28. Ο ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΚΑΡΠΟΣ

Οι λυκάνθρωποι ανήκουν στον υπόκοσμο. Ωστόσο, διαφέρουν κατά πολύ από τον υπόλοιπο. Είναι πλάσματα πιστά και αφοσιωμένα. Είναι ειλικρινή και φιλικά. Ο μόνος λόγος που μπήκαν σε αυτή την κατηγορία είναι το αίμα που χύνουν στις πρώτες τους πανσελήνους. Τυφλωμένοι από την κατάρα τους χάνουν κάθε έλεγχο του εαυτούς τους και επικεντρώνονται στην δίψα τους για αίμα, όπως οι βρικόλακες. Οι βρικόλακες όμως διψάνε για αυτό συνέχεια, βράδυ πρωί. Κι οι λυκάνθρωποι με την σειρά τους έχουν καταφέρει να μειώσουν κατά πολύ τον αριθμό θυμάτων τους με τα απαραίτητα δεσμά στην διάρκεια μιας πανσέληνου. Επιπρόσθετα, μισούν κάθε πλάσμα του υποκόσμου και παλεύουν να καταστείλουν την δράση τους προστατεύοντας το ανθρώπινο είδος και τους εαυτούς τους.

Με εξαίρεση το θέμα της αυτοσυγκράτησης δεν διαφέρουν και πολύ από εμάς τα νταμπίρ. Πάνω κάτω βαδίζουμε στο ίδιο μονοπάτι της επιβίωσης με παρόμοια ιδανικά και μίση. Αυτό ήταν κάτι που είδε ο πατέρας μου και θεώρησε σκόπιμο να συνάψει συμμαχίες με ορισμένες αγέλες στην προσπάθεια του να αυξήσει τις άμυνες του βασιλείου μας με τον πλέον θανάσιμο εχθρό των βαμπίρ. Αυτή την άποψη την πέρασε και σε μένα και παρά τα κρούσματα του Έλιοτ και του Λουκ δεν έπαψα να τους βλέπω διαφορετικά από τα υπόλοιπα νταμπίρ. Δύο κακά παραδείγματα δεν ήταν ικανά να εκπροσωπήσουν ένα ολόκληρο είδος και δεν είχαμε και λίγα και στην δική μας φυλή.

Οι λυκάνθρωποι λοιπόν ήταν πλάσματα αγνά κατά βάθος, που είχαν την ατυχία να δηλητηριαστούν από ένα μοιραίο δάγκωμα. Ακόμα και τότε δεν μετατρέπονταν σε βάρβαρους και άψυχους φονιάδες με την δικαιολογία της επιβίωσης, όπως τα βαμπίρ. Η δική τους επιβίωση βασιζόταν στον Άλφα, τον ηγέτη εκείνον που άκουγαν πιστά, αλλά όχι άβουλα. Στην περίπτωση του Λουκ η αγέλη του τον είχε διώξει απηυδισμένη από την τυραννία του δίνοντας το έναυσμα σε δύο δαίμονες να τον πλευρίσουν. Για να μην τον βρω και εγώ και δημιουργήσω πρόβλημα στα σχέδια του αφεντικού τους, ο Ζάβιερ μου είπε ψέματα, πως ο Λουκ έφυγε από την χώρα και σαν κοροΐδο τον πίστεψα μέσα στην απόγνωση μου να ελαφρύνω τα βάρη μου. Χάρις την Κόρτνεϋ όμως είχα μάθει την αλήθεια, αυτή που όφειλα να υποπτευθώ από μόνη μου.

Φυσικά όλο το βράδυ έμεινα ξάγρυπνη με την συντροφιά της Μέλανη να προσπαθεί να με παρηγορεί. Εγώ όμως δεν ήμουν στεναχωρημένη, αλλά έξω φρενών και με τον Ζάβιερ και με μένα.

«Μπορείς να προσθέσεις κι αυτό στην μακρά λίστα μου με το λανθασμένο ένστικτο», αποκρίθηκα αναστενάζοντας βαθιά.

«Όλοι τον πιστέψαμε», μου απάντησε.

«Στο λέω», ανασηκώθηκα «αυτός κι η Λίζα δουλεύουν μαζί. Αμφιβάλλω αν ήταν πράγματι ποτέ στο κυνήγι από τον αδερφό της.»

«Δεν ξέρεις τι να πιστέψεις με αυτούς. Είναι δαίμονες.»

Εγώ βύθισα το πρόσωπο μου στις παλάμες μου. «Δεν έπρεπε να τους αφήσω να μπούνε στην ζωή μας», κλαψούρισα.

«Εσύ δεν ήθελες», έσφιξε συμπονετικά τον ώμο μου. «Εμείς σε πιέσαμε.»

«Ναι, αλλά τελικά το έκανα», είπα αφήνοντας τα χέρια μου να πέσουν πάνω στο τραπέζι. «Κι αν είχα εξ αρχής πει όχι ο Μάικλ τώρα θα ζούσε.»

«Δεν μπορείς να το ξέρεις αυτό.»

Η φωνή της και τα μάτια της πρόδωσαν τον πόνο της στην αναφορά μου στον Μάικλ. Έμεινε όμως ψύχραιμη.

«Αυτό που ξέρω είναι ότι εμπιστεύθηκα ξανά έναν δαίμονα.»

«Ναι, αλλά τώρα δεν έπαθε κανείς τίποτα. Κι αφού ο Λουκ είναι εδώ θα μπορέσουμε να τον αντιμετωπίσουμε μια και καλή.» Τα μάτια της γλίστρησαν πίσω μας και περιεργάστηκε τον ήλιο που ανέτειλε. «Πρέπει να ξυπνήσουμε τον Κάρτερ.»

Εγώ της ένευσα, αλλά δεν την ακολούθησα. Ποιος ξέρει σε τι κατάσταση θα τον έβρισκα μαζί με την Κέιζα, και τώρα δεν θα το άντεχα για κανέναν λόγο.

Περιμένοντας τους έκρυψα το πρόσωπο μου ανάμεσα στους αγκώνες μου νιώθοντας ήδη καταπονημένη από το ψάξιμο του Λουκ που έπρεπε να κάνω αργότερα. Κατά πάσα πιθανότατα για πολλές μέρες. Άραγε θα έβρισκα ποτέ ησυχία για μια ολόκληρη βδομάδα; Τι κρίμα που οι βασίλισσες δεν έπαιρναν ποτέ ρεπό.

«Ορόρα», η σιγανή φωνή του Κάρτερ ήχησε σαν καμπάνα στα αυτιά μου και σχεδόν τινάχτηκα προς τα πίσω. «Είναι αλήθεια αυτά που μου είπε η Μέλανη;»

Εγώ ξεφύσησα ελαφρά κι ένευσα. «Ο αγαπητός μας Λουκ εξακολουθεί να είναι μαζί μας.»

«Πρέπει να ειδοποιήσουμε και τον Νέιθαν», αποκρίθηκε η Μέλανη.

«Κι όλους τους υπόλοιπους», συμπλήρωσε ο Κάρτερ.

«Ναι, αλλά ας μην τους ξυπνήσουμε από τώρα», απάντησα. «Δεν υπάρχει λόγος να στεκόμαστε όλοι σαν σκιάχτρα μέχρι να νυχτώσει γιατί προς το παρόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.»

«Τι σας είπε ο Νόα ακριβώς;», μας ρώτησε και τις δυο.

Η Μέλανη με κοίταξε περιμένοντας να δώσω την απάντηση.

«Δεν μας τα είπε ο Νόα», ξεκίνησα «Αλλά μια στρατολογούμενη μου. Βλέπεις εκείνη ήταν πιο έξυπνη από όλους μας και δεν έχαψε το παραμύθι του Ζάβιερ, όπως το χάπατο εγώ.»

Η Μέλανη καθάρισε τον λαιμό της θέλοντας να με επαναφέρει πίσω στον κόσμο της λογικής.

«Τέλος πάντων», συνέχισα. «Πήρε όλες τις πληροφορίες από τους κυνηγούς και τον έψαξε.»

«Και τον βρήκε», συμπλήρωσε ο Κάρτερ.

«Ναι», ένευσα.

«Και πού είναι;»

«Αυτό», πήρε τον λόγο η Μέλανη κι ήρθε και κάθισε δίπλα στον αδερφό της «είναι το περίπλοκο κομμάτι της ιστορίας.»

«Γιατί μέχρι στιγμής όλα είναι πολύ απλά», μουρμούρισα και με ένα πλάγιο βλέμμα της Μέλανη σταμάτησα ξανά την γκρίνια. Πιθανόν για τα επόμενα πέντε... δευτερόλεπτα.

«Βλέπεις δεν τον βρήκε σε σπίτι ή κάποιο τόπο διαμονής», πήρε την σκυτάλη εκείνη. «Αλλά σε ένα μπαρ. Εκεί τον αφήνει ο Ζάβιερ κάθε βράδυ και τον παίρνει γύρω στα ξημερώματα. Τώρα επειδή είμαι σίγουρη ότι η επόμενη ερώτηση σου θα είναι που τον πάει, σου απαντάω αμέσως ότι δεν ξέρουμε. Δεν φεύγουν με κάποιον φυσικό τρόπο. Αν με καταλαβαίνεις.»

Ο Κάρτερ της απάντησε ότι κατάλαβε πως ουσιαστικά με τις δαιμονικές του δυνάμεις ο Ζάβιερ έπαιρνε τον Λουκ, και έτσι ήταν δύσκολο έως αδύνατο στην Κόρτνεϋ να τους ακολουθήσει.

«Κοίτα», στράφηκε σε μένα «μπορεί πράγματι εκεί που τον πηγαίνει, να είναι στο εξωτερικό. Οι δαίμονες μπορούν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.»

«Άρα έπαιξε με τις λέξεις», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Και τι σημασία έχει; Ο Λουκ τα βράδια είναι στο Πόρτλαντ. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να εισβάλλει στην Μόιρα και να γίνει αιματοχυσία. Κι ίσως κατά βάθος αυτό να θέλουν η Λίζα κι ο Ζάβιερ.»

«Δεν είμαι σίγουροι ότι δουλεύουν μαζί», είπε ο Κάρτερ.

Εγώ χτύπησα με δύναμη τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι αρκετά συγχυσμένη που για μία ακόμα φορά το αρνούταν.

«Είμαστε, εντάξει; Κι οι δυο τους θέλουν το κακό μου, κι οι δυο τους είναι ύπουλοι και δουλεύουν για τον Ντέμιεν, κι ας λέει η Λίζα ότι κρύβεται από αυτόν. Μαζί περιθάλπουν τον Λουκ και ψάχνουν και για άλλους λυκάνθρωπους, και κάθε βράδυ τον παρκάρουν σε ένα μπαρ για να μασουλήσει τα κόκαλα του, όσο η Πίνκυ κι ο Μπρέιν καταλαμβάνουν τον υπόκοσμο.» Πήρα μια βαθιά ανάσα μετά το λογύδριο μου, γιατί το είχα παραμελήσει.

Η Μέλανη κι ο Κάρτερ κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με ανασηκωμένα φρύδια.

«Και δεν υπάρχει ίχνος καφεΐνης μέσα της», αποκρίθηκε η Μέλανη χαμηλόφωνα.

«Λοιπόν», πήρε τον λόγο ο Κάρτερ «Εγώ προτείνω να κοιμηθείτε για λίγες ώρες και μόλις ξυπνήσουν οι υπόλοιποι θα τους ενημερώσω. Έτσι κι αλλιώς μέχρι το βράδυ έχουμε πολλές ώρες. Το μπαρ στο οποίο συχνάζει το μάθατε;»

«Ναι», του απάντησα. «Μάλιστα ζήτησα από τον Νόα και την Κόρτνεϋ να φροντίσουν να υπάρχει μια κενή θέση στο προσωπικό για μένα σήμερα. Και πιάνω δουλειά στις εννιά.»

«Ορίστε. Θα βγάλεις και το χαρτζιλίκι σου», είπε και σηκώθηκε κάνοντας μας ένα νεύμα να τον ακολουθήσουμε. «Στα κρεβάτια σας τώρα.»

Όσο κι αν επέμεινα ότι δεν νυστάζω ήταν αδύνατο να κατανικήσω τα αδέρφια Μάρεϊ. Η Μέλανη με έσυρε κυριολεκτικά μέχρι το δωμάτιο μου και ξάπλωσε μαζί μου για να σιγουρευτεί ότι όσο ανησυχούσα θα το έκανα τουλάχιστον σε οριζόντια στάση. Στην αρχή ήμουν πεπεισμένη πως θα έμενα ξύπνια και η υπερένταση της βραδιάς δεν είχε φύγει τελείως από πάνω μου. Τελικά όμως το σώμα μου υπάκουσε στην ζωτική σημασία του ύπνου και αποκοιμήθηκα για πάρα πολύ.

Όταν ξύπνησα ήταν νωρίς το απόγευμα. Στο παλάτι υπήρχε μια ελαφριά αναστάτωση λόγω των νέων εξελίξεων. Η Μέλανη είχε σηκωθεί πριν από μένα, και την αναζήτησα μαζί με πολλούς άλλους. Ο πρώτος που κατάφερα να συναντήσω ήταν ο Ενρίκε. Βρισκόταν στην άκρη της σκάλας αρκετά σκεπτικός. Υπέθετα πως είχε να κάνει με το ζήτημα του Λουκ.

«Ενρίκε», ψιθύρισα φτάνοντας δίπλα του. «Γιατί είσαι εδώ μόνος σου;»

«Περιμένω τον Νέιθαν», μου απάντησε. «Όλοι οι άλλοι είναι στην αίθουσα συμβουλίου. Μπορείς να πας.»

«Δεν είναι σωστό να περιμένεις μόνος σου.»

Εκείνος μου χαμογέλασε κι εγώ ανταπέδωσα.

«Ξεκουράστηκες;», με ρώτησε και στηρίχτηκε στον τοίχο.

«Για να μπορέσω να κουραστώ μετά», ξεφύσησα.

«Μπορώ να έρθω μαζί σου το βράδυ και να σε βοηθήσω. Φαντάζομαι δεν θα είναι κι εύκολο να σερβίρεις ένα ολόκληρο μαγαζί.»

«Σίγουρα θα υπάρχει και κάποιος άλλος», του απάντησα. «Και θα είναι επικίνδυνο. Ο Λουκ είναι οξύθυμος κι ένας οξύθυμος λυκάνθρωπος... Δεν είναι ασφαλής.»

Γέλασε ελαφρά και ανασήκωσε τον ένα του ώμο. «Έτσι κι αλλιώς δεν νομίζω να σε αφήσουν να πας μόνη σου.»

«Θα έχω κάποιους στρατολογούμενους μου μαζί. Θα είμαι μια χαρά.»

Ούτε εγώ περίμενα σε καμία περίπτωση να τους πείσω εύκολα να μην έρθει κάποιος μαζί μου, αλλά θα το προσπαθούσα να γίνει. Όπως είχα πει και στον Ενρίκε, ο Λουκ ήταν μια κινούμενη απειλή και δεν ήθελα να θέσω κι άλλες ζωές σε κίνδυνο.

Όταν ο Νέιθαν έφτασε στο παλάτι, οι τρεις μας κατευθυνθήκαμε στην αίθουσα του συμβουλίου, όπου ήταν παρών όλος ο κλειστός μου κύκλος, ακόμα κι η Άννα. Βρισκόντουσαν όμως σε διάσπαρτες θέσεις και δεν είχαν καθίσει γύρω από το τραπέζι θέλοντας να μην τον φέρουν σε αμηχανία νιώθοντας ότι περνούσε από ανάκριση.

«Τι συμβαίνει;», με ρώτησε χαμηλόφωνα αρκετά απορημένος.

«Κάθισε», είπα. «Και θα σου τα πούμε όλα.»

Εκείνος με υπάκουσε και η Μέλανη τον πλησίασε, γεγονός που τράβηξε ένα ενοχλημένο βλέμμα του Ντιμίτρι. Δεν υπήρχε όμως χώρος για ζήλιες τέτοιες ώρες. Προείχε η επιβίωση μας.

«Νέιθαν δεν ξέρω πώς να σου το πω αυτό», κάθισα απέναντι του και σταύρωσα τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι.

«Ο θείος σου δεν έφυγε από την χώρα», είπε γρήγορα ο Κάρτερ.

Δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να τον χτυπήσει με τα νέα και δεν συγκινήθηκε από την σαστισμένη έκφραση του Νέιθαν.

«Δηλαδή», ξεροκάταπιε «είναι ακόμα στο Πόρτλαντ;»

«Πολύ φοβάμαι πως ναι», του απάντησα προλαβαίνοντας καυστικά σχόλια του Κάρτερ. «Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Θα το φροντίσω εγώ.»

«Ορόρα έχεις κάνει ήδη αρκετά. Νομίζω πως αυτή την φορά πρέπει να τον αντιμετωπίσω μόνος μου.»

Ο Κάρτερ μου χάρισε ένα πλάγιο βλέμμα σκεπτόμενος σοβαρά να δεχτεί την πρόταση του Νέιθαν. Δεν υπήρχε όμως καμία περίπτωση να την δεχτώ εγώ. Ο Νέιθαν ήταν υπήκοος μου και ήμουν υπεύθυνη για την ζωή του. Και το θέμα του Λουκ είχε πάρει διαστάσεις που άγγιζαν τον Κάτω Κόσμο, οπότε ήταν ένας λόγος παραπάνω να μην του επιτρέψω να αναμειχθεί περισσότερο.

«Νέιθαν πλέον η υπόθεση έχει γίνει προσωπική. Ο Λουκ έχει κάνει πολλά και έχει συνεργαστεί με πρόσωπα, τα οποία καλό θα είναι να μην έρθουν ξανά σε επαφή με νταμπίρ», έγειρα ελαφρώς μπροστά. «Θέλω επίσης να μου απαντήσεις ειλικρινά σε αυτό που θα σε ρωτήσω καταπολεμώντας υποκειμενικές γνώμες.»

«Εντάξει», ένευσε μια φορά.

«Σου είπε η Λίζα πως κατάφερε να γιατρευτεί από το ασήμι μέσα της;»

Το βλέμμα του χαμήλωσε για μερικές στιγμές λόγω αμηχανίας. Η Μέλανη δίπλα του τον διαβεβαίωσε πάντως πως μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα.

«Κάποιος από την οικογένεια της», μου απάντησε.

Εγώ ένευσα και τα μάτια μου ταξίδεψαν σε όλους μέσα στην αίθουσα.

«Κάποιος από την οικογένεια της», επανέλαβα. «Ξέρεις αν η μητέρα της ζει ακόμα;»

Ο πατέρας της γνώριζα από τον Τζερόνιμο, ότι ήταν νεκρός. Το κεφάλι του μάλιστα στάλθηκε κι ως δώρο για την γέννηση της Λίζας.

«Όχι, δεν ζει», κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Αποφεύγει να μιλάει για τον θάνατο της, αλλά έχει πεθάνει κι εκείνη.»

«Αυτό αφήνει έναν», είπα κοιτάζοντας τον Κάρτερ.

«Δεν καταλαβαίνω», αποκρίθηκε ο Νέιθαν.

«Δεν πειράζει», ακούστηκε ο Σον. «Καταλάβαμε εμείς.»

«Απόψε θα προσπαθήσω να συναντήσω τον Λουκ», είπα στον Νέιθαν. «Εσύ θα μείνεις εδώ και θα σε φρουρεί απόψε ο Σκοτ.»

«Αν όμως έρθει εδώ, δεν θέλω να πληγωθεί κανείς.»

«Δεν πρόκειται», του απάντησε η Μέλανη και το χέρι της βρέθηκε μέσα στο δικό του.

Ο Ντιμίτρι έστρεψε αμέσως αλλού το βλέμμα του πιέζοντας τα χείλη του μεταξύ τους. Συμμεριζόμουν κατά πολύ την ενόχληση του. Κι ο Κάρτερ μόρφασε ελαφρώς σε αυτή την εικόνα, αλλά εκείνος είχε ένα μόνιμο συνοφρύωμα όταν επρόκειτο για τον Νέιθαν.

«Θα είμαι κι εγώ μαζί σας», συμπλήρωσε η Μέλανη. «Κι αν έρθει θα ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να τον αντιμετωπίσουμε.»

Ένα αδύναμο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του με αυτά της τα λόγια. «Αλήθεια θα το έκανες αυτό για μένα;»

«Φυσικά», του απάντησε εκείνη με τρυφερό τόνο.

Η θέση του Ντιμίτρι γινόταν όλο και περισσότερο δύσκολη γι' αυτό κι έλαβα δράση.

«Λοιπόν», τους διέκοψα. «Θα επιστρέψουμε όλοι στις δουλειές μας και το βράδυ, όπως είπαμε.»

«Μάλιστα», κατένευσε ο Νέιθαν. «Σας ευχαριστώ πολύ. Θα σας είμαι για πάντα ευγνώμων.»

Η ευγνωμοσύνη του αυτή με χαροποίησε, ωστόσο ό,τι έκανα δεν το έκανα μονάχα για εκείνον. Αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο περίπλοκα δεν θα έστηνα μια ολόκληρη επιχείρηση για τον Λουκ. Θα περιοριζόμουν σε γερή φρούρηση της εισόδου με όπλα γεμάτα ασημένιες σφαίρες.

«Ίσως τελικά θα έπρεπε να τον πάρετε μαζί σας», αποκρίθηκε η Άννα, μόλις ο Νέιθαν απομακρύνθηκε. «Αφού έτσι κι αλλιώς αυτόν θέλει ο λυκάνθρωπος.»

«Ναι, αλλά μόλις τον δει θα τον δαγκώσει», της απάντησα. «Κι είναι πολλά αυτά που περιπλέκονται σε αυτή την ιστορία.»

«Η ζωές σας, για αρχή», μουρμούρισε.

«Σκοτ, εσύ είσαι εντάξει με το αποψινό σου πόστο;», τον ρώτησα.

«Απόλυτα», με διαβεβαίωσε.

«Ωραία», ύστερα τα μάτια μου κατευθύνθηκαν στην μεριά της Μόνι και του Τσέις. «Εσείς οι δυο θέλω να μείνετε στο παλάτι ή στα σπίτια σας. Σε καμία περίπτωση δεν θα πάτε στο σπίτι του Νέιθαν. Δεν θέλω πολυκοσμία σε περίπτωση απρόσμενων επισκέψεων.»

«Σύμφωνοι», μου απάντησαν κι εκείνοι.

«Εσύ θα είσαι μόνη σου;», με ρώτησε ο Αλφόνσο.

«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Θα είναι ο Νόα με τον Χουάν και δυο ακόμα βαμπίρ.»

«Κι εγώ», άκουσα τον Κάρτερ από δίπλα μου.

Ήταν θέμα χρόνου να αρχίσουν να εμφανίζονται εθελοντές.

«Κάρτερ», ξεφύσησα. «Νομίζω πως τέσσερα και ένα υπερφυσικά όντα είναι υπεραρκετά για ένα στέκι θνητών.»

«Δεν κατάλαβες», έγειρε ελαφρώς μπροστά. «Δεν σε ρώτησα. Ή θα πάμε μαζί ή θα σε δέσω στον πύργο.»

«Θα κάψω τα σκοινιά», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.

«Θα σε δέσω με αλυσίδες.»

«Θα τις κάψω κι αυτές.»

«Θα κάνω ξόρκι», συνέχισε τις απειλές.

«Κι εγώ θα το σπάσω.»

«Φτάνει», μας φώναξε η Μέλανη. «Θα πάτε μαζί για να αποφευχθούν γκρίνιες και πυρκαγιές.»

Ο Ντιμίτρι μας πλησίασε από πίσω και έσκυψε περνώντας τα χέρια του γύρω μας. «Και θα είμαι κι εγώ στην παρέα σας.»

«Κανάς άλλος;», κοίταξα μέσα στην αίθουσα για περισσότερες προσφορές, αλλά ευτυχώς περιοριστήκαμε σε μόνο τρία νταμπίρ και τρεις βρικόλακες.

Στο μεταξύ αρχίσαμε τις απαραίτητες προετοιμασίες για το βράδυ. Ο Σκοτ προμηθεύτηκε ένα πιστόλι και πολλές ασημένιες σφαίρες μαζί με ένα ασημένιο ραβδί.

«Θυμάμαι όταν βρήκες τέτοια στο δωμάτιο μου είχες φρικάρει», γέλασα στην ανάμνηση κι εκείνος ακολούθησε.

«Τώρα όμως είναι προέκταση του χεριού μου.»

«Ναι, Τζέιμς Μποντ», τον ειρωνεύτηκε ο Τσέις, ο οποίος καθόταν στον υπολογιστή μαζί με την Μόνι και την Μέλανη, ετοιμάζοντας την ιστοσελίδα της Μόιρα.

«Θα είσαι εντάξει;», τον ρώτησα χαμηλόφωνα για να μην μας ακούσουν οι υπόλοιποι.

«Θα είμαι μια χαρά», μου έκλεισε το μάτι του. «Θα πάρεις όμως κι εσύ μαζί σου όπλο. Μπορεί να μην αρκεί μόνο η μαγεία σου.»

«Είμαι σίγουρη έτσι κι αλλιώς πως ο Ντιμίτρι θα φέρει το μισό οπλοστάσιο.»

Εκείνος γέλασε στο σχόλιο μου, γιατί ήξερε πόσο αλήθεια ήταν.

Έπειτα έριξα μια ματιά πίσω μου στους υπόλοιπους, για να σιγουρευτώ ότι ήταν συγκεντρωμένοι στην δουλειά τους και έστρεψα ξανά την προσοχή μου στον Σκοτ.

«Άκουσε με», χαμήλωσα περισσότερο τον τόνο της φωνής μου. «Οι λυκάνθρωποι δεν χαρίζονται κι ειδικά ο Λουκ αν έρθει δεν πρόκειται να φύγει χωρίς να πετύχει τον σκοπό του. Μην σκέφτεσαι την ανθρώπινη του μορφή, γιατί είναι ένα καμουφλάζ. Ό,τι και να γίνει μην διστάσεις», ανασήκωσα το χέρι μου μέσα στο οποίο υπήρχαν ασημένιες σφαίρες.

Εκείνος τις έριξε στην δική του και με κοίταξε στα μάτια όταν είπε: «Δεν θα διστάσω.»

Φοβόμουν πολύ που εγώ κι ο Κάρτερ θα λείπαμε από την Μόιρα ένα ολόκληρο βράδυ με την πιθανότητα να επιτεθεί ο Λουκ στον Νέιθαν. Αφήναμε την φωλιά μας απροστάτευτη κι ένιωθα ανασφάλεια για τους προστατευόμενους μου. Δεν αμφισβητούσα σε καμία περίπτωση τις ικανότητες τους. Αντίθετα τους θεωρούσα πιο δυνατούς και γενναίους από μένα. Δεν μου ήταν όμως καθόλου εύκολο να τους αφήσω για το πόσο πολύ. Ήλπιζα μονάχα οι εχθροί που μπορούσαν να εισβάλλουν στην Μόιρα, να μην μάθαιναν πως απόψε οι βασιλείς της δεν θα ήταν εκεί.

Η ώρα προχώρησε όλως περιέργως γρήγορα. Η Μέλανη με τον Σκοτ είχαν φύγει από την δύση για το σπίτι του Νέιθαν, ενώ εγώ ετοιμαζόμουν για την αποψινή μου βάρδια. Φόρεσα μια κοντή, μαύρη φούστα κι ένα άσπρο, κοντομάνικο πουκάμισο. Δεν ήθελα να είμαι ούτε πρόστυχη, αλλά ούτε και βαριά ντυμένη, γιατί δεν θα το άντεχε το σώμα μου. Το βλέμμα μου κατέβηκε στο δαχτυλίδι της Χόουπ. Με πολύ αμφιβολία το έβγαλα και το άφησα μέσα στην κοσμηματοθήκη μου. Αν γινόταν κάτι μεγάλο σήμερα δεν ήθελα να χαθεί ή να χαλάσει. Ένα βράδυ άλλωστε δεν θα τρύπωνε η Κέιζα μέσα στο δωμάτιο μου να το κλέψει. Για καλό και για κακό όμως κλείδωσα την πόρτα για να είμαι σίγουρη για κάτι που άφηνα πίσω μου.

Ο Ντιμίτρι όπως ήταν αναμενόμενο φρόντισε για τα όπλα. Ευτυχώς δεν κουβαλούσε μεγάλη τσάντα, η οποία θα τραβούσε την προσοχή. Αφού ήμασταν έτοιμοι κι οι τρεις μας επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο του Κάρτερ και κατευθυνθήκαμε στην είσοδο. Ο Ντιμίτρι μπήκε μέσα στο σπίτι του Νέιθαν για τελευταίες λεπτομέρειες και την καταγραφή μας στο τετράδιο, όσο εμείς οι δυο τον περιμέναμε.

Ο Κάρτερ φαινόταν πως ήθελε να μου πει κάτι κι αναρωτιόμουν αν θα του έβγαινε τώρα ή αν θα αργούσε να βρει το θάρρος. Τελικά το βρήκε γρήγορα.

«Η Μέλανη μου είπε πως ένα βαμπίρ σε φλερτάρει», αποκρίθηκε αποφεύγοντας το βλέμμα μου.

«Ε», έτριψα τον σβέρκο μου ψάχνοντας να βρω την κατάλληλη απάντηση. «Σου είπε ποιο;»

«Όχι.»

Δεν μοιράστηκε μαζί του κάποιο κουτσομπολιό. Απλώς ήθελε να δει αν θα ζήλευε. Μπορεί και να ήταν υποκειμενική η άποψη μου, αλλά έμοιαζε να ενοχλείται από αυτό. Ίσως και να έφταιγε η φύση της θαυμάστριάς μου.

Εγώ δεν είπα τίποτα άλλο, γιατί εξακολουθούσα να μην έχω εύκαιρα τα σωστά λόγια πάνω σε αυτό το θέμα.

«Θα πρέπει να του πεις ότι είσαι ζόρικη και δεν πέφτεις με χαζά κορταρίσματα.»

«Νομίζω πως είναι γνωστό», ρουθούνισα καταπνίγοντας ένα γέλιο «Αλλά θα της το πω.»

Τα μάτια του γούρλωσαν όταν άκουσε το φύλο του βαμπίρ που με φλέρταρε και το κεφάλι του γύρισε γρήγορα για να με κοιτάξει. Δεν είπαμε τίποτα παραπάνω όμως, καθώς ο Ντιμίτρι επέστρεψε κι αμφιβάλλω αν θα υπήρχε και συνέχεια σε αυτή την συζήτηση.

Μας διαβεβαίωσε πως όλα ήταν εντάξει με εκείνους μέχρι στιγμής κι έτσι πήραμε τον δρόμο για το περιβόητο μπαρ.

Προχωρήσαμε στην πίσω είσοδο από όπου έμπαινε και το προσωπικό. Εκεί μας περίμενε ο Νόα με τον Χουάν, την Κόρτνεϋ και τον Κίραν. Παραξενεύτηκα αρκετά όταν είδα τον Κίραν και μάλιστα σε εύθυμη διάθεση. Δεν είχε καμία σχέση με τον γκρινιάρη βρικόλακα που είχα δει πριν από καιρό.

«Βασίλισσα», οι δυο τους έκαναν μια βαθιά υπόκλιση και εγώ ένευσα ως απάντηση.

«Κίραν», μειδίασα. «Δεν περίμενα να σε δω σήμερα εδώ.»

«Και γιατί όχι;»

«Γιατί δεν είχαμε και την καλύτερη πρώτη συνάντηση», του απάντησα.

«Λάθος μου», παραδέχτηκε. «Και γι' αυτό είμαι εδώ.»

«Χαίρομαι που σε βλέπω.»

Εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι του με τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου.

«Ας μην αργούμε», χτύπησε ο Κόρτνεϋ τις παλάμες της μεταξύ τους. «Η βάρδια σου μόλις αρχίζει.»

«Εγώ θα είμαι στο μπαρ», αποκρίθηκα σε όλους «Εσείς ως πελάτες να φροντίσετε να είστε στο οπτικό μου πεδίο.»

«Μάλιστα καπετάνιε», είπε ο Χουάν τραβώντας τα βλέμματα όλων.

Έπειτα ξερόβηξε και έστρεψε αλλού την προσοχή του.

Εγώ με τον Κάρτερ κάναμε να μπούμε από την πίσω είσοδο κι οι άλλοι να πάνε από την άλλη, αλλά η Κόρτνεϋ με σταμάτησε.

«Περίμενε», έπιασε το χέρι μου κι ο Ντιμίτρι έκανε ένα βήμα μπροστά έτοιμος να με υπερασπιστεί.

Η Κόρτνεϋ όμως δεν είχε σκοπό να με πληγώσει. Δεν ήταν εχθρός μου ούτως ή άλλως. Ήρθε και στάθηκε πίσω μου και τα χέρια της βρέθηκαν με αργές κινήσεις στο πουκάμισο μου. Τα κόκκινα μάτια της ήταν σταματημένα στα δικά μου και η ανάσα της ήταν αργή και δρόσιζε τον λαιμό μου. Στο βλέμμα της δεν υπήρχε ίχνος απειλής. Ίσως αν δεν ήταν κι οι υπόλοιποι τα χείλη της να συναντούσαν τα δικά μου κι ίσως να μην απομακρυνόμουν. Τα δάχτυλα της ξεκούμπωσαν δύο κουμπιά αποκαλύπτοντας κατά πολύ το στήθος και το εσώρουχο μου.

«Τώρα είσαι έτοιμη», ψιθύρισε και το στόμα της συσπάστηκε σε ένα ερωτικό χαμόγελο.

Εγώ αντέδρασα με έναν παρόμοιο τρόπο προτού μπω με τον Κάρτερ μέσα.

Οι υπόλοιποι είχαν παραξενευτεί από αυτή την σκηνή, αλλά δεν έπαιρναν τα μάτια τους από πάνω μας. Ωστόσο, δεν ένιωσα άβολα όπως εκείνη, αλλά κάπως οικεία. Δεν ήταν μια ξαφνική επιθυμία να πειραματιστώ. Η Κόρτνεϋ μου εξέπεμπε εμπιστοσύνη, περισσότερη από τον Νόα ή κάθε άλλο στρατολογούμενο. Το φύλο της ήταν εκείνο που συνέβαλε σε αυτό το γεγονός. Οι γυναίκες έμεναν ενωμένες ασχέτως είδους και το ζούσα τώρα με αυτή την βαμπιρίνα. Από όλους εκεί μέσα ήξερα πως δεν θα έπαιρνε τα μάτια της από πάνω μου κι αισθανόμουν ασφαλής. Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για όσους είχα αφήσει πίσω στην Μόιρα.

Ο υπεύθυνος αυτού του καταστήματος μας περίμενε έξω από την κουζίνα. Ο Κάρτερ είχε αποφασίσει να είναι μαζί μου πίσω από την μπάρα κι ευχόμουν πως δεν θα χρειαζόταν ιδιαίτερη πειθώ για να δεχτεί ο μάνατζερ.

«Εσύ είσαι η Ορόρα;», με ρώτησε περιεργαζόμενος με από την κορφή ως τα νύχια.

«Μάλιστα», του απάντησα. «Έφερα και βοήθεια. Ελπίζω να μην είναι πρόβλημα.»

Εκείνος μισόκλεισε τα μάτια του παρακολουθώντας τον Κάρτερ. «Δεν πιστεύω να θέλεις να πληρωθείς;»

Ο Κάρτερ κατέπνιξε ένα γέλιο και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Ωραία, λοιπόν. Στο πόστο σας.»

Υπακούγοντας τον αρκετά δυσκοίλιο θνητό κατευθυνθήκαμε στην θέση μας σερβίροντας τους πελάτες του μπαρ.

Ήταν πολύ μεγάλο με υπερβολικά δυνατή μουσική. Ωστόσο, ήταν πολύ καλύτερο από άλλα καταγώγια στα οποία μας είχε πάει ο Νόα. Εκείνος μαζί με τους υπόλοιπους ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορα ορατά σημεία. Είχαν χωριστεί σε ομάδες και παρακολουθούσαν τον κόσμο γύρω τους ψάχνοντας για τον Λουκ. Εγώ με τον Κάρτερ κάναμε το ίδιο με διαλείμματα για να είμαστε και συνεπείς στην δουλειά μας.

«Δοκίμασε αυτό», άφησε ένα ποτήρι με ένα μωβ υγρό μπροστά μου. «Εγώ το έφτιαξα.»

«Και τι είναι ακριβώς;», το σήκωσα στα χέρια μου κοιτώντας το εξεταστικά.

«Κοκτέιλ», μου απάντησε.

Φαινόταν πολύ περήφανος για το δημιούργημα του και δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω. Πήρα μια ρουφηξιά από το καλαμάκι κι αυτόματα ευχήθηκα να μην το είχα κάνει τελικά.

«Φαίνεται ποια είναι η αδερφή σου», μουρμούρισα αφήνοντας κάτω το ποτήρι.

Μια φορά είχα δοκιμάσει ποτό φτιαγμένο από τα χέρια της και νόμιζα ότι με δηλητηριάζανε. Η τότε εμπειρία δεν διέφερε και πολύ με την τωρινή.

«Δεν είναι γλυκό;», με ρώτησε.

«Η κανταρέλα είναι γλυκιά. Αυτό είναι φαρμάκι. Οικογενειακό σας είναι;»

Εκείνος σούφρωσε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. «Για να είμαι ειλικρινής, η Μέλανη μου το έμαθε.»

Εγώ γέλασα με την γκριμάτσα του. «Κάνε μου μια χάρη. Μην το σερβίρεις αυτό. Δεν θέλω να έχω τύψεις ότι στείλαμε κόσμο στο νοσοκομείο.»

«Θέλω να το δοκιμάσω;», ρώτησε ο Χουάν ερχόμενος στη μπάρα κι υποδεικνύοντας το μωβ ποτό που κρατούσε ο Κάρτερ.

«Εγώ πάντως θέλω», του απάντησε ο Κάρτερ κι έκανε να του το δώσει.

«Άστο καλύτερα», το έσπρωξα προσεκτικά.

Ο Χουάν γέλασε, αλλά δεν σχολίασε την κίνηση του Κάρτερ.

«Θα πάρω...»

«Βότκα λεμόνι με δύο μόνο παγάκια», συμπλήρωσα την πρόταση του.

Δεν υπήρχε λόγος να παραγγείλει. Ήξερα ακριβώς τι ήθελε. Ήταν ίσως η μόνη του παραγγελία όταν βγαίναμε σε παρόμοια μέρη στην Ισπανία. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η ειδική παραγγελία με μόνο δυο παγάκια και το αντιμετώπισα ως την γοητεία του. Τώρα μου φαινόταν απλά χαριτωμένο.

«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το θυμάσαι», χαμογέλασε.

Εγώ σέρβιρα το ποτό του, όπως ακριβώς το ήθελε και το άφησα μπροστά του.

«Ποτέ δεν ξεχνάω», του έκλεισα το μάτι.

Ο Χουάν φανερά χαρούμενος με αυτό το συμβάν επέστρεψε στον Νόα και τον Ντιμίτρι. Ο Κάρτερ πάλι είχε μουτρώσει, και μου θύμισε τον παλιό καλό Κάρτερ, όταν πρωτοήρθα στην Μόιρα.

«Τι γλυκό», με ειρωνεύτηκε.

«Απλά θυμόμουν το πότο της προτίμησης του. Δεν του έκανα και πρόταση γάμου.»

Μετά από αυτή μου την σπόντα απομακρύνθηκα από την αρνητική του ενέργεια κι άρχισα να διασκεδάζω την βάρδια μου.

Πολλοί ήταν εκείνοι που με κέρασαν ποτά, κάτι που ενόχλησε πολύ τον Κάρτερ, αλλά εγώ δεν τους απέφυγα. Αντίθετα έπινα σφηνάκια μαζί τους και χόρεψα με κάποιους μαζί με την Κόρτνεϋ. Μέσα σε τόσες υποχρεώσεις και δράματα είχα κάθε δικαίωμα να το ρίξω έξω και να αποκομίσω και κάτι θετικό από την αποψινή ιστορία. Οι υπόλοιποι φάνηκαν να χαίρονται με την καλή μου διάθεση με εξαίρεση φυσικά έναν. Ένα μέρος του εαυτού μου γελούσε με το πόσο αρνητικά με κοιτούσε, γιατί ήξερα πως επρόκειτο για ζήλια. Μπορεί να μην ήθελα να είμαι ξανά μαζί μου, αλλά η σιγουριά ότι με ήθελε ακόμα ικανοποιούσε το εγώ μου και πολλά άλλα.

«Δεν ξέρω αν το θυμάσαι», αποκρίθηκε ο Κάρτερ όταν επέστρεψα στο μπαρ «αλλά εδώ είσαι για μια δουλειά. Όχι για να χορεύεις και να πίνεις με ένα μάτσο μεθυσμένους θνητούς.»

«Απλά διασκεδάζω λίγο», έσπρωξα τα μαλλιά μου πίσω.

Είχα ζεσταθεί πολύ από τον χορό και τον κλειστό χώρο, αλλά δεν με πείραζε προς το παρόν.

«Να διασκεδάσεις όταν θα τελειώσουμε με τον παρανοϊκό σκυλάνθρωπο. Και κούμπωσε επιτέλους το πουκάμισο σου. Όλοι κοιτάνε το στήθος σου.»

«Και;» ανασήκωσα τους ώμους μου. «Ούτε που θα το θυμούνται αύριο το πρωί.»

Πήρε μια βαθιά εισπνοή για να ενισχύσει την ψυχραιμία του και στηρίχτηκε στον πάγκο.

«Φαίνεσαι φτηνή.»

«Κι εσύ ακούγεσαι στερημένος», ακούμπησα τα χέρια μου στον πάγκο κι έφερα το πρόσωπο μου κοντά στο δικό του. «Είχες πιο πολύ πλάκα όταν ήμουν εγώ στο κρεβάτι σου. Αλλά προφανώς δεν έχουν όλες τα δικά μου προσόντα.»

Ικανοποιημένη ότι τον είχα αφοπλίσει με την απάντηση μου αποσύρθηκα από την φασαρία στην κουζίνα. Είχαν περάσει μερικές ώρες από όταν φύγαμε από την Μόιρα κι ήθελα να έρθω σε επαφή με την Μέλανη ή τον Σκοτ για να σιγουρευτώ ότι όλα ήταν καλά. Της τηλεφώνησα από το σταθερό που υπήρχε εκεί και περίμενα αρκετές στιγμές μέχρι να το σηκώσει. Η αναμονή κατέληξε στον τηλεφωνητή κι εγώ έβαλα στην θέση του το ακουστικό με ένα συνοφρύωμα να αρχίζει να εμφανίζεται στο μέτωπο μου. Προσπάθησα να καθησυχάσω τον εαυτό μου πως ίσως να μην το ακούγανε και δοκίμασα ξανά. Όμως ακόμα και τότε δεν πήρα καμία απάντηση. Τότε εικόνες φρίκης εμφανίστηκαν στο μυαλό μου με τον Λουκ να έχει βλάψει τους πάντες στο σπίτι του Νέιθαν ακόμα και στην πόλη. Μου ήταν αδύνατο να ελέγξω το μυαλό μου από σενάρια τρόμου, ειδικά όταν και στην τρίτη προσπάθεια δεν υπήρχε επιτυχία.

Τα πόδια μου άρχισαν να μην με βαστάνε και όλο μου το σώμα να παραδίνεται σε μία ανεξέλεγκτη ζέστη. Χωρίς να το καταλάβω πάθαινα μια κρίση πανικού από την ανησυχία μου για τους άλλους, αλλά ήταν εντελώς διαφορετική τώρα με την μαγεία. Μου ήταν αδύνατο να σταθώ και στηρίχτηκα στον τοίχο, ενώ κάθε σημείο του κορμιού μου άρχισε να ιδρώνει, όσο η θερμοκρασία μου ανέβαινε πυρετωδώς. Η ανάσα μου δυσκολευόταν να δραπετεύσει από τους πνεύμονες μου και τα ρούχα μου φάνταζαν σαν κουβέρτες. Τα τρεμάμενα δάχτυλα μου ξεκούμπωσαν το πουκάμισο μου και με απελευθέρωσα από αυτό πετώντας το κάτω. Με πολύ κόπο πλησίασα το νεροχύτη κι άρχισα να ρίχνω νερό πάνω μου. Από τα μαλλιά μου μέχρι και στα πόδια μου. Ήθελα να δροσιστεί αυτή η κάψα που με έπνιγε, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Λίγο ακόμα και ένιωθα πως θα λιποθυμούσα από την δυσφορία.

Στην αρχή μου ήταν δύσκολο να το αντιμετωπίσω, γιατί δεν ήξερα ποια ήταν η σωστή διαδικασία. Τελικά έκανα ό,τι και στις άλλες μου κρίσεις και πήρα βαθιές ανάσες επικεντρωμένη σε αυτό. Με βοήθησε αρκετά, αλλά δεν μείωσε καθόλου την θερμοκρασία μου.

«Ορόρα», άκουσα την φωνή του Κάρτερ από τον διάδρομο. «Πού είσαι; Συγγνώμη για πριν. Δεν ήθελα να...»

Η απότομη διακοπή του μου έδωσε να καταλάβω πως τελικά με είχε εντοπίσει.

«Τι έπαθες;», με ρώτησε κι έτρεξε κοντά μου.

Εγώ γύρισα για να τον αντικρίσω.

«Πήρα την Μέλανη», του απάντησα βαριανασαίνοντας. «Και δεν μου απάντησε», άρχισα να κουνάω το χέρι μου γρήγορα για αέρα. «Ζεσταίνομαι δέκα φορές περισσότερο όταν αγχώνομαι.»

Εκείνος με παρακολουθούσε σαστισμένος και θα ορκιζόμουν πως δεν με κοιτούσε στα μάτια.

Έριξα άλλη μία ακόμα φορά νερό σε όλο μου το σώμα, όσο ο Κάρτερ με χάζευε. Πιθανόν για δευτερόλεπτα να φάνταζα διαφήμιση για εσώρουχα, αλλά γρήγορα καταπολέμησε την δική του κάψα και με σταμάτησε.

«Προσπάθησε να ηρεμήσεις», είπε τελικά. «Μπορεί να μην το ακούγανε.»

«Τρεις φορές;»

«Θα δοκιμάσουμε να καλέσουμε και κάποιον άλλον. Στο μεταξύ χαλάρωσε προτού πάρεις φωτιά.»

Αναστέναξα δυνατά και με τα δάχτυλα μου μέσα από τα μαλλιά μου έγειρα ελαφρώς προς τα πίσω.

«Χρειάζομαι ένα παγωμένο ντουζ», ψέλλισα.

«Κι εγώ», άκουσα τον Κάρτερ να λέει.

Αμέσως έριξα τα μάτια μου πάνω του κι εκείνος γέλασε ελαφρά.

«Έλα ντύσου τώρα», σήκωσε το πουκάμισο μου από το πάτωμα και το ακούμπησε πάνω στους ώμους μου. «Και μην αγχώνεσαι άδικα. Μπορεί να μην το έχει καν μαζί της.»

Αυτή την προοπτική δεν την είχα σκεφτεί και πραγματικά ένιωσα χαζή.

«Έχεις δίκιο», ένευσα.

Μου χαμογέλασε τρυφερά και με βοήθησε να φορέσω το πουκάμισο μου. Κούμπωσε μάλιστα και τα κουμπιά τα οποία είχα ξεκουμπώσει η Κόρτνεϋ καλύπτοντας το στέρνο μου.

«Παιδιά», φώναξε ο Ντιμίτρι τρέχοντας στην κουζίνα. «Ο Λουκ! Είναι εδώ.»

Ξεφύσησα αρκετά ανακουφισμένη σε αυτά τα νέα κι η ψυχραιμία μου επέστρεφε σιγά – σιγά, καθώς ήμουν σίγουρη για την ασφάλεια των υπολοίπων. Πίεσα μάλιστα τον εαυτό μου να θυμηθεί να τα ψάλλει στην Μέλανη γι' αυτό τον μικρό πανικό που μου προξένησε.

«Πηγαίνετε», τους υπέδειξα. «Έρχομαι αμέσως.»

Οι δυο τους με υπάκουσαν και έφυγαν από την κουζίνα. Εγώ τίναξα τα μαλλιά μου, για να μην είναι φανερή η αναστάτωση μου και ίσιωσα τα ρούχα μου. Έπειτα έφυγα κι εγώ και προχώρησα με αργές δρασκελιές προς το μπαρ.

Οι πελάτες που είχα φέρει, είχαν περάσει απαρατήρητη από τον Λουκ. Είχαν φροντίσει μάλιστα να κρατήσουν ένα χαμηλό προφίλ καταφέρνοντας να έχουν την προσοχή τους στραμμένη σε εκείνον. Ο Κάρτερ είχε γυρισμένη την πλάτη του σε αυτόν, όταν κάθισε στο μπαρ και του παρήγγειλε μια τεκίλα. Εκείνος πήρε το μπουκάλι από το ράφι και γύρισε προς αυτόν χαμογελώντας περιπαικτικά και χύνοντας το ποτό στο ποτήρι. Ο Λουκ εξεπλάγη αρνητικά βλέποντας τον κάτι που επιδεινώθηκε όταν τον πλησίασα και πέρασα το χέρι μου γύρω από τον σβέρκο του.

«Τι ευχάριστη σύμπτωση είναι αυτή!»

Ο Λουκ απομακρύνθηκε από το άγγιγμα μου και μας κοίταξε και τους δυο με τον θυμό να αναβρύζει από μέσα του.

«Πώς βρεθήκατε εσείς εδώ;», μας ρώτησε με τόνο ανακριτικό.

«Μαζεύουμε λεφτά για ταξίδια», του απάντησε ο Κάρτερ κι άφησε το ποτήρι με την τεκίλα μπροστά του. «Ορίστε.»

«Με παρακολουθείτε;», σχεδόν γρύλισε. «Δεν φτάνει που βάλατε να με απαγάγουν, τώρα με παίρνετε κι από πίσω;»

«Σε απήγαγαν;», αναφώνησα παριστάνοντας την έκπληκτη. Ωστόσο, δεν είχα σκοπό να φανώ πειστική.

«Θα πρέπει να ήταν απαίσιο», συνέχισε ο Κάρτερ το θέατρο. «Τουλάχιστον σε βγάζανε βόλτες ή τα έκανες στο κλουβί σου;»

«Τώρα γελάτε. Γρήγορα όμως θα σας κοπεί το γέλιο.»

«Πότε ακριβώς;», έγειρα το κεφάλι μου στα πλάγια. «Ή μήπως οι νέοι σου φίλοι δεν σε έχουν ενημερώσει πλήρως για τα σχέδια του αφεντικού τους;»

«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς», κούνησε το κεφάλι του.

«Ένα κοκαλάκι θα βοηθήσει την μνήμη σου;», τον ρώτησε ο Κάρτερ συνεχίζοντας να τον περιπαίζει.

Η στάση του απέναντι στους λυκάνθρωπους δεν έλεγε να αλλάξει και σε αυτό συνέβαλε η δραματική εμπειρία του περασμένου Νοέμβρη. Από την μία τον κατανοούσα και στην συγκεκριμένη περίπτωση το διασκέδαζα. Από την άλλη ανησυχούσα μήπως τελικά θα απαρνούταν τις συμμαχίες που είχε συνάψει ο πατέρας μου με αγέλες.

Ο Λουκ αρκετά εκνευρισμένος με την αντιμετώπιση του Κάρτερ έκανε να τον πλησιάσει με την απειλή στο στόμα του, αλλά εγώ μπήκα μπροστά του κόβοντας του το δρόμο.

«Άκουσε με Λουκ, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μου λες ψέματα, γιατί ο Ζάβιερ δεν έχει κρύψει τίποτα. Και μην ρωτήσεις ποιος είναι ο Ζάβιερ», τον πρόλαβα πριν πει το οτιδήποτε. «Τον ξέρουμε κι οι δυο πολύ καλά. Και αυτόν. Και την αδερφή του την Λίζα.»

Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του και τα μπλε του μάτια συνάντησαν τα δικά μου.

«Δεν ξέρεις απολύτως τίποτα», είπε ήρεμα. «Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα τι σου έρχεται.»

Οι απειλές του δεν ίδρωσαν το αυτί μου. Ήταν λόγια του αέρα. Ήξερα το μέλλον μου και δεν μπορούσε να με επηρεάσει ακόμα κι αν έμπηγε τα νύχια του στον λαιμό μου.

Επίσης, δεν με ρώτησε ποια ήταν η Λίζα, οπότε επιβεβαίωσε περισσότερο την θεωρία μου.

«Εσένα όμως θα σου έρθει ένα μεγάλο δοκάρι ασήμι μέσα στο κρανίο, αν τολμήσεις να ενοχλήσεις ξανά τον Νέιθαν.»

«Ο μικρός δεν έχει τα κότσια να μου μιλήσει πρόσωπο με πρόσωπο και στέλνει αντιπροσώπους με πολύ κακή αίσθηση του χιούμορ», κοίταξε τον Κάρτερ σε αυτά του τα λόγια κι έπειτα στράφηκε σε μένα «Και με πολύ ενοχλητικές διαστροφές;»

«Ο Νέιθαν δεν έχει κανένα πρόβλημα να φτύσει τις λέξεις μπροστά σου», του απάντησα. «Αλλά ήθελα να το κάνω εγώ για να δουν οι προστάτες σου ότι δεν πιστεύω τα ψέματα τους.»

Ο Λουκ κάγχασε και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.

«Ό,τι πείτε», ανασήκωσε τα χέρια του κι έπειτα έφυγε.

Εγώ έκανα νόημα στην Κόρτνεϋ και τον Κίραν να τον ακολουθήσουν, ενώ οι υπόλοιποι μας πλησίασαν με γρήγορες βήματα.

«Εσείς να επιστρέψετε σπίτι σας», είπα στον Νόα και στον Χουάν. «Αρκετά σε εκθέσαμε σήμερα. Κι εσείς», στράφηκα στον Κάρτερ και στον Ντιμίτρι «να πάτε στην Μόιρα.»

«Εσύ;», με ρώτησε ο Ντιμίτρι.

«Ακόμα δουλεύω», του υπενθύμισα.

«Πήγαινε εσύ», είπε ο Κάρτερ στον Ντιμίτρι. «Εγώ θα μείνω με την Ορόρα.»

«Κάρτερ», αποκρίθηκα. «Θα είμαι εντάξει.»

Εκείνος με αγνόησε και το βλέμμα του διασταυρώθηκε με του Ντιμίτρι, ο οποίος δεν συμφωνούσε να μας αφήσει μόνους μας.

«Πήγαινε», επέμεινε. «Εκεί σε έχουν περισσότερη ανάγκη.»

Μετά από αρκετές στιγμές κουβέντας καταφέραμε να τους πείσουμε. Ο Ντιμίτρι μας άφησε από ένα όπλο και γύρισε στην Μοίρα κι ο Νόα με τον Χουάν στην ασφάλεια του σπιτιού τους. Εγώ με τον Κάρτερ συνεχίσαμε την βάρδια μας με περισσότερη συνεργασία από πριν. Νέα για τον Λουκ δεν είχαμε και προς στιγμή το θεώρησα ως καλό σημάδι. Αν είχε κάνει κάτι θα το μαθαίναμε αρκετά γρήγορα. Έτσι ήθελα να πιστεύω τουλάχιστον.

Κάποια στιγμή το στομάχι μου διαμαρτυρήθηκε, διότι είχα ώρες να φάω. Μετόση δουλειά και ποτό, έπρεπε να το υπάκουγα αν δεν ήθελα να έχω ατυχήματα.Κάτω από τον πάγκο εντόπισα μια πιατέλα με φρούτα και πήρα ένα μήλο, το οποίοήταν στην κορυφή. Ο απαγορευμένος αυτός καρπός που στέρησε τον παράδεισο απότον Αδάμ και την Εύα, φάνταζε σωτήριος αυτή την ώρα. Κατευθύνθηκα στην κουζίναστα γρήγορα για να το πλύνω. Αφού του έριξα μπόλικο νερό και το έτριψα δυνατάπήρα μια δαγκωνιά. Το κομμάτι γλύκανε το στόμα μου όσο τα δόντια μου κι ηγλώσσα μου το περιεργάζονταν. Φτάνοντας όμως στον λαιμό μου άρχισε να πικραίνεικαι αδυνατούσε να κατέβει στον οισοφάγο. Προσπάθησα να βήξω για να σταματήσω ναπνίγομαι, αλλά όσο προσπαθούσα, τόσο η δαγκωματιά γινόταν πιο σκληρή κλείνονταςτελείως τον λαιμό μου και εμποδίζοντας με να αναπνεύσω. Δεν μπορούσα να φωνάξωβοήθεια και μια ζαλάδα ήρθε γα να συμπληρώσει την ήδη δυσμενή κατάσταση. Προτούτο καταλάβω τα μάτια μου έκλεισαν κι εγώ σωριάστηκα λιπόθυμη στο έδαφος. Ίσωςκαι να είχα πεθάνει. Έτσι κι αλλιώς δεν ανέπνεα όταν έχασα τις αισθήσεις μου. Οθάνατος ήταν το επόμενο.     

    Ήταν όμως κάτι τέτοιο δυνατόν; Το μέλλον μου ήτανγραμμένο και μιλούσε για σωτηρία και νίκες σε πολέμους. Μπορούσε ένα μήλο ναμου στερήσει αυτή την ζωή; Ο απαγορευμένος καρπός θα έδιωχνε τελικά κι εμένααπό την Εδέμ;      

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top