26. ΠΡΟΦΗΤΕΣ
Εγώ κι ο Κάρτερ δεν αφήσαμε περισσότερο χρόνο να πάει χαμένος. Μέσα στο Βιβλίο έπρεπε να υπήρχαν πολλά για εμάς και με το ζόρι αναγράφονταν αριθμοί και λέξεις. Δεν είχε γραφτεί ούτε καν το όνομα μου. Ήταν σαφές πως απορούσαμε για την απουσία τόσων πραγμάτων από εκεί μέσα γι' αυτό και αναχωρήσαμε μέσα στην επόμενη ώρα από την Μόιρα για να συναντήσουμε τον Έντουαρντ Χιλ. Ο κλειστός μας κύκλος γνώριζε τον ανεπίσημο λόγο αυτής της επίσκεψης, αλλά επίσημα ειπώθηκε πως οι νέοι βασιλείς θα ήθελαν να γνωρίσουν τον προφήτη που γνωστοποίησε την διαδοχή τους. Δεν θα χρειαζόταν να κάνουμε καμία ανακοίνωση, αν δεν φεύγαμε από την Μόιρα ώρες μετά την στέψη μας. Στην ζωή μας όμως είχαμε μάθει πως δεν είχαμε περιθώρια καθυστέρησης. Την στιγμή που προέκυπτε νέο ζήτημα, έπρεπε να λυθεί επί τόπου. Και το συγκεκριμένο ήταν εύκολο κι άμεσο.
Μαζί μας πήραμε τους δυο μας αντιβασιλείς και τους νέους μας φρουρούς. Είχαμε σχεδιάσει και μια επίσημη αποστολή για τα μάτια του κόσμου, αλλά και γιατί ο Ντιμίτρι κι ο Σκοτ δεν μας άφηναν να φύγουμε χωρίς αυτούς. Όλοι μας λοιπόν επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο του Κάρτερ και πήραμε τον δρόμο για το Σιάτλ. Ήμασταν αρκετά περίεργοι που θα βλέπαμε τον προφήτη μιας διαδοχής από κοντά και κάπως ενθουσιασμένοι. Το νταμπίρ αυτό είχε ζήσει πάνω έξι δεκαετίες και θα είχε δει πολλά μελλοντικά γεγονότα. Θα πρέπει όμως να ήταν δύσκολο να ζει με αυτό το φορτίο. Η μόνη που μπορούσε να τον συμμεριστεί απόλυτα ήταν η Μέλανη, η οποία δεν χαιρόταν και ιδιαίτερα για την κατεύθυνση μας.
«Κι εγώ γιατί έπρεπε να έρθω;», ρώτησε μία ακόμα φορά κοιτάζοντας τον αδερφό της δίπλα της και τους υπόλοιπους μέσα από τον καθρέφτη.
«Γιατί μπορεί να σε συμβουλέψει για τις προφητικές σου δυνάμεις», της απάντησε ο Κάρτερ.
«Και να σε βοηθήσει να τις αναπτύξεις», συμπλήρωσα.
«Το θέμα είναι πως δεν θέλω να τις αναπτύξω. Και θα το ξέρατε αν με είχατε ρωτήσει προτού με σύρετε ουσιαστικά στο αυτοκίνητο.»
«Μέλανη», έγειρε μπροστά ο Ντιμίτρι «Καλώς ή κακώς έχεις αυτήν την ικανότητα.»
«Κακώς», τον διέκοψε εκείνη σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος της.
«Τέλος πάντων», συνέχισε εκείνος «Με το να την αρνείσαι, αρνείσαι ουσιαστικά τον ίδιο σου τον εαυτό.»
«Και γκρινιάζεις ακατάπαυστα», αποκρίθηκε ο Σκοτ. «Γι' αυτό έχουμε την Ορόρα και μας φτάνει.»
«Ε!», έκρωξα.
«Απλώς θα σου μιλήσει», συνέχισε ο Ντιμίτρι «Δεν θα σε βάλει να δεις μέσα από μια γυάλινη σφαίρα.»
«Κι αν το κάνει;», ρώτησε εκείνη.
«Αν το κάνει θα σου αφήσουμε φιλοδώρημα», της απάντησε ο Αλφόνσο.
Η Μέλανη τον αγνόησε και συνέχισε να εξωτερικεύει τις σκέψεις της.
«Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είστε τόσο πεπεισμένοι ότι είμαι προφήτισσα. Η Βιλελμίνα δεν είχε ποτέ τέτοια κρούσματα που είναι ουσιαστικά δικιά της η μαγεία. Ούτε ο Σον.»
«Προφήτης δεν είσαι επειδή έχεις μαγεία», είπε ο Κάρτερ «αλλά καλό ένστικτο. Κι αυτό αφθονεί σε σένα.»
«Μελς», έσκυψα μπροστά για να την βλέπω καλύτερα «Απλά θα μιλήσουμε μαζί του. Πίστεψε με δεν είσαι η μόνη που φοβάται για το τι θα ακούσει από τον Έντουαρντ.»
Τα μάτια της έμειναν διασταυρωμένα με τα δικά μου για λίγες στιγμές κι έπειτα ένευσε αργά ξεφυσώντας.
«Είσαι γενναία», της είπε ο Κάρτερ χαμηλόφωνα «Οτιδήποτε μας πει θα το αντιμετωπίσουμε με θάρρος», το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου μέσα από τον καθρέφτη «κι όλοι μαζί.»
Η ανησυχία της Μέλανη δεν μπόρεσε να σβήσει, αλλά στο υπόλοιπο της διαδρομής παρέμεινε σιωπηλή, χαμένη στις σκέψεις και στις φοβίες της. Είχα προσπαθήσει αρκετές φορές να την πείσω πως με μια τέτοια δύναμη θα μπορούσε να δει πολλά ευχάριστα γεγονότα του μέλλοντος, όπως τους επόμενους βασιλείς. Ωστόσο, δεν είχα και μεγάλη επιτυχία, καθώς τρομοκρατούταν στη σκέψη ότι θα μπορούσε να προβλέψει έναν ακόμα θάνατο. Μέχρι στιγμής είχε ουσιαστικά προφητέψει δύο (του φρουρού Τζίμι και του Μάικλ) και δύσκολα θα έβρισκε την θετική πλευρά στην ικανότητα της.
Από τα λίγα πράγματα που γνώριζα για τους προφήτες ήταν πως επρόκειτο για προσωπικότητες με πολλές ιδιοτροπίες ακριβώς λόγω του βάρους που κουβαλούσαν. Θυμόμουν ακόμα την Έλενα, μια προφήτισσα που είχα γνωρίσει στην Βρίλυ, η οποία δεν ήταν και πολύ χαμογελαστή. Ήταν σε μια μόνιμη νευρικότητα και για μια στιγμή τρόμαξε με το όραμα το δικό μου και του Ντέμιεν περισσότερο από μένα. Η ζωή τους θα ήταν πράγματι δύσκολη, όταν από το πουθενά έβλεπαν εικόνες που αφορούσαν γεγονότα, τα οποία δεν είχαν ακόμα συμβεί. Η Μέλανη όμως ήταν από την φύση της η ειρηνοποιός, προίκα της μητέρας της. Με την μαγεία της γης μάλιστα αυτό η αρετή διπλασιαζόταν και θα ήταν αδύνατο να μετατραπεί σε μια δύστροπη προφήτισσα.
Όταν η ησυχία έσπασε με τον Ντιμίτρι και τον Σκοτ να συζητάνε βρήκα την ευκαιρία μου να απευθυνθώ στον Αλφόνσο. Μέσα σε ένα αμάξι δεν θα είχε και πολλές διεξόδους να αποφύγει την συζήτηση και του είχα αφήσει ήδη τρεις και μισή μέρες χωρίς να θίξω το θέμα που τον έκαιγε από τον χορό αποφοίτησης.
«Λοιπόν», έγειρα δίπλα του ψιθυρίζοντας «Ζήτησες από την Ιλόνα να βγείτε ραντεβού ή όχι ακόμα;»
Εκείνος αναφώνησε χαμηλόφωνα και απέφυγε το βλέμμα μου. «Τι είναι αυτά που λες;», μουρμούρισε.
«Έλα τώρα», τον σκούντηξα με τον ώμο μου «Δεν θα το συζητήσεις με το μικράκι σου;»
Μόλις κατάφερα να κερδίσω την προσοχή του έσπευσα να χρησιμοποιήσω το μεγάλο μου όπλο. Σούφρωσα ελαφρώς τα χείλη μου και ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, εκμεταλλευόμενη την κουταβίσια τους φύση, για να τον ρίξω.
«Παίζεις βρώμικα», παραπονέθηκε.
«Θα μου πεις τώρα;»
Ξεφύσησε και έπεσε προς τα πίσω.
«Δεν ξέρω τι να κάνω», είπε τελικά. «Από τις πληροφορίες που συνέλεξα από την Μόνι, πρόκειται για μια πολύ δυναμική γυναίκα και οι σοβαρές σχέσεις δεν είναι και το αγαπημένο της πράγμα.»
«Έχεις σκοπό από το πρώτο ραντεβού να της κάνεις πρόταση γάμου;», τον περιέπαιξα.
Εκείνος μόρφασε στο σχόλιο μου και απάντησε αρνητικά.
«Απλά δεν νομίζω να είναι πρόθυμη για ραντεβού γενικότερα», συνέχισε. «Κι αμφιβάλλω αν θα είμαι ο τύπος της. Σίγουρα θα προτιμάει κάτι πιο βόρειο κι άγριο, να τις θυμίζει το σπίτι της», το βλέμμα του ταξίδεψε για λίγο μέσα στο αυτοκίνητο. «Να, σαν τον Ντιμίτρι.»
«Τι έκανα;», ρώτησε εκείνος ακούγοντας το όνομα του.
«Τίποτα», του απάντησε ο Αλφόνσο. «Γύρνα στο μίνιον σου», με το χέρι του στο πιγούνι του επέστρεψε το πρόσωπο του στην πλευρά του Σκοτ κάνοντας με να γελάσω ελαφρά.
«Θα σου δώσω μια συμβουλή ως γυναίκα: Όποιος και να είναι ο τύπος μας υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που μας τραβάνε στον άλλον ανεξαρτήτως καταγωγής. Κι εσύ τα έχεις σχεδόν όλα. Είσαι αστείος», σήκωσα τον αντίχειρα μου απαριθμώντας τα πλεονεκτήματα του «γοητευτικός, με εξωτική ομορφιά, έχεις προσωπικότητα, είσαι έξυπνος, και όποτε θέλεις ώριμος.»
Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του, αλλά παρέβλεψε το τελευταίο μου σχόλιο.
«Άρα λες να προσπαθήσω;», με ρώτησε.
«Έπρεπε να το είχες κάνει ήδη!»
Ήταν λίγο αστείο το πόσο εύκολα μπορούσε να χάσει κανείς την αυτοπεποίθηση του, όταν δάγκωνε με κάποιον την λαμαρίνα. Η αβεβαιότητα του Αλφόνσο μου θύμισε κι εμένα όταν άρχισαν τα πρώτα σκιρτήματα με τον Κάρτερ. Στο πρόσωπο του όμως είδα κι άλλους πολλούς, όπως τον Τσέις. Ήταν ίσως το νταμπίρ με την μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση μέσα στο σχολείο, και μια ματιά της Σειρήνας ήταν αρκετή για να του κοπούν τα γόνατα. Αντίστοιχα η Μόνι ήταν πάντοτε σίγουρη για τον εαυτό της και δυναμική, όπως η Ιλόνα. Τα συναισθήματα της για τον Σκοτ την οδήγησαν στην γνωστή ανασφάλεια που έπληττε τον κάθε ερωτευμένο. Φυσικά υπήρχε κι ο Ντιμίτρι! Εκείνος εξέπεμπε μεγάλη σοβαρότητα και αυτοέλεγχο. Όταν όμως μπήκε η Μέλανη στον δρόμο του άρχισε να αμφισβητεί τον εαυτό του και μόνο στην σκέψη της ξεχνούσε τι σήμαινε πειθαρχία. Αλλά έτσι ακριβώς ήταν ο έρωτας, τρύπωνε σαν μικρόβιο στις καρδιές μας και προκαλούσε μεταβολές στην συνηθισμένη μας λειτουργία. Κι όπως κάθε ασθένεια έτσι κι αυτός μας καταπονούσε και μας έφτανε στα όρια μας. Δεν ήταν κι οι λίγες φορές που είχε οδηγήσει κόσμο στον θάνατο, ανθρώπους και νταμπίρ. Στο όνομα της αγάπης δεν θυσιάστηκε κι ο Έιναρντ για χάρη της Μόιρα;
Όταν επιτέλους φτάσαμε στο σπίτι του Έντουαρντ δεν αποβιβαστήκαμε αμέσως. Ο Κάρτερ γύρισε να μας δώσει πρώτα μερικές συμβουλές για το πώς να τον αντιμετωπίσουμε.
«Λοιπόν», ξεκίνησε «υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην μας υποδεχτεί μετά Βαΐων και κλάδων. Ωστόσο, εμείς θα προσπαθήσουμε να μην εξαγριωθούμε από αυτό και να αρχίσουμε τις ειρωνείες.»
«Γιατί κοιτάς εμένα;», έσμιξα τα φρύδια μου.
«Τυχαία», μου απάντησε χωρίς να κάνει καν προσπάθεια να φανεί πειστικός. «Και συνεχίζω. Δεν θα τον ζαλίσουμε με πολλές ερωτήσεις. Λίγες και συγκεκριμένες. Κι αν γίνεται να μην μιλάμε όλοι. Η Ορόρα κι εγώ φτάνουμε.»
«Άρα εμείς γλάστρες», αποκρίθηκε ο Αλφόνσο.
Ο Κάρτερ το σκέφτηκε λίγο κι έκανε να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι του.
«Ναι», είπε τελικά.
«Είστε σίγουροι ότι θέλετε να έρθουμε κι εμείς;», ρώτησε ο Σκοτ. «Έτσι όπως τον περιγράφεις δεν μου φαίνεται πως θα χαρεί με την πολυκοσμία ή θα είναι πρόθυμος να σας μιλήσει.»
«Μπορώ να τον πείσω εγώ», απάντησε η Μέλανη. «Ξέρετε, φρικιό με φρικιό.»
Ο Κάρτερ την κοίταξε έντρομος σε αυτά της τα λόγια. «Μην πεις τίποτα τέτοιο μπροστά του.»
Αφού η Μέλανη κι οι υπόλοιποι τον διαβεβαιώσαμε πως θα ακολουθήσουμε κατά γράμμα τις οδηγίες του, κατευθυνθήκαμε στην πόρτα του σπιτιού του.
Είχε επιλέξει μια απόμακρη από το κέντρο γειτονιά με πολλή ησυχία. Προσωπικά αν ήμουν προφήτισσα θα διάλεγα ένα μέρος που να έσφυζε από κόσμο για να έχω μια φυσιολογική καθημερινότητα. Η απομόνωση δεν θα ήταν κι η πλέον σωστική λύση. Αλλά πάλι αυτό ήταν κάτι που θα έκανα εγώ.
Ο Κάρτερ χτύπησε το κουδούνι κι οι υπόλοιποι περιμέναμε. Μετά από αρκετές στιγμές η πόρτα άνοιξε, αλλά δεν αντικρίσαμε τον Έντουαρντ. Μπροστά μας στεκόταν μια θνητή γύρω στα σαράντα και από την ενδυμασία της καταλάβαμε πως επρόκειτο για οικιακή βοηθός.
«Μας συγχωρείτε», αποκρίθηκε ο Κάρτερ με όλη του την ευγένεια. «Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε με τον Έντουαρντ Χιλ;»
«Δεν βρίσκεται εδώ αυτή την στιγμή», μας απάντησε χαμογελώντας.
«Πότε μπορούμε να ξανάρθουμε;», την ρώτησα.
«Αυτή την στιγμή είναι εκτός πόλης, αλλά θα επιστρέψει το βράδυ.»
Εγώ με τον Κάρτερ κοιταχτήκαμε για μερικές στιγμές κι έπειτα την ευχαρίστησε. Εκείνη μας ευχήθηκε μια καλή μέρα κι επέστρεψε στις δουλειές της.
«Πολύ βολικό», μουρμούρισα.
«Τι εννοείς;», με ρώτησε ο Κάρτερ.
«Ακριβώς την μέρα που ερχόμαστε λείπει από το Σιάτλ.»
«Και πώς ήξερε ότι θα ερχόμασταν;», ρώτησε ο Σκοτ.
«Είναι προφήτης», του υπενθύμισα «Αυτό είναι. Δεν θέλει να μας δει.»
«Γιατί να μην θέλει να μας δει;», αποκρίθηκε ο Κάρτερ.
«Γιατί», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου «είμαστε περίπλοκη περίπτωση κι αμφιβάλλω αν θέλει να αναπολήσει όλα τα φρικιαστικά οράματα που έχει δει με εμάς.»
«Μην πηδάς σε συμπεράσματα», μου υπέδειξε ο Ντιμίτρι.
«Εμείς τώρα τι θα κάνουμε;», ρώτησε ο Αλφόνσο. «Αν είναι να τον συναντήσετε το βράδυ, δεν υπάρχει λόγος να επιστρέψουμε στην Μόιρα από τώρα.»
«Μπορούμε να κάνουμε μια βόλτα στο Σιάτλ», πρότεινε η Μέλανη.
«Και να βρούμε ένα μοτέλ για διανυκτέρευση», πρόσθεσα «γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να οδηγήσουμε απόψε πίσω στο Πόρτλαντ.»
«Πάμε λοιπόν», είπε ο Κάρτερ κι επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο.
Αφού βρήκαμε ένα κοντινό μοτέλ και κλείσαμε ένα δωμάτιο να στριμωχτούμε για απόψε, γυρίσαμε το Σιάτλ για να περάσουμε την ώρα μας. Όλοι ήταν επικεντρωμένοι στην βόλτα μας χαζεύοντας σε μαγαζιά και κουβεντιάζοντας για άσχετα θέματα. Ακόμα κι η Μέλανη κατάφερε να ηρεμήσει από τους φόβους της. Η μόνη που αδυνατούσε να χαλαρώσει ήμουν εγώ. Δεν έβλεπα την απουσία του Έντουαρντ τυχαία, όπως οι υπόλοιποι. Πίστευα πως είχε προβλέψει τον ερχομό μας και μας απέφευγε, όπως απέφυγε να γράψει για εμάς στο Βιβλίο. Ήξερε τα πάντα για μένα και πιθανόν να με φοβόταν κιόλας. Ό,τι και να ήταν εγώ δεν είχα πιστέψει το παραμύθι της οικιακής βοηθού του.
Αργά το μεσημέρι καθίσαμε σε ένα εστιατόριο να φάμε, καθώς κανείς δεν εμπιστευόταν την κουζίνα των μοτέλ. Για την ακρίβεια οι υπόλοιποι τρώγανε κι εγώ απλώς έσπρωχνα το γεύμα μου με το πιρούνι μου βυθισμένη στις σκέψεις μου. Δεν είχα ιδέα για τι συζητούσαν κι ένα σκούντημα της Μέλανη με έφερε πίσω στην πραγματικότητα.
«Πολύ ήσυχη είσαι εσύ», αποκρίθηκε. «Μη μου πεις ότι ακόμα ασχολείσαι με τον Έντουαρντ.»
«Δεν στο λέω τότε.»
Εκείνη ξεφύσησε κι έφερε την καρέκλα της πιο κοντά μου για να μην μας ακούσουν οι υπόλοιποι.
«Σταμάτα να βασανίζεσαι άδικα», είπε χαμηλόφωνα «Γιατί είδες την απουσία του με τόσο κακό μάτι πια;»
«Ξέρει για τον Κάτω Κόσμο», της απάντησα στον ίδιο χαμηλό τόνο. «Ξέρει τα πάντα και φοβάται να τον πλησιάσω. Μπορεί κιόλας να μην θέλει να μιλήσει για οτιδήποτε έχει δει και δεν έχει γράψει.»
«Κι εγώ πιστεύω πως ξέρει για τον Κάτω Κόσμο», συμφώνησε. «Αλλά θεωρώ πως δεν έγραψε τίποτα γιατί το ζήτησαν οι γονείς σου. Έχουν καταστρέψει οτιδήποτε σε συνδέει με αυτόν για να σε προστατέψουν. Λες να άφηναν τον Έντουαρντ να γράψει έκθεση για το δεύτερο βασίλειο σου σε ένα βιβλίο που, ας είμαστε ειλικρινείς, θα μπορούσε να ανοίξει ο καθένας;»
Δίστασα να της απαντήσω, καθώς στα λόγια της υπήρχε αρκετή δόση λογικής, που μέσα στην απελπισία μου είχα παραβλέψει. Ωστόσο, κάτι μέσα μου δεν με άφηνε να χαλαρώσω τελείως.
«Δεν έγραψε ούτε καν το όνομα μου», ξεφύσησα. «Το ξέρω πως το Ορόρα αποφασίστηκε μετά την γέννηση μου, αλλά το ίδιο ίσχυε και για τον Κάρτερ. Και για μένα υπήρχαν συζητήσεις για την ονομασία μου από πριν.»
«Αυτό είναι κάτι που θα στο εξηγήσει απόψε χωρίς υπεκφυγές», ακούμπησε το χέρι μου προσφέροντας μου την ζεστασιά της.
«Δεν ξέρω», κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν νομίζω πως θα γυρίσει όσο είμαστε στο Σιάτλ ή ότι λείπει βασικά.»
Εκείνη κάγχασε. «Κάποια άλλη θεωρία συνωμοσίας;»
«Στοίχημα εκατό δολάρια πως όταν πάμε ξανά το βράδυ η οικιακή βοηθός θα μας πει πως δεν έχει γυρίσει ακόμα.»
«Σύμφωνοι», γέλασε και δώσαμε τα χέρια μας για να σφραγίσουμε το στοίχημα.
Μετά το μεσημεριανό μας κατευθυνθήκαμε στο μοτέλ για να περάσουμε την ώρα μας μέχρι να νυχτώσει.
Η κάθε ώρα που περνούσε φάνταζε αιώνια. Όταν κοιτούσα το ρολόι ένιωθα πως ο χρόνος έμενε στάσιμος ή προχωρούσε με πολύ αργό ρυθμό. Από την στιγμή που έδυσε ο ήλιος βρισκόμουν σε ετοιμότητα για αναχώρηση, αλλά οι υπόλοιποι πρότειναν να περιμένουμε να νυχτώσει για τα καλά. Μία στο εκατομμύριο, υποστήριζαν, πως θα έβρισκε κίνηση στον δρόμο του. Όμως δεν θα ήταν αυτός ο λόγος που δεν θα τον βλέπαμε όταν θα επιστρέφαμε στο σπίτι του.
«Πρέπει να χαλαρώσεις», άκουσα τον Σκοτ να λέει πλησιάζοντας με.
Καθόμουν σε ένα παγκάκι έξω από τα δωμάτια περιμένοντας την ώρα να φύγουμε. Δεν ήθελα να μας πάρει η ώρα η επιβίβαση.
«Χαλαρή είμαι», του απάντησα έχοντας το βλέμμα μου καρφωμένο μπροστά.
Το δεξί μου πόδι πήγαινε πάνω κάτω από την νευρικότητα κι ο Σκοτ με σταμάτησε σφίγγοντας τον μηρό μου με το χέρι του.
«Αυτό δεν είναι χαλαρά», γέλασε ελαφρά. «Έλα να κάτσεις μαζί μας μέσα. Δεν θα επιταχύνει η ώρα με το να είσαι ένα βήμα από το αυτοκίνητο.»
«Δεν χάνω τίποτα να προσπαθήσω.»
«Μόνο τα λογικά σου.»
Εγώ ξεφύσησα κι άφησα τα χέρια μου να πέσουν ανάλαφρα πάνω στα πόδια μου. «Μερικές φορές νομίζω πως αυτό έχει ήδη συμβεί.»
«Αν ήσουν τρελή δεν θα φοβόσουν μήπως γίνεις», σκέφτηκε λίγο «ή έχεις γίνει, τέλος πάντων.»
Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου. «Μπορεί να μην φαίνεται. Μπορεί όλοι να είμαστε σχιζοφρενείς κι αυτό που νομίζουμε ότι είναι η ζωή μας, να είναι στην πραγματικότητα γέννημα του ασθενούς μυαλού μας.»
Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του παραξενεμένος. «Τώρα γίνεσαι φρικιαστική.»
«Γιατί όχι;», γέλασα πνιχτά με την αντίδραση του. «Σκέψου το. Ίσως στην πραγματικότητα να μην είμαστε βασιλιάς και φρουρός, αλλά να μοιραζόμαστε τον ίδιο θάλαμο.»
«Κι όλως τυχαίως ζούμε στην ίδια φαντασίωση.»
«Ναι», ένευσα. «Γιατί εγώ σε έπεισα ότι αυτή είναι η αλήθεια και το αδύναμο μυαλό σου την αποδέχτηκε.»
«Σταμάτα, με έπιασε πονοκέφαλος», έτριψε τον κρόταφο του. «Δεν τα μπορώ καθόλου τα τρελοκομεία. Μου έχουν δημιουργηθεί ψυχολογικά από ταινίες και τρέμω στην ιδέα.»
«Εσύ άσπρισες ολόκληρος», παρατήρησα. «Τόσο πολύ σε τρομάζουν;»
«Είναι ο μεγαλύτερος μου φόβος», απάντησε. «Ξέρεις», αποκρίθηκε έχοντας συνέλθει από το σοκ«λένε πως ο μεγαλύτερος σου φόβος είναι ο τρόπος με τον οποίο πέθανες στην προηγούμενη ζωή σου.»
«Ποιος το λέει αυτό;», έσμιξα τα φρύδια μου.
«Εγώ!»
«Ενδιαφέρουσα άποψη», έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω. «Υπάρχει κάποια επιχειρηματολογία πάνω σε αυτή;»
«Φυσικά», είπε «Γενικά ο καθένας έχει πολλές φοβίες. Άλλες τις αποκτά μόνος του κι άλλες δημιουργούνται από το περιβάλλον του. Από όλες όμως μία είναι η μεγαλύτερη, αυτή που στοιχειώνει τους χειρότερους εφιάλτες μας. Κι αυτό οφείλεται στο ότι το υποσυνείδητο μας θυμάται τον τρόπο με τον οποίο πεθάναμε στην περασμένη ζωή μας. Εγώ ας πούμε πιστεύω πως ήμουν πράγματι ασθενής σε ένα τρελοκομείο και πέθανα από τα βασανιστήρια των γιατρών», πήρε μια γκριμάτσα αποστροφής στην τελευταία του πρόταση κάνοντας λίγο κωμική την επιστημονική του διάλεξη.
«Δεν είναι και τελείως άστοχο», παραδέχτηκα.
«Εσύ μπορεί να έπεσες από κάπου, γι' αυτό κι η υψοφοβία.»
«Βασικά», καθάρισα τον λαιμό μου «δεν είναι αυτός ο μεγαλύτερος μου φόβος.»
Ο Σκοτ ένευσε αργά και χαμήλωσε το μετανιωμένο του βλέμμα. «Ο Ντέμιεν.»
«Ούτε.»
Με κοίταξε αρκετά απορημένος κι εγώ δάγκωσα το κάτω χείλος μου διστάζοντας να συνεχίσω.
«Τι είναι;», με ρώτησε.
«Θα με κοροϊδέψεις», κούνησα γρήγορα το κεφάλι μου.
«Όχι, όχι», είπε εκείνος. «Το ορκίζομαι.»
Εγώ το σκέφτηκα λίγο παραπάνω, αλλά τελικά ενέδωσα.
«Καρχαρίες», είπα χαμηλόφωνα. «Έχω εμμονικό φόβο μαζί τους. Οποτεδήποτε βρίσκομαι σε θάλασσα μένω πάντα στα ρηχά. Υπάρχουν φορές που νομίζω ότι βλέπω πτερύγια να με πλησιάζουν. Στους χειρότερους μου εφιάλτες κολυμπάω εγώ με κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο περικυκλωμένοι από αυτούς και πάντα έχω το άγχος να ξεφύγω.»
Ο Σκοτ με παρακολουθούσε σαστισμένος, καθώς του φαινόταν αδιανόητο. Είχα απαρνηθεί την υψοφοβία και τον Ντέμιεν για ένα ψυχρόαιμο. Όμως αυτή ήταν η αλήθεια, κι αυτός ο μεγαλύτερος μου φόβος.
Τελικά δεν κρατήθηκε και ξέσπασε σε γέλια.
«Ορκίστηκες πως δεν θα με κοροϊδέψεις», γκρίνιαξα.
«Συγγνώμη», αποκρίθηκε κάνοντας έναν μάταιο κόπο να σταματήσει. «Αλλά περίμενα να ακούσω τα πάντα εκτός από αυτό.»
«Ε, αυτό φοβάμαι», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.
«Ω», τύλιξε τα χέρια του γύρω μου σπρώχνοντας με κοντά μου. «Μα πώς προέκυψε;»
«Μάλλον εκεί που έβλεπα τα σαγόνια του καρχαρία το υποσυνείδητο που θυμήθηκε ότι με είχε φάει ένας λευκός.»
Εκείνος γέλασε δυνατά, αλλά ευτυχώς δεν συνεχίσαμε την συζήτηση περί φόβων, καθώς έφτασε επιτέλους η ώρα για να φύγουμε.
Αυτή την φορά δεν κατεβήκαμε όλοι, αλλά εγώ, ο Κάρτερ κι η Μέλανη. Η ώρα ήταν κοντά έντεκα και όλοι τους πίστευαν πως σίγουρα θα είχε γυρίσει. Γι' αυτό και τα δυο αδέρφια εξεπλάγη όταν μας άνοιξε ξανά η ίδια γυναίκα. Εγώ πάλι καθόλου.
«Εσείς ξανά», αποκρίθηκε χαμογελώντας.
«Γύρισε ο Έντουαρντ Χιλ;», την ρώτησε ο Κάρτερ περιμένοντας θετική απάντηση.
«Φαίνεται πως δεν θα καταφέρει να επιστρέψει σήμερα.»
Κοιταχτήκαμε με την Μέλανη, δείχνοντας της με το βλέμμα μου πως τελικά είχα δίκιο.
«Και πότε θα είναι εδώ;», την ρώτησε η Μέλανη.
«Δεν γνωρίζω», της απάντησε η θνητή.
«Υπάρχει κάποιος τρόπος να έρθουμε σε επικοινωνία μαζί του;»
Εκείνη απάντησε ξανά αρνητικά στον Κάρτερ κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω.
«Με συγχωρείτε, αλλά θα πρέπει να φύγετε.»
Προτού κλείσει την πόρτα προχώρησα μπροστά εμποδίζοντας την.
«Φύγε», μου υπέδειξε εκείνη.
«Πες μου που είναι ο Έντουαρντ.»
Η Μέλανη με τον Κάρτερ εξεπλάγησαν από την σπασμωδική μου αντίδραση, αλλά δεν με σταμάτησαν.
«Δεν σου λέω, τίποτα», άρχισε να με σπρώχνει με την πόρτα. «Φύγε.»
Εγώ όμως ήμουν πιο δυνατή από εκείνη και με μια μου κίνηση την έριξα στο πάτωμα ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα. Οι τρεις μας προχωρήσαμε μέσα κι ένας βρικόλακας εμφανίστηκε έτοιμος να μας επιτεθεί.
«Πέστε κάτω», μας φώναξε ο Κάρτερ, ο οποίος άπλωσε το χέρι του εκτοξεύοντας θανατηφόρο νερό στον εχθρό.
Η οικονόμος άρχισε να τρέχει κι εγώ με την Μέλανη την ακολουθήσαμε μέχρι τον επάνω όροφο. Διέσχισε έναν μεγάλο διάδρομο κι αναζήτησε καταφύγιο στο τελευταίο δωμάτιο κλειδώνοντας την μεγάλη, ξύλινη πόρτα. Εγώ έκανα να πέσω πάνω της, αλλά η Μέλανη με σταμάτησε.
«Το' χω», αποκρίθηκε και με μια της γροθιά διέλυσε το ξύλο που μας εμπόδιζε.
«Θα σε φοβάμαι εσένα», είπα μετά από αυτή την κίνηση κι εκείνη γέλασε πνιχτά.
Η θνητή είχε κουλουριαστεί σε μια γωνία και μας εκλιπαρούσε φωνάζοντας να μην την πειράξουμε. Έτρεμε από τον φόβο της και δεν είχε καμία σχέση με την χαμογελαστή γυναίκα που είχα δει το πρωί.
«Δεν θα σου κάνουμε κακό», την διαβεβαίωσα και γονάτισα μερικά εκατοστά μακριά της. «Θέλω μόνο να μου πεις πού είναι ο Έντουαρντ Χιλ.»
Εκείνη κοίταξε εμένα και την Μέλανη εξεταστικά για να σιγουρευτεί πως δεν αποτελούσαμε απειλή.
«Αυτοί τον έχουν», απάντησε σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάγουλα της «με τα κόκκινα μάτια.»
Στον διάδρομο άκουσα βήματα κι η προσοχή μας στράφηκε στην πόρτα. Ξεφύσησα ανακουφισμένη όταν είδα τον Ντιμίτρι.
«Όλα εντάξει;» μας ρώτησε έχοντας ένα παλούκι στο χέρι.
Η εικόνα του αυτή τρομοκράτησε την οικονόμο και κλαψούρισε.
«Μην φοβάσαι», της είπα «Δεν θα σε πειράξει κανείς μας. Ξέρεις που τον κρατάνε;»
«Σε μια αποθήκη», μου απάντησε «λίγο παρακάτω.»
«Γιατί τον έχουν;», την ρώτησε η Μέλανη.
Εκείνη προσπάθησε να απαντήσει, αλλά τα λόγια δεν έβγαιναν από το στόμα της. Η εικόνα της μου θύμισε τον Φερνάντο, όταν προσπάθησε να αποκαλύψει την Μόνι στο βασιλικό συμβούλιο, αλλά ο Κάρτερ είχε φροντίσει να μην το κάνει.
«Έχει υποβληθεί», αποκρίθηκα και σηκώθηκα.
«Δεν μπορούμε να την αφήσουμε μόνη της», είπε ο Ντιμίτρι. «Μπορεί να έρθουν κι άλλοι βρικόλακες.»
Πράγματι δεν γινόταν να την παρατήσουμε. Θα μπορούσε να έρθει ο οποιοσδήποτε μια τέτοια ώρα και ήταν σε κατάσταση σοκ.
Με πολύ κόπο την πείσαμε να κατέβει κάτω μαζί μας κι εκεί συναντήσαμε και τους υπόλοιπους. Ο Κάρτερ κι εγώ αποφασίσαμε να πάμε να βρούμε μόνοι μας τον Έντουαρντ, καθώς έτσι κι αλλιώς ήταν κάτι που οι δυο μας θέλαμε να κάνουμε. Ωστόσο, κανένας άλλος δεν συμφώνησε και στο τέλος συμφωνήσαμε σε μια δίκαιη μοιρασιά. Εγώ με τον Κάρτερ και τον Σκοτ θα πηγαίναμε στην αποθήκη, κι οι υπόλοιποι τρεις θα έμεναν μαζί με την τρομοκρατημένη θνητή. Όπλα να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας είχαμε, καθώς ποτέ οι φρουροί δεν έβγαιναν από την Μόιρα χωρίς παλούκια ή ραβδιά. Κι όσο κι αν το είχα χλευάσει για την σημερινή περίσταση τελικά το κάρμα μου απέδειξε πόσο άδικο είχα.
Οι τρεις μας λοιπόν, έχοντας από ένα παλούκι στα χέρια μας, κατευθυνθήκαμε στην περιβόητη αποθήκη, η οποία απείχε περίπου είκοσι λεπτά από το σπίτι του Έντουαρντ.
«Μισό λεπτό», μας σταμάτησα προτού προχωρήσουμε «πρέπει να σου πω κάτι», απευθύνθηκα στον Κάρτερ. «Έχω καταστείλει ένα μέρος της μαγείας μου για να αντέξω στην βασιλική μου τουαλέτα. Απλώς πιστεύω ότι θα πρέπει να το ξέρεις.»
Εκείνος ξεφύσησε και για μια στιγμή νόμιζα πως θα με έστελνε πίσω.
«Σε αυτή την περίπτωση», έβαλε το χέρι του στον ώμο μου «Σάπισε τους στο ξύλο.»
Εγώ του χαμογέλασα αρκετά ικανοποιημένη με την απάντηση του κι έπειτα συνεχίσαμε την πορεία μας.
Η αποθήκη ήταν πολύ μεγάλη και από ότι κατάλαβα κάποτε λειτουργούσε ως χώρος φύλαξης κρεάτων. Ουσιαστικά βρισκόμασταν σε ένα διώροφο ψυγείο. Τα μόνα φώτα που υπήρχαν ήταν λάμπες φθορίου σε ορισμένα σημεία. Έπρεπε να βασιστούμε στις οξυμένες αισθήσεις μας, οι οποίες δεν ήταν εξίσου δυνατές με των βρικολάκων.
Σίγουρα θα μας είχαν καταλάβει, αλλά δεν μιλούσαμε για να μην ακούσουν από νωρίς τα σχέδια μας. Συνεννοούμασταν με νοήματα και περπατούσαμε όσο το δυνατόν αθόρυβα.
«Βρε, βρε», ακούστηκε μια αντρική φωνή και οι τρεις μας αμέσως σταθήκαμε δίπλα – δίπλα έτοιμοι για ομαδική άμυνα. «Η αγαπητή βασίλισσα μας και», κοίταξε τον Κάρτερ και τον Σκοτ «βραδινό.»
Ο βρικόλακας μπροστά μας ήταν πολύ ψηλός, πιο ψηλός κι από τον Κάρτερ. Θα χρειαζόταν να συνεργαστούμε κι οι τρεις μας για να τον αντιμετωπίσουμε. Δεν ήθελα ο Κάρτερ να σπαταλήσει ενέργεια και να κουραστεί.
«Δεν πρόκειται να τους ακουμπήσεις», αποκρίθηκα. «Κι αυτό είναι εντολή.»
«Λυπάμαι που θα στο πω, αλλά δεν υπακούω εσένα. Την στιγμή που αποφάσισες να κηρύξεις πόλεμο, έχασες μεγάλο μέρος της ισχύς σου πάνω μας.»
Εγώ μισόκλεισα τα μάτια μου παρατηρώντας τον προσεκτικά.
«Ντέμιεν», μειδίασα «Έχεις την ικανότητα να προδίδεσαι.»
Εκείνος γέλασε και χτύπησε τα χέρια του μεταξύ τους. «Μπράβο», ένευσε. «Είσαι καλή και γρήγορη.»
«Αυτή είναι η μορφή σου τελικά;», τον ρώτησε ο Κάρτερ.
«Όχι», του απάντησε εκείνος. «Πού είναι η πλάκα αν δεν κάνεις και λίγο θέατρο;»
«Βλέπεις όμως πως σε καταλαβαίνω πλέον αμέσως. Οπότε μπορείς να δείξεις την κανονική σου μορφή. Εκτός κι αν είσαι πολύ άσχημος για κάτι τέτοιο.»
Γέλασε πνιχτά και σταύρωσε τα χέρια του μπροστά. «Ω, Ορόρα πόσο με πληγώνεις. Δεν μου δίνεις άλλη λύση από το να το ανταποδώσω.»
Αρχίσαμε να περικυκλωνόμαστε από έξι βρικόλακες, οι οποίοι μας κοιτούσαν απειλητικά.
«Δεν μπορείς να την σκοτώσεις», αποκρίθηκε ο Κάρτερ.
«Όχι», του απάντησε ο Ντέμιεν. «Αλλά μπορώ να κάνω πολλά άλλα πράγματα», χαμογέλασε πλατιά αναδεικνύοντας τους δυο κοφτερούς του κυνόδοντες.
Δεν ήξερα ποιανού την μορφή είχε πάρει αυτή την φορά, αλλά ορκιζόμουν πως ο δανειστής δεν ζούσε.
«Όπως σου είπα», συνέχισε με τα μάτια του πάνω μου «έχεις χάσει την ισχύ σου. Έπρεπε να είχες υποταχθεί από την αρχή. Για να δεις όμως ότι είμαι καλόκαρδος, αν με ικετέψεις θα αφήσω τον προφήτη σου να ζήσει.»
Χρησιμοποιούσε την ζωή του Έντουαρντ για να με υποτάξει. Ελαφρώς αναμενόμενο να με χτυπήσει εκεί που πονούσα περισσότερο χρησιμοποιώντας έναν υπήκοο μου.
Όλων τα βλέμματα ήταν κολλημένα πάνω μου περιμένοντας ουσιαστικά να υποκύψω στην απειλή του Ντέμιεν. Κάθε κύτταρο του κορμιού μου με οδηγούσε σε μία μόνο απάντηση κι ήταν αυτή που έδωσα τελικά.
«Δεν εκλιπαρώ για τίποτα.»
«Ας είναι», μουρμούρισε ο Ντέμιεν. «Επιτεθείτε», διέταξε τους βρικόλακες και αμέσως ρίχτηκαν πάνω μας.
Η πρώτη αντίδραση του Κάρτερ κι εμού ήταν να αμυνθούμε με μαγεία. Εγώ όμως στο δεύτερο βαμπίρ ένιωθα να ζαλίζομαι, καθώς δεν ήμουν αρκετά δυνατή. Έπρεπε τελικά να με είχα αφήσει να λιώσω σαν τυρί μέσα στην βασιλική μου ενδυμασία. Τουλάχιστον είχαμε καταφέρει να εξολοθρεύσουμε τους μισούς κι έτσι οι τρεις μας είχαμε μείνει από έναν παρτενέρ. Το βαμπίρ που πάλευε με τον Κάρτερ ελισσόταν γρήγορα φοβούμενο την μαγεία του. Εγώ με τον Σκοτ βασιζόμασταν μόνο στην σωματική μας δύναμη. Εκείνος όμως ήταν σε καλύτερη κατάσταση από μένα. Είχα χτυπηθεί από τον εχθρό μου κι η προσπάθεια μου να χρησιμοποιήσω ξανά μαγεία με ταλαιπωρούσε. Ο Κάρτερ εντόπισε γρήγορα αυτή μου την αδυναμία και σκότωσε τον βρικόλακα με τον οποίο πάλευα πετώντας του νερού. Αυτό έδωσε το έναυσμα στον δικό του εχθρό να τον ρίξει στο έδαφος και να τον ακινητοποιήσει. Εγώ έτρεξα γρήγορα προς βοήθεια του πέφτοντας πάνω στην πλάτη του βρικόλακα. Εκείνος με πέταξε προς τα πίσω και έστρεψε όλη του την προσοχή πάνω μου. Ο Κάρτερ αντέδρασε γρήγορα τραυματίζοντας τον με το παλούκι κι αφού τον γραντζούνισε προχώρησε και στην θανατηφόρα βολή. Την ίδια ακριβώς στιγμή ο Σκοτ αποτελείωνε τον δικό του βρικόλακα και σίγουρη ότι δεν υπήρχε κάποιος άλλος να παλέψουμε σωριάστηκα στο έδαφος βαριανασαίνοντας. Ο Ντέμιεν είχε χαθεί και πιθανώς να ήταν με τον Έντουαρντ.
«Είσαι καλά;», με ρώτησε ο Κάρτερ τρέχοντας κοντά μου.
«Πρέπει να με βοηθήσεις να επαναφέρω την μαγεία μου.»
«Πώς θα το κάνω αυτό;»
Ο Σκοτ στεκόταν κοντά μας, αλλά κοιτούσε εξεταστικά την περίμετρο μήπως εμφανιζόταν και κάποιος άλλος βρικόλακας.
Εγώ πήρα τα χέρια του Κάρτερ στα δικά μου σπρώχνοντας τους καρπούς μου πάνω στους δικούς του.
«Δώσε μου κάποιο ερέθισμα, όπως τις άλλες φορές.»
«Είσαι σίγουρη γι' αυτό;», με ρώτησε ο Σκοτ. «Μπορεί να σου κάνει κακό. Το νερό σβήνει την φωτιά.»
«Ίσα – ίσα για να τσαντίσει το σώμα μου. Πρέπει να πάμε γρήγορα στον Έντουαρντ και χωρίς ενέργεια δεν μπορώ να μας μεταφέρω εγκαίρως.»
Ο Κάρτερ το σκέφτηκε αρκετά. Φοβόταν μήπως μου έκανε κακό στην προσπάθεια του να με βοηθήσει. Τελικά όμως κατάφερα και τον έπεισα.
Γονάτισε μπροστά μου κι έσφιξε με τα δάχτυλα του τους καρπούς μου. Το νερό άρχισε να δραπετεύει από τις φλέβες του και να εισχωρεί στις δικές μου. Φάνταζε επώδυνα κρύο, αλλά κατέπνιξα φωνές οδύνης. Ένιωθα πράγματι την μαγεία του να βοηθάει στο να ξυπνήσει η δική μου, αλλά η διαδικασία ήταν αργή.
«Πιο δυνατά», τον διέταξα.
Εκείνος με υπάκουσε και περισσότερο νερό εισέβαλε στις φλέβες μου. Αυτή την φορά δεν συγκράτησα τις κραυγές μου, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το επιθυμητό. Γρήγορα η φωτιά μέσα μου αναζωπυρώθηκε κι η θερμοκρασία μου ανέβηκε στα φυσιολογικά –για μένα- επίπεδα. Έριξα τα χέρια μου για να μην κάνω κακό στον Κάρτερ και πήρα βαθιές ανάσες.
«Είσαι εντάξει;», με ρώτησε εκείνος τρομαγμένος με αυτό που μόλις είχε κάνει.
Εγώ ένευσα γρήγορα κι έκανα νόημα και στους δυο να με ακουμπήσουν. Χωρίς να χάνω χρόνο εξωτερίκευσα μερικές φλόγες και σκεφτόμενη αδιαλείπτως τον Έντουαρντ, οι φλόγες μας τύλιξαν και μας μετέφεραν στο μικρό δωμάτιο, μέσα στο οποίο ο προφήτης ήταν δεμένος και φιμωμένος. Ο Ντέμιεν ήταν σκυμμένος μπροστά του κι όταν μας άκουσε να διακτινιζόμαστε στο δωμάτιο γύρισε έκπληκτος. Εγώ έκανα να του επιτεθώ, αλλά εξαφανίστηκε αμέσως από μπροστά μου. Υπενθύμισα όμως στον εαυτό μου πως δεν ήμουν εγώ αυτή που θα τον σκότωνε, αλλά η κόρη μου.
Η προσοχή μας λοιπόν στράφηκε στην απελευθέρωση του Έντουαρντ και στην επιστροφή του στο σπίτι του. Η οικονόμος χάρηκε πολύ όταν επέστρεψε και μας ευχαρίστησε, όπως κι εκείνος. Του δώσαμε τον χρόνο του να συνέλθει από την απαγωγή του και την ένταση αυτή, προτού αρχίσουμε τις ανακρίσεις.
«Δεν μπορώ να σας ευχαριστήσω αρκετά», επανέλαβε ρίχνοντας παγωμένο τσάι στα ποτήρια μας. «Μου σώσατε την ζωή.»
«Εμείς απλώς κάναμε το καθήκον μας», ανασήκωσε ο Κάρτερ τους ώμους του.
Ο Έντουαρντ του χαμογέλασε και συνέχισε το σερβίρισμα.
Δεν φαινόταν για τον μουντρούχο που υποπτευόμασταν ότι θα συναντήσουμε, γι' αυτό και μπόρεσα να αρχίσω την συζήτηση, χωρίς να ανησυχώ για την αντίδραση του.
«Γιατί σε απήγαγαν;», τον ρώτησα.
Εκείνος μισοχαμογέλασε. «Η πρώτη ερώτηση που θα περίμενε κανείς είναι ποιοι ήταν αυτοί. Αλλά το ξέρεις ήδη αυτό.»
Εγώ δεν του απάντησα. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Με γνώριζε καλά, πριν καν με γνωρίσουν οι ίδιοι μου οι γονείς.
«Ο απαγωγέας μου ήξερε ότι θα έρθετε και ήθελε να με αποτρέψει από το να μιλήσω», άρχισε να μας εξηγεί.
«Πάντα ένα βήμα πιο μπροστά», ξεφύσησα.
«Ναι, αλλά δεν πέτυχε τον σκοπό του», συνέχισε. «Να' μαστε εδώ πίνοντας το τσάι μας και συζητώντας για οτιδήποτε σας απασχολεί.»
«Ο λόγος της επίσκεψης μας», αποκρίθηκε ο Κάρτερ «είναι τα όσα υπάρχουν στο Βιβλίο. Ή καλύτερα τα όσα δεν υπάρχουν.»
Εκείνος ένευσε και πήρε μια γουλιά από το τσάι του. «Σας περίμενα», είπε. «Σας περίμενα από την προκήρυξη σας. Εσείς όμως τηρήσατε την παράδοση κι ανοίξατε το Βιβλίο μετά την στέψη.»
«Τι είναι αυτό που είδες και σε απέτρεψε από το να γράψεις κάτι;», τον ρώτησα. «Σύντομη βασιλεία; Ο θάνατος μου;»
«Δεν είδα κανέναν θάνατο», μου απάντησε. «Είδα πολλά, αλλά όχι θάνατο. Και θα έγραφα μια ολόκληρη σελίδα, αλλά οι γονείς σας με απέτρεψαν.»
Αμέσως κοίταξα την Μέλανη, η οποία φορούσε την νικηφόρα έκφραση της.
«Βλέπετε έχετε επιλεγεί για κάτι μεγάλο. Κάτι που είναι αδύνατο να αποτυπωθεί σε ένα κομμάτι χαρτί.»
«Είναι η προφητεία έτσι;», πήρε τον λόγο ο Αλφόνσο. «Αυτοί οι δυο είναι οι σωτήρες μας.»
Ο Έντουαρντ τον κοίταξε με ένα αδύναμο χαμόγελο στα χείλη του. «Ναι, παιδί μου. Αυτοί είναι.»
Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου σε αυτά του τα λόγια. Δεν ήταν η Μέλανη, ούτε ο Αλφόνσο, ούτε κάποιο νταμπίρ που ήθελε απεγνωσμένα να δει το κακό να χάνεται. Ένας ο προφήτης, ο δικός μας προφήτης, μας επιβεβαίωσε πως εγώ κι ο Κάρτερ αποτελούσαμε τον ήλιο και το φεγγάρι και δεν υπήρχε κανένας αντίλογος πια.
«Το είδες;», ρώτησε ο Κάρτερ σχεδόν ξέπνοος.
«Ναι», ένευσε ο Έντουαρντ. «Το είδα με περισσότερη λεπτομέρεια από τον καθένα. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για μένα από αυτή.»
«Είδες και τον Κάτω Κόσμο;», έγειρα μπροστά με την απόγνωση να διαγράφεται σε κάθε μου κίνηση και λέξη. «Αυτός είναι το μεγάλο κακό; Αυτό θα νικήσουμε;»
Έγειρε κι εκείνος μπροστά κι ακούμπησε το χέρι μου θέλοντας να με καθησυχάσει.
«Αυτό που είδα ήταν το φεγγάρι να ηγείται τον μεγάλο πόλεμο», ο Κάρτερ δηλαδή, ο ηγέτης «και τον ήλιο να βασιλεύει σε όλα τα πέρατα του κόσμου. Μαζί ενωμένοι θα φέρουν το φως στην μεγάλη νύχτα.»
Αυτή την στιγμή άκουγα την προφητεία που με αναδείκνυε βασίλισσα και μία από τους σωτήρες του κόσμου μας. Όλο μου το σώμα ανατρίχιασε και η καρδιά μου είχε καταβληθεί από την δύναμη της στιγμής.
«Γι' αυτό έγραψες ηγέτης και βασίλισσα στο Βιβλίο;», τον ρώτησε ο Κάρτερ.
«Ναι», κατένευσε.
«Αλλά γιατί λείπει το όνομα μου; Μήπως... μήπως δεν είσαι βέβαιος για την νίκη μου;»
«Είμαι παραπάνω από βέβαιος», σκούντηξε μαλακά το χέρι μου. «Αυτά που έγραψα στο Βιβλίο είναι πώς θα μείνετε στην ιστορία, πέραν από τους σωτήρες μας», το βλέμμα του στράφηκε προς τον Κάρτερ και εισέπνευσε βαθιά «Κάρτερ, ο ηγέτης της μεγαλύτερης στρατιάς που αυτός ο κόσμος έχεις δει», έπειτα τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου «Κι εσύ. Όλοι θα θυμούνται το όνομα σου. Παιδιά θα βαφτίζονται με αυτό, μα όλοι θα αναφέρονται σε σένα ως Η Βασίλισσα. Η μεγάλη βασίλισσα. Η βασίλισσα νεκρών και ζώντων.»
Χρειάστηκα ένα λεπτό για να κερδίσω τον έλεγχο μου ξανά. Ένιωθα τόσα πολλά πράγμα ακούγοντας το πεπρωμένο μας. Κι όμως εκείνο που δεν μπορούσα με τίποτα να καταπολεμήσω ήταν ο φόβος μου.
«Τι έχεις δει για τον Κάτω Κόσμο;», συνέχισα να τον ρωτάω. «Τι θα γίνει με την Αλεξάνδρα; Με την κόρη μου.»
Ο Κάρτερ μου έριξε ένα γρήγορα βλέμμα μετά από αυτό. Πρώτη φορά άκουγε το όνομα με το οποίο θα βάφτιζα το παιδί μου. Για να είμαι ειλικρινής ήταν κάτι που μου βγήκε αυθόρμητο, αλλά δεν το μετάνιωσα καθόλου. Δεν θα υπήρχε ωραιότερη ονομασία για την κόρη μου από τα ονόματα των παππούδων της, που την προστάτεψαν από την πρώτη κιόλας στιγμή, αλλά δυστυχώς δεν θα την έβλεπαν ποτέ.
«Το μέλλον έχει γραφτεί και για τις δυο σας. Κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει.»
Η αποφυγή ευθείας απάντησης δεν με ικανοποιούσε. Αντίθετα με ανησυχούσε περισσότερο.
«Τι έχεις δει για εκείνη; Πες μου ό,τι και να είναι.»
Εκείνος δίστασε λίγο, αλλά εγώ επέμεινα. Δεν θα έφευγα από εκεί μέσα αν δεν μάθαινα τι είχε δει για την Αλεξάνδρα.
«Οι γονείς σου», ξεκίνησε «ανήσυχοι για το μέλλον της εγγονής τους μου ζητούσαν αν μπορούσα να προβλέψω κάτι για εκείνη. Προσπάθησα πολύ να την δω, αλλά δεν τα κατάφερα. Η μόνη εικόνα που εμφανίστηκε στα μάτια μου ήσουν εσύ.»
«Και;», ξεροκάταπια «Τι ήταν αυτό που είδες;»
«Αίμα», μου απάντησε «κι εσένα ζωντανή στην αγκαλιά νεκρών.»
«Αυτό δεν είναι όμως κάτι οριστικό», άκουσα τον Ντιμίτρι.
«Όχι», του απάντησε ο Έντουαρντ. «Το παιδί θα γεννηθεί στο βασίλειο του.»
«Στον Κάτω Κόσμο;», απόρησε ο Κάρτερ.
Ο Έντουαρντ ένευσε και κοίταξε ξανά εμένα.
Η απάντηση του με είχε τρομοκρατήσει, και παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν είχε προβλέψει τον θάνατο μου, δεν μπορούσα να μην σκεφτώ τι θα σήμαινε ο τόπος γέννησης της κόρης μου.
«Αυτό σημαίνει ότι ο πατέρας της θα είναι ο Ντέμιεν;»
Εκείνος σταύρωσε τα χέρια του μεταξύ τους και χαμήλωσε για λίγο το βλέμμα του. «Ο πατέρας του παιδιού ζει», απάντησε προς ανακούφιση μου «Και θα ζήσει για πολύ καιρό.»
Μπήκα στον πειρασμό να ρωτήσω την ταυτότητα του πατέρα της, αλλά κάτι μέσα μου φοβόταν την απάντηση. Αν ήταν ο Κάρτερ αυτό θα ορμήνευε μια παράνομη σχέση μεταξύ μας. Αν πάλι δεν ήταν τότε μπορεί και να τον έψαχνα μέσα στην παράνοια μου για να τον κρατήσω ασφαλή από τον Ντέμιεν. Είχα άλλωστε συλλέξει αρκετές μελλοντικές πληροφορίες για σήμερα κι ήδη με είχε πιάσει ένας πονοκέφαλος.
«Σ' ευχαριστούμε πολύ», αποκρίθηκε ο Κάρτερ. «Οι πληροφορίες αυτές μας προσέφεραν τουλάχιστον ψυχική ηρεμία.»
«Χαίρομαι που σας βοήθησα.»
«Μπορώ να ρωτήσω και κάτι άλλο;», πήρα τον λόγο πριν συνεχίσουμε με το ζήτημα της Μέλανη «Ξέρεις πως ο Χάρι Χιλ, ο πρόγονος σου, ήταν προφήτης;»
Το πρόσωπο του σκοτείνιασε στην αναφορά του Χάρι. Ωστόσο, συνέχισε να προσφέρει τις γνώσεις του, διευκολύνοντας την ζωή μας.
«Ο Χάρι είχε πράγματι το χάρισμα, αλλά το εκμεταλλευόταν για την τέχνη του. Για να ακριβολογώ έκανε κατάχρηση. Είμαι σίγουρος πως σκέφτεστε την σάλα του παλατιού σας.»
«Ναι», ένευσε ο Κάρτερ. «Είναι αξιοπερίεργο το πόσο μπροστά μπόρεσε να δει.»
«Καταπόνησε όμως πολύ τον εαυτού του και δυστυχώς πέθανε από μια μυστηριώδη ασθένεια.»
Μία ακόμη περίπτωση νταμπίρ με μαγεία που οδηγήθηκε στο θάνατο εξαιτίας της λάθος αντιμετώπισης της.
«Οι προφήτες οφείλουν να είναι πιο προσεκτικοί με την ικανότητα τους», συνέχισε «γιατί μπορεί να βλάψει το μυαλό περισσότερο από κάθε άλλη.»
«Σχετικά με αυτό», καθάρισα τον λαιμό μου και κοίταξα την Μέλανη. «Θαθέλαμε να σας γνωρίσουμε μία ακόμηπροφήτισσα.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top