31. Ο ΣΦΕΤΕΡΙΣΤΗΣ
«Δεν είναι δυνατόν», ψέλλισα και άρχισα να ψάχνω κάθε γωνία της κοσμηματοθήκης μου.
Το δαχτυλίδι δεν βρισκόταν πουθενά. Κοίταξα και σε όλη μου την τουαλέτα, στα συρτάρια του κομοδίνου μου, στο μπάνιο, στο γραφείο, στην ντουλάπα μου. Κατέβηκα μέχρι και στο πλυσταριό να ψάξω μέσα στα άπλυτα. Μπορεί μια στο εκατομμύριο να είχε μπλεχτεί με τα ρούχα μου. Ωστόσο, ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι το είχα αφήσει στην κοσμηματοθήκη μου γι' αυτό και κοίταξα άλλες δυο φορές σε αυτή και μέσα στο δωμάτιο. Το δαχτυλίδι της Χόουπ όμως ήταν άφαντο και δεν μπορούσα να μην σκεφτώ τον πιθανό κλέφτη του.
Η Κέιζα το ζαχάρωνε από την πρώτη στιγμή που τα μάτια της έπεσαν πάνω του, κι ο Κάρτερ είχε το θράσος να μου το ζητήσει για να το δώσει σε αυτήν. Θα μπορούσαν κι οι δυο να μπουκάρουν εδώ μέσα και να το πάρουν, αλλά ο δεύτερος ήταν ο πιο πιθανός. Εκείνος είχε δει πως δεν το φορούσα και είχε περισσότερη άνεση να εισβάλλει μέσα στο δωμάτιο μου. Γι' αυτό και σκέφτηκα ότι θα ήταν κάτι παραπάνω από δίκαιο αν έκανα κι εγώ το ίδιο το ακριβώς επόμενο πρωί.
Στο μεταξύ έκανα ένα καυτό μπάνιο και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, χωρίς να με παίρνει ο ύπνος. Λίγο η υπερένταση από ό,τι είχε συμβεί με τον Ζάβιερ και αρκετά η οργή μου απέναντι στον Κάρτερ δεν μου επέτρεψαν να κοιμηθώ παρά μόνο για λίγες ώρες πριν το ξημέρωμα. Ακόμα και τότε όμως δεν μπορούσα να μην σκέφτομαι το κλεμμένο δαχτυλίδι μου κι έβλεπα όνειρα, στα οποία ο Κάρτερ έφτανε στο σημείο να μου κάνει κακό για να δώσει το κόσμημα μου στην Κέιζα. Με είχε φέρει σε σημείο παραλογισμού, ο κλέφτης, και δηλητηρίαζε το μυαλό μου με τις πράξεις του.
Τι στο καλό συνέβαινε πια κι αυτός είχε γίνει το πλέον υποχείριο της Κέιζα; Δεν μπορεί να ήταν μόνο αγάπη κι έρωτας, γιατί είχε χάσει κάθε λογική. Όσο κι αν ο έρωτας μας οδηγούσε σε πράξεις τρέλας, σε τέτοιο αποτέλεσμα ήταν αδύνατο να φτάσει και ειδικά στον Κάρτερ. Ήταν σαν να του είχε κάνει πλύση εγκεφάλου, σαν να είχε μετατραπεί στην μαριονέτα της. Και το γεγονός ότι μπορούσε να αγγίξει κι εμένα η επιρροή της, καταλάγιαζε την περιέργεια μου και υψώνονταν οι άμυνες μου. Δεν με ενδιέφερε να μάθω τον λόγο του γρήγορου γάμου, αρκεί να εξασφάλιζα την δική μου ασφάλεια. Πλέον το είχαν μετατρέψει σε αγώνα επιβίωσης κι ο μόνος τρόπος για να κερδίσω την δική μου, ήταν να φύγω από την Μόιρα. Άλλωστε σε αυτό το μέρος δεν κινδύνευα μόνο από αυτούς, αλλά κι από τον Ντέμιεν.
Όταν ξύπνησα άλλαξα από την νυχτικιά μου και βγήκα στον διάδρομο αθόρυβα προσέχοντας γύρω μου τον χώρο. Αν άκουγα κάποιον θα προτιμούσα να κρυφτώ από το να αναβάλλω την διάσωση του δαχτυλιδιού μου. Αφού κατάφερα να μην συναντήσω κανέναν, προχώρησα στο δωμάτιο του Κάρτερ και χτύπησα πρώτα για να μην μπω και πέσω πάλι σε τίποτα ιδιωτικές στιγμές. Δεν πήρα απάντηση και την στιγμή που δεν ήταν κανείς μέσα, μπήκα μέσα γρήγορα και κλείδωσα για να μην πιαστώ στο ψαχούλεμα.
Η πρώτη μου σκέψη και προορισμός ήταν η δική του κοσμηματοθήκη στην ντουλάπα του. Μέσα στα τόσα σμαράγδια που υπήρχαν εκεί μέσα δεν βρήκα το δικό μου. Έψαξα και την υπόλοιπη ντουλάπα του και φυσικά φρόντισα να αφήσω τα πράγματα, όπως ακριβώς τα είχα βρει για να μην κινήσω υποψίες. Αφού δεν βρήκα ούτε κι εκεί τίποτα κατευθύνθηκα στο κομοδίνο κι έπειτα στο γραφείο του. Στα συρτάρια υπήρχαν μόνο πένες και διάφορα χαρτιά, άσχετα με το βασίλειο. Αποτελούσαν τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες, από γραπτά μέχρι και ζωγραφιές. Την προσοχή μου τράβηξε το πάνω σκίτσο, το οποίο έδειχνε μια βασίλισσα στον θρόνο της. Ο Κάρτερ είχε την ικανότητα να αποτυπώνει με μεγάλη λεπτομέρεια τα πρόσωπα στις ζωγραφιές του κι ήταν λες κι έβλεπες φωτογραφίες. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η βασίλισσα ήμουν εγώ. Δεν υπήρχε καμία δυσκολία στο να με αναγνωρίσω, καθώς τα ρούχα, το στέμμα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου, όλα ήταν απόδειξη πως με είχε ζωγραφίσει στην ημέρα της στέψης μου.
Προς στιγμή με άφησα να συγκινηθώ από το χαρτί που κρατούσα στα χέρια μου. Η προσοχή και η λεπτολογία του στην αποτύπωση μου, άγγιζε ευαίσθητες χορδές και όχι και τόσο καλά θαμμένα συναισθήματα. Γρήγορα όμως τα έβαλα στην άκρη μαζί με τα χαρτιά του, καθώς δεν έπρεπε να του επιτρέψω να με βγάλει από τον δρόμο μου. Είχε κλέψει το δαχτυλίδι μου. Το δαχτυλίδι που με προστάτευε. Κι αφού στο δωμάτιο του δεν είχα καμία απολύτως τύχη, έφυγα χωρίς να έχω εγκαταλείψει τις προσπάθειες μου. Πιθανόν να το είχε πάνω του ακριβώς γιατί ήξερε πως, την στιγμή που θα ανακάλυπτα ότι έλειπε, δεν θα δίσταζα να μπω να το ψάξω.
Καταβαίνοντας τις σκάλες και κατευθυνόμενη προς το καθιστικό με τα πράγματα της Κέιζα για τρίτο γύρο ψαξίματος, συνάντησα τον Ντιμίτρι και τον Σκοτ. Φαίνονταν πως γυρνούσαν στο παλάτι και δεν έκοβαν απλώς βόλτες.
«Από πού επιστρέφετε εσείς;», τους ρώτησα πλησιάζοντας τους.
Προσπάθησα επίσης να δείξω πως δεν είχα έναν ακριβή προορισμό για να μην προκαλέσω αναστάτωση. Αν όμως δεν έβρισκα το δαχτυλίδι μου μέσα στην ημέρα θα γινόταν χαμός.
«Ως φρουροί πρέπει να έχουμε και τις επίσημες στολές μας», μου απάντησε ο Σκοτ. «Γι' αυτό και πήγαμε να μας πάρουν μέτρα.»
«Εσύ έμαθα ότι τρύπωσες έξω από την Μόιρα», αποκρίθηκε ο Ντιμίτρι σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του.
«Έμαθες λάθος», αποκρίθηκα. «Βγήκα φυσιολογικά και καθόλου κρυφά.»
«Χμ», μισόκλεισε τα μάτια του.
«Πώς πήγε;», με ρώτησε ο Σκοτ.
«Λοιπόν», καθάρισα τον λαιμό μου. «Πήρα τις απαντήσεις μου. Κι ο Ζάβιερ...»
Για μια στιγμή χάθηκα στην ανάμνηση της χθεσινής νύχτας διεγείροντας την περιέργεια του Ντιμίτρι και του Σκοτ.
«Δεν θα αποτελεί πρόβλημα πλέον», είπα τελικά.
«Δεν δούλευε πράγματι για τον Ντέμιεν;», ρώτησε ο Ντιμίτρι.
«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Δεν υπάρχει κάποια μεγάλη θεωρία συνωμοσίας πίσω από τις πράξεις τις δικές του και της Λίζα. Πρόκειται απλά για μια ιστορία ενός αδερφού που προσπαθούσε να προστατέψει την προβληματική, που θρέφεται από μπελάδες, αδερφή του. Τίποτα παραπάνω.»
«Δεν ξέρω για εσάς, πάντως εμένα αυτό με καθησύχασε», είπε ο Σκοτ.
Ο Ντιμίτρι ένευσε συμφωνώντας μαζί του.
«Εγώ θα ησυχάσω για τα καλά, όταν κι η Λίζα έχει πληρώσει για τα εγκλήματα της.»
«Ορόρα!»
Η Μέλανη κι ο Κάρτερ έτρεξαν γρήγορα προς τα εμάς και τα αναστατωμένα βλέμμα τους δεν μπορούσαν παρά να με ανησυχήσουν.
«Τι συμβαίνει;», έσμιξα τα φρύδια μου.
Ο Κάρτερ πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς είχε λαχανιάσει από το τρέξιμο.
«Πρέπει να έρθεις στην είσοδο», είπε μέσα από το άσθμα του.
Εγώ αρκετά απορημένη τους ακολούθησα στην είσοδο, μαζί με τους επίσης απορημένους Ντιμίτρι και Σκοτ.
Πήραμε το αυτοκίνητο του Κάρτερ για να φτάσουμε πιο γρήγορα, και για να είμαι ειλικρινής δεν εξεπλάγη όταν είδα την Λίζα μερικά εκατοστά έξω από τα όρια της πόλης να ουρλιάζει κλαίγοντας. Ο Νέιθαν προσπαθούσε να την ηρεμήσει, αλλά αυτή ούτε που τον άκουγε. Μόλις με είδε προχώρησε προς τα μέσα και η απεγνωσμένη της όψη, άλλαξε σε εξοργισμένη.
«Σκότωσες τον αδερφό μου», φώναξε δείχνοντας με με το δάχτυλο της. «Σκότωσες τον Ζάβιερ.»
Ο Νέιθαν την κράτησε για να την αποτρέψει από το να με πλησιάσει κι ο Ντιμίτρι με τον Σκοτ έκαναν ένα βήμα μπροστά, έτοιμοι να την διώξουν.
«Τι θέλεις εδώ Λίζα;», την ρώτησα μόλις σταμάτησε το παραλήρημα της.
«Σκότωσες τον Ζάβιερ», είπε ξανά κι άρχισε να κλαίει.
Ο Νέιθαν φαινόταν να την συμπονάει, αλλά δεν ήταν διαχυτικός μαζί της.
«Είναι νεκρός», τσίριξε μέσα από τους λυγμούς της. «Και φταις εσύ γι' αυτό.»
«Εκείνος μου το ζήτησε», της απάντησα. «Ο Ζάβιερ μου έδωσε το στιλέτο, για να τον βγάλω από το μαρτύριο του. Βλέπεις τον είχες μπλέξει τόσο πολύ με τις ατασθαλίες σου και δεν υπήρχε ελπίδα γιατρειάς που προτίμησε να πεθάνει οικειοθελώς από τα δικά μου χέρια.»
«Όχι», φώναξε. «Δεν είναι αλήθεια. Δεν σε πιστεύω. Εκμεταλλεύτηκες την αδυναμία του και τον σκότωσες.»
«Ειλικρινά, Λίζα δεν με νοιάζει καθόλου τι πιστεύεις. Εγώ σου είπα τι έγινε, όπως μου είπε κι ο Ζάβιερ την ιστορία σας. Πώς σκοτώσατε την Πάιπερ», σε αυτήν μου την φράση τα μάτια της άστραψαν, αλλά παρέμεινε σιωπηλή «Πώς ερωτεύτηκες εκείνον τον δαίμονα, πώς απέκτησες μια ηλίθια εμμονή απέναντι μου», τα μάτια μου συνάντησαν εκείνα του Νέιθαν «Πώς χρησιμοποίησες τον Νέιθαν για να στρέψετε τον Λουκ με το μέρος σας.»
Ο Νέιθαν τότε διασταύρωσε το βλέμμα του με της Λίζα κι έπαψε να την ακουμπάει. Άρχισε να κάνει βήματα προς τα πίσω, αργά και μπερδεμένα.
«Αν ο Λουκ βοηθούσε τον αφέντη σας να κερδίσει δύναμη», συνέχισα «τότε μπορεί και να σας συγχωρούσε. Κι έπειτα θα του έδινες τον Νέιθαν, όπως ακριβώς το ήθελε.»
«Νέιθαν, μπορώ να σου εξηγήσω», αποκρίθηκε η Λίζα αγνοώντας με πλέον.
«Τι να μου εξηγήσεις;», μουρμούρισε ο Νέιθαν. «Σε εμπιστεύτηκα», της φώναξε «Σε άφησα να μου καταστρέψεις την ζωή κι εσύ με πρόδωσες.»
«Όχι», έκανε να τον πλησιάσει, αλλά ο Νέιθαν την έσπρωξε.
Δεν μπορούσα να νιώσω άσχημα για εκείνη. Μου ήταν αδύνατον. Ακόμα και τώρα που την έβλεπα ανίσχυρη και σε τόσο δύσκολη θέση, εξακολουθούσα να βλέπω τη αυτάρεσκη της έκφραση κι ό,τι είχε διαλύσει όλων μας τις ζωές.
«Είσαι ευτυχισμένη τώρα;», με ρώτησε μέσα από τα δόντια της.
Εγώ έριξα μια ματιά στον Σκοτ κι έπειτα προχώρησα σε εκείνη. Την πλησίασα με γρήγορες δρασκελιές και στάθηκα λίγα εκατοστά μακριά της.
«Όχι, ακόμα», της απάντησα. «Ξέρεις πολύ καλά πως μπορώ αυτή την στιγμή να σκοτώσω κι εσένα και ένα κομμάτι του εαυτού σου το θέλει, γιατί είσαι μόνη σου και δεν έχεις κάτι άλλο σε αυτή την ζωή. Αλλά ακριβώς επειδή δεν θέλω να σε λυτρώσω θα σε αφήσω να ζήσεις λίγο ακόμα. Θέλω να ζήσεις αυτές τις στιγμές θρήνου, όπως ακριβώς τις αντιμετώπισα κι εγώ, κι εμείς, όταν σκότωσες τον Μάικλ.»
Τα μάτια της ήταν δακρυσμένα, αλλά όσο της μιλούσα προσπαθούσε να είναι ψυχρή και επίφοβη. Δεν κατάφερνε τίποτα από τα δύο κι ειδικά το δεύτερο, δεν το είχε πετύχει ποτέ.
«Θα προσπαθήσεις να σχεδιάσεις την εκδίκηση σου», συνέχισα «Θα ξεπέσεις σε πράξεις απόγνωσης και όπως πάντα θα φέρεις μπελάδες στους γύρω σου. Αλλά τη στιγμή που έχεις μείνει μόνη σου, θα προκαλέσεις μπελάδες στον εαυτό σου. Και στο τέλος δεν θα υπάρχει κανείς να σε προστατέψει. Έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για σένα Λίζα. Κι ό,τι και να κάνεις το ρολόι δεν θα σταματήσει. Τώρα φύγε. Όπως βλέπεις δεν υπάρχει τίποτα για σένα εδώ.»
Εισέπνευσε αργά κι έριξε μια τελευταία ματιά στον Νέιθαν, ο οποίος απέφυγε το βλέμμα της.
«Δεν έχω τελειώσει ακόμα μαζί σου», μου είπε χαμηλόφωνα.
«Ωραία», απάντησα «Γιατί ούτε εγώ έχω τελειώσει ακόμα μαζί σου.»
Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω μου και στην συνέχεια χάθηκε από μπροστά μας με τις δαιμονικές της δυνάμεις.
Η πρώτη μου κίνηση ήταν να στραφώ στον Νέιθαν. Η νέα αποκάλυψη δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο για εκείνον, σε συνδυασμό μάλιστα με τον πρόσφατο θάνατο του Λουκ. Για χάρη της Λίζα είχε χαλάσει η σχέση του με την Μέλανη κι είχαμε στραφεί όλοι εναντίον του. Είχε νιώσει πράγματα για εκείνη και σήμερα έμαθε πως τον είχε χρησιμοποιήσει ως ένα απλό, διαπραγματευτικό εργαλείο.
«Νέιθαν, λυπάμαι», είπα χαμηλόφωνα.
Πραγματικά δεν ήξερα ποια ήταν τα κατάλληλα λόγια αυτή την στιγμή. Το μόνο που μπορούσα να του προσφέρω ήταν την συμπόνια μου, αλλά δεν ήταν αρκετό.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και με ένα βαρύ αναστεναγμό επέστρεψε σπίτι του.
«Νέιθαν», φώναξε η Μέλανη και την ακολούθησε.
Από το παράθυρο την είδα που προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή για να της μιλήσει και τελικά τον έκλεισε στην αγκαλιά της. Εκείνος δεν δραπέτευσε, αλλά παρέμεινε μέσα σε αυτή τυλίγοντας τα χέρια του γύρω της.
Η εικόνα αυτή δεν ήταν καθόλου ευχάριστη για τον Ντιμίτρι. Ενοχλήθηκε αρκετά και σχεδόν έτρεξε πίσω στο αυτοκίνητο. Οι υπόλοιποι προχωρήσαμε πίσω του και μέχρι κι ο Κάρτερ κατέπνιξε την δική του ενόχληση για να μην φέρνει τον Ντιμίτρι περισσότερο σε δύσκολη θέση. Παρά τον θυμό μου αναγνώρισα αυτή του την πράξη. Μπορεί απέναντι μου να είχε ξεπεράσει τα όρια, αλλά στον Ντιμίτρι ήταν σωστός φίλος και ένας τουλάχιστον από εμάς, είχε την σωστή αντιμετώπιση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Ντιμίτρι το είχε περισσότερη ανάγκη.
Όταν επιστρέψαμε στο παλάτι ούτε που κατάλαβα πόσο γρήγορα βγήκε από το αυτοκίνητο κι αναζήτησε την ησυχία του. Εμείς οι τρεις δεν είπαμε τίποτα και προς το παρόν τον αφήσαμε μόνο του. Ο Σκοτ με την σειρά του πήγε να βρει την Μόνι και τον Τσέις κι εγώ έκανα να μπω μέσα στο παλάτι, αλλά ο Κάρτερ με τράβηξε από το χέρι εμποδίζοντας με.
«Με πονάς», προσπάθησα να οπισθοχωρήσω αλλά με έσφιγγε.
«Πότε είχες σκοπό να μου πεις για την χθεσινή σου επίσκεψη.»
«Ποτέ. Τώρα άσε με», τον έσπρωξα και κατάφερα να απελευθερωθώ από το άγγιγμα του.
«Ορόρα είπαμε όχι μυστικά», αποκρίθηκε.
Εγώ κάγχασα, αλλά κρατήθηκα και δεν μίλησα. Το πιο πιθανόν ήταν να μην τα πω ήρεμα, αλλά σε υστερικό τόνο.
«Αν σου έλεγα ότι θα πήγαινα στον Ζάβιερ, εσύ θα με ακολουθούσες. Σωστά;»
«Ναι», ένευσε. «Πού είναι το πρόβλημα;»
«Το πρόβλημα είναι πως ήθελα να πάω μόνη μου για να μάθω αυτά που έμαθα χωρίς διακοπές και ηλίθια σχόλια.»
«Θέλεις να πεις κάτι;», έσμιξε τα φρύδια του.
«Ναι, θέλω να πω ότι είσαι ηλίθιος», ύψωσα τον τόνο της φωνής μου. «Τώρα μπορώ να πάω μέσα;»
«Όχι, αν δεν μου πεις γιατί φέρεσαι έτσι περίεργα», άρχισε να φωνάζει κι εκείνος.
Εγώ έκανα την πρώτη υποχώρηση κι ηρέμησα, αφού πήρα πρώτα μια βαθιά ανάσα.
«Εσύ είσαι αυτός που με άρπαξε μόλις βγήκαμε από το αυτοκίνητο»,απάντησα «και άρχισες τις ανακρίσεις. Περίμενες πως θα γελούσα διασκεδάζοντας με αυτή την σπασμωδική σου κίνηση; Και πριν πεις το οτιδήποτε», τον διέκοψα μόλις έκανε να απαντήσει «Όχι, δεν ήμουν περίεργη από πριν, γιατί δεν μιλήσαμε πριν, για να το ξέρεις. Εκτός όμως κι αν έχεις κάνει κάτι και περιμένεις την αντίδραση μου.»
«Εγώ;», έκανε τον απορημένο. «Όχι», κούνησε γρήγορα το κεφάλι του. «Δεν έχω κάνει τίποτα.»
«Α, όχι.»
«Όχι», επανέλαβε.
Εγώ τον κοίταξα για μερικές στιγμές με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος μου. Ο Κάρτερ απέφευγε το βλέμμα μου, και μονάχα έριχνε πλάγιες ματιές για να μην κινήσει υποψίες. Όμως δεν καταλάβαινα, γιατί συνεχίζαμε το θέατρο την στιγμή που ξέραμε κι οι δυο μας για ποιο λόγο περίμενε να είμαι περίεργη σήμερα. Αλλά αφού επέμενε, θα το συνέχιζα. Άλλωστε έτσι ήταν ο Κάρτερ. Προτιμούσε τις κακόγουστες παραστάσεις από το θάρρος να πει την αλήθεια.
«Καλά», είπα τελικά. «Για να το λες, ίσως και να ισχύει.»
«Ισχύει.»
Εγώ ένευσα αργά και άφησα τα χέρια μου να πέσουν ελεύθερα στους μηρούς μου.
«Ξέρεις πώς λένε εκείνον που θέλει και παίρνει πράγματα που δεν του ανήκουν;», τον ρώτησα.
«Πώς;», μουρμούρισε εκείνος, καθώς ήξερε πως έτσι κι αλλιώς θα έδινα μόνη μου την απάντηση.
«Σφετεριστής!»
Τα βλέφαρα του τρεμόπαιξαν αμήχανα, αλλά προσπάθησε να το αποτρέψει. Ήταν κάτι που του συνέβαινε συνέχεια, όταν πιανόταν στο έγκλημα του.
«Και τον τελευταίο σου επέτρεψα να τον σώσεις από την τιμωρία που του άρμοζε», δηλαδή τον Φερνάντο. «Αλλά αν ανακαλύψω πως υπάρχει κι άλλος στα χωράφια μου, δεν πρόκειται να τον γλιτώσει κανείς από τα χέρια μου, τα οποία αν θυμάσαι καλά, τείνουν να φλέγονται σε κατάσταση σύγχυσης.»
Το στομάχι μου αναταράχτηκε σε αυτή την απειλή. Δεν θα έπρεπε να έλεγα κάτι τέτοιο, εγώ σε εκείνον. Πριν από καιρό είχα βρεθεί τόσο κοντά στο να τον κάψω ζωντανό. Όμως ήθελα με κάθε τρόπο να τον εκφοβίσω για να μου δώσει πίσω το δαχτυλίδι μου. Δεν ήταν ένα απλό κόσμημα, ή κειμήλιο, αλλά ένα ακόμα μέσο για την προστασία μου. Και την στιγμή που μου την στερούσε έπρεπε να την απαιτήσω με σκληρά μέτρα.
«Νομίζω πως υπερβάλλεις», αποκρίθηκε. «Ο σφετεριστής παίρνει κάτι μεγάλο, κάτι ζωτικό αν θέλεις.»
«Έχεις παρερμηνεύσει την έννοια της λέξης», έκανα ένα βήμα μπροστά πλησιάζοντας τον. «Αλλά στην προκειμένη περίπτωση η γνώμη σου εξυπηρετεί τα συμφέροντα μου.»
Με αυτά μου τα λόγια απομακρύνθηκα από εκείνον επιστρέφοντας στο παλάτι.
Δεν ένιωθα καθόλου ικανοποιημένη από την στιγμή που δεν είχα καταφέρει να πάρω ξανά το δαχτυλίδι της Χόουπ. Ίσα – ίσα είχα θυμώσει περισσότερο με την ανήξερη στάση του. Σιχαινόμουν το ψέμα και τους ψεύτες και τους υποκριτές. Ο Κάρτερ είχε και από τα τρία χαρακτηριστικά και μπορούσα εκείνη την στιγμή να πω πως σιχαινόμουν και τον ίδιο.
Ανέβηκα στο δωμάτιο μου για να σκεφτώ ίσως ένα πιο αποτελεσματικό σχέδιο, μέχρι που κοίταξα το κινητό μου και βρήκα ένα μήνυμα από τον Νόα. Ήθελε απόψε να τον συναντήσω, για να γνωρίσω τους νέους στρατολογούμενους. Μου είχε στείλει την ώρα και την διεύθυνση και τον αριθμό, ο οποίος ήταν το έξι. Μισή ντουζίνα νέοι στρατιώτες θα έπρεπε να με κάνουν να ενθουσιαστώ, αλλά είχα τυφλωθεί τόσο πολύ από την οργή μου, που δεν μπόρεσα να το χαρώ.
Ο Κάρτερ την είχε αυτή την ιδιότητα από την πρώτη φορά που τον αντίκρισα. Με ένα του κοίταγμα, μια πράξη, μια λέξη, ένα άγγιγμα... Δεν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να με καταβάλλει και να μουδιάσει οποιοδήποτε συναίσθημα δεν τον περιελάμβανε. Δεν ξέρω τι μου είχε κάνει. Δεν ξέρω ποιο μαγικό φίλτρο με είχε ποτίσει κι εγώ τυφλωνόμουν τόσο εύκολα από αυτόν, αλλά έπρεπε να το αντιμετωπίσω. Δεν άντεχα να είμαι υποχείριο του. Πονούσε ο εγωισμός μου, όσο ήμουν υποταγμένη στα συναισθήματα μου για εκείνον κι έπρεπε να τα ξεπεράσω. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Και τότε άρχισα να σκέφτομαι πολύ σοβαρά την προοπτική να φύγω από την Μόιρα. Θα έχανα τους φίλους μου και θα αποχωριζόμουν οριστικά τον Ντιμίτρι. Όμως αν ήθελα να αρχίσω μια νέα ζωή έπρεπε να φύγω. Στο Πόρτλαντ δεν θα τα κατάφερνα, με τον Κάρτερ σε απόσταση βολής. Την στιγμή μάλιστα που θα παντρευόταν την Κέιζα, η κατάσταση θα χειροτέρευε. Ήξερα πως τότε δεν θα το χώνευα μια και καλή, αλλά χωρίς να το καταλάβω θα έπεφτα σε μια νέα τρύπα κατάθλιψης. Ήταν μια δύσκολη απόφαση, η οποία βέβαια δεν ήταν ακόμη οριστική.
Πολύ αργότερα, όταν έφτασε η ώρα για να συναντήσω τον Νόα, ετοιμάστηκα και μπόρεσα να φύγω πιο εύκολα από το παλάτι, καθώς ήμουν μόνη μου για πολλές ώρες. Ούτε από την Μέλανη είχα νέα και περίμενα να την βρω στο σπίτι του Νέιθαν. Δεν είχα και τα πλέον θετικά συναισθήματα γι' αυτό, για να είμαι ειλικρινής. Πράγματι ο Νέιθαν χρειαζόταν παρηγοριά, αλλά φοβόμουν μήπως ανέκυπτε το παλιό τους ρομάντζο, και δεν τον εμπιστευόμουν με την Μέλανη ξανά. Ευτυχώς, όμως ήταν μόνος του και όχι σε τόσο καλή ψυχολογική διάθεση. Συζήτησα για λίγο μαζί του πριν φύγω, αλλά δεν άλλαξε κατά πολύ η κατάσταση του. Ίσως να καθόμουν περισσότερο, αν δεν με βίαζε ο χρόνος.
Αφού λοιπόν καταγράφηκα στο τετράδιο έφυγα από την Μόιρα για να γνωρίσω τους νέους μου στρατολογούμενους. Στην διαδρομή σκεφτόμουν το χθεσινό συμβάν με τον Ζάβιερ. Τις τελευταίες ώρες δεν του έδωσα την σημασία που υπέθεσα ότι θα έκανα, και τώρα μέσα στην ησυχία μου είχα αυτή την δυνατότητα. Η στιγμή που ξεψυχούσε έπαιζε ξανά και ξανά στο μυαλό μου και προσπαθούσα να φέρω την ακριβή αντίδραση της Λίζα, όταν τον βρήκε. Αν τον έβλεπε έτσι όπως πραγματικά πέθανε, τότε μπορεί να μην ήταν τόσο ψύχραιμη σήμερα. Όμως δεν το είχα κάνει μόνο για εκείνη. Ένα κομμάτι του εαυτού μου τον λυπήθηκε, γιατί ήξερα πως κι εγώ για κάποιον που αγαπούσα θα έκανα εγκλήματα. Γι' αυτόν τον λόγο σεβάστηκα το νεκρό του σώμα. Επιπλέον, δεν με χαροποίησε το γεγονός ότι ο θάνατος του ήταν εύκολος, γιατί ουσιαστικά δεν ήταν. Ο Κάρτερ τον είχε τραυματίσει με ασήμι, όσο ο Ζάβιερ με κρατούσε αιχμάλωτη στην Λίμπο. Εγώ απλώς επιτάχυνα το μοιραίο. Γενικά ο τρόπος με τον οποίο τον σκότωσα ερχόταν σε αντίθεση με τα πιστεύω μου. Πάντοτε έλεγα πως αν έπρεπε να στερήσω κάποιου την ζωή, θα γινόταν σε μάχη. Ο Ζάβιερ ήταν στο κρεβάτι του άρρωστος και σύμφωνα με την ηθική μου, σκότωνα έναν αδύναμο να αμυνθεί. Μπορεί να μου το ζήτησε, μπορεί να το ήθελα, αλλά ίσως να ένιωθα καλύτερα για τον χαμό του, αν τον είχα τραυματίσει εγώ. Το βέβαιο πάντως ήταν, πως ο Ντέμιεν δεν θα αντιδρούσε σπασμωδικά σε αυτό και δεν θα το προσέθετε στην μακρά λίστα των λόγων που με μισούσε.
Μέσα σε αυτές τις σκέψεις έφτασα στο σημείο συνάντησης. Όταν μου είχε δώσει την διεύθυνση δεν είχα ψάξει το κατάστημα στο διαδίκτυο. Υπέθετα πως θα ήταν ένα ακόμη καταγώγι, από αυτά που σύχναζαν οι βρικόλακες. Το συγκεκριμένο όμως δεν ήταν ένα απλό μπαρ, αλλά ένας ιδιαίτερος χώρος απόλαυσης των ανδρών.
Ο Νόα με περίμενε μαζί με την Κόρτνεϋ στην είσοδο κι εγώ αρκετά αβέβαιη τους πλησίασα με τα μάτια μου καρφωμένα στην ταμπέλα του μαγαζιού.
«Καλώς την», αποκρίθηκε η Κόρτνεϋ μειδιάζοντας.
Εγώ καθάρισα τον λαιμό μου και στράφηκα με ήρεμο ύφος στον Νόα. «Δεν το θεώρησες σκόπιμο να με ενημερώσεις ότι θα συναντιόμασταν σε ένα στριπτιζάδικο;»
«Ειλικρινά;», σταύρωσε τα χέρια του μπροστά «Ανησυχούσα πως δεν θα ερχόσουν.»
«Ο Χουάν είναι μέσα, έτσι;»
Εκείνος γέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν του είπα που θα πηγαίναμε. Αν ερχόταν δύσκολα θα ξεκόλλαγε.»
«Ακριβώς», μουρμούρισα. «Τέλος πάντων. Ελπίζω οι στρατολογούμενοι να μην θέλουν να συζητήσουμε πλάι στην πίστα.»
«Δυστυχώς, όχι», απάντησε η Κόρτνεϋ.
Ο Νόα κατέπνιξε ένα γέλιο και συνέχισε εκείνος να απαντάει στην ερώτηση μου.
«Θέλουν τον χρόνο τους όμως για να έρθουν σε σένα. Δεν γίνεται να μπούμε μέσα και να αρχίσεις τα βασιλικά σου.»
«Μα γι' αυτό δεν ήρθαμε εδώ;», ρώτησα.
«Εσύ ναι», είπε ο Νόα. «Αυτοί όχι. Κι αν δεν είναι ικανοποιημένοι, δεν πρόκειται να ικανοποιήσουν κι εσένα.»
«Και τώρα τι; Θα πρέπει να καθίσω μέσα σε ένα στριπτιζάδικο περιμένοντας τους ξελιγωμένους βρικόλακες;»
Η ερώτηση ήταν ρητορική, αλλά όταν δεν μου απάντησαν πήρα μια απάντηση που δεν ήθελα καθόλου.
«Μάλιστα», ξεφύσησα. «Τουλάχιστον παραγγείλετε μου κάτι δυνατό.»
Οι τρεις μας προχωρήσαμε μέσα και η αμηχανία έπνιγε κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Παρά τον χαμηλό φωτισμό μπορούσα να δω ημίγυμνες γυναίκες με υπερβολικά μεγάλα προσόντα να χορεύουν μπροστά από ένα μάτσο σαραντάρηδες. Πιο μέσα υπήρχαν χώροι για ιδιωτικά σόου, όπου η κατάσταση ήταν εύκολο να εκτροχιαστεί.
«Εγώ πάω να τους βρω για να τους πω ότι ήρθες», είπε ο Νόα «Εσείς φροντίστε να αναμειχθείτε με τον κόσμο.»
Εγώ ανασήκωσα το ένα μου φρύδι. Εδώ μέσα η ανάμειξη δεν ήταν και τόσο απλή. Για αρχή απαιτούσε γυμνισμό.
«Απλά μην τραβήξετε την προσοχή», συμπλήρωσε προτού απομακρυνθεί.
Η Κόρτνεϋ περιεργαζόταν το μέρος και φαινόταν πολύ πιο άνετη από μένα. Δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ αν είχε ξανάρθει σε τέτοιο μέρος. Πιθανόν ναι.
Κι αυτό το πράγμα με τους βρικόλακες έπρεπε να σταματήσει επιτέλους. Δεν υπήρχε κακόφημο μέρος που να μην σύχναζαν. Δεν υπήρχε ούτε ένας που να τον βρήκαμε σε κάποιο θέατρο, σε κάποιο μουσείο, σε ένα μέρος τέλος πάντων που να φορούσαν έστω τα εσώρουχα τους. Το επίπεδο είχε πιάσει πάτο κι η αξιοπρέπεια μου επίσης.
«Φαίνεσαι σαν το ψάρι έξω από το νερό», παρατήρησε η Κόρτνεϋ.
«Είμαι λίγο», παραδέχτηκα. «Δεν είναι και το πλέον κατάλληλο μέρος για ένα κορίτσι σαν κι εμένα.»
«Αλήθεια;», γέλασε πνιχτά. «Είσαι, δηλαδή, το καλό και σεμνό κορίτσι;»
Εγώ το σκέφτηκα λίγο.
«Δεν λέω ότι είμαι αγία», αποκρίθηκα. «Αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να κυκλοφορώ με τα εσώρουχα μου με τόση ευκολία μπροστά σε τόσο κόσμο.»
«Άρα όταν πας στην παραλία κολυμπάς με τα ρούχα σου;», σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της.
«Όχι», γέλασα. «Με μαγιό.»
«Με μαγιό», επανέλαβε κατευνάζοντας. «Και τι διαφορά έχει το μαγιό με τα εσώρουχο; Μόνο το όνομα. Στην παραλία γιατί νιώθεις πιο άνετα;»
Ήταν καλή και αρκετά έξυπνη. Της το αναγνώριζα.
Ήταν κρίμα που είχα μόνο μία βαμπιρίνα στο πλευρό μου. Από ότι φαινόταν είχαν ένα ενδιαφέρον. Από την φύση τους ήταν ερωτικά πλάσματα για να σαγηνεύουν τα θύματα τους. Δεν θα έχανα και πολλά να πάρω ορισμένα μαθήματα από αυτήν, γι' αυτό και συνέχισα την συζήτηση.
«Εντάξει», είπα «Αλλάζω τα λόγια μου και λέω ότι αυτό», υπέδειξα μια κοπέλα στα πόδια ενός άντρα «δεν θα μπορούσα να το κάνω σε έναν άγνωστο.»
Τα μάτια της ακολούθησαν την ίδια πορεία με τα δικά μου και χάζεψε για λίγο την γυναίκα.
«Απλά είναι άνετη με το σώμα της», ανασήκωσε τους ώμους της.
«Αν ήταν απλά άνετη με το σώμα της θα το έκανε στο αγόρι της κι όχι στον οποιονδήποτε επί πληρωμή.»
«Σωστό», ένευσε μια φορά και στράφηκε σε μένα. «Εσύ; Είσαι άνετη με το σώμα σου;»
«Υποθέτω.»
Εκείνη γέλασε πνιχτά. «Ναι ή όχι;»
«Ναι», απάντησα.
«Δηλαδή», ανασήκωσε το ένα της φρύδι «αν το αγόρι σου σου ζητούσε να του κάνεις κάτι τέτοιο, θα δεχόσουν;»
«Δεν έχω αγόρι», κούνησα το κεφάλι μου.
«Δεν είναι αυτό το νόημα της ερώτησης.»
«Τι ακριβώς θέλεις να σου πω;», γέλασα κάπως αμήχανα.
Ένιωσα για μερικές στιγμές τα μάτια της να με περιεργάζονται κι ένα περιπαιχτικό χαμόγελο στα χείλη της.
«Πρέπει να είσαι περισσότερο κυνηγός», αποκρίθηκε. «Έχεις τα μέσα άλλωστε», υπέδειξε το σώμα μου. «Οι άντρες είναι χαζοί και θα πέσουν για το οτιδήποτε ακόμα κι αν απλώς δουν γυμνή σάρκα. Κι εσύ ως έξυπνη γυναίκα θα πρέπει να το εκμεταλλευτείς.»
«Δεν σκέφτονται όλοι οι άντρες έτσι.»
«Πιθανόν», είπε. «Αλλά η πλειονότητα αυτό ακριβώς κάνει. Θέλεις να το εξακριβώσεις και μόνη σου;»
«Πώς ακριβώς;»
Αν και ήθελα να διασταυρώσω το πείραμα της φοβήθηκα να απαντήσω καταφατικά με την πρώτη. Η Κόρτνεϋ ήταν ικανή να μου σκίσει τα ρούχα μπροστά σε όλους για να αποδείξει τα λόγια της.
«Έλα μαζί μου», είπε τελικά και κρατώντας με από το χέρι με οδήγησε στα καμαρίνια.
Αναρωτήθηκα για ποιο λόγο υπήρχε τέτοιος χώρος στο συγκεκριμένο μαγαζί την στιγμή που δεν χρειαζόντουσαν ρούχα γι' αυτή την δουλειά. Εντούτοις, υπήρχαν και ευτυχώς τέτοια ώρα δεν ήταν κανείς μέσα σε αυτά, οπότε και τρυπώσαμε χωρίς πρόβλημα. Όχι πως αν μας έβλεπε κάποιος δεν μπορούσαμε να τον πείσουμε να μην μας ενοχλήσει, αλλά έτσι ήταν καλύτερα.
Η Κόρτνεϋ ψαχούλεψε σε μια ντουλάπα και σήκωσε στα χέρια της δύο κομμάτια ύφασμα. Θα μπορούσε κανείς και να τα κατονομάσει ως μια πολύ κοντή φούστα και το από πάνω μέρος που κάλυπτε το στήθος.
«Τα εσώρουχα μου έχουν περισσότερο ύφασμα από αυτά», παρατήρησα.
Εκείνη γέλασε και μου τα έδωσε. «Φόρεσε τα.»
«Κόρτνεϋ δεν ξέρω...»
«Φόρεσε τα», επέμεινε «Και μην έχεις ενδοιασμούς. Στο κάτω – κάτω κανείς δεν θα σε ξαναδεί.»
«Θα με ξαναδώ εγώ όμως.»
«Έλα τώρα», έγειρε το κεφάλι της στα πλάγια. «Είναι η τέλεια ευκαιρία να εξακριβώσεις πόσο εύκολοι είναι οι άντρες και στο μεταξύ να ανεβάσεις την αυτοπεποίθηση σου.»
«Θέλεις να γδυθώ, να πλευρίσω έναν και να του ζητήσω μια χάρη όσο του τρίβομαι κι αυτός στην συνέχεια να με πληρώσει. Χμ», έτριψα το πιγούνι. «Νομίζω πως υπάρχει όνομα γι' αυτό το επάγγελμα.»
«Δεν θα πληρωθείς και δεν θα είσαι τελείως γυμνή.»
Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου επιμένοντας. «Πες με συντηρητική, αλλά προτιμώ να εξακριβώνω θεωρίες και να ενισχύω την αυτοπεποίθηση μου φορώντας ρούχα κι όχι πανιά.»
«Εντάξει», είπε τελικά και για μια στιγμή ανακουφίστηκα πως θα τελείωνε εκεί το ζήτημα. «Μην το κάνεις γι' αυτά. Κάντο για την πλάκα. Οι καλύτερες αναμνήσεις ξεκινάνε με τις πιο κακές ιδέες.»
«Κι η συγκεκριμένη είναι η χειρότερη», μουρμούρισα.
«Λοιπόν;»
Λίγη τρελή διασκέδαση δεν θα με έβλαπτε. Άλλωστε όλη μου η ζωή ήταν μια τρέλα και υπήρχαν δεκάδες πράγματα που δεν θα μπορούσα να διηγούμαι στην κόρη μου. Μία ακόμη προσθήκη δεν θα βάραινε και την λίστα. Είχα ξεπεράσει τόσους φραγμούς τον τελευταίο χρόνο, οπότε είχε αρχίσει πλέον να γίνεται εύκολο.
Υπέκυψα λοιπόν στην ιδέα της Κόρτνεϋ και φόρεσα αυτά τα, ας τα πούμε, ρούχα. Επιστρέψαμε μαζί στο πλήθος κι ευτυχώς δεν έβλεπα τον Νόα πουθενά ή κάποιον βρικόλακα. Δεν υπήρχε λόγος να γίνουμε κι εντελώς ρεζίλι.
«Καλό κυνήγι», ψιθύρισε στο αυτί μου και κατευθύνθηκε προς το μπαρ.
Τουλάχιστον θα ήταν στο οπτικό μου πεδίο κι αυτό μου έδινε μια ασφάλεια.
Εγώ κοιτούσα τον κόσμο εντελώς ανίδεη για το τι περίμενε ακριβώς να κάνω. Δεν είχα σκοπό να προσεγγίζω αρσενικά με χυδαία πεσίματα και τα χέρια μου σε πολύ ιδιωτικές περιοχές. Και το να κάθομαι όμως όρθια σε τέτοια ένδυση (και καλά) τραβούσε την προσοχή, που ο Νόα με συμβούλεψε να αποφύγω. Μέχρι που εντόπισα το θήραμα μου.
Από ότι φαινόταν όταν έφυγα από την Μόιρα ένα περίεργο νταμπίρ με είχε ακολουθήσει. Ο αγαπητός μου Κάρτερ με αναζητούσε μέσα στο πλήθος κι ήταν φανερό πως δεν είχε έρθει για να απολαύσει κάποιον ιδιωτικό χορό. Και τότε θυμήθηκα πως, αφού το δαχτυλίδι δεν ήταν πουθενά στο δωμάτιο του κι η Κέιζα δεν το αναδείκνυε σε όλο το παλάτι, τότε πιθανόν να ήταν ακόμα πάνω του. Κι αφού δεν ήθελε να μου το δώσει, μπορούσα να το πάρω και μόνη μου. Ήταν μια καλή ευκαιρία να δει η Κόρτνεϋ την άποψη της να πραγματοποιείται κι εγώ να έπαιρνα την ικανοποίηση πως όσο κι αν η Κέιζα επηρέαζε τον Κάρτερ, εγώ εξακολουθούσα να έχω τα μέσα για να μου λέει μόνο ναι!
Μόλις κάθισε, άρχισα να τον πλησιάζω αργά με τα μάτια μου πάνω του παρατηρώντας τον, όπως κάθε κυνηγός πριν ορμήσει στο κυνήγι του.
«Φαίνεσαι μοναχικός», αποκρίθηκα και κάθισα πάνω στο ένα του πόδι.
«Ορόρα», αναφώνησε έκπληκτος.
«Γιατί ξαφνιάζεσαι; Εσύ με ακολούθησες έτσι κι αλλιώς.»
«Ναι, αλλά», τα μάτια του περιεργάστηκαν το κορμί μου και σχεδόν ανατρίχιασα με το ερωτικό του βλέμμα. «Αυτό δεν το περίμενα.»
Εγώ ένευσε δυο φορές σουφρώνοντας ελαφρώς τα χείλη μου και περιμένοντας να μου εξηγήσει για ποιο λόγο με ακολούθησε. Ευτυχώς όμως δεν άργησε να το καταλάβει.
«Δεν μπορείς να με κατηγορήσεις», αποκρίθηκε. «Βγαίνεις δεύτερη φορά από την Μόιρα χωρίς να πεις τίποτα. Έπρεπε να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου.»
Αυτό ακριβώς θα έκανα κι εγώ.
«Μιας λοιπόν που είσαι εδώ», σηκώθηκα και ανακάθισα στα πόδια του σαστίζοντας τον «υποθέτω πως μπορώ να σου δώσω το δώρο για τον γάμο σου.»
Άρχισα να κουνιέμαι με αργές, χορευτικές κινήσεις φέρνοντας τα κορμιά μας κοντά. Ένιωθα να καίγομαι από τον ερωτισμό της στιγμής, αλλά δεν ήμουν η μόνη. Του χρειάστηκαν αρκετές στιγμές μέχρι να συνειδητοποιήσει πως όλα αυτά ήταν πραγματικότητα και αυτή την στιγμή χόρευα στα πόδια του. Δεν ήξερε όμως πως έπεφτε στην παγίδα μου. Αν δεν φρόντιζα να ανακτήσω τον αυτοέλεγχο μου θα τυλιγόμουν κι εγώ στα δίχτυα μου και τότε μπορεί να ξεφεύγαμε από τα όρια μας.
«Ορόρα», ψέλλισε ξέπνοα και τα ακροδάχτυλα του χάιδεψαν μαλακά τους μηρούς μου.
«Ω, Κάρτερ», αποκρίθηκα ψιθυριστά κι έφερα το πρόσωπο μου κοντά στο δικό του. «Ελπίζω να με συγχωρέσεις που ήμουν απότομη σήμερα.»
Έπειτα γλίστρησα τα χείλη μου από το πιγούνι του στον λαιμό του.
Εκείνος γέλασε ελαφρά κι άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες.
«Πώς να μην σε συγχωρέσω», ψιθύρισε.
Μου έδινε μεγάλη ευχαρίστηση να τον νιώθω να λιώνει στα χέρια μου, χωρίς να προσπαθώ υπερβολικά να τον κυριεύσω. Με μερικές κινήσεις και θα μπορούσε να μου αποκαλύψει τα πιο σκοτεινά του μυστικά. Κι ίσως να έπρεπε να τον είχα οδηγήσει προς αυτόν τον δρόμο, αλλά δεν ξέχασα τον κύριο λόγο που τα έκανα όλα αυτά. Ήθελα το δαχτυλίδι μου και δεν είχα άπλετο χρόνο στην διάθεση μου να σαλιαρίζω με τον Κάρτερ. Όσο κι αν το σώμα μου προσπαθούσε να με υποκύψει στην επιθυμία μου για εκείνον, το μυαλό μου μου υπενθύμιζε όλους εκείνους τους λόγους, που έπρεπε να κρατηθώ.
Τα χέρια μου άρχισαν να περιεργάζονται το στήθος του κι έπειτα να κατεβαίνουν αργά, κάνοντας την καρδιά του να σφυροκοπάει μέσα στο στήθος του. Τα χείλη μου δεν απομακρύνονταν από το δέρμα του και από μέρη που ήξερα πως τρελαινόταν να τα αισθάνεται.
«Εσύ είσαι μεγάλο αγόρι», ψιθύρισα στα αυτί του και τα χέρια μου προχώρησαν κάτω από την μέση του.
Άφησε έναν ελαφρύ αναστεναγμό να δραπετεύσει από τα χείλη του κι έριξε το κεφάλι του προς τα πίσω. Ήταν πλέον εξ ολοκλήρου δικός μου χωρίς αντίσταση.
«Και καταλαβαίνεις πόσο σκληρά μπορούν να γίνουν τα πράγματα.»
Άρχισα να περιεργάζομαι με τα χείλη μου τον λαιμό του κι έπειτα το αυτί του, ενώ τα χέρια μου είχαν μπει μέσα στις τσέπες του. Φρόντιζα να μην φαίνεται πως έψαχνα, αλλά στην κατάσταση που τον είχα φέρει δεν θα το καταλάβαινε έτσι κι αλλιώς.
Ένα ελαφρύ μειδίαμα έσκασε στο στόμα μου μόλις ένιωσα το δαχτυλίδι στην παλάμη μου. Με παρόμοιες αργές κι αισθησιακές κινήσεις ανέβασα τα χέρια μου και ανασήκωσα το κεφάλι μου για να τον αντικρίσω.
Τα μάτια του άστραφταν κι η ανάσα του έβγαινε γοργή από μέσα του. Τελικά πράγματι μπόρεσα να διασκεδάσω από την κακή ιδέα της Κόρτνεϋ και να πάρω πίσω αυτό που μου άνηκε.
«Να οδηγήσεις προσεκτικά πίσω στο σπίτι», είπα και έφυγα από πάνω του.
Με ένα γρήγορο βλέμμα επιβεβαιώθηκα ότι το δαχτυλίδι της Χόουπ ήταν ξανά στα χέρια μου και κατευθύνθηκα πίσω στην Κόρτνεϋ. Εκείνη σήκωσε το ποτήρι της βλέποντας με και από την αντίδραση της κατάλαβα πως όλη αυτή την ώρα με παρακολουθούσε. Δεν ένιωσα αμήχανα όμως, κι ούτε έσβησε το χαμόγελο ικανοποίησης από τα χείλη μου.
«Και δεν χρειάστηκε καν να το ζητήσεις», αποκρίθηκε.
«Ο συγκεκριμένος είναι πολύ ευάλωτος», της απάντησα.
«Με έκανες πολύ περήφανη σήμερα», μου έκλεισε το μάτι της.
Η Κόρτνεϋ με κέρασε ένα ποτό για την επιτυχία μου κι ευτυχώς δεν με ώθησε να δοκιμάσω ξανά. Δεν ήξερα αν αναγνώρισε τον Κάρτερ, αλλά το ένα παράδειγμα της έφτανε.
Ο Νόα χρειάστηκε ένα περίπου μισάωρο μέχρι να έρθει να μας βρει και έμεινε με το στόμα ανοιχτό με την αμφίεση μου. Δεν είχα αλλάξει ακόμα, καθώς απολάμβανα ένα ιδιαίτερο είδος ελευθερίας σε αυτή την κατάσταση. Μερικοί μάλιστα νόμισαν πως κρατούσα συντροφιά στην Κόρτνεϋ προσφέροντας της τις υπηρεσίες μου. Εγώ βέβαια δεν το αρνήθηκα, καθώς μέσα σε ένα βράδυ έκανα όλες τις εφηβικές μου επαναστάσεις μαζεμένες συμπεριλαμβανομένης και της υποστήριξης των ομοφυλόφιλων.
«Όταν είπα να αναμειχθείτε με το πλήθος, δεν είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου.»
Εγώ με την Κόρτνεϋ γελάσαμε στο σχόλιο του.
«Ικανοποιήθηκαν τελικά τα βαμπίρ μου;», τον ρώτησα.
«Ναι», μου απάντησε. «Αλλά αν εμφανιστείς έτσι θα το ενισχύσεις.»
Η Κόρτνεϋ μου έριξε ένα πλάγιο βλέμμα. Δεν της φάνηκε και πολύ κακή ιδέα, αλλά εγώ είχα επαναστατήσει αρκετά για μια μέρα.
«Νομίζω πως η βάρδια μου τελειώνει εδώ.»
Παρά την μικρή απογοήτευση της βαμπιρίνας εγώ πήγα να φορέσω τα ρούχα μου. Ήθελα να κάνω μια σοβαρή συζήτηση με τους βρικόλακες και δεν νομίζω να τους εξέπνεα ένα τέτοιο συναίσθημα, αν εμφανιζόμουν με αυτόν τον τρόπο μπροστά τους.
Η γνωριμία μας ήταν ευχάριστη και φάνηκαν πρόθυμοι να με υπηρετήσουν. Δεν ζήτησαν κάποιο αντάλλαγμα κι ούτε είχαν σπείρει παιδιά, τα οποία ζούσαν τώρα στην Μόιρα. Με την εμπειρία που είχα σε αυτό το θέμα, δεν ήταν και πολύ απίθανο να το ακούσω σε κάποια συνάντηση μου. Μου υποσχέθηκαν, επίσης, πως θα μου εξασφάλιζαν κι οι ίδιοι νέα μέλη στην συμμαχία μου. Είχαν πολλούς γνωστούς και μάλιστα γυναίκες. Κι εγώ κι η Κόρτνεϋ χαρήκαμε σε αυτό το νέο. Εγώ από πλευράς μου είχα κουραστεί με τόσα αρσενικά και θα ήθελα περισσότερα θηλυκά δίπλα μου. Ακόμα και στην Μόιρα οι άντρες υπερείχαν στον κλειστό μου κύκλο.
Μετά από περίπου τρεις ώρες επέστρεψα στο παλάτι ευχαριστημένη που μέχρι το τέλος της ημέρας είχα το δαχτυλίδι μου και νέους στρατιώτες. Παρά τις δαιδαλώδης δυσκολίες και των τελευταίων μερών, τα άστρα έδειχναν να ευθυγραμμίζουν. Αυτό όμως δεν θα ίσχυε και για τον συγκυβερνήτη μου.
Την επόμενη μέρα ο Κάρτερ θα αντιμετώπιζε την δυσαρέσκεια της αρραβωνιαστικιάς του, καθώς δεν είχε πια το κόσμημα που τόσο πολύ ποθούσε. Βέβαια ούτε και τον άντρα που επιθυμούσε κατείχε εξ ολοκλήρου κι αυτό κανονικά θα έπρεπε να με ευχαριστεί. Όμως με φόβιζε για το τι μπορούσε να συμβεί μεταξύ μας, όπως μια εξωσυζυγική σχέση.
Σκέψη με την σκέψη, ώρα με την ώρα έγερνα όλο και περισσότερο στηνεπιλογή να φύγω από την Μόιρα για πάντα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top