29. ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ, ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΜΟΥ ΣΠΙΤΙ, ΠΟΤΕ ΘΑ ΕΡΘΩ ΣΕ ΣΕΝΑ;
Ένιωθα μια ψύχρα σε όλο μου το σώμα. Δεν κρύωνα κι ούτε είχε πέσει η θερμοκρασία μου. Βρισκόμουν σε ένα ψυχρό μέρος και το σώμα μου με προστάτευε από την υποθερμία. Δεν ήξερα όμως που ήμουν και αν αυτό ήταν το μεταθανάτιο στάδιο. Η προηγούμενη μου εμπειρία θανάτου, ήταν θολή στο μυαλό μου και μονάχα η Λίμπο είχε αφήσει ένα πιο δυνατό σημάδι στην μνήμη μου. Κατά τα άλλα δεν μπορούσα να ξέρω που ήμουν. Τα μάτια μου ήταν ακόμα κλειστά και εξακολουθούσα να νιώθω το μήλο στον λαιμό μου. Υπήρχε μια μικρή δυσφορία από το πνίξιμο, αλλά δεν υπέφερα όπως όταν έγινε το μοιραίο. Ίσως αργότερα, όταν το σώμα μου πάγωνε για τα καλά, να έφευγε κι αυτή και τότε να ένιωθα γαλήνια.
Αυτό που με παραξένευε ήταν το γεγονός ότι μπορούσα ακόμα να σκεφτώ. Ο εγκέφαλος μου δεν έμοιαζε να έχει σταματήσει κι αναρωτιόμουν αν τελικά δεν είχε περάσει πολύ ώρα από τον θάνατο μου. Μου φαινόταν πως ήμουν ώρες σε αυτή την κατάσταση, αλλά μάλλον τα τέσσερα λεπτά μέχρι να με εγκαταλείψει κι ο εγκέφαλος μου δεν είχαν ολοκληρωθεί. Σε αυτό πιθανόν να οφειλόταν το ότι ήμουν ακόμα ζεστή. Η μαγεία μου συνέβαλε σε αυτό κι όσο λειτουργούσε ένα ακόμη όργανο, εκείνη δεν θα δραπέτευε από μέσα μου και θα χανόταν ως ενέργεια μέσα στην φύση.
Τα μάτια μου δεν έλεγαν να ανοίξουν και με τρόμαζε αυτή η άγνοια για το που βρισκόμουν. Λογικά θα κατέληγα στον Κάτω Κόσμο, αλλά νεκρή. Αυτό θα εξαγρίωνε τον Ντέμιεν και αναρωτιόμουν αν θα ξεσπούσε πάνω μου. Εγώ πάντως τα είχα βάλει με τον εαυτό μου, γιατί είχα επιβιώσει από τόσα πράγματα για να πεθάνω τελικά από ένα μήλο. Ήταν τραγικό και αστείο. Δεν μπορούσα όμως ούτε να γελάσω, ούτε να κλάψω. Μονάχα να σκέφτομαι και να πνίγομαι από το βάρος των σκέψεων μου. Αυτό δεν διέφερε και πολύ από όταν ήμουν ζωντανή. Κι ήταν κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου, γιατί μονάχα από τις σκέψεις μου μπορούσα να υποφέρω. Άραγε αυτό να ήταν το πρώτο βήμα του θανάτου; Θα ζούσα κάθε επίγειο βάσανο μέχρι την τελική μου ανάπαυση; Είχα ζήσει πολλά κι αν έπρεπε να τα επαναλάβω, θα αργούσε πολύ το οριστικό τέλος.
Τα πρώτα πρόσωπα που ήθελα να δω ήταν εκείνα των γονιών μου. Αυτά τα δυο ζευγάρια μάτια θα ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να αποδεχτώ την νέα πραγματικότητα. Έπειτα ήξερα πως θα συναντούσα τόσους πολλούς στον Κάτω Κόσμο και ο θάνατος δεν φάνταζε τόσο τρομακτικός ή μοναχικός. Θα είχα την οικογένεια μου ξεκινώντας από πολύ παλιά. Από την Μόιρα μέχρι και τους γονείς και θείους μου. Δυστυχώς πρόσωπα όπως τους παππούδες μου (τους γονείς της μαμάς μου), τον θείο μου τον Πέδρο ή τον Μάικλ δεν θα είχα την ευκαιρία να τους συναντήσω ούτε και τότε. Εκείνοι βρίσκονταν στην λήθη, εκεί όπου θα μπορούσαν να είχαν καταλήξει κι οι βασιλείς μας, αν γεννιόταν τελικά το παιδί μου. Η γέννηση της όμως δεν θα συνέβαινε ποτέ, καθώς η πρώτη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου είχε πεθάνει.
Σαν από αντανακλαστικό, σε αυτή την σκέψη, τα μάτια του Κάρτερ πέρασαν στο μυαλό μου φευγαλέα, αλλά με κάθε λεπτομέρεια. Ο θάνατος μου θα ήταν αβάσταχτο φορτίο για αυτόν, όπως και για τους υπόλοιπους. Ο καημένος ο Ντιμίτρι μου. Έναν χρόνο μετά τον χαμό των γονιών του, έχασε τώρα και την αδερφή του. Θα είχε βέβαια τον Αλφόνσο, όπως κι ο Κάρτερ για να μπορεί να συνεχίσει να βασιλεύει. Σάμπως κι εκείνος όμως δεν θα πόναγε τώρα που με έχασε; Μπορούσα να ακούσω τον θρήνο του πάνω από το άψυχο κορμί μου, να κλαίει και να φωνάζει απαρηγόρητος «το μικράκι μου». Η Μέλανη από μια πλευρά να μην μπορεί να αντιδράσει από το σοκ. Οι φίλοι μου δίπλα της να πενθούν άλλη μία βασίλισσα, ο Σον να μην μπορεί να συμφιλιωθεί με το νέο συμβάν, η Σάρα, η Άννα, ο Ενρίκε. Τόσα πρόσωπα και τόσα δάκρυα σπάραζαν την καρδιά μου. Ακόμα και νεκρή πονούσα για ό,τι άφηνα πίσω μου κι ό,τι δεν θα έβλεπα ξανά.
«Δεν έπρεπε να την σκοτώσεις.»
Η φωνή αυτή ήχησε από το πουθενά μέσα στα αυτιά μου και με τα μάτια μου να εξακολουθούν να μην ανοίγουν, αρκέστηκα σε αυτή την αίσθηση.
Ήταν γυναίκα και μάλιστα την γνώριζα. Η φωνή της είχε τρυπήσει τα αυτιά μου αρκετές φορές, αλλά αδυνατούσα να βάλω ένα πρόσωπο σε αυτήν. Ήμουν πολύ μουδιασμένη και σκεφτόμουν μόνο νεκρούς για να θυμηθώ την ταυτότητα της.
«Δεν είναι νεκρή», της απάντησε ένας άντρας.
Κι εκείνος ήταν οικείος, αλλά επικεντρώθηκα σε αυτό που είπε και όχι στον τρόπο. Δεν ήμουν νεκρή; Και τότε τι συνέβαινε.
Βοήθεια, άρχιζα να φωνάζω μέσα στο μυαλό μου, καθώς τα χείλη μου δεν συσπούνταν. Δεν με ακούει κανείς; Βοήθεια! Με έχουν παγιδευμένη.
Θα μπορούσα να κλάψω αν δεν είχαν παγώσει τόσα πράγματα πάνω μου. Θα ούρλιαζα, θα έτρεχα. Όμως δεν μπορούσα να κουνηθώ, ούτε που άνοιγαν τα μάτια μου.
«Μα δεν αναπνέει», του απάντησε εκείνη.
Μπερδευόμουν όλο και πιο πολύ. Πράγματι δεν ανέπνεα. Το μήλο έφραζε τον λαιμό μου, αλλά το μυαλό μου λειτουργούσε. Και το σώμα μου ήταν ακόμα καυτό προστατεύοντας με από το κρύο. Τι μου συνέβαινε;
«Είναι ζωντανή», επέμεινε ο άντρας. «Σου είπα πως θα το φροντίσω και το έκανα. Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη;»
«Το ξέρεις ότι είσαι ο μόνος που εμπιστεύομαι. Αλλά δεν θέλω να πάει κάτι στραβά. Αν τον εξαγριώσουμε περισσότερο από ότι έχουμε κάνει ήδη, θα μας κάψει ζωντανούς.»
Τα πράγματα περιπλέκονταν όλο και περισσότερο. Αν όμως κατάφερνα να αναγνωρίσω τις φωνές όλα θα γινόντουσαν πιο εύκολα.
«Λίζα», είπε εκείνος με ήρεμο τόνο.
Η Λίζα! Έπρεπε να το είχα φανταστεί. Άρα ο άλλος ήταν ο Ζάβιερ. Ναι, τώρα που το σκεφτόμουν καλύτερα αυτός ήταν.
Φυσικά και δούλευαν μαζί. Δεν εξεπλάγη καθόλου σε αυτή την αποκάλυψη, ή καλύτερα επιβεβαίωση.
«Είναι ολοζώντανη», έκανε μερικά βήματα πλησιάζοντας με και ακουγόταν πως το πρόσωπο του ήταν κοντά στο δικό μου. «Καμία ανάσα δεν μπορεί να δραπετεύσει από τα χείλη της. Ούτε τα μάτια της θα τρεμοπαίξουν ακόμα. Μονάχα η καρδιά της χτυπά και το μυαλό της λειτουργεί για να την παγιδεύσει στον φόβο της», γέλασε χαιρέκακα. «Είναι μια σωστή Χιονάτη. Μόνο που δυστυχώς κανένας μαγευτικός πρίγκιπας ή βασιλιάς δε θα έρθει να την σώσει. Κανένα φιλί δεν μπορεί να την ξυπνήσει. Μόνο εγώ.»
Τι ακριβώς μου είχε κάνει και με είχε καθηλώσει με αυτόν τον τρόπο; Δεν ήμουν νεκρή. Μονάχα δεσμευμένη σε μια φυλακή δαιμόνων. Θα μπορούσε να έχει κάνει οποιοδήποτε ξόρκι για να πετύχει τον σκοπό του και πράγματι θα ήταν αδύνατο να σπάσουν τα μάγια από κάποιον τρίτο. Ω Θεέ μου, για πόσο θα με κρατούσε έτσι;
«Την έχεις βάλει όμως σε πάγο», παρατήρησε η Λίζα. «Ο Κάρτερ μπορεί να την εντοπίσει.»
Αν μπορούσα να ξεφυσήσω ανακουφισμένη θα το έκανα. Ο πάγος ήταν νερό και ο Κάρτερ ήταν ειδικός. Λογικά θα είχε καταλάβει πως μέχρι τώρα λείπω και θα με έψαχνε. Πιθανόν να με είχε βρει ήδη. Κάρτερ, σκέφτηκα με όση δύναμη γινόταν, Κάρτερ βοήθησε με! Με έχουν η Λίζα κι ο Ζάβιερ. Βιάσου.
Πιθανόν να με παρέδιναν στον Ντέμιεν.
«Δεν πρόκειται να την εντοπίσει αν βρίσκεται σε γη νεκρών.»
«Ζάβιερ», ύψωσε τον τόνο της φωνής της. «Δεν μπορούμε να την σκοτώσουμε!»
«Δεν θα την σκοτώσουμε», απάντησε εκείνος. «Υπάρχει ένα μέρος που μπορεί να πάει και ζωντανή.»
Η Λίμπο! Θα μπορούσε να είναι κι ο Κάτω Κόσμος, αλλά έτσι θα με έδιναν κατευθείαν στον Ντέμιεν.
«Δεν εννοείς...»
«Αυτό εννοώ», αποκρίθηκε ο Ζάβιερ. «Θα την κρατήσουμε στην Λίμπο για να είμαστε σίγουροι πως κανένας δεν θα μπορέσει να την βρει.»
Όχι!
«Γιατί δεν την δίνουμε στον Ντέμιεν;», σχεδόν κλαψούρισε η Λίζα. «Μπορεί έτσι να μας αφήσει ήσυχους.»
Να τους αφήσει ήσυχους; Δηλαδή κι ο Ζάβιερ είχε πρόβλημα μαζί του;
«Δεν τον ξέρεις, όπως εγώ. Την στιγμή που θα την έχει στα χέρια του εμείς θα γίνουμε παρελθόν.»
Να και κάτι για το οποίο θα υποστήριζα τον Ντέμιεν.
«Την χρειαζόμαστε για να εξασφαλίσουμε την ασφάλεια μας», συνέχισε. «Τώρα έλα να με βοηθήσεις προτού να είναι αργά.»
Η Λίζα με μεγάλο δισταγμό συμφώνησε να τον βοηθήσει να με στείλουν στην Λίμπο. Στο μεταξύ εγώ άφησα τις απορίες που μου είχε γεννήσει αυτός ο διάλογος στην άκρη και προσπαθούσα να βρω μια άγκυρα για να μην επιστρέψω σε αυτό το μέρος. Εκεί ήμουν απροστάτευτη κι έρμαιο των νεκρών, βασανισμένων ψυχών. Δεν θα είχα την μαγεία μου. Θα ήμουν μόνη μου. Φοβόμουν κι αρνούμουν να γυρίσω σε αυτό το μέρος.
Οι δυο τους άρχισαν να ψέλνουν στην αρχαία γλώσσα και το μυαλό μου άρχισε να θολώνει. Το σώμα μου φάνταζε ελαφρύ κι η ψυχή μου απομακρυνόταν για να προχωρήσει στον κόσμο του πόνου και της θλίψης. Πάλευα όσο γινόταν να μην εγκαταλείψω το κορμί μου. Η δική τους δύναμη όμως ήταν μεγαλύτερη από την δική μου και με ένα δυνατόν φύσημα βρέθηκα σε ένα ακόμα πιο ψυχρό μέρος.
Είχα τυλίξει τα χέρια μου γύρω από το σώμα μου για προστασία. Αφού δεν θα είχα την μαγεία μου θα ήμουν εκτεθειμένη στο κρύο. Η ψύχρα όμως δεν με πλήγωνε. Ούτε το χιόνι με πόναγε, καθώς έπεφτε μανιασμένα πάνω στα γυμνά μου χέρια. Αρκετά αβέβαιη άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα το χιονισμένο λιβάδι μέσα στο οποίο ήμουν. Τα μάτια μου ήταν δακρυσμένα και τα σκούπισα για να μπορώ να βλέπω καλύτερα μέσα στο λευκό που είχε ντύσει την πλάση. Σηκώθηκα αργά και επεξεργάστηκα το γαλανό, στο χρώμα του πάγου, αμάνικο φόρεμα που είχε ντύσει το σώμα μου. Τα πόδια μου ήταν γυμνά και το χιόνι τα τύλιγε με κάθε μου βήμα.
Όσο κι αν περπατούσα ψάχνοντας κάποιον ή κάτι διαφορετικό ένιωθα πως κατέληγα στο ίδιο σημείο. Τα αποτυπώματα μου καλύπτονταν άμεσα από το χιόνι και δεν καταλάβαινα εύκολα ποιες κατευθύνσεις είχα επαναλάβει ξανά. Η προηγούμενη μου εμπειρία σε αυτό το μέρος εξακολουθούσε να είναι ξεθωριασμένη στο νου μου. Ήταν η μόνη φορά που παρά τα ερεθίσματα δεν κατάφερνα να φέρω καθαρά μια ανάμνηση στην επιφάνεια. Εδώ όμως δεν επρόκειτο για κάτι καθημερινό, αλλά για έναν κόσμο νεκρών. Όταν βρισκόμουν εδώ, ήμουν σε κόμμα και τώρα ουσιαστικά συνέβαινε ξανά το ίδιο. Και σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ζάβιερ και της Λίζα όσο παρέμενα στην Λίμπο κανείς ζωντανός δεν μπορούσε να με βρει. Ή τουλάχιστον ο Κάρτερ. Ευχόμουν μονάχα να είχε βρει κάτι μέχρι να με διώξουν από τον κόσμο των ζωντανών, γιατί δεν ήθελα να μείνω περισσότερο παγιδευμένη στην Λίμπο.
Η μοναξιά ήταν ίσως το χειρότερο που έπρεπε να υποστώ. Από την μία ήθελα να βρεθεί κάποιος στον δρόμο μου, αλλά από την άλλη δεν θα ήταν μια ευχάριστη συνάντηση. Σίγουρα πάντως θα με είχαν δει, όπως και την πρώτη φορά. Άραγε όταν θα έφευγα από εδώ θα εμφανίζονταν πάλι φαντάσματα στον δρόμο μου; Δεν μπορούσα να το ξέρω. Έπρεπε πρώτα να δραπετεύσω και δυστυχώς κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.
Δεν επρόκειτο όμως να το βάλω κάτω. Δεν θα υπέκυπτα στις πράξεις της Λίζας και του Ζάβιερ, οι οποίες φαίνονταν να πρόκειται για πράξεις απόγνωσης και φοβίας απέναντι στον Ντέμιεν. Αυτή η νέα αποκάλυψη με μπέρδευε πολύ και δεν γινόταν να μην τη σκέφτομαι όσο περιπλανιόμουν στην Λίμπο. Ο Ζάβιερ ήταν πιστός στρατιώτης του βασιλιά του Κάτω Κόσμου και ξαφνικά αποδείχτηκε πως αποζητούσε προστασία από αυτόν. Το ίδιο κι η Λίζα. Εν μέρει όσα είχε πει η δαιμόνισσα δεν ήταν ψέματα, αλλά κρύβονταν πολλά περισσότερα πίσω από το άσυλο της. Το βέβαιο ήταν πως τα δυο αδέρφια συνεργάζονταν όχι μόνο εναντίον μου, αλλά και για να προστατευτούν από τον Ντέμιεν.
Οι σκέψεις μου διακόπηκαν από το απρόσμενο κλάμα ενός μωρού. Το στομάχι μου ανακατεύτηκε στην θύμηση πως και μικρά παιδιά μπορούσαν να καταλήξουν εδώ. Αυτό όμως δεν ήταν απλά μικρό παιδί, αλλά μωρό. Πιθανόν και νεογέννητο. Ακολούθησα το κλάμα του και κατάφερα να ξεφύγω από το λιβάδι. Η συγκέντρωση μου σε αυτό ήταν σημαντικός παράγοντας για να πάψω να περιφέρομαι στο ίδιο μέρος. Τώρα βρισκόμουν σαν έναν κήπο, με τα πάντα χιονισμένα. Καθώς το κλάμα ακουγόταν όλο και πιο κοντινό επιτάχυνα το βήμα μου μέχρι που βρέθηκα μπροστά από έναν λαβύρινθο. Αν έμπαινα εκεί μέσα κατά πάσα πιθανότητα θα μου ήταν αδύνατο να δραπετεύσω. Το μωρό όμως σφάδαζε και δεν είχα το κουράγιο να το εγκαταλείψω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα μέσα σε διαδρόμους και σχεδόν τρέχοντας έφτασα στο μωρό. Ήταν ακουμπισμένο κάτω από μια γέρικη βελανιδιά στην μέση του λαβυρίνθου. Ο χώρος ήταν τεράστιος για να μπορεί να φιλοξενεί ένα τόσο μεγάλο δέντρο, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν ήταν ένα φυσικό τοπίο. Με γρήγορες δρασκελιές το πλησίασα και το σήκωσα στα χέρια μου κουνώντας το μαλακά για να το ηρεμήσω. Ήταν πολύ μικρό και χλωμό. Υπέθεσα πως δεν γεννήθηκε στην ώρα του και μάλιστα δεν γεννήθηκε ζωντανό. Η κουβερτούλα του ήταν γαλάζια, άρα πιθανόν να ήταν αγόρι.
Στον κόσμο των ζωντανών μια τέτοια κατάσταση θα τελείωνε με μένα να πηγαίνω το μωρό σε ένα νοσοκομείο. Αλλά δεν βρισκόμασταν σε αυτό τον κόσμο κι αυτό σήμαινε πως το παιδί ήταν νεκρό. Μπορεί να κουνιόταν μέσα στα χέρια μου κι ότι να είχε ηρεμήσει από το κλάμα του, δεν έπαυε όμως να είναι πεθαμένο. Παρ' όλα αυτά μου ήταν δύσκολο να το αντιμετωπίσω ως κάτι το άψυχο για τα δικά μου δεδομένα και το κράτησα στα χέρια μου προσεκτικά και προσφέροντας του την ασφάλεια της αγκαλιάς μου. Σκεφτόμουν τους γονείς του και πόσο πολύ θα υπέφεραν από την απώλεια του. Θα είχαν κάνει όνειρα για εκείνο και τελικά η μοίρα τους έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι στερώντας τους το παιδί τους. Τότε σκέφτηκα τους δικούς μου γονείς και θυμήθηκα τα δάκρυα της μητέρας μου και την οργή του πατέρα μου όταν χάθηκε ο Ραμόν προτού καν γεννηθεί. Πόσο κρίμα κι άδικο ήταν να χανόταν μια ζωή πριν καν έρθει στον κόσμο!
Το μωρό στα χέρια μου ηρέμησε και αποκοιμήθηκε κι η εικόνα του μπόρεσε να με γαληνέψει. Δεν έπαυα να θλίβομαι βαθιά για τον θάνατο του, αλλά δεν καταπολέμησα ένα χαμόγελο χαζεύοντας το την ώρα που κοιμόταν. Φανταζόμουν την κόρη μου να την νανουρίζω στα χέρια μου σιγοτραγουδώντας της. Το στόμα μου τότε λειτούργησε από μόνο του και του έψαλλα έναν εκκλησιαστικό ύμνο τελώντας ουσιαστικά μια μικρή κηδεία για χάρη του. Δεν ήξερα αν οι γονείς του θα είχαν κάνει ήδη κάτι τέτοιο, αλλά ήθελα για σιγουριά να του προσφέρω κι εγώ αυτή την τιμή.
Τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν κι ούτε που κατάλαβα πως με πήρε ο ύπνος. Αμφέβαλα αν κάτι τέτοιο ήταν κιόλας δυνατόν. Όμως εγώ αποκοιμήθηκα ίσως και για μια στιγμή κι όταν άνοιξα τα μάτια μου, το μωρό είχε χαθεί από τα χέρια μου. Δίπλα μου καθόταν ένας νεαρός άντρας χαμογελαστός και με κοιτούσε όσο κοιμόμουν. Πετάχτηκα όρθια και τρομαγμένη, αλλά εκείνος δεν σταμάτησε να μου χαμογελάει.
«Μην φοβάσαι», άπλωσε το χέρι του προς την πλευρά μου. «Δεν θα σου κάνω κακό. Θέλω να σε φροντίσω, όπως με φρόντισες κι εσύ.»
Αμέσως κατάλαβα ότι επρόκειτο για το μωρό που κρατούσα στα χέρια μου πριν αποκοιμηθώ. Μόνο που τώρα δεν ήταν νήπιο, αλλά ολόκληρος άντρας. Ήταν ίσως σε παρόμοια ηλικία με τον Αλφόνσο, ψηλός με καστανά, σγουρά μαλλιά σαν του πατέρα μου και σκούρα, καστανά μάτια, όπως κάθε Σάντος. Η επιδερμίδα του ήταν σταρένια και τα χείλη του είχαν ακριβώς το ίδιο σχήμα με εκείνων της μητέρας μου. Ήταν σαν να έβλεπα μπροστά μου κάποιον συγγενή μου, μόνο που δεν τον γνώριζα. Κι υπήρχε κάποιο κοντινό μου νταμπίρ, το οποίο κανένας μας δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
«Ποιος, ποιος είσαι;», τον ρώτησα τραυλίζοντας.
«Ξέρεις», μου απάντησε εκείνος.
Η καρδιά μου μου μαρτυρούσε την ταυτότητα του νεαρού, αλλά το μυαλό μου με σταματούσε πριν το πιστέψω.
Κατάπια έναν κόμπο και αποφάσισα να εξωτερικεύσω την θεωρία μου.
«Ραμόν», είπα σχεδόν ψιθυριστά.
Το χαμόγελο του έγινε πιο μελαγχολικό κι άφησε το χέρι του να πέσει στον μηρό του.
«Αδερφή μου», αποκρίθηκε κι αυτή την φορά σήκωσε και τα δυο του χέρια καλώντας με κοντά μου.
«Ω Ραμόν», μουρμούρισα και ρίχτηκα στην αγκαλιά του.
Τα μάτια μου είχαν ποτιστεί με δάκρυα συγκινημένη που έβλεπα και κρατούσα τον αδερφό μου. Ήταν πράγματι όμορφος, όπως τον είχα φανταστεί κι ακόμα περισσότερο. Το άγγιγμα του με ζέσταινε και βύθιζε την καρδιά μου στην οικογενειακή θαλπωρή που μόνο ένας Σάντος ήξερε πώς να μου προσφέρει.
«Ορόρα μου», ψιθύρισε πάνω από το αυτί μου όσο τα χέρια του χάιδευαν την ράχη και τα μαλλιά μου.
«Είσαι πράγματι είσαι;», έγειρα προς τα πίσω το κεφάλι μου για να αντικρίσω τα καστανά του μάτια. «Δεν είναι κάποια δοκιμασία της Λίμπο;»
«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Εγώ είμαι. Ο αδερφός σου.»
«Εδώ ήρθες τελικά.»
Ένα μικρό συνοφρύωμα άρχισε να δεσπόζει στο πρόσωπο μου. Ο Ραμόν πέθανε αγέννητος και αβάφτιστος. Μπορεί ο Κάρτερ να αρνιόταν την θρησκευτική υπόσταση της Λίμπο, αλλά ίσως τελικά να έκανε λάθος.
«Όχι», μου απάντησε ο Ραμόν ξαφνιάζοντας με. «Πήγα σε ένα μέρος όμορφο. Κάπου που να έχω την οικογένεια μου και για να βλέπω εσένα», πήρε το πρόσωπο μου στα χέρια του «τους γονείς μας, τον Ντιμίτρι. Τον αδερφό μας.»
«Πού είναι αυτό το μέρος;»
Εκείνος γέλασε πνιχτά και με ώθησε να καθίσουμε στις ρίζες της βελανιδιάς. Πήρε τα χέρια μου στα δικά του και μου μιλούσε σαν τον μεγάλο κι έμπειρο αδερφό που ήταν.
«Δεν υπάρχει συγκεκριμένη τοποθεσία», μου απάντησε. «Αλλά είναι γαλήνια.»
«Οι γονείς μας δεν είναι μαζί σου, έτσι;»
«Ξέρεις πολύ καλά πως όχι.»
Εκείνοι ήταν στον Κάτω Κόσμο. Ο Ραμόν δεν βρισκόταν εκεί. Και ήταν πολύ καλύτερο αυτό.
«Είσαι θυμωμένος μαζί μου;», τον ρώτησα φοβούμενη την απάντηση.
«Γιατί να είμαι θυμωμένος μαζί σου;», απόρησε.
«Γιατί πέθανες πριν καν γεννηθείς. Εξαιτίας μου. Αν δεν ήμουν αυτή που είμαι εσύ θα είχες γεννηθεί. Θα ζούσες.»
«Ορόρα», γέλασε ελαφρά. «Εσύ δεν έκανες τίποτα. Δεν αποφάσισες την μοίρα σου κι ούτε έφταιγες εσύ για την δική μου κατάληξη. Φυσικά και δεν σου έχω θυμώσει, διότι δεν έχεις κάνει κανένα απολύτως κακό. Αντίθετα», η παλάμη του ακούμπησε το μάγουλο μου συσπώντας τα χείλη μου σε ένα αδύναμο χαμόγελο «δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο περήφανος για την μικρή μου αδερφή. Σε βλέπω και καμαρώνω το κουράγιο σου, την δύναμη σου, την εξυπνάδα σου. Το καλό για το οποίο παλεύεις και προσπαθείς να πετύχεις.»
Εγώ χαμήλωσα το βλέμμα μου ντροπιασμένη. «Αν με βλέπεις συνέχεια, θα έχεις δει πως έχω ακολουθήσει και τα βήματα του κακού.»
Όπως όταν προσπάθησα να σκοτώσω τον Κάρτερ ή όταν παραλίγο να πάρω ναρκωτικά.
«Είχες κι εσύ τις δύσκολες στιγμές σου μετά τον θάνατο του Μάικλ. Εκείνος όμως θέλει να ξέρεις πως πέθανε χαρούμενος για τις υπηρεσίες που σου προσέφερε.»
«Τον έχεις δει;», ανασήκωσα γρήγορα το βλέμμα μου μετά από αυτή του την πρόταση.
«Φυσικά», μου απάντησε. «Και στενοχωρήθηκε πολύ όταν όλοι σας βυθιστήκατε στην θλίψη όταν πέθανε.»
«Δεν ήταν εύκολο», αποκρίθηκα.
«Όχι, δεν ήταν», συμφώνησε ο Ραμόν. «Αλλά εκείνος θα είναι πάντοτε δίπλα σας, ακόμα κι αν εσείς δεν τον βλέπετε. Το ίδιο ισχύει και για μένα. Ήμουν συνεχώς στο πλευρό των γονιών μας και στο δικό σου. Και χαίρομαι με τις χαρές σας και εύχομαι κάθε μέρα να είναι περισσότερες από τις λύπες.»
Τα λόγια του έστελναν όμορφα κύματα στην καρδιά μου και ανακύκλωναν τα δάκρυα μου. Δεν χόρταινα να ακούω την φωνή του και να αντικρίζω το πανέμορφο του πρόσωπο. Όταν όμως θα έφευγα από την Λίμπο υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην τον θυμόμουν και δεν υπήρχε τίποτα δικό του στην Μόιρα για να με συντροφεύει.
«Δεν έχω τίποτα από σένα», είπα χαμηλόφωνα. «Μια φωτογραφία, ένα δικό σου αντικείμενο. Έφυγες πριν καν έρθεις και δεν έχω κάτι δικό σου. Ούτε καν έναν τάφο να κάθομαι και να σου μιλάω.»
«Έχεις», μου απάντησε. «Βλέπεις όταν με έχασε η μητέρα μας είχα την εξωτερική όψη ενός ανθρώπου. Η Χόουπ πήρε το σώμα μου και με θάψανε εκεί που σήμερα είναι η τιμητική πλάκα του παππού μας. Η λίμνη ήταν μια πρόφαση της θείας μας για τον τάφο μου. Για να μπορείς εσύ στο μέλλον να είσαι κοντά με τον αδερφό σου.»
«Αλήθεια;», ρώτησα κλαψουρίζοντας.
«Αλήθεια», μου χαμογέλασε και με έφερε κοντά του. «Όποτε θέλεις μπορείς να έρθεις να μου μιλήσεις κι εγώ θα βρω έναν τρόπο να σε συμβουλέψω. Όπως και τώρα.»
«Ήρθες εδώ να με συμβουλέψεις;»
Στην αρχή σκέφτηκα πως η καθοδήγηση του θα αφορούσε τον Κάτω Κόσμο. Ως νεκρός και πανταχού παρών ίσως να είχε τις απαντήσεις στα ερωτήματα μου.
«Ναι», ένευσε. «Ήρθα στην Λίμπο για να σε βοηθήσω να βγεις.»
Ένιωσα λίγο απογοητευμένη, αλλά θα ήμουν αχάριστη αν αρνούμουν την βοήθεια του. Ήταν ζωτικής σημασίας η απόδραση μου.
«Βλέπεις ο Κάρτερ δεν γίνεται να τα κάνει όλα μόνος του», συμπλήρωσε με ένα πονηρό μειδίαμα στα χείλη του.
Εγώ ένευσα αργά. «Έχεις δει κι αυτά.» Εμένα και τον Κάρτερ.
«Έχω δει πόσο πολύ σε αγαπάει και αμφιβάλλω αν θα πάψει ποτέ», καθάρισε τον λαιμό του και σοβάρεψε «Βέβαια ως μεγάλος αδερφός πρέπει να μιλάω περιφρονητικά για αυτόν που έχει ερωτικές βλέψεις για σένα», ανασήκωσε τους ώμους του. «Αλλά θα προσπαθήσω να είμαι προοδευτικός.»
Γέλασα δυνατά σε αυτά του τα λόγια, αλλά η ευθυμία μου ξεθώριασε απότομα. Η στιγμή φάνταζε σχεδόν φυσιολογική. Μια τέτοια κουβέντα θα μπορούσαμε να την κάνουμε σε ένα σαλόνι ή στους βασιλικούς κήπους. Την είχαμε όμως στην Λίμπο, γιατί ένας δαίμονας μου στέρησε αυτό το προνόμιο.
«Θα έρθει για σένα», μου είπε βλέποντας με σκεπτική.
Τα μάτια του στην συνέχεια χάθηκαν προς μια άλλη κατεύθυνση κι εγώ ακολούθησα. Μπροστά μου έβλεπα την Μέλανη, τον Κάρτερ και τον Ντιμίτρι να στέκονται έξω από την λίμνη του Γεωργίου. Ο Ραμόν φανέρωνε το παρόν μπροστά μου σαν μια μικρή ταινία.
Ο Ντιμίτρι είχε δεμένο το χέρι του, κάτι που με ανησύχησε. Η Μέλανη κι ο Κάρτερ ήταν άθικτοι, αλλά φανερά αναστατωμένοι, όπως κι ο Ντιμίτρι.
«Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος», αποκρίθηκε ο Κάρτερ με τρεμάμενη φωνή.
Τα χέρια του ήταν βρεγμένα, οπότε υπέθεσα ότι έκανε προσπάθειες να με εντοπίσει.
«Προσπαθείς για δυο ώρες», του είπε ο Ντιμίτρι. «Αυτό δεν πετυχαίνει. Μην κουράζεις άλλον τον εαυτό σου.»
«Όχι», του φώναξε ο Κάρτερ. «Απλώς δεν προσπαθώ αρκετά», γονάτισε και έβαλε τα χέρια του μέσα στο νερό.
Τα μάτια της Μέλανη ήταν δακρυσμένα και φαινόταν πως πάλευε για να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Δεν μπορούσα να μην νιώσω τύψεις βλέποντας τους σε απόγνωση.
«Κάρτερ», μουρμούρισε η Μέλανη. «Αν δεν την αισθάνεσαι άλλο, μάλλον...»
«Μην το πεις», την διέκοψε ο Κάρτερ γυρνώντας γρήγορα προς την πλευρά της. «Μην διανοηθείς να το πεις και μην το σκέφτεσαι. Είναι ζωντανή. Και θα πάω να την βρω.»
«Όχι, μόνος σου», του απάντησε ο Ντιμίτρι.
«Μπορεί και να την έχουν μετακινήσει», πρόσθεσε η Μέλανη.
«Δεν χάνω τίποτα να δοκιμάσω», της είπε κι έπειτα στράφηκε στον Ντιμίτρι. «Κι εσύ αναρρώνεις. Ό,τι είναι θα το κάνω μόνος μου.»
Η εικόνα τους ξεθώριασε από μπροστά μου, αλλά εγώ δεν πήρα τα μάτια μου από το μέρος. Ίσως να έβλεπα ξανά κάτι.
«Ξέρει που είμαι», μουρμούρισα.
«Είναι γρήγορος», άκουσα τον Ραμόν. «Και δυνατός. Δεν αμφέβαλα ότι θα σε είχε εντοπίσει πριν το ξόρκι των δαιμόνων.»
Προς στιγμή είχα ξεχάσει την απόγνωση της Λίζας και του Ζάβιερ. Ακόμα κι όταν την θυμήθηκα δεν ρώτησα τον Ραμόν γι' αυτό. Είχα ιεραρχήσει τις απορίες μου και προείχαν πιο σημαντικά ζητήματα.
«Τι έπαθε ο Ντιμίτρι;», τον ρώτησα καταφέρνοντας να επιστρέψω σε αυτόν την προσοχή μου.
Εκείνος σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του μπροστά. «Περπάτησε μαζί μου.»
Εγώ δεν του έφερε αντίρρηση και τον ακολούθησα. Δεν πρόσεχα που με πήγαινε, γιατί τον εμπιστευόμουν. Άλλωστε και να χανόμουν δεν θα άλλαζε και κατά πολύ η κατάσταση μου.
«Ο Λουκ πήγε στην Μόιρα χθες το βράδυ», άρχισε να μου εξηγεί.
Προετοίμασα τον εαυτό μου για τα χειρότερα, μόλις άκουσα την πρώτη του πρόταση. Ήδη είχα αντικρίσει έναν τραυματισμένο Ντιμίτρι. Ποιος ξέρει τι άλλο θα άκουγα.
«Ήταν πολύ θυμωμένος με τον Νέιθαν», συνέχισε «και δεν είχε και τους καλύτερους σκοπούς για τον ανιψιό του. Τον τράβηξε έξω από το σπίτι του κι ο Νέιθαν έφαγε το δόλωμα, γιατί δεν ήθελε να πάθουν κακό η Μέλανη κι ο Σκοτ. Όταν οι δυο τους κατάλαβαν τι συνέβαινε ο Λουκ είχε ακινητοποιήσει τον Νέιθαν στην μορφή λύκου. Ο Σκοτ υπάκουσε την συμβουλή σου και πυροβόλησε αμέσως. Στο μεταξύ ο Ντιμίτρι ότι είχε φτάσει στην Μόιρα και κρυβόταν πίσω από τις φυλλωσιές. Ο Λουκ κινήθηκε γρήγορα κι η σφαίρα πέτυχε τον Ντιμίτρι. Ήταν απλά μια γραντζουνιά», με καθησύχασε βλέποντας με ανήσυχη. «Έπειτα ο Λουκ προσπάθησε να επιτεθεί στον Σκοτ και στην Μέλανη, αλλά ο Νέιθαν πήρε το όπλο του Ντιμίτρι και τον σκότωσε. Όπως ακριβώς το ήθελε, έδωσε μόνος του τέλος σε αυτή την ιστορία εκτελώντας τον δολοφόνο του πατέρα του.»
«Μακάρι να ήμουν εκεί», ψιθύρισα.
«Το ίδιο σκέφτονται κι εκείνοι για σένα τώρα.»
Τα βήματα μας μας έβγαλαν από τον λαβύρινθο. Συνεχίσαμε το περπάτημα χωρίς να γίνεται η παραμικρή νύξη για στάση. Φτάσαμε μέχρι και στο λιβάδι, αλλά ο Ραμόν προχώρησε κι εγώ τον ακολούθησα. Εκείνος ήξερε που με πήγαινε και δεν φοβόμουν όσο ήμουν μαζί του. Ένιωθα ασφαλής, γιατί βρισκόμουν με τον αδερφό μου.
«Τι ξέρεις για τον Κάτω Κόσμο;», συνέχισα την σειρά των ερωτήσεων μου.
«Ό,τι κι εσύ», μου απάντησε ρίχνοντας μου ένα πλάγιο, χαμογελαστό βλέμμα.
Εγώ γέλασα πνιχτά χωρίς να το εννοώ. «Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα.»
«Ανοησίες», κούνησε το κεφάλι του. «Γνωρίζεις αρκετά. Απλώς δεν είσαι σίγουρη.»
Αυτό για το οποίο δεν ήμουν σίγουρη ήταν η ταυτότητα του Ντέμιεν. Πίστευα πως ήταν παιδί της Μόιρα και του Έιναρντ, και μακρινός μου πρόγονος. Αυτό εννοούσε ο Ραμόν; Η θεωρία μου ήταν η αλήθεια;
«Μην αμφιβάλλεις όλα όσα έχεις σκεφτεί», συνέχισε. «Σε ενώνουν πολλά με τον Κάτω Κόσμο και ξέρεις ποιο είναι αυτό. Και σου αρκεί για να το χρησιμοποιήσεις υπέρ σου.»
Τελικά θα μου έδινε και συμβουλές για τον Κάτω Κόσμο. Δεν θα με άφηνε έτσι. Οι Σάντος φροντίζουν τους Μάρεϊ, αλλά κι ο ένας τον άλλον.
«Δεν ξέρω το πώς», αποκρίθηκα.
«Όταν θα έρθει η ώρα θα το βρεις μόνη σου. Είσαι γεννημένη να γίνεις βασίλισσα, Ορόρα. Και θα βρεις τον δρόμο σου. Είσαι ήδη σε πολύ καλό μονοπάτι.»
«Όταν ο Ντέμιεν έρθει για μένα τι θα κάνω; Τον αφήνω να με πάρει, γιατί είναι γραφτό να γίνει ή παλεύω;», ξεφύσησα. «Πίστευα πως το να ξέρω το μέλλον θα με διευκόλυνε, αλλά μου γέννησε κι άλλες απορίες.»
Ο Ραμόν γέλασε ελαφρά και με σκούντηξε με τον ώμο του. «Απορίες θα είχες είτε το γνώριζες είτε όχι. Όσο για τον Ντέμιεν, αν είχε έρθει η ώρα σου να κατέβεις στον Κάτω Κόσμο, θα ήσουν ήδη εκεί.»
«Τι;», έσμιξα τα φρύδια μου. «Δηλαδή δεν είμαι ακόμα δυνατή για να πάω εκεί;»
«Από ότι φαίνεται, όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Και πότε θα είμαι;»
Ο Ραμόν ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν μπορώ να ξέρω το μέλλον. Σου λέω όμως τα γεγονότα. Ο Ντέμιεν σε γυροφέρνει για να σε φυλακίσει κάπου μέχρι να έρθει η ώρα. Αυτό πρέπει να το αποφύγεις.»
«Πώς;»
Ο Ντέμιεν ήταν συνεχώς κοντά μου. Εμφανιζόταν πάντοτε με κάποιου άλλου την μορφή και εύκολα θα μπορούσα να παρασυρθώ. Στην αρχή ήρθε μαζί μου στην Βρίλυ και εισέβαλε μέσα στο σώμα ενός παιδιού. Έπειτα πήρε την μορφή του Κάρτερ και παραλίγο να κοιμηθούμε μαζί. Και μέχρι σήμερα εγώ δεν τον είχα δει ουσιαστικά ποτέ. Δεν ήταν και το πλέον εύκολο να ξεφύγω από αυτόν, όταν θα μπορούσε να πάρει οποιουδήποτε την μορφή.
«Έχεις ένα κόσμημα στην κατοχή σου», μου απάντησε ο Ραμόν. «Δεν σου δόθηκε μονάχα για συναισθηματικούς λόγους, αλλά για κάτι παραπάνω.»
Εγώ σκέφτηκα λίγο και δεν άργησα να μπω στο νόημα.
«Το δαχτυλίδι της Χόουπ;», αναφώνησα.
Εκείνος κατένευσε. «Είναι δυνατό δαχτυλίδι. Και δεν πρέπει να το χάσεις ποτέ από τα μάτια σου.»
«Τι κάνει ακριβώς;»
«Για να το μάθεις θα πρέπει να βρεις τις μάγισσες που το έφτιαξαν», μου απάντησε.
«Δεν έχω ιδέα ποιες το έκαναν.»
Ο Ραμόν τότε στάθηκε και το βλέμμα του έμεινε ευθεία μπροστά. Τότε στα μάτια μου είδα μια νέα εικόνα, η οποία δεν ήταν από το παρόν αλλά από το παρελθόν.
Η Χόουπ βρισκόταν γονατισμένη δίπλα από το κρεβάτι του τρίχρονου Κάρτερ. Η κοιλιά της ήταν φουσκωμένη, καθώς η μικρή Μέλανη μεγάλωνε μέσα της. Ο Κέλλαν μπήκε αθόρυβα μέσα στο παιδικό δωμάτιο του γιου τους και της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Εκείνη δίνοντας ένα αργό φιλί στο μάγουλο του Κάρτερ προχώρησε προς τα έξω και απομακρύνθηκαν για να μην τον ξυπνήσουν.
«Μόλις μίλησα με την Μαρία», είπε στην Χόουπ.
Την θεία μου την Μαρία.
«Και;», τον ρώτησε εκείνη με την αγωνία φανερή στα μάτια της.
Ο Κέλλαν ξεφύσησε από μέσα του κι ακούμπησε τους ώμους της. «Γλυκιά μου πολύ φοβάμαι πως η μικρή Εύα δεν θα τα καταφέρει. Δεν υπάρχει πιθανότητα να γεννηθεί ζωντανή.»
Ήταν η νύχτα της γέννησης μου, όταν κάποιος δηλητηρίασε την μητέρα μου κι όλο το βασίλειο είχε πεισθεί πως θα πέθαινα.
Η Χόουπ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και έκανε ένα βήμα πίσω. «Όχι, δεν το πιστεύω. Θα τα καταφέρει. Πρέπει να τα καταφέρει.»
«Πρέπει να φανείς δυνατή για την Μαρέβα και τον Κάρτερ.»
«Εσύ πρέπει να σταματήσεις να αμφισβητείς την ανιψιά μας», του είπε εκείνη σχεδόν επιθετικά. «Δεν πρόκειται να απογοητεύσει τους γονείς της ή εμάς.»
«Δεν την αμφισβητώ», της απάντησε ο Κέλλαν. «Αλλά από ότι φαίνεται ο Ντέμιεν έφτασε κι αυτό το μωρό.»
«Δεν πρόκειται να πετύχει. Δεν θα τον αφήσω.»
«Χόουπ», αποκρίθηκε εκείνος «Είναι ήδη αργά γι' αυτό που έχεις σκεφτεί.»
«Όχι», επέμεινε. «Σήμερα είναι η αρχή, όχι το τέλος.»
Με όσο πιο γρήγορες δρασκελιές της επέτρεπε η κατάσταση της κατευθύνθηκε στο σαλόνι των βασιλικών διαμερισμάτων. Εκεί βρισκόταν μια ξαδέρφη της, η Άλισον. Η Χόουπ την είχε σαν αδερφή της, καθώς δεν είχε άλλα αδέρφια. Θυμάμαι πως ήταν στην κηδεία της, αλλά δεν της είχα μιλήσει ποτέ.
Η Άλισον μόλις την είδε σηκώθηκε αμέσως και την πλησίασε.
«Μήπως καλύτερα να ξαπλώσεις;», της είπε. «Δεν πρέπει να κουράζεις την ανιψιά μου», της χαμογέλασε και χάιδεψε μαλακά την κοιλίτσα της.
«Δεν μπορώ να ξαπλώσω», της απάντησε η Χόουπ. «Αυτό που σου ζήτησα είναι έτοιμο;»
Η Άλισον την κοίταξε για μερικές στιγμές χωρίς να της απαντάει κάτι που δεν ήταν ευχάριστο για την Χόουπ.
«Λοιπόν;»
Δεν πίστευα ποτέ πως ένα τόσο ήρεμο άτομο, όπως η Χόουπ θα έχανε τόσο γρήγορα την υπομονή της. Οι ορμόνες της όμως και η αναστάτωση της περίπλοκης γέννησης μου, δεν ήταν κι οι καλύτερες συνθήκες.
«Χόουπ δεν βρίσκω τον λόγο. Το μωρό δε θα γεννηθεί.»
Εκείνη πίεσε τα χείλη της μεταξύ τους και έσφιξε την μία της γροθιά. Προς στιγμή φοβήθηκα ότι θα την χτυπούσε.
«Δεν σε ρώτησα την γνώμη σου για την γέννα της Μαρέβα», της απάντησε κάνοντας τιτάνιες προσπάθειες να διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Είναι έτοιμο, ναι ή όχι;»
Η Άλισον έβαλε το χέρι της στην πίσω τσέπη της από όπου έβγαλε το σμαραγδένιο δαχτυλίδι μου.
Αρκετά έκπληκτη στράφηκα στον Ραμόν, όταν το παρελθόν εξαφανίστηκε από μπροστά μας.
«Η Άλισον είναι μάγισσα;», αναφώνησα.
«Όχι», μου απάντησε. «Αλλά ξέρει μερικές.»
Η Άλισον λοιπόν θα ήταν οι πληροφορίες που χρειαζόμουν για τις μυστηριώδεις δυνάμεις του δαχτυλιδιού, το οποίο η Χόουπ ήθελε να μου δώσει. Η ίδια νταμπιρίνα που εναντιώθηκε στον ίδιο της τον άντρα, επειδή δεν αμφισβήτησε τις δυνάμεις μου, ούτε για μια στιγμή.
«Η Χόουπ ήταν η μόνη που πίστευε ότι θα τα καταφέρω», είπα χαμηλόφωνα ελαφρώς χαρούμενη για την πίστη της σε μένα.
«Υπάρχει λόγος που το όνομα της είναι Χόουπ», αποκρίθηκε και πέρασε το ένα του χέρι γύρω μου. «Θέλεις να δεις και κάτι άλλο;»
Εγώ ανασήκωσα ελαφρά τον ένα μου ώμο απαντώντας ουσιαστικά, καταφατικά στην ερώτηση του.
Τότε μπροστά μου είδα ξανά την Χόουπ στην ίδια αναστατωμένη κατάσταση. Αυτή την φορά ήταν πιο ήσυχη και καθόταν στην άκρη του κρεβατιού της με το κεφάλι της χαμηλωμένο και τα χέρια της σε στάση προσευχής. Ο μικρός Κάρτερ τρύπωσε στο δωμάτιο της και την πλησίασε με αργά βήματα.
«Μαμά», είπε χαμηλόφωνα.
Εκείνη γύρισε γρήγορα προς τα εκείνον ακούγοντας την φωνή του.
«Κάρτερ», αποκρίθηκε. «Γιατί είσαι ξύπνιος;»
«Περιμένω την μικρή Εύα», της απάντησε εκείνος κάνοντας την καρδιά μου να φτερουγίσει. «Έφτασε;»
Η Χόουπ χαμογέλασε αδύναμα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, ακόμα. Αλλά...»
Προτού προλάβει να τελειώσει την πρόταση της ο Κέλλαν εισέβαλε μέσα στο δωμάτιο με σαστισμένη έκφραση ανησυχώντας την Χόουπ και τον Κάρτερ. Για ένα δευτερόλεπτο επικράτησε μια βασανιστική ησυχία μέχρι που από το στόμα του Κέλλαν δραπέτευσε ένα γέλιο ανακούφισης.
«Θα την ονομάσουν, Ορόρα», είπε τελικά.
«Είναι καλά;», ρώτησε ο Κάρτερ.
«Θα είναι μια χαρά», του απάντησε ο Κέλλαν τρέχοντας να τον σηκώσει στα χέρια του.
Τα μάτια της Χόουπ είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα χαράς χάρις τα ευχάριστα νέα που ήρθαν από την Σεβίλλη. Αμέσως κλείστηκε στην αγκαλιά του Κέλλαν κλαίγοντας χαρούμενη.
«Ορόρα», επανέλαβε ο Κάρτερ μόνο που η φωνή του δεν ήταν παιδική, αλλά η αντρική που γνώρισα εγώ.
«Ορόρα», είπε ξανά, αλλά αυτή την φορά φώναζε κι ήταν σαν να ερχόταν από ψηλά.
Εγώ με τον Ραμόν σηκώσαμε τα βλέμματα μας σε αυτό το ουρλιαχτό. Στην συνέχεια ακολούθησε ένας ήχος σαν σπάσιμο πάγου και μου φάνηκε σαν να έφευγε ένα βάρος από πάνω μου.
«Είναι εδώ», ψιθύρισε εκείνος.
Εγώ έκανα να ρωτήσω ποιος, αλλά ένιωθα να πνίγομαι και αδυνατούσα μέχρι και να ανασάνω. Αισθανόμουν το μήλο κολλημένο στο λαιμό μου, όπως ακριβώς πριν λιποθυμήσω και προς στιγμή φοβήθηκα μήπως αυτή την φορά πεθάνω.
«Μην φοβάσαι», είπε ο Ραμόν κρατώντας με από το χέρι.
Άρχισα να βήχω και ακούγοντας τις φωνές του Κάρτερ και με τον Ραμόν δίπλα μου, ένιωθα ασφαλής και δύο λόγους να παλέψω. Το μήλο βγήκε επιτέλους από μέσα μου και μαύρο σαν την νύχτα έπεσε πάνω στο χιόνι. Ο Ραμόν με κράτησε όσο συνερχόμουν από αυτό που μόλις είχα ζήσει και μου υπέδειξε να συγκεντρωθώ στον Κάρτερ για να βρω τον δρόμο πίσω. Γι' αυτό μου είχε δείξει αυτό το στιγμιότυπο από το παρελθόν, για να σκεφτώ τον Κάρτερ και με αυτή την σκέψη να επιστρέψω στον κόσμο των ζωντανών. Όπως ακριβώς και την πρώτη φορά.
«Δεν ξέρω τι να πω», αποκρίθηκα κοιτάζοντας βαθιά τα καστανά μάτια του αδερφού μου.
Από την μία ήθελα να φύγω από την Λίμπο, αλλά από την άλλη δεν ήθελα να τον αποχωριστώ τόσο γρήγορα.
«Εγώ πάντως δεν θα πω αντίο», μου χαμογέλασε κι άρχισε να βηματίζει προς τα πίσω. «Μείνε επικεντρωμένη στον Κάρτερ και θα βρεις τον δρόμο του γυρισμού. Να προσέχεις. Σ' αγαπώ.»
«Κι εγώ σ' αγαπάω», ψιθύρισα όσο τον έβλεπα να απομακρύνεται.
Γρήγορα όμως έριξα όλη μου την προσοχή στην φωνή του Κάρτερ κι άρχισα να τρέχω εκεί από όπου ένιωθα ότι τον άκουγα. Τα πόδια μου άρχισαν να απομακρύνονται από το έδαφος και τα μάτια μου έκλεισαν αργά μέχρι που βρέθηκα πάλι στο σκοτάδι. Όταν μπόρεσα να τα ανοίξω ξανά, αντίκρισα τον Κάρτερ. Μου χαμογέλασε ανακουφισμένος με υγρά μάτια και μου θύμισε τον Κέλλαν, όταν ανακοίνωσε σε εκείνον και στην Χόουπ την γέννηση μου. Με το ένα του χέρι γύρω από τον σβέρκο μου με βοήθησε να ανασηκωθώ προσεκτικά, ενώ κομμάτια του σπασμένου πάγου διασκορπίστηκαν στο μαρμάρινο πάτωμα. Μερικά εκατοστά μακριά μας ο Ζάβιερ κειτόταν αιμόφυρτος με ασήμι αναμειγμένο με το αίμα του κι η Λίζα τον κρατούσε κοιτάζοντας μας θυμωμένα. Η έκφραση του Ζάβιερ έδειχνε πως τα παρατούσε, αλλά έτσι κι αλλιώς από ότι φαινόταν δεν είχε πολύ χρόνο στην διάθεση του.
«Θα μου το πληρώσεις αυτό», φώναξε η Λίζα στον Κάρτερ και χάθηκε με τον αδερφό της από μπροστά μας.
«Εσύ το έκανες;», ρώτησα τον Κάρτερ όταν πλέον ήμασταν οι δυο μας.
«Είναι τυχερός που δεν είχα χρόνο να τον αποτελειώσω.»
Με την δική του βοήθεια βγήκα από το φέρετρο πάγου μέσα στο οποίο με είχαν κλείσει και περιεργάστηκα το μέρος που ήμασταν. Έκανε πολύ κρύο κι έξω έβλεπα χιόνι. Η διαφορά με την Λίμπο ήταν ο αρχαίος ναός που ήμουν κι ο Κάρτερ δίπλα μου.
«Πού είμαστε;»
«Βόρεια», μου απάντησε. «Πολύ βόρεια. Εσύ είσαι εντάξει; Πώς νιώθεις;»
Εγώ έβαλα το χέρι μου στο κούτελο μου, καθώς ένιωθα έναν δυνατό πονοκέφαλο να με κυριεύει. Στην αρχή δεν θυμόμουν απολύτως τίποτα. Πιέζοντας όμως τον εαυτό μου οι εικόνες από την Λίμπο έγιναν πιο καθαρές και συγκεκριμένα η όψη του αδερφού μου. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να τον ξεχάσω ούτε ως μωρό, αλλά ούτε κι ως νεαρό άντρα. Επανέφερα στο νου μου, κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του και του σώματος του, την χροιά της φωνής του και τον τρόπο με τον οποίο κινούταν. Ακολούθησαν οι αναμνήσεις σχετικά με το δαχτυλίδι της Χόουπ κι όλα όσα είχαμε συζητήσει. Ειδικά αυτό το σ' αγαπώ μας στο τέλος, θα προτιμούσα να πεθάνω από το να χανόταν στην λήθη μαζί του. Ήταν ίσως το πολυτιμότερο πράγμα που μοιράστηκε μαζί μου.
«Είδες τίποτα όσο ήσουν στην Λίμπο;», συνέχισε να με ρωτάει, όσο εγώ δεν απαντούσα.
Τα χείλη μου τότε χαμογέλασαν και ένευσα αργά. «Είδα τον αδερφό μου», τον κοίταξα και το χαμόγελο μου δυνάμωσε. «Ήρθε για εμένα. Για εμάς. Ήταν πανέμορφος.»
Ο Κάρτερ χαμογέλασε κι εκείνος και έσπρωξε μια τούφα μου μακριά από το πρόσωπο μου. «Αν κρίνω από την αδερφή του, τότε σίγουρα θα ήταν.»
«Θα με πας σπίτι; Θέλω να δω τον Ντιμίτρι.»
Εκείνος δεν με ρώτησε γιατί συγκεκριμένα τον Ντιμίτρι, ή αν ήξερα κάτι. Μονάχα κατένευσε και με το ένα του χέρι να με στηρίζει προχωρήσαμε έξω από τον ναό.
Η περιοχή ήταν πράγματι βόρεια και ορεινή. Ήμασταν σε κάποιο χιονισμένο βουνό. Ο αέρας ήταν τσουχτερός κι ακόμα και σε μένα ανατρίχιαζε κάθε μου άκρο.
Ο Κάρτερ με οδήγησε σε ένα παγωμένο ποτάμι που υπήρχε εκεί και σταμάτησε στην όχθη.
«Πιστεύεις πως μπορείς να λιώσεις τον πάγο;», με ρώτησε.
«Νομίζω, ναι», απάντησα αβέβαιη. «Δεν θα με βάλεις να κολυμπήσω μέσα στο ψύχος έτσι;»
Η σιωπή του ήταν η απάντηση μου. Έτσι κι αλλιώς ήταν ο πιο άμεσος τρόπος να επιστρέψουμε στην Μόιρα. Μέσα σε τόσο νερό θα μπορούσε να μας μεταφέρει εύκολα χωρίς μεγάλη σπατάλη ενέργειας. Αντίστοιχα θα το έκανα κι εγώ αν υπήρχε μια μεγάλη πυρκαγιά, αλλά ήμουν οικολόγος και δεν θα κατέστρεφα το δάσος.
Τα χέρια μου ακούμπησαν τον πάγο κι άρχισα να βγάζω την θερμότητα μου σπάζοντας τον. Για γρηγορότερη όμως επιτυχία έβγαλα προσεκτικά φλόγες για να ανοίξει κατά πολύ χώρος και για εμάς. Έπειτα με πολύ δισταγμό πήρα το χέρι του Κάρτερ και μπήκαμε μέσα στο νερό. Το σώμα μου δεν αντέδρασε και ευχάριστα στο παγωμένο νερό, κι αντί να κρυώνω ένιωθα πως καιγόμουν. Ο Κάρτερ ήταν πιο εγκρατής από μένα, αλλά φαινόταν πως ούτε και για εκείνον ήταν ευχάριστο.
Περπατήσαμε πολύ μέχρι το νερό να φτάνει στον λαιμό του. Στάθηκε μπροστά μου και παίρνοντας βαθιές ανάσες κατάφερε να μιλήσει με τα χείλη του να τρέμουν.
«Έτοιμη;», με ρώτησε.
Εγώ ένευσα και αφού μέτρησε μέχρι το τρία βυθιστήκαμε μέσα στο ποτάμι.
Εκείνος ήρθε και πέρασε τα χέρια του γύρω μου κι εγώ τον έσφιξα θέλοντας να τον προστατέψω όσο το δυνατόν περισσότερο από το κρύο. Η θερμοκρασία άρχισε να αλλάζει γρήγορα, και μέσα σε λίγα λεπτά βρεθήκαμε στην λίμνη του Γεωργίου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top