6. ΚΥΝΗΓΟΙ ΔΑΙΜΟΝΩΝ
Αγαπητέ Γκασπάρ,
Συγχώρεσε με που δεν σου έγραψα νωρίτερα. Η αλήθεια είναι ότι δεν έβρισκα τα κατάλληλα λόγια για να σου απαντήσω. Το γράμμα σου ανακούφισε τον πόνο μου και φώτισε για λίγο τούτες τις μαύρες μέρες. Για τον λόγο αυτό ήθελα και το δικό μου γράμμα να μπορέσει να σε χαροποιήσει έστω και στο ελάχιστο σε σχέση με το πόσο με χαροποίησε το δικό σου. Σκέφτηκα πολύ τι να σου γράψω και πώς και κατάλαβα πως αν μετρούσα και πρόσεχα τις λέξεις μου, τότε δεν θα ήταν γνήσιο. Και σε καμία περίπτωση δεν θέλω να σε κοροϊδέψω.
Οι καιροί στην Μόιρα είναι δύσκολοι εδώ και μήνες. Συμβαίνουν πράγματα που ούτε στο χειρότερο σου εφιάλτη δεν μπορείς να φανταστείς. Υπάρχουν ώρες που απλώς νιώθω έτοιμη να εγκαταλείψω. Δεν είμαι όμως μόνη μου κι αυτό μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω. Βρίσκω παρηγοριά σε ένα φιλικό χαμόγελο, σε μια ζεστή αγκαλιά, σε μια χαρούμενη ανάμνηση. Παίρνω δύναμη και κουράγιο και μου υπενθυμίζω συνεχώς πως η ζωή μου δεν είναι μόνο δική μου υπόθεση. Αφορά κι επηρεάζει κι εσάς, τους αγαπημένους μου και τον λαό μου.
Δεν σου κρύβω πως αποζητώ παρηγοριά και στην δική σου θύμηση. Έχουμε ζήσει τόσα πολλά, και μια κακιά στιγμή δεν στάθηκε ικανή να τα υπονομεύσει. Ήμουν θυμωμένη και μπερδεμένη μαζί σου. Δεν περίμενα ένα τόσο ανοιχτόμυαλο άτομο σαν κι εσένα να αντιδράσει με αυτόν τον τρόπο κι έπειτα να με παρακούσει. Ίσως αν ήξερες πως ο Φερνάντο με είχε βλάψει κατ' επανάληψη στο παρελθόν, να μην προχωρούσες σε αυτή σου την πράξη. Ήταν κάτι όμως που το έκρυβα από όλους σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το κρύψω κι από μένα. Όπως και να'χει δεν είμαι θυμωμένη πια. Λίγο μπερδεμένη, ναι. Αλλά μόνο αυτό.
Είχα αρχίσει να μετανιώνω που σου απαγόρευσα να ξανάρθεις στην Αυλή, αλλά αναθεώρησα. Αυτό το μέρος πνίγεται από τα μυστικά και τις μηχανορραφίες. Το παρελθόν –μακρινό και κοντινό- το στοιχειώνει και δεν το αφήνει να ζήσει. Αν μπορούσα να τους διώξω όλους θα το έκανα. Εγώ όμως θα έμενα, γιατί εγώ δεν μπορώ να ξεφύγω. Μην ρωτήσεις το πώς και το γιατί. Μην αναρωτηθείς καν. Άφησε το μέρος τούτο πίσω σου και μην εύχεσαι να ξαναγυρίσεις. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να κρατήσω ασφαλή την Οκτόμπερ και τον Αλφόνσο, αλλά και όλους τους άλλους. Αυτό σου το υπόσχομαι.
Ξέρω πως διαβάζοντας αυτό το γράμμα θα αναρωτιέσαι και δεν θα καταλάβεις και πολλά. Δεν χρειάζεται όμως. Δεν σου γράφω για να σου φορτώσω τα προβλήματά μου, αλλά για να τα μοιραστώ. Και γι' αυτόν τον λόγο θα σου φανώ περίεργη κι ίσως λίγο αλλόκοτη. Αυτό που θέλω να κρατήσεις είναι ότι ανάμεσα μας δεν έχει αλλάξει τίποτα. Δεν είμαι θυμωμένη και δεν έπαψα να σ' αγαπάω. Μου λείπεις εξίσου κι αν ποτέ μου βρω την ευκαιρία θα έρθω να σε επισκεφτώ. Αλλά από το Πόρτλαντ να μείνεις μακριά. Στο δίνω ως ευχή και ως κατάρα.
Να προσέχεις.
Με αγάπη,
Ορόρα.
Τελειώνοντας την σύνθεση του γράμματος ένας αναστεναγμός δραπέτευσε από τα χείλη μου. Θα τον μπέρδευα πολύ και θα τον ανησυχούσα με τις ασυναρτησίες που έγραφα. Αποφάσισα όμως να είμαι αληθινή, κι αυτό ήταν για μένα το αληθινό. Συμπλήρωσα κι ένα υστερόγραφο στο οποίο τον παρακαλούσα να μην αναφέρει τίποτα στην Οκτόμπερ κι έπειτα το δίπλωσα και το έβαλα μέσα σε έναν φάκελο. Μετά τα μαθήματα θα το πήγαινα στο ταχυδρομείο, για να σταλθεί στην Γαλλία. Το είχα αργήσει πολύ και δεν υπήρχε χώρος για περισσότερη καθυστέρηση.
Το έβαλα στην τσέπη του σακακιού μου και σήκωσα τα μανίκια μου για να πάρω το πρωινό μου. Για την ακρίβεια με ζέσταινε πολύ και ήθελα να το βγάλω. Ήδη όμως είχα αφαιρέσει τις κάλτσες από την στολή κι είχα άλυτη την γραβάτα μου. Θα δημιουργούσα σε όλους την εντύπωση ότι ήμουν στα πρόθυρα νέας κρίσης. Το γεγονός βέβαια ότι με κοιτούσε όλη η τραπεζαρία με βλέμματα βουτηγμένα στην λύπηση, ήταν ικανό να με εξωθήσει στα άκρα, αλλά χθες είχα χάσει τον έλεγχο του εαυτού μου δύο φορές. Πέραν από τους άλλους θα φρίκαρα κι εμένα με το πόσο εύκολο το είχα να ξεσπάω. Προσπάθησα λοιπόν να μην τους κοιτάω και να μην σκέφτομαι πως είχα πάνω από διακόσια ζευγάρια μάτια πάνω μου.
Όταν είδα την Μόνι να με πλησιάζει ανακουφίστηκα που με πλησίαζε ένα φιλικό πρόσωπό. Κάθισε δίπλα μου χαμογελαστή και αρκετά φυσιολογική.
«Καλημέρα», αποκρίθηκε αφήνοντας τα βιβλία της στην άκρη. «Τι κάνεις;»
«Καλά είμαι», της απάντησα σηκώνοντας το κουτάλι με τα δημητριακά στο στόμα μου. «Εσύ;»
«Μια χαρά», μου απάντησε κι ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι.
Εγώ της ένευσα μετά την απάντηση της και συνέχισα το πρωινό μου. Εκείνη με κοιτούσε με το χαμόγελο παγωμένο στα χείλη της και παρατηρώντας με όσο έτρωγα.
«Έχω κάτι;», την ρώτησα μετά από αρκετές στιγμές.
«Όχι», γέλασε ελαφρά. «Απλώς μου φαίνεσαι λίγο χλωμή σήμερα», μισόκλεισε τα μάτια της. «Να φας γερό πρωινό.»
«Εντάξει», είπα αργά αρκετά απορημένη με την περίεργη συμπεριφορά της.
«Και να πιεις και χυμό», συνέχισε. «Για βιταμίνες.»
Εγώ έσμιξα τα φρύδια μου κι άφησα κάτω το κουτάλι μου. «Μόνι, αν κάνεις έτσι για την χθεσινή μέρα, σε διαβεβαιώνω πως κρίσεις πανικού δεν παθαίνεις επειδή δεν ήπιες πορτοκαλάδα ένα πρωί.»
«Δεν το είπα γι' αυτό.» Στο πρόσωπό της έβλεπα πως έλεγε την αλήθεια. Δεν ήταν αυτός ο λόγος που ακουγόταν σαν μαμά. «Αλλά μετά το χθεσινό, είσαι καλύτερα, έτσι;»
«Είμαι καλά», την καθησύχασα. «Δεν πρόκειται να σωριαστώ σήμερα. Στο υπόσχομαι.»
«Ποτέ δεν ξέρεις», ψέλλισε.
«Ορίστε;», έκρωξα.
«Θέλω να πω», κούνησε γρήγορα το κεφάλι της «ότι δεν μπορείς να τα ελέγξεις αυτά. Την μία μέρα είσαι όρθιος και καμαρωτός και την άλλη», τίναξε τα δυο της χέρια «οριζοντιώνεσαι.»
Είχα γουρλώσει τα μάτια μου ακούγοντάς την. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι την είχε πιάσει και τα έλεγε αυτά. Λογικά θα οφειλόταν στον ξαφνικό θάνατο του Μάικλ.
«Μόνι», ακούμπησα το χέρι της. «Ακόμα δεν μπορείς να συμφιλιωθείς με τα γεγονότα.»
Εκείνη ανασήκωσε το ένα της φρύδι και μπορούσα να καταλάβω πόσο μπερδεμένη ήταν. Μετά το σκέφτηκε λίγο και ένευσε γρήγορα.
«Ναι, όντως», είπε χαμηλόφωνα. «Μου είναι πολύ δύσκολο να χωνέψω ότι η Μέλανη δεν μας μιλάει.»
Δεν της απάντησα και την κοιτούσα εξεταστικά. Εκείνη έσφιξε τα χείλη της βλέποντάς με σιωπηλή.
«Δεν μιλάμε για την Μέλανη;», έγειρε ελαφρώς το κεφάλι της προς τα πίσω.
Εγώ κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Τον Μάικλ, εννοούσα.»
«Α», κατάπιε. «Τον Μάικλ.»
Πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε το κουδούνι χτύπησε κι εκείνη έτρεξε σαν σίφουνας μακριά μου. Δεν καταλάβαινα τίποτα και δεν είχα και τον χρόνο να το ερευνήσω. Ίσως πράγματι απλά να ενδιαφερόταν και εγώ παρερμήνευσα τα σημάδια.
Στα διαλείμματα την έψαχνα στους διαδρόμους, αλλά δεν την πέτυχα πουθενά. Μετά από το περίεργο πρωινό αναρωτιόμουν μήπως με απέφευγε. Μπορεί τα υπόλοιπα να τα είχα παρεξηγήσει, αλλά το πόσο γρήγορα χάθηκε από μπροστά μου όταν χτύπησε το κουδούνι, δεν ήταν γέννημα της φαντασίας μου. Ο Σκοτ πιθανόν να την είχε δει και θα μπορούσε να μου διαλευκάνει το τοπίο. Την ώρα της ιστορίας κάθισα στην θέση μου και προτού μπει ο κύριος Μίλερ, γύρισα προς τα πίσω.
«Πώς είσαι;», με ρώτησε γέρνοντας μπροστά.
«Καλά είμαι», τον διαβεβαίωσα. «Έχεις δει καθόλου την Μόνι σήμερα;»
Τα δάχτυλα του συσπάστηκαν και η έκφραση του πάγωσε στο πρόσωπό του.
«Για- γιατί με ρωτάς για την Μόνι;», τραύλισε.
«Ε», τον παρακολουθούσα σμίγοντας τα φρύδια μου. «Απλά μου φάνηκε κάπως περίεργη το πρωί.» Έκανα μια παύση. «Όχι ότι εσύ είσαι τώρα είσαι πιο φυσιολογικός», μουρμούρισα.
«Δεν την έχω δει», κούνησε γρήγορα το κεφάλι του και χαμήλωσε το βλέμμα του.
«Καλά», αποκρίθηκα και γύρισα στην θέση μου.
Δεν ήξερα γιατί φέρονταν τόσο αλλόκοτα όλοι τους. Μήπως έχασα κάτι, όσο έλειπα στον Νέιθαν κι έπειτα στο παλάτι;
Στα επόμενα διαλείμματα η Μόνι εξακολουθούσε να μην είναι πουθενά στο οπτικό μου πεδίο. Κοιτούσα συνεχώς στους διαδρόμους ακόμα κι όταν πήγαινα στο ντουλάπι μου. Ήταν θαύμα πως δεν είχα μπερδέψει τα βιβλία κι έπαιρνα τα σωστά. Κάποια στιγμή, λίγο πριν κλείσω το ντουλάπι μου, ο Κάρτερ ήρθε και στάθηκε δίπλα μου απλώνοντας το χέρι του. Στα δάχτυλά του κρεμόταν το γαλαζοπράσινο ναζάρ μου, το οποίο είχα αφήσει εδώ και μια βδομάδα στην κοσμηματοθήκη μου, στο παλάτι.
«Έψαχνες τα πράγματά μου;», τον ρώτησα αποφεύγοντας να τον κοιτάξω.
«Έχω καταλάβει ότι δεν το φοράς μέρες», μου απάντησε. «Δεν ήταν δύσκολο να φανταστώ που το έχεις αφήσει.» Σήκωσε το χέρι μου και άφησε το κολιέ στην παλάμη μου. «Αρκετά περίμενες δεν νομίζεις;»
«Δεν σε καταλαβαίνω», το έβαλα στην τσέπη μου κι έκλεισα το ντουλάπι μου.
«Θέλεις να δεις τον Μάικλ», απάντησε. «Δεν είμαι χαζός. Νομίζεις πως είναι στην Λίμπο.»
«Εσύ όχι;», έριξα τα μάτια μου πάνω του.
Με κοίταζε χωρίς ίχνος θυμού –σε αντίθεση με μένα- και ξεφύσησε από μέσα του. «Όχι. Δεν το πιστεύω.»
«Μπράβο σου», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Όμως, εγώ το πιστεύω και δεν μπορείς να με υποχρεώσεις να σταματήσω να το νομίζω κι ούτε να φοράω το φυλαχτό. Είναι καθαρά προσωπική μου απόφαση αν θέλω να μείνω μακριά από την Λίμπο ή όχι. Στο κάτω – κάτω δεν έχω δει ούτε νιώσει τίποτα από τότε που το έβγαλα.»
«Απλώς θέλω να είσαι ασφαλής», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα.
Εισέπνευσα και κοίταξα για λίγο τριγύρω μου. «Ελπίζω χθες να μην σας χάλασα τελείως την βραδιά. Έχουμε άλλωστε πολλά κρασιά στο αμπάρι του παλατιού.»
«Ορόρα», έκανε να με πλησιάσει, αλλά έκανα ένα βήμα πίσω. «Παρεξήγησες.»
«Παρεξήγησα», κάγχασα. «Τι ακριβώς παρεξήγησα; Το ότι έπινες κρασί μαζί της θυμούμενος τα τρελά σας βράδια ή το ότι είχε τα βρωμόχερα της γύρω σου και αντέδρασες μόνο όταν με είδες;»
«Δεν ξέρω γιατί δεν αντέδρασα», αναστέναξε. «Δεν είναι όμως έτσι όπως το φαντάζεσαι.»
«Και πώς είναι δηλαδή;» Παραλίγο να αρχίσω να φωνάζω, αλλά κρατήθηκα. «Γιατί εμένα μου φάνηκε πως σου άρεσε.»
«Όχι», μου απάντησε κατηγορηματικά. «Θέλω μόνο εσένα και δεν θέλω να αμφιβάλλεις.»
«Αυτός που αμφιβάλλει είσαι εσύ», είπα και έβαλα το χέρι μου στην τσέπη μου. «Θέλω να στείλεις αυτό το γράμμα στον Γκασπάρ.»
Πήρε το γράμμα στα χέρια του κι ένευσε. «Μπορείς να έρθεις στο παλάτι μετά τα μαθήματα να μιλήσουμε;»
«Έχω διάβασμα.» Για την ακρίβεια θα βρισκόμουν με τον Νόα, για το ζήτημα της Λίζα. Ακόμα και σε καλή κατάσταση να ήμασταν μεταξύ μας, πάλι θα του έλεγα ψέματα. «Κι ειλικρινά δεν χρειάζεται να μιλήσεις μαζί μου, αλλά με τον εαυτό σου.»
Μετά από αυτά μου τα λόγια έφυγα για το επόμενό μου μάθημα. Ένιωθα πως ό,τι και να μου έλεγε θα ήταν ψέματα. Αυτό που είδα εγώ, όσο πίστευαν ότι ήταν μόνοι τους, ήταν αληθινό. Ο Κάρτερ φαινόταν μπερδεμένος και με την Κέιζα κοντά του, ίσως να αναδύθηκαν παλιά συναισθήματα. Μου είχε ξεκαθαρίσει πως ποτέ δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά τι τον εμπόδιζε να πει ψέματα; Δεν ήταν κι ιδιαίτερα ειλικρινής μαζί μου εξ αρχής. Τώρα βέβαια έλεγα κι εγώ ψέματα, οπότε δεν διέφερα. Τουλάχιστον, δεν είχα πει ποτέ ψέματα για τα συναισθήματά μου. Όταν του είπα πως η σχέση μου με τον Χουάν –Φελίππε- δεν ήταν αληθινή, το εννοούσα. Δεν τον έκανα να αμφιβάλλει ούτε στιγμή. Κι εγώ με τον Χουάν είχαμε συχνές συναναστροφές, λόγω του αφεντικού του. Από την άλλη σκεφτόμουν την κατάσταση με τον Ενρίκε. Είχα αποκρύψει την μέρα εκείνη που πίστευα ότι με φλέρταρε, κι ο Κάρτερ ήταν σίγουρος πως ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Δεν ήμουν κι εγώ αγία. Ξαφνικά ο θυμός καταλάγιασε και άρχισα να τον συμπονώ και να τον κατανοώ. Το αποψινό όμως δεν μπορούσα να το αναβάλλω κι ούτε ήθελα να φύγω την ώρα του μεσημεριανού, γιατί σχεδίαζα μια μικρή ενέδρα.
Η Μόνι δεν εμφανίστηκε στην τραπεζαρία, οπότε κι εγώ ανέβηκα στον κοιτώνα της. Την περίμενα πίσω από την πόρτα και μόλις μπήκε στάθηκα μπροστά από αυτή, κλείνοντας της την έξοδο.
«Και τώρα οι δυο μας.»
Εκείνη αναπήδησε και έβαλε το χέρι της στο στέρνο της.
«Με τρόμαξες», αποκρίθηκε ασθμαίνοντας. «Τι κάνεις εδώ;»
Εγώ σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου κι υπέδειξα το κρεβάτι για να καθίσει.
«Α δεν μπορώ», σήκωσε τα χέρια της. «Έχω πονοκέφαλο.»
«Μόνι!», αναφώνησα.
Εκείνη με υπάκουσε και κάθισε γρήγορα στο κρεβάτι με το βλέμμα καρφωμένο ευθεία μπροστά.
«Ωραία», κάθισα δίπλα της κι ίσιωσα ζάρες της φούστας μου. «Και τώρα τι θα έλεγες να μου πεις γιατί ήσουν τόσο περίεργη σήμερα το πρωί;»
«Εγώ... δεν...»
«Μόνι», διέκοψα την εξ αρχής αποτυχημένη προσπάθειά της να μην πει την αλήθεια. «Αφού ξέρω πότε μου λέτε ψέματα και πότε όχι.»
«Πώς το κάνεις;», κλαψούρισε.
«Μαγεία», απάντησα κροταλίζοντας τα δάχτυλά μου. «Πες μου τώρα.»
Εκείνη έκλεισε τα μάτια της κι εισέπνευσε βαθιά για να μαζέψει κουράγιο. Με προδιάθεσε για κάτι αρνητικό, οπότε μάζεψα κι εγώ δυνάμεις γι' αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.
«Βλέπεις πως ο Σον αυτές τις μέρες είναι ένα ράκος», ξεκίνησε.
«Το βλέπω», απάντησα αβέβαιη.
Τι σχέση είχε ο Σον με την περίεργη συμπεριφορά της; Μήπως χώρισε με την Σάρα;
«Η μητέρα μου πηγαίνει στο παλάτι να τον δει, κάθε μέρα», συνέχισε. «Και μιλάνε και στο τηλέφωνο πολλές φορές μέσα σε μια μέρα. Στην αρχή σκέφτηκα πως η μητέρα μου είναι απλώς υπερπροστατευτική. Κι εν μέρει αυτό είναι. Όμως είναι και κάτι άλλο», έκανε μια παύση κι έπειτα με κοίταξε με τα στρογγυλά, γαλανά της μάτια. «Κάτι που αφορά εσένα.»
«Εμένα;», έσμιξα τα φρύδια μου. «Με τον Κάτω Κόσμο έχει να κάνει;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Με τις εξετάσεις σου.»
Οι εξετάσεις μου. Τις είχα ξεχάσει τελείως. Η Σάρα με είχε διαβεβαιώσει ότι δεν βρήκε τίποτα το ανησυχητικό, αλλά εγώ ήξερα ότι κάτι μου έκρυβε. Δυστυχώς, είχα δίκιο.
Ξεροκάταπια περιμένοντας την συνέχεια. Δυσκολευόμουν να αρθρώσω λέξη.
«Τους άκουσα στο τηλέφωνο την Κυριακή», εισέπνευσε. «Εκείνος ήθελε να δει τις εξετάσεις σου με τα μάτια του. Η μητέρα μου του είπε πως θα του τις έφερνε, αλλά τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν, ούτε στον Κάρτερ. Του είπε πως έπρεπε πρώτα να σιγουρευτούν εκατό τοις εκατό κι έπειτα θα σας το ανακοινώσουν.»
«Δεν ξέρεις λοιπόν τι έδειχναν», εξωτερίκευσα τις σκέψεις μου.
«Όχι», μου απάντησε. «Ξέρω πως τις έχει ο Σον και πως δικαίως υποψιαζόσουν ότι δεν σου είπε την αλήθεια.»
«Εντάξει», ένευσα μια φορά. «Τότε θα αναζητήσω την τύχη μου στο παλάτι. Σ' ευχ...»
«Περίμενε», με διέκοψε. «Μπορεί να μην τις είδα, αλλά έχω μια ιδέα για το τι σου συμβαίνει.»
Εγώ ανακάθισα στο κρεβάτι για να την βλέπω καλύτερα κι έκανε κι εκείνη το ίδιο.
«Τις προάλλες είχαμε κάνει στην βιολογία για την νόσο της Πετρονέλλα, της προγόνου σου.»
«Ναι, το θυμάμαι», της είπα.
«Στην αρχή δεν του έδωσα τόσο σημασία, αλλά όταν κατάλαβα πως κάτι έδειξαν οι εξετάσεις σου τότε το συνέδεσα μαζί σου», έσπρωξε τα μαλλιά της προς τα πίσω. «Η νόσος αυτή είναι κληρονομική. Μπορεί να κυλάει στις γενιές και να μην εκδηλωθεί, αλλά δεν παύει να μεταδίδεται. Ίσως...ίσως...» χαμήλωσε το βλέμμα της ανήμπορη να συνεχίσει.
«Πιστεύεις ότι είμαι άρρωστη», ολοκλήρωσα την πρότασή της.
Οι λέξεις μου με σόκαραν. Η ιδέα του να είμαι άρρωστη με μια τέτοια ασθένεια ήταν τρομακτική. Η Πετρονέλλα πέθανε αργά και βασανιστικά στα πενήντα της χρόνια από την ασθένεια της, που κανείς δεν ήξερε πως την απέκτησε. Πολλοί υποστηρίζουν ότι δηλητηριάστηκε κι άλλοι ότι είχε κληρονομήσει την αρρώστια από την οικογένεια της μητέρας της, της Μαρίας. Εκείνοι βέβαια το αρνούνταν, αλλά δεν μπορούσαμε να ξέρουμε την ακριβή αλήθεια. Όπως και να είχε, το μικρόβιο κυκλοφορούσε στους απογόνους της ένας εκ των οποίων ήμουν κι εγώ.
«Δεν θέλω να το πιστέψω», ανασήκωσε το βλέμμα της. «Αλλά τα συμπτώματα ταιριάζουν. Κι εκείνη νόμιζε πως το σώμα της επουλωνόταν, ενώ στην πραγματικότητα ο οργανισμός της καταπονούταν μέχρι που κατέλυσε.»
Το μικρόβιο αυτής της λοίμωξης, αρχικά δεν αναγνωριζόταν ως παθογόνο από τον οργανισμό των νταμπίρ. Φάνταζε γιατρικό. Η νόσος αυτή ξεκίνησε άλλωστε από ένα νταμπίρ με μαγεία, το οποίο πειραματιζόταν με διάφορα φίλτρα και κατέληξε να δημιουργεί μια αρρώστια, από την οποία πέθανε. Η οικογένεια της Μαρίας αρνούταν κάθε σχέση μαζί του, αλλά κατά πάσα πιθανότατα ο πατέρας της Μαρίας, ήταν νόθος, κι όχι γνήσιος γόνος. Το σώμα λοιπόν το αναγνωρίζει ως γιατρικό τους πρώτους μήνες κι αρχίζει να επουλώνεται γρήγορα από κάθε είδους πληγή. Χωρίς όμως να γίνεται αντιληπτό η καρδιά εξαντλείται κι αρχίζει να υπολειτουργεί. Με το βασικό όργανο να πέφτει σε αχρηστία, ο ασθενής οδηγείται στον θάνατο.
«Πόσες πιθανότητες έχω να μην πρόκειται γι' αυτή την νόσο;», την ρώτησα γνωρίζοντας ήδη την απάντηση. Πιο πολύ ήθελα να είναι εκείνη έτοιμη για το μοιραίο.
«Ναι, αλλά πόσες πιθανότητες έχεις να νοσείς από μια αρρώστια που περνάει στις γενιές αιώνες, αλλά χωρίς να εκδηλώνεται;», έκλεισε τα χέρια μου στα δικά της. «Κι αν πράγματι ο παππούς της ήταν νόθος, τις ίδιες πιθανότητες έχουν κι ο Κάρτερ με την Μέλανη. Ο Γουλιέλμος ήταν ο αδερφός της, άλλωστε.»
«Ναι, αλλά ο Κάρτερ κι η Μέλανη έχουν μαγεία», της υπενθύμισα. «Εγώ όχι. Είμαι στο έλεος της παραμικρής ασθένειας.»
«Χθες όλο το απόγευμα έλεγχα το γενεαλογικό σου δέντρο. Κανένας δεν είχε νοσήσει.»
«Ναι, αλλά δεν παύει να κυκλοφορεί στο αίμα μας. Είχε δεν είχε δηλητηριαστεί η Πετρονέλλα, η ασθένεια της είναι κληρονομική.» Κατάπια. «Το έχεις πει σε κανέναν άλλο;»
Η Μόνι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της προς ανακούφισή μου.
«Ωραία», ρουθούνισα. «Ας το αφήσουμε προς το παρόν ως έχει και θα δούμε μετά τι θα κάνουμε. Θέλω πρώτα να δω τις εξετάσεις μου με τα μάτια μου.»
«Ορόρα», αποκρίθηκε σχεδόν ψιθυριστά. «Υπάρχει περίπτωση να έχει κάνει ο Κάρτερ ή η Μέλανη κάποιο ξόρκι για την ανάρρωσή σου;»
«Δεν θα μου το έλεγαν;», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Γιατί τόση μυστικοπάθεια;»
«Δεν ξέρω», αναστέναξε. «Προσπαθώ να βρω μια διέξοδο. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι είσαι...»
Άρρωστη.
«Δεν χρειάζεται να δεχτείς τίποτα», προσπάθησα να την καθησυχάσω. «Έστω για τώρα.» Σύρθηκα πιο μπροστά και την έκλεισα στην αγκαλιά μου. «Όλα θα πάνε καλά», της ψιθύρισα θέλοντας να παρηγορήσω πιο πολύ τον εαυτό μου.
Η ζήλια μου για τον Κάρτερ και την Κέιζα φάνταζε πταίσμα μπροστά στη νέα αποκάλυψη. Δεν ήταν ακόμη αποδεδειγμένη, αλλά μερικά γράμματα πάνω σε ένα άσπρο χαρτί ήταν σχεδόν περιττά. Τα συμπτώματα ήταν ίδια με της Πετρονέλλα και πέραν από την θαυματουργή επούλωση, οι συνεχείς κάψες ίσως να υποδήλωναν το πόσο γρήγορα λειτουργούσε η καρδιά μου, κάτι το οποίο θα επέφερε τον θάνατο μου. Δεν ήθελα ούτε να το σκέφτομαι.
Αν ήταν γραφτό μου να νοσήσω, τότε πότε θα γεννούσα την κόρη μου, την οποία φοβόταν ο Ντέμιεν; Πιθανόν σύντομα. Εκτός από αρρώστιες και κηδείες θα είχα και εγκυμοσύνες; Δεν ήμουν σε θέση για τίποτα από όλα αυτά.
Η Μόνι από μεριάς της φοβόταν για την αρρώστια μου. Ήταν πεπεισμένη πως νοσούσα. Εγώ μέχρι να δω τις εξετάσεις μου δεν το παραδεχόμουν τελείως στον εαυτό μου. Μου έδινα ελπίδες, έστω περιορισμένες. Έτσι κατάφερνα να είμαι λίγο πιο αισιόδοξη και να της δώσω δύναμη. Ήταν αστείο το γεγονός ότι εγώ παρηγορούσα την Μόνι. Δεν με πείραζε όμως. Είχε κι εκείνη καταπονεθεί από τα τελευταία γεγονότα και πάντοτε ήταν εκείνη που μου κρατούσε το χέρι. Ήταν σειρά μου να το κάνω.
Μετά την λήξη των μαθημάτων έμεινα μαζί της για να μελετήσουμε και να την σιγουρέψω ότι προς το παρόν στεκόμουν όρθια κι ακέραιη. Όταν είχε νυχτώσει για τα καλά επέστρεψα στο δωμάτιο μου κι έκανα ένα καυτό μπάνιο, πριν ετοιμαστώ. Βγαίνοντας από το μπάνιο έκατσα στην άκρη του κρεβατιού μου κι όσο βούρτσιζα τα μαλλιά μου, το βλέμμα μου σταμάτησε πάνω σε μια φωτογραφία μου με τον Κάρτερ, που είχα πάνω στο γραφείο μου. Τα χέρια μου παρέλυσαν και έπεσαν πάνω στα πόδια μου. Πριν έναν μήνα ήμασταν σύμμαχοι και δεν υπήρχε κανένα μυστικό μεταξύ μας. Βλεπόμασταν λίγες ώρες κάθε μέρα, και πάλι ξέραμε τι έκανε ακριβώς ο καθένας στη μέρα του. Μέσα σε μια βδομάδα όμως είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Σήμερα ένιωθα πως του μιλούσα για πρώτη φορά, σαν να μην ήξερα τι σκεφτόταν και δεν μπορούσα να εξηγήσω τις εκφράσεις του. Έφταιγα κι εγώ, γιατί δεν ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί του. Έφταιγε κι εκείνος, γιατί δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής στον εαυτό του και κατ' επέκταση σε μένα. Με πόναγε να σκέφτομαι ότι έστω και στο ελάχιστο η καρδιά του ήταν διχασμένη ανάμεσα σε μένα και την Κέιζα. Δεν το απέκλεια όμως καθόλου. Μετά από αυτό που είδα χθες, δεν μπορούσα να ορκιστώ για τα συναισθήματά του. Κι αυτή η αβεβαιότητα πάγωνε και τα δικά μου, με αποτέλεσμα να θέλω απεγνωσμένα να είμαι μακριά του. Πόσο τραγικό κι αυτό;
Αναστέναξα βαριά και γύρισα την κορνίζα από την άλλη πλευρά. Δεν μπορούσα να βλέπω αυτά τα δύο ευτυχισμένα πρόσωπα. Πνιγόμουν από την δυσφορία που με έπιανε όσο αντίκριζα κάτι που είχε περάσει. Άφησα αυτούς τους δύο λοιπόν στην κάποτε ονειρεμένη σχέση τους κι ετοιμάστηκα για να συναντήσω τον Νόα και τον Χουάν.
Σήμερα δεν ζήτησα άδεια από το γραφείο. Έφυγα κρυφά, κάτι που δεν είχα κάνει πρώτη φορά. Έβγαινα τόσο συχνά από το σχολείο που από ένα σημείο και μετά ήταν κουραστικό να υπογράφουν οι καθηγητές. Έτσι, τους επέτρεψα να ξεκουραστούν και σήμερα και βγήκα σαν τον κλέφτη και με την κουκούλα της μαύρης μου κάπας να καλύπτει το κεφάλι μου έφτασα στην είσοδο της πόλης. Φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να καταγραφώ στο τετράδιο. Έβγαινα κρυφά από όλους και από όλα. Το πρόβλημα ήταν πως πέραν από τον Νέιθαν, έπρεπε να ξεφύγω και από τα μάτια του φρουρού που είχε υπηρεσία. Είχα ζητήσει εικοσιτετράωρη φρούρηση του Νέιθαν, κάτι που τούτη την στιγμή στεκόταν εμπόδιο. Σκέφτηκα την πιο παιδιάστικη και πιο απλοϊκή λύση κι άρχισα να πετάω χαλίκια από την αντίθετη πλευρά για να τραβήξω την προσοχή του φρουρού. Όταν θα επέστρεφα θα έπρεπε να βρω κάτι καινούριο, αλλά το πιο κρίσιμο ζήτημα ήταν να βγω. Το σχέδιο στέφθηκε με επιτυχία κι όταν ο φρουρός απομακρύνθηκε εγώ σκύβοντας έτρεξα στην έξοδο. Ο Νέιθαν δεν είχε ακούσει τίποτα, γιατί ήταν απορροφημένος να διαβάζει ένα βιβλίο. Αφού σιγουρεύτηκα πως ήταν ήρεμη η ζωή του προς το παρόν, πέρασα τα προστατευτικά όρια της Μόιρα.
Ο Νόα κι ο Χουάν με περίμεναν στο αυτοκίνητό τους, στο σημείο όπου η Μόιρα, ήταν εμφανής στα μάτια του Νόα. Αφού σιγουρεύτηκα ότι δεν με ακολουθούσε, ούτε με έβλεπε κανείς μπήκα συνωμοτικά μέσα στην κράισλερ του.
«Σε ευχαριστώ που ήρθες», αποκρίθηκα στον Νόα κατεβάζοντας την κουκούλα μου.
«Δεν ξέρεις τι παραφυλάει μέσα στις φυλλωσιές», με κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη κι έπειτα έβαλε μπρος.
Ο Χουάν γύρισε πίσω για να με βλέπει και με περιεργάστηκε. «Πώς και δεν είναι μαζί σου το λαγωνικό;»
«Ο Ντιμίτρι;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.
«Ο Κάρτερ», μου απάντησε.
«Αυτό είναι καλό ή κακό;», εννοούσα τον χαρακτηρισμό του.
Εκείνος γέλασε πνιχτά. «Ο τύπος έχει προοπτικές, αλλά μπορεί να γίνει πολύ αντιπαθητικός.»
Μισοχαμογέλασα κι ανασήκωσα τους ώμους μου. «Αυτή είναι κι η γοητεία του.» Χαμήλωσα το βλέμμα μου και έτριψα μεταξύ τους τις παλάμες μου. «Δεν ξέρει ότι είμαι εδώ.»
«Τσακωθήκατε;», με ρώτησε ο Χουάν.
«Χουάν», τον επέπληξε ο Νόα.
«Δεν πειράζει», τον διαβεβαίωσα και στράφηκα στον Χουάν. «Η αλήθεια είναι πως δεν είμαστε και στα καλύτερα μας, αλλά αυτό ήθελα να είναι καθαρά προσωπική μου υπόθεση. Η Λίζα απειλεί εμένα κι όσο άφηνα κι άλλους να αναμειγνύονται στο θέμα του Κάτω Κόσμου, δεν...» ξεροκάταπια. «Δεν μου βγήκε σε καλό.»
«Δεν χρειάζεται να τους ανακατεύεις», είπε ο Νόα κοιτώντας με μέσα από τον καθρέφτη. «Ξέρεις ότι εγώ είμαι πάντοτε στις υπηρεσίες σου.»
«Το ξέρω», ψέλλισα. «Τέλος πάντων, που θα πάμε;»
Ο Χουάν χαμογέλασε πλατιά και έγειρε το κεφάλι του μπροστά. «Σε κυνηγό δαιμόνων.»
«Υπάρχει τέτοιο πράγμα;», απόρησα.
«Ναι!», απάντησε ο Χουάν. «Πόσο τέλειο;»
Φαινόταν υπερβολικά ενθουσιασμένος λες και θα συναντούσε αστέρα του κινηματογράφου.
«Του εξήγησα πως δεν είχε καμία σχέση με την Μπάφυ την βαμπιροφόνισσα», γέλασε ο Νόα. «Ή τον Χιου Τζακμαν στον Βαν Χέλσινγκ, αλλά μάταια.»
«Και πάλι», αντιτάθηκε ο Χουάν. «Ο τύπος σκοτώνει δαίμονες. Σαν τον Σαμ και τον Ντιν στο Supernatural.»
«Κι αυτό επίσης σου απέκλεισα», μουρμούρισε ο Νόα.
«Εσύ τον ξέρεις;», τον ρώτησα.
«Όχι», μου απάντησε κουνώντας το κεφάλι του. «Άκουσα όμως ότι είναι πολύ καλός. Ίσως ο καλύτερος κυνηγός δαιμόνων παγκοσμίως. Όλοι οι δαίμονες τον ξέρουν και μερικοί τον φοβούνται.»
«Για να δούμε λοιπόν», ψέλλισα.
Μου ήταν πολύ δύσκολο να φανταστώ έναν δαίμονα να φοβάται. Ακόμα κι η Λίζα όταν μιλούσε για τον Ντέμιεν και τον Ζάβιερ δεν μου εξέπεμπε φόβο. Ανησυχία, ναι, αλλά όχι φόβο. Φανταζόμουν πως θα επρόκειτο για ένα γεροδεμένο άνθρωπο –γιατί ήταν θνητός- με μούσια, μακριά μαλλιά, δέκα τατουάζ στο κάθε χέρι, με βαριά φωνή που σε ανατρίχιαζε στο άκουσμά της. Κατά πάσα πιθανότατα θα ήταν και μελαχρινός. Από την μία ανυπομονούσα να τον γνωρίσω, αλλά από την άλλη δίσταζα κιόλας. Με είχε καταβάλλει η ιδέα του αιμοβόρου κυνηγού και άρχισα να δειλιάζω. Παρ' όλα αυτά δεν έκανα πίσω. Δεν θα έχανα την ευκαιρία μου να σκοτώσω την Λίζα και γιατί όχι και τον Ζάβιερ. Είχε διαπράξει κι εκείνος τα δικά του εγκλήματα εναντίον μας, σκοτώνοντας τον Ραμόν, και βοηθώντας τον Τζον στο να καταραστεί τον Κάρτερ. Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Το σπίτι του βρισκόταν στο κέντρο του Πόρτλαντ, αλλά σε ένα απόμερο σοκάκι. Οι τρεις μας πλησιάσαμε την πόρτα της μικρής μονοκατοικίας κι αφού χτυπήσαμε το κουδούνι σταθήκαμε αναμένοντας. Μόλις άνοιξε η πόρτα περιμέναμε να δούμε μπροστά μας ένα επίφοβο παρουσιαστικό. Αντ' αυτού χρειάστηκε να χαμηλώσουμε κατά πολύ τα βλέμματά μας για να αντικρίσουμε τον τόσο τρομερό κυνηγό. Μπροστά μας στεκόταν ένας νάνος με μακρύ μούσι και εξίσου μακριά σγουρά, κόκκινα μαλλιά. Ήταν συνοφρυωμένος και χτυπούσε το πόδι του στο πάτωμα περιμένοντας να μάθει ποιοι ήμασταν και τι θέλαμε. Εκείνος που συνήλθε πιο γρήγορα από το θέαμα ήταν ο Νόα.
«Είστε ο Τζερόνιμο Φοξ;», τον ρώτησε ευγενικά.
«Ναι, γιατί;», αποκρίθηκε εκείνος.
Η φωνή του ήταν λεπτή, αλλά αρκετά επιθετική. Μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην ήταν και τόσο τρομακτικός, αλλά με ένα του βλέμμα σε ανατρίχιαζε. Δεν πρέπει να ήταν παντρεμένος...
«Ολόκληρος;», μουρμούρισε ο Χουάν και τον σκούντηξα δυνατά.
«Εγώ είμαι η Ορόρα Σάντος», τέντωσα το χέρι μου για μια χειραψία. Εκείνος το κοίταξε αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση. Τελικά το άφησα να πέσει. «Είμαι...»
«Ξέρω ποια είσαι», με διέκοψε. «Η βασίλισσα των νταμπίρ. Τι θέλετε από μένα;»
«Μήπως μπορούμε να περάσουμε;», τον ρώτησα. «Θα ήθελα να μιλήσουμε για μια δαιμόνισσα.»
Ο Τζερόνιμο το σκέφτηκε λίγο, κυρίως λόγω του Νόα.
«Σας διαβεβαιώνω πως είναι πως απολύτως ασφαλής.»
«Δύσκολο να το πιστέψω αυτό για ένα βρικόλακα», μου απάντησε. «Αλλά αν τολμήσει να κάνει το παραμικρό, εκείνος θα χάσει το κεφάλι του.» Έκανε στην άκρη για να μας αφήσει να μπούμε. «Περάστε.»
Αφού προσκλήθηκε κι ο Νόα (οι βρικόλακες δεν μπορούσανε να μπούνε κάπου, χωρίς να τους προσκαλέσουν οι οικοδεσπότες) προχωρήσαμε στα ενδότερα. Το σαλόνι του ήταν γεμάτο με βαλσαμωμένα ζώα και μερικές απομιμήσεις ανθρώπινων άκρων. Εκτός από φρικιαστικό ήταν και πολύ βρώμικο και ακατάστατο. Βιβλία, βαλίστρες, πιστόλια, μπουκαλάκια με χρωματιστά υγρά ήταν πεταμένα από εδώ κι από εκεί, και με το ζόρι υπήρχε ένας ελεύθερος καναπές για να καθίσουμε.
«Αυτά από ποιο κατάστημα με αποκριάτικα τα έχετε πάρει;», ρώτησε ο Χουάν ζουλώντας έναν αγκώνα.
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι ψεύτικα;», αποκρίθηκε ο Τζερόνιμο.
Ο Χουάν με πλησίασε έντρομος κι εγώ έστρεψα το βλέμμα μου μακριά από τα ακρωτηριασμένα τελικά άκρα. Μέχρι κι ο Νόα σοκαρίστηκε από την σκληρότητα του μικρού πλην αιμοσταγή Τζερόνιμο.
«Από εδώ», μας υπέδειξε τον δρόμο.
Μας οδήγησε το γραφείο του, το οποίο ήταν πολύ χειρότερο από το σαλόνι. Ήταν γεμάτο με παρόμοια πράγματα που είχαμε δει νωρίτερα και με μερικές προσθήκες. Στα ράφια υπήρχαν βάζα με πράσινα υγρά και κεφάλια, πιθανόν δαιμόνων. Στο γραφείο του είχε ακουμπισμένες νεκροκεφαλές. Το πολύ μικρό μέγεθος τους με καθησύχαζε πως δεν ήταν πραγματικές. Σε μια γωνία του δωματίου δέσποζε ένας σκελετός. Δεν ήθελα να μάθω αν ήταν αληθινός. Ειλικρινά θα είχα εφιάλτες με αυτό το μέρος. Ακόμα κι ο Νόα έβρισκε το θέαμα αποκρουστικό.
Ο Τζερόνιμο μας έβγαλε δύο καρέκλες, στις οποίες στριμωχτήκαμε οι τρεις μας, κι αυτός κάθισε απέναντί μας.
«Λοιπόν», σταύρωσε τα χέρια του πάνω από ένα σωρό χαρτιά και σκόνη. «Τι θέλετε από μένα;»
Ο Νόα κι ο Χουάν με κοίταξαν περιμένοντας να απαντήσω στην ερώτηση του. Εγώ εισέπνευσα βαθιά καταπνίγοντας έναν λυγμό φόβου.
«Ήρθα, γιατί θα ήθελα να σκοτώσετε έναν δαίμονα.»
«Προφανώς», έκρωξε. «Ποιον δαίμονα;»
Έγειρα πίσω μετά από αυτή την απότομη αντίδρασή του. «Το όνομά της είναι Λίζα. Έχει κι έναν αδερφό, τον Ζάβιερ.»
Εκείνος ρουθούνισε και κούνησε το κεφάλι του. «Πάλι μπροστά μου, αυτοί οι δύο.»
«Τους ξέρετε;», ρώτησε ο Νόα.
«Φυσικά και τους ξέρω», απάντησε τσιρίζοντας. «Η μητέρα τους, η Πάιπερ σκότωσε τον πατέρα μου. Κι όταν γέννησε την Λίζα της έστειλα δώρο το κεφάλι του άντρα της.»
«Είχαν κλείσει τα ανθοπωλεία;», πετάχτηκε ο Χουάν.
Του έριξα ένα προειδοποιητικό βλέμμα κι ο Νόα γέλασε πνιχτά.
«Μπορείτε να το κάνετε;», έγειρα το πιγούνι μου μπροστά.
«Αυτή η οικογένεια μου δημιουργεί πρόβλημα εδώ και χρόνια», ξεκίνησε. «Δεν θέλω να φύγω από αυτόν τον κόσμο χωρίς να έχω προσθέσει κι αυτούς τους δύο στην συλλογή μου», τα μάτια του ταξίδεψαν στα ράφια με τα βάζα. «Και με το κατάλληλο κίνητρο, μπορώ να το επισπεύσω.»
Με κοίταξε όλο υπονοούμενο, το οποίο δεν έπιασα στην αρχή. Με μια χειρονομία του Νόα μπήκα στο νόημα και ένευσα γρήγορα. «Ναι, βέβαια. Πόσα θέλετε;»
«Το βάρος μου σε χρυσό», απάντησε.
«Σιγά το κόστος», μουρμούρισε ο Χουάν.
Τον κοίταξα για μία ακόμη φορά προειδοποιώντας τον να σταματήσει τα ειρωνικά του σχόλια. Μπορεί ο Τζερόνιμο να ήταν νάνος, αλλά δεν ήταν καθόλου αβοήθητος. Μπορούσε να μας σφάξει και τους τρεις στο λεπτό.
«Σύμφωνοι», άπλωσα το χέρι μου κι αυτή την φορά το έσφιξε για να οριστικοποιηθεί η συμφωνία μας.
«Όταν θα έχω νέα θα έχεις κι εσύ», μου είπε. «Κι η πληρωμή θα γίνει αφού δεις κι εσύ με τα μάτια σου τα κεφάλια τους στην βιβλιοθήκη μου.»
Χαμογέλασα κάπως άβολα κι ένιωσα μεγάλη ανακούφιση που η όλη διαδικασία τέλειωσε τόσο γρήγορα. Κι αυτός άλλωστε δεν έμοιαζε για άτομο που αρεσκόταν στις μεγάλες συζητήσεις. Έκλεισε μια συμφωνία και μας άφησε να φύγουμε ευτυχώς με όλα μας τα άκρα.
«Τώρα σοβαρά τον εμπιστεύεσαι;», με ρώτησε ο Χουάν, καθώς περπατούσαμε προς το αυτοκίνητο.
«Γιατί όχι;», ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Είναι καλός σε αυτό που κάνει», του είπε ο Νόα.
«Τουρσί τους δαίμονες, αυτό κάνει», στάθηκε μπροστά μας κι εμείς σταματήσαμε να περπατάμε. «Ο τύπος είναι ελαφρώς διεστραμμένος. Πάρα πολύ βασικά. Έχει στολίσει το σπίτι του με λάβαρα από το εντελώς φρικιαστικό χόμπι του. Και θα τον εμπιστευτείς με κάτι τόσο σοβαρό;»
«Είναι η μόνη μου λύση», του απάντησα. «Εκείνος μπορεί να σκοτώσει την Λίζα και τον Ζάβιερ.»
«Πώς;», σήκωσε τα χέρια του σε στάση απόγνωσης. «Θα τους αλατίσει μέχρι θανάτου;»
«Χουάν», ξεκίνησε ο Νόα με ήρεμη φωνή. «Οι λόγοι που εσένα δεν σε κάνουν να τον εμπιστεύεσαι είναι ακριβώς οι αποδείξεις ότι είναι ο άνθρωπός μας. Αν αυτός σου φάνηκε διεστραμμένος, οι δαίμονες είναι δέκα φορές χειρότεροι. Δρουν και κάνουν πράγματα που η φαντασία σου δεν είναι ικανή να συλλάβει. Στο κάτω – κάτω αν δεν τον έκρινα κατάλληλο γι' αυτή την δουλειά θα απέτρεπα την Ορόρα από το να προχωρήσει στην συμφωνία.»
Ήταν αξιόλογο το πώς αντιμετώπισε ο Νόα την αντιδραστική συμπεριφορά του Χουάν. Του απάντησε με ηρεμία και με λογικά επιχειρήματα, όπως θα έκανε ένας έμπειρος καθηγητής στον μαθητή του ή ένας πατέρας στον γιο του. Κι εκείνος μάλιστα τον υπάκουσε σεβόμενος την κρίση του. Είχαν πραγματικά ωριμάσει κι οι δυο τους, κάτι που ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι δεν θα γινόταν αν δεν είχαν ο ένας τον άλλον.
«Καλά», είπε τελικά. «Εσείς ξέρετε καλύτερα.»
Προτού συνεχίσουμε την πορεία μας, τα φώτα ενός σταματημένου αυτοκινήτου άρχισαν να τρεμοπαίζουν αποσπώντας μας την προσοχή. Στην αρχή δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιος ήταν, καθώς το δυνατό φως πλήγωνε την όραση μου. Όταν σταμάτησε αυτό το παιχνίδι, η εικόνα που αντίκρισα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Ο Κάρτερ βγήκε από το αυτοκίνητο του και με κάρφωνε με τα γαλανά του μάτια, δείχνοντάς μου τον θυμό του απέναντι μου.
«Εμείς φεύγουμε», μουρμούρισε ο Νόα και μέσα σε λίγες στιγμές είχαν χαθεί.
Μπήκα κι εγώ στον πειρασμό να τρέξω μαζί τους, αλλά το βλέμμα του Κάρτερ, με είχε καθηλώσει.
«Με παρακολουθείς;», τον ρώτησα με έναν τόνο κάπως ενοχλημένο.
Μου βγήκε επιθετικότητα όσο κι αν προσπαθούσα να είμαι ήρεμη. Εγώ είχα πιαστεί άλλωστε στα πράσα.
«Μου υποσχέθηκες», αποκρίθηκε.
Του το είχα υποσχεθεί. Μου ζήτησε να αναιρέσω ό,τι ήταν αυτό που είχα ζητήσει από τον Νόα, στην έπαυλη των Μάρεϊ. Πήρα μια υπόσχεση, που ήξερα εξ αρχής ότι δεν θα τηρούσα. Και τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσω το ψέμα μου.
«Μπες μέσα.» Σχεδόν με διέταξε, αλλά δεν έφερα αντίρρηση.
Υπάκουσα χωρίς αντιδράσεις λεκτικές ή εκφραστικές. Άρχισε να οδηγεί με κάθε γωνία του προσώπου του να έχει σκληρύνει. Αν άνοιγε το στόμα του θα έβαζε τις φωνές. Αλλά όσο έμενε σιωπηλός βυθιζόμουν πιο πολύ στο χάσμα που προσπαθούσε να εισβάλλει ανάμεσά μας.
«Πώς ήξερες που ήμουν;», έσπασα την ησυχία.
Εκείνος δεν μου απάντησε αμέσως. Αφού πήρε μια στροφή και βρέθηκε στην ευθεία προς την Μόιρα, κουνήθηκε στην θέση του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Τι συμβαίνει Ορόρα;», με ρώτησε χωρίς να με κοιτάξει ούτε για ένα δευτερόλεπτο. «Γιατί μου είπες ψέματα; Υποτίθεται πως είσαι υπέρμαχος της ειλικρίνειας. Τι άλλαξε;»
«Τίποτα», του απάντησα νιώθοντας μερικά δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια μου. «Δεν έχει αλλάξει τίποτα.»
«Τότε;», ύψωσε τον τόνο της φωνής του. «Γιατί δεν μου είπες τίποτα για τα αποψινά σου σχέδια;»
Έσπρωξα τα μαλλιά μου προς τα πίσω και πήρα βαθιές ανάσες θέλοντας να καταπνίξω τα δάκρυά μου. «Δεν θέλω να συνεχίσω να σας μπλέκω με τον Κάτω Κόσμο. Όσοι ξέρουν γι' αυτόν και προσπαθούν να με βοηθήσουν, πεθαίνουν. Πρώτα οι γονείς μας και τώρα ο Μάικλ. Δεν θέλω να μεγαλώσει η λίστα. Πρέπει να το τελειώσω μόνη μου.»
«Τι είναι αυτά που λες;», φώναξε. «Ποιος σου είπε ότι ευθύνεσαι εσύ για τους θανάτους τους;»
«Κανένας δεν χρειάστηκε», φώναξα κι εγώ. «Το ξέρω πως εγώ τους οδήγησα όλους στον θάνατο. Αν δεν είχα γεννηθεί, οι γονείς σου θα ζούσαν ακόμα, κι αν δεν είχα αφήσει την Λίζα να μείνει εδώ, θα ίσχυε το ίδιο και για τον Μάικλ.»
«Αν δεν είχες γεννηθεί θα επικρατούσε χάος στην διαδοχή κι οι γονείς σου θα ήταν συντετριμμένοι», απάντησε. «Κι όσο για την Λίζα εγώ σε πίεσα και τις δύο φορές. Μεγαλύτερο μερίδιο φέρω εγώ.»
«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Εσύ ήθελες να βοηθήσεις. Δεν φταις σε τίποτα.»
«Ούτε εσύ. Και σταμάτα να μου λες ψέματα. Ξέρεις πόσο βλάκας ένιωσα όταν ήρθε η Κέιζα και μου είπε ότι σε είδε να το σκας από την Μόιρα;»
Η Κέιζα! Το όνομα της έστριψε τα συναισθήματα μου εκατόν ογδόντα μοίρες, κι άρχισε να αναβλύζει ο θυμός μέσα μου.
«Πάλι ήσασταν μαζί;», γύρισα για να τον βλέπω καλύτερα.
«Δεν είναι αυτό το θέμα μας, Ορόρα. Το θέμα μας είναι...»
«Το ξέρεις ότι την Κυριακή βγήκε από την Μόιρα αργά το βράδυ κι επέστρεψε το ξημέρωμα;», τον διέκοψα, αλλάζοντας τελείως την πορεία της συζήτησης.
«Εκείνη τουλάχιστον δεν το έκανε κρυφά», ψέλλισε.
«Παίρνεις το μέρος της;», αναφώνησα.
«Δεν παίρνω κανενός το μέρος», ξεφύσησε. «Απλώς θέλω να σου πω...»
«Πρόσεχε», φώναξα υποδεικνύοντας τον δρόμο, κάνοντας τον να φρενάρει απότομα.
«Τι συμβαίνει;», με ρώτησε ο Κάρτερ ασθμαίνοντας.
«Δεν τον βλέπεις;», υπέδειξα μπροστά μας, ένα παιδί περίπου δέκα χρονών να στέκεται ακίνητο και να μην έχει την παραμικρή αντίδραση. Ακόμα κι όταν φρέναρε ο Κάρτερ δεν πετάρισε ούτε μια βλεφαρίδα.
«Ποιον;», απόρησε εκείνος και κοίταξε μπροστά. «Δεν βλέπω τίποτα.» Έπειτα στράφηκε σε μένα. «Ορόρα», ψιθύρισε.
Το παιδί μπροστά μου όσο το παρατηρούσα μου φαινόταν γνώριμο. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του κι η θλιμμένη του έκφραση μου θύμισαν την πρώτη φορά που τον είχα δει. Το παιδί αυτό ήταν από την Λίμπο. Ο Κάρτερ κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε κι έμεινε σιωπηλός παρακολουθώντας με. Δεν ένιωθα κανένα βάρος ή μελαγχολία, όπως όταν έβλεπα ένα φάντασμα μπροστά μου. Αν δεν τον είχα δει, δεν θα καταλάβαινα ότι η άλλη πλευρά με πλησίασε μετά από μια βδομάδα χωρίς το ναζάρ μου.
«Μην μας αφήσεις.» Δεν κούνησε το στόμα του, αλλά ο ψίθυρός του έφτασε στα αυτιά μου.
Έκανα να του απαντήσω αλλά ξαφνικά ένιωθα να πνίγομαι. Ο Κάρτερτρομαγμένος φώναζε και με ταρακουνούσε για να συνέλθω. Με κάθε προσπάθεια πουέκανα να επικοινωνήσω με το παιδί, ο κόμπος στον λαιμό μου σφιγγόταν κιαδυνατούσα να πάρω ανάσα.
«Ορόρα», Η φωνή του έτρεμε και το όνομά μου ίσα – ίσα έφτασε στα αυτιά μου.
Παλεύοντας να βρω λίγο οξυγόνο το χέρι μου βρέθηκε μέσα στο δικό του και με έσφιξε, δίνοντας μου κάτι να συγκεντρωθώ. Μετά από λίγες στιγμές, ο αέρας κατέβηκε στους πνεύμονές μου ανακουφίζοντάς με.
«Είσαι εντάξει;», με ρώτησε ο Κάρτερ πανικοβλημένος.
Κατένευσα κι αντανακλαστικά έπιασα τον λαιμό μου. Έπειτα κοίταξα μπροστάμου για να μπορέσω να απαντήσω στο παιδί και πριν προλάβω να πω το παραμικρόέσπασαν τα τζάμια του αυτοκινήτου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top