4. ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ

Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που ο ήλιος ήταν τόσο ζεστός στο Πόρτλαντ. Δεν είχα μπορέσει ποτέ να τον χορτάσω και να τον απολαύσω πραγματικά. Ήμουν απορροφημένη από την συμφορά του θανάτου σε σημείο να μην χαίρομαι την ζωή. Τώρα είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύτιμα ήταν τα μικρά πράγματα, που τα παίρναμε ως δεδομένα. Η ζέστη του ήλιου χάιδευε τα μάγουλα μου με τρυφερότητα. Το σώμα μου ήταν από μόνο του αρκετά ζεστό, αλλά δεν ήθελα να χάσω την θερμότητα του ήλιου. Ήταν τόσο σπάνιο αγαθό στις παρυφές της Μόιρα. Ο αέρας δρόσιζε το δέρμα μου και έσπρωχνε τα μαλλιά μου προς τα πίσω, όσο το αυτοκίνητο προχωρούσε μπροστά.

Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με ανθρώπους, οι οποίοι έκαναν τα ψώνια τους ή απολάμβαναν το Σαββατιάτικο πρωινό τους με βόλτες και τις παρέες τους. Τα πάντα έμοιαζαν φυσιολογικά. Δεν είχαν την παραμικρή ιδέα πως μερικά χιλιόμετρα μακριά τους, ζούσε ένας κόσμος που δεν είχαν φανταστεί. Προς στιγμή θα ήθελα να ζούσα και εγώ σε αυτή την άγνοια, στο φως κι εκεί που δεν παραφυλούσαν στις σκιές κάθε λογής εχθρών.

Ένας πρόγονός μου είχε κάποτε πει: «Ο κόσμος των ανθρώπων είναι ένα μυστήριο κι ανεξήγητο μέρος. Τα πάντα γίνονται υπό το δυνατό φως του ηλίου, αλλά και πάλι κρύβονται μέσα στο σκοτάδι. Ποιο ον είναι εκείνο που ξέρει το καθετί που το απειλεί και παρ' όλα αυτά βρίσκεται μονίμως σε κίνδυνο;»

Τα λόγια του ήταν κάπως προβοκατόρικα. Δεν φημιζόταν και για την συμπάθεια του απέναντι στους θνητούς. Ο πατέρας μου υποστήριζε πως τους ζήλευε σε σημείο να τους μισεί. Υπήρχαν περιπτώσεις νταμπίρ με τέτοιες τάσεις. Κι εγώ είχα βρεθεί να ζηλεύω την απλότητα της ζωής τους σε σχέση με την δική μου. Δεν τους είχα μισήσει ποτέ. Αποδεχόμουν ότι όφειλα την ύπαρξη μου και σε εκείνους και σε βρικόλακες.

Αυτό τέλος πάντων που ο πρόγονός μου ήθελε να τονίσει ήταν την απροσεξία των ανθρώπων, αλλά και την δική μας κατάρα. Οι δικοί μας εχθροί ήταν τα πλάσματα του σκότους. Ήταν δόλια και χθόνια. Το κακό φώλιαζε μέσα τους κι ήταν κομμάτι του εαυτού τους. Ο πρόγονός μου πίστευε πως εμείς δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε από τους δικούς μας, ενώ οι άνθρωποι τα κατάφερναν. Αυτό φυσικά ήταν μια δική του θεωρία, η οποία ήταν εσφαλμένη. Εκείνος, ωστόσο, μέχρι το τέλος της ζωής του, ήταν καταστροφολογικός και τόνιζε τα αρνητικά της ζωή μας, για να μειώσει εκείνη των θνητών. Πέραν όμως από βρικόλακες και άλλα προβλήματα, μερικά ήταν παρόμοια ανεξαρτήτως είδους, όπως ένας ξάδερφος με τον οποίο είχες να μιλήσεις μετά από ένα μεγάλο τσακωμό ή μια φίλη, η οποία δεν ήθελε να σε δει στα μάτια της.

«Είναι μια πολύ όμορφη μέρα», διέκοψε ο Κάρτερ τις σκέψεις μου.

Εισέπνευσα λίγο οξυγόνο και ένευσα συμφωνώντας. «Πράγματι.»

«Έλα. Δείξε λίγο ενθουσιασμό», μόρφασε. «Πότε περάσαμε μια ολόκληρη μέρα μακριά από την Μόιρα, μόνο οι δυο μας;»

«Δεν θα είμαστε μόνο οι δυο μας», του υπενθύμισα.

«Λίγες ώρες δεν θα κάνουν την διαφορά», αντιτάθηκε. «Είσαι ακόμα θυμωμένη;»

Θυμωμένη ήταν μια απόλυτη και ξεκάθαρη λέξη. Η δική μου πλευρά ήταν πολύ μπερδεμένη για να εκφραστώ με λέξεις.

«Απλά δεν καταλαβαίνω», απάντησα κοιτώντας τον δρόμο μπροστά μας. «Δεν της έκανα τίποτα και παρ' όλα αυτά δεν θέλει ούτε να με αντικρίσει.»

«Αν σε κάνει να νιώσεις καλύτερα δεν θέλει να αντικρίζει κανένας μας.» Με κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο. Του κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και κατένευσε μια φορά, στρέφοντας ξανά την προσοχή του στην οδήγηση.

«Το φαντάστηκα», μουρμούρισε.

Η κατάσταση με την Μέλανη ήταν πολύ χειρότερη από όσο φανταζόμουν. Στον μόνο που μίλησε χωρίς να μασάει τα δόντια της και με απόλυτη σαφήνεια ήταν στον Κάρτερ. Κι αυτό όχι για να μοιραστεί το βάρος της, αλλά για να μας πει όσα εκείνη δεν τολμούσε. Του ξεκαθάρισε πως δεν ήθελε 'την λύπηση μας'. Αυτά ήταν τα ακριβή της λόγια. Σχεδόν τον διέταξε να μείνουμε όλοι μακριά της και να την αφήσουμε να αντιμετωπίσει την απώλειά της, έτσι όπως μόνο εκείνη ήξερε ότι θα την ξεπεράσει. Με λίγα λόγια ήθελε να κρατηθούμε μακριά της, γιατί δεν την βοηθούσαμε καθόλου.

«Εκείνη δεν μας χρειάζεται», ανασήκωσα τον ένα μου ώμο. «Έκατσε για ένα δευτερόλεπτο να σκεφτεί πως εμείς ίσως να την χρειαζόμαστε;»

«Δεν το κάνει από κακία, ούτε από εγωισμό», υπερασπίστηκε την αδερφή του. «Ο καθένας αντιμετωπίζει την απώλειά του διαφορετικά. Κι όπως είχα γίνει εγώ επιθετικός όταν χάσαμε τους γονείς μας, έτσι έγινε κι εκείνη τώρα. Αλλά θα δεις πως θα το μετανιώσει και θα κάνει τα πάντα για να επανορθώσει.»

«Ναι, αλλά εγώ δεν θέλω να το ξαναπεράσω», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου. «Έχω ήδη ζήσει έναν ξινό και πικρόχολο Μάρεϊ. Δεν χρειάζομαι και δεύτερο.»

Κατάλαβα αμέσως πως ήμουν αγενής κι ωμή στο παράπονό μου. Ήταν κάτι που μου συνέβαινε συνέχεια όταν θύμωνα. Ο Κάρτερ όμως δεν φάνηκε να παρεξηγείται.

«Η οικογένειά σου ακούγεται υπέροχη», είπε τελικά παίρνοντας τα λόγια μου πιο πολύ στην πλάκα.

«Συγγνώμη», χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Δεν ήθελα να γίνω...»

«Ξινή και πικρόχολη;», συμπλήρωσε εκείνος την πρότασή μου.

Γέλασα ελαφρά κι ένευσα.

«Δεν σε παρεξηγώ», αποκρίθηκε. «Αλλά για να μην προκαλούμε και την τύχη μας, ας αλλάξουμε θέμα. Απάντησες τελικά στο γράμμα του Γκασπάρ;»

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

Ήθελα να απαντήσω, αλλά δεν είχα αποφασίσει τι να του γράψω. Εκείνος στο δικό του ήταν λεπτολόγος και είχε προσέξει την κάθε λέξη που χρησιμοποίησε. Με απλότητα και ειλικρίνεια με είχε αγγίξει και ανέσυρε στην επιφάνεια και τα δικά μου συναισθήματα. Μου έλειπε κι εμένα και δεν του κρατούσα κακία, όπως φοβόταν. Ήθελα να τον καθησυχάσω και να τον χαροποιήσω όπως έκανε κι εκείνος μαζί μου. Αυτό το γράμμα σήμαινε πολλά για μένα.

Ωστόσο, δεν είχα βρει την κατάλληλη λεπτολογία για να του απαντήσω. Ήμασταν κι οι δύο δεινοί συγγραφείς, αλλά είχαμε διαφορά στον τρόπο γραφής μας. Εγώ δεν ήμουν τόσο προσεκτική στις λέξεις μου κι εξέπεμπα πάντοτε μια μελαγχολία. Εκείνος μπορούσε να σε ανακουφίσει ακόμα κι αν έγραφε για ένα δυσάρεστο γεγονός. Στο γράμμα που μου έστειλε είχε αναφερθεί σε δύο και πάλι επικεντρώθηκα στα χαρούμενα συναισθήματα που άγγιξαν οι λέξεις του. Εγώ ήξερα πως ακόμα κι αν απλώς του έγραφα πως μου έλειπε και τον σκεφτόμουν καλά, θα μου έβγαινε στενάχωρο και δεν το ήθελα. Δεν το άξιζε.

«Θα απαντήσεις όμως. Έτσι;», με ρώτησε βλέποντάς με σκεπτική.

«Θα απαντήσω», τον διαβεβαίωσα. «Απλά δεν έχω βρει τις κατάλληλες λέξεις. Δεν έχω και μεγάλη ικανότητα στο να εκπέμπω χαρά ή οτιδήποτε άλλο εκτός από μελαγχολία. Είμαι άλλωστε η θλιμμένη πριγκίπισσα», ανέφερα το παρατσούκλι που μου είχε βγει όταν όλο το σχολείο έμαθε για την κατάθλιψή μου.

«Μην κολλάς στο τι ήσουν», τόνισε τον παρελθοντικό χρόνο. «Κι εγώ ήμουν ο μοναχικός πρίγκιπας, αλλά δεν το αφήνω να με χαρακτηρίζει για μια ζωή.»

«Ήσουν μοναχικός για ένα διάστημα», του υπενθύμισα. «Εγώ έχω την θλίψη έμφυτη, και το ξέρεις κι εσύ.»

Σε αυτό δεν μου έφερε αντίρρηση. Δεν υπήρχε κι ο αντίλογος βέβαια. Γελούσα δυνατά και έκανα πλάκες, αλλά στο τέλος της ημέρας έπεφτα στο κρεβάτι μου κι εύκολα χανόμουν σε σκέψεις στενάχωρες. Για μένα τα όρια μεταξύ χαράς και λύπης ήταν πολύ ρευστά. Άλλες φορές αυτό ήταν ψυχοφθόρο και δεν άντεχα αυτή την έλξη προς την άλλη πλευρά. Άλλες πάλι κατάφερνα να το αποδεχτώ και να αναζητήσω την διέξοδο για να ξαναπεράσω τα σχεδόν ανύπαρκτα 'σύνορα'. Οι εξωτερικοί παράγοντας από πλευράς τους έπαιζαν μεγάλο ρόλο κι η κάθε μέρα ήταν σαν ένα νόμισμα που αιωρούταν στον αέρα. Ανάλογα με το που θα προσγειωνόταν, θα ακολουθούσα και αντίστοιχη πορεία. Κανείς όμως δε μπορούσε να το καταλάβει. Ήξερα ως γαλαζοαίματη να χαμογελάω και να γοητεύω ακόμα κι όταν ένιωθα πως ήμουν μια ασήμαντη σταγόνα νερού μέσα σε έναν απέραντο ωκεανό.

«Εκεί που θέλω να καταλήξω», είπε ο Κάρτερ «είναι πως ένα γράμμα από σένα, με την δική σου ταυτότητα γραμμένο, θα χαροποιήσει τον Γκασπάρ, όπως και να έχει. Στο εγγυούμαι.»

«Υποθέτω πως έχεις δίκιο», του απάντησα.

Συνεχίσαμε την πορεία μας μέχρι που φτάσαμε στον προορισμό μας. Έξω από το κέντρο της πόλης, οι Μάρεϊ είχαν ένα σπίτι, σαν εξοχικό, με θέα στο ποτάμι. Ήταν σαν ένα νεοκλασικό αρχοντικό, λίγο πιο μικρό από την έπαυλή μας στην Ισπανία.

«Πώς σου φαίνεται;», με ρώτησε ο Κάρτερ βγαίνοντας από το αυτοκίνητο.

«Είναι πολύ ωραίο», του απάντησα και κατευθύνθηκα για να πάρω τα πράγματά μας. «Πόσα εφηβικά πάρτι έχει φιλοξενήσει;»

«Πάρα πολλά», μου έκλεισε το μάτι.

Δεν ήθελα ούτε να φανταστώ τι είχε συμβεί εκεί μέσα στην διάρκεια αυτών των πάρτι.

Μπαίνοντας μέσα βρεθήκαμε σε έναν στενόμακρο διάδρομο, ο οποίος οδηγούσε στην κουζίνα και στο πελώριο σχεδόν σαλόνι. Στη μέση του υπήρχαν δύο καναπέδες και στην άκρη μια μικρή τραπεζαρία. Πάνω από το τζάκι ήταν κρεμασμένος ένας αναγεννησιακός πίνακας, και στους τοίχους αντίγραφα πορτραίτων βασιλέων μας. Απέναντι από όλα αυτά ήταν μια πλατιά σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Ανεβαίνοντας την και διασχίζοντας ένα διάδρομο παρόμοιο με εκείνο του παλατιού, κατευθυνθήκαμε στην κεντρική κρεβατοκάμαρα.

«Είναι μικρότερη από το δωμάτιο σου στο παλάτι, αλλά το ίδιο ζεστή», αποκρίθηκε ο Κάρτερ μόλις μπήκαμε μέσα.

«Ναι, αλλά και μεγαλύτερη από τον κοιτώνα μου.»

Μισόκλεισε τα μάτια του και με περιεργάστηκε. «Μόλις άκουσα την Ορόρα Σάντος να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο; Ποια είσαι και τι έκανες στην κοπέλα μου;»

«Χα – χα!»

Εκείνος γέλασε κι άφησε τον σάκο με τα πράγματά μας στο κρεβάτι. Εγώ προχώρησα προς το παράθυρο και το άνοιξα για να χαζέψω το ποτάμι.

«Αυτό το μέρος έχει πολύ ωραία θέα», παρατήρησα.

«Όντως», άκουσα τον Κάρτερ να λέει.

Γύρισα προς τα εκείνον, ο οποίος με κοιτούσε περιεργάζοντας κάθε σημείο του σώματός μου. Κατά πάσα πιθανότατα δεν μιλούσαμε για το ίδιο πράγμα.

«Λοιπόν», με πλησίασε. «Μέχρι να έρθουν ο Νόα και ο αντιπαθητικός του ακόλουθος, τι λες να κάνουμε;» Πέρασε τα χέρια του γύρω από την μέση μου και με έσπρωξε πάνω του.

«Το όνομά του είναι Χουάν», γέλασα με τον χαρακτηρισμό του «Μην είσαι το ίδιο επιθετικός όταν έρθει. Κι αυτή την φορά σε παρακαλώ κάνε μου την χάρη», έγειρα το πιγούνι μου μπροστά.

Εκείνος αναστέναξε και έκανε ένα βήμα πίσω αφήνοντας με από την αγκαλιά του. «Εσύ τι θα της έλεγες στην θέση μου;», σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και στηρίχτηκε στην άκρη του παραθύρου.

Τον είχα παρακαλέσει να προσπαθήσει να είναι όσο το δυνατόν πιο φιλικός απέναντι στην Βιλελμίνα. Στην αρχή τα πήγαινε πολύ καλά μέχρι που χθες χάλασε την συνέχεια της ψυχραιμίας του. Δεν ήταν πως δεν υπήρξε λόγος, αλλά εκείνος αποζητούσε αφορμή από την στιγμή που την είδε.

«Δεν λέω ότι έχεις άδικο που θύμωσες», του ξεκαθάρισα και στάθηκα δίπλα του. «Αλλά δεν χρειαζόταν να της πεις πως η Σάρα ήταν πιο μητέρα στον Μάικλ μέσα σε δέκα χρόνια από ότι ήταν εκείνη σε όλη του την ζωή. Κατάλαβε κι εσύ ότι ήταν πολύ βαρύ.»

Ξεφύσησε και κόλλησε το βλέμμα του μπροστά. «Δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο θύμωσε. Εκείνη ζήτησε διαζύγιο από τον Σον κι έκανε σαν τρελή όταν τον είδε με την Σάρα. Τι περίμενε; Ότι δεν θα προχωρούσε κι εκείνος την ζωή του; Δεν έχει μόνο εκείνη αυτό το δικαίωμα.»

«Ίσως βρήκε εκεί να ξεσπάσει για τον θάνατο του Μάικλ», προσπάθησα να βρω μια δικαιολογία, αλλά ήταν δύσκολο.

Ήταν φανερό πως ζήλεψε όταν είδε την Σάρα και τον Σον και υπερέβαλε στα λόγια της. Υποστήριξε πως ήταν ανήθικο από πλευράς του Σον να σαλιαρίζει μαζί της, ενώ μόλις είχε θάψει τον γιο του. Οι δυο τους βέβαια απλώς μιλούσανε, αλλά για την Βιλελμίνα ήταν αρκετό. Ευτυχώς τα παράπονά της τα εξέφρασε στον Κάρτερ, και δεν έφερε την Σάρα σε δύσκολη θέση, κάτι που θα ήταν πολύ άδικο. Τώρα το 'ευτυχώς' δεν ταιριάζει και πολύ στην περίσταση αν αναλογιστεί κανείς την απάντηση του Κάρτερ.

«Ο Σον κι η Σάρα δεν είναι κανενός οι αποδιοπομπαίοι τράγοι», αποκρίθηκε. «Αν έχει πρόβλημα μπορεί να φύγει.»

«Λογικά αυτό θα γίνει. Δεν έχει κάποιο λόγο να μείνει.» Πέρασα το ένα μου χέρι γύρω από τον ώμο του και ξεκούρασα το πιγούνι μου σε αυτόν. «Ας μην ασχοληθούμε άλλο με δυσάρεστα. Θα έχουμε αυτή την δυνατότητα όταν έρθουν ο Νόα και ο αντιπαθητικός του ακόλουθος.»

Γέλασε πνιχτά, όταν επανέλαβα τα λόγια του και τύλιξε το χέρι του γύρω μου.

«Σύμφωνοι. Μπορούμε να φτιάξουμε κάτι να τσιμπήσουμε.»

«Αμέ», κατένευσα. «Μπορώ να σου φτιάξω την σπεσιαλιτέ μου. Τοστ. Άψητο.»

Γέλασε δυνατά στα λόγια μου. «Θα φτιάξω εγώ λοιπόν κάτι λιγότερο γκουρμέ.»

Εκείνος λοιπόν κατέβηκε στην κουζίνα για να μας ετοιμάσει λίγο μεσημεριανό. Εγώ άνοιξα τον σάκο κι έβγαλα ένα άλμπουμ φωτογραφιών που είχε φέρει για να χαζέψουμε και κατέβηκα μαζί του. Ετοίμασε στα γρήγορα το γεύμα μας, κι αφού πήραμε δυνάμεις, καθίσαμε στον καναπέ και χαζεύαμε το παρελθόν μου.

Στις πρώτες σελίδες ήταν φωτογραφίες από τον γάμο των θείων μου. Ο γάμος των γονιών μου ήταν κρυφός, αλλά αργότερα έγινε μεγάλη δεξίωση στην Μόιρα, για να γιορταστεί το ευτυχές γεγονός.

Από αυτή την γιορτή υπήρχαν στιγμιότυπα, στα οποία οι γονείς μου φαινόντουσαν πραγματικά ευτυχισμένοι, παρά τον χαμό του Ραμόν, που τους είχε εκφοβίσει. Πιο μετά προστέθηκα κι εγώ στις φωτογραφίες. Είχαν ένα σωρό με μένα μωρό. Σε κάποιες με κρατούσαν εκείνοι και τα πρόσωπα τους έλαμπαν από χαρά, σε άλλες με είχε ο Ντιμίτρι προσεκτικά στα χέρια του προσφέροντας μου από τότε τη ασφάλειά του. Σε ορισμένες βρισκόμουν στην αγκαλιά του Κέλλαν και της Χόουπ κι ο Κάρτερ τριών χρονών δίπλα να παίζει κρατώντας τα χέρια μου προσεκτικά.

«Δεν ήμουν πάντα ξινός και πικρόχολος», σχολίασε ο Κάρτερ κοιτώντας μια φωτογραφία στην οποία ήμουν ξαπλωμένη στην κούνια μου κι εκείνος μου έδινε ένα αρκουδάκι.

«Σταμάτα», τον σκούντηξα απαλά με τον αγκώνα μου κάνοντας τον να γελάσει.

Στην φωτογραφία της βάφτισής μου υπήρχαν περισσότερα γνώριμα πρόσωπα. Εγώ βρισκόμουν στα χέρια της Χόουπ, καθώς ήταν η νονά μου και ότι με πλησίαζε στον πάτερ. Η κοιλίτσα της ήταν αρκετά φουσκωμένη, γιατί σε ένα μήνα θα γεννούσε την Μέλανη. Δίπλα της στεκόταν ο Κέλλαν και από την άλλη πλευρά ήταν οι γονείς μου. Ο πατέρας μου κρατούσε στα χέρια του τον Κάρτερ, κάτω από τον οποίο φαινόταν ο Μάικλ και δίπλα ο Ντιμίτρι. Ο Σον ήταν από πίσω τους και δίπλα του η Βιλελμίνα. Πίσω από τον πάτερ διέκρινα τον θείο μου τον Πέδρο με την γυναίκα του. Ο Αλφόνσο κι ο Φερνάντο δεν φαινόντουσαν, ούτε κι ο Γκασπάρ. Υπέθετα ότι θα ήταν μπροστά από την θεία μου την Μαρία. Η φωτογραφία όμως δεν τους είχε πιάσει όλους. Τέλος από την πλευρά της Χόουπ και του Κέλλαν διέκρινα την γιαγιά μου Εύα και τον παππού μου Ραμόν. Οι δυο άλλοι μου παππούδες ήταν από την άλλη μεριά και δεν τους είχε πιάσει ο φακός.

Στις επόμενες σελίδες άρχισα να μεγαλώνω. Έκανα τα πρώτα μου βήματα με τον Ντιμίτρι να στέκεται μπροστά έτοιμο να με πιάσει και την γιαγιά μου Εύα με την μαμά μου να με παροτρύνουν να συνεχίσω. Περνούσα τα καλοκαίρια μου με τον Γκασπάρ ποζάροντας κάτω από τον πύργο του Άιφελ. Έπαιζα με τον Κέλλαν στις επισκέψεις του και του έδινα σοκολάτες για να δώσει στον Κάρτερ και στην Μέλανη. Μάθαινα κιθάρα από την μαμά μου κι έπαιζα στον Ντιμίτρι και τον Αλφόνσο.

«Ήταν μια όμορφη ζωή», είπα σχεδόν ψιθυριστά χαζεύοντας όλες αυτές τις αναμνήσεις.

«Ακόμα είναι», απάντησε ο Κάρτερ γυρνώντας στην επόμενη σελίδα.

Σε αυτή την σελίδα είχα περάσει τα δεκάξι. Ήμουν σχεδόν όπως τώρα. Το μόνο που είχε αλλάξει ήταν ότι οι γονείς μου δεν ήταν μαζί μου πια. Στην φωτογραφία των δέκατων εβδόμων γενεθλίων μου είχαν στηθεί δίπλα μου κρατώντας την τούρτα μου στα χέρια τους, όσο εγώ έσβηνα τα κεριά. Αυτά ήταν και τα τελευταία γενέθλια μου, τα οποία περάσαμε μαζί.

«Σοβαρά τώρα», γέλασε πνιχτά «προσπαθώ να βρω μια φωτογραφία με τον Αλεχάντρο ξυρισμένο.»

«Δεν υπάρχουν», του απάντησα. «Το μούσι του ήταν ζωτικός παράγοντας της καθημερινότητάς του. Εγώ προσωπικά τον προτιμούσα ξυρισμένο, γιατί έμοιαζε και νεότερος. Έτσι μια φορά, πριν πέντε χρόνια, όταν η μαμά μου είχε μείνει σε μια ξαδέρφη της για το σαββατοκύριακο, βρήκα την ευκαιρία, τρύπωσα στο δωμάτιο του και τον ξύρισα. Ευτυχώς συνήθιζε να κοιμάται βαριά, γιατί αλλιώς θα με καρύδωνε επί τόπου.»

Ο Κάρτερ με κοιτούσε έκπληκτος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχα κάνει κάτι τέτοιο. «Αλήθεια;»

«Ναι», ένευσα. «Ήταν σοκαρισμένος για μέρες.» Σκέφτηκα λίγο. «Νομίζω πως αυτό είναι και το τελευταίο πράγμα που το είπα.»

«Τι του είπες δηλαδή;», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.

«Να μην αργήσει, γιατί θα τον ξύριζα ξανά. Είχαν υποσχεθεί ότι θα με έβγαζαν για φαγητό», άρχισα να του εξηγώ. «Κι είχαν αργήσει», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Δεν μπορούσα να ξέρω ότι δεν θα είχα την ευκαιρία να τους ξαναμιλήσω.»

Εκείνος έσπρωξε μια τούφα μου πίσω από το αυτί μου και χάιδεψε το μάγουλό μου. «Μπορείς να τους ξαναμιλήσεις. Δεν ξέρεις ότι δεν σε ακούνε.»

«Ίσως», ψέλλισα και σήκωσα τον βλέμμα μου για να τον κοιτάξω. «Εσύ ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που του είπες;»

Οι γωνίες του προσώπου του σκλήρυναν και χαμήλωσε τα μάτια του, αποφεύγοντας να με κοιτάξει.

«Τίποτα που να αξίζει να θυμάμαι», μου απάντησε και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Πάω να αλλάξω. Όπου να' ναι θα' ρθουν οι καλεσμένοι μας.»

Προτού προλάβω να πω το οτιδήποτε είχε χαθεί από το οπτικό μου πεδίο. Προφανώς είχα αγγίξει ένα ευαίσθητο θέμα, το οποίο δεν ήταν σε θέση να συζητήσει. Δεν ήξερα αν οφειλόταν στο τι είχε πει στον Κέλλαν ή γενικά η φύση της ερώτησης. Όπως και να είχε δεν θα την ξανάκανα, γιατί δεν ήθελα να μπουν και στην δική μας σχέση αγκάθια. Ήδη τα είχα με την Μέλανη.

Στρέφοντας ξανά την προσοχή μου στο άλμπουμ το μάτι μου έπεσε σε μια φωτογραφία μου με τον Μάικλ. Ήταν πριν δύο χρόνια και βρισκόμασταν στην αυλή της έπαυλης. Είχε περασμένα τα χέρια του γύρω μου και χαμογελούσε όπως πάντα μεταδίδοντας και σε μένα αυτή την ευεξία. Με το δάχτυλό μου χάιδεψα το πρόσωπό του κι αναστέναξα βαριά. Αυτό το χαμόγελο θα μπορούσα να το δω μόνο στις φωτογραφίες πλέον. Και ο κύριος φταίχτης ήταν η Λίζα. Δεν είχα ξεχάσει την ανάμειξη της και δεν θα την άφηνα ατιμώρητη. Κι αυτός που θα με βοηθούσε να την εξαφανίσω μια και καλή, δεν ήταν άλλος από τον Νόα.

Όταν ο ήλιος είχε δύσει για τα καλά ο Νόα κι ο Χουάν βρίσκονταν στην πόρτα του σπιτιού. Εγώ τους περίμενα στο σαλόνι ντυμένη κάπως επίσημα, για την συνάντησή μας. Ήξερα πως οι βρικόλακες, τους οποίους είχε ήδη στρατολογήσει ο Νόα θα ζητούσαν αναφορά. Δεν θα τους ήταν ευχάριστο να ακούσουν ότι ήμουν ένα ράκος και μια εύθραυστη βασίλισσα. Και δεν ήθελα επίσης να χρειαστεί ο Νόα να πει ψέματα.

Ακούγοντάς τους να πλησιάζουν σηκώθηκα και στάθηκα όρθια με τα χέρια μου σταυρωμένα μπροστά. Όταν μπήκαν στο σαλόνι έμειναν έκπληκτοι βλέποντάς με. Τα μάτια τους φυσικά είχαν καρφωθεί στο ελεύθερο, χωρίς γύψο πόδι μου.

«Συμβαίνει τίποτα;», τους ρώτησα περιπαίζοντάς τους.

«Πόσο καιρό έχουμε να σε δούμε;», απόρησε ο Χουάν, εκφράζοντας δυνατά την σκέψη του.

«Όχι τόσο όσο φαντάζεστε», άπλωσα το χέρι μου. «Καθίστε.»

Οι δυο τους κάθισαν απέναντι από μένα και τον Κάρτερ περιεργάζοντάς με. Δεν είχα καμία σχέση με την τελευταία φορά που με είχαν δει πριν δυο βδομάδες. Ήταν λες κι είχαν περάσει μήνες. Ήμουν κι εγώ το ίδιο απορημένη με τον εαυτό μου, αλλά δεν τους το έδειξα.

«Λοιπόν», ξεκίνησε ο Νόα «είναι κι αυτό άλλο μία επίδειξη των κρυφών σου ταλέντων;», ρώτησε τον Κάρτερ.

Ο Κάρτερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Το ταλέντο στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Ορόρα. Μόνη της επουλώθηκε τόσο γρήγορα.»

«Αποκλείεται», αναφώνησε ο Χουάν.

Γέλασα πνιχτά με την αντίδρασή του. Η αλήθεια ήταν πως έβρισκα διασκεδαστική την έκπληξη των τρίτων. Στην Μόιρα δεν ασχολήθηκαν και πολύ λόγω των νέων εξελίξεων, οπότε βασανιζόμουν μόνη μου. Από την άλλη ο Χουάν, ως θνητός δεν ήταν οικείος με τα μυστήρια του υπερφυσικού. Έμενε και συνεργαζόταν με ένα βρικόλακα, αλλά αυτά που για εμάς ήταν δεδομένα για εκείνον ήταν ρηξικέλευθα. Η δική του έκπληξη για σχεδόν τα πάντα ήταν αρκετά αστεία.

«Πώς;», με ρώτησε ο Νόα.

Σταύρωσα τα πόδια μου για μια ακόμα επίδειξη και ξεκούρασα τα χέρια μου πάνω στους μηρούς μου. «Ούτε εγώ έχω καταλάβει. Όταν συνέβη δεν είχα το χρόνο να το ερευνήσω λόγω...», καθάρισα τον λαιμό μου «των δυσάρεστων γεγονότων.»

Ο Χουάν έσφιξε τα χείλη του. «Λυπόμαστε γι' αυτό που πάθατε. Τουλάχιστον οι ένοχοι βρίσκονται στην φυλακή.»

Όχι όλοι, σκέφτηκα.

«Πώς είναι η Μόνι;», μας ρώτησε ο Νόα.

«Σωματικά είναι μια χαρά», του απάντησα. «Ψυχικά θα χρειαστεί τον χρόνο της. Είναι όμως δυνατή. Έβγαλε επίσης έναν πολύ συγκινητικό λόγο στο συμβούλιο. Μάγεψε τους πάντες», χαμογέλασα νοσταλγικά κι ένα ίχνος μειδιάματος εμφανίστηκε στα χείλη του Νόα.

«Εσύ για ποιο λόγο καιγόσουν να βρεθείς με την Ορόρα;», πήρε τον λόγο ο Κάρτερ.

«Δεν καιγόμουν εγώ», του απάντησε κι έστρεψε το βλέμμα του σε μένα. «Οι στρατολογούμενοί σου επιμένουν να σε δουν. Στην αρχή τους είπα πως ήσουν τραυματισμένη και δεν μπορούσες να κάνεις και πολλά, γι' αυτό και με έστειλαν να τους δώσω αναφορά για τη πορεία της υγείας σου. Τώρα που βλέπω ότι δεν υπάρχει κάποιο εμπόδιο θα πρέπει να τους επισκεφθείς.»

«Το ξέρω», είπα. «Δεν έχουν καθόλου υπομονή, έτσι;»

«Δεν έχουν κι άδικο», αποκρίθηκε ο Νόα. «Εναντιώνονται στον Ντέμιεν για χάρη μιας βασίλισσας, την οποία δεν έχουν δει και ποτέ. Το μόνο που χρειάζονται είναι την επιβεβαίωση ότι αξίζει να παλέψουν για σένα. Αν μάλιστα δουν και πόσο θαυματουργά ανάρρωσες, τότε θα τους εντυπωσιάσεις.»

«Το ελπίζω. Πιστεύω πως την άλλη βδομάδα δεν θα με εμποδίσει τίποτα από το να γνωρίσω τους νέους μου συμμάχους.» Έριξα μια ματιά στον Κάρτερ, ο οποίος έδειχνε να επιδοκιμάζει την μέχρι στιγμής στάση μου. «Κανένας από αυτούς δεν γνωρίζει την σχέση μου με τον Κάτω Κόσμο;»

Ο Νόα κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν νομίζω να την ξέρει και κανείς, εκτός από τον Ντέμιεν.»

«Δεν είναι και πολύ πρόθυμος να το μοιραστεί», είπε ο Κάρτερ.

«Από αυτά που βρήκατε στην Βρίλυ δεν βγάλατε καμία απολύτως άκρη;», ρώτησε ο Νόα.

«Μόνο ένα ημερολόγιο βρήκαμε», του απάντησα. «Και προλάβαμε να μεταφράσουμε μερικές γραμμές, οι οποίες δεν μας βοήθησαν σε τίποτα.»

Σε αυτά που είχαμε διαβάσει ο Έιναρντ ανησυχούσε για την Μόιρα, η οποία μετά από μία απώλεια είχε κλειστεί στον εαυτό της. Όμως δεν γνωρίζαμε ποια ήταν η απώλεια αυτή και για ποιο λόγο η πρώτη μας βασίλισσα αποζητούσε την λύση στο Απαγορευμένο Βιβλίο.

«Για ποιο λόγο άφησε τα ημερολόγια στην Βρίλυ;», ρώτησε ο Κάρτερ. «Και γιατί δεν υπήρχαν και στην Μόιρα;»

Ο Νόα σκέφτηκε για λίγο. «Χρονικά αυτά που διαβάσατε είχαν γραφτεί κι εκεί. Ίσως να τα άφησε, γιατί πίστευε ότι θα ξαναγυρίσει.»

Ο Έιναρντ δεν γύρισε ποτέ από την Μόιρα. Εκεί θυσιάστηκε για να δώσει την ζωή του στην σύζυγό του, στην οποία αποζητούσαν την επιβίωσή τους όλα τα νταμπίρ.

«Ναι, αλλά ο Κάτω Κόσμος δημιουργήθηκε στην Μόιρα», πήρα τον λόγο. «Από πού κι ως που θα μιλούσε γι' αυτόν στα ημερολόγιά του;»

Αυτή η απορία άργησε να μου δημιουργηθεί. Ίσως αν την είχα σκεφτεί νωρίτερα να μην χρειαζόταν το ταξίδι στην Ελλάδα, αλλά μέσα στην απόγνωσή μου να βρω τις απαντήσεις, θα πήγαινα και στον Βόρειο Πόλο.

«Αν ήρθαν στην Αμερική με σκοπό να φτιάξουν τον Κάτω Κόσμο;»

Όλοι μας ρίξαμε τα βλέμματα μας στον Χουάν. Τα λόγια του αυτά δεν ήταν καθόλου αβάσιμα. Θα μπορούσαν να είναι ένα στοιχείο, το οποίο να απαντούσε κατ' αρχάς, γιατί τα ημερολόγια του Έιναρντ στην Ελλάδα θα μας μιλούσαν για τον Κάτω Κόσμο. Ήταν τόσο απλό και συνάμα τόσο περίπλοκο, και κανένας μας δεν είχε τολμήσει να σκεφτεί κι αυτή την εκδοχή.

«Ο Κάτω Κόσμος δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο του Γεωργίου», απάντησε ο Κάρτερ. «Όταν ήρθαν ήταν μωρό.»

Μπορούσα να καταλάβω πως κι εκείνος αμφέβαλε για την σιγουριά με την οποία απέκλειε την πιθανότητα που είχε εκφράσει ο Χουάν.

«Κι αν δεν δημιουργήθηκε για τον Γεώργιο;», τον ρώτησα. «Αν οι προφορικές παραδόσεις ήταν ψέματα; Αυτό που μετέφρασες μιλούσε για την Μόιρα να θρηνεί κάποιον, κι ο Νόα μας είπε από την αρχή πως ο Κάτω Κόσμος δεν είναι αυτό που πιστεύουμε.»

Εκείνος συλλογίστηκε για λίγο κι έπειτα στράφηκε στον Νόα. «Εσύ πώς ήσουν τόσο σίγουρος ότι τα ημερολόγια του Έιναρντ θα μας βοηθούσαν;»

«Είχα ακούσει τον ίδιο τον Ντέμιεν να αναφέρεται σε αυτά», μας απάντησε. «Τα ακριβή του λόγια ήταν ότι αν πέσουν στα λάθος χέρια θα καταστραφεί. Έπρεπε να το είχα μαντέψει ότι θα σας προλάβαινε.»

«Έπρεπε να είχαμε μαντέψει πολλά βασικά», ψέλλισα, όσο το μυαλό μου με οδηγούσε σε μια θεωρία, η οποία με τρόμαζε. Δεν είπα τίποτα όμως σε κανέναν. Προς το παρόν είχα άλλες προτεραιότητες.

«Κάρτερ», έσπευσα να αλλάξω το θέμα. «Γιατί δεν δείχνεις στον Χουάν αυτά που βρήκατε στο λημέρι του Φερνάντο;»

Εκείνος έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στον Χουάν μορφάζοντας. «Ένα πράγμα του έλειπε, κι ελπίζω να μην το θέλει πίσω.»

Εννοούσε το βίντεο με μένα και τον Χουάν σε προσωπικές στιγμές. Ήταν κι αυτό μέσα στα λάβαρα του Φερνάντο. Ήταν αρκετά διεστραμμένο να ξέρω πως ο ξάδερφός μου το είχε δει και μάλιστα είχε άποψη για τις δεξιότητές μου στο κρεβάτι.

«Όχι, όχι», κούνησε γρήγορα το κεφάλι του ο Χουάν. «Χάρισμά σου.»

«Μπορεί να λείπει και κάτι άλλο και να μην το έχουν καταλάβει ακόμα», επέμεινα. «Σε παρακαλώ;»

Ο Κάρτερ εισέπνευσε ενοχλημένος, αλλά δεν μου χάλασε χατίρι. «Έλα», σχεδόν τον διέταξε.

«Να επιστρέψει αρτιμελής», του ψιθύρισα.

«Δεν υπόσχομαι τίποτα», απάντησε πριν ανέβουν οι δυο τους στον επάνω όροφο.

Όταν έμεινα μόνη μου με τον Νόα, για μερικά δευτερόλεπτα κοιταζόμασταν χωρίς να λέει κανένας τίποτα.

«Σ' ακούω», έσπασε την σιωπή.

Είχε καταλάβει πως τους είχα διώξει επίτηδες. Κι άλλη φορά το είχα παραδεχτεί στον εαυτό μου και παρ' όλα αυτά δυσανασχετούσα το ίδιο: Ο Νόα κι εγώ σκεφτόμασταν με τον ίδιο τρόπο.

«Χρειάζομαι την βοήθεια σου», έγειρα μπροστά και χαμήλωσα τον τόνο της φωνής μου. «Η Λίζα ευθύνεται για ό,τι συνέβη στο σχολείο και για τον θάνατο του Μάικλ. Όταν της ζήτησα τον λόγο μου τα μάσαγε, αλλά από ότι κατάλαβα βρίσκομαι στο στόχαστρό της. Στην αρχή σκεφτόμουν να την δώσω στο Ζάβιερ, αλλά δεν νομίζω ότι είναι και πολύ καλή ιδέα τελικά.»

Περιεργάστηκε για λίγο τα λόγια μου.

«Και δεν ξέρει ο Μάρεϊ γι' αυτό;», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.

«Έχει άλλα θέματα στο κεφάλι του και δεν θέλω να τον μπλέξω περισσότερο με τον Κάτω Κόσμο», έριξα μια ματιά πίσω μου για να σιγουρευτώ ότι δεν ερχόντουσαν ακόμα. «Θα με βοηθήσεις;»

Για λίγα βασανιστικά δευτερόλεπτα δεν είπε τίποτα. Με κοιτούσε μονάχα με τα στρογγυλά, κόκκινά του μάτια.

«Θα σε βοηθήσω», μου απάντησε ξεφυσώντας. «Αλλά δεν θα μπλέξουμε περισσότερους δαίμονες.»

«Εντάξει», συμφώνησα και έγειρα πίσω στην θέση μου, μόλις άκουσα βήματα στην σκάλα. «Τι έγινε τελικά;», τους ρώτησα θέλοντας να μην κινήσω υποψίες.

«Δεν είχε τίποτα δικό μας», μου απάντησε ο Χουάν.

«Τότε εμείς να πηγαίνουμε», σηκώθηκε ο Νόα. «Αν φυσικά δεν έχετε να μας πείτε τίποτα άλλο.»

«Όχι», τους διαβεβαίωσα. «Είμαστε εντάξει.»

«Και πάλι συλλυπητήρια», αποκρίθηκε ο Χουάν στον Κάρτερ.

Εκείνος ένευσε χωρίς να παίρνει κάποια έκφραση. Αυτό ήταν κατόρθωμα για τον Κάρτερ και δεν μπόρεσα να μην χαμογελάσω.

Αφού έφυγαν πλησίασα τον Κάρτερ και πήρα τα χέρια του στα δικά μου.

«Το μωρό μου ήταν κόσμιο σήμερα», τον φίλησα στο μάγουλο και κέρδισα ένα χαμόγελο.

«Ξεπέρασα τον εαυτό μου η αλήθεια είναι», ένευσε. «Αλλά οφείλω να ομολογήσω πως ο εκνευριστικός ακόλουθος ήταν πολύ εντάξει απέναντί μου σήμερα.»

«Προσπαθεί να αλλάξει. Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι κι οι δυο έχουν κάνει θεαματική πρόοδο.» Εκείνος κι ο Νόα.

Ο Κάρτερ ανασήκωσε τους ώμους του και κοίταξε τριγύρω. «Καιρός ήταν. Κάποια στιγμή έπρεπε να αρχίσουν να μετανοούν για την σωτηρία της ψυχής τους.»

Γέλασα πνιχτά και συμφώνησα απολύτως στα λόγια του.

Το υπόλοιπο της βραδιάς μας κύλησε ήρεμα. Συζητήσαμε για το πώς προέβλεπα την επιστροφή στο σχολείο, κάτι το οποίο ήταν πιο εύκολο στην συζήτηση. Στην πράξη θα συναντούσα ορισμένες δυσκολίες, καθώς τα πάντα θα μου θύμιζαν εκείνη την ημέρα. Δεν θα ήμουν η μόνη βέβαια. Όλοι οι συμμαθητές μου θα είχαν το ίδιο πρόβλημα, και για εμάς τους τελειόφοιτους θα διαρκούσε μονάχα λίγους μήνες. Οι άλλοι θα έπρεπε να μάθουν να συνεχίσουν να ζουν μέσα σε αυτό τον χώρο μέχρι την δική τους αποφοίτηση.

Πιο αργά το βράδυ ανεβήκαμε στο δωμάτιο για να κοιμηθούμε. Αλλάξαμε και ξαπλώσαμε στο κρεβάτι αντικριστά. Μείναμε έτσι για αρκετές στιγμές. Απλώς κοιταζόμασταν και προσπαθούσαμε να χορτάσουμε ο ένας τον άλλον. Αυτό όμως δεν θα το πετυχαίναμε ποτέ. Ακόμα και μέρες ολόκληρες να καθόμασταν και να κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον δεν θα ήταν αρκετές. Πάντοτε θα θέλαμε κι άλλο. Ποτέ δεν θα μας έφτανε ο χρόνος που διαθέταμε. Ακόμα και το για πάντα φάνταζε ορισμένες φορές ελάχιστο.

«Είσαι πολύ όμορφη», ψιθύρισε και ακούμπησε την παλάμη του στο μάγουλό μου. «Και μου έχεις λείψει.»

Τα χείλη του κόλλησαν στα δικά μου και σύρθηκε πιο κοντά μου. Τα χέρια του άρχισαν να ταξιδεύουν στο κορμί μου με μια απόγνωση να το θυμηθούν. Με έσπρωχνε κοντά του και με φιλούσε σαν να φοβόταν ότι μπορεί να μην είχε ξανά την ευκαιρία. Με μια γρήγορη κίνηση βρέθηκε από πάνω μου και έβαλε το χέρι του μέσα από την νυχτικιά μου ανεβαίνοντας στο στήθος μου.

«Κάρτερ», ψέλλισα. «Η πληγή σου.»

Δεν είχε επουλωθεί πλήρως από την τραυματισμό της σφαίρα και φοβόμουν μήπως άνοιγαν τα ράμματα. Ταυτόχρονα όμως τον ήθελα τόσο πολύ και μου είχε λείψει κι εκείνος.

«Μπορώ να το αντέξω», μου απάντησε και συνέχισε να με φιλάει.

Τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν στους καρπούς μου και με τράβηξε μαζί του, όταν ανασηκώθηκε. Απελευθερωθήκαμε από κάθε ύφασμα που κάλυπτε τα σώματα μας και αφεθήκαμε ο ένας στον άλλον, χωρίς δισταγμούς.

Είχα πολύ καιρό να νιώσω ξανά την ανάσα του τόσο κοντά στο δέρμα μου, και τα χέρια του να περιεργάζονται το κορμί του σαν να είναι η πρώτη φορά. Αυτή η γλυκιά αίσθηση του σώματός του να γίνεται ένα με το δικό μου ήταν κάτι που θα μου έκοβε πάντα την ανάσα και θα εξακολουθούσα να την αποζητώ σε κάθε βράδυ που θα ερχόταν. Τα φιλιά του, τα χάδια του, η ένταση με την οποία με έκανε δικιά του... κάθε απεγνωσμένος ψίθυρος του ονόματός μου, κάθε αναστεναγμός, οτιδήποτε έπραττε μέσα στην παραζάλη της ηδονής με έκανε να τον ερωτευτώ όλο και πιο πολύ. Η αγκαλιά του μέσα στην οποία φώλιαζα μετά από κάθε μας φορά, ήταν το δικό μου ασφαλές καταφύγιο, ο δικός μου παράδεισος.

Χαϊδεύοντας τον λαιμό του τα δάχτυλά μου κατέβηκαν στην ουλή του, πάνω από την κοιλιά του.

«Πονάς;», τον ρώτησα χωρίς παίρνω τα μάτια μου από τα δικά του.

Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Ανέβασε το δικό του χέρι από τον μηρό μου για να αγκαλιάσει το δικό μου. «Δεν θέλω να σε χάσω», αποκρίθηκε. «Ό,τι και να είπες στον Νόα όσο ήσασταν μόνοι σας, μην το κάνεις.»

Χαμήλωσα τα μάτια μου, γιατί δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ήμουν χαζή αν πίστεψα έστω για μια στιγμή ότι μπορούσα να κρυφτώ από τον Κάρτερ.

«Υποσχέσου μου», έσπρωξε τα χέρια μας πάνω του. «Δεν με νοιάζει να μου πεις τι σκαρώσατε. Θέλω μόνο να μου υποσχεθείς ότι δεν θα το κάνεις.»

Ξεφύσησα και βρήκα την δύναμη να τον κοιτάξω. «Πρέπει να περάσω στην αντεπίθεση. Δεν μπορώ να συνεχίσω να είμαι παθητική.»

«Τότε άσε με έμενα να γίνω ο πρωταθλητής της βασίλισσας. Μην θέσεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο. Σε παρακαλώ.»

Όσους αντίλογους και να του έφερνα δεν θα έπαυε να κάνει το ίδιο. Δεν ήθελα να τσακωθούμε και σε καμία περίπτωση να τον μπλέξω περισσότερο. Η Λίζα ήταν υπόθεση του Κάτω Κόσμου κι ο Κάτω Κόσμος αφορούσε εμένα. Ήδη ο Μάικλ είχε χαθεί άδικα εξαιτίας μου. Δεν ήθελα να πάρω και τον Κάρτερ στον λαιμό μου. Αν πάθαινε το παραμικρό θα τρελαινόμουν. Ήδη αδυνατούσα να με συγχωρήσω για αυτό που του συνέβη στο σχολείο. Δεν επρόκειτο να συνεχίσω να τον θέτω σε κίνδυνο. Ακόμα και αν ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να του πω ψέματα.

«Στο υπόσχομαι.» Προσπάθησα να φανώ όσο πιο ειλικρινής γινόταν κι από την ικανοποιημένη του έκφραση κατάλαβα ότι το είχα πετύχει.

Κουρνιάσαμε λοιπόν αγκαλιασμένοι με ένα ψέμα και μία απόκρυψη της αλήθειας ανάμεσα μας. Ένιωθα άσχημα και πρόδιδα τις αρχές μου, αλλά το προτιμούσα από το να εκθέτω σε μόνιμο κίνδυνο τον Κάρτερ. Αν ήταν να τον χάσω, τουλάχιστον ας μην ήταν ένας μόνιμος και ανεπανόρθωτος χωρισμός, όπως με τον Μάικλ.

Το επόμενο πρωί, όταν είχαμε ξυπνήσει για τα καλά, επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο για να επιστρέψουμε στην Μόιρα. Σιγά- σιγά θα επιστρέφαμε και στην ας πούμε φυσιολογική μας πραγματικότητα. Το σχολείο θα ξανάρχιζε αύριο κι εμείς θα μπαίναμε στην τελική ευθεία για τις εξετάσεις μας. Επιπλέον, θα άρχιζαν οι προετοιμασίες για την επίσημη στέψη μας, στην οποία δυστυχώς ο Μάικλ δεν θα ήταν παρών.

Στον δρόμο της επιστροφής επικρατούσε μια μεγάλη ησυχία. Από πλευράς μου δεν είχα βρει ακόμα τον τρόπο να συναναστρέφομαι με τον Κάρτερ, έχοντας μυστικά από αυτόν. Δεν νομίζω ότι θα μου ήταν εύκολο κι η σιωπή δεν ήταν η λύση. Προς ανακούφισή μου έσπασε εκείνος την σιωπή λίγο πριν φτάσουμε στην Μόιρα.

«Μαλώναμε.»

Εγώ γύρισα να τον κοιτάξω απορημένη. «Τι πράγμα;»

«Με ρώτησες χθες ποιο ήταν το τελευταίο πράγμα που είπα στον πατέρα μου», μου εξήγησε. «Η τελευταία μας συζήτηση ήταν μια διαφωνία.»

«Για ποιο λόγο διαφωνούσατε;» έσμιξα τα φρύδια μου.

«Για σένα», μου απάντησε και με κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο. Έκανε μια παύση κι αφού εισέπνευσε συνέχισε την εξιστόρησή του. «Ήθελα να σε φέρω στην Μόιρα. Η Μαρέβα είχε πεθάνει, ο Αλεχάντρο ήταν σε κόμμα και κανείς δεν ήξερε πότε κι αν θα ξύπναγε κι ένας βρικόλακας κυκλοφορούσε στην Σεβίλλη ανεξέλεγκτος. Ανησυχούσα για σένα και ήθελα να σε φέρω μαζί μου. Είπα στον πατέρα μου, ότι εκείνος μπορούσε να μείνει όσο ήθελε, αλλά εσύ θα έφευγες από την Ισπανία και δεν το διαπραγματευόμουν. Η απάντηση φυσικά ήταν όχι και χωρίς αιτιολόγηση.»

Με κατέβαλε ένας σμήνος αντιφατικών συναισθημάτων. Από την μία χάρηκα γνωρίζοντας πως ο Κάρτερ απαίτησε να με φέρει μαζί του στο Πόρτλαντ. Από την άλλη στενοχωρήθηκα που η τελευταία του ανάμνηση με τον πατέρα του ήταν δυσάρεστη και μάλιστα εξαιτίας μου.

«Εκείνος ήταν ψύχραιμος και προσπαθούσε να με μεταπείσει, αλλά εγώ είχα εξοργιστεί», συνέχισε. «Του είπα πως είναι θαύμα το γεγονός ότι είναι ακόμα βασιλιάς με την ανικανότητα του να πάρει μια σωστή απόφαση και πως δεν έχει κανένα δικαίωμα να συνεχίσει να αποφασίζει για τις ζωές των άλλων», ξεφύσησε ελαφρά. «Δεν αναγνώριζε το πρόσωπο που είχε μπροστά του. Με κοιτούσε και δεν έβρισκε τα κατάλληλα λόγια να μου απαντήσει. Ξέσπασα σε εκείνον την πικρία ενός χρόνου και σηκώθηκα κι έφυγα χωρίς να του δώσω μια ευκαιρία να απολογηθεί. Όταν συνειδητοποίησα πως εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε να απολογηθεί ήταν πλέον αργά.»

«Κάρτερ», ξεκίνησα χωρίς να έχω βρει λόγια. «Ήξερε πως δεν τα εννοούσες», είπα τελικά. «Δεν πιστεύω πως σου είχε θυμώσει.»

«Ούτε εγώ», χαμογέλασε χωρίς ιδιαίτερη όρεξη. «Αλλά δεν άξιζε τέτοια αντιμετώπιση. Πόναγε κι εκείνος με αυτό που συνέβη στους γονείς σου. Ήταν ίσως τα χειρότερα τελευταία λόγια που έχει ακούσει κανείς πριν πεθάνει.»

«Όπως είπα και χθες», έσφιξα τον ώμο του. «Δεν μπορούσες να ξέρεις ότι δεν θα τον ξανάβλεπες.»

«Δεν πρόλαβα να ζητήσω ούτε ένα συγγνώμη», ψέλλισε μετά από αρκετές στιγμές ησυχίας.

Δεν είπα τίποτα, γιατί δεν ήξερα ποια ήταν η σωστή απάντηση. Το μόνο που μπορούσα να του προσφέρω ήταν να τον ακούσω και να τον ανακουφίσω με ένα χάδι. Προς στιγμή του φάνηκαν αρκετά και τα εκτίμησε. Ένα χαμόγελο ήταν η ανταμοιβή μου, κι ήταν από τις πιο πολύτιμες. Ήξερα όμως πως από αυτό δεν θα έβρισκε ηρεμία, γιατί δεν υπήρχε επιστροφή. Ο Κέλλαν πάντως σε οποιαδήποτε γωνία του Κάτω Κόσμου κι αν βρισκόταν θα θυμόταν τον καλόκαρδο, γενναίο και ηθικό γιο του, κι όχι μια άσχημη στιγμή, που έτυχε να είναι τα τελευταία λόγια που αντάλλαξαν. Δεν ήταν ικανά να προσδιορίσουν την σχέση τους. Όσο περνούσε από το χέρι μου θα το υπενθύμιζα στον Κάρτερ, ακόμα κι αν χρειαζόταν να το κάνω τοιχογραφία στο δωμάτιό του.

Πριν το μεσημέρι είχαμε φτάσει στην Μόιρα και βρισκόμασταν στο κατώφλι του παλατιού. Έτοιμοι να περάσουμε την είσοδο μια γνώριμη, γυναικεία φωνή μας σταμάτησε και γυρίσαμε να δούμε ποια μας είχε φωνάξει. Τα μάτια μου δεν αντίκρισαν και το πλέον ευχάριστο θέαμα. Η Κέιζα μας πλησίαζε ντυμένη όπως πάντα με τα πλέον εφαρμοστά και αποκαλυπτικά ρούχα και την αυτάρεσκη μούρη της που σχεδόν με παρακαλούσε για μια δυνατή γροθιά.

«Μου φάνηκε πως μύρισα βρώμα», αποκρίθηκα όταν βρισκόταν αρκετά κοντά μας για να με ακούει.

Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της ξαφνιασμένη με το 'καλωσόρισμά' μου αλλά το ψηλομύτικο χαμόγελό της δεν έσβησε. «Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, υψηλοτάτη.»

«Μεγαλειοτάτη», την διόρθωσα.

«Τι θέλεις εδώ Κέιζα;», την ρώτησε ο Κάρτερ αναστενάζοντας.

«Ήρθα για να εκφράσω τα θερμά μου συλλυπητήρια για τον θάνατο του Μάικλ», μας απάντησε σαν να ήταν το πιο προφανές πράγμα στον κόσμο.

«Ωραία», μουρμούρισα. «Εξέφρασε τα και πάρε δρόμο.»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και σφύριξε μέσα από τα δόντια της. «Εδώ είναι το σπίτι μου. Μεγαλειοτάτη», γούρλωσε ελαφρώς τα μάτια της όταν έλεγε το 'μεγαλειοτάτη'. «Ήρθα για να μείνω.»

«Για πόσο;», ανασήκωσε ο Κάρτερ το ένα του φρύδι.

«Για πάντα», του απάντησε εκείνη.    

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top