18. ΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
«Πρέπει να του μιλήσεις», συνέχισε η Άννα το παραλήρημα της ακολουθώντας με από την τραπεζαρία του σχολείου στο ντουλάπι μου. «Δεν μπορείς να τον αφήσεις να κάνει αυτή την τρέλα. Είναι εξωφρενικό.»
Εγώ σταμάτησα μπροστά στο ντουλάπι μου κι άρχισα να εφοδιάζομαι με το βιβλίο και το τετράδιο σημειώσεων του πρώτου μου μαθήματος. «Δεν το πιστεύω ότι έκανες όλο αυτόν τον δρόμο για να μου πεις κάτι τέτοιο.»
«Κι εγώ δεν πιστεύω ότι πρέπει να σου πω να κάνεις το αυτονόητο», έκρωξε. «Εσύ συμφωνείς με αυτόν τον γάμο;»
Η Άννα πάντως δεν συμφωνούσε. Φυσικά δεν μιλούσε για άλλον από εκείνον του Κάρτερ με την Κέιζα. Χθες δεν με είχε βρει, καθώς ήμουν έξω από την Μόιρα, αλλά σήμερα πρωί – πρωί είχε έρθει στο σχολείο προσπαθώντας να με πείσει να διαλύσω τον αρραβώνα τους.
«Τι σημασία έχει τι πιστεύουμε εμείς;», στηρίχτηκα στον τοίχο. «Αυτοί θέλουν να παντρευτούν και εμάς δεν μας πέφτει κανένας απολύτως λόγος.»
Εκείνη αναστέναξε δυνατά και έκανε ένα βήμα μπροστά. «Δεν την αγαπάει. Την παίρνει από την πληγωμένη του καρδιά. Αν του δείξεις ότι τον θέλεις ακόμα, θα την παρατήσει και θα γυρίσει τρέχοντας σε σένα.»
Αυτό που όλοι είχαν άποψη για τα συναισθήματα μας έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει.
«Άκουσε με, ο Κάρτερ πήρε μια απόφαση και οφείλουμε να την σεβαστούμε. Κατανοώ ότι δεν την συμπαθείς, αλλά αυτή είναι.»
«Τι να συμπαθήσω;», έσμιξε τα φρύδια της. «Είναι ό,τι πιο γλοιώδες έχω δει στην ζωή μου. Φαντάζεσαι σε λίγο καιρό να την αποκαλεί ο κόσμος βασίλισσα; Ανακατεύομαι και μόνο στην ιδέα.»
Εγώ ανακατευόμουν στην ιδέα να κυλιέται στα στρώματα με τον Κάρτερ, στο ίδιο κρεβάτι που είχαμε κοιμηθεί μαζί για πρώτη φορά. Ωστόσο, δεν είχα πάρει σβάρνα τον κόσμο τριβελίζοντας τα αυτιά του.
«Λυπάμαι που σε απογοητεύω, αλλά δεν πρόκειται να πω τίποτα στον Κάρτερ», κούνησα αργά το κεφάλι μου. «Καλά θα κάνεις να το αποδεχτείς γιατί από εδώ και πέρα η Κέιζα θα σε αποκαλεί γιαγιά.»
Η Άννα μόρφασε σε αυτά μου τα λόγια και ήταν αδύνατον να μην γελάσω με αυτή της την αντίδραση.
Η Μέλανη βγαίνοντας από την τραπεζαρία και βλέποντας μας, μας πλησίασε με την απόγνωση φανερή στην έκφραση της.
«Γιαγιά», είπε μισοκλείνοντας τα μάτια της. «Σου είπα να μην ενοχλήσεις την Ορόρα για το γνωστό θέμα.»
«Δεν πειράζει», την καθησύχασα.
«Όχι, πειράζει», αντιτάθηκε η Άννα. «Αυτός ο γάμος δεν πρέπει να γίνει και ο Κάρτερ πρέπει να ταρακουνηθεί για να το καταλάβει.»
«Χθες μας άκουσαν μέχρι την Βρίλυ, και πάλι δεν ταρακουνήθηκε αρκετά», της απάντησε η Μέλανη.
Ήταν κάπως αναμενόμενη η υστερική αντίδραση της Μέλανη στον αρραβώνα του αδερφού της. Τουλάχιστον εκείνη περιορίστηκε στις φωνές και δεν προχώρησε σε δολοφονικές εξάρσεις.
«Εσύ είσαι η αδερφή του», αποκρίθηκε η Άννα. «Εδώ χρειαζόμαστε πιο δραστικά μέτρα», το μάτια της έπεσαν πάνω μου. «Κι αυτά είσαι εσύ. Μια σου φράση είναι αρκετή.»
«Τι λες γι' αυτή: Καλά στέφανα!»
Η Άννα μισόκλεισε τα μάτια της και αγριοκοίταξε την Μέλανη μετά από ένα πνιχτό γέλιο. «Το κρίμα στο λαιμό της.»
Βλέποντας πως δεν υπήρχε τρόπος να μας φέρει στα νερά της απομακρύνθηκε, αλλά κάτι μου έλεγε πως δεν θα τα παρατούσε τόσο εύκολα. Διαφωνούσε κάθετα με αυτό τον αρραβώνα, αλλά ήταν η μόνη που είχε τα κότσια να κάνει τα πάντα για να τον χαλάσει. Αυτό της το τσαγανό το θαύμαζα και μακάρι να είχα το κουράγιο να κάνω κι εγώ το ίδιο. Τα ψέματα του Κάρτερ όμως με είχαν πληγώσει πολύ και το γεγονός ότι παραλίγο να του κάνω κακό δεν με άφηνε να εμπιστευτώ ξανά τον εαυτό μου μαζί του. Έστω αρκετά σύντομα.
«Συγγνώμη γι' αυτό», είπε η Μέλανη και στάθηκε μπροστά μου, μόλις η Άννα χάθηκε από το οπτικό μας πεδίο. «Η γιαγιά μου δεν έχει καμία σχέση με τον εγκρατή χαρακτήρα του παππού μου και της μαμάς μου.»
«Δεν πειράζει», της απάντησα ειλικρινά. «Όσο πιο πολύ ακούω γι' αυτόν τον γάμο, τόσο πιο εύκολα θα τον αποδεχτώ.»
«Είναι απαίσιο», μουρμούρισε. «Ήλπιζα ότι στο τέλος εσύ θα γινόσουν η κυρία Μάρεϊ.»
Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου κι ένιωσα ένα δυσάρεστο σκίρτημα στην καρδιά μου θυμούμενη το δαχτυλίδι που δεν φόρεσα ποτέ. «Τα πράγματα δεν έρχονται πάντα έτσι όπως τα θέλουμε. Και όποιον και να παντρευτώ, δεν θα σταματήσω να είμαι η κυρία Σάντος.»
Η Μέλανη γέλασε και πέρασε το ένα της χέρι γύρω από τον ώμο μου. «Πάμε κυρία Σάντος στο μάθημα, γιατί θα αργήσουμε.»
Οι δυο μας λοιπόν προχωρήσαμε στην τάξη για το πρώτο μάθημα της ημέρας.
Παραδόξως δεν κουβαλούσα το βάρος του προχθεσινού κατορθώματος μου κάθε ώρα και στιγμή. Κατάφερνα να διανύσω μια φυσιολογική μέρα και σε ελάχιστες στιγμές ερχόταν στο μυαλό μου η τραγική Κυριακή. Ωστόσο, είχε γίνει κι αυτή ένα μέρος της ζωής μου και αποδεχόμουν το γεγονός ότι δεν γινόταν να το αποβάλλω.
Την ώρα του μεσημεριανού κάθισα στο συνηθισμένο τραπέζι της παρέας μου και περίμενα τους υπόλοιπους να με συντροφεύσουν. Πρώτος εμφανίστηκε ο Τσέις, ο οποίος ήρθε και κάθισε δίπλα μου με ένα πλατύ χαμόγελο, το οποίο αναδείκνυε την λευκή του οδοντοστοιχία.
«Ξέρεις πόσο όμορφη είσαι και σήμερα;», πετάρισε τις βλεφαρίδες του.
«Τι θέλεις;», τον ρώτησα κατευθείαν χωρίς απαντήσεις στην κολακεία του. Ήταν φανερό πως κάτι ήθελε να μου ζητήσει και δεν προσπάθησε και να το αρνηθεί.
«Θέλω μια πάρα πολύ μεγάλη χάρη.»
Το μέγεθος της με φόβιζε.
«Τι χάρη;», είπα μέσα από τα δόντια μου.
«Να», ξεκίνησε και πήρε το χέρι μου μέσα στα δικά του τρίβοντας τα δάχτυλα μου. Για να με πείσει ήταν ικανός να μου καθαρίσει και τον κοιτώνα. «Η Σειρήνα δεν έχει κάνει ποτέ βόλτα μέσα στο Πόρτλαντ, κι είπαμε να πάμε μαζί σήμερα μετά τα μαθήματα.»
«Την άδεια μου θέλεις;», ανασήκωσα καχύποπτα το ένα μου φρύδι.
«Βασικά θέλω το αυτοκίνητο σου», έσφιξε το χέρι μου μέσα στα δικά του και το έφερε κοντά του. «Σου υπόσχομαι ότι θα είμαι πολύ προσεκτικός και δεν θα τρέχω. Ξέρεις πως όταν θέλω μπορώ να γίνω πολύ υπεύθυνος. Και ορκίζομαι να κάνω ό,τι μου ζητήσεις.» Μιλούσε υπερβολικά γρήγορα για να μην προλάβω να τον διακόψω. Ωστόσο, δεν είχα σκοπό να πω τίποτα ακόμα. «Por favour», σούφρωσε τα χείλη του σαν μωρό παιδί.
«Καλά», απάντησα.
Εκείνος χτύπησε τα χέρια του μεταξύ τους κι άρχισε να με πνίγει στα φιλιά ευχαριστώντας με.
«Υπό έναν όρο», τον έσπρωξα μακριά μου γιατί με είχε σαλιώσει.
«Ό,τι θέλεις.»
«Θα γυρίσετε μία ώρα πριν την δύση του ήλιου. Κι αν δω μισή γραντζουνιά θα σου χαρακώσω τις κόρες των ματιών», έγειρα το πιγούνι μου μπροστά. «Σύμφωνοι;»
«Με τόσο εγκάρδια προσφορά, πώς μπορώ να πω όχι», χαχάνισε κι έτρεξε να ανακοινώσει στην Σειρήνα τα ευχάριστα νέα.
Εγώ συνέχισα το γεύμα μου και σύντομα το τραπέζι γέμισε με την Μέλανη, την Μόνι και τον Σκοτ. Απολάμβαναν κι εκείνοι το μεσημεριανό τους μαζί μου, συζητώντας και γελώντας και αφήνοντας απέξω αυτή την στιγμή έγνοιες κι υποχρεώσεις.
Κάποια στιγμή ανακοινώθηκαν από το γραφείο των καθηγητών οι υποψήφιοι βασιλιάδες και βασίλισσες του χορού. Στην πρώτη κατηγορία ακούστηκε και το όνομα του Τσέις και στην δεύτερη της Μόνι. Σε αντίθεση όμως με την Μόνι, ο Τσέις είχε υποβάλλει μόνος του υποψηφιότητα. Ακούγοντας το όνομα της έστρεψε τα γουρλωμένα της μάτια πάνω μου και ένιωσα να παγώνω από το βλέμμα της.
«Ορόρα», γρύλισε. «Τι έκανες;»
Εγώ αναφώνησα προσποιούμενη την θιγμένη. «Κάθονται κι άλλοι σε αυτό το τραπέζι», έσμιξα τα φρύδια μου.
«Εμείς δεν κάναμε τίποτα», είπε ο Σκοτ σηκώνοντας τα χέρια του.
Η Μόνι συνέχισε να με κοιτάει μισοκλείνοντας τα μάτια της.
«Εντάξει.» Ενέδωσα αρκετά γρήγορα, γιατί παρά τα όσα είχαν γίνει εξακολουθούσα να μην μπορώ να πω ψέματα. Ή καλύτερα να κρύψω κάτι όταν ο άλλος με κοιτούσε με ένα ανακριτικό ύφος. «Εγώ το έκανα. Αλλά δεν ήθελα να χάσεις το όνειρο σου. Ξέρω ότι έχεις ξενερώσει με όλα όσα έχουν συμβεί. Όμως πιστεύω πως η επιθυμία σου να γίνεις βασίλισσα του χορού πρέπει να πραγματοποιηθεί, γιατί αξίζεις να ζήσεις το παραμύθι σου και με το παραπάνω.»
Τα λόγια μου έδειχναν να την μαλακώνουν και τελικά ξεφύσησε.
«Είσαι τυχερή που το έχεις με την ομιλία», αποκρίθηκε σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος της.
Εγώ της χαμογέλασα και ανακάτεψα την σαλάτα μου. «Αλλά για να μην τα ακούω μόνο εγώ, ήταν κι η Οκτόμπερ στο κόλπο.»
«Αλίμονο», ψέλλισε η Μόνι.
«Τώρα δηλαδή θα έχουμε δύο βασίλισσες στην παρέα μας;», ο Σκοτ πέρασε το χέρι του γύρω από την Μόνι και της χαμογέλασε γλυκά.
Εκείνη του ανταπέδωσε και δεν μπορούσα να μην χαρώ μπροστά σε αυτή την τρυφερή εικόνα.
«Θα χρειαστεί να δουλεύεις διπλοβάρδιες για να τις προσέχεις όλες», τον πείραξε η Μέλανη.
«Θα τα καταφέρω», την διαβεβαίωσε εκείνος.
Μετά το μεσημεριανό συνεχίσαμε τα μαθήματα και όταν σχολάσαμε κατευθυνθήκαμε οι πέντε μας μαζί με την Σειρήνα στο παλάτι, για να πάρει μαζί με τον Τσέις το αυτοκίνητο μου. Αφού του έδωσα τα κλειδιά σωριάστηκα προσεκτικά πάνω του και εισέπνευσα βαθιά.
«Θα μου λείψεις», κλαψούρισα χαϊδεύοντας την οροφή.
Οι φίλοι μου γελούσαν με αυτό το θέαμα, αλλά εγώ δεν αστειευόμουν καθόλου. Ο Τσέις πράγματι μπορούσε να γίνει πολύ υπεύθυνος όταν το ήθελε. Το πρόβλημα ήταν πως δεν το ήθελε συχνά.
«Σταμάτα τις υπερβολές», μου υπέδειξε εκείνος. «Δεν πρόκειται να πάθει τίποτα το μωρό σου.»
«Θα τον προσέχω εγώ», με επιβεβαίωσε η Σειρήνα. «Και σ' ευχαριστούμε πολύ που μας δανείζεις το αυτοκίνητο σου.»
«Δεν κάνει τίποτα», της απάντησα.
«Γιατί δεν έρχεστε κι εσείς μαζί μας;», πρότεινε ο Τσέις στην Μόνι και στον Σκοτ. «Μπορούμε να βγούμε διπλό ραντεβού.»
Η Μόνι και ο Σκοτ κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και φάνηκαν να το σκέφτονται.
«Εσύ τι λες;», την ρώτησε ο Σκοτ.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν είναι κακή ιδέα.»
Η Σειρήνα χαμογέλασε και έπειτα στράφηκε σε μένα και την Μέλανη. «Μπορείτε να έρθετε κι εσείς.»
«Μπα», είπε η Μέλανη και πέρασε το χέρι της γύρω από την μέση μου. «Εμείς θέλουμε να χαρούμε μόνες μας το ραντεβού μας.»
Ο Τσέις ανασήκωσε μια φορά τα φρύδια του και με κοίταξε όλο νόημα. «Έναν Μάρεϊ τον έχεις πάντα ανάμεσα στα πόδια σου.»
«Αντίο Τσέις», του άνοιξα την πόρτα του οδηγού, για να φύγει και να σταματήσει τέτοιου είδους σχόλια.
«Στο καλό», η Μέλανη τους αποχαιρετούσε καθώς εκείνοι απομακρύνονταν από το παλάτι. «Λοιπόν», ξεκίνησε βάζοντας τα χέρια της στην μέση της. «Θέλεις να επιστρέψουμε στο σχολείο ή να μείνουμε στο παλάτι και να εξασκηθείς στην μαγεία σου;»
«Χμμ», σκέφτηκα για λίγο. «Εδώ μπορεί να έχουμε ατυχείς συναντήσεις με την μέλλουσα κυρία Μάρεϊ.»
«Μπορούμε να πάμε στα βασιλικά διαμερίσματα», με σκούντηξε με τον αγκώνα της. «Σίγουρα θα έχεις την περιέργεια να τα δεις.»
Η αλήθεια ήταν πως όσο ζούσα στην Μόιρα δεν τα είχα επισκεφτεί ποτέ. Δεν βιαζόμουν να βρεθώ σε αυτά. Κάποια στιγμή θα γινόταν και αυτό άλλωστε. Η πρόταση της Μέλανη μου διέγειρε την περιέργεια, οπότε και δεν μπορούσα να αρνηθώ.
Αρκετά ενθουσιασμένη με την απάντηση μου μπήκαμε μέσα στο παλάτι και ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο, όπου ήταν τα βασιλικά διαμερίσματα. Ήταν πολύ μεγάλα και δεν στέγαζαν μόνο κρεβατοκάμαρες γι' αυτό και βρίσκονταν σε διαφορετικό όροφο από τα υπόλοιπα δωμάτια. Ανεβαίνοντας τις σκάλες βρεθήκαμε σε ένα μεγάλο χωλ με έξι διακλαδώσεις. Εμείς προχωρήσαμε ευθεία, καθώς αυτόν τον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσουμε. Πριν τις δυο μεγάλες κρεβατοκάμαρες υπήρχαν τρία καθιστικά, δυο μπάνια, ένα λουτρό και τρία άδεια παιδικά δωμάτια. Η Μέλανη χαμογέλασε νοσταλγικά, καθώς κάποτε εδώ ήταν ο δικός της χώρος. Περπατώντας πιο μέσα σταθήκαμε σε ένα μικρό διάδρομο στις άκρες των οποίων ήταν τα δύο υπνοδωμάτια. Το ένα επρόκειτο να γίνει το δικό μου και το άλλο του Κάρτερ. Ανατρίχιασα στην ιδέα να τον έχω τόσο κοντά μου τα βράδια και να βρίσκεται στην αγκαλιά της Κέιζα. Μπορώ να πω ότι αηδίασα κιόλας. Το ξεπέρασα γρήγορα όμως, καθώς η Μέλανη άνοιξε την δίφυλλη πόρτα της κρεβατοκάμαρας μου και προχωρήσαμε μέσα σε αυτή. Ήταν ίσως τριπλή από το τωρινό μου δωμάτιο στο παλάτι. Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι, καθώς ήταν από τα λίγα δωμάτια που παρέμειναν στην μεσαιωνική τους αρχιτεκτονική. Τα παράθυρα ήταν λεπτά ορθογώνια και πορφυρές, αραχνοΰφαντες κουρτίνες έπεφταν μπροστά τους. Στην μέση δέσποζε ένα υπέρδιπλο κρεβάτι με ουρανό και επίσης πορφυρά σεντόνια. Απέναντι ακριβώς κολλημένη στον τοίχο ήταν μια βιβλιοθήκη και παραδίπλα ένα σκαλισμένο τραπέζι σε στυλ γραφείου. Πιο μπροστά είχε τοποθετηθεί μια τουαλέτα για τις ανάγκες καλλωπισμού, ενώ η ντουλάπα για τα ενδύματα ήταν σαν μια μικρή αποθήκη πίσω από το κρεβάτι.
Ήταν λες και βγήκε από παραμύθι. Το χάζευα σχεδόν με ανοιχτό το στόμα θαυμάζοντας την αρχιτεκτονική και την διακόσμηση του. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως αυτό θα ήταν δικό μου και θα ξυπνούσα κάθε πρωί μέσα σε αυτόν τον χώρο.
«Δεν είναι υπέροχο;», αποκρίθηκε η Μέλανη περιεργαζόμενη το προσεχώς δωμάτιο μου.
«Είναι πανέμορφο», συμπλήρωσα και πλησίασα το κρεβάτι. «Είναι κρίμα που δεν το είχα δει τόσο καιρό», έσπρωξα στην άκρη την κουρτίνα για να το επεξεργαστώ καλύτερα.
«Τώρα θα έχεις μια ολόκληρη ζωή να το χορτάσεις», άκουσα την Μέλανη να λέει. «Κι έχεις κι άπλετο χώρο για τα βιβλία με μαγεία, που είμαι σίγουρη ότι θα θέλεις να ανεβάσεις από την βιβλιοθήκη.»
Εγώ γύρισα να την κοιτάξω για λίγο και την είδα να χαζεύει τα ξύλινα ράφια, άδεια κι έτοιμα να υποδεχτούν βιβλία.
«Μπορούμε να βρούμε και σχετικά έγγραφα για προφητείες.»
Εκείνη σχεδόν τινάχτηκε σε αυτά μου τα λόγια. «Ήλπιζα ότι θα το είχες ξεχάσει.»
«Φυσικά και όχι», κούνησα το κεφάλι μου και πήγα ξανά κοντά της. «Δεν έχουμε τελειώσει με αυτό το ζήτημα.»
«Εγώ έχω τελειώσει», έκανε ένα νεύμα το χέρι της. «Δεν θέλω να μάθω. Εσύ γιατί επιμένεις;»
«Γιατί εγώ θέλω να μάθω», της απάντησα το προφανές. «Γιατί είμαι σίγουρη ότι είσαι προφήτισσα», συνέχισα. «Κι απλώς θέλω την επιβεβαίωση γιατί είμαι υποχόνδρια.»
«Και πολύ επίμονη», μουρμούρισε.
Γέλασα ελαφρά και τύλιξα τα χέρια μου γύρω της. «Έλα τώρα. Κι εσύ θέλεις κατά βάθος την επιβεβαίωση. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Έχεις εμένα.»
«Καλά», είπε από μέσα της. «Μου υπόσχεσαι όμως πως δεν θα με βάζεις να δω οράματα με το ζόρι;»
«Φυσικά», ένευσα. «Εσύ με σεβάστηκες με το θέμα της Λίμπο. Εγώ γιατί να μην κάνω το ίδιο;»
«Αλήθεια», γύρισε έτσι ώστε να είμαστε αντικριστά «τι γίνεται με αυτό το θέμα; Δεν σε βλέπω να φοράς το φυλαχτό, αλλά δεν μου έχεις πει και τίποτα για φαντάσματα.»
«Τι να σου πω», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Από εκείνη την φορά που έσπασαν τα τζάμια του αυτοκίνητου του Κάρτερ δεν έχει εμφανιστεί κανένα», συλλογίστηκα για λίγο. «Είναι πολύ περίεργο. Τις δυο τελευταίες φορές που είδα αυτό το παιδί έλεγε να μην τους αφήσω. Ήξεραν ότι θα χανόμουν από την Λίμπο.»
«Πρέπει να είναι η μαγεία σου», αποκρίθηκε εκείνη. «Η μαγεία είναι ζωή, και μάλιστα εσύ παραέχεις ζωή δεδομένου ότι έχεις όλων των Σάντος την μαγεία. Η Λίμπο είναι η χώρα των νεκρών, οπότε δεν γίνεται να συνεχίσεις να έχεις σχέση μαζί της.»
«Ναι, αλλά κι ο Κάτω Κόσμος είναι η χώρα των νεκρών», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου. «Εκεί όμως μπορώ να πάω με την μαγεία μου.»
«Αυτό είναι διαφορετικό», είπε. «Εκεί είσαι η βασίλισσα. Στην Λίμπο είσαι απλά», ανασήκωσε τον ένα της ώμο «μια άγκυρα σε αυτόν τον κόσμο.»
«Άρα τελείωσα με αυτή; Δεν υπάρχει η Λίμπο πια για μένα;»
«Έτσι πιστεύω», κατένευσε.
«Για να είμαι ειλικρινής», έτριψα δυνατά τον σβέρκο μου «Από την μία χαίρομαι, γιατί δεν ήταν και το πιο ευχάριστο πράγμα να νιώθω τόσο πόνο. Ο δικός μου είναι υπέρ αρκετός. Από την άλλη όμως», έκανα μια παύση. «Ένιωσα πολύ ωραία όταν βοήθησα την Κέστρα να βρει γαλήνη. Θα ήθελα να έχω ακόμα την δυνατότητα να το ξανακάνω. Ειδικά με το παιδί που έβλεπα.»
«Σε καταλαβαίνω», αποκρίθηκε. «Αλλά η περίπτωση της Κέστρα δεν σε κάνει την Μελίντα Γκόρντον του Πόρτλαντ. Καλύτερα που ξεμπέρδεψες με αυτό το μέρος. Οι νεκρές, βασανισμένες ψυχές μπορούν να γίνουν πιο επικίνδυνες από τις ζωντανές.»
Για αυτό είχα τις αμφιβολίες μου. Εμένα δεν είχε δοκιμάσει να με σκοτώσει κάποιος από την Λίμπο. Το μόνο που μου ζητούσαν ήταν να μην χαθώ από κοντά τους. Εγώ όμως είχα βρεθεί πολύ κοντά στο να αφαιρέσω την ζωή του Κάρτερ. Μια ζωντανή, βασανισμένη ψυχή ήταν λοιπόν πιο επικίνδυνη από μια νεκρή.
«Τι λες να εξερευνήσουμε το δωμάτιο;», πρότεινε τραβώντας με από τις σκέψεις μου.
«Είναι άδειο», της απάντησα γελώντας πνιχτά.
«Είναι άδειο πάνω από δεκαετίες», μου υπενθύμισε. «Ο παππούς σου και ο πατέρας σου δεν το χρησιμοποίησαν ποτέ και οι γονείς μου έμεναν στην δίπλα. Σίγουρα κάτι θα έχει μείνει από τους προηγούμενους.»
«Ίσως έχεις δίκιο», κοίταξα τριγύρω μου και τα μάτια μου σταμάτησαν στην ντουλάπα μου. «Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από εκεί.»
Η Μέλανη μειδίασε στην πρόταση μου. «Εσύ άλλωστε είσαι εξοικειωμένη με τις ντουλάπες», με ειρωνεύτηκε πετώντας σπόντα για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και για την νύχτα εκείνη που είχα κλειδωθεί με την Μόνι στην ντουλάπα του Σον.
«Απαξιώ», κούνησα το κεφάλι μου και προχώρησα με εκείνη να με ακολουθεί γελώντας.
Ανοίξαμε προσεκτικά το ένα φύλλο και χρησιμοποιώντας τον φακό του κινητού της προχωρήσαμε προς τα μέσα. Στις άκρες υπήρχαν κρεμάστρες, συρτάρια και ράφια. Όλα ήταν σαφώς άδεια, αλλά δεν παύαμε να τα περιεργαζόμαστε.
«Λες να χωρέσουν τα πράγματα σου εδώ μέσα;», απόρησε η Μέλανη.
«Αν δεν αγοράσω άλλα», της απάντησα.
Εκείνη ένευσε μια φορά. «Δεν θα χωρέσουν.»
Παρέβλεψα κι αυτό το σχόλιο της και συνέχισα προς τα ενδότερα.
Φτάσαμε μέχρι το τέρμα, αλλά δεν είχαμε βρει τίποτα. Μονάχα σκόνη. Η Μέλανη έμοιαζε ελαφρώς απογοητευμένη. Πιθανώς να περίμενε να βρούμε κάποιο βρώμικο μυστικό των προγόνων μας. Εγώ πάλι δεν είχα τις ίδιες προσδοκίες.
«Το βλέπεις αυτό;», έριξε τον φακό σε μια γωνία και μου φάνηκε ότι είδα ένα τσαλακωμένο χαρτί.
Η Μέλανη το πλησίασε και έσκυψε να το πάρει στα χέρια της. «Λες να είναι κανένα ερωτικό γράμμα;», χαμογέλασε πονηρά.
«Εύχομαι όχι», μουρμούρισα.
Το άνοιξε γρήγορα με παντελής έλλειψη υπομονής. Εγώ ήμουν σχετικά μακριά της και δεν μπορούσα να δω τι έλεγε. Εκείνη το διάβαζε γρήγορα κι ένα συνοφρύωμα άρχιζε να δεσπόζει στο κούτελό της.
«Ερωτικό γράμμα των γονιών σου;», την πείραξα βλέποντας την να δυσανασχετεί.
Ανασήκωσε το βλέμμα της και τα όχι και τόσο ευχαριστημένα σμαραγδί της μάτια συνάντησαν στα δικά μου.
«Μέλανη, τι είναι;», ρώτησα και την πλησίασα.
Έριξα μια ματιά στο χαρτί μπροστά της, το οποίο πέρα από πολύ παλιό ήταν γραμμένο στην αρχαία γλώσσα, οπότε δεν μπορούσα να το διαβάσω.
«Πόσο παλιό είναι;», εξωτερίκευσα την σκέψη μου.
«Αυτό είναι ένα ξόρκι», κατάφερε να πει. «Πιθανόν από το Απαγορευμένο Βιβλίο.»
«Τι πράγμα;», έσμιξα τα φρύδια μου. «Τι ξόρκι;»
Εκείνη προτίμησε αντί να μου το εξηγήσει, να το μεταφράσει για να βγάλω μόνη μου τα συμπεράσματά μου. Ίσως να μην ήταν απόλυτα σίγουρη για την θεωρία της και να αποζητούσε διάψευση. Βγήκαμε λοιπόν έξω που ήταν πιο φωτεινά και καθίσαμε στο έδαφος όσο η Μέλανη μετέφραζε δυνατά το ξόρκι.
«Δύναμη του νερού», ξεκίνησε «Δύναμη της φωτιάς. Δύναμη του αέρα και δύναμη της γης. Γίνετε ένα, ενωθείτε ευθύς. Το πέπλο μπροστά μου ρίξτε, κάντε την άλλη μεριά να φανεί. Τον δρόμο σε μένα δείξτε στην εκλιπούσα ψυχή.»
Πέρασα τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά μου, καθώς επεξεργαζόμουν αυτά τα λόγια. Το ξόρκι ήταν μικρό σε σχέση με άλλα. Όλα τους όμως είχαν εμφανή την χρήση τους και τον σκοπό τους. Δεν χρειαζόταν να το σκέφτομαι περισσότερο. Κατάλαβα από την αρχή περί τίνος επρόκειτο, όπως και η Μέλανη.
«Αυτό είναι κάλεσμα νεκρού», αποκρίθηκα χαμηλόφωνα φοβούμενη μήπως μετά από την ανάγνωση της Μέλανη και την δική μου επιβεβαίωση έβλεπα κάποιον μπροστά μου.
«Τέτοιο ξόρκι είναι πολύ δυνατό», άφησε το χέρι της να πέσει πάνω στα πόδια της. «Ποιο δυνατόν κι από αυτό με το οποίο ο Κάρτερ σε έφερε πίσω στην ζωή. Δεν μπορείς εύκολα να ρίξεις το πέπλο μεταξύ αυτού του κόσμου και του άλλου.»
«Γι' αυτό πιστεύεις ότι είναι από το Απαγορευμένο Βιβλίο;», την ρώτησα.
«Ναι», κατένευσε. «Το θέμα είναι πως όταν το ξεφύλλιζα δεν είχα παρατηρήσει να λείπει κάποια σελίδα. Αν υπήρχε κάποιο σκίσιμο σίγουρα θα μας έκανε εντύπωση.»
«Ίσως να κόπηκε πολύ προσεκτικά. Ή να αντιγράφηκε.»
«Ίσως», μουρμούρισε. «Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουμε.»
Να βρούμε το Απαγορευμένο Βιβλίο! Εκεί μέσα θα παίρναμε μια αρχική απάντηση για το αν πάρθηκε από εκεί μέσα. Τώρα για το ποιος το χρησιμοποίησε και με ποιον επικοινώνησε και για ποιον λόγο, περνούσε προσωρινά σε δεύτερη μοίρα.
Το Απαγορευμένο Βιβλίο βρισκόταν υπό την επίβλεψη του Αλφόνσο. Το είχε πάρει από μένα, καθώς ανησυχούσε ότι θα έκανα κάποιο ξόρκι από εκεί μέσα. Δεν χάσαμε χρόνο με την Μέλανη και τρέξαμε στο δωμάτιο του, αλλά δεν ήταν μέσα. Κατεβήκαμε στο ισόγειο φωνάζοντας τον και κοιτάζοντας όπου βλέπαμε μέσα στην αναταραχή μας ανοιχτή πόρτα.
«Τι πάθατε;», τον ακούσαμε να μας λέει πλησιάζοντας μας μαζί με τον Κάρτερ. «Γιατί φωνάζετε λες και πήραμε φωτιά;»
«Έχεις ακόμα το Απαγορευμένο Βιβλίο;», τον ρώτησα λαχανιασμένη από το τρέξιμο.
«Ναι», μου απάντησε κοιτάζοντας μας παραξενεμένος.
«Πρέπει να μας το δώσεις», είπε η Μέλανη. «Είναι μεγάλη ανάγκη να το δούμε.»
«Εντάξει», αποκρίθηκε εκείνος αρκετά αβέβαιος.
«Τι συμβαίνει», μας σταμάτησε ο Κάρτερ προτού ανέβουμε στο δωμάτιο του Αλφόνσο. «Για ποιο λόγο θέλετε το Απαγορευμένο Βιβλίο;»
«Έλα και θα σου πούμε», η Μέλανη τον έπιασε από το χέρι και σχεδόν τον τράβηξε μαζί μας.
Καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες τους εξήγησε εν τάχη τι είχαμε βρει κι ο Κάρτερ επεξεργάστηκε και μόνος του το ξόρκι όσο ο Αλφόνσο μας έφερνε το Απαγορευμένο Βιβλίο. Η Μέλανη κι εγώ το αρπάξαμε κυριολεκτικά από τα χέρια του και ψάχναμε προσεκτικά κάθε σελίδα για να βρούμε ή σημάδι σκισίματος ή το ξόρκι. Ευτυχώς μας βοήθησαν κι ο Αλφόνσο με τον Κάρτερ και μοιράστηκε η δουλειά στα τέσσερα. Παρά την γρηγορότερη έρευνα όμως, το αποτέλεσμα ήταν απογοήτευση. Όχι μόνο δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι είχε σκιστεί κάποια σελίδα, αλλά πουθενά δεν υπήρχε το συγκεκριμένο ξόρκι. Ούτε καν κάτι παρεμφερές που να έχει τον ίδιο σκοπό.
«Δεν το πιστεύω», αναστέναξε η Μέλανη. «Ήμουν τόσο σίγουρη ότι ήταν από εδώ μέσα.»
«Δεν είναι το μόνο βιβλίο με χθόνια ξόρκια», της απάντησε ο Κάρτερ προσπαθώντας να την ενθαρρύνει.
«Όχι, αλλά είναι το μεγαλύτερο.» Εκείνη άρχισε να το κοιτάζει ξανά μόνη της φέρνοντας το καμιά φορά πολύ κοντά στα μάτια της.
«Έχει μεγάλη σημασία αν το ξόρκι προήλθε από το Απαγορευμένο Βιβλίο;», απόρησε ο Αλφόνσο. «Από όπου και να είναι και για όποιον σκοπό και να χρησιμοποιήθηκε, το πρόβλημα ήταν των υπεύθυνων.»
«Μπορεί να έχει σχέση με τον Κάτω Κόσμο», του απάντησα.
«Δεν έχουν τα πάντα σχέση με τον Κάτω Κόσμο», αποκρίθηκε ο Κάρτερ.
«Ακόμα και να μην έχει μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε κι εμείς», είπε η Μέλανη συνεχίζοντας να το ψαχουλεύει. «Αρκεί να σιγουρευτούμε ότι είναι από αυτό το βιβλίο, για εγγύηση.»
«Το ίδιο βιβλίο χρησιμοποίησε κι η Μόιρα για να φτιάξει τον Κάτω Κόσμο», συμπλήρωσα.
«Από πού το συμπέρανες τώρα αυτό;», ο Κάρτερ σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του.
«Για ποιον άλλο λόγο το διάβαζε;», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Το είδες κι εσύ στο ημερολόγιο του Έιναρντ πως το είχε στα χέρια της.»
«Αυτό δεν αποδεικνύει κάτι», απάντησε ο Αλφόνσο.
«Κι ούτε υπάρχει κάτι τόσο δυνατό εδώ μέσα», ο Κάρτερ υπέδειξε το βιβλίο «για να δημιουργηθεί ένα ολόκληρο βασίλειο νεκρών.»
Η Μέλανη ξεφύσησε απηυδισμένη κι έκανε ένα διάλειμμα από το ψάξιμο.
«Εγώ προτείνω να χαλαρώσετε», είπε ο Αλφόνσο. «Ένα κομμάτι χαρτί σας κατέβαλε με την πρώτη ανάγνωση. Ο Κάρτερ έχει δίκιο. Δεν περιστρέφονται όλα γύρω από τον Κάτω Κόσμο. Έχετε ήδη ασχοληθεί αρκετά με αυτό και θα έχετε και περισσότερο χρόνο σε έναν μήνα. Προς το παρόν επικεντρωθείτε σε εφηβικά πράγματα όπως τον χορό, τις εξετάσεις, με τι παπούτσι θα συνδυάσετε την τήβεννο. Τέτοια.»
Εγώ κοιτάχτηκα με την Μέλανη, κάπως σκεπτικές. Ο Αλφόνσο είχε ένα δίκιο, αλλά από την άλλη δεν μπορούσα να παραβλέψω ένα τέτοιο εύρημα. Πράγματι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς το ξόρκι και να έρθουμε σε επαφή με κάποιον νεκρό για να μας διαφωτίσει σε πολλά θέματα, όπως την σχέση μου με τον Ντέμιεν. Γι' αυτό βέβαια είχα σκεφτεί μια θεωρία, αλλά αδυνατούσα ακόμα να την εξωτερικεύσω.
«Μα είμαι απόλυτα σίγουρη ότι προέρχεται από εδώ», αντέδρασε η Μέλανη σπρώχνοντας το Απαγορευμένο Βιβλίο και σχεδόν πετώντας το. «Το ένστικτο μου δεν μπορεί να με παραπλάνησε τόσο.»
Το ένστικτο της Μέλανη έβγαινε πάντα αληθινό. Τι θα το εμπόδιζε να βγει και τώρα;
«Ναι, αλλά όπως βλέπεις δεν λείπει καμιά σελίδα», της είπε ο Κάρτερ. «Και μην σας μπαίνουν ιδέες για τέτοια ξόρκια», τσαλάκωσε το χαρτί που είχαμε βρει στα βασιλικά διαμερίσματα και το έκρυψε στην τσέπη του. «Αυτά τα πράγματα είναι επικίνδυνα.»
«Τότε να κάνουμε ένα ήδη δοκιμασμένο», πρότεινα.
Ο Αλφόνσο αναστέναξε ενώ ο Κάρτερ πίεσε τα χείλη του μεταξύ τους κι έγειρε μπροστά για να με βλέπει καλύτερα.
«Αυτό που έχεις στο μυαλό σου να το βγάλεις. Ξόρκια από το Απαγορευμένο Βιβλίο δεν θα κάνει ποτέ κανείς, όσο ζω εγώ.»
«Κι εγώ», συμπλήρωσε ο Αλφόνσο.
«Ανατρίχιασα τώρα», τους ειρωνεύτηκε η Μέλανη.
«Παιδιά ελάτε τώρα», γκρίνιαξα. «Αυτή η ανακάλυψη ήταν ένα ερέθισμα για πολλά πράγματα. Αν γυρίσουμε ξανά στο παρελθόν μπορούμε να δώσουμε απαντήσεις σχεδόν σε όλα μας τα ερωτήματα. Κι απορώ γιατί δεν το είχαμε σκεφτεί νωρίτερα.»
«Μάλλον, γιατί πρόκειται για ξόρκι του Απαγορευμένου Βιβλίου», μου απάντησε ο Αλφόνσο. «Ξέρεις δεν το ονόμασαν Απαγορευμένο γιατί είχε στερέψει η φαντασία τους. Κάτι ήθελαν να υπογραμμίσουν με αυτό το επίθετο.»
«Υπάρχουν άλλωστε δισεκατομμύρια ιστορίες για το πόσο κακό έχει προξενήσει», είπε ο Κάρτερ. «Πολλές είμαι σίγουρος ότι τις έχεις ακούσει από την γιαγιά σου.»
Η γιαγιά μου η Εύα ήταν πράγματι πολύ κατά της μαγείας. Και παρ' όλο που γνώριζε για την δική μου μου είχε διηγηθεί πολλά παραδείγματα δυσάρεστων εξελίξεων από την λανθασμένη χρήση της μαγείας. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να ήθελε να με διδάξει την εγκράτεια, ακριβώς γιατί είχα τόση δύναμη μέσα μου.
«Όλα αυτά δεν είναι μύθοι ή μεγάλες μεταφορές, αλλά πραγματικά γεγονότα», συνέχισε.
«Αλληγορίες», μουρμούρισα. «Μια μεγάλη μεταφορά λέγεται αλληγορία.»
«Δεν με νοιάζει», έκρωξε. «Το νόημα μου το κατάλαβες;»
«Το κατάλαβα, αλλά...»
«Δεν έχει αλλά», με διέκοψε κι άνοιξε το Απαγορευμένο Βιβλίο ξεφυλλίζοντας το γρήγορα, σχεδόν μανιασμένα. «Και για να είμαι σίγουρος ότι δεν θα μπείτε στον πειρασμό, θα τον απομακρύνω», σταμάτησε σχεδόν στην μέση εκεί όπου βρισκόταν το ξόρκι με τον οποίο κανείς μπορούσε να γυρίσει στο χρόνο.
Έπιασε την σελίδα και την έσκισε γρήγορα παρά την αντίδραση την δική μου και της Μέλανη. Οι φωνές μας όμως ξεθώριασαν γρήγορα ενώ τα βλέμματα όλων μας πάγωσαν πάνω στο βιβλίο. Μόλις σκίστηκε η σελίδα το σημείο εκείνο φώτισε μια πορτοκαλί λάμψη και κάθε σημάδι αφαίρεσης της εξαφανίστηκε ως δια μαγείας.
«Μόλις αυτοεπουλώθηκε;», ψέλλισε η Μέλανη.
Ένα ρίγος ενόχλησης διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου και για μια στιγμή το μυαλό μου θόλωσε. Το αναθεματισμένο είχε την ικανότητα να γιατρεύεται όταν κάποιος του έσκιζε μια σελίδα κι έτσι δεν φαινόταν ότι κάτι έλειπε.
«Θα σε κάψω», φώναξα μέσα από τα δόντια μου αρπάζοντας το και ταρακουνώντας το.
«Ψυχραιμία», ο Αλφόνσο το πήρε από τα χέρια μου και με κάθισε ξανά στην θέση μου. «Ο πανικός δεν είναι καλός φίλος.»
«Φίλε δεν μπορώ να πιστέψω ότι το λέω αυτό», μουρμούρισε ο Κάρτερ «αλλά αυτό είναι το πιο επικό βιβλίο που έχω δει.»
Του έριξα ένα πλάγιο απειλητικό βλέμμα και απολογήθηκε αμέσως.
«Παιδιά ξέρετε τι σημαίνει αυτό;», ρώτησε η Μέλανη. «Πως το ξόρκι που βρήκαμε πράγματι ανήκει εδώ.»
«Γι' αυτό δεν είμαστε εκατό τοις εκατό σίγουροι», της απάντησε ο Αλφόνσο.
«Είμαστε όμως σίγουροι για το γεγονός ότι λείπουν ξόρκια από εδώ μέσα», αποκρίθηκα «όπως εκείνο που δημιούργησε τον Κάτω Κόσμο.»
Ο Κάρτερ ξεφύσησε και έπεσε πίσω στην καρέκλα του. «Γιατί πρέπει να βρισκόταν απαραίτητα εδώ μέσα;»
«Γιατί είναι το πιο περιβόητο βιβλίο σκιών (βιβλίο με ξόρκια)», σηκώθηκα και στάθηκα μπροστά τους για να τους βλέπω όλους. «Γιατί η Μόιρα το είχε στα χέρια της, καθώς θρηνούσε για τον χαμό κάποιου. Γιατί ο Χουάν είχε δίκιο. Ήρθε εδώ με σκοπό να φτιάξει τον Κάτω Κόσμο. Δεν ξέρω αν ίσχυε το ίδιο και για τους άλλους, αλλά για εκείνη είμαι σίγουρη.»
«Ακούς αυτά που λες;», ρώτησε ήρεμα ο Αλφόνσο όταν έκανα μια παύση για να ανασάνω. «Δε βγάζουν κανένα νόημα.»
«Το ξέρω, το ξέρω», έσπρωξα πίσω τα μαλλιά μου και εισέπνευσα για να κερδίσω την ψυχραιμία μου. «Ας το πάρουμε από την αρχή», σταύρωσα τα χέρια μου μεταξύ τους. «Η Μόιρα προτού φύγουν από την Βρίλυ έζησε έναν χαμό. Αυτός δεν αναφέρεται πουθενά στα ιστορικά βιβλία, ούτε στις προφορικές παραδόσεις. Τον γνωρίζουμε μόνο χάρις το ημερολόγιο του Έιναρντ, του άντρα της, του πιο στενού της νταμπίρ.»
«Καλά ως εδώ», ένευσε ο Κάρτερ.
«Ποιος θα μπορούσε να έχει πεθάνει», συνέχισα «και να το ξέρουν μόνο αυτοί οι δύο; Και να τους στοιχίσει επίσης τόσο πολύ ο χαμός του;»
Οι τρεις τους το σκέφτηκαν λίγο. Βέβαια η ερώτηση ήταν ρητορική και δεν περίμενα πράγματι να μου πουν την γνώμη τους.
«Ποιος άλλος από το ίδιο τους το παιδί», απάντησα μόνη μου στο ερώτημα μου.
Τρία ζευγάρια μάτια γούρλωσαν έκπληκτα μπροστά μου και μόνο εξαιτίας της νευρικότητας μου κρατήθηκα να μην γελάσω.
«Δεν μπορεί», μουρμούρισε ο Κάρτερ. «Αν είχαν κι άλλο παιδί θα το ξέραμε.»
«Θα το ξέραμε;», ανασήκωσα τα φρύδια μου. «Αν δεν είχε γεννηθεί, δεν θα το γνωρίζαμε, όπως ακριβώς και με τον αδερφό μου.»
«Άρα λες ότι η Μόιρα είχε μια αποβολή;», μίλησε κι η Μέλανη μετά από αρκετές στιγμές σιωπής.
«Ή μια θνησιγέννηση», της απάντησα. «Μπορεί να κουβαλούσε δίδυμα και το ένα να μην έζησε. Συνέβαινε συχνά αυτό. Επίσης δεν υπήρχαν υπερηχογραφήματα για να ξέρουν από πριν ότι κουβαλούσε δύο μωρά. Έτσι όταν το ένα γεννήθηκε νεκρό κράτησαν κρυφή την ύπαρξη του.»
«Και το άλλο μωρό πιστεύεις ότι είναι...» ξεκίνησε ο Αλφόνσο χαμηλόφωνα.
«Ο Ντέμιεν», συμπλήρωσα την πρόταση του.
«Συνειδητοποιείς πόσο παρανοϊκό ακούγεται όλο αυτό», αποκρίθηκε ο Κάρτερ.
«Γιατί;», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Επειδή δεν είναι γραμμένο στα ιστορικά βιβλία; Ο ίδιος ο Ντέμιεν παραδέχτηκε ότι γεννήθηκε στον δωδέκατο αιώνα.»
«Ακριβώς», ένευσε ο Κάρτερ. «Γεννήθηκε. Εσύ μιλάς για θνησιγέννηση.»
Η αλήθεια ήταν πως αυτό το μέρος της ιστορίας χώλαινε.
«Αν πέθανε λίγο μετά την γέννηση του;», πήρε τον λόγο η Μέλανη, έτοιμη να κλείσει τις τρύπες της θεωρίας μου.
«Και πάλι», είπε ο Αλφόνσο. «Γιατί να κρύψουν την γέννηση του;»
«Μπορεί να γεννήθηκε αδύναμο», του απάντησε. «Και δεν είπαν τίποτα χωρίς να θέλουν να σιγουρευτούν ότι θα ζήσει και τελικά πέθανε. Έτσι βγάζει περισσότερο νόημα.»
«Τίποτα δεν βγάζει νόημα», ο Κάρτερ έγειρε μπροστά και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο Απαγορευμένο Βιβλίο. «Αν ο Ντέμιεν είναι παιδί της Μόιρα και του Έιναρντ, τότε...»
«Τότε έχουμε το ίδιο αίμα», τον σταμάτησα. «Γι' αυτό εγώ και η κόρη μου είμαστε δικαιωματικά βασίλισσες του Κάτω Κόσμου.»
«Γιατί εσείς κι όχι ο Κάρτερ;», απόρησε ο Αλφόνσο.
«Το είδος μας πάντα έδειχνε εύνοια στις γυναίκες», του υπενθύμισε η Μέλανη. «Γιατί εμείς είμαστε που φέρνουμε την νέα ζωή στην κόσμο. Η Ορόρα λοιπόν επιλέχτηκε από την μοίρα να είναι μέρος δυο μεγάλων προφητειών, γι' αυτό και της δόθηκε μεγάλη δύναμη. Γι' αυτό δόθηκε και σε σένα», στράφηκε στον Κάρτερ.
«Σχετικά με αυτό ξέρεις ότι έχω ακόμα τις αμφιβολίες μου», της απάντησε. «Δεν γεννήθηκα με μαγεία και δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι υπέρ μου.»
«Η προφητεία δεν λέει πως πρέπει να την έχουμε απαραίτητα εκ γενετής», προσπάθησα να τον πείσω για κάτι που ούτε εγώ πίστευα ακράδαντα.
«Άλλωστε και μόνο οι στιγμές στις οποίες γεννηθήκατε καθόρισαν και την μαγεία που θα αποκτούσατε», συμπλήρωσε ο Αλφόνσο. «Ο ήλιος είναι από μόνος του φωτιά και το φεγγάρι ελέγχει όλο το νερό της γης.»
«Τέλος πάντων», έκανε ο Κάρτερ ένα νεύμα. «Ας επιστρέψουμε στην θεωρία της Ορόρα.»
«Δεν έχω κάτι άλλο να προσθέσω» κούνησα το κεφάλι μου. «Το σκεφτόμουν για πολύ καιρό. Από την έπαυλη σας. Τα λόγια του Χουάν με είχαν ταρακουνήσει και παρά τα πιστεύω με τα οποία μεγάλωσα επαναλάμβανα στον εαυτό μου ότι ο Κάτω Κόσμος δεν είναι αυτό που νομίζω», δηλαδή τα λόγια του Νόα.
«Πιστεύεις λοιπόν ότι φτιάχτηκε για τον Ντέμιεν κι όχι για τον Γεώργιο», είπε ο Αλφόνσο.
«Ναι», ένευσα. «Μπορεί και για τους δυο. Μικρή σημασία έχει αυτό. Αν ο Ντέμιεν είναι πράγματι συγγενής μας, τότε αυτό εξηγεί την αξίωση μου στον θρόνο του Κάτω Κόσμου.»
«Τι πιστεύεις Μέλς;», ρώτησε ο Κάρτερ την αδερφή του.
Η γνώμη της ήταν πράγματι ζωτικής σημασίας για μένα. Το ένστικτό της ήταν αλάνθαστο κι αν συμφωνούσε με τον ισχυρισμό μου, τότε θα ένιωθα πιο σίγουρη και ένα βήμα κοντά στον Ντέμιεν.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Ντέμιεν θα σου έκρυβε κάτι τέτοιο», η εισαγωγή της δεν ήταν και ιδιαίτερα ενθαρρυντική. «Πιστεύω πως θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα σου πέταγε με σκοπό να σε φέρει με τα νερά του», έκανε μια παύση και σκέφτηκε για λίγο. «Αλλά από την άλλη το να παραδεχτεί ότι είναι ο προ – προ – προ –προ, τέλος πάντων, θείος σου, θα σε απωθούσε περισσότερο.»
«Άρα;», έγειρα το πιγούνι μου μπροστά.
Εκείνη δεν απάντησε αμέσως. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα τα οποία φάνηκαν ώρες.
«Η θεωρία σου στέκει κατά πολύ», είπε τελικά προς ανακούφισή μου. «Νιώθω πως είμαστε πολύ κοντά στην ολοκλήρωση αυτού του μεγάλου παζλ.»
Ο Κάρτερ κι ο Αλφόνσο κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και έπειτα στράφηκαν σε μένα.
«Ό, τι και να είναι», ξεκίνησε ο Αλφόνσο «θα περιοριστείτε σε υποψίες και δεν θα κάνετε ξόρκια. Ειδικά από αυτό το βιβλίο.»
«Στο μεταξύ θα ψάξω για όσο πιο άμεσες πηγές της εποχής εκείνης», συμπλήρωσε ο Κάρτερ. «Έστω και ένας υπαινιγμός ή», με κοίταξε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι «μια αλληγορία», γέλασα ελαφρά σε αυτό «θα μας βοηθήσει να επιβεβαιώσουμε τα λόγια σου.»
«Σας ευχαριστώ», ένευσα μια φορά. «Σημαίνει πολλά και μόνο που με ακούσατε.»
«Είσαι πολλά πράγματα», ο Αλφόνσο σηκώθηκε και σήκωσε τα μανίκια του «αλλά ποτέ σου βαρετή.»
«Ισχύει», τίναξα τα μαλλιά μου προς τα πίσω και ο ξάδερφός μου γέλασε με αυτή μου την αντίδραση.
«Κάρτερ», τον σταμάτησα προτού απομακρυνθεί. «Μπορώ να σου μιλήσω ιδιαιτέρως;»
«Φυσικά», έκανε ένα νεύμα και βγήκαμε από το δωμάτιο του Αλφόνσο.
Προχωρήσαμε στον διάδρομο και φτάσαμε κοντά στις σκάλες. Βρισκόμουν σε αρκετά αμήχανη θέση, καθώς ήταν η πρώτη φορά που ήμασταν μόνοι μας μετά την απόπειρα μου να τον σκοτώσω.
«Συνέβη και τίποτα άλλο;», με ρώτησε βγάζοντας με από την δύσκολη θέση να αρχίσω την συζήτηση.
«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Ήθελα», καθάρισα τον λαιμό μου «να σου μιλήσω για τον αρραβώνα σου.»
«Δεν χρειάζεται», ξεροκάταπιε και κουνήθηκε κάπως άβολα. «Ξέρω ότι δεν σου είναι εύκολο.»
«Πράγματι δεν μου είναι», εισέπνευσα και κατάφερα να συναντήσω το βλέμμα του. «Βλέπεις το θέμα είναι πως πριν μερικούς μήνες με έκανες να σε ερωτευτώ και τώρα παντρεύεσαι κάποια άλλη.»
Δεν είχα κανένα σκοπό να πω κάτι τέτοιο. Το στόμα μου λειτούργησε από μόνο του. Ωστόσο, δεν έκανα καμία προσπάθεια να το δαμάσω. Βλέποντας μάλιστα τα πανέμορφα, γαλανά του μάτια να υγραίνονται δυσκολευόμουν να συγκρατηθώ. Ο θυμός μου και η ζήλια μου καταλάγιασαν κι όλα αυτά εξαιτίας ενός κοιτάγματος. Μια ματιά του ήταν αρκετή να σβήσει τον πόνο ή και να τον μεγεθύνει.
«Αλλά πήρες την απόφασή σου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο παρά να σε στηρίξω», συνέχισα. «Αυτό θα ήθελαν οι γονείς σου από μένα: να είμαι δίπλα σου σε όποια σου επιλογή.»
«Ορόρα», μουρμούρισε και για μία ακόμα φορά το όνομα μου ήχησε με τονπιο γλυκό τρόπο από τα χείλη του. «Μου έδωσες ήδη τον φρουρό σου. Δενχρειάζεται να δώσεις κι άλλο κομμάτι σου.»
«Ο Ντιμίτρι ανήκει στο πλευρό σου έτσι κι αλλιώς», χαμογέλασα νιώθοντας μερικά δάκρυα να καίνε τα μάτια μου. «Κάθε Μάρεϊ χρειάζεται έναν Σάντος. Και δεν σου δίνω κάποιο κομμάτι μου, αλλά μένω στο πλευρό σου. Θα είμαστε μια ζωή μαζί και με το να κρατάμε κακία θα κάνουμε κακό ο ένας στον άλλον και στον λαό μας. Μπορώ να αφήσω πίσω τα μυστικά που αφορούσαν την Κέιζα, αλλά όχι το βασίλειο. Με πλήγωσε που δεν μου είπες για τον Λουκ.»
«Θα ακουστεί γελοίο», γέλασε χωρίς διάθεση «αλλά ήξερα πως θα στο έλεγε ο Νόα και θα με έβγαζε από την δύσκολη θέση. Μου είναι σχεδόν αδύνατο να στέκομαι μπροστά σου και να κοιτάω αυτά τα υπέροχα μάτια και να σκέφτομαι βασίλεια και εχθρούς. Το μόνο που θέλω είναι...»
Δεν κατάφερε να ξεστομίσει την επιθυμία του και ένα κομμάτι του εαυτού μου ανακουφίστηκε. Οποιονδήποτε ευσεβή πόθο του εξωτερίκευε εκείνη την στιγμή θα με έκανε να λυγίσω.
«Από εδώ και πέρα πρέπει να προσπαθήσουμε και οι δυο. Μπορεί να μην είμαστε πλέον ζευγάρι, αλλά δεν παύουμε να είμαστε συγκυβερνήτες.»
«Έχεις δίκιο», ένευσε. «Αυτό τουλάχιστον δεν θα το χαλάσουμε.»
«Ωραία», χαμογέλασα αδύναμα προσπαθώντας να καταπιώ τα δάκρυα μου. «Καιγια να σου αποδείξω πως είμαι ικανή να αντεπεξέλθω στην νέα πραγματικότητα, θαπαντρέψω εσένα και την Κέιζα.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top