5. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Το σχολείο άρχισε ξανά. Μια βδομάδα μετά την τραγωδία που προξένησαν ο Τζέισον κι ο Μπεν, τίποτα δεν είχε αλλάξει από την τελευταία φορά που είδα τους συμμαθητές μου. Ο φόβος ήταν ζωγραφισμένος στα μάτια τους. Κάθε φορά που κάποιος έβαζε το χέρι του στην τσέπη ή στην τσάντα του δεκάδες βλέμματα με κομμένη την ανάσα τον παρακολουθούσαν με την ανησυχία ότι θα έβγαζε κάποιο όπλο. Οι καθηγητές μας βρισκόντουσαν στους διαδρόμους με σκοπό να μας καθησυχάσουν με την παρουσία τους και να μας προσφέρουν ασφάλεια. Η μητέρα του Σκοτ, δεχόταν στο γραφείο των καθηγητών επισκέψεις για να ακούσει και να βοηθήσει όσους την επισκέπτονταν για να αντιμετωπίσουν το μετατραυματικό τους σοκ.
Στην αρχή δεν θεώρησα αναγκαίο να πάω κι εγώ. Δεν ήθελα να πάρω τον χρόνο από κάποιον άλλο. Την στιγμή όμως που κατέβηκα από τους κοιτώνες μου άρχισα να αναθεωρώ. Συνεχώς κοιτούσα τριγύρω μου κι ένιωθα λες και τα βλέμματα όλων ήταν πάνω μου. Ο παραμικρός θόρυβος έφτανε δέκα φορές πιο δυνατός στα αυτιά μου, με αποτέλεσμα να πετάγομαι κάθε δύο λεπτά. Με πολύ κόπο έφτασα στο ντουλάπι μου και με πολύ γρήγορες κινήσεις άφησα τα βιβλία των επόμενων ωρών. Από πίσω μου όταν κάποιος έκλεισε το δικό του ντουλάπι παραπάνω δυνατά από όσο έπρεπε, μου φάνηκε πως άκουσα πυροβολισμό και γύρισα αμέσως να κοιτάξω για να σιγουρευτώ πως όλα αυτά ήταν στο μυαλό μου. Αυτό βέβαια δεν με έκανε να νιώσω καλύτερα. Η επίδραση εκείνης της ημέρας δεν είχε φύγει ακόμα από πάνω μου και δεν προβλεπόταν να την αποβάλλω σχετικά σύντομα.
«Είσαι εντάξει;» Η φωνή της Σειρήνας ήταν σαν μια δεσμίδα φωτός μέσα σε ένα μακρύ και σκοτεινό τούνελ. Δεν φανταζόμουν ποτέ στην αρχή της χρονιάς ότι η παρουσία της θα ήταν ποτέ ικανή να με ανακουφίσει.
Έσφιξα τα μάτια μου και ένευσα γρήγορα. «Ναι.» Απάντησα χωρίς να πείθω καμιά μας.
Εκείνη άνοιξε τα χέρια της και με έκλεισε για λίγο μέσα στην αγκαλιά της. «Ήθελα να σου μιλήσω και στην κηδεία, αλλά δεν ήθελα να σε αποσπάσω από τον Κάρτερ.»
«Δεν πειράζει», την διαβεβαίωσα, όταν απελευθερώθηκα από την αγκαλιά της. «Η σκέψη αρκεί. Εσύ πώς είσαι; Έμαθα ευχάριστα νέα από τον Τσέις.»
Η Σειρήνα χαμογέλασε και ένευσε αργά. «Επιτέλους οι γονείς μου μου φέρονται σαν...», ανασήκωσε τους ώμους της «γονείς. Βγήκε και κάτι καλό από αυτή την υπόθεση», μουρμούρισε.
«Κάτι υπέροχο», την διόρθωσα ακουμπώντας τον ώμο της. «Έλα πάμε. Θα αργήσουμε στο μάθημα.»
Την πρώτη ώρα είχα ιστορία με τον κύριο Μίλερ. Λίγη τραγωδία των παλαιότερων ίσως να με έκανε να νιώσω καλύτερα για την δική μας.
Μπαίνοντας στην τάξη κατευθύνθηκα με γρήγορες δρασκελιές στην θέση μου, μπροστά από τον Σκοτ. Είχα να τον δω από την κηδεία του Μάικλ και χαιρόμουν που τον έβλεπα γερό και χαμογελαστό.
«Μου έλειψες», μουρμούρισα σφίγγοντας τον στην αγκαλιά μου.
«Κι εμένα», μου απάντησε. «Αλλά αν συνεχίζεις να μου κόβεις την κυκλοφορία, θα λείψω και σε άλλους.»
«Συγγνώμη», του είπα και κάθισα στην καρέκλα μου. «Πώς είσαι; Νιώθεις καλύτερα;»
«Μια χαρά είμαι», τέντωσε τα χέρια του. «Δεν είχα και τίποτα σοβαρό. Ο Ντιμίτρι κι ο Σπένσερ με διαβεβαίωσαν πως μπορώ να ξαναρχίσω την εκπαίδευση μου την άλλη βδομάδα.»
«Τόσο σύντομα;», μόρφασα. «Εκμεταλλεύσου το να ξεκουραστείς λίγο παραπάνω.»
Εκείνος αναφώνησε. «Το καθήκον αγαπητή μου δεν ξεκουράζεται ποτέ.»
«Μάλιστα», γέλασα. «Είμαι πολύ τυχερή που θα έχω έναν τόσο υπεύθυνο ιππότη δίπλα μου.»
«Είσαι τυχερή που με έχεις έτσι κι αλλιώς», μου έκλεισε το μάτι.
Κατένευσα γελώντας με την μετριοφροσύνη του κι έπειτα γύρισα μπροστά, καθώς ο κύριος Μίλερ έμπαινε στην τάξη.
Έβγαλε το σακάκι του και το έβαλε στην καρέκλα και στηρίχτηκε στην έδρα με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος του. Μας κοίταξε όλους και ρουθούνισε.
«Κατανοώ πως είναι δύσκολο για εσάς να βρίσκεστε εδώ μετά το θλιβερά γεγονότα της περασμένης βδομάδας», καθάρισε τον λαιμό του. «Είναι και για εμάς πολύ δύσκολο να ζήσουμε με το βάρος ότι δεν σταθήκαμε ικανοί να σας προστατέψουμε. Όμως όλοι μαζί θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε και να αφήσουμε πίσω ό,τι μας βαραίνει και μας πονάει. Η κυρία Γουίτμορ θα χαρεί να σας δεχτεί στο γραφείο μου, για όλη την βδομάδα μέχρι τις έξι το απόγευμα. Η επίσκεψη σας είναι σαφώς προαιρετική, αλλά καλό θα ήταν να παρευρεθείτε όλοι σας.»
Μετά από αυτή του την εισαγωγή προχώρησε στο μάθημα. Ουσιαστικά την προαιρετική μας επίσκεψη την είχε μετατρέψει σε υποχρεωτική. Ακόμα αμφιταλαντευόμουν αν έπρεπε να πάω. Έτεινα πιο πολύ στο ναι, το έχω ανάγκη, αλλά κι αν πήγαινα δεν θα μπορούσα να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί της. Θα έπρεπε να αποκρύψω την Λίζα κι αυτή ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας σε όλο αυτό που ζούσαμε. Ήλπιζα πως μέχρι το τέλος της βδομάδας, ο κύριος Μίλερ δεν θα κυκλοφορούσε με απουσιολόγιο έξω από το γραφείο του, κι η συμβουλή του για καθολική ψυχανάλυση να ήταν μόνο αυτό. Μια συμβουλή.
Τις υπόλοιπες ώρες των μαθημάτων οι καθηγητές έκαναν κι εκείνοι την δική τους εισαγωγή, υπογραμμίζοντας πως δεν ήμασταν μόνοι μας, και μπορούσαμε να μιλήσουμε και να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας. Από ένα σημείο και μετά γινόταν κουραστικό και ένιωθα πως πιο πολύ προσπαθούσαν να απαλλαχτούν από τις δικές τους τύψεις. Στον φόβο δύο όπλων υπάκουσαν τον Τζέισον και τον Μπεν, αφήνοντας ένα ολόκληρο σχολείο απροστάτευτο. Ήταν πράγματι φριχτό και σίγουρα οι ενοχές τους δεν θα τους επέτρεπαν ούτε να κοιμηθούν. Όμως με την συνεχή υπενθύμιση της κυρίας Γουίτμορ μου γεννούσαν την εντύπωση πως αυτοί πιο πολύ ήθελαν να μιλήσουν μαζί της. Μακάρι να το έκαναν, και να κατάφερναν να γαλήνευαν έστω και στο ελάχιστο.
Την ώρα του μεσημεριανού βρέθηκα πολύ κοντά στο να προσπεράσω τρέχοντας την τραπεζαρία και να ανέβω στον κοιτώνα μου. Εκεί ήταν το μέρος που ξεκίνησαν όλα. Εκεί ο Σκοτ τραυματίστηκε σπρώχνοντας τον Τσέις. Στεκόμουν στην άκρη του διαδρόμου και προσπαθούσα να διώξω την εικόνα αυτή από το μυαλό μου χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Κι όταν κατάφερα να την αποβάλλω τότε είδα τον Σον έξω από την τραπεζαρία να κρατάει τον νεκρό του γιο και να σπαράζει στο κλάμα. Βρισκόμενη στον χώρο που συνέβησαν όλα αυτά μου ήταν πολύ δύσκολο, αλλά καθησύχασα τον εαυτό μου πως ήταν η πρώτη μέρα και η πρώτη φορά είναι πάντα δύσκολη.
Μέσα στην θολούρα των καθόλου ευχάριστων αναμνήσεων είδα την Μέλανη να προχωράει προς το μέρος μου μιλώντας σχεδόν εξοργισμένη στο τηλέφωνο.
«Δεν με νοιάζει αν ανησυχείς», την άκουσα να λέει. «Αν θυμάσαι χωρίσαμε. Άφησε με ήσυχη», έβγαλε ένα γρύλισμα κι έκλεισε το τηλέφωνο της.
«Ο Νέιθαν ήταν;», την ρώτησα όταν στάθηκε.
«Δεν έχει σταματήσει να μου τηλεφωνάει», γκρίνιαξε.
«Θέλει απλά να δει αν είσαι εντάξει», τον δικαιολόγησα. «Δεν είναι και παράλογο.»
«Βασικά θέλει βοήθεια τώρα που ο Λουκ γύρισε και το παίζει ο καλός πρώην που νοιάζεται παρά τα όσα έγιναν», στριφογύρισε τα μάτια της.
«Όπα, περίμενε» άπλωσα το χέρι μου μπροστά. «Ο Λουκ επέστρεψε; Πότε;»
«Πριν κάτι μέρες», ξεφύσησε.
«Και γιατί δεν μου είπες τίποτα;»
Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της και με κοίταξε σαν να την είχα προσβάλει. «Συγγνώμη που έχασα τον ξάδερφό μου και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο.»
«Μέλανη», αναστέναξα. «Δεν ήθελα να με παρεξηγήσεις. Αλλά ξέρεις ότι ο Λουκ είναι επικίνδυνος κι ότι μπορεί να μας κάνει κακό.»
«Ναι, το ξέρω. Τόσοι μας κάνουν κακό», άνοιξε τα χέρια της για να δώσει έμφαση στα λόγια της. «Μην προσθέσουμε κι άλλον έναν στην λίστα μας. Ήδη ολόκληρος ο υπόκοσμος μας είναι αρκετός.»
Ένιωσα πως κάπου ήθελε να καταλήξει με όλα αυτά. Δεν τα είδα ως ένα απλό παραλήρημα του θυμού της. Είχα κι εγώ τα δικά μου ψυχολογικά και καταπιανόμουν από την παραμικρή λέξη.
«Αν» ξεροκάταπια. «Αν με θεωρείς υπεύθυνη για τον θάνατο του Μάικλ, μπορείς να μου το πεις. Δεν χρειάζεται να...»
«Δεν περιστρέφεται όλος ο κόσμος γύρω από σένα», με διέκοψε με έναν τόνο στην φωνή της που εξέπεμπε απόγνωση. «Κάποια πράγματα απλά δεν σε αφορούν. Δεν είσαι το επίκεντρο όλων μας. Καλό θα είναι να το καταλάβεις επιτέλους.»
Αν με χαστούκιζε θα με πονούσε λιγότερο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η Μέλανη μου είχε μιλήσει με αυτόν τον τρόπο. Ήταν θυμωμένη αυτό ήταν φανερό. Με ποιον όμως αυτό δεν ήταν. Το ξέσπασμά της δεν μου έδωσε έναν ακριβή υπαίτιο. Απλώς μου ξεκαθάρισε ότι δεν ήμουν το κέντρο του κόσμου. Ποτέ δεν είχα δει έτσι τον εαυτό μου. Δεν είχα τέτοια απαίτηση. Τέτοια εντύπωση της είχα δημιουργήσει; Την είχε κουράσει τόσο πολύ η συναναστροφή μαζί μου που έφτασε στο σημείο να μου λέει λόγια, τα οποία δεν με αντιπροσώπευαν; Δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι η Μέλανη χρειαζόταν πάση θυσία μια συνεδρίαση με την κυρία Γουίτμορ, γιατί ο θυμός που φούντωνε μέσα της, πιθανόν να την έβγαζε εκτός ορίων.
Με την ουρά κάτω από τα σκέλια βρήκα το κουράγιο να μπω στην τραπεζαρία με την ελπίδα να δω κάποιον φίλο μου, ο οποίος θα ήταν λιγότερο επιθετικός απέναντί μου. Στο τραπέζι που συνήθως καθόμασταν είδα την Μόνι, τον Σκοτ και τον Τσέις και τους πλησίασα γρήγορα και με το βλέμμα χαμηλωμένο.
«Λίγο ακόμα να αργούσες και θα ερχόμουν να σε βρω», αποκρίθηκε η Μόνι βλέποντάς με.
«Είχα μια συνάντηση με την Μέλανη», της απάντησα και κάθισα δίπλα της.
«Αφού δεν αιμορραγείς δεν ανησυχούμε», είπε ο Τσέις.
Η σιωπή μου ήταν η απάντησή του. Εξωτερικά ήμουν σώα, αλλά από μέσα ήμουν ράκος.
«Τόσο χάλια πήγε;», με ρώτησε ο Σκοτ βλέποντας με συνοφρυωμένη.
Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου. «Ας εκτιμήσω το γεγονός ότι κέρδισα ολοκληρωμένες προτάσεις.»
Η Μόνι με σκούντηξε απαλά στην πλάτη. «Έχω το κατάλληλη γιατρικό.»
Στην άδεια καρέκλα δίπλα της είχε ακουμπισμένο ένα τάπερ και αφού το σήκωσε στα χέρια της, το άφησε μπροστά μου. «Η μητέρα μου έφτιαξε σοκολατόπιτα και επειδή ξέρω ότι είσαι λάτρης της ζάχαρης σου έφερα να δοκιμάσεις.»
«Σ' ευχαριστώ», της είπα χαμογελώντας.
«Σε εμάς γιατί δεν έφερες;» ρώτησε ο Τσέις κατσουφιάζοντας.
Η Μόνι μισόκλεισε το ένα της μάτι και τον κοίταξε απορημένη. «Χθες έφαγες το μισό ταψί.»
«Κι άφησα το υπόλοιπο μισό για σήμερα», της απάντησε λες κι ήταν υποχρεωμένη η Μόνι να φανταστεί το σκεπτικό του.
«Αν παχύνεις θα σε χωρίσει η Σειρήνα», του είπε ο Σκοτ σκουντώντας την κοιλιά του.
«Προσέχω», έσπρωξε το χέρι του από πάνω του. «Αλλά με ζηλεύετε που τρώω όσο θέλω και μένω κορμάρα.»
Η Μόνι έσφιξε τα χείλη της. «Είναι τόσο φανερό πια;», τον κορόιδεψε.
«Ναι», της απάντησε ο Τσέις και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του.
Εγώ γέλασα και ανασήκωσα το βλέμμα μου για να δω την Ιλόνα να μας πλησιάζει.
«Ιλόνα», αναφώνησα έκπληκτη και σηκώθηκα από την θέση μου. «Πότε γύρισες;»
«Σήμερα το πρωί», μου απάντησε και αγκαλιαστήκαμε.
«Γιατί γύρισες τόσο νωρίς;», την ρώτησα. «Δεν τελείωσε ακόμα η άδεια σου.»
Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στα πλάγια. «Γίνονται όλα αυτά στην Μόιρα κι εγώ θα κάνω διακοπές;»
«Έλα κάθισε», η Μόνι έσπρωξε μια καρέκλα προς τα πίσω.
Η Ιλόνα έκατσε και αφού την ευχαρίστησε έριξε μια ματιά σε όλους μας. «Πώς είστε;»
Ο Σκοτ κι ο Τσέις ανασήκωσαν τους ώμους τους.
«Κάποιοι καλύτερα από τους υπόλοιπους», της απάντησε ο Σκοτ πολύ διπλωματικά.
«Το φαντάζομαι», ψέλλισε η Ιλόνα και στράφηκε σε μένα. «Πέρασα κι από το παλάτι. Ο Σον κι ο Κάρτερ είναι καλύτερα από ότι τους περίμενα. Ο Κάρτερ μόνο, δηλαδή.»
«Είναι δυνατοί», της απάντησα.
«Η Μέλανη;», μας ρώτησε όλους.
Εμείς κοιταχτήκαμε μεταξύ μας.
«Όπως σου είπα κάποιοι είναι καλύτερα από τους υπόλοιπους», επανέλαβε ο Σκοτ.
Η Ιλόνα ξεφύσησε από μέσα της και σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι. «Η επούλωση θα είναι δύσκολη και χρονοβόρα. Ειδικά για τους άμεσους μάρτυρες», τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου στην τελευταία της πρόταση.
Η Μόνι ακούμπησε την ωμοπλάτη μου. «Είμαστε μαζί σε αυτό», στράφηκε στην Ιλόνα. «Πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε.»
«Θα τα καταφέρουμε», την διαβεβαίωσα.
«Άκουσα πως η μητέρα σου Σκοτ προσφέρθηκε να βοηθήσει τους μαθητές. Είναι πολύ καλόκαρδο από μέρους της. Της έχετε μιλήσει;»
Για μία ακόμη φορά επικράτησε ησυχία μετά από ερώτηση της.
«Εγώ την έχω σπίτι», ξεκίνησε ο Σκοτ. «Δεν έχω κι άλλη επιλογή.»
«Οι υπόλοιποι;», ανασήκωσε το ένας της φρύδι.
«Δεν είχαμε ακόμη την ευκαιρία», της απάντησε η Μόνι.
«Καλό θα είναι να την βρείτε», αποκρίθηκε η Ιλόνα. «Κανείς δεν θέλει να ξαναζήσει μια τραυματική εμπειρία, αλλά αν δεν μιλήσετε γι' αυτή και αρνηθείτε ότι είναι πλέον κομμάτι της ζωής σας, δεν θα επουλωθεί ποτέ πλήρως η πληγή.»
Δεν είχε καθόλου άδικο σε αυτό που έλεγε. Προσωπικά δεν είχα τόσο πρόβλημα να ξαναζήσω την μέρα εκείνη, όσο το να αντιμετωπίσω τις ευθύνες. Έφταιγα σε πολύ μεγάλο βαθμό για τον θάνατο του Μάικλ και τον τραυματισμό του Κάρτερ και του Σκοτ. Οι ενοχές ήταν κάτι που βάραιναν την καρδιά μου και με εμπόδιζαν να ανασάνω. Φοβόμουν πως αν μιλούσα γι' αυτό θα κατέληγα με περισσότερες ενοχές. Ίσως όμως από την άλλη, αν ελάφρυνε το φορτίο της θλίψης για το αποτέλεσμα, να είχα πιο καθαρό μυαλό να αντεπιτεθώ στην Λίζα. Δεν έχανα και τίποτα να δοκιμάσω. Την στιγμή μάλιστα που ο Τσέις κι η Σειρήνα πήραν την απόφαση να επισκεφτούν την κυρία Γουίτμορ μετά το τέλος των μαθημάτων βρήκα κι εγώ την θέληση να πάω μαζί τους. Θα ακολουθούσα την συμβουλή της Ιλόνα, με την ελπίδα ότι ένα μέρος του εαυτού μου θα ανακουφιζόταν.
Όταν λοιπόν τελείωσαν τα μαθήματα άφησα τα πράγματά μου στην ντουλάπα μου και κατευθύνθηκα στο γραφείο των καθηγητών. Η διαδρομή ήταν παρόμοια με εκείνη που είχα κάνει όταν προσπαθούσα να ξεφύγω από τον Μπεν. Έσφιξα τις γροθιές μου και έσπρωξα μακριά τις εικόνες αυτές. Δεν θα αργούσα να τις αναπολήσω, άλλωστε. Φτάνοντας στις τουαλέτες κοντοστάθηκα μπροστά από την πόρτα, καθώς νόμισα ότι άκουσα ξανά εκείνον τον πυροβολισμό που είχε λαβώσει τον Κάρτερ. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ξανάζησα εκείνη την στιγμή και τον είδα να πέφτει στο πάτωμα γεμάτος αίματα. Πήρα βαθιές ανάσες κι υπενθύμισα στον εαυτό μου πως όλα αυτά είχαν περάσει και δεν υπήρχε λόγος να φοβάμαι να περπατήσω μέσα στο σχολείο. Έτσι έστριψα και συνέχισα την πορεία μου στο γραφείο των καθηγητών.
Εκεί υπήρχαν περίπου είκοσι συμμαθητές μου, συμπεριλαμβανομένων του Τσέις και της Σειρήνα. Κάθισα δίπλα τους στην αναμονή και εξέτασα το μέρος, από το οποίο χάρις τον Μάικλ είχα βγει ζωντανή. Ασυναίσθητα τύλιξα τα χέρια μου γύρω μου και με έσφιγγα λες και ήθελα να με προστατέψω τώρα από κάτι. Οι ομιλίες των υπολοίπων έφταναν σαν οχλαγωγία στα αυτιά μου κι η όραση μου άρχισε να θολώνει. Από την στιγμή που μπήκα στο γραφείο δάμασα τον εαυτό μου να μην σκέφτεται αυτά που είχα ζήσει, αλλά την στιγμή που κάθισα ήταν λες και έχασα τον έλεγχο. Άρχισα να παίρνω πάλι βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω. Όταν η πόρτα του γραφείου που ήταν η κυρία Γουίτμορ άνοιξε, κατάφερα να την δω για πολύ λίγο. Τα μάτια μου είχαν δακρύσει και τα έκλεισα για λίγο. Όταν τα ξανάνοιξα η κυρία Γουίτμορ είχε χαθεί. Τώρα έβλεπα εμένα να κρατάω τον Μάικλ και να τον παρακαλάω να ανοίξει τα μάτια του. Ένας κόμπος στο στήθος μου με εμπόδιζε να ανασάνω κι άρχισα να ασθμαίνω. Η εικόνα μπροστά μου δεν έφευγε. Τις άλλες φορές μπόρεσα και το αντιμετώπισα γρήγορα. Αυτή την φορά όμως, δεν το πετύχαινα.
«Κάντε το να σταματήσει», άρχισα να φωνάζω.
Δεν άντεχα να αντικρίζω αυτή την εικόνα. Η καρδιά μου σφιγγόταν και οι πνεύμονες μου βούλωναν με κάθε δάκρυ που έπεφτε από τα μάτια μου. Γονάτισα στο πάτωμα και τυλιγμένη στα δύο προσπαθούσα να φωνάξω για βοήθεια, αλλά δεν έβγαιναν οι λέξει από τα χείλη μου.
«Κάντε χώρο», κατάφερα να ακούσω μια γυναικεία φωνή.
Επικεντρώθηκα σε αυτή μέχρι να μπορέσω να συνέλθω και να νιώσω το άγγιγμα της στο μυρμηγκιασμένο μου δέρμα.
Όταν η όραση κι η αναπνοή μου άρχισαν να επανέρχονται στα φυσιολογικά τους, ανασήκωσα το βλέμμα μου κι είδα τους πάντες στο γραφείο να με κοιτάνε τρομοκρατημένοι εξαιτίας της κρίσης μου.
«Είσαι καλά;», με ρώτησε η κυρία Γουίτμορ.
Αναζήτησα τον Τσέις και την Σειρήνα, οι οποίοι με κοιτούσαν ανήσυχοι και αρκετά φρικαρισμένοι.
«Ορόρα;», ξαναρώτησε η κυρία Γουίτμορ.
Ξεροκάταπια και χαμήλωσα το βλέμμα μου ντροπιασμένη για αυτό που είχε συμβεί.
«Καλά.. καλά είμαι», της απάντησα τραυλίζοντας κι όταν κατάφερα να σηκωθώ έφυγα τρέχοντας μακριά από αυτόν τον χώρο, στον οποίο είχε ξεψυχήσει ο Μάικλ.
Έτρεξα μέχρι όσο μου επέτρεπαν τα πόδια κι οι πνεύμονές μου. Έφτασα έξω από το χημείο και κουλουριάστηκα σε μια γωνία ευχόμενη να μην δω κανέναν για πάρα πολύ καιρό. Νόμιζα πως είχα υπό έλεγχο τις αναμνήσεις και το τραύμα από εκείνη την ημέρα, αλλά την στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο σχολείο, τον έχασα τελείως. Το μέρος όπου συνέβησαν όλα αυτά είχε ενεργοποιήσει έναν διακόπτη, εξαιτίας του οποίου παρέδωσα τα όπλα κι απλώς ξέσπασα μπροστά σε τόσο κόσμο. Ήταν το δεύτερο χειρότερο πράγμα που μου είχε συμβεί εκεί μέσα και φαντάζοντας πώς θα με κοιτούσαν από τώρα όλοι, ένιωθα σαν να είχα βρεθεί γυμνή μπροστά τους.
«Ορόρα;» Η φωνή του Σκοτ ήταν σχεδόν ψιθυριστή.
Δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει από όταν έφυγα από το γραφείο, αλλά ήταν αρκετή. Δεν περίμενα πάντως ότι θα αργούσαν να μαθευτούν τα νέα του ξεσπάσματός μου.
Εκείνος γονάτισε μπροστά μου και ακούμπησε το γόνατό μου.
«Έπαθα κρίση πανικού», αποκρίθηκα, καθώς ένα δάκρυ κυλούσε στο μάγουλό μου. «Απλά... τα έχασα.»
«Σου ήταν δύσκολο να βρεθείς ξανά εκεί μέσα.» Με κοιτούσε με τα βιολετί του μάτια γεμάτα ανησυχία και συμπόνια και παρά την δυσφορία μου, τουλάχιστον με έκανε να νιώθω ασφαλή.
«Δεν είναι μόνο αυτό», ρουθούνισα. «Κάθε γωνιά του σχολείου μου θυμίζει εκείνη την ημέρα. Όπου και να βρεθώ ακούω πυροβολισμούς και φωνές. Πιστεύεις πως έχω τρελαθεί;»
«Φυσικά και όχι», μου απάντησε και ήρθε και έκατσε δίπλα μου. «Μην νομίζεις πως είσαι η μόνη που το παθαίνει αυτό. Μόλις μπήκα στην τραπεζαρία σήμερα, ένιωθα πως όλοι ήταν έτοιμοι να με πυροβολήσουν.»
Έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω και γύρισα για να τον κοιτάξω. «Το άντεξες όμως. Είσαι δυνατός.»
«Όχι, δεν είμαι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Φοβάμαι να περπατήσω στους διαδρόμους. Συνεχώς σας αναζητώ στο πλήθος για να σιγουρευτώ ότι δεν έχετε πάθει τίποτα.»
Εισέπνευσα και έκλεισα για μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια μου. «Τι πιστεύεις ότι μας στοιχειώνει περισσότερο; Ο Τζέισον με τον Μπεν ή ο θάνατος του Μάικλ;»
Δεν μου απάντησε αμέσως. Το σκέφτηκε για μερικές στιγμές. Κάποιος από εμάς θα έλεγε το δεύτερο, ενώ ένας συμμαθητής μας το πρώτο. Ένας τρίτος θα ισχυριζόταν ότι μας πονούσαν και τα δύο το ίδιο. Όμως, σε όλα υπάρχει πάντα κάτι βαθύτερο που κάνει μια κατάσταση πιο τραγική από ότι πραγματικά είναι.
«Μάλλον το ότι δεν το είχαμε προβλέψει», μου απάντησε τελικά. «Παραβλέψαμε κατ' εξακολούθηση γεγονότα, με αποτέλεσμα να σοκαριστούμε όταν φάνηκαν οι επιπτώσεις τους. Αν ήμασταν πιο προσεκτικοί δεν θα ήμασταν τόσο κατάπληκτοι. Ίσως και να το είχαμε αποτρέψει.»
«Ίσως», ψιθύρισα.
Παραβλέψαμε κατ' εξακολούθηση γεγονότα. Πιο σωστά: Παρέβλεψα κατ' εξακολούθηση γεγονότα. Έβλεπα τον Τζέισον να χάνεται από την λογική και εγώ τον χλεύασα και ουσιαστικά τον παρέδωσα στα χέρια της Λίζα. Τον χειραγώγησε και τον οδήγησε στο έγκλημα παίρνοντας στο λαιμό τους και τον Μπεν, ο οποίος πλήρωσε την πίστη του στον φίλο του. Τέλος, ο άμοιρος ο Μάικλ πλήρωσε όλων μας τις αμαρτίες και έχασε την ζωή του. Ακόμα όμως και την τελευταία του στιγμή φρόντισε να παινέψει τους άλλους, αναφέροντας την τιμή που είχε να με γνωρίσει. Θυμούμενη τις τελευταίες κουβέντες μερικά δάκρυα έσταξαν από τα μάτια μου.
«Είμαστε όλοι μαζί σε αυτό», ψιθύρισε ο Σκοτ και παίρνοντας το χέρι μου στο δικό του έγειρε μπροστά.
Ένευσα γρήγορα και ξεκούρασα το μέτωπό μου στο δικό του.
Ευτυχώς η μητέρα του δεν ζήτησε να με δει μετά από την κρίση μου στο γραφείο της. Μονάχα μου υπενθύμισε πως όποτε ήθελα να της μιλήσω, εκείνη θα χαιρόταν να με βοηθήσει. Εγώ την ευχαρίστησα παρ' όλο που δεν είχα σκοπό να το κάνω. Αυτό που ήθελα ήταν να βρω την βαθύτερη αιτία του προβλήματος, πέραν από την Λίζα κι ο Σκοτ με είχε βοηθήσει στο να το καταφέρω. Η ευθύνη μου φυσικά δεν μειωνόταν. Το αντίθετο μάλιστα. Γι' αυτό η ανάγκη να πάρω εκδίκηση και να βγάλω την Λίζα από την μέση έγινε πιο ζωτικής σημασίας. Ήλπιζα πως έτσι θα έβρισκα λύτρωση και ο Μάικλ θα δικαιωνόταν.
Αφού έπεισα τον Ντιμίτρι να μείνει στο παλάτι, γιατί δεν σταμάτησε να μου τηλεφωνάει από όταν έμαθε τι έπαθα, ήρθα σε επαφή με τον Νόα. Του άφησα μήνυμα πως έπρεπε να επισπεύσουμε την χάρη που του είχα ζητήσει, γιατί ήθελα να τελειώνω μαζί της. Όσο ήξερα ότι ζούσε και κυκλοφορούσε ελεύθερη, ενώ ο Μάικλ βρισκόταν θαμμένος κάτω από το κρύο χώμα, εξοργιζόμουν. Ήταν άδικο από όλες τις πλευρές ακόμα κι απέναντι στον Τζέισον και τον Μπεν. Εκείνοι πλήρωναν τα δικά τους εγκλήματα κι ας ήταν πιόνια στο παιχνίδι της δαιμόνισσας. Αυτή ήταν η αυτουργός και έπρεπε να τιμωρηθεί για τον πόνο που προξένησε. Το ορκιζόμουν στον εαυτό μου και στην μνήμη των γονιών μου ότι η Λίζα θα πέθαινε από τα δικά μου χέρια.
Στο μεταξύ υπήρχε κι ένα άλλο ζήτημα, για το οποίο έμαθα κατά τύχη σήμερα. Ο Λουκ κυκλοφορούσε πάλι στο Πόρτλαντ, με την ελπίδα να αποκτήσει νέο μέλος στην αγέλη του. Αρχικά γνώριζα ότι η απάντηση του Νέιθαν θα ήταν αρνητική, αλλά μετά από όσα έγιναν με την Μέλανη, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη. Όταν τον είδα με τον Κάρτερ, φεύγοντας και επιστρέφοντας το σαββατοκύριακο, δεν ανέφερε τίποτα για τον Λουκ. Με τα άγρια βλέμματα του Κάρτερ, βέβαια, δύσκολα θα έβρισκε την έμπνευση να θίξει το οικογενειακό του θέμα.
Θέλοντας να διευκολύνω και την δική του ζωή, αλλά και την δική μου, έφυγα από το σχολείο για να τον επισκεφτώ. Ο κύριος Μίλερ δυσανασχέτησε όταν του ζήτησα άδεια μετά από αυτό που είχε συμβεί, αλλά του εξήγησα πως επρόκειτο για ένα κρατικό ζήτημα. Δεν ήμουν μόνο μαθήτριά του, οπότε όσο και αν δεν συμφωνούσε να βγω, τελικά με άφησε. Ήλπιζα μόνο να μην με ακολουθούσε κανείς, γιατί πώς θα εξηγούσα ότι ο Νέιθαν συσχετιζόταν με κάποιο κρατικό ζήτημα;
Περπάτησα λοιπόν μέχρι την είσοδο, γυμνάζοντας το έτσι κι αλλιώς υγιές πλέον πόδι μου. Μόλις έφτασα στο σπίτι του προσπέρασα το σύνηθες ανοιχτό παράθυρο και χτύπησα την πόρτα. Εκείνος μου άνοιξε και καταπνίγοντας την έκπληξη του, έκανε στην άκρη για να περάσω.
«Όχι ότι δεν χάρηκα που σε βλέπω, αλλά συνέβη τίποτα;», με ρώτησε κλείνοντας την πόρτα.
«Εσύ θα μου πεις», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου. «Ήρθε και σε βρήκε ο Λουκ;»
Μισόκλεισε τα μάτια του και με κοίταξε εξεταστικά. «Μοιάζεις σαν να το έμαθες μόλις τώρα.»
«Για να ακριβολογούμε έχουν περάσει μερικές ώρες. Εσύ γιατί δεν ανέφερες τίποτα χθες ή προχθές;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Θεώρησα ότι σας μίλησε η Μέλανη κι απλώς δεν σας ένοιαζε», άπλωσε το χέρι του δείχνοντας μου τον καναπέ.
«Η Μέλανη δεν μιλάει και πολύ τον τελευταίο καιρό», του απάντησα και κάθισα.
«Κατά τύχη έμαθα για τον Λουκ σήμερα.»
Αναστέναξε βαριά και κάθισε απέναντί μου. «Προσπαθώ να την προσεγγίσω μέρες, αλλά μονίμως με αποκλείει. Ξέρω ότι έχουμε χωρίσει, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν νοιάζομαι ακόμα για εκείνη.»
«Νέιθαν κρατάει αποστάσεις από τον ίδιο της τον αδερφό πόσο μάλλον από σένα», αποκρίθηκα. «Στο κάτω- κάτω το δυσάρεστο τέλος σας υπενθυμίζεται κι από εκείνο του Μάικλ.»
«Τι θέλεις να πεις;», έσμιξε τα φρύδια του.
«Η Λίζα ώθησε τον Τζέισον και τον Μπεν να κάνουν αυτό τον χαμό», του απάντησα χωρίς ενδοιασμούς. «Εκείνη είναι η κύρια αιτία για τον θάνατο του Μάικλ.»
Η έκπληξή του ήταν ολοφάνερη. Σχεδόν μαρμάρωσε όταν του εξήγησα τι ακριβώς εννοούσα.
«Δεν.. δεν είναι δυνατόν», μουρμούρισε.
«Κι όμως είναι. Αλλά δεν ήρθα εδώ για να μιλήσω για την Λίζα. Πες μου για τον Λουκ.»
Κούνησε γρήγορα το κεφάλι του αποβάλλοντας τις σκέψεις του για την πέτρα του σκανδάλου (για την ακρίβεια τον ογκόλιθο των σκανδάλων) και συγκεντρώθηκε στο φλέγον ζήτημα.
«Ήρθε εδώ την ημέρα της κηδείας», άρχισε να μου εξηγεί. «Ήρθε για την απάντηση στη προσφορά του κι εγώ αρνήθηκα. Το σκέφτηκα πολύ και δεν θέλω να ζήσω την ζωή που μου προσφέρει. Δεν θέλω να χάσω την ελευθερία μου. Ως λυκάνθρωπος υποτάσσομαι και στο φεγγάρι και σε εκείνον και δεν το θέλω αυτό. Είναι διαφορετικό να έχω δυο βασιλείς κι αλλιώς έναν άλφα.» Έκανε μια παύση.
«Να υποθέσω πως δεν πήρε την αρνητική σου απάντηση και πολύ ουδέτερα.»
«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Σχεδόν με απείλησε και έφυγε. Εκ τότε δεν έχω νέα του.»
«Τι σου είπε ακριβώς, δηλαδή;», έγειρα ελαφρώς το κεφάλι μου στα πλάγια.
«Μου είπε», ανασήκωσε τα μάτια του, καθώς έφερνε στην μνήμη του τα ακριβή λόγια του Λουκ «ότι αφού δεν ακολούθησα την δημοκρατική οδό, τότε θα μου επιβάλλει την πιο αδιάλλακτη.»
«Ναι, σχεδόν σε απείλησε», κάγχασα. «Τέλος πάντων, δεν χρειαζόμαστε κι άλλον πολίτη σε άμεσο κίνδυνο. Θα φροντίσω εγώ να υπάρχει φρουρός μαζί σου είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και εσύ θα είσαι σε ετοιμότητα να μου τηλεφωνήσεις αν έρθει μαζί σου σε επικοινωνία με οποιονδήποτε τρόπο.»
«Εντάξει», κατένευσε.
«Δεν έχει σημασία τι ώρα θα είναι αυτό», του ξεκαθάρισα. «Την στιγμή που γίνει είσαι στο ακουστικό μαζί μου, ταυτόχρονα.»
«Μείνε ήσυχη», με διαβεβαίωσε. «Θα σε κρατάω ενήμερη.»
«Ωραία», ψέλλισα κι έπειτα σκέφτηκα λίγο. «Όταν ήρθε στην Μόιρα, τον κατέγραψες;»
«Εφόσον πέρασε τα όρια ναι», μου απάντησε.
«Και γιατί κανένας δεν μου είπε τίποτα;», αναρωτήθηκα εξωτερικεύοντας την σκέψη μου.
«Βασικά», πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. «Από την περασμένη Δευτέρα δεν έχει έρθει κανένας να ελέγξει το τετράδιο. Κι εμένα οι εντολές μου δεν μου λένε να το πηγαίνω εγώ. Επίσης, με τόσα που είχατε στο κεφάλι σας δεν ήθελα να μπλέκομαι στα πόδια σας. Γι' αυτό και το είπα στην Μέλανη, για να είμαι και εντάξει απέναντί σας.»
Κι η Μέλανη μας ενημέρωσε αμέσως!
Συνήθως ο Σον ήταν εκείνος που ερχόταν να το ελέγξει και πολύ σπάνια ο Μάικλ. Ο ένας ήταν νεκρός κι ο άλλος πενθούσε το παιδί του. Κι οι υπόλοιποι μέσα στις ταραχές μας δεν σκεφτήκαμε την καθημερινή ανάγνωση του τετραδίου εισόδων και εξόδων στην Μόιρα.
«Φερ' το μου να το δω εγώ τώρα», αποκρίθηκα. «Και από εδώ και πέρα θα έρχεται ή ο Ντιμίτρι ή ο Αλφόνσο.»
Εκείνος υπάκουσε και με γρήγορες δρασκελιές ακούμπησε στα χέρια μου το τετράδιο, ανοίγοντας το στην σελίδα της προηγούμενης Δευτέρας. Εκεί ήταν καταγεγραμμένοι οι νοσοκόμοι που έφερναν αίμα για τον Σκοτ και τον Κάρτερ και μερικοί αρμόδιοι του νοσοκομείου μας για προμήθειες. Τις δυο επόμενες μέρες όσοι ήρθαν ήταν νταμπίρ γνωστοί του Μάικλ, οι οποίοι παρευρέθηκαν στην κηδεία, όπως η Βιλελμίνα. Εκείνη βέβαια ήταν ακόμα στην Μόιρα. Έπειτα μέχρι το σαββατοκύριακο κανείς δεν είχε φύγει ή έρθει. Το Σάββατο το πρωί καταγράφηκα εγώ κι ο Κάρτερ, ενώ το επόμενο πρωί εκτός από εμάς και τον τροφοδότη της σχολικής κουζίνας, δέσποζε και το όνομα της Κέιζα. Αυτή όμως βγήκε από την Μόιρα αργά το βράδυ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα και επέστρεψε σήμερα τα ξημερώματα. Μου φάνηκε πολύ ύποπτο αυτό το διάστημα. Η πιο λογική εξήγηση ήταν ένα ξεφάντωμα μέχρι πρωίας, και ο καθένας αυτό θα σκεφτόταν, αλλά εγώ όχι. Μπορεί να ήταν που με ενοχλούσε η παρουσία της, και η αντιπάθειά της απέναντί μου. Αλλά τις ώρες αυτές, όπου ο ήλιος δεν φώτιζε το Πόρτλαντ και τα νταμπίρ βρισκόντουσαν στο έλεος των αιμοβόρων εχθρών, εκείνη διάλεξε να βγει από τα προστατευτικά όρια της πόλης και να επιστρέψει στις πέντε το πρωί.
«Νέιθαν ξέρεις τι ώρα περίπου ξημέρωσε σήμερα;», ρώτησα χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από το χαρτί.
«Δεν είμαι σίγουρος», έτριψε τον σβέρκο του. «Λογικά μετά τις έξι. Γιατί;»
«Τίποτα», απάντησα γρήγορα και άφησα το τετράδιο στο γραφείο του. «Λοιπόν, εμείς όπως είπαμε.»
Κατένευσε κι άνοιξε την πόρτα. «Και πάλι συλλυπητήρια.»
«Ευχαριστώ», απάντησα και πήρα τον δρόμο για το παλάτι.
Δεν μπορούσα να εξηγήσω για ποιο λόγο έβλεπα την έξοδο της Κέιζα με κακό μάτι. Όσα νταμπίρ επέλεγαν να ζήσουν στην Μόιρα, δεν είχαν την τάση να ξεμυτίζουν από τα όρια της τις βραδινές ώρες με τόσα βαμπίρ να παραφυλάνε έξω από αυτή για κάποιο σνακ. Αυτή εντούτοις και βγήκε και επέστρεψε. Λογικά θα ήταν και ακέραιη την στιγμή που δεν ακούστηκε τίποτα για κάποιο τραυματισμένο νταμπίρ. Θα μοιραζόμουν με τον Κάρτερ τις σκέψεις μου κι είχα προετοιμαστεί για το λογύδριο, σύμφωνα με το οποίο θα φανταζόμουν πράγματα λόγω του μένους μου απέναντι σε αυτό το πλάσμα που λεγόταν Κέιζα. Όπως και να είχε θα είχα εκφράσει την άποψη μου και σε περίπτωση επιβεβαίωσης θα είχα και την ηθική μου ικανοποίηση.
Όταν έφτασα στο παλάτι περπάτησα γρήγορα προς τις σκάλες για να ανέβω στο δωμάτιο του Κάρτερ. Ομιλίες όμως γνωστών φωνών από το κοντινότερο καθιστικό με σταμάτησαν και πλησίασα για να καταλάβω ποιος ήταν.
«Έλα τώρα», αυτή ήταν η Κέιζα. Τι ήθελε πάλι στο παλάτι; «Μην είσαι τόσο σφιγμένος. Λίγο κρασί θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις.»
Κοντοστάθηκα δίπλα στην πόρτα και έριξα προσεκτικά μια ματιά για να δω με ποιον μιλούσε. Όταν την είδα να προσφέρει ένα ποτήρι με του περί ου λόγος κρασί στον Κάρτερ, κάθε τρίχα του κορμιού τσιτώθηκε και το αίμα στα ακροδάχτυλα μου πάγωσε. Αυτός όχι μόνο δεν την έδιωξε αλλά πήρε και το ποτήρι κι ήπιε. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να μπω και να αρχίσω έναν σαματά, από τον οποίο εγώ θα έβγαινα η κατίνα της υπόθεσης. Πήρα μια βαθιά ανάσα λοιπόν και παρέμεινα κρυμμένη παρακολουθώντας τους.
«Εντάξει τώρα;», της είπε σηκώνοντας το άδειο πια ποτήρι και έπειτα το άφησε στο τραπέζι.
«Κάρτερ», μουρμούρισε και πέρασε το ένα της χέρι γύρω από τον λαιμό του. «Κάποτε ήσουν πιο θερμός μαζί μου.»
«Κάποτε νόμιζα ότι το άξιζες», της απάντησε χωρίς να απομακρύνεται ή να εκφράζει την παραμικρή δυσανασχέτηση.
Ένιωθα τα μάγουλά μου να έχουν πάρει φωτιά σε αυτή την εικόνα. Άρχισα να σφίγγω τις γροθιές μου έτοιμη να ρίξω μία στον καθένα.
«Αν μου δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία θα δεις πως το αξίζω ακόμα», αποκρίθηκε.
«Καμία ευκαιρία», έσπρωξε το χέρι της κρατώντας το λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα.
Αυτή κατέβασε τα δάχτυλά της κι αφού τα πέρασε ανάμεσα από τα δικά του έφερε το στήθος της κοντά στο χέρι του. Εκεί δεν άντεξα. Έκανα ένα βήμα μπροστά και ακούμπησα τον πήχη μου στην πόρτα παίζοντας το χαλαρή και ψύχραιμη. Όταν ο Κάρτερ με είδε με την άκρη του ματιού του πετάχτηκε πίσω.
«Μήπως σας διακόπτω;», ρώτησα μειδιάζοντας για να καλύψω το γεγονός ότι ήθελα να βάλω τις φωνές.
«Όχι», γέλασε αμήχανα εκείνος. «Έμαθα γι' αυτό που συνέβη το απόγευμα κι ήθελα να σου τηλεφωνήσω.»
«Ναι», αποκρίθηκα σχεδόν ψιθυριστά. «Φαίνεσαι συντετριμμένος.»
Η Κέιζα σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της και παρακολουθούσε ικανοποιημένη. Δεν με έβλεπα να παραμένω ψύχραιμη για πολύ ώρα.
«Μήπως μπορώ να σου μιλήσω;», ρώτησα τον Κάρτερ.
«Φυσικά», μου απάντησε και πλησίασε προς το μέρος μου.
Ήταν έτοιμος να βγούμε έξω, αλλά εγώ δεν κουνήθηκα. Στηρίχτηκα στην παραστάδα και επεξεργάστηκα το πρόσωπό του, το οποίο ξεχείλιζε από ενοχή.
«Κοίτα», ξεκίνησε χαμηλόφωνα. «Ξέρω πως φάνηκε αυτό που είδες, αλλά δεν είναι αυτό που νομίζει.»
«Από έναν κατ' εξοχήν ψεύτη περίμενα καλύτερη δικαιολογία.» Η λεκτική βία ήταν το πρώτο πράγμα που δραπέτευσε από το στόμα μου, μόλις το άνοιξα. Ήταν και η πλέον ασφαλής επίθεση. Η άλλη λύση ήταν να τον δαγκώσω τόσο δυνατά σε σημείο να του κόψω κομμάτι από την σάρκα του. «Τέλος πάντων δεν ήρθα για σένα. Ο Λουκ ήρθε στον Νέιθαν την περασμένη βδομάδα, κι επειδή ο Νέιθαν αρνήθηκε την προσφορά του, τον απείλησε ότι θα τον αλλάξει με το ζόρι.»
«Δεν το πιστεύω», ξεφύσησε. «Κι εμείς γιατί το μαθαίνουμε τώρα;»
«Γιατί η αδερφή σου δεν το έκρινε άξιο συζήτησης», είπα. «Θέλω εικοσιτετράωρη φρούρηση του Νέιθαν κι επίσης κανένας δεν έχει ελέγξει το τετράδιο από την προηγούμενη Δευτέρα. Να θέσεις αυτή την αρμοδιότητα στον Αλφόνσο και τον Ντιμίτρι», έριξα μια ματιά στην Κέιζα, η οποία προσποιούταν ότι είχε αλλού στραμμένη την προσοχή της. «Πρέπει να ξέρουμε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει, για να φυλάμε τα νώτα μας.»
«Μείνε ήσυχη», κατένευσε. «Εσύ είσαι εντάξει;», ακούμπησε τον ώμο μου. «Θέλεις να μείνουμε μόνοι μας να μιλήσουμε;»
«Όχι», τράβηξα το χέρι μου για να απελευθερωθώ από το άγγιγμα του. Φάνταζε βρώμικο και δηλητηριασμένο από την Κέιζα. «Είμαι κουρασμένη, οπότε θα επιστρέψω στο σχολείο. Μην σας ενοχλώ κιόλας.»
«Μη λες χαζομάρες.»
Του έριξα ένα προειδοποιητικό βλέμμα και έκανα να φύγω.
«Φεύγεις από τώρα, μεγαλειοτάτη;», άκουσα την Κέιζα.
Στριφογύρισα τα μάτια μου και γύρισα από την μέση και πάνω προς τα εκείνη. «Ναι», της χαμογέλασα ειρωνικά. «Επιστρέφω στο σχολείο.»
«Α, σχολείο», έστρεψε το βλέμμα της στον Κάρτερ. «Θυμάσαι τις δικές μας σχολικές μέρες; Πόσο πολύ διασκεδάζαμε!», έγειρε το πιγούνι της μπροστά και τον κοίταξε όλο νόημα.
«Έχει περάσει καιρός», της απάντησε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του.
Εκείνη γέλασε πνιχτά. Εγώ τους παρακολουθούσα και περίμενα πότε κάποιος από τους δύο θα θυμηθεί πως δεν ήταν μόνοι τους. Στο μεταξύ όλο μου το σώμα άρχισε να καίει και να κρυώνει ταυτόχρονα. Έσφιγγα τα δόντια μου και έπαιρνα ανάσες για να μην πάθω δεύτερη κρίση σε μια μέρα.
«Δεν πέρασαν κι αιώνες», αντιτάθηκε η Κέιζα. «Σίγουρα θα θυμάσαι ακόμα εκείνο το βράδυ στην βιβλιοθήκη.»
Το στομάχι μου ανακατεύτηκε στην ιδέα αυτών των δύο να... Οι βλεφαρίδες μου τρεμόπαιξαν και έψαχνα μια γρήγορη διέξοδο. Το βλέμμα του Κάρτερ έπεσε αστραπιαία πάνω μου και τα δάχτυλά του άρχισαν να κουνιούνται ανεξέλεγκτα.
«Έλα πιες κι εσύ μαζί μας», μου πρότεινε η Κέιζα.
Εισέπνευσα και όρθωσα το ανάστημα μου. «Φυσικά», την πλησίασα με αργά βήματα.
Το χέρι μου κατευθύνθηκε προς το ποτήρι του Κάρτερ, αλλά τελικά έπιασε ολόκληρο το μπουκάλι με το κρασί και το σήκωσα για να κάνω πρόποση. «Στην νύχτα σας στην βιβλιοθήκη.»
Το στόμα του μπουκαλιού ακούμπησε στα χείλη μου και το κρασί άρχισε να κυλάει στον λαιμό μου. Άρχιζα να βηματίζω μέσα στο καθιστικό πίνοντας το ποτό, μέχρι που έφτασα στην έξοδο του καθιστικού. Εκεί κατέβασα το μπουκάλι από το στόμα μου και το επεξεργάστηκα.
«Χμ», γύρισα να τους κοιτάξω. «Λάθος επιλογή.» Μετά από αυτά μου τα λόγια το πέταξα προς αυτούς και προσγειώθηκε λίγο πιο πίσω τους σπάζοντας σε εκατοντάδες κομμάτια.
Ο Κάρτερ με κοίταξε έντρομος, μόλις ανασηκώθηκε από την προστασία που είχε αποζητήσει σκύβοντας, βλέποντας να τους στοχεύω. Κάρφωσα τα μάτια μου στα δικά του, θέλοντας να νιώσει όλη μου την οργή μετά από αυτό που έζησα απόψε χάρις σε εκείνον και την πρώην του.
«Καλό σας βράδυ.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top