3. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Ξύπνησα μέσα στην νύχτα κι ο Κάρτερ έλειπε από δίπλα μου. Κοίταξα τριγύρω και δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο. Σηκώθηκα για να τον ψάξω στο μπαλκόνι κι έπειτα στον διάδρομο. Προχώρησα και έφτασα πιο μετά από το δικό του. Μία πόρτα ήταν ανοιχτή, αλλά όχι μια οποιαδήποτε πόρτα. Ήταν στο δωμάτιο του Μάικλ. Στεκόταν με την πλάτη του στραμμένη στον διάδρομο, οπότε δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του. Προχώρησα αργά και στάθηκα ένα βήμα έξω από το κατώφλι.
«Κάρτερ», αποκρίθηκα χαμηλόφωνα.
Εκείνος γύρισε προς τα μένα. Τα μάτια του ήταν υγρά, αλλά τα μάγουλά του στεγνά.
«Νόμιζα πως άκουσα κάτι», μου απάντησε δικαιολογώντας το γιατί βρέθηκε εκεί.
Όμως δεν ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος. Το δωμάτιο μου από το δωμάτιο του Μάικλ απείχε πολύ και δεν θα μπορούσε να είχε ακούσει κάποιο θόρυβο. Ήθελε απλώς να έρθει με την ελπίδα πως ίσως τον έβλεπε, πως η χθεσινή μέρα ήταν απλώς ένα κακό όνειρο, και δεν τον είχαμε θάψει. Ερχόμενος εδώ επιβεβαιώθηκε για το αντίθετο. Ό,τι νόμιζε πως ήταν εφιάλτης συνέβαινε πραγματικά.
Έσφιξα τα χείλη μου συμπονετικά και έκανα ένα βήμα μέσα. «Δεν ήταν ο Μάικλ.» Αναφερόμουν στον υποτιθέμενο θόρυβο, αλλά και στο άδειο δωμάτιο. Ο Μάικλ δεν ήταν εδώ.
«Το ξέρω», είπε κατευνάζοντας. «Το ξέρω», επανέλαβε για να πείσει και τον εαυτό του.
Απογοητευμένος που δεν ανακουφίστηκε επέστρεψε μαζί μου στο δωμάτιο μου. Αποκοιμήθηκε γρήγορα. Ίσως να ήθελε να βρει μια παρηγοριά στα όνειρά του. Τα δικά μου, ωστόσο, δεν με παρηγορούσαν καθόλου. Η εικόνα του Μάικλ να ξεψυχάει με στοίχειωνε χειρότερα τις νύχτες, όπου δεν είχα τον έλεγχο του μυαλό μου. Οι τύψεις μου τότε τρέφονταν από αυτή την ανάμνηση και έκαιγαν τα σωθικά μου. Σχεδόν προσευχόμουν να έρθει το πρωί, για να μπορώ να δαμάσω το μυαλό μου, να μπορώ να το σταματήσω από την αυτοκαταστροφή.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκα πριν τον Κάρτερ. Τον άφησα να ξεκουραστεί για όσο το είχε ανάγκη. Αυτό βέβαια που χρειαζόταν ήταν τον ξάδερφό του πίσω, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσα να του το προσφέρω. Μαυροφορέθηκα, καθώς για μία ακόμη φορά πενθούσα και κατέβηκα στα υπόγεια του παλατιού. Ο Τζέισον κι ο Μπεν ήταν φυλακισμένοι στα μπουντρούμια μας κι ήθελα να τους μιλήσω. Θα τους έβλεπα για πρώτη φορά μετά από το μακελειό που προξένησαν στο λύκειο, πριν τρεις μέρες. Δυο φρουροί στεκόντουσαν στις δύο άκρες για καθαρά τυπικούς λόγους. Οι δυο δράστες καθόντουσαν από μια γωνία ο καθένας και μόνο ο Μπεν σήκωσε το κεφάλι του, μόλις άκουσε βήματα. Η έκπληξή του ήταν φανερή, αλλά δεν είπε τίποτα. Έκανα νόημα στους δυο φρουρούς να με αφήσουν μόνη μου μαζί τους, και απομακρύνθηκαν από το πόστο τους.
«Είσαι ικανοποιημένος;», ρώτησα τον Τζέισον σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου. «Απέδωσες δικαιοσύνη;»
Εκείνος δεν αντέδρασε. Ο Μπεν τον κοίταξε περιμένοντας απάντηση και έπειτα στράφηκε ξανά σε μένα.
«Θα πάω φυλακή;», με ρώτησε ικετευτικά.
Εγώ τον κοίταξα και πλησίασα τα κάγκελα. «Εσύ τι λες; Κυκλοφορούσες με όπλο μέσα στο σχολείο και πυροβόλησες τον βασιλιά. Λες να σου την χαρίσουμε;»
Ο Μπεν αναστέναξε και έγειρε το κεφάλι του πίσω. «Δεν το ήθελα. Δεν ξέρω τι με έπιασε.»
Υποβολή. Και μάλιστα υποβολή δαίμονα. Αυτό τους είχε πιάσει. Τουλάχιστον τον Μπεν. Για τον Τζέισον δεν θα ήταν και πολύ δύσκολο να τον πείσει να κάνει ό,τι έκανε. Ο Μπεν όμως χρειαζόταν πιο δραστικά μέτρα.
«Απάντησε μου», στράφηκα ξανά στον Τζέισον. «Είσαι ευχαριστημένος;»
«Δεν ήθελα να πεθάνει ο Μάικλ», απάντησε μετά από μερικές στιγμές. «Δεν ήταν αυτός ο στόχος μου.»
«Και ποιος ήταν; Εγώ;»
Ο Τζέισον σήκωσε επιτέλους το βλέμμα του και με κάρφωσε με τα μάτια του λες κι ήμουν εγώ η κατηγορούμενη.
«Εσύ είσαι η αιτία που πέθανε ο αδερφός μου», είπε μέσα από τα δόντια του. «Εσύ έπρεπε να είχες πεθάνει.»
Μπορεί να συμφωνούσα, αλλά δεν του το έδειξα. Παρέμεινα ψυχρή κι απότομη. Δεν μου ήταν και δύσκολο. Δεν ξέρω κι εγώ πως κρατήθηκα και δεν όρμησα μέσα να του χιμήξω.
«Δεν είσαι δικαστής», του απάντησα. «Δεν έχεις δικαίωμα να αποφασίζεις ποιος θα τιμωρηθεί και ποιος όχι.»
«Κι εσείς που είστε;», σηκώθηκε και με πλησίασε. «Τι είδους τιμωρία δώσατε στον δολοφόνο του Τζιμ;»
«Αυτή που του άρμοζε», έκανα κι εγώ ένα βήμα μπροστά για να του δείξω πως δεν μπορούσε να με εκφοβίσει.
Ο Τζέισον κούνησε το κεφάλι του. «Αν κάτι του άρμοζε αυτό ήταν ο θάνατος. Όπως στέρησε σε κάποιον την ζωή, έτσι έπρεπε να στερηθεί κι η δική του.»
«Αυτά σου έλεγε η Λίζα τόσο καιρό;»
Για κλάσματα δευτερολέπτου εξεπλάγη, αλλά το κατέπνιξε γρήγορα. Ο Μπεν δεν ήταν τόσο άμεσος. Γούρλωσε τα μάτια του, στο άκουσμα του ονόματος Λίζα.
«Νομίζεις ότι δεν ξέρω ποιος σας έβαλε να το παίξετε γκάνγκστερς;» μισόκλεισα τα μάτια μου.
«Κανένας δεν μας έβαλε», απάντησε γρήγορα.
«Ψέματα λέει», ο Μπεν πετάχτηκε σαν ελατήριο κι ο Τζέισον γύρισε και τον κοίταξε προειδοποιητικά. Ο Μπεν όμως δεν πτοήθηκε. «Μαζί τα κανόνισαν και με κάποιον τρόπο έπεισαν κι εμένα.»
«Πάψε», τον πρόσταξε ο Τζέισον.
«Εγώ δεν ήθελα να το κάνω», συνέχισε ο Μπεν. «Και το έχω μετανιώσει.»
«Σκάσε», φώναξε ο Τζέισον.
Ο Μπεν τον κοίταξε ψύχραιμος χωρίς να φοβάται. «Δεν θα πληρώσω εγώ για τα δικά σας εγκλήματα.»
«Έχεις διαπράξει κι εσύ έγκλημα», του υπενθύμισα.
Τα μάτια μου έπεσαν πάνω μου τρομοκρατημένα. «Σου είπα πως δεν το ήθελα. Ορόρα, σε παρακαλώ», σχεδόν έπεσε πάνω στα κάγκελα κι έκανε να με ακουμπήσει αλλά τραβήχτηκα. «Σε παρακαλώ, δεν θέλω να πάω φυλακή.»
Περιεργάστηκα τα κάγκελα και έσκυψα μπροστά. «Εμένα μου φαίνεται πως είσαι ήδη φυλακισμένος», του ψιθύρισα.
Έπειτα έκανα ένα βήμα πίσω και μνημόνευσα τα πρόσωπα τους. Θα ήταν η τελευταία φορά που θα τους ξανάβλεπα και ήθελα να θυμάμαι ποιοι με οδήγησαν στον φόβο και στον θρήνο. Δεν ήθελα να ξεχνάω αυτούς που με πλήγωναν. Ήταν άλλωστε εκείνοι που με έκαναν πιο δυνατή. «Τώρα είναι η δική μου σειρά να αποδώσω δικαιοσύνη.» Με αυτά μου τα λόγια έφυγα από τα μπουντρούμια.
Ο Μπεν με φώναζε και με παρακαλούσε να τον λυπηθώ. Ειλικρινά δεν με ένοιαζε καθόλου που είχε υποβληθεί. Αφενός δεν μπορούσε να υποστηριχτεί κάτι τέτοιο, γιατί θα μάθαιναν όλοι για την Λίζα και κατ' επέκταση για τον Κάτω Κόσμο κι αφετέρου έπρεπε να πληρώσει κι εκείνος για τον τρόμο που έσπειρε μαζί με τον Τζέισον στους συμμαθητές μας. Έπρεπε επίσης να πληρώσει για την σφαίρα που παραλίγο να στοιχίσει την ζωή του Κάρτερ. Δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητος.
Οι φρουροί επέστρεψαν στο πόστο τους κι εγώ στον κόσμο των ελεύθερων. Από τα κελιά των φυλακών, τέλος πάντων. Εκείνοι θα αργούσαν να ελευθερωθούν. Η ποινή τους θα αποφασιζόταν φυσικά από το συμβούλιο, ανεπηρέαστα από μένα και τον Κάρτερ. Ακριβώς γι' αυτό ως τρίτοι με παιδιά μαθητές και πολίτες της Μόιρα, θα ήταν σε θέση να πάρουν μια αντικειμενική απόφαση.
Το συμβούλιο συγκλήθηκε νωρίς το μεσημέρι, λοιπόν, για να δοθεί η τιμωρία στους δύο δράστες. Παρευρέθηκαν κι ο Σον με την Μέλανη και την Μόνι. Οι τρεις τους δεν μιλούσαν πολύ. Ο Σον κι η Μέλανη ειδικά αμφέβαλα κι αν άκουγαν. Η Μόνι από την άλλη άκουγε προσεκτικά και δεν διέκοπτε κανένα. Οι υπόλοιποι πεταγόντουσαν, φώναζαν, μέχρι που δημιουργήθηκε βαβούρα, η οποία δεν θα έβγαζε πουθενά.
«Σταματήστε επιτέλους», η Άννα επέβαλε την τάξη.
Ένιωσα μεγάλη ευγνωμοσύνη. Η φασαρία που έκαναν μου δημιουργούσε πονοκέφαλο και είχα κουραστεί ήδη. Ο Κάρτερ φαινόταν πιο ψύχραιμος, αλλά δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω, ότι δυσανασχετούσε με τις διαφωνίες του συμβουλίου. Ο Αλφόνσο δίπλα μου ήταν έτοιμος να τρέξει έξω από την αίθουσα. Η άδεια θέση δίπλα από τον Κάρτερ τον έπνιγε και χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια για να τον πείσω να παρευρεθεί. Δεν έπαυε να είναι ο αντιβασιλέας μου.
«Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει διαφωνία πάνω σε αυτό το θέμα», συνέχισε η Άννα. «Πώς θέλετε να είστε ελαστικοί; Οι περισσότεροι έχετε παιδιά. Μερικά από αυτά ήταν μέσα στο κλειδωμένο σχολείο. Όσκαρ, ο πατέρας σου ήταν κλειδωμένος μαζί με τους συναδέλφους του στις κουζίνες από νωρίς το πρωί. Το έγκλημα ήταν οργανωμένο κι όχι το σχέδιο ενός σαββατοκύριακου. Μπορεί να είναι παιδιά, αλλά δεν παύουν να είναι εγκληματίες, κι όχι απλοί παραβάτες.»
Ο Όσκαρ ξεφύσησε. «Έχεις δίκιο σε αυτό που λες. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε το ψυχολογικό βάρος του ενός, ίσως να δούμε πως δεν επρόκειτο για εγκληματικές φύσεις.»
«Όλοι σε μια δύσκολη στιγμή βγαίνουμε από τα όρια μας», συμπλήρωσε η Λάνα.
«Τον τρόμο που έζησαν τα παιδιά μας όμως δεν τον σκέφτεστε;», ρώτησε ο Κορνήλιους σχεδόν φωνάζοντας.
Η κόρη του ήταν μαθήτρια της πρώτης λυκείου και μάλιστα ήταν μαζί μας στην κρυψώνα μας.
«Φυσικά και τα σκεφτόμαστε», απάντησε ψύχραιμα η Λάνα. «Γι' αυτό και θέλουμε να πάρουμε μια απόφαση που να είναι δίκαιοι για όλους.»
Έτσι δεν θα βγάζαμε άκρη. Ήλπιζα πως η διαδικασία θα ήταν πιο σύντομη και θα υπήρχε μεγαλύτερη κατανόηση. Οι ίδιοι οι υπήκοοί μου όμως δεν έπαυαν να με εκπλήσσουν. Ο θάνατος του Τζίμι ήταν πρόσφατος κι αυτό για κάποιους ήταν το άλλοθι του Τζέισον. Εγώ όμως όταν έχασα τους γονείς μου, δεν θυμάμαι να κυνηγούσα αθώους και να τους εκφοβίζω μόνο και μόνο για να πάρω εκδίκηση. Ο Σον τώρα θα μπορούσε να βρίσκεται στα μπουντρούμια και να πυροβολεί τους δύο 'δικαστές'. Δεν τον εμπόδιζε τίποτα και κανένας. Ωστόσο, ο Σον είχε αίσθηση του σωστού και του λάθους. Ο Τζέισον δεν την είχε.
«Μπορώ να μιλήσω κι εγώ;»
Οι ομιλίες διακόπηκαν κι όλων τα βλέμματα στράφηκαν στην Μόνι, η οποία είχε μόλις ζητήσει τον λόγο. Ακόμα κι η Μέλανη με τον Σον ανασήκωσαν τα βλέμματα τους και έστρεψαν την προσοχή τους σε εκείνη.
«Με όλο το σεβασμό αλλά όλοι εσείς που τώρα λογομαχείτε και απαιτείτε να ακουστείτε για αυτό που συνέβη στο σχολείο, δεν έχετε την παραμικρή ιδέα πώς ήταν αυτό που ζήσαμε. Ακόμα κι εσείς που έχετε παιδιά δεν μπορείτε να ξέρετε τι βίωσαν. Δεν ήσασταν εκεί. Εγώ ήμουν εκεί. Η Μέλανη ήταν εκεί» τα μάτια της συνάντησαν για λίγο τα δικά μου «Η Ορόρα ήταν εκεί. Κι ο Σον μπορεί να μην ήταν, αλλά αυτή την μέρα θα την κουβαλάει για πάντα μαζί του.»
Ο Σον ξεροκάταπιε, αλλά έμεινε ακέραιος. Όλοι την παρακολουθούσαν με προσοχή. Κρεμόμουν από τα χείλη της, γιατί ήξερα πως θα μιλούσε εκ μέρους όλων εμάς που ζήσαμε αυτή την τραγωδία. Δεν είχε καλά – καλά φτάσει στην μέση αυτών που ήθελε να πει κι ήδη με είχε συγκινήσει.
«Δεν ξέρετε πως ήταν όταν ακούσαμε τον πρώτο πυροβολισμό. Ο Σκοτ Γουίτμορ έμεινε ώρες να αιμορραγεί και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα, γιατί δεν θα τον λυπόντουσαν. Εκείνοι ήταν που τον είχαν πυροβολήσει. Δεν μπορείτε να νιώσετε την αγωνία μας, όταν η Ορόρα κι ο Μάικλ έφυγαν για να καλέσουν βοήθεια. Πέραν από τις θέσεις τους στην ιεραρχία, εμένα είναι φίλοι μου και τους νοιάζομαι. Όταν ακούστηκε ο δεύτερος πυροβολισμός δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Δεν δίστασαν να πυροβολήσουν τον βασιλιά και να τον αφήσουν στο έδαφος να πεθάνει.»
Εισέπνευσα χαμηλόφωνα θυμούμενη τον Κάρτερ να σωριάζεται αιμόφυρτος.
«Δεν δίστασαν επίσης να επιτεθούν στην βασίλισσά μας, την οποία ο Μάικλ Μάρεϊ πέθανε προστατεύοντας», συνέχισε. «Εκείνη την ημέρα χάθηκε μόνο μια ζωή, αλλά βρέθηκαν σε κίνδυνο πολλές παραπάνω. Κι όλα αυτά γιατί δεν υπήρχε δισταγμός. Εσείς τώρα γιατί διστάζετε; Γιατί θέλετε να τους κάνετε χάρη; Εκείνοι έκαναν σε εσάς όταν απείλησαν τα παιδιά σας, τους βασιλείς σας; Εάν θέλετε να είστε ελαστικοί μαζί τους τότε προσφέρετέ τους υπηρεσίες για όσο είναι φυλακισμένοι. Φροντίστε για την μόρφωσή τους, την υγεία τους. Μην τους συγχωρέσετε όμως. Μην τους μάθετε πως ένα παράπτωμα μπορεί να μείνει ατιμώρητο ή εν μέρει ατιμώρητο, με το πρόσχημα της ηλικίας ή των προσωπικών θεμάτων. Γιατί έτσι τους δίνετε την ευκαιρία να εγκληματήσουν ξανά.»
Τελειώνοντας τον λόγο της μου έριξε μια ματιά, κάπως απορημένη για αυτά που μόλις είχε πει. Εγώ τις ένευσα χαμογελώντας και περήφανη για την ψυχραιμία της, την ειλικρίνειά της και την διπλωματική ωμότητά της. Μέσα σε δύο λεπτά είχε αποστομώσει τους πάντες. Άκουσαν την άμεση μαρτυρία της και την σκέψη της όσον αφορά την τιμωρία τους και δεν τους φάνηκε άδικη. Από τις εκφράσεις του καταλάβαινα ότι η Μόνι τους είχε βάλει στην θέση τους και δεν υπήρχε αντίλογος. Μια μαθητευόμενη σύμβουλος έδωσε την λύση στους έμπειρους και μεγαλύτερους και έδωσε στην βασίλισσά της ένα φως μέσα στο σκοτεινό μονοπάτι των τελευταίων μερών.
«Η Μόνι έχει δίκιο», έσπασε την σιωπή ο Μάθιου. «Αφού δεν δίστασαν εκείνοι, δεν θα διστάσουμε κι εμείς.»
«Δεν θα μάθουμε στα παιδιά μας να δέχονται βία χωρίς να τιμωρείται», είπε ο Τζόσουα.
Το κλίμα έγινε πιο ομόφωνο. Χάρις την παρέμβαση της Μόνι η απόφαση δεν άργησε να παρθεί. Ο Μπεν θα φυλακιζόταν για έξι χρόνια και ο Τζέισον για δέκα. Ως προς τις υπηρεσίες που πρότεινε η Μόνι, δεν θίχτηκε τίποτα. Η ελαστικότητα τους έσβησε από την ζοφερή περιγραφή των γεγονότων. Έτσι κι αλλιώς οι δυο τους δεν προβλέπονταν να γίνουν πυρηνικοί φυσικοί ή καθηγητές. Μια στοιχειώδη μόρφωση θα μπορούσε να τους προσφερθεί μετά από αίτημα των γονέων τους, οι οποίοι δεν έκαναν τον κόπο να εμφανιστούν αυτές τις μέρες. Η ντροπή δεν τους το επέτρεπε. Κανένας επίσης από το παλάτι δεν έβρισκε την θέληση να τους επισκεφτεί.
«Αν δεν έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε», αποκρίθηκε η Άννα αφού υπέγραψαν την απόφασή τους «μεγαλειότατε νομίζω πως πρέπει να ορίσετε ένα νέο αντιβασιλέα.»
Ο Κάρτερ μαρμάρωσε. Δεν είχε σκεφτεί αυτό το ζήτημα. Εγώ δεν ήθελα να του το θέσω ακόμα, αλλά το συμβούλιο δεν ήταν το ίδιο συμπονετικό.
«Δεν», καθάρισε τον λαιμό του. «Δεν το έχω σκεφτεί ακόμα. Μπορώ να έχω μερικές μέρες για να αποφασίσω;»
Τα μέλη κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με περισσότερη κατανόηση αυτή την φορά.
«Φυσικά», απάντησε ο Μάθιου. «Μια βδομάδα είναι αρκετή;»
«Ναι», απάντησε ο Κάρτερ αβέβαιος.
Κήρυξα το τέλος της συνεδρίασης με σύντομες διαδικασίες βλέποντας τον Κάρτερ σε δύσκολη θέση. Η συνειδητοποίηση ότι δεν υπήρχε επιστροφή για τον Μάικλ, ερχόταν με τους πιο απότομους τρόπους, τις τελευταίες τρεις μέρες. Τουλάχιστον έτσι ίσως η αποδοχή ήταν γρηγορότερη για όλους μας.
«Είσαι εντάξει;», τον ρώτησα όταν μείναμε εγώ, εκείνος κι ο Αλφόνσο.
Ένευσε αργά.
«Πάντως αν θέλετε να ακυρώσετε την πράξη διαδοχής, εμένα δεν θα με πειράξει», αποκρίθηκε ο Αλφόνσο.
Τον κοίταξα μισοκλείνοντας τα μάτια μου. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Όχι», απάντησε ο Κάρτερ. «Είναι απαραίτητη. Απλώς δεν συνδύασα τον θάνατο του Μάικλ με κρατικό ζήτημα.»
«Κανείς μας δεν είχε αυτή την απαίτηση από σένα», τον καθησύχασα.
«Εκείνοι την είχαν», υπέδειξε το οβάλ τραπέζι εννοώντας το βασιλικό συμβούλιο.
«Εκείνοι ήθελαν να δώσουν μειωμένη ποινή στους δολοφόνους του Μάικλ, και παραλίγο δικούς σας», πετάχτηκε ο Αλφόνσο.
Κατέπνιξα έναν αναστεναγμό και παρέμεινα συγκεντρωμένη στον Κάρτερ. «Αυτό που ο Αλφόνσο προσπαθεί να πει χωρίς ίχνος ευαισθησίας, είναι ότι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν την κατάστασή σου, ως μη παθόντες.»
Ο Κάρτερ έσφιξε τα χείλη του και το σκέφτηκε για λίγο. «Ο Αλφόνσο το έθεσε καλύτερα.»
«Χα!», αναφώνησε ο Αλφόνσο.
Αγνόησα πλήρως την παιδιάστικη έξαρση τους και φύγαμε από την αίθουσα συμβουλίου. Αφού είχε κλείσει κι αυτή η εκκρεμότητα μπορούσαμε να χαλαρώσουμε και να ασχοληθούμε με μη υποχρεώσεις. Το σχολείο θα παρέμενε κλειστό μέχρι την επόμενη Δευτέρα, οπότε είχαμε τέσσερα ελεύθερα είκοσι τετράωρα στην διάθεση μας.
Η Μόνι παρέμεινε στο παλάτι, όπου ήρθε κι ο Τσέις με την Οκτόμπερ. Μαζί με την Μέλανη, οι πέντε μας κάναμε μια βόλτα στους κήπους. Το χιόνι είχε χαθεί και τα μονοπάτια είχαν καθαριστεί από κάθε παγωμένη νιφάδα. Δεν περίμενα την ώρα να ανθίσει ο τόπος και να γεμίσουν τα κλαδιά με πράσινο και άλλα ζωηρά χρώματα.
«Χαίρομαι πολύ που ήρθατε», αποκρίθηκα καθώς περπατούσαμε. «Νιώθω λες και έχουμε να βρεθούμε χρόνια. Κρίμα που ο Σκοτ δεν μπόρεσε να έρθει.»
«Οι γονείς του δεν τον αφήνουν να κάνει ρούπι», απάντησε ο Τσέις. «Έχουν φρικάρει.»
«Άδικο έχουν;», είπε η Οκτόμπερ. «Ποιος γονιός δεν έχει φρικάρει;»
Η Μόνι κατένευσε. «Κι εμένα με το ζόρι με άφησε να έρθω σήμερα.»
«Αν μάθει όμως πόσο σπουδαία ήσουν σήμερα θα δει πως είχε άδικο», έγειρα μπροστά για να βλέπω την Οκτόμπερ. «Η αδερφή σου έβαλε ένα ολόκληρο συμβούλιο στην θέση του. Πρέπει να είσαι περήφανη για εκείνη.»
«Είμαι», μου απάντησε και οι δυο αδερφές χαμογέλασαν η μία στην άλλη.
«Πάντως», η Οκτόμπερ καθάρισε τον λαιμό της. «Η μαμά έχει έρθει στο παλάτι.»
«Ήρθε για τον Σον;», ρώτησα ελαφρώς ενθουσιασμένη. Ήξερα πως τέτοιες δύσκολες ώρες θα την είχε ανάγκη.
Η Οκτόμπερ ένευσε καταφατικά. «Φαίνεται πως η παρουσία της του κάνει καλό.»
«Πολύ χαίρομαι», χαμογέλασα. «Η Σειρήνα πώς είναι;», ρώτησα τον Τσέις.
«Τα καταφέρνει», μου απάντησε ο Τσέις. «Είναι σκληρό καρύδι. Αν και εκείνη δεν την αφήνουν από τα μάτια τους και δεν μπορώ να την δω πολύ.»
Το παράπονο του Τσέις με χαροποίησε, όχι επειδή τον στενοχωρούσε. Η Σειρήνα δεν συνήθιζε να είναι το επίκεντρο των γονιών της. Στην αρχή την είχαν κακομάθει παρέχοντας της υλικά αγαθά, αλλά όχι πιο πνευματικά. Όταν ωρίμασε μετά από τον φόβο μια πιθανής εγκυμοσύνης, συνειδητοποίησε πως δεν ήταν σωστοί γονείς απέναντί της κι αυτό την πίκραινε. Προφανώς ο φόβος να την χάσουν τους αφύπνισε και θυμήθηκαν να ασχοληθούν και με το παιδί τους.
«Ναι, αλλά ήταν καιρός να το κάνουν και αυτό», του είπα θέλοντας να τονίσω και την θετική πλευρά.
Εκείνος μισοχαμογέλασε κι ένευσε. «Δεν την έχω ξαναδεί τόσο ευτυχισμένη. Από όταν απέκτησε την προσοχή τους χαμογελάει πιο πολύ.»
Η Μόνι χαμογελώντας με την ευτυχία της Σειρήνας σκούντηξε μαλακά την Μέλανη, η οποία δεν είχε βγάλει άχνα τόση ώρα. Μονάχα κοιτούσε το έδαφος και δεν αντιδρούσε σε τίποτα. Δεν είχε βρει ακόμα την δύναμη να χαμογελάσει. Είχε χάσει και την δυνατότητά της να μιλάει ακόμα και σε δύσκολες στιγμές. Ο φόβος μου ότι χανόταν από την θλίψη της επιβεβαιωνόταν με το λεπτό.
«Εσύ γιατί δεν μιλάς;», την ρώτησε.
Η Μέλανη εισέπνευσε και συγκέντρωσε το βλέμμα της μπροστά. «Κι εγώ θα ήθελα να είχα τους δικούς μου γονείς, να ανησυχούν για μένα.»
Κανένας μας δεν μπόρεσε να της απαντήσει άμεσα. Μας προσγείωσε απότομα με τα λόγια της φέρνοντας τους άλλους τρεις σε μια άβολη θέση. Ο Τσέις μου έριξε ένα συμπονετικό βλέμμα, γιατί φανταζόταν πως κι εγώ θα το ήθελα αυτό. Ναι, το ήθελα. Όταν βγήκα από το σχολείο και είδα τους συμμαθητές μου να σφίγγονται από τις αγκαλιές των γονιών τους ζήλεψα. Είχα τον Ντιμίτρι και τον Αλφόνσο και τον Ενρίκε. Δεν είναι πως δεν εκτίμησα ή δεν ήθελα και την δική τους παρουσία. Πιο πολύ όμως θα ήθελα τους γονείς μου να τρέχουν μόλις με δουν να βγαίνω από το σχολείο και να κλαίνε ανακουφισμένοι που δεν είχα πάθει τίποτα.
Με αυτή μου την σκέψη θυμήθηκα, όταν ξύπνησα στην Σεβίλλη μετά την απαγωγή μου από τον Νόα. Πρώτα είχα δει τον πατέρα μου, ο οποίος προσπάθησε μάταια να με πείσει ότι δεν είχα βλάψει κάποιον. Όταν σταμάτησα να κλαίω ανεξέλεγκτα μέσα στην αγκαλιά του, η μητέρα μου μπήκε μέσα στο δωμάτιο και έτρεξε κοντά μου. Οι δυο τους με κράτησαν για αρκετή ώρα χωρίς να λένε τίποτα. Άκουγα μόνο τα δάκρυα ανακούφισης τους.
«Επιτέλους», είπε η μητέρα μου παίρνοντας το πρόσωπό μου στα χέρια της. «Ξαναντίκρισα τα όμορφα σου μάτια», φίλησε το μάγουλο μου.
«Όλα είναι εντάξει, Ορόρα μου», προσπάθησε να με καθησυχάσει ο πατέρας μου. «Είσαι ασφαλής.»
Μαζί τους ένιωθα πράγματι ασφαλής ακόμα και μετά από την δοκιμασία στην οποία με είχε υποβάλλει ο Νόα. Το μόνο που με ενοχλούσε ήταν η αποστειρωμένη ατμόσφαιρα του νοσοκομείου.
«Πότε μπορώ να γυρίσω σπίτι;», τους ρώτησα.
«Σύντομα», απάντησε η μητέρα μου. «Θα φροντίσουμε να γυρίσεις σύντομα. Ο Ντιμίτρι σε περιμένει με ανυπομονησία.»
«Όπως κι εμείς», συμπλήρωσε ο πατέρας μου χαμογελώντας.
Αν είχα μια τέτοια εμπειρία και πριν τρεις μέρες τότε θα ήταν καλύτερα τα πράγματα. Το ίδιο και για την Μέλανη και τον Κάρτερ. Η παρουσία των γονιών μας θα μας προσέφερε ασφάλεια και σιγουριά. Η απουσία τους όμως έκανε πιο βαρύ το φορτίο της νέας συμφοράς.
«Το ότι δεν είναι μαζί σου, δεν σημαίνει πως δεν ανησυχούν για σένα», της απάντησε η Μόνι.
Η Μέλανη κοίταξε εκείνη κι έπειτα εμένα για μερικά δευτερόλεπτα. Ένιωσα ένα κρυοπάγημα από το βλέμμα της. Ήταν λες και με κοιτούσε κάποιος ξένος. Δεν είχε καμία σχέση με το ζεστό βλέμμα της Μέλανη που ήξερα. Φοβόμουν ότι θα μου έλεγε κάτι. Κάτι κακό για την ακρίβεια. Αντ' αυτού δεν είπε τίποτα. Επέστρεψε στο να ατενίζει το άπειρο.
«Ίσως», απάντησε αδιάφορα.
Συνεχίσαμε την βόλτα μας κι η Μέλανη συνέχισε την σιωπή της. Χρειάστηκε λίγος χρόνος μέχρι να κοπάσει η αμηχανία μετά από αυτό που είχε πει, αλλά καταπολεμήθηκε. Κανένας δεν ήθελε να τεθεί κάτι στενάχωρο. Τουλάχιστον από εμάς που μιλούσαμε.
Τώρα μιλούσα λιγότερο και σκεφτόμουν περισσότερο. Άρχισα να ανησυχώ αρκετά για την ψυχολογική κατάσταση της Μέλανη. Δεν ήξερα αν είχε μιλήσει σε κανέναν τις τελευταίες μέρες κι αν είχε μοιραστεί το φορτίο της. Φοβόμουν πως δεν το είχε κάνει. Έφταιγα κι εγώ γι' αυτό γιατί έριξα όλη μου την προσοχή στον Κάρτερ, ο οποίος την ζητούσε κιόλας. Όλη μέρα χθες ήμουν μαζί του, κρατώντας τον από το χέρι για να μην καταρρεύσει. Υπήρχαν ώρες που ξεχνούσα τον κόσμο γύρω μου, όσο πάλευα να ανακουφίσω τον πόνο του. Αυτό με έκανε άδικη απέναντι στην Μέλανη, η οποία κι αυτή είχε ανάγκη να της κρατήσει κάποιος το δικό της χέρι και να την σφίξει στην αγκαλιά του.
Λίγο πριν φύγουν οι φίλοι μου η Οκτόμπερ με παραμέρισε για να μου πει κάτι εκμυστηρευτικά.
«Έγινε τίποτα;», την ρώτησα σμίγοντας τα φρύδια μου.
«Δεν έγινε τίποτα κακό», με καθησύχασε. «Απλώς τα νέα για το μακελειό στο σχολείο έχουν ταξιδέψει παντού κι ήθελα να σου πω πως ο Γκασπάρ μου έστειλε νέο γράμμα.»
Τα νέα παραείχαν ταξιδέψει γρήγορα για να έχουν ξεπεράσει και τον Ατλαντικό. Ποιος ξέρει τι θα σκέφτονταν τα νταμπίρ του εξωτερικού για την ασφάλεια που παρείχαμε στους νεαρούς υπηκόους μας! Σαφώς τα χειρότερα.
«Θα ήθελε να δει αν είσαι εντάξει», της απάντησα χωρίς να αναφέρω τις υπόλοιπες σκέψεις μου.
«Όχι μόνο», έβαλε το χέρι της στην τσάντα της κι έβγαλε ένα φάκελο. «Έγραψε ένα γράμμα και για σένα», άπλωσε το χέρι της δίνοντάς το μου. «Ελπίζει να μην το σκίσεις πριν το διαβάσεις.»
Γέλασα πνιχτά. Αυτά ήταν σίγουρα λόγια του Γκασπάρ. Θα περίμενε πως με τον τρόπο που χώρισαν οι δρόμοι μας τον Δεκέμβριο, ότι θα του κρατούσε κακία, αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν το έκανα. Εξακολουθούσα να έχω μείνει με την πικρία και την απορία για αυτό που είχε κάνει. Ήταν άδικος απέναντι στην Μόνι και όχι μόνο δεν της έδωσε καμία ευκαιρία να αποδείξει πως δεν ήταν κατάσκοπος του Νόα, αλλά παρέδωσε απόρρητες πληροφορίες στον Φερνάντο. Ήταν σαν να συνωμοτούσε μαζί του, εναντίον μου. Δεν με είχε προδώσει μόνο ως βασίλισσά του, αλλά και ως ξαδέρφη του. Μου πήρε ένα αρκετό διάστημα για να ξεπεράσω τον θυμό μου. Μπορώ να πω πως χάρηκα και λίγο που με σκέφτηκε και θέλησε να επικοινωνήσει μαζί μου. Δεν με άφησα να ενθουσιαστώ βέβαια αμέσως προτού το διαβάσω, γιατί μπορεί να μην με ικανοποιούσε αυτό που θα διάβαζα. Με είχε καταπλήξει μια φορά, δεν τον εμπόδιζε τίποτα να το κάνει ξανά.
«Μην ανησυχείς», επιβεβαίωσα την Οκτόμπερ. «Σ' ευχαριστώ.»
«Εγώ σ' ευχαριστώ που με αφήνεις να του μιλάω», χαμογέλασε. «Άλλος στην θέση σου δεν θα το έκανε.»
«Το κάνω μόνο για σένα», της απάντησα. «Ξέρω ότι είσαι ερωτευμένη μαζί του.»
Η έκφρασή της μελαγχόλησε, αλλά δεν έπαψε να χαμογελάει. «Κι εκείνος είναι. Κι ήταν επίσης όταν εναντιώθηκε στην Μόνι. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να το συγχωρήσω εύκολα.»
«Οκτόμπερ», έβαλα το γράμμα στην τσέπη μου «δεν στο έχω πει ποτέ αυτό, αλλά είναι αξιοθαύμαστο το πώς δεν άλλαξε τίποτα ανάμεσα σε σένα και την Μόνι, όταν αποκαλύφθηκε πως δεν είναι πραγματική σου αδερφή.»
«Είναι πραγματική μου αδερφή», αντιτάθηκε εκείνη. «Και δεν έχει καμία σημασία ποια την γέννησε. Είναι η μεγάλη μου αδερφή και τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσά μας.»
Χαμογέλασα πλατιά στα λόγια της. Ήταν πράγματι φανερό πως για την Οκτόμπερ δεν είχε καμία σημασία που δεν προέρχονταν από την ίδια μήτρα. Μεγάλωσαν μαζί, αγάπησαν η μία την άλλη και η συγκλονιστική αποκάλυψη της καταγωγής της Μόνι δεν πτόησε την Οκτόμπερ. Όπως κι η Σάρα κι ο σύζυγος της την αγάπησαν αφήνοντας το παρελθόν της μικρής στην άκρη, έτσι έκανε κι η Οκτόμπερ. Και χαιρόμουν που οι γονείς μου είχαν καταφέρει να δώσουν ένα τόσο ζεστό σπιτικό σε εκείνη.
Εκείνοι και οι θείοι μου είχαν καταφέρει τόσα, όπως το να αφήσουν τα μυστικά κρυμμένα στο σκοτάδι. Εγώ με τον Κάρτερ είχαμε αντιμετωπίσει ήδη δαιδαλώδεις δυσκολίες, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα ανησυχούσαν τους υπηκόους μας, κάνοντας τους να αναρωτηθούν για την ικανότητά μας να βασιλέψουμε. Τα μυστικά μας ήταν ρευστά και ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να βγουν στην επιφάνεια. Έπρεπε να κοπιάσουμε αρκετά για να επαναφέρουμε τις ισορροπίες και να συνεχίσουμε την επιτυχή βασιλεία των γονιών μας.
«Η Μόνι ξέρει ότι αλληλογραφείς με τον Γκασπάρ;», την ρώτησα.
Εκείνη δεν μου απάντησε, αλλά η σιωπή της ήταν αρκετή.
«Μην νιώθεις ότι την προδίδεις με το να κρατάς επαφές μαζί του. Δεν πιστεύω πως η Μόνι θα σου θυμώσει.»
Ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους της. «Ούτε εγώ το πιστεύω. Αλλά κάτι μέσα μου με σταματάει.»
Γέλασα πνιχτά καθώς ταυτίστηκα με τον δισταγμό της. Είχα βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση, όταν προσπαθούσα να εξομολογηθώ στον Κάρτερ τα συναισθήματα μου.
«Αυτό το κάτι, αγνόησε το», αποκρίθηκα σκουντώντας την μαλακά στον ώμο της. «Πίστεψε με, θα νιώσεις πολύ καλύτερα. Δεν υπάρχει άλλωστε λόγος να κρατάς μυστικά από την αδερφή σου.»
«Έχεις δίκιο», κατένευσε. «Σ' ευχαριστώ για την συμβουλή.»
«Κανένα πρόβλημα.»
Ήλπιζα πως δεν θα αργούσε να της εκμυστηρευτεί το 'μεγάλο' της μυστικό. Φτάνοντας στο σπίτι τους ευχόμουν να βρει το κουράγιο και να ξεπεράσει την ανησυχία της.
Όταν έφυγαν οι τρεις τους έψαξα να βρω την Μέλανη. Είχε χαθεί λες και κρύφτηκε και χώθηκε ξανά στην απομόνωση. Βγήκα ξανά στους κήπους, αλλά δεν υπήρχε ίχνος της. Μπήκα μέσα και κοίταξα σε διαδρόμους και στα καθιστικά, αλλά είχα το ίδιο αποτέλεσμα. Πιθανόν να είχε ανέβει στο δωμάτιο της. Δεν έχανα τίποτα να ψάξω κι εκεί.
Περνώντας από τον διάδρομο των βασιλέων αντίκρισα τον Ενρίκε να περνάει μπροστά. Μόλις με είδε σταμάτησε και με περίμενε χαμογελαστός. Δεν είχαμε μιλήσει σχεδόν από την δίκη του Φερνάντο παρ' όλο που τον είχα δει πολλές φορές. Ένιωσα άσχημα που τον είχα παραμελήσει κι εκείνον. Τον πλησίασα λοιπόν προσπαθώντας να του χαρίσω το πιο ειλικρινές μου χαμόγελο.
«Πρώτη φορά σε βλέπω μόνη σου, μετά από μια βδομάδα», αποκρίθηκε χωρίς να με ειρωνεύεται ή να με χλευάζει.
Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου. «Ήταν δύσκολες οι τελευταίες μέρες.»
Εκείνος μου ένευσε και πήρε μια συμπονετική έκφραση. «Πώς είσαι;»
«Προσπαθώ να είμαι δυνατή», του απάντησα. «Για τον Σον, την Μέλανη και τον Κάρτερ.»
«Σε καταλαβαίνω», το βλέμμα του ταξίδεψε λίγο στο χώρο. «Αν δεν έχεις να κάνεις τίποτα, θα χαιρόμουν πολύ να τα πούμε.»
Ήθελα πολύ να πάω στην Μέλανη, αλλά βλέποντας τον Ενρίκε η επιθυμία μου διαμελίστηκε. Ήταν κι εκείνος αδικημένος από μέρους μου και δεν του είπα ούτε κουβέντα στην κηδεία ή όταν βγήκα από το σχολείο. Κι εκείνος έδειχνε να ανησυχεί πραγματικά για μένα.
Τελικά δέχτηκα να πούμε τα νέα μας και να αναζητήσω την Μέλανη αργότερα. Αναπαυτήκαμε σε ένα καθιστικό απολαμβάνοντας λίγο ζεστό τσάι, προτού το μεσημεριανό.
«Σήμερα πάρθηκε η απόφαση για τους δύο δράστες», ξεκίνησε πίνοντας μια γουλιά από το τσάι του.
«Ναι», έκανα το ίδιο. «Χάρις στην Μόνι, δεν έγινε κάποια διάκριση.»
«Το έμαθα», χαμογέλασα. «Έκανε πολύ καλή εντύπωση. Δεν μάσησε τα λόγια της.»
«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Αλλά δεν ήταν κι επιθετική. Ήταν άψογη.»
Άφησε το φλιτζάνι στο τραπέζι μπροστά μας και σήκωσε τα μανίκια του. Παρατήρησα το τατουάζ του καλύτερα. Το είχα δει και στην Βρίλυ, αλλά το νέο του Κάτω Κόσμου ήταν φρέσκο και δεν με άφηνε να δίνω σημασία σε λεπτομέρειες. Ήταν ένας αετός με ένα λάβαρο τριγύρω του και μια επιγραφή στα λατινικά. Τα γράμματα όμως ήταν από την πλευρά την δική του και δεν μπορούσα να την διαβάσω.
«Πες μου εσύ», ίσιωσε το κορμί του. «Πώς είσαι; Μπορείς να είσαι απόλυτα ειλικρινής μαζί μου.»
Άφησα κι εγώ το δικό μου φλιτζάνι στο τραπέζι και ξεκούρασα το χέρι μου στην πλάτη του καναπέ. «Δεν νομίζω να έχεις διαθέσιμες βδομάδες για να ακούσεις την ειλικρίνειά μου», γέλασα χωρίς διάθεση.
«Για σένα έχω και μήνες», μου απάντησε και ακούμπησε το χέρι μου. «Όταν βγήκες από το σχολείο ήσουν ένα ράκος. Μέσα σε λίγες ώρες όμως ανασκουμπώθηκες κι ανέλαβες δράση, γιατί ήταν κι οι υπόλοιποι. Μαζί μου δεν χρειάζεται να είσαι δυνατή. Μονάχα ο εαυτός σου.»
«Δεν με καταπιέζουν», υπερασπίστηκα τους άλλους. «Απλώς για εκείνους ήταν πιο σκληρό. Τον ζούσαν κάθε μέρα.»
«Αυτό δεν μειώνει και τον δικό σου πόνο», αντιτάθηκε. «Ξέρω πως ο Μάικλ ήταν ο μοναδικός που ενδιαφερόταν περισσότερο από όλους για σένα.»
«Δεν είναι ακριβώς έτσι», ξεφύσησα. «Ξέρεις το πρόβλημα μου», το πρόβλημα δηλαδή του Κάτω Κόσμου. «Ο Κέλλαν δεν είχε να προστατέψει μόνο εμένα, αλλά και τα παιδιά του. Κι εκείνα έμαθαν μαζί με μένα την αλήθεια.»
«Όπως και να' χει δεν σημαίνει πως εκείνοι πονάνε περισσότερο από σένα.» Για μια στιγμή ένιωσα να χαϊδεύει το δέρμα μου, αλλά όταν γύρισα να κοιτάξω το χέρι του ήταν ακίνητο. Ίσως και να ήταν η ιδέα μου.
«Ο καθένας πονάει με τον δικό του τρόπο», τράβηξα μαλακά το χέρι μου προς τα πίσω θέλοντας αφενός να μην δίνω δικαίωμα και αφετέρου να μην είμαι απότομη. «Και για σένα φαντάζομαι πως είναι μια δύσκολη περίοδος. Είχες έρθει κι εσύ κοντά με τον Μάικλ.»
«Ναι, είναι αλήθεια», κουνήθηκε στην θέση του για να μην πιαστεί. «Ήταν πολύ καλό παιδί. Και πολύ αστείος», γέλασε ελαφρά, πιθανόν θυμούμενος κάποια ατάκα του Μάικλ.
«Ναι», γέλασα κι εγώ φέρνοντας στο μυαλό μου ευτράπελά του. «Όταν έμαθε ότι θα βγάλει τις αμυγδαλές του κόντευε να τρελαθεί. Έκανε λες και θα έκανε καμιά σοβαρή εγχείριση. Δεν ήθελα με τίποτα να τον νταντεύω.» Συνοφρυώθηκα και χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Θα έδινα τα πάντα τώρα να τον νταντεύω.»
Ο Ενρίκε σύρθηκε πιο κοντά μου και σήκωσε το πιγούνι μου. Τα γκρίζα του μάτια περιεργάστηκαν τα δικά μου κι ένιωσα μια ανατριχίλα στο πόσο κοντά μου βρισκόταν.
«Μην στενοχωριέσαι», αποκρίθηκε με χαμηλό τόνο. «Μην θλίβεις αυτά τα όμορφα μάτια.»
Ξεροκάταπια και χαμογέλασα κάπως άβολα. «Ξέρεις», καθάρισα τον λαιμό μου «θα ήθελα να σε ευχαριστήσω που είσαι πάντα πρόθυμος να βοηθήσεις σε κάθε κρίσιμη στιγμή. Φαντάζομαι πως ήταν ήρθες εδώ με τον Αλφόνσο δεν περίμενες ότι θα συναντούσες κάτι τέτοιο.»
«Όχι», γέλασε. «Η αλήθεια είναι πως δεν το περίμενα. Αλλά έχει το ενδιαφέρον του.»
«Δεν έχεις καμία υποχρέωση απέναντί μας και παρ' όλα αυτά είσαι πρόθυμος να μας βοηθήσεις όλους», συνέχισα. «Έχεις προστατέψει το μυστικό του Κάρτερ και τον ίδιο κι έχεις θέση την ζωή σου πολλές φορές σε κίνδυνο. Θέλω να ξέρεις ότι το εκτιμώ πολύ και είμαι ευγνώμων κάθε μέρα.»
Το χαμόγελό του πλάτυνε σε αυτά μου τα λόγια. Ήταν μια ευχάριστη στιγμή όταν οι κόποι σου αναγνωρίζονταν και ήθελα οι δικοί του να αναγνωριστούν. Μας προσέφερε την βοήθεια του απλόχερα, χωρίς να προσδοκεί κάποιο αντάλλαγμα.
«Τα πάντα για την βασίλισσά μου», μου απάντησε κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση από την θέση του.
Εκείνη την στιγμή αγνόησα το γεγονός ότι δεν ανέφερε τίποτα για τον βασιλιά του.
«Πολλοί το λένε, αλλά λίγοι το κάνουν. Συνήθως οι πιο κοντινοί μου. Κι εμείς δεν είμαστε τόσο κοντά όσο με την οικογένειά μου ή τους φίλους μου.»
Μειδίασε και έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς μπροστά. «Αυτό μπορούμε να το αλλάξουμε.»
Μπορεί και να γινόμουν παρανοϊκή, αλλά μου φαινόταν πως είχε αρχίσει να με φλερτάρει χωρίς ενδοιασμούς.
Χαμογέλασα και άφησα τα λόγια του να πέσουν κάτω.
Δεν έμεινα περισσότερο μαζί του. Δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαιτην Μέλανη, και έψαχνα την παραμικρή αφορμή για να φύγω. Τελειώνοντας το τσάι μας προφασίστηκα έναν πονοκέφαλο από την σημερινή συνέλευση και σχεδόν έτρεξα έξω από το καθιστικό. Είχε γίνει ιδιαίτερα διαχυτικός σε σημείο να αρχίσω να πιστεύω τον Κάρτερ, για τα συναισθήματα του Ενρίκε απέναντί μου. Αν μας έβλεπε θα γινόταν έξαλλος και δεν θα είχε άδικο. Όσο έμενα μαζί του προκαλούσα την τύχη μου γι' αυτό και με την πρώτη ευκαιρία απομακρύνθηκα κι ευχήθηκα να είχα παρεξηγήσει την στάση του και να ήθελε απλώς να γίνει καλός μου φίλος, όπως ο Σκοτ κι ο Τσέις.
Ανέβηκα στον επάνω όροφο και προχώρησα στο δωμάτιο της Μέλανη. Υπό άλλες συνθήκες θα έμπαινα χωρίς να χτυπήσω, αλλά είπα να είμαι πιο διακριτική. Δεν ήξερα τι θα αντιμετώπιζα και δεν ήθελα να χειροτερεύσω την ήδη –πιθανώς- άσχημη κατάσταση.
Άνοιξε την πόρτα και στάθηκε μπροστά μου σαν να ήμουν ένας απλός επισκέπτης, σαν να μην ήμουν μια κοντινή της φίλη και συγγενής. Ήταν σχεδόν ανέκφραστη και δεν μου μίλησε καν. Δεν έδειξα ότι παραξενεύτηκα και θεώρησα καλή ιδέα να μην της φερθώ με αντίστοιχη ψύχρα. Δεν έβρισκα και τον λόγο άλλωστε.
«Τι θα έλεγες να γευματίσουμε μαζί;», της πρότεινα.
«Δεν πεινάω», μου απάντησε γρήγορα.
«Τότε να περπατήσουμε λίγο στους κήπους;», ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Αυτό δεν κάναμε και πριν;», σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της.
«Μέλανη», αναστέναξα. «Θέλω απλά να περάσουμε χρόνο μαζί. Τις τελευταίες μέρες νιώθω ότι έχουμε απομακρυνθεί και θέλω να επανορθώσω.»
«Δεν υπάρχει λόγος να επανορθώσεις για τίποτα», αποκρίθηκε πριν καν τελειώσω την πρότασή μου. «Ήθελες τον χρόνο σου, ήθελα κι εγώ τον δικό μου. Απλώς εγώ τον θέλω ακόμα.»
«Δεν χρειάζεται να το περάσεις όλο αυτό μόνη σου.»
Δεν φαινόταν να την συγκινούν τα λόγια μου. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είχαν παγώσει σε ένα μόνιμο συνοφρύωμα και δεν έλεγαν να αλλάξουν. Η φωνή της ήταν ήρεμη, αλλά εξέπεμπε εκνευρισμό και ανά πάσα στιγμή μπορεί να υψωνόταν.
«Αυτό θέλω όμως», είπε. «Δεν μπορείς να με διατάξεις για το αντίθετο.»
«Δεν θα το έκανα έτσι κι αλλιώς», ψέλλισα.
«Χαίρομαι», άφησε το ένα της χέρι να πέσει, ενώ με το άλλο έπιασε την πόρτα, έτοιμη να την κλείσει στην μούρη μου. «Τώρα αν έχεις την καλοσύνη θα ήθελα να ξεκουραστώ. Είχα μια πολύ δύσκολη βδομάδα.»
Πριν καν προλάβω να απαντήσω η πόρτα είχε κλείσει κι εκείνη είχε χαθεί από μπροστά μου. Ο φόβος μου ήταν πλέον αλήθεια. Η Μέλανη είχε διαλέξει τον δρόμο της απομόνωσης και είχε αρχίσει να χάνει τον καλόκαρδο της χαρακτήρα. Η καρδιά της είχε τυλιχτεί από το σκοτάδι της θλίψης και αυτό την έκανε πιο σκληρή. Δεν θύμωσα με την στάση της απέναντί μου. Αντίθετα στενοχωρήθηκα που η Μέλανη είχε χάσει την ομορφιά της δύναμης της, η οποία ήταν η άνοιξη μέσα στον χειμώνα του πόνου.
Δεν είχα σκοπό να την εγκαταλείψω και να περιμένω πότε θα έβρισκε μόνητης τον δρόμο της επιστροφής. Υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να βρισκόταν σεαδιέξοδο. Γι' αυτό θα υπέκυπτα στο πείσμα μου μέχρι να ξαναγίνει η Μέλανη πουγνώρισα κι αγάπησα. Μπορεί αυτό να δημιουργούσε ρήξη μεταξύ μας που να μηνδιορθωνόταν. Αν όμως είχα να διαλέξω ανάμεσα στο να την χάσω και να την βοηθήσω να μην χαθεί εκείνη θα διάλεγα τοδεύτερο. Άλλωστε θα την έχανα έτσι κι αλλιώς, αν της επέτρεπα να αλλάξει.
Προς το παρόν της έδωσα τον χώρο που χρειαζόταν. Σταδιακά θα γινόταν η προσπάθειά μου, σαν διαδικασία απεξάρτησης. Και το σκοτάδι στο κάτω – κάτω ήταν ένα είδος εξάρτησης. Όσο βυθιζόσουν και μάθαινες να ζεις με αυτό, τόσο πιο δύσκολο ήταν να ξαναβγείς στην επιφάνεια. Το ήξερα, γιατί το είχα ζήσει.
Κατευθύνθηκα, τελικά στο δωμάτιό μου για να διαβάσω το γράμμα τουΓκασπάρ. Δεν ήξερα αν μπορούσε να με κάνει να νιώσω χειρότερα από ότι ήδηένιωθα. Πόσο άσχημα πράγματα να είχε να μου πει άλλωστε; Κάθισα στον καναπέ τουδωματίου μου και άνοιξα τον φάκελο ήρεμα, και χωρίς βιασύνη. Έβγαλα το γράμμακαι αφού το ξετύλιξα, άρχισα την ανάγνωση:
Αγαπητή ξαδέρφη,
Λυπάμαι βαθύτατα για την τραγωδία που σε βρήκε και σου στέλνω τα θερμά μου συλλυπητήρια. Εύχομαι ο πόνος, που ξέρω ότι θα σε πνίγει, να κοπάσει σύντομα για να μπορέσεις να χαμογελάσεις ξανά. Οι δύσκολες μέρες του θρήνου ας περάσουν γρήγορα, για να μπορέσεις να γιορτάσεις την λαμπρή στέψη που σου αρμόζει.
Λυπάμαι επίσης για όσα υπέστης όταν έπεσες στα χέρια του Φερνάντο. Θέλω να ξέρεις ότι από την στιγμή που έμαθα για την επίθεση του στην Βρίλυ, μετάνιωσα για τις πληροφορίες που του είχα δώσει. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσε να σου κάνει κακό. Μεγαλώσατε μαζί και πάλι δεν έδειξε κανένα έλεος απέναντί σου. Μακάρι να μετανιώσει κι εκείνος για το κακό που σου έκανε, όπως έκανα κι εγώ.
Ξέρω πως την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε η σχέση μας είχε κλονιστεί από την πράξη προδοσίας μου. Για πολύ καιρό είχα τυφλωθεί από μια ιδέα που ήταν αβάσιμη. Πλήγωσα κι εσένα και την Οκτόμπερ, παρ' όλο που σας αγαπώ και τις δύο. Αυτό είναι κι εκείνο που με έκανε να δω αλλιώς τα πράγματα, αλλά ήταν πλέον αργά. Σας έχασα και τις δύο και δεν υπάρχει επιστροφή.
Εκτιμάω πολύ που αφήνεις την Οκτόμπερ να αλληλογραφεί μαζί μου. Ταγράμματα της με κάνουν ευτυχισμένο. Το ότι δεν τιμωρείς κι εκείνη με κάνειευτυχισμένο. Χάρις σε εκείνη μαθαίνω και τα δικά σου νέα και ξέρω πόσο δυνατήέχεις γίνει και πόσο έχεις αλλάξει προς το καλύτερο. Βγήκες από το κουκούλι σουκι απλώνεις τα φτερά σου, έτοιμη να πετάξεις ψηλά, εκεί κι όπου ανήκεις.
Κάθε μέρα που περνάει μου λείπεις όλο και πιο πολύ και με θλίβει το γεγονός ότι μπορεί να μην σε ξαναδώ ποτέ. Βρίσκω παρηγοριά στις αναμνήσεις που έχουμε δημιουργήσει και φροντίζω να κρατάω μόνα τα ευχάριστα από σένα. Εύχομαι να κάνεις και εσύ το ίδιο. Το ξέρω πως σε πρόδωσα και δεν ήμουν σωστός απέναντί σου. Μερικές φορές νιώθω πως έχασα τον εαυτό μου. Ίσως ο φόβος ότι εσύ κι η Οκτόμπερ δεν ήσασταν ασφαλείς, να με οδήγησε στην έσχατη λύση. Ξέρω πως για σένα αυτό που έκανα δεν το θεωρούσες ποτέ σου λύση, αλλά για μένα ήταν. Το έχω μετανιώσει όμως, κι έχω αναθεωρήσει την γνώμη μου για την προστατευόμενη σου. Από τα γράμματα της Οκτόμπερ έχω καταλάβει πως είναι πραγματικά καλή κι αγαπημένη από όλους σας. Είναι τυχερή που σας έχει. Κι εγώ ήμουν τυχερός που σας είχα.
Ελπίζω μια μέρα να μπορέσεις να συγχωρέσεις το παράπτωμα μου. Δεν με νοιάζει να πάρω αμνηστία ή κάποιο τίτλο. Αυτό που θα ήθελα όσο τίποτα άλλο είναι να ξαναβρώ την αγαπημένη μου ξαδέρφη, γιατί μου λείπει. Κάθε μέρα, κάθε ώρα μου λείπεις και αναπολώ όλες τις στιγμές μου μαζί σου. Αν ποτέ λάβω κάποιο γράμμα σου ή μάθω ότι δεν με σκέφτεσαι αρνητικά θα μου δώσεις τη μεγαλύτερη χαρά κι ανακούφιση που θα μπορούσες να φανταστείς.
Σ' αγαπάω κι είμαι περήφανος για σένα
Γκασπάρ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top