα και την άφησα να με απελευθερώσει από τον επίδεσμο. Βλέποντας την να αμφιβάλλει για την νόσο με καθησύχασε και μου έθρεψε την περιέργεια για την πορεία του κοψίματος μου. Πέφτοντας ο επίδεσμος στο δεξί χέρι της Μόνι αποκάλυψε ένα καθαρό και αψεγάδιαστο μέρος δέρματος, χωρίς ίχνος άσπρου ή ροζ.

«Από ότι φαίνεται έχεις ξυπνήσεις για τα καλά», μουρμούρισε η Μόνι.

Αυτή ήταν άραγε η δύναμη μου; Επουλωτική; Πώς όμως μια τέτοια δύναμη θαστεκόταν ικανή να διαλύσει τον Κάτω Κόσμο; Γιατί την δική μου δύναμη θακληρονομούσε η κόρη μου και θα προχωρούσε στην καταστροφή της μεταθανάτιαςΑυλής. Από την άλλη η επούλωση θα μπορούσε να είναι ένα μέρος της και ναυπήρχαν και βαθύτερες ικανότητες. Η ιδέα της Μόνι να παρακολουθούμαι δενφάνταζε και τόσο κακή. Είχε προοπτικές. Ανακουφίστηκα αρκετά που η υποψία τηςαρρώστιας είχε αρχίσει να αποχωρεί και την θέση της είχε πάρει το ακριβώςαντίθετο: μια δύναμη. Η ανακούφιση όμως μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ όταν ο Σκοτήρθε επιτέλους και μας άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας. Φαινόταν αρκετάαπορημένος, αλλά τον παρακάλεσα να μην το συζητήσουμε απόψε αυτό. Το μόνο πουήθελα ήταν να επιστρέψω στο σχολείο και να κοιμηθώ για ώρες.     

Ένιωθα σαν να είχε φύγει ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου και τώρα μπορούσα να αναπνεύσω καθαρά. Περίπου βασικά γιατί ακόμα ήμουν μπουκωμένη. Αυτό όμως δεν στάθηκε ικανό για να μου χαλάσει την διάθεση. Είχα ξεχάσει την αδιάφορη στάση του Κάρτερ, και το πόσο μου έλειπε η Μέλανη. Επικεντρώθηκα στο ότι δεν με έπληττε μια ανίατη ασθένεια κι έτσι θα είχα άπλετο χρόνο να αντιμετωπίσω μικρά και μεγάλα προβλήματα, όπως αυτή την γρίπη που δεν ήθελε με τίποτα να περάσει.

Όταν φτάσαμε στο σχολείο ανεβήκαμε οι τρεις μας στον κοιτώνα μου, όπου ήρθε να μας βρει κι ο Τσέις. Ο Σκοτ του είπε από πού είχε έρθει να μας 'διασώσει' και εκτός του ότι γελούσε μέχρι δακρύων, επέμενε να μάθει πώς και γιατί βρεθήκαμε εκεί. Εγώ απέφευγα την συζήτηση και μέχρι να κάνω ένα καυτό μπάνιο ήλπιζα πως θα το είχε ξεπεράσει. Αλλά ήταν ο Τσέις. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο για εκείνον.

«Έλα πείτε μου», με παρακάλεσε μόλις βγήκα από το μπάνιο. «Θα κάνω ό,τι μου ζητήσετε. Θα γίνω ο δούλος σας για μια μέρα. Αλλά σας παρακαλώ, πείτε μου.»

«Μια μέρα μόνο για μια τέτοια πληροφορία;»

«Ε όσες θέλετε», απάντησε στην Μόνι.

«Μην του πεις», της είπα, καθώς βολευόμουν στο κρεβάτι μου. «Άφησε τοννα σκάσει από την περιέργεια.» 

   «Γιατί απαίσιο νταμπίρ;», μόρφασε.

«Απαίσιο νταμπίρ», επανέλαβα. «Χμ. Το μνημονικό φρικιό μου άρεσε καλύτερα.»

Ο Σκοτ γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Σοβαρά, όμως. Δεν ντραπήκατε να ψαχουλέψετε τα πράγματα του Σον;»

«Ψάχναμε για κάτι σοβαρό», του απάντησε η Μόνι.

Χάρηκα που τον κοίταξε στα μάτια και του απηύθυνε τον λόγο, άνετη και χωρίς να τραυλίζει. Ίσως με την συζήτηση μας να το ξανασκέφτηκε και να του έδινε μια ευκαιρία.

«Τι;», ρώτησε ο Τσέις σχεδόν ικετευτικά.

«Θα σου πω. Αμάν», έβγαλα πρώτα ένα χαρτομάντιλο, γιατί με γαργαλούσε η μύτη μου κι ένιωθα ένα φτέρνισμα να αναδύεται. «Θέλαμε να βρούμε», ξεκίνησα να εξηγώ, αλλά το φτέρνισμα ήρθα γρηγορότερα από όσο υπολόγιζα.

Έγειρα μπροστά καλύπτοντας το στόμα μου και την μύτη μου, με το χαρτομάντιλο, το οποίο έγινε κάρβουνο μέσα στα χέρια μου. Όλοι τους έμειναν άφωνοι κι εγώ χωρίς να καταλαβαίνω τι είχε μόλις συμβεί κοίταξα έντρομη τον καπνό που ανέβρυζε από το καμένο χαρτί στα χέρια μου.

«Συμβαίνει συχνά αυτό όταν φτερνίζεσαι;», ρώτησε χαμηλόφωνα ο Τσέις.

Φωτιά. Μερικές φλόγες είχαν πεταχτεί από τις φλέβες μου. Τώρα οι κάψες άρχισαν να καταλαγιάζουν χωρίς να φεύγουν τελείως. Όλο μου το σώμα χαλάρωνε, καθώς μετά από μια χρόνια προετοιμασία είχε πετύχει τον σκοπό του. Είχα πετάξει φωτιά από τους καρπούς μου.

«Φίλε, αυτό είναι μαγεία», αναφώνησε η Μόνι. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top