33. ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΒΙΑΙΕΣ ΤΕΡΨΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΒΙΑΙΑ ΤΕΛΗ
Η ιστοσελίδα της Μόιρα είχε δημιουργηθεί περίπου τέσσερις μέρες αφότου ο Τσέις μας ανακοίνωσε την ιδέα του. Οι συνδρομητές αυξάνονταν καθημερινά χάρις την γρήγορη διάδοση της και τις συγγραφικές ικανότητες του Τσέις. Τελικά το ταλέντο του δεν περιοριζόταν μονάχα στην κριτική, αλλά και στον τρόπο αποτύπωσης της. Ανέβαζε ενημερωτικά άρθρα για τα νέα της Αυλής, αλλά και κοινωνικού περιεχόμενου κείμενα. Είχε μάλιστα μια ειδική πλατφόρμα, όπου μπορούσαν να γίνουν διαδικτυακές συζητήσεις και γνωριμίες. Η ιδέα του αποδεικνυόταν μέρα με την μέρα πολύ ενδιαφέρουσα και ήταν άποψη κάθε νταμπίρ, που είχε την ευτυχία να εισέλθει στον ιστό του.
Για όλα αυτά όμως, εκτός από υπολογιστή, χρειαζόταν και την αμέριστη ησυχία του και γι' αυτό ο κύριος Μίλερ του είχε παραχωρήσει τα κλειδιά του λυκείου για να μπαίνει όποτε θέλει και να εργάζεται. Όπως κι όλοι μας, ήταν πολύ περήφανος για τον πρώην μαθητή του και την μεγάλη έκπληξη που αποτέλεσε για την κοινότητα μας.
Σήμερα το παλάτι κινούταν σε γρήγορους και πυρετώδους ρυθμούς για τον αυριανό βασιλικό γάμο. Θέλοντας να αποφύγω το αντρόγυνο και δουλειές γι' αυτό το συμβάν, αποφάσισα να πάρω τον δρόμο προς το σχολείο, όπου ήξερα ότι ο Τσέις βρισκόταν εκείνες τις ώρες. Ήταν περίεργη η αίσθηση να περπατώ αυτούς τους διαδρόμους ως τέως μαθήτρια, αλλά δεν είχα σκοπό να ξυπνήσω αναμνήσεις. Το ζήτημα ήταν πλέον να αρχίσω να τις καταλαγιάζω, όσο ήταν δυνατόν.
Ο Τσέις εργαζόταν στο γραφείο των καθηγητών. Ευτυχώς δεν ήταν σε εκείνο του κύριου Μίλερ, γιατί ακόμα και τώρα αδυνατούσα να προχωρήσω τόσο μέσα. Η εικόνα του Μάικλ να ξεψυχάει στα χέρια μου ζωντάνευε σε αυτό το μέρος και δεν ήθελα να χάσω πάλι τον έλεγχο μου, όπως είχε συμβεί μια βδομάδα μετά τον θάνατο του.
«Καλημέρα», είπα χαμηλόφωνα μπαίνοντας μέσα.
Εκείνος ανασήκωσε το βλέμμα του για ένα δευτερόλεπτο και επέστρεψε γρήγορα στο έργο του.
«Έγινε τίποτα;», με ρώτησε όσο πληκτρολογούσε στον υπολογιστή.
«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Απλώς ήθελα να δω πως πάει η δουλειά.»
«Καλά.»
Εξακολουθούσε να με αποφεύγει από την μέρα που τους είπα ότι θα έφευγα και στην αρχή του έδωσα τον χώρο του, αλλά τώρα έπρεπε να τον προσεγγίσω. Ήταν θυμωμένος και πικραμένος, όμως μαζί θα το παλεύαμε και θα το ξεπερνούσαμε, γιατί δεν ήθελα να φύγω και να μην μιλάμε.
Τον πλησίασα με αργές δρασκελιές και κάθισα απέναντι του. Σεβάστηκα τον προσωπικό του χώρο.
«Τσέις για πόσο καιρό πιστεύεις ότι μπορεί να κρατήσει αυτή η κατάσταση;»
«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς», είπε χωρίς να παίρνει τα μάτια του από την οθόνη.
Εγώ ξεφύσησα ελαφρά και σταύρωσα τα χέρια μου πάνω στο γραφείο. «Έχεις να μου μιλήσεις σχεδόν τρεις μέρες.»
«Κι όταν φύγεις θα κάνουμε να μιλήσουμε μήνες. Μπορεί και χρόνια. Φρόντισε λοιπόν να το συνηθίσεις.»
«Δηλαδή με τιμωρείς;», ρώτησα. «Επειδή αποφάσισα πως δεν μπορώ να συνεχίσω να μένω στην Μόιρα;»
«Δεν σε τιμωρώ», μου απάντησε κι επιτέλους τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου. «Απλώς έχω κουραστεί με όσους αδυνατούν να φτιάξουν μια ζωή σε αυτόν τον τόπο. Μπορεί να μην είναι το κοσμοπολίτικο Λ. Α ή η ηλιόλουστη Ισπανία, αλλά είναι το σπίτι μας. Η Μόιρα έπλευσε σχεδόν από την άλλη άκρη για να μας βρει αυτό το ασφαλές μέρος κι εσύ το παρατάς, γιατί θέλεις να ξεφύγεις από τα προβλήματα σου.»
«Αυτό πάει σε μένα ή στην Σειρήνα;», αποκρίθηκα ήρεμα.
«Και για τις δυο», είπε μετά από λίγες στιγμές σιωπής.
«Δεν είναι δίκιο», μουρμούρισα. «Δεν μπορείς να μας κρίνεις για την απόφαση μας. Ίσως είδαμε κάτι καλύτερο εκεί έξω για εμάς. Το ξέρω πως σε πονάει η ιδέα του ότι δεν ήσουν αρκετός να μας κρατήσεις, αλλά δεν ισχύει. Δεν ξέρω για την Σειρήνα, αλλά εσύ κι οι υπόλοιποι θα είστε ένας λόγος να έρχομαι όσο πιο συχνά γίνεται.»
Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του κι η έκφραση του προσώπου του χαλάρωσε. Τουλάχιστον, ο θυμός, που ήταν το πιο βαρύ τείχος, έδειχνε να καταπολεμείται.
«Δεν θα είναι το ίδιο», μουρμούρισε. «Δεν θα μένεις πια εδώ. Ξεχνάς πως όλη σου την ζωή ήθελες να έρθεις στην Μόιρα;»
«Όχι, βέβαια», απάντησα. «Αλλά εσύ ξεχνάς πόσο δύσκολο σου ήταν να περπατάς στους διαδρόμους και να βλέπεις κάθε μέρα την Σειρήνα με τον Τζέισον;»
Ο Τσέις δεν μου απάντησε. Μονάχα κουνήθηκε στην θέση του αρκετά άβολα σε αυτή την θύμηση. Δεν είχα σκοπό να τον χτυπήσω στο πιο αδύναμο σημείο του για να τον φέρω με τα νερά μου, αλλά για να με καταλάβει.
«Κανένας Σάντος δεν βασίλεψε μένοντας εδώ», συνέχισα. «Εγώ γιατί να κάνω την διαφορά;»
«Θα μπορούσες να ήσουν η πρώτη που το έκανες. Άλλωστε έχεις πρωτοτυπήσει σε τόσα σε σχέση με τους προγόνους σου.»
«Αυτό είναι αλήθεια», ένευσα. «Αλλά η ζωή είναι για μένα εκεί έξω, όπως και γι' αυτούς. Σ' αυτό δεν διαφέρω. Όπως και να έχει, ήλπιζα πως εν όψει της αυριανής μέρας θα έδειχνες κατανόηση και θα ήσουν δίπλα μου», κατάπια έναν κόμπο και σηκώθηκα για να τον αφήσω να συνεχίσει. «Συγγνώμη για την ενόχληση.»
Ό,τι και να έλεγα ή να έκανα δεν μπορούσα να τον συγκινήσω. Το δικό μου φευγιό αμέσως μετά της Σειρήνα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Δυστυχώς δεν θα προσπαθούσε καν να βάλει στην άκρη την δυσαρέσκεια του για να σταθεί πλάι μου στις δύσκολες αυτές ώρες.
Με την ουρά κάτω από τα σκέλια γύρισα στο παλάτι, αλλά δεν μπήκα μέσα. Είχα μπροστά μου ολόκληρη την ημέρα να μου υπενθυμίζει το οριστικό μου τέλος με τον Κάρτερ. Μην ξεχνούσα πως είχα και την φαεινή ιδέα να τελέσω εγώ αυτόν τον γάμο. Έκανα λοιπόν βόλτες στα πιο ήσυχα μέρη του κήπου με σκέψεις κι όνειρα για το μέλλον. Η πιο μεγάλη μου ευχή ήταν να επέστρεφα εδώ σύντομα έχοντας ξεπεράσει όλα όσα έγιναν κι εγώ με τον Κάρτερ να μπορούσαμε να είμαστε απλά φίλοι, όπως οι γονείς μας κι οι παππούδες μας. Η γιαγιά του Ελεονόρα κι ο παππούς μου Ραμόν είχαν καταφέρει να μην αναμειχθούν ποτέ σε ερωτική σχέση και έζησαν ευτυχισμένοι μαζί. Εγώ με τον Κάρτερ είχαμε αυτή την ατυχία, αλλά έπρεπε να μπορέσουμε να το αφήσουμε πίσω μας για μια υγιή συνεργασία, γιατί μέχρι στιγμής δεν πήγαινε και τέλεια. Μπορεί να λέγαμε συνέχεια πως τέρμα τα μυστικά και οι ατομικές κινήσεις, αλλά πάλι γυρνάγαμε στην αρχή, οπού ο καθένας δρούσε αυθαίρετα. Οφείλαμε κι οι δυο να βάζουμε ως προτεραιότητα τον λαό μας κι όχι τις διαφωνίες μας, γιατί δεν θα χρειαζόμασταν τον Ντέμιεν να καταστραφούμε. Αφού όμως από την άλλη υπήρχε η μεγάλη προφητεία για εμάς, τότε αυτό σήμαινε πως θα καταφέρναμε να το ξεπεράσουμε και να κάνουμε μεγάλα καλά για τον λαό μας. Η ελπίδα μου αναζωογονήθηκε με αυτή την συνειδητοποίηση κι άρχισα να γεμίζω τα άδεια θετικά συναισθήματα για να έχω κουράγιο για την αυριανή μέρα.
Με τα δάχτυλα μου έκοψα προσεκτικά έναν ανθό και στάθηκα μπροστά από την λίμνη και τον τάφο του αδερφού μου. Δεν του είχα αφήσει ποτέ ένα λουλούδι γι' αυτό κι αποφάσισα να κάνω τώρα την αρχή. Δεν θα ήμουν άλλωστε σε αυτόν τον τόπο καθημερινά για να κάθομαι κοντά του. Ήταν όμως μαζί μου ούτως ή άλλως, και μου το είχε εξακριβώσει ο ίδιος. Ακούμπησα λοιπόν το λουλούδι πάνω στην πλάκα και τα δάχτυλα μου την ψηλάφισαν σαν ένα χάδι. Άραγε να μπορούσε να το νιώσει; Σίγουρα πάντως θα το έβλεπε και θα χαιρόταν με αυτό.
«Ορόρα», άκουσα την φωνή του Αλφόνσο από πίσω μου.
Εγώ αμέσως έτρεξα και αναζήτησα καταφύγιο στην απέναντι πλευρά, έτοιμη να αμυνθώ σε οποιαδήποτε επίθεση του. Δεν υπήρχε περίπτωση να με φιλήσει σταυρωτά μετά από αυτό που έκανα χθες το βράδυ.
«Γιατί κρύβεσαι;», με ρώτησε παραξενεμένος.
«Χαζή είμαι να μην το κάνω μετά τα χθεσινά;»
Εκείνος γέλασε δυνατά, γεγονός που με παραξένεψε. Πάντως από το να μου βάλει τις φωνές ήταν προτιμότερο.
«Αχ Ορόρα», έβαλε τα χέρια του στην μέση του και κούνησε αργά το κεφάλι του. «Είσαι πολύ αστεία.»
«Εγώ είμαι αστεία», μουρμούρισα. «Εσύ γιατί δεν είσαι θυμωμένος;»
«Για ποιο λόγο να είμαι θυμωμένος;», αναφώνησε απορημένος.
Ήταν πάρα πολύ περίεργος και σε καλή διάθεση. Μετά από αυτό που είχα κάνει δεν υπήρχε καμία λογική εξήγηση γι' αυτό. Εγώ περίμενα πως θα ήταν κόκκινος από την θυμό του και θα πετούσε περισσότερες φωτιές κι από μένα.
«Αμάν Αλφόνσο», ανασηκώθηκα. «Είσαι στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού, έτσι;»
«Τίποτα δεν έχω», έκανε ένα νεύμα με το χέρι του. «Είμαι μια χαρά κι έχω εσένα να ευχαριστήσω γι' αυτό.»
«Έχεις εμένα να ευχαριστείς», επανέλαβα χαμηλόφωνα. «Τώρα κατάλαβα τι συμβαίνει», ένευσα αργά. «Προσπαθείς να με πείσεις πως όλα είναι μια χαρά και μόλις βγω θα χώσεις το κεφάλι μου μέσα στη λίμνη και θα με πνίξεις. Όχι», κούνησα το δάχτυλο μου. «Δεν θα πέσω στην παγίδα σου.»
Ο Αλφόνσο έσμιξε τα φρύδια του απορημένος. «Αν ήθελα να σε πνίξω θα το έκανα στην λίμνη του Γεωργίου που έχει και πιο πολύ νερό και θα αργήσουν να σε βρουν. Όχι, εδώ που θα μπορούσε να με δει ο οποιοσδήποτε.»
Μπορώ να πω ότι με τρομοκράτησε αρκετά και το εξέλαβα ως απειλή.
«Τώρα θα έρθεις από εδώ να μιλήσουμε φυσιολογικά;»
«Κι από εδώ μια χαρά είναι.»
«Ορόρα!», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.
«Καλά», μουρμούρισα και με αργά βήματα πήγα προς το μέρος του.
Εκείνος σήκωσε απότομα το χέρι του κάνοντας με να αναπηδήσω και να φωνάξω και γέλασε με αυτή μου την αντίδραση.
«Δεν είναι αστείο», γκρίνιαξα, αλλά δεν σταματούσε να γελάει.
Αφού σιγουρεύτηκα πως πράγματι δεν είχε σκοπό να ξεσπάσει αργότερα, και δεν κατευθυνθήκαμε προς την λίμνη του Γεωργίου, κατάφερα να χαλαρώσω.
«Ήταν πολύ χοντρό αυτό που έκανες χθες», παραδέχτηκε μόλις καθίσαμε σε ένα παγκάκι «αλλά αποδείχτηκε πολύ βοηθητικό.»
«Αφού δεν έκανε κανείς το πρώτο βήμα, πήρα την πρωτοβουλία», αποκρίθηκα.
«Πραγματικά δεν πιστεύω που το λέω αυτό, αλλά σ' ευχαριστώ που έχωσες την μύτη σου στην προσωπική μου ζωή.»
«Παρακαλώ», τίναξα τα μαλλιά μου προς τα πίσω. «Ειδικότις δική μου, αλλά και αυτού του τόπου. Οπότε να υποθέσω πως η συνοδός σου αύριο θα είναι η Ιλόνα;»
«Ναι», ένευσε «Αλλά δεν θα είναι αυτό το ραντεβού μας, γιατί κανένας μας δεν θεωρεί αυτό το γάμο ως γούρι.»
Εμένα μου λες!
«Εσύ», έκλεισε το χέρι μου στο δικό του «Πώς είσαι;»
«Καλά», ανασήκωσα τους ώμους μου.
Μισόκλεισε τα μάτια του κοιτώντας με εξεταστικά, καθώς δεν με πίστευε. Εδώ που τα λέμε ούτε εγώ με πίστευα. Δεν το έλεγα όμως για να πείσω τους άλλους, αλλά εμένα. Αν το επαναλάμβανα συνέχεια ίσως και τελικά να γινόμουν.
«Δεν χρειάζεται να προσποιείσαι μαζί μου», αποκρίθηκε. «Μπορείς να είσαι ειλικρινής.»
«Είμαι πολύ χαρούμενη για σένα, Αλφόνσο», είπα τελικά. «Δεν είναι αυτό αρκετά ειλικρινές;»
«Είναι», γέλασε ελαφρά. «Αλλά δεν θέλω να ασχοληθούμε άλλο μαζί μου. Θέλω να ακούσω πως αισθάνεσαι εσύ αυτή την στιγμή.»
«Για να είμαι ειλικρινής, όπως θέλεις κι εσύ», ξεκίνησα «όσο κι αν προσπαθώ να πνίξω όλα μου τα συναισθήματα, τόσο πιο δυνατά γίνονται. Κι είναι όπως σε κάθε περίπτωση πολλά. Αλλά αυτό που υπερισχύει είναι ο πόνος. Η ραγισμένη καρδιά έχει δύσκολη και μακροχρόνια θεραπεία. Και μερικές φορές δεν επουλώνεται ποτέ.»
«Εγώ πιστεύω πως θα αναρρώσεις από αυτό και γρήγορα μάλιστα», έγειρε το κεφάλι του στα πλάγια «Ως νταμπίρ με μαγεία την έχεις αυτή την ικανότητα.»
Εγώ γέλασα πνιχτά σε αυτό.
«Είσαι δυνατή», συνέχισε. «Μπορείς να το καταφέρεις.»
«Πραγματικά έχω κουραστεί να καθορίζουν οι άλλοι την δύναμη μου», είπα χαμηλόφωνα. «Και τι πειράζει αν δεν είμαι; Αφήστε να είμαι αδύναμη, να κλάψω, να φωνάξω, να σπάσω. Στο τέλος θα βρω τον δρόμο μου πίσω.» Το είχα κάνει πολλές φορές άλλωστε.
Ο Αλφόνσο τότε χαμογέλασε κι έφερε τα πρόσωπα μας κοντά. «Αυτό είναι δύναμη μικράκι μου. Και ρέει άφθονη μέσα σου. Δεν είμαστε εμείς που την καθορίζουμε, αλλά εσύ που μας την δείχνεις.»
«Πόσο δυνατή σου μοιάζω αυτή την στιγμή;», τον ρώτησα.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο», μου απάντησε και με έκλεισε στην αγκαλιά του.
Εγώ δεν μπορούσα να δω αυτό για το οποίο ο Αλφόνσο έκανε λόγο. Σήμαινε όμως πολλά να με βλέπει γενναία και δυνατή. Τα λόγια του ήταν ένα τρυφερό και παρήγορο χάδι μέσα στο ξυλοφόρτωμα του αυριανού γεγονότος και μου προσέφερε γαλήνη.
Μελαγχόλησα βαθιά συνειδητοποιώντας πως αυτή την οικογενειακή θαλπωρή δεν θα την είχα πλέον στην Σεβίλλη. Κάποτε ήταν η καθημερινότητα μου, αλλά τώρα θα βρισκόταν έναν ωκεανό μακριά. Δεν έκλαψα, απλώς τον έσφιξα στην αγκαλιά μου θέλοντας να μείνει σημάδι το άγγιγμα του πάνω μου, για να μην μου λείψει, όταν θα έφευγα. Κάτι τέτοιο όμως ήταν αναπόφευκτο. Η απουσία η δική του κι όλων των υπολοίπων θα με στοίχειωνε βαριά τον πρώτο καιρό, μέχρι που θα γινόταν η ρουτίνα μου. Σε τέτοιο σημείο με έφτασαν τα ψέματα και τα μυστικά του Κάρτερ, αλλά κι ο ίδιος μου ο εαυτός που μου επέτρεψε να τον ερωτευτώ. Όσο κι αν το πάλεψα στο τέλος ενέκυψα κι ήταν το μεγαλύτερο μου λάθος.
Μετά από αυτή την στιγμή μου με τον Αλφόνσο αποφάσισα να εντείνω την απομάκρυνση μου από τις τελευταίες προετοιμασίες και να επισκεφτώ το νεκροταφείο. Ανέβηκα γρήγορα στο δωμάτιο μου για να φορέσω ένα πιο σεμνό και σκούρο φόρεμα και να τυλίξω με ένα μαντήλι τα μαλλιά μου. Έπειτα κατευθύνθηκα στο κοιμητήριο της πόλης, περνώντας όσο πιο απαρατήρητη γινόταν από την αγχώδη νύφη που γάβγιζε διαταγές σε όλο το προσωπικό.
Αφού πέρασα την πελώρια, δίφυλλη πόρτα του νεκροταφείου προχώρησα στους βασιλικούς τάφους έχοντας την προσοχή μου στα δαιμόνια. Αυτά τα πλάσματα εξακολουθούσαν να βρίσκονται διασκορπισμένα εδώ, και δεν είχαμε και τις καλύτερες σχέσεις. Ίσως να έφταιγε το στοιχείο μου ή η απόπειρα μου να επιτεθώ σε ένα. Ίσως πάλι να ήταν λίγο από όλα. Μονάχα στον αφέντη τους ήθελαν να είναι συμπαθή, και δεν ήμουν εγώ αυτός. Στην πορεία του προορισμού μου το μάτι μου έπιασε ένα από μακριά μου και κοντοστάθηκα για να το κοιτάξω. Όσες φορές και να έβλεπα κάποιο δαιμόνιο του νερού, δεν μου έφταναν για να συνηθίσω την αποκρουστική τους όψη. Μου προκαλούσαν μια ανατριχίλα σε όλο μου το κορμί και ένα πολύ αρνητικό συναίσθημα. Αυτό ήξερα πως οφειλόταν στο αντίθετο μας στοιχείο. Το νερό ήταν για την φωτιά απειλή κι αυτά ήταν καθαρό νερό, οπότε και το υποσυνείδητο μου ύψωνε τις άμυνες μου. Τελικά, το δαιμόνιο σταμάτησε να με παρακολουθεί και συνέχισε την περιπολία του, κι εγώ την διαδρομή μου.
Αυτή την φορά δεν πήγα στους τάφους των γονιών μου. Σήμερα ήθελα να καθίσω στον τάφο του Μάικλ και να του μιλήσω. Τόσο καιρό το απέφευγα, λόγω των τύψεων του απότομου θανάτου του. Ένα κομμάτι του εαυτού μου φοβόταν πως κι ο ίδιος με κατηγορούσε. Ο Ραμόν όμως μπόρεσε να καταπολεμήσει την δεύτερη ανησυχία, γι' αυτό κι αποφάσισα να τον επισκεφτώ. Οι ενοχές βέβαια δεν θα έσβηναν ποτέ.
Κάθισα λοιπόν στην άκρη του μαρμάρου και χαμογέλασα αδύναμα στην ταφόπλακα.
«Γεια σου Μάικλ», αποκρίθηκα χαμηλόφωνα. «Σου έλειψα καθόλου; Εμένα πάντως μου λείπεις πολύ», σήκωσα για λίγο τα μάτια μου στον ουρανό και έπειτα έστρεψα ξανά την προσοχή μου στο άγαλμα ενός ιππότη πάνω στον τάφο του «Υποθέτω πως μπορείς να με δεις αυτή την στιγμή και πιθανόν να γελάς με το πόσο αξιολύπητη δείχνω. Αλλά προσπάθησε να μην με κρίνεις. Αυτό το καλοκαίρι φαντάζει πιο σκληρό από τα δυο προηγούμενα, λες και κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν. Αλλά τελικά είναι», αναστέναξα βαθιά «Είμαι σίγουρη πως δεν συμφωνείς με την απόφαση μου να φύγω. Μπορώ να φανταστώ δέκα διαφορετικούς τρόπους, με τους οποίους θα κόπιαζες μέρα νύχτα να μου αλλάξεις γνώμη. Κι όσο κι αν θα με πονοκεφάλιαζαν θα έδινα τα πάντα για να ήσουν εδώ και να τους άκουγα», χαμογέλασα ελαφρά και τα μάτια μου υγράνθηκαν. «Αυτό θα είναι το πρώτο καλοκαίρι που θα περάσουμε χώρια και ίσως να είναι η πιο σκληρή συνήθεια που πρέπει να αποκτήσω. Δεν πρόκειται να σε ξαναδώ να τρέχεις στην μπροστινή αυλή για να με αγκαλιάσεις, ούτε θα ακούσω ξανά τα αποτυχημένα ισπανικά σου», γέλασα χωρίς ιδιαίτερη ευθυμία. «Σε αυτή την ζωή δεν πρόκειται να σε ξαναδώ ποτέ. Και φταίω εγώ γι' αυτό. Ναι, θυμάμαι τι μου είπε ο Ραμόν, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να κατηγορώ τον εαυτό μου. Φέρω μεγάλο μερίδιο ευθύνης κι αν τότε είχε ξυπνήσει η δύναμη μου θα σε έφερνα πίσω. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Αλλά άργησε να έρθει. Σου υπόσχομαι όμως πως δεν θα ησυχάσω αν δεν πάρω εκδίκηση για τον θάνατο σου. Σου δίνω όρκο πάνω από τον τάφο σου, πως θα σκοτώσω την Λίζα, όπως σκότωσε κι εκείνη εσένα.»
Τότε ένα μικρό αεράκι φύσηξε αναταράσσοντας το μαντήλι μου. Δεν μπορούσα να μην σκεφτώ πως ήταν κάποιο σημάδι από τον Μάικλ. Τόση ώρα τα πάντα ήταν ήρεμα μέχρι την στιγμή του όρκου μου. Ήθελα να πιστεύω πως είχα τις ευλογίες του γι' αυτό, αλλά κάτι μέσα μου πήρε τον οιωνό ως διαφωνία. Αν έμπαινα στην θέση του Μάικλ, πράγματι θα με εμπόδιζα. Αλλά δεν είχε σημασία. Εγώ είχα ορκιστεί και θα το έκανα. Η Λίζα άλλωστε ήταν αβοήθητη και δεν θα υπήρχε κανένα εμπόδιο.
Μην φοβάσαι Μάικλ, σκέφτηκα, δεν θα πληγωθώ.
Παρέμεινα μαζί του για αρκετή ώρα ικανοποιώντας για λίγο την επιθυμία μου να τον δω. Ο τάφος του ήταν δυστυχώς ό,τι μου είχε απομείνει από εκείνον, όπως και για πολλούς άλλους. Ήταν τραγικό το πόσα πρόσωπα υπήρχαν εδώ μέσα θαμμένα, αλλά κι έξω, όπως ο μικρός Ραμόν. Με έκανε να καταλάβω ολοένα και περισσότερο πως ο θάνατος είναι μέρος της ζωής κι όχι το τέλος.
«Ορόρα», άκουσα την φωνή του Σον από πίσω μου.
«Σον», χαμογέλασα και σηκώθηκα. «Δεν περίμενα μια τέτοια μέρα να σε βρω εδώ.»
«Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες μέρες για να επισκεφτεί ένας πατέρας τον γιο του», μου απάντησε. «Εξάλλου ήλπιζα ο Μάικλ να έχει την δύναμη από εκεί πάνω να λογικέψει τον ξάδερφο του.»
«Να σε αφήσω τότε μόνος σου.»
«Όχι», με απέτρεψε από το να φύγω. «Μείνε. Είμαι σίγουρος πως θα χαρεί πολύ να μας έχει και τους δυο.»
Εκείνος άφησε το μπουκέτο με τα λουλούδια που κρατούσε μπροστά από το άγαλμα και κάθισε στην άκρη. Μετά από ένα του νεύμα κάθισα ξανά δίπλα του και σουλούπωσα το μαντήλι μου, το οποίο είχε γλιστρήσει μετά τον αέρα.
«Δεν θα σε ρωτήσω πως είσαι», αποκρίθηκε. «Είμαι σίγουρος πως το ακούς πολύ σήμερα.»
«Και από τότε που ήρθα στην Μόιρα», είπα. «Αλλά σ' ευχαριστώ. Εκτιμώ πολύ που δεν με βάζεις κι εσύ στην διαδικασία να ξεθάψω κάθε επώδυνο συναίσθημα μου.»
«Οι υπόλοιποι απλώς κάνουν ό,τι μπορούν για να σε ανακουφίσουν. Άλλωστε δεν θα είσαι για πολύ ακόμα μαζί μας.»
Εγώ τον κοίταξα ξεφυσώντας. «Ήθελα κι εσύ κι η Άννα να το μάθετε από μένα. Αλλά από ότι φαίνεται έχει διαρρεύσει.»
«Τέτοια νέα είναι αδύνατον να μείνουν κρυφά.» Το χέρι του ακούμπησε την ωμοπλάτη μου διαχέοντας όλη του την πατρική στοργικότητα. «Εύχομαι πράγματι να ευτυχήσεις εκεί έξω. Αλλά δεν θα σου κρύψω πως ήλπιζα να έμενες μαζί μας», έγειρε το πιγούνι του μπροστά και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Επίσης, πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι η Άννα δεν θα είναι το ίδιο διακριτική μαζί σου.»
Γέλασα χαμηλόφωνα, καθώς ήδη άκουγα την υστερική αντίδραση της και τις υποδείξεις της να μην το κουνήσω από την Μόιρα.
«Δεν έχει καμία σχέση με την Χόουπ», παρατήρησα.
Η Άννα ήταν πιο εκρηκτική από την κόρη της και πιο καπάτσα. Η Χόουπ ήταν πολύ καλόκαρδη για να σκεφτεί ύπουλα, αλλά δεν ήταν χαζή. Είχε κι ο δικός της τρόπος την γοητεία του.
«Καμία απολύτως», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Η Χόουπ ήταν όλο Έντμουντ εξωτερικά κι εσωτερικά.»
Κατένευσα συμφωνώντας και τα μάτια μου ταξίδεψαν τριγύρω.
«Θα μου λείψει αυτό το μέρος. Όχι, το νεκροταφείο», ξεκαθάρισα. «Κι όλοι εσείς», ένα νοσταλγικό χαμόγελο δέσποσε στα χείλη μου «Δεν θα ξεχάσω πως, όταν πρωτοήρθα στην Μόιρα και σε είδα μετά από τόσα χρόνια, μου κόπηκε η ανάσα. Ήταν σαν να έβλεπα τον Κέλλαν μπροστά μου. Όλο αυτό τον καιρό ήσουν δίπλα μας προσπαθώντας να καλύψεις το κενό των πατεράδων μας κι εν μέρει το κατάφερες. Είχαμε κι έχουμε ανάγκη από έναν γονιό κι εσύ με την Άννα είστε ό,τι χρειαζόμαστε. Και θα μου λείψει κι αυτό.»
Για μία ακόμη φορά τα δάκρυα πότισαν τα μάτια μου, αλλά έκανα ιλιγγιώδεις προσπάθειες να τα συγκρατήσω. Δεν .ήθελα οι τελευταίες μου μέρες να είναι κλάματα και πίκρες. Είχα αρκετά από δαύτα να θυμάμαι, όταν θα έφευγα.
«Κι εμένα θα μου λείψεις Ορόρα», πέρασε το ένα του χέρι γύρω μου και με έσπρωξε κοντά του. «Και θα περιμένω την επιστροφή σου, γιατί η προφητεία σε θέλει εδώ, όπως όλοι μας.»
Κι εγώ με ήθελα εκεί και δεν υπήρχαν λόγια να περιγράψω το πόσο το επιθυμούσα. Πράγματι, όπου και να πήγαινα, το πεπρωμένο μου θα με οδηγούσε πίσω στην Μόιρα, στο αληθινό μου σπίτι. Αλλά προς το παρόν έπρεπε να αφήσω το σπίτι μου και να αναζητήσω ανακούφιση στα μέρη που γεννήθηκα και μεγάλωσα, χωρίς τα νταμπίρ που γνώριζα κι αγαπούσα.
Όταν φύγαμε από το νεκροταφείο, η κίνηση στο παλάτι είχε αρχίσει να μειώνεται. Μέχρι το απόγευμα η Κέιζα τα ήθελε όλα έτοιμα κι ευτυχώς, γιατί δεν γινόταν να αποφεύγω για πολύ ώρα το παλάτι. Η καημένη η Μέλανη υπάκουγε το κάθε της καπρίτσιο, καθώς δεν ήταν μόνο δικός της ο γάμος, αλλά και του αδερφού της. Η απόγνωση στην έκφραση της ήταν φανερή και δεν μπορούσα να την παρατήσω μόνη της με την απαιτητική νύφη της. Κατά πάσα πιθανότατα θα της πέταγε τα λουλούδια, που κρατούσε, στο κεφάλι.
«Θέλεις βοήθεια;», την ρώτησα μόλις στάθηκα πίσω της.
Εκείνη αναστέναξε δυνατά. «Δεν την αντέχω.»
«Δώσε μου τα αυτά», πήρα στα χέρια μου τρία μπουκέτα από τα οκτώ που κρατούσε. «Τι τα θέλει τόσα λουλούδια;»
«Προσπαθεί να επιλέξει την ανθοδέσμη που θα κρατήσει αύριο», μου απάντησε.
«Και τώρα της ήρθε να το κάνει αυτό;»
«Θέλεις να την ρωτήσεις η ίδια;»
«Πάσο», μουρμούρισα. «Και τις υπόλοιπες ανθοδέσμες τι θα τις κάνει;»
«Θα τις βάλει στον κ...»
«Μέλανη», έκρωξα. «Πού τα έμαθες εσύ αυτά;»
«Από σένα», μου απάντησε.
Εγώ στριφογύρισα τα μάτια μου κι απέφυγα να απαντήσω στο ελαφρώς ορθό σχόλιο της.
Παρατήρησα την Κέιζα λίγο πιο κει, η οποία διάβαζε ένα μικρό σημειωματάριο. Ήταν αρκετά προσηλωμένη κι υπέθετα πως αφορούσε τον γάμο της.
«Αυτές εδώ πού να τις αφήσω;», ρώτησα την Μέλανη.
«Δώσε τις μου καλύτερα να τις πάω στο αίθριο.»
«Είσαι σίγουρη;», αποκρίθηκα αφήνοντας τες προσεκτικά μέσα στα χέρια της.
«Ναι», μου απάντησε. «Είμαι έτοιμη να γραφτώ στο βιβλίο γκίνες για το προσόν μου αυτό.»
Χαμένη πίσω από το δάσος που της είχε φορτώσει η Κέιζα προχώρησε στο αίθριο. Εγώ στο μεταξύ την παρακολουθούσα, μήπως έπεφτε ή χρειαζόταν τελικά βοήθεια. Τελικά, όμως τα κατάφερε μόνη της μια χαρά.
Έπειτα έστρεψα ξανά την προσοχή μου στην Κέιζα, η οποία είχε αφήσει το σημειωματάριο της και ερχόταν προς εμένα. Πήρα μια μεγάλη εισπνοή βλέποντας την να με πλησιάζει και προετοίμασα τον εαυτό μου για οποιοδήποτε μαργαριτάρι θα άκουγα από το στόμα της.
«Πόσο ενθαρρυντικό είναι που σε βλέπω εδώ μαζί μας», σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της. «Λείπεις από το πρωί και προς στιγμή ανησύχησα πως έφυγες από τώρα.»
Όταν ο Σον είπε πως τα νέα αυτά ήταν δύσκολο να μείνουν κρυφά, δεν αστειευόταν καθόλου.
«Είναι δυνατόν να χάσω τον γάμο σας;»
«Χαίρομαι πολύ που το ακούω», ένευσε μια φορά. «Έχεις ότι χρειάζεσαι για την τελετή αύριο;»
«Το μόνο που χρειάζομαι είναι μια νύφη κι ένα γαμπρό», της απάντησα. «Οπότε είμαι καλυμμένη.»
Η Μέλανη επέστρεψε από το αίθριο και στάθηκε δίπλα μου και κατέπνιξα έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η παρουσία της έκανε πιο ανεκτική αυτή της Κέιζα.
«Θέλεις να κάνω τίποτα άλλο;», την ρώτησε με τα χέρια στην μέση της.
«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Σ' ευχαριστώ πολύ», της χάρισε ένα όχι και τόσο ειλικρινές χαμόγελο κι η Μέλανη επίσης.
Στην συνέχεια, απομακρύνθηκε για μια τελευταία επιτήρηση κι εγώ με την Μέλανη προχωρήσαμε σε ένα πιο ήσυχο μέρος για να ξεκουραστεί.
«Δεν νιώθω τα πόδια μου», ψέλλισε και σωριάστηκε σε έναν καναπέ.
Εγώ κάθισα δίπλα της κι άφησα στο τραπέζι μπροστά μας ένα δροσερό ρόφημα κι γλυκά εδέσματα για ενεργεία.
«Συγγνώμη που δεν ήμουν εδώ να σε βοηθήσω.»
«Μην απολογείσαι», ανακάθισε κι ίσιωσε την πλάτη της. «Καταλαβαίνω ότι χρειάζεσαι τον χώρο σου σήμερα, γιατί αύριο θα είναι δύσκολο να τον έχεις.»
«Ναι», ξεφύσησα.
Φαντάστηκα την αυριανή μέρα και πόσο χαρούμενα θα ήταν όλα εκτός από μένα. Η Κέιζα νύφη δίπλα στον Κάρτερ κι εγώ να επισημοποιώ τον γάμο τους. Για ποιο λόγο είχα συμφωνήσει να κάνω κάτι τέτοιο; Δεν υπήρχε περίπτωση να τα κατάφερνα. Πριν καν φτάσω στην μέση θα με έπιανε γλωσσοδέτης, ή θα έβαζα τα κλάματα, ή θα λιποθυμούσα ή όλα μαζί. Έπρεπε εκείνη την στιγμή να τρέξω και να πω ότι δεν μπορούσα να το κάνω ή να ξυπνούσα το επόμενο πρωί και να πω ότι έπαθα φαρυγγίτιδα. Έτσι, θα μπορούσα κιόλας να μείνω στο κρεβάτι και να αποφύγω αυτή την παρωδία. Όμως, δεν θα έκανα τίποτα από τα δύο. Αν ήθελα εξιλέωση για την παραλίγο δολοφονία του Κάρτερ, έπρεπε να πεθάνω εγώ παντρεύοντας τον.
Η Μέλανη έσφιξε το χέρι μου στο δικό της και πίεσε τα χείλη της. «Όλα θα πάνε καλά στο τέλος. Θα δεις.»
«Έχει προφητευτεί άλλωστε», χλεύασα την κατάσταση μου. Λίγος σαρκασμός ήταν αναγκαίος για ένα ήρεμο ξέσπασμα.
Εκείνη γέλασε ελαφρά κι ένευσε.
Παρατηρώντας την καλύτερα, εντόπισα αδύναμους κύκλους γύρω από τα μάτια της, σημάδια ταλαιπωρίας κι αϋπνίας.
«Δεν κοιμάσαι καλά τα βράδια;», την ρώτησα.
Απέφυγε να μου απαντήσει αμέσως και στράφηκε στο κρύο τσάι. Η κίνηση της αυτή μαρτυρούσε πως δεν ήθελε να μου πει, και δεν άργησα να υποπτευθώ τι θα μπορούσε να την κρατάει ξάγρυπνη.
«Μέλανη», επέμεινα. «Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα», απάντησε, αλλά με ένα έντονο μου βλέμμα πείστηκε να μιλήσει. «Απλώς έχω περίεργα όνειρα.»
«Οράματα;», είπα χαμηλόφωνα.
«Γι' αυτό δεν σου είπα τίποτα», ξεφύσησε. «Γιατί ήξερα τι θα έλεγες.»
«Αν δεν είναι οράματα, τότε τι;»
«Δεν ξέρω», ανασήκωσε τον ένα της ώμο. «Όταν τα βλέπω με φοβίζουν και νιώθω ότι κάτι θέλουν να μου πουν, αλλά όταν ξυπνάω δεν τα θυμάμαι ξεκάθαρα. Μένω ξύπνια ώρες προσπαθώντας να τα φέρω στο μυαλό μου χωρίς επιτυχία.»
«Άρα δεν είναι οράματα, επειδή δεν τα θυμάσαι.»
«Δεν ξέρω τι είναι», σήκωσε τα χέρια της. «Και ειλικρινά δεν θέλω να μάθω.»
«Πόσο καιρό διαρκεί αυτό;»
Εκείνη το σκέφτηκε. «Τις τελευταίες τρεις μέρες.»
«Υπάρχει κάτι που να το θυμάσαι καθαρά;»
«Ναι», απάντησε αβέβαιη κι έμεινε σιωπηλή για μερικές στιγμής που φάνταζαν ώρες. «Αίμα», είπε τελικά. «Πολύ αίμα.»
«Δεν ξέρεις ποιανού;»
Κούνησε γρήγορα αρνητικά το κεφάλι της. «Και δεν θέλω να μάθω. Σε παρακαλώ γίνεται να μην μιλάμε άλλο γι' αυτό;»
Εγώ ήθελα να συνεχίσω, γιατί ίσως με τις ερωτήσεις το μυαλό της να έφερνε στην επιφάνεια τις απαντήσεις. Φαινόταν όμως αρκετά ανήσυχη στην διάρκεια αυτής της συζήτησης και σεβάστηκα την επιθυμία της. Όσο μείναμε μαζί μέχρι το βράδυ δεν το ανέφερα ξανά, μολονότι το σκεφτόμουν συνέχεια. Υπήρχε, επίσης, μεγάλη πιθανότητα να το δει ξανά απόψε, κάτι που το ήξερε κι εκείνη. Τα προμηνύματα της σταματούσαν, μόνο όταν συνέβαινε το συμβάν και μέχρι στιγμής δεν είχε γίνει τίποτα. Εγώ πάντως θα την είχα στο νου μου όλη νύχτα, σε περίπτωση που τελικά ήθελε να το συζητήσει.
Με το ρολόι να πλησιάζει μεσάνυχτα και την υποχρέωση να ξυπνήσω νωρίς το επόμενο πρωί, ανέβηκα στο δωμάτιο μου για να αναζητήσω την ζεστασιά του κρεβατιού μου. Εκεί όμως με περίμενε ο Κάρτερ και τινάχτηκα σαστισμένη βλέποντας τον να κάθεται μέσα στο σκοτάδι.
«Τι κάνεις εδώ;», τον ρώτησα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.
Φαινόταν βυθισμένος στις σκέψεις του και με το ζόρι ανασήκωσε τα κλαμένα του μάτια για να με κοιτάξει.
«Δεν θέλω να φύγεις.»
«Δεν εξαρτάται από σένα η απόφαση», αποκρίθηκα και πλησίασα το γραφείο μου.
Εκείνος σηκώθηκε κι έκανε λίγα βήματα μπροστά. Ευχήθηκα να μην ερχόταν περισσότερο κοντά μου, γιατί ήδη ο αυτοέλεγχος μου με εγκατέλειπε.
«Σε παρακαλώ μη φύγεις. Περίμενα τόσα χρόνια μέχρι να έρθεις.»
«Παντρεύεσαι αύριο», είπα χαμηλόφωνα. «Δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενες, αλλά εγώ δεν μπορώ να μείνω και να βλέπω καθημερινά εσένα και την γυναίκα σου.»
Τότε με γρήγορες δρασκελιές βρέθηκε από πίσω μου και τραβώντας με από το χέρι με γύρισε προς τα εκείνον. Με είχε φέρει πάνω στο σώμα του και μπορούσα να νιώσω την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και γρήγορα μέσα του. Με τα βλέμματα μας διασταυρωμένα ένιωθα να λυγίζω και πολύ φοβόμουν πως ό,τι και να έκανε στην συνέχεια δεν θα αντιστεκόμουν.
«Προσπάθησε», ψέλλισε. «Πάλεψε μαζί μου.»
Ήμουν έτοιμη να πω ναι. Θα μπορούσα να πω και να κάνω ό,τι μου ζητούσε. Ευτυχώς όμως ένα κομμάτι της λογικής κόπιαζε μέσα μου για να μην τυφλωθώ ξανά από τα λόγια του.
«Άφησε με» ψιθύρισα όσο το πρόσωπο του πλησίαζε το δικό μου. «Φύγε.»
Εκείνος κούνησε αργά το κεφάλι του και τα χείλη του ρίχτηκαν με απόγνωση στα δικά μου. Κι όπως και στον πύργο, έτσι και τώρα έκανα το λάθος να ενδώσω. Νιώθοντας τα χέρια του πάνω μου να με σφίγγουν και να με αποζητούν και την δική μου αγκαλιά, δεν μπορούσα να καταλάβω, γιατί ήταν έτοιμος να παντρευτεί την Κέιζα. Το σώμα του ερχόταν σε αντίθεση με τα λόγια του και τις πράξεις του. Με φιλούσε και με διεκδικούσε μονάχα για εκείνον και εγώ μούδιαζα με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε.
«Άσε με», ψιθύριζα ξέπνοα, αλλά δεν το εννοούσα.
Μπορεί να του το ζητούσα, αλλά αυτό που πραγματικά ήθελα να πω ήταν μη σταματάς. Κι εκείνος το καταλάβαινε, γιατί βασιζόταν στις διαταγές του κορμιού μου.
«Μια νύχτα», μουρμούρισε όσο τα χείλη του περιεργάζονταν τον λαιμό μου. «Μια τελευταία νύχτα.»
Ίσως και να του την είχα δώσει αν δεν μου το ζητούσε. Δεν υπήρχε πλέον ίχνος λογικής μέσα μου, με αποτέλεσμα να έφτανα στο απροχώρητο έχοντας τον αποκλειστικά δικό μου. Η υπενθύμιση του όμως, ότι αυτή θα ήταν η τελευταία μας νύχτα, έφερε μια ανακατωσούρα στο στομάχι μου και πάγωσε όλη μου την θέρμη.
Σταμάτησα τα φιλιά μου και πήρα τα χέρια μου από πάνω του και κατάλαβε πως δεν θα εκπλήρωνα την επιθυμία μας. Έπαψε κι εκείνος να με φιλάει, αλλά δεν πήρε τα χέρια του από την μέση μου.
«Δεν μπορώ να το κάνω», είπα κλαψιάρικα. «Δεν μπορώ να είμαι το τρίτο πρόσωπο στην ζωή σου.»
Δάγκωσε ελαφρά το κάτω χείλος του και πήρε το πρόσωπο μου στα χέρια του. «Δεν θα μπορούσες ποτέ να είσαι κάτι τέτοιο.»
Φίλησε μαλακά το μέτωπο μου κι ένιωσα ένα δάκρυ του να πέφτει στο δέρμα μου. Με κράτησε για μερικές ακόμα στιγμές κι έπειτα έφυγε από το δωμάτιο μου. Πριν κλείσει όμως την πόρτα γύρισε για να με κοιτάξει και είδα πως ήταν έτοιμος να μιλήσει, αλλά δεν είπε τίποτα. Οτιδήποτε τον ωθούσε σε αυτό τον γάμο θα παρέμενε μυστικό και το παραμύθι που έπρεπε να είναι τελικά δικό μας, μετατράπηκε στον εφιάλτη μου.
Τα γόνατα μου δεν με κράτησαν άλλο κι έπεσα στο πάτωμα. Όλο το βράδυ έμεινα εκεί κλαίγοντας και παρακαλώντας να μην ξημέρωνε ποτέ η μέρα. Ας έμενα έτσι για μια ζωή, αρκεί ο Κάρτερ να μην γινόταν ολοκληρωτικά κάποιας άλλης. Αισθανόμουν πως μου ξεριζώνανε την καρδιά αργά και βίαια. Κάθε ευχάριστη στιγμή που είχα ζήσει σε αυτό το δωμάτιο μαζί του πήρε φωτιά και χάθηκε στις στάχτες. Οι χαρές κι οι απολαύσεις μετατράπηκαν σε θλίψη και σκοτάδι. Κι όλα αυτά, γιατί είχα κάνει το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου: ερωτεύτηκα.
Μετά την αποκάλυψη πως ο Χουάν ήταν κατάσκοπος του Νόα, έπρεπε να παραμείνω επιφυλακτική. Τα λόγια του Κάρτερ όμως γκρέμισαν κάθε μου άμυνα και τώρα είχαν ισοπεδωθεί και τα όνειρα μου. Τον αγάπησα και τον αγαπούσα και τον κράτησα τόσο σφιχτά στα χέρια μου, αλλά εκείνος δραπέτευσε κι αναζήτησε άλλη αγκαλιά. Αλλά ακόμα και τώρα που με είχε απαρνηθεί και επέλεξε την Κέιζα δεν σταματούσα να τον αγαπώ. Δεν έσβηνε ο έρωτας μου για εκείνον. Ακόμα και τώρα κάθε σημείο του κορμιού μου ήταν δικό του, αλλά στο δικό του σώμα είχε αφήσει κι άλλη το σημάδι της, όπως και στην καρδιά του. Η δική μου καρδιά θα έγραφε για πολύ ακόμα το όνομα του και πιθανόν να μην έσβηνε ποτέ.
Όταν άρχισε να ξημερώνει μάζεψα το ελάχιστο κουράγιο μου για να ετοιμαστώ. Σε μερικές ώρες είχα να τελέσω έναν γάμο. Τα βήματα μου με οδήγησαν αρχικά στην ντουζιέρα για ένα πολύωρο μπάνιο. Τα ακροδάχτυλα μου ψηλάφισαν τα σημεία που με είχε ακουμπήσει το προηγούμενο βράδυ και αναστέναξα σε αυτή την ανάμνηση. Τελειώνοντας με το μπάνιο κατευθύνθηκα στην ντουλάπα μου κι έβγαλα το φόρεμα μου, το οποίο και φόρεσα όταν στέγνωσα. Η αίσθηση της Χόουπ ήταν κάτι που είχα μεγάλη ανάγκη, όπως και της μητέρας μου. Γι' αυτό κάτω από το στέμμα μου στερέωσα ένα πέπλο της. Πάντοτε μου άρεσε να αποκοιμιέμαι, όσο μου χάιδευε τα μαλλιά. Έτσι και τώρα στις δύσκολες ώρες θα φανταζόμουν το χάδι της και θα έπαιρνα κουράγιο.
Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα άκουγα τους καλεσμένους που εισέρχονταν και αναρωτιόμουν πως θα κάλυπτα αυτή την θλιμμένη έκφραση. Κοιτούσα τον καθρέφτη και προσπαθούσα να πάρω μια πιο εύθυμη, αλλά δεν τα κατάφερνα. Είχα ένα μόνιμο συνοφρύωμα και έναν δυνατό πόνο στην καρδιά. Μέχρι το τέλος της μέρας όμως δεν θα υπήρχε, καθώς η καρδιά μου θα είχε κομματιαστεί.
Ένας χτύπος στην πόρτα μου τράβηξε την προσοχή και ίσιωσα την φούστα μου, μόλις σηκώθηκα. Όταν είδα τον Τσέις να μπαίνει, μπορώ να πω πως ένα μέρος της δυσφορίας μου καταπολεμήθηκε αρκετά.
«Θα ήθελες έναν καθόλου υποστηρικτικό και γκρινιάρη φίλο για συνοδό;», με ρώτησε προχωρώντας διστακτικά προς τα μέσα.
«Δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερο», του απάντησα και ρίχτηκα μέσα στην αγκαλιά του. «Σ' ευχαριστώ», μουρμούρισα.
Σήμαινε πολλά για μένα αυτή του η κίνηση και το χρειαζόμουν περισσότερο από ότι πίστευα. Ο Τσέις μου μιλούσε και έδειχνε πιο ήρεμος από τις προηγούμενες μέρες. Δεν με ένοιαζε αν δεν με είχε συγχωρέσει. Μου αρκούσε που τώρα ήταν εδώ, όπως το είχα ζητήσει.
«Συγγνώμη», είπε σφίγγοντας τα χείλη του. «Δεν είχα το δικαίωμα να σου φερθώ έτσι.»
«Μην απολογείσαι. Μονάχα υποσχέσου μου πως θα είσαι δίπλα μου σήμερα.»
Εκείνος μειδίασε κι ανασήκωσε το χέρι του. «Θα έχω την πιο όμορφη συνοδό και θα την αφήσω;»
Εγώ πέρασα το χέρι μου γύρω από τον ώμο του και με τον Τσέις για στήριγμα μου κατέβηκα στο αίθριο.
Ο χώρος ήταν στολισμένος με άνθη και κεριά και το άσπρο κυριαρχούσε στην διακόσμηση. Στην μέση είχε απλωθεί ένα λευκό χαλί, που οδηγούσε στον βωμό. Εκεί ήταν τοποθετημένες οι βέρες και τα απαραίτητα σύνεργα για την τελετή, στην οποία δυστυχώς δεν ήμουν εγώ η νύφη.
Ο αριθμός των προσκεκλημένων ήταν μεγάλος. Κάποιοι ήταν ήδη στις θέσεις τους, ενώ άλλοι έδιναν τις ευχές τους στον Κάρτερ. Εκείνος ήταν πανέμορφος με την βασιλική του ενδυμασία και το στέμμα του. Υπήρχε μια μελαγχολία στο βλέμμα του και τα μάτια του άστραψαν βλέποντας με. Όμως έστρεψα γρήγορα αλλού την προσοχή μου, γιατί δεν μου ήταν εύκολο να τον αντικρίζω.
Οι φίλοι μου και τα δικά μου νταμπίρ φρόντιζαν να μου δείξουν έμμεσα πως ήταν εδώ για μένα και το εκτίμησα πολύ. Οι καλεσμένοι από την άλλη, δεν είχαν και τις πιο αγνές προθέσεις. Για εκείνους ήμασταν σαν σαπουνόπερα και για να είμαι ειλικρινής φέρναμε κατά πολύ. Πιθανόν να περίμεναν πως ενώ τελούσα τον γάμο θα τον σταματούσα κιόλας. Εγώ βέβαια δεν είχα τέτοιες προθέσεις. Θα τον τελείωνα και θα έδινα την ευχή μου, ακόμα και αν δεν συναινούσα.
Η Κέιζα ετοιμαζόταν στο δωμάτιο της και παραδόξως δεν είχε ζητήσει δέκακυρίες να την υπηρετούν. Είχε ζητήσει να είναι μόνη της και δεν φέραμε καμίααπολύτως αντίρρηση.
Όταν έφτασε η ώρα για το μεγάλο γεγονός εγώ πήρα την θέση μου, όπως κι ο Κάρτερ με τον Ντιμίτρι. Έριξα ένα πλάγιο χαμόγελο στον Ντιμίτρι θέλοντας να τον διαβεβαιώσω πως δεν με πείραζε η κουμπαριά του με τον Κάρτερ. Η Κέιζα είχε διαλέξει για δική της μια άγνωστη για μένα. Ήταν συμμαθήτρια του αντρόγυνου κι η μόνη που δέχτηκε αυτό το πόστο. Ο Σον ανέλαβε να παίξει το γαμήλιο εμβατήριο και όλοι περιμέναμε την νύφη για να αρχίσει η τελετή. Στο μεταξύ ο Κάρτερ είχε τα μάτια του σε μένα, κάτι που με έφερνε σε δύσκολη θέση. Για καλή μου τύχη οι καλεσμένοι είχαν αλλού την προσοχή τους και δεν το παρατήρησαν.
Ο Σον έπαιξε για σχεδόν δύο λεπτά και αναρωτήθηκα για πόσο ακόμα σκόπευε η Κέιζα να μας αφήσει να περιμένουμε. Δεν είχε καν παντρευτεί και είχε ήδη αρχίσει τις βασιλικές καθυστερήσεις. Η κουμπάρα της ήταν το ίδιο απορημένη με τους υπόλοιπους γι' αυτό και πήγε να δει γιατί αργούσε τόσο πολύ. Στο μεταξύ ένα πλάγιο, κι όλο υπονοούμενο βλέμμα, μεταξύ του Κάρτερ και του Ντιμίτρι δεν πέρασε απαρατήρητο. Εκείνη την στιγμή όμως δεν του έδωσα τόση σημασία, κυρίως όταν αργότερα ακολούθησαν τρομοκρατημένες κραυγές.
Ο κόσμος τότε ανασηκώθηκε έντρομος. Εγώ με τον Κάρτερ, τον Ντιμίτρι καιτον Σον τρέξαμε στο δωμάτιο της Κέιζα για να μάθουμε τον λόγο της αναστάτωσης.Τι θα μπορούσε να είχε πάθει πέρα από ίσως προγαμιαίο άγχος; Πολλές σκέψειςπερνούσαν από το μυαλό μου όσο κατευθυνόμασταν στο δωμάτιο της και όλες ήτανφρικιαστικές, αλλά αφορούσαν την ίδια. Γι' αυτό και εξεπλάγη όταν είδα μιανταμπιρίνα από το προσωπικό του παλατιού αιμόφυρτη στο έδαφος. Ήταν νεκρή καιμάλιστα από επίθεση βρικόλακα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top