17. ΕΝΑΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΣΑΝΤΟΣ
Ο Νόα ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος εχθρός μου. Με είχε απαγάγει δύο φορές, με είχε βασανίσει, είχε χρησιμοποιήσει τον αδερφό του για να παίξει παιχνίδια με το μυαλό μου, είχε σκοτώσει τους γονείς μου, είχε σκοτώσει εμένα την ίδια. Ο φόβος και ο πανικός που είχε προξενήσει στην ζωή μου φάνταζαν κάποτε πελώριοι. Η ιδέα και μόνο να παραφυλάει σε κάποιο σοκάκι έτοιμος να μου επιτεθεί δημιουργούσε μια ανακατωσούρα στο στομάχι μου και έσφιγγε το στήθος μου. Πριν από ένα χρόνο αν κάποιος μου ζητούσε να δώσω ένα όνομα στον τρόμο, θα χρησιμοποιούσα το δικό του. Σήμερα θα μπορούσα να τον κατονομάσω με δέκα διαφορετικούς τρόπους, αλλά όχι Νόα. Ο Νόα ήταν πλέον σύμμαχος. Έπραττε κάτω από τις δικές μου υποδείξεις χωρίς αντιρρήσεις. Και το μοναδικό του αντάλλαγμα ήταν να φροντίζω την κόρη του. Ήταν ουσιαστικά κλεψιά δεδομένου το πόσο αγαπούσα την Μόνι κι έτσι κι αλλιώς δεν θα άφηνα ποτέ να της συμβεί κάτι.
Ο Χουάν ήταν για μένα ένας ψεύτης. Όταν τον γνώρισα πριν τρία χρόνια μου συστήθηκε ως Φελίππε. Χρησιμοποίησε την ταυτότητα του θείου του, καθώς δεν είχε σκοπό να μπει στην ζωή μου οικειοθελώς. Ήταν υποχείριο του Νόα και μέχρι σήμερα βρισκόταν στην δούλεψη του. Εμπιστεύτηκα τα πάντα σε εκείνον από την ταυτότητα μου μέχρι το σώμα μου και τελικά αποδείχτηκε ότι απλώς με εκμεταλλευόταν. Πριν από μήνες είχε προσπαθήσει να με ξυλοκοπήσει, ενώ πυροβόλησε και τον Κάρτερ. Θα μπορούσα εκείνον να τον παρομοιάσω με κάτι απεχθές και γλοιώδες. Για πολύ καιρό σιχαινόμουν και μόνο που με κοιτούσε, γιατί ήξερα πως δεν επρόκειτο για τον άνθρωπο που γνώρισα. Ο Χουάν δεν ήταν τώρα μόνο σύμμαχός μου μέσω του Νόα. Όπως και το αφεντικό του έτσι κι εκείνος είχε μετανιώσει όσα μου είχε κάνει και προσπαθούσε να μου το δείχνει με κάθε ευκαιρία.
Το βράδυ μου το πέρασα στο σπίτι τους. Δεν με ρώτησαν τι συνέβη και βρέθηκα στο κατώφλι τους ζητώντας ένα κατάλυμα. Μου προσέφεραν βραδινό, από το οποίο τσίμπησα ίσα – ίσα για λόγους επιβίωσης και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Φυσικά μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ. Όσες φορές δοκίμαζα να κλείσω τα μάτια μου μπροστά μου εμφανιζόταν ο Κάρτερ καμένος με αποτέλεσμα να πετάγομαι. Μέχρι το ξημέρωμα απλώς έκλαιγα για όλα και σκεφτόμουν πόσο είχα αλλάξει. Δεν ήμουν το ίδιο άβγαλτο νταμπίρ, όταν ήρθα στην Μόιρα. Είχα γίνει σκληρή και αδίστακτη χωρίς φραγμούς και δεν το ήθελα. Δεν άντεχα να ξέρω ότι ήμουν ικανή να σκοτώσω κάποιον έτσι απλά. Με πονούσε πολύ περισσότερο από τον επερχόμενο γάμο του Κάρτερ και της Κέιζα.
Νωρίς το πρωί ο Χουάν τρύπωσε στο δωμάτιο μου και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Στην αρχή έμεινε σιωπηλός και μου προσέφερε την σιγουριά της παρουσίας του, κάτι που εκτίμησα πολύ.
«Πώς είσαι;», με ρώτησε χαμηλόφωνα.
Εγώ ρουθούνισα και έστριψα ακουμπώντας την πλάτη μου στο στρώμα. «Δεν ξέρω», απάντησα ψιθυριστά.
«Θέλεις να φας κάτι;»
«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Δεν πεινάω.»
Εκείνος ξεφύσησε και σύρθηκε πιο κοντά μου. «Κοίτα, δεν πρόκειται να σε πιέσω να μου πεις τι συνέβη, αλλά δεν μπορώ και να μην σε ρωτήσω.»
«Δεν είμαι και πολύ σίγουρη για το τι συνέβη», αποκρίθηκα και ανασηκώθηκα ακουμπώντας τον σβέρκο μου στα μαξιλάρια. «Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα.»
«Θέλεις να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον από την Μόιρα; Στον Κάρτερ ίσως;»
«Όχι», απάντησα γρήγορα χωρίς καν να τον αφήσω να ολοκληρώσει την ερώτηση του.
Αυτή μου η αντίδραση του κίνησε την περιέργεια, όπως ήταν αναμενόμενο έτσι κι αλλιώς.
Ο Νόα, πιθανόν έχοντας ακούσει την συζήτηση μας, πλησίασε το υπνοδωμάτιο και στάθηκε στο κατώφλι με τα χέρια του στους μηρούς του. «Είσαι ευπρόσδεκτη να μείνεις όσο θέλεις. Αλλά θα ήθελα τώρα που είσαι πιο ήρεμη από χθες να σου πω κάτι.»
«Τώρα;», τον ρώτησε ο Χουάν.
Ο Νόα ένευσε και προχώρησε περισσότερο αποφεύγοντας τις δεσμίδες φωτός που τρύπωναν στο δωμάτιο από τα κενά των κουρτινών.
«Τι πράγμα;», ρώτησα και κάθισα οκλαδόν.
«Πριν από μερικές μέρες», ξεκίνησε ο Νόα «ο Κάρτερ μου ζήτησε να βρω κάποιον.»
Η αναφορά στο πρόσωπο του μου δημιουργούσε ένα αίσθημα δυσφορίας. Η εισαγωγή του Νόα όμως διέγειρε την περιέργεια μου και έκανα σενάρια για το ποιον του ζήτησε να ψάξει. Ίσως κάποιον νέο κυνηγό δαιμόνων; Αυτό το θέμα είχε πάει πίσω με την Άννα και τις σχολικές υποχρεώσεις, όπως κι άλλα δυστυχώς.
«Έναν λυκάνθρωπο», συνέχισε.
«Τον Λουκ;», τον διέκοψα λέγοντας το πρώτο όνομα που μου ήρθε στο μυαλό.
«Ναι, αυτόν», κατένευσε. «Και το έκανα. Μου είπε πως επρόκειτο για έναν επικίνδυνο άλφα, οπότε και τον κρατάω όμηρο εκεί που», έκανε μια παύση και καθάρισε τον λαιμό του «στην έπαυλη όπου είχα κι εσάς.»
Κουνήθηκα λίγο άβολα στην ανάμνηση εκείνων των μερών.
«Ήθελα να στο πω, γιατί κάτι μου έλεγε πως δεν το ήξερες.»
«Όχι», ξεφύσησα. «Δεν είχα ιδέα. Ο Κάρτερ δεν με ενημερώνει για τίποτα πια, ούτε καν για τον αρραβώνα του.»
Οι δυο τους έριξαν τα έκπληκτα μάτια τους πάνω μου αμέσως μετά τα λόγια μου.
«Αρραβωνιάστηκε;», απόρησε ο Χουάν; «Με ποια;», με ρώτησε μόλις κατένευσα.
«Με την πρώην του», μουρμούρισα, καθώς το δάχτυλό μου ταξίδευε στο σεντόνι.
«Γι' αυτό είσαι εδώ;»
«Για πολλά», του απάντησα και ανασήκωσα το βλέμμα μου. «Αλλά δεν θέλω να το συζητήσω.»
«Όπως θέλεις», ανασήκωσε τους ώμους του ο Νόα.
Δεν ήξερα για πόσο θα κρυβόμουν από την Μόιρα και τις πράξεις μου. Δεν μπορούσα να το κάνω και για πάντα. Μπορούσα όμως να χρησιμοποιήσω τον Κάτω Κόσμο ως δικαιολογία για να περάσω μια μέρα έξω από την Αυλή. Δώδεκα ώρες με τον Νόα να με ενημερώνει για την κατάσταση της στρατολόγησης δεν ήταν και πολύ κακή ιδέα. Με αυτόν τον τρόπο ίσως να ξεχνιόμουν από τα χθεσινά, όσο απίθανο και να ήταν.
«Τέλος πάντων», έσπρωξα προς τα πίσω τα μαλλιά μου. «Έχουμε κάποια νέα στρατολόγηση;»
Ο Χουάν με τον Νόα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους χωρίς να κρύβουν την απορία τους για την ξαφνική αλλαγή του θέματος. Ωστόσο, δεν σχολίασαν τίποτα.
«Ναι», μου απάντησε ο Νόα. «Έχουμε δύο νέους βρικόλακες και μάλιστα κι ο ένας είναι Ρώσος.»
«Συμπατριώτης», γέλασα ελαφρά χωρίς ιδιαίτερη ευφορία.
«Μπορείς να τους γνωρίσεις απόψε, αν θέλεις», πρότεινε ο Νόα. «Εκτός κι αν έχεις σκοπό να επιστρέψεις στην Μόιρα.»
«Καλύτερα να επικεντρωθώ στον Κάτω Κόσμο σήμερα. Τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν.»
«Πρώτα όμως θα φας κάτι», επέμεινε ο Χουάν.
«Γιατί δεν βγαίνετε έξω;», αποκρίθηκε ο Νόα. «Είναι μια ωραία μέρα και μπορείτε να θυμηθείτε και τα παλιά.»
Εγώ μισόκλεισα τα μάτια μου θυμούμενη τα παλιά από τώρα. «Εννοείς όταν τον πλήρωνες να με κρεβατώνει και να μαζεύει πληροφορίες;»
Ο Νόα εισέπνευσε και διατήρησε ένα ακέραιο ύφος. «Να κάνετε μια νέα αρχή λοιπόν.»
Ο Χουάν με κοίταξε με ένα παρακλητική έκφραση, καθώς του άρεσε αυτή η ιδέα. Για να ήμουν ειλικρινής το είχα ανάγκη. Μια μέρα μαζί του ίσως να έσβηνε πικρίες του παρελθόντος και να με βοηθούσε να αντιμετωπίσω την νέα μέρα με την θύμηση της προηγούμενης.
«Γιατί όχι;», ανασήκωσα τους ώμους μου.
Εκείνος χοροπήδησε ενθουσιασμένος και σχεδόν με τράβηξε από το κρεβάτι για να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε.
Πήραμε το αυτοκίνητο μου κι αρχικά κάναμε μια βόλτα μέσα στην πόλη. Ήταν σχετικά νωρίς αλλά είχε αρκετή κίνηση. Οι άνθρωποι πήγαιναν στις δουλειές τους ή έκαναν τα ψώνια της εβδομάδας. Έδειχναν ανέμελοι και ξέγνοιαστοι αν και σίγουρα θα υπήρχαν προβλήματα στις ζωές τους. Παρ' όλα αυτά στα μάτια μου φάνταζαν σαν πουλιά ελεύθερα να πετάξουν μακριά και να δραπετεύσουν, όποτε το επιθυμούσαν. Έδειχναν όμορφοι ακόμα και με κύκλους ταλαιπωρίας γύρω από τα μάτια τους. Η ελευθερία όμως είχε την δική της γοητεία ανεξαρτήτως χαρακτηριστικών προσώπου. Μετά από αυτή την βόλτα καθίσαμε σε ένα καφέ απολαμβάνοντας τον ήλιο κι ένα δροσερό ρόφημα. Ο Χουάν φαινόταν να χαίρεται αυτή την στιγμή, σαν να ήταν ένα πολύτιμο κόσμημα. Ήταν αρκετά αδύνατο να κόβει βόλτες τα πρωινά όταν το αφεντικό του ήταν βρικόλακας. Τώρα όμως είχε την ευκαιρία να απολαύσει αυτό το αγαθό, όπως συνηθίζαμε να κάνουμε πολλές φορές στην Σεβίλλη. Βλέποντας τον απέναντι μου ξύπνησαν ωραίες αναμνήσεις παρά την ψεύτικη φύση τους.
«Σου λείπει καθόλου η Ισπανία;», τον ρώτησα.
Εκείνος πήρε μια γουλιά από το ρόφημα του κι έγειρε το κεφάλι του ελαφρά προς τα πλάγια. «Καμιά φορά. Αλλά δεν έχω και τίποτα να με περιμένει. Όλα τα χρόνια ήμουν μόνος μου.»
Ο Χουάν είχε χάσει τους γονείς του από πολύ μικρός. Τουλάχιστον γι' αυτό δεν είχε πει ψέματα. Τον μεγάλωναν συγγενείς καθαρά από υποχρέωση, με αποτέλεσμα σχεδόν κάθε χρόνο να μετακομίζει σε κάποιο νέο σπιτικό. Έπιασε δουλειά από έφηβος για να τα βγάλει πέρα. Ποτέ του δεν ήταν οικονομικά άνετος. Έτσι κι ο Νόα βρήκε σε αυτό πάτημα για να τον πάρει στην δούλεψη του μέχρι και σήμερα.
«Δεν θα ήθελες να επιστρέψεις όμως;» ακούμπησα τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι. «Να κάνεις μια δική σου οικογένεια.»
«Το έχω σκεφτεί», μου απάντησε. «Αλλά όχι για το άμεσο μέλλον. Ίσως όταν τελειώσουν όλα αυτά να γυρίσω πίσω. Βέβαια μπορώ πάντα να δοκιμάσω κι εδώ την τύχη μου.»
«Πιστεύω πως αν ζητήσεις από τον Νόα να σε αφήσει να φύγεις δεν πρόκειται αν πει όχι.»
Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα μου. «Μου το έχει προτείνει πολλές φορές», είπε χαμηλόφωνα. «Να φύγω», μου εξήγησε. «Αλλά εγώ δεν θέλω», σήκωσε τα μελί του μάτια για να με αντικρίσει. «Δεν μπορώ να σε αφήσω ακόμα. Δεν έχω εξιλεωθεί για ό,τι έκανα.»
«Χουάν», έγειρα το πιγούνι μου μπροστά. «Τα πράγματα σοβαρεύουν επικίνδυνα. Καλό θα είναι να αποσυρθείς, γιατί αλλιώς μπορεί να μην τα καταφέρεις.»
Ήθελα να τον ταρακουνήσω αρκετά για να αναθεωρήσει την άποψη του. Ο Χουάν ήταν ο πιο εύθραυστος από όλους μας και δεν είχε καμία σχέση με τον Κάτω Κόσμο. Δεν τον κρατούσε τίποτα δέσμιο σε αυτή την ιστορία. Ούτε καν η επιθυμία του για εξιλέωση.
«Όσο πιο μεγάλη η πρόκληση τόσο πιο αληθινή κι η συγχώρεση», είπε τελικά.
«Τόσο πιο κοντά στον θάνατο», τον διόρθωσα. «Είσαι νέος και έχεις όλη την ζωή μπροστά σου. Ξόδεψες αρκετό καιρό μπλεγμένος σε μια τραγική κατάσταση, αλλά ήρθε η ώρα να αποχωρήσεις.»
«Θα αποχωρήσω μόνο όταν το αποφασίσω εγώ.» Πήρε μια βαθιά ανάσα και ίσιωσε την πλάτη του. «Τρία χρόνια ήμουν κάποιος που δεν αναγνωρίζω σήμερα. Έχασα τον δρόμο μου και έκανα πράγματα που με στοιχειώνουν. Όμως τώρα το έχω μετανιώσει και μπορεί να το αποδείξω και να ζητήσω συγχώρεση από όσους πρόδωσα και πλήγωσα. Και δεν θα πάψω να δείχνω την μεταμέλεια μου μέχρι όσο χρειαστεί. Δεν το κάνω από υποχρέωση, ούτε για την σωτηρία της ψυχής μου, αλλά γιατί αυτό είναι το σωστό.»
Η ταύτιση στα λόγια του ήταν μεγάλη. Κάπως έτσι ένιωθα κι εγώ εκείνη την στιγμή: χαμένη και αδύνατη να με αναγνωρίσω. Είχα πράξει με τρόπους πέρα από την φαντασία μου. Δεν θα μπορούσα ποτέ να με σκεφτώ έτοιμη να σκοτώσω τον Κάρτερ, επειδή με πλήγωσε. Ακόμα και αν πράγματι τον μισούσα αυτή που θα καταστρεφόταν από τον θάνατο του ήμουν εγώ. Δεν θα γαλήνευα, ούτε θα γλίτωνα από τον πόνο. Αντίθετα το μαρτύριο μου θα μεγάλωνε.
Με τόσα λάθη λοιπόν είχα κι εγώ την ανάγκη να εξιλεωθώ, όπως προσπαθούσε να κάνει κι ο Χουάν. Εκείνος δεν κρύφτηκε από τα λάθη του, ούτε τα αρνήθηκε. Έμεινε εκεί και πάλευε μέχρι και τώρα με τα κύματα για να φτάσει στην στεριά και να πάρει συγχώρεση. Αφού μπορούσε εκείνος, εγώ γιατί όχι; Ήμουν αρκετά δυνατή να το κάνω. Έστω και μόνη μου όφειλα να κάνω το σωστό. Τι βασίλισσα ήμουν αν δεν αναγνώριζα τα σφάλματα μου και αρνούμουν να αντιμετωπίσω την αλήθεια; Έπρεπε να έχω το σθένος να τα κοιτάξω κατάματα και στην συνέχεια να προσπαθήσω να τα διορθώσω. Το χρωστούσα στον λαό μου, αλλά πρώτα στον ίδιο μου τον εαυτό.
«Έχεις ωριμάσει πολύ, Χουάν», είπα. «Είμαι περήφανη για σένα.»
Ένα μικρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του και τα μάτια του άστραψαν χάρις την απάντηση μου. «Δεν έχεις ιδέα πόσα σημαίνει αυτό για μένα», έκλεισε το χέρι μου στο δικό του. «Θέλω να ξέρεις πως κι εγώ είμαι περήφανος για σένα. Έχεις αλλάξει πολύ προς το καλύτερο.»
Γι' αυτό είχα ένα σωρό αντίλογους, αλλά δεν είπα τίποτα. Τον άφησα να συνεχίσει, γιατί είχα ανάγκη να ακούσω καλά λόγια.
«Κι αυτός ο Κάρτερ δεν έχει ιδέα τι έχασε. Είχε τον θησαυρό μέσα στα χέρια του και τον πέταξε μακριά.»
Εγώ συνοφρυώθηκα σε αυτές του τις προτάσεις. «Δεν νομίζω να το βλέπει έτσι. Για εκείνον δεν ήμουν αρκετή τελικά. Ήθελε το κάτι παραπάνω και δεν μπορούσα να του το προσφέρω.»
«Είναι πολύ ηλίθιος αν πιστεύει κάτι τέτοιο», ο αντίχειρας του χάιδεψε για λίγο το δέρμα μου. «Πάντως αν θέλεις να τον πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα εγώ είμαι στην διάθεση σου.»
Γέλασα ελαφρά και έπειτα σοβάρεψα αμέσως. «Όχι.»
Εκείνος ένευσε μια φορά. «Ήμουν σίγουρος.»
Έγειρα πίσω στην καρέκλα μου και έφερα ξανά στο νου μου τα λόγια του Χουάν για την συγχώρεση. Είχα ήδη αρχίσει να αναθεωρώ την στάση μου να κρύβομαι όλη μέρα έξω από την Μόιρα σκεπτόμενη την ανησυχία των υπολοίπων. Δεν είχα πάρει το κινητό μου μαζί, οπότε δεν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή μαζί μου. Θα γνώριζαν ότι είχα φύγε από εκεί, καθώς ήμουν καταγεγραμμένη στο τετράδιο του Νέιθαν. Ωστόσο, δεν θα καθησυχάζονταν από αυτό. Ήλπιζα μονάχα ο Σκοτ να μην είχε πει τίποτα σε κανέναν για ό,τι είδε χθες, γιατί αλλιώς δεν θα με έψαχναν από ανησυχία, αλλά πιθανόν για να πιω το κώνειο που είχε πιει κι ο βασιλιάς Γεώργιος.
Ο Χουάν κι εγώ περάσαμε σχεδόν όλη την ημέρα στο κέντρο του Πόρτλαντ, κάνοντας βόλτες και στάσεις σε μαγαζιά που δεν είχε μπορέσει να επισκεφτεί ποτέ. Εκείνο το πρωινό για εκείνον ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία γιατί δεν είχε καταφέρει ποτέ να γυρίσει την πόλη όντας στις υπηρεσίες του Νόα. Φαινόταν να διασκεδάζει πολύ παρ' όλο που δεν κάναμε τίποτα το ασυνήθιστο. Αν και για τους δυο μας το να οδηγείς χωρίς κάποιον λόγο και προορισμό δεν ήταν η καθημερινότητα μας.
Όταν πλησίασε το απόγευμα και τα μαθήματα στο σχολείο της Μόιρα είχαν τελειώσει δανείστηκα από τον Χουάν το κινητό του. Για να είμαι σίγουρη ότι δεν θα έλεγα τίποτα λάθος τηλεφώνησα στον Σκοτ ελπίζοντας πως θα ήταν μόνος του.
«Σκοτ, εγώ είμαι», αποκρίθηκα μόλις το σήκωσε.
«Ορόρα ευτυχώς», ξεφύσησε ανακουφισμένος. «Είσαι καλά; Πού είσαι; Σε ψάχνουμε όλη μέρα.»
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το άκουγα αυτό από το τηλέφωνο. Δυστυχώς δεν είχα ποτέ την δυνατότητα να το σκάσω για λίγες ώρες χωρίς να γίνω αντιληπτή.
«Είμαι καλά», τον διαβεβαίωσα. «Απλώς έμεινα στον Νόα το βράδυ. Σε παρακαλώ πες μου ότι δεν έχει προκύψει ταραχή λόγω της απουσίας μου.»
«Όχι», απάντησε προς ανακούφιση μου. «Μόνο εμείς οι τέσσερις ξέρουμε ότι λείπεις.»
Λογικά θα εννοούσε την παρέα μας.
«Αν δεν τηλεφωνούσες τώρα, μπορεί και να δημιουργούταν.»
«Γι' αυτό σε πήρα», αποκρίθηκα. «Δεν θέλω να ανησυχείτε. Είμαι εντάξει και μέχρι το βράδυ θα έχω επιστρέψει.»
«Πού είσαι τώρα; Θα έρθω να σε βρω.»
«Σκοτ», ξεφύσησα. «Δεν χρειάζομαι τον φρουρό μου κάθε ώρα και στιγμή. Θα είμαι εντάξει και μόνη μου.»
Για λίγες στιγμές επικράτησε ησυχία στην άλλη άκρη του ακουστικού.
«Ξέρω ότι δεν νιώθεις καλά με τον εαυτό σου για αυτό που έγινε χθες το βράδυ», είπε τελικά. «Αλλά δεν θέλω να είσαι μόνη σου εκεί έξω. Πες μου που είσαι και θα έρθω να σε βρω.»
Μην κρύβεσαι Ορόρα, έλεγα στον εαυτό μου. Του έδωσα λοιπόν ραντεβού έξω από μια εκκλησία να με συναντήσει σε μία ώρα. Στο μεταξύ επέστρεψα τον Χουάν σπίτι του, παρά την επιμονή του να μείνει μαζί μου. Εγώ όμως ήθελα να περιμένω και να συναντήσω μόνη μου τον Σκοτ, προτού γνωρίσουμε τις νέες προσθήκες στον στρατό μου.
Οδήγησα στην εκκλησία όπου είχαμε δώσει ραντεβού και περίμενα έξω σε κάτι σκαλιά. Μέσα ο χώρος ήταν άδειος και ήσυχος, αλλά τέτοιες στιγμές η ησυχία δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή. Προτιμούσα να ακούω την βαβούρα της πόλης και να χαζεύω το γαλήνιο εσωτερικό. Τα μάτια μου σταμάτησαν στο εξομολογητήριο και στον ιερέα, ο οποίος μόλις έμπαινε μέσα. Δεν υπήρχε κάποιος άνθρωπος στην εκκλησία, οπότε και ένιωσα μια ξαφνική παρόρμηση να μπω κι εγώ μέσα. Δεν ήταν λίγα τα αμαρτήματα μου και ίσως το πρώτο βήμα για την κάθαρση ήταν να τα πω δυνατά. Σίγουρα θα ήταν πιο βοηθητικό από το να τα επαναλαμβάνω μέσα μου περιμένοντας πως κάποια στιγμή θα ξεθωριάσουν. Είχα άλλωστε αρκετό χρόνο μέχρι να έρθει ο Σκοτ γι' αυτό και δεν άργησα να τον εκμεταλλευτώ. Με αργά βήματα μπήκα μέσα στο εξομολογητήριο, έτοιμη να έρθω πρόσωπο με πρόσωπο με τις πράξεις μου.
«Ευλόγησε με πάτερ γιατί αμάρτησα», ξεκίνησα έχοντας το κεφάλι μου χαμηλωμένο και τρίβοντας αμήχανα τα δάχτυλα μου μεταξύ τους. «Έχει περάσει», έκανα μια μικρή παύση. «Η αλήθεια είναι πως δεν έχω εξομολογηθεί ποτέ. Όχι ότι με θεωρώ αναμάρτητη. Το αντίθετο μάλιστα. Από τον πρώτο κιόλας χτύπο της καρδιάς μου έχω σπείρει το χάος στην οικογένεια μου. Ωστόσο, ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα φτάσει στα άκρα. Προσπάθησα να πληγώσω κάποιον», ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου στην ανάμνηση της χθεσινής νύχτας. «Είχα τυφλωθεί από την ζήλια μου και τον θυμό μου και ήρθα πολύ κοντά στο να αφαιρέσω μια ζωή.»
«Αλλά δεν το έκανες», αποκρίθηκε εκείνος βλέποντας με αδύναμη να συνεχίσω. «Ο Θεός σου υπέδειξε πως ήταν λάθος και σε απέτρεψε από τον φόνο.»
«Δεν ξέρω αν ήταν ο Θεός ή κάτι άλλο», κούνησα το κεφάλι μου. «Τον τελευταίο χρόνο δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για τίποτα, ούτε καν για την πίστη μου.»
«Ο Κύριος θα σου δείξει τον δρόμο και θα σε φέρει ξανά κοντά του», είπε «Ήδη σε απέτρεψε από κάτι τόσο φρικτό. Αυτό σημαίνει πως ακόμα κι αν εσύ τον έχεις εγκαταλείψει, εκείνος δεν το έχει κάνει. Συνεχίζει να φυλάει και να προστατεύει την δούλη του.»
«Θα μπορέσω ποτέ να βρω συγχώρεση για την παραλίγο πράξη μου;», ρώτησα κλαψουρίζοντας.
«Από τον Θεό έχεις σίγουρα βρει ήδη συγχώρεση. Τώρα εξαρτάται από σένα αν θα συγχωρέσεις τον εαυτό σου.»
«Πώς μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου;», εξωτερίκευσα την σκέψη μου.
«Πώς δεν μπορείς;», αντιτάθηκε ο πάτερ. «Αφού το θέλεις δεν σε εμποδίζει τίποτα, μονάχα ο εαυτός σου.»
Γέλασα πνιχτά χωρίς διάθεση. «Αυτό το άτομο είναι υπεύθυνο για πολλές δυστυχίες.»
«Μην κατηγορείς τον εαυτό σου για τις δυσκολίες των άλλων τέκνο μου», είπε «οι αμαρτίες τους είναι εκείνες που τους οδήγησαν σε αυτές. Μπορούν όμως να τις μετανιώσουν, όπως κάνεις κι εσύ τώρα και τίποτα δεν θα τους εμποδίζει να δουν το αληθινό φως.»
«Υπάρχει πράγματι το αληθινό φως; Ακόμα και σε έναν κόσμο τόσο σκοτεινό όσο ο δικός μου;»
Μέσα από το χαμηλό φωτισμό η οξυμένη μου όραση έπιασε ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του ιερέα.
«Φυσικά και υπάρχει», απάντησε. «Πώς θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις τον κόσμο σκοτεινό αν δεν έχεις δει το φως; Διαφορετικά θα ήταν κάτι συνηθισμένο.»
Ο πάτερ είχε δίκιο. Υπήρχαν στιγμές που είχα δει το φως και είχα νιώσει την ζεστασιά του. Αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να φέρω στο μυαλό μου τι με οδήγησε σε εκείνο για να επαναλαμβάνω τα βήματα κάθε φορά που απομακρυνόμουν από αυτό. Η μόνιμη διαμονή κοντά του ήταν αδύνατη, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο για την επιστροφή σε αυτό.
«Οι αμαρτίες σου έχουν συγχωρεθεί. Ο Θεός να σε ευλογεί τέκνο μου.»
Ίσως πράγματι ο Θεός να μπορούσε να μου δώσει άφεση. Εγώ όμως δεν είχα καταφέρει ακόμα να το κάνω. Ήταν πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο. Ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μου φοβόταν πως δεν θα τα κατάφερνα ποτέ. Ακόμα όμως κι αν έβρισκα έναν τρόπο να με συγχωρήσω οι τύψεις για αυτό που πήγα να κάνω δεν θα έσβηναν ποτέ. Δεν μπορούσα να με εμπιστευτώ πλάι στον Κάρτερ, γιατί τον είχα ερωτευτεί παράφορα. Κι ήταν ακριβώς ο έρωτας μου για εκείνον που με έκανε επικίνδυνη.
Τα δάχτυλα μου ταξίδεψαν στο δαχτυλίδι της Χόουπ. Αν μπορούσε να με δει κι εκείνη κι ο Κέλλαν θα απογοητεύονταν μαζί μου. Πολύ πιθανόν και να με μισούσαν. Παραλίγο να σκοτώσω τον γιο τους. Αν δεν έμπαινε ο Σκοτ έγκαιρα θα το είχα κάνει. Όσο κι αν μετάνιωνα μετά, θα τον είχα σκοτώσει και δεν θα υπήρχε επιστροφή. Δεν είχα απογοητεύσει μόνο τους δικούς του γονείς, αλλά και τους δικούς μου. Δεν με είχαν μεγαλώσει για να γίνω μια δολοφόνος κι ούτε για να είμαι έρμαιο των συναισθημάτων μου. Ο πατέρας μου με είχε διδάξει πολλές φορές τρόπους να δαμάζω τα πάθη μου κι εγώ σε στιγμές αδυναμίας αγνόησα αυτές τις υποδείξεις. Αν οι υπήκοοι μου γνώριζαν ποια πραγματικά ήμουν θα με σκότωναν για λογαριασμό του Φερνάντο.
Ήταν τραγικό το πόσα λάθη είχα κάνει και ακόμα πιο τραγικό το γεγονός ότι το μόνο που έκανα ήταν να κλαίγομαι γι' αυτά. Σε λίγο καιρό θα στεφόμουν βασίλισσα, αλλά ήμουν ήδη από την στιγμή που ξεψύχησε ο Κέλλαν κι έπειτα ο πατέρας μου. Ωστόσο, φερόμουν σαν μια κακομαθημένη έφηβη που συνεχώς παρέβλεπε το καθήκον της. Όφειλα να σταματήσω να είμαι αδύναμη κι εύθραυστη και να γίνω ξανά η δυναμική Ορόρα. Ή ακόμα καλύτερα πιο πολύ. Ήμουν η βασίλισσα νεκρών και ζώντων, κι είχα στα χέρια μου δύναμη ικανή να καταστρέψω τον Κάτω Κόσμο. Και θα την χρησιμοποιούσα για να καταστρέψω το κακό κι όχι τους γύρω μου. Ο Κάρτερ είχε μετατρέψει την κατάρα του σε ευλογία. Εγώ γιατί να έκανα το αντίθετο;
Η απομάκρυνση από την Μόιρα μου είχε κάνει τελικά καλό. Τα λόγια του Χουάν και του πάτερ με βοήθησαν να βρω το κουράγιο που χρειαζόμουν κι όταν είδα τον Σκοτ να με πλησιάζει μαζί με τον Τσέις και την Μόνι δεν υπήρξε το παραμικρό ίχνος αμηχανίας. Αντίθετα ένιωσα ανακουφισμένη που αντίκριζα γνώριμα και αγαπημένα πρόσωπα.
«Πριν πεις το οτιδήποτε», ξεκίνησε ο Σκοτ μόλις στάθηκαν μπροστά μου. «Εκείνοι επέμειναν να έρθουν.»
Δεν είχα σκοπό να πω τίποτα, ούτε να παραπονεθώ. Έκανα ένα βήμα μπροστά τυλίγοντας και τους τρεις σε μια αγκαλιά σαστίζοντας τους ελαφρώς.
«Αν αυτό είναι προοίμιο πνιγμού, θα ήθελα να το ξέρω», μουρμούρισε ο Τσέις.
Εγώ γέλασα και τον περιεργάστηκα. «Ξέρεις και τι είναι το προοίμιο;»
«Αχα», ένευσε πολλές φορές. «Είχα ακούσει την Σειρήνα να το χρησιμοποιεί, οπότε το ξεσήκωσα από το λεξιλόγιο της.»
Η Μόνι ανασήκωσε τον ένα της ώμο. «Με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο μορφώνεσαι.»
Η χαρά μου όταν είδα και τους τρεις μούδιασε ελαφρώς συνειδητοποιώντας ότι η Μόνι ήταν μαζί μας σε μια αποστολή για τον Κάτω Κόσμο.
«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να βρίσκεσαι εδώ;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι. «Ξέρεις ποιος είναι ο βοηθός μου σε αυτά τα θέματα.»
Ο Σκοτ κι ο Τσέις έστρεψαν σε εκείνη την προσοχή τους, όσο μασουλούσε τα ούλα της.
«Ξέρω», είπε. «Και δεν είμαι εδώ για εκείνον, αλλά για σένα. Τώρα με τον αρραβώνα του Κάρτερ και της Κέιζα δεν θέλω να μένεις μόνη σου.»
«Μόνι», μουρμούρισα και την έσπρωξα κοντά μου. «Σε αγαπάω πολύ γι' αυτό, αλλά δεν μπορείς να είσαι είκοσι τέσσερις ώρες μαζί μου. Έχεις και την δική σου ζωή.»
«Μιλάς εσύ;», έγειρε το κεφάλι της στα πλάγια. «Πάντοτε βάζεις προτεραιότητα την δική μας ευτυχία.»
Για κλάσματα του δευτερολέπτου το βλέμμα της διασταυρώθηκε με εκείνο του Σκοτ και χαμογέλασαν τρυφερά ο ένας στον άλλον. Αυτό απαντούσε και στην απορία μου για το πώς εξελίχτηκε το ραντεβού που τους διοργάνωσα μαζί με την Οκτόμπερ.
«Εγώ είμαι η βασίλισσα σας», της υπενθύμισα. «Έτσι κι αλλιώς είστε προτεραιότητα μου.»
«Κι εμείς είμαστε φίλοι σου», είπε ο Τσέις. «Έτσι κι αλλιώς λοιπόν είσαι προτεραιότητα μας.»
Η στιγμή σήκωνε μια ομαδική αγκαλιά.
Έπειτα η Μόνι με τον Τσέις άρχισαν να κόβουν βόλτες στα σκαλιά της εκκλησίας περιπαίζοντας ο ένας τον άλλον. Ήταν κολλητοί από νήπια και δεν υπήρχε στιγμή που να μην την χαράμιζαν πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Εγώ με τον Σκοτ τους χαζεύαμε γελώντας με τα σχόλια τους.
«Εσύ πως είσαι;», με ρώτησε σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του.
«Προσπαθώ να συνεχίσω μετά το χθεσινό», του απάντησα χαμηλόφωνα.
«Θέλω να ξέρεις πως δεν έχω πει τίποτα σε κανέναν. Κι ούτε πρόκειται.»
Χαμογέλασα αδύναμα, καθώς ήμουν σίγουρη γι' αυτό. «Σ' ευχαριστώ.»
«Μην με ευχαριστείς», χαμογέλασε πιο δυνατά από μένα. «Καταλαβαίνω πως είσαι πληγωμένη μαζί με όλα. Πραγματικά πιστεύω ότι δεν είσαι ικανή για κάτι τέτοιο.»
Κλώτσησα ελαφρά κάτι χαλίκια και έβαλα τα χέρια μου στην τσέπη του σακακιού μου. «Πρέπει να έχεις χάσει πάσα ιδέα για μένα.»
«Καθόλου», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και στα βιολετί του μάτια έβλεπα πως μιλούσε ειλικρινά. «Εγώ ξέρω πολύ καλά ποια είσαι και νιώθω πολύ τυχερός που είσαι φίλη μου.»
«Κι εγώ», ψέλλισα και κρύφτηκα μέσα στην αγκαλιά του. «Ελπίζω να πέρασες ωραία το Σαββατόβραδο σου.»
Τα χείλη του συσπάστηκαν σε ένα μειδίαμα και το βλέμμα του ταξίδεψε στην μεριά της Μόνι. «Ήταν από τα πιο όμορφα βράδια.»
«Σου αρέσει πολύ ε;»
Εκείνος χαμήλωσε τα μάτια του για να συναντήσουν τα δικά μου χωρίς να σταματάει να μισοχαμογελάει. «Νομίζω πως αρχίζω να την ερωτεύομαι.»
«Σκοτ», αναφώνησα και απομακρύνθηκα από την αγκαλιά του για να τον βλέπω καλύτερα «Αυτό είναι υπέροχο.»
«Όντως», γέλασε σαν μικρό παιδί. «Ελπίζω να νιώθει κι εκείνη το ίδιο.»
«Δεν νομίζω να αργήσουμε να μάθουμε.»
Με χαροποίησε πολύ η ομολογία του Σκοτ. Δεν άργησα πολύ να δω το φως, όπως με συμβούλεψε ο πάτερ. Οι φίλοι μου για μία ακόμη φορά ήταν το στήριγμά μου και μου προσέφεραν θαλπωρή και στοργή. Η ευτυχία τους ήταν και δική μου.
Οι τρεις μας περιμέναμε εκεί μέχρι να νυχτώσει και να συναντήσουμε τον Νόα, τον Χουάν και τους δύο νέους στρατολογούμενους. Όσο πλησίαζε η ώρα έβλεπα την Μόνι να νιώθει όλο και πιο πολύ άβολα, αλλά προσπαθούσε να μην το δείξει. Για μένα που μελετούσα καλά τους γύρω μου δεν ήταν δύσκολο να δω πέρα από την μάσκα της. Ούτε και για τον Σκοτ και τον Τσέις. Αλλά και εκείνοι προτίμησαν να μην θίξουν το ζήτημα, γιατί θα χειροτέρευαν την κατάσταση της.
Όταν έδυσε ο ήλιος για τα καλά κατευθυνθήκαμε στο πίσω μέρος της εκκλησίας, όπου ήταν ήσυχα και απόμερα τέτοιες ώρες. Ακούγοντας το αυτοκίνητο του Νόα να μας πλησιάζει και να σβήνει έκανα ένα βήμα μπροστά κρύβοντας κάπως την Μόνι. Δεν ήθελα να είναι σε κοινή θέα. Μακάρι να μπορούσα να κάνω το ίδιο και για τον Τσέις. Οι δυο τους δεν ήταν εξοικειωμένοι με βρικόλακες στο βαθμό που ήταν ο Σκοτ. Έπειτα η Μόνι επρόκειτο να δει για πρώτη φορά τον βιολογικό της πατέρα. Η ατμόσφαιρα θα ήταν πολύ ηλεκτρισμένη και από τις δύο μεριές. Για τον Νόα σίγουρα θα ήταν πιο ευχάριστο από την Μόνι.
«Έχουμε παρέα σήμερα», σχολίασε ο Νόα ερχόμενος κοντά μας και κοιτάζοντας τον Τσέις και την Μόνι πίσω μου.
Στην αρχή δεν την παρατήρησε καλά, καθώς την έκρυβα.
«Επέμεναν να έρθουνε», απάντησα.
«Δεν θέλαμε να την αφήσουμε μόνη της», αποκρίθηκε η Μόνι κι ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.
Θαύμασα το θάρρος της και την αποφασιστικότητα με την οποία του μίλησε. Ο Νόα σαφώς μαρμάρωσε μπροστά μας. Δεν του ήταν δύσκολο να την αναγνωρίσει. Εξωτερικά ήταν ίδια μαζί του. Την περιεργαζόταν από την κορφή ως τα νύχια με μάτια υγρά. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τον έβλεπα σε κατάσταση σοκ. Η Μόνι από μεριάς της στεκόταν με τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά και έχοντας τα στρογγυλά, γαλανά της μάτια ευθεία μπροστά στα δικά του. Η στάση της έδειχνε ακεραιότητα, αλλά μπορούσα να καταλάβω την δυσφορία της νιώθοντας τα κόκκινα μάτια ενός βρικόλακα πάνω της. Ίσως όμως να της ήταν πιο εύκολο επειδή ήταν ο πατέρας της. Κι όσα πράγματα κι αν είχε κάνει, έπραττε με πυξίδα την αγάπη του για εκείνη.
«Εσύ είσαι...», ψέλλισε ο Νόα αδύναμος να συνεχίσει.
«Η Μόνι», είπε εκείνη. «Η κόρη σου.»
«Είσαι πολύ όμορφη.»
«Και πολύ έξυπνη», συμπλήρωσα.
«Δεν αμφιβάλλω», χαμογέλασε ο Νόα. «Κι η μητέρα σου είχε λαμπρό μυαλό.»
«Εσύ θα το ξέρεις αυτό.»
Ο Νόα έκανε ένα βήμα μπροστά κι ο Σκοτ το ίδιο.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;», τον ρώτησε ρίχνοντας του μια πλάγια ματιά.
«Μην πλησιάζεις περισσότερο», του απάντησε ο Σκοτ.
Ο Νόα γέλασε ειρωνικά. «Εμείς οι δυο δεν θα τα πάμε καλά.»
«Δεν είχα σκοπό να γίνουμε και φίλοι.»
«Αρκετά», τους διέκοψα. «Μπορείτε να συνεχίσετε μετά την συνάντηση μας με τους δυο νέους στρατολογούμενους.»
«Θα έρθει μόνο ένας», είπε ο Χουάν. «Ο άλλος δεν μπορούσε. Αλλά ο Ρώσος ενδιαφερόταν πολύ να σε δει.»
«Σύντροφος;», μουρμούρισε ο Τσέις κάνοντας με να γελάσω ελαφρά.
Ο Ρώσος σύντροφος δεν άργησε να έρθει στην παρέα μας. Το όνομά του ήταν Ίγκορ Αμπχιγκύαν. Εξωτερικά έμοιαζε με έναν σθεναρό βρικόλακα. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος με μεγάλες πλάτες. Είχε στρογγυλό πρόσωπο και μαύρα μαλλιά, σαν την νύχτα. Το δέρμα του ήταν σαφώς κάτασπρο και τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν το αίμα. Ήταν πολύ θερμός απέναντί μου και δεν κοιτούσε τους φίλους μου και τον Χουάν σαν μεζέδες. Εκείνος για καλό και για κακό κρατούσε τις αποστάσεις του, γιατί πολύ ορθά δεν εμπιστευόταν τους βρικόλακες.
«Βασίλισσα μου», έκανε μια βαθιά υπόκλιση μπροστά μου. Η προφορά του ήταν βαριά κι η χροιά της φωνής του μου θύμισε τον Ντιμίτρι. «Είναι μεγάλη μου τιμή που σε γνωρίζω.»
«Καλώς ήρθες στην μικρή μας συμμαχία», ένευσα ελαφρά.
«Δεν μπορούσα να μείνω μακριά. Τα νέα για την δύναμη σου έχουν ήδη ταξιδέψει πέραν από τον ωκεανό. Σύντομα θα έχεις έναν ολόκληρο στρατό στο πλάι σου.»
«Εύχομαι να γίνει πολύ σύντομα», του χαμογέλασα.
Εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελο και σταύρωσε τα χέρια του πίσω από τηνπλάτη του. «Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου, υπάρχει κι ένας δεύτεροςλόγος για τον οποίο αποφάσισα να παλέψω στο πλευρό σου.»
«Τι λόγος;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.
«Υπάρχει κάποιος μαζί σου με τον οποίο έχω πολύ στενή σχέση», μου απάντησε.
Όλοι κοιταχτήκαμε μεταξύ μας ψάχνοντας να βρούμε ποιον εννοούσε.
«Όχι αυτή την στιγμή», συμπλήρωσε βλέποντας μας. «Γενικά. Στην ζωή σου.»
«Είναι βρικόλακας;», τον ρώτησα μια αρκετά εύλογη ερώτηση.
Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είναι νταμπίρ. Το όνομά του είναι Ντιμίτρι.»
«Ντιμίτρι!», αναφωνήσαμε όλοι μαζί με μια φωνή.
Ο Ίγκορ γέλασε ελαφρά με αυτή μας την αντίδραση. «Βλέπω ότι η φήμη τουγιου μου είναι μεγάλη.»
Ο Ντιμίτρι ήταν γιος του; Δηλαδή ήταν παιδί βρικόλακα και θνητής, όπως η Μόνι; Όλο μου το σώμα είχε μουδιάσει σε αυτή την αποκάλυψη κι ευτυχώς που δεν ήμουν μόνη μου, γιατί δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη.
«Μισό λεπτό», ο Τσέις άπλωσε το χέρι του και πήρε τον λόγο, όπως έκανε συνήθως μετά από μια αμήχανη στιγμή. «Θέλεις να μας πεις ότι ο Ντιμίτρι, ο δικός μας Ντιμίτρι είναι γιος σου; Όπως λέμε παιδί σου;»
«Ακριβώς», ένευσε.
«Πώς είναι δυνατόν;», μουρμούρισε ο Χουάν.
«Μου φαίνεσαι πολύ μεγάλος για να μην γνωρίζεις πως γίνονται τα παιδιά», τον ειρωνεύτηκε ο Ίγκορ.
«Δεν εννοεί αυτό», κατάφερα να πω. «Πώς γίνεται να είσαι ο πατέρας σου; Πώς προέκυψε ο Ντιμίτρι;»
«Γνώρισα την μητέρα του πολλά χρόνια πριν και παρά το τι ήμουν με δέχτηκε», άρχισε να μας εξηγεί «Όταν έμεινε έγκυος ήξερα πως δεν θα ζούσε. Σπάνια θνητές μητέρες επιβιώνουν από την γέννα νταμπίρ. Γι' αυτό και την άφησα σε ένα ίδρυμα να γεννήσει το παιδί και έπειτα να ανατραφεί εκεί. Όταν πήγα να τον βρω δεν ήταν εκεί.»
Την συνέχεια την ήξερα. Στο ίδρυμα είχε πάρει το όνομα του κι όταν ήταν περίπου έξι χρονών το είχε σκάσει. Οι γονείς μου τον είχαν βρει και τον πήραν υπό την προστασία τους. Τώρα καταλάβαινα ότι στα μάτια του είχαν δει το χαμένο τους γιο. Έτσι τον μεγάλωσαν εκείνοι ως έναν Σάντος. Παρά τα όσα είχαν γίνει, για μένα ο Ντιμίτρι εξακολουθούσε να είναι Σάντος. Ακόμα και τώρα που γνώριζα τον βιολογικό του πατέρα.
«Πολύ της μόδας είναι αυτά», μουρμούρισε ο Τσέις κοιτώντας την Μόνι και τον Νόα.
Οι δυο τους έσμιξαν τα φρύδια τους σε αυτά του τα λόγια, παίρνοντας ακριβώς την ίδια έκφραση. Πόσο φτυστοί μπορούσαν να γίνουν πια!
«Γιατί ήθελες να τον πάρεις;», ρώτησα. «Θα τον έκανες σαν κι εσένα;Γιατί κι αυτό είναι πολύ της μόδας», έριξα μια ματιά στον Νόα, ο οποίοςστριφογύρισε τα μάτια του κι ο Τσέις γέλασε πνιχτά.
«Παιδί μου είναι», μου απάντησε. «Είχα κάθε δικαίωμα να τον δω.»
«Τώρα είναι ενήλικας κι αν δεν θέλει να σε δει δεν μπορεί να τον πιέσει κανένας μας.»
«Δεν θέλω να τον πιέσω», κούνησε το κεφάλι του. «Θα ήθελα όμως να τον δω μια φορά. Ελπίζω να με καταλαβαίνεις.»
«Αν ποτέ δεις τον Ντιμίτρι θα πρέπει να ξέρεις ότι δεν χαρίζεται εύκολα», αποκρίθηκε ο Νόα.
Ο Ίγκορ μειδίασε με αυτό το σχόλιο. «Δεν αμφιβάλλω. Έχω μάθει πολλά για εκείνον. Και μου μοιάζει πολύ.»
Ενοχλήθηκα αρκετά με αυτή την σύγκριση. Ο Ντιμίτρι δεν είχε καμία σχέση με ένα βρικόλακα. Ακόμα και αν πράγματι αυτός ήταν ο πατέρας του, ο Ντιμίτρι ήταν Σάντος, όπως κι η Μόνι ήταν Τζόνσον. Οι δυο τους είχαν αποδείξει πως η ανατροφή έπαιζε μεγάλο ρόλο για την διαμόρφωση μια προσωπικότητας.
«Αν δεν έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις», καθάρισα τον λαιμό μου θέλοντας να τελειώνει αυτή η συνάντηση. Τώρα έβλεπα τον Ίγκορ σαν ένα εισβολέα έτοιμο να πάρει τον Ντιμίτρι μακριά μου.
«Είμαι απόλυτα καλυμμένος», έκανε μια βαθιά υπόκλιση ξανά. «Θα βρίσκομαι πάντοτε στην διάθεση σου βασίλισσα μου κι ελπίζω την επόμενη φορά να έχεις μαζί σου και τον Ντιμίτρι.»
Εγώ έσφιξα τα δόντια μου και έβγαλα ένα βεβιασμένο χαμόγελο, το οποίοήξερα πως δεν τον έπεισε. Εκείνος όμως χαμογέλασε ειλικρινά. Ένα κομμάτι τουεαυτού μου πίστευε πως με προσέγγισε μόνο για τον Ντιμίτρι και πως αν δεν κανόνιζα μια συνάντηση μεταξύ τους θα έφευγε. Ειλικρινά δεν με ένοιαζε όμως. Δεν ήταν ο πατέρας του. Ο μπαμπάς του Ντιμίτρι ήταν ο Αλεχάντρο Ντιέγκο Σάντος κι όχι ένα απόβρασμα του υπόκοσμου.
«Νέα δράματα στον ορίζοντα», ψέλλισε ο Τσέις.
Εγώ γύρισα για να αντικρίζω τους πάντες και σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου. «Τουλάχιστον αυτός δεν μας απήγαγε.»
Ο Νόα συνοφρυώθηκε και για να πω την αλήθεια μετάνιωσα που είπα κάτι τέτοιο, ειδικά μπροστά στην Μόνι.
«Νομίζω πως πρέπει να επιστρέψουμε στην Μόιρα», συνέχισα και στράφηκα στον Χουάν και στον Νόα. «Σας ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία.»
Ο Χουάν μου χαμογέλασε και με σκούντηξε μαλακά στον ώμο. «Είμαστε εδώ για σένα.»
Οι τέσσερις μας αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε, ενώ ο Σκοτ με τον Νόα κοιτάχτηκαν απειλητικά μεταξύ τους. Αν ο Νόα μάθαινε πως ο Σκοτ ήταν το αγόρι της Μόνι δεν θα ήταν τόσο εγκρατής την επόμενη φορά.
«Μόνι», μας σταμάτησε ο Νόα πριν χαθούμε από το οπτικό του πεδίο. Εκείνη γύρισε για να τον αντικρίσει και ξεροκάταπιε. «Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα», της χαμογέλασε στοργικά σαν τρυφερός πατέρας. «Εύχομαι να σε δω ξανά στο μέλλον.»
Εκείνη δεν του απάντησε. Μονάχα τον κοίταξε στα μάτια για μερικές στιγμές κι έπειτα συνεχίσαμε την πορεία μας.
Μου ήταν δύσκολο να καταλάβω ακριβώς πως ένιωθε αυτή την στιγμή. Είχεσφίξει τα δάχτυλα της μεταξύ τους και σε όλη την διαδρομή αγνάντευε έξω τονδρόμο σκεπτόμενη. Η έκφρασή της ήταν ήρεμη, οπότε δεν φαινόταν ενοχλημένη.Πάντοτε είχε την περιέργεια για εκείνον και τώρα τον είχε δει με τα ίδια τηςμάτια. Προς το παρόν θα την άφηνα νασυνειδητοποιήσει την ολιγόλεπτη συνάντηση με τον πατέρα της για να μπορούσα ναχωνέψω κι εγώ την γνωριμία μου με τον Ίγκορ, την οποία σαφώς αδυνατούσα νακρατήσω για τον εαυτό μου.
Όταν επιστρέψαμε στην Μόιρα οδήγησα στο παλάτι και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο του Ντιμίτρι. Ήταν αρκετά έκπληκτος όταν με είδε, αλλά και ανακουφισμένος. Φοβόταν πως ήμουν θυμωμένη μαζί του και πως δεν ήθελα να τον βλέπω. Εν μέρει αυτό ίσχυε αλλά μετά το σημερινό κατάλαβα πως ο Ντιμίτρι δεν είχε προδώσει κανέναν. Αντίθετα έπραττε σαν ένας αληθινός Σάντος. Γι' αυτό δεν τον έσπρωξα μακριά μου και βύθισα το πρόσωπο μου στο στήθος του απολαμβάνοντας την ζεστή του αγκαλιά.
«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω», μουρμούρισε πάνω από το αυτί μου. «Έλα πέρασε», έκανε στην άκρη κι εγώ προχώρησα μέσα.
«Συνέβη κάτι σήμερα και δεν μπορώ να μην σου το πω», άρχισα να παίζω με το δαχτυλίδι της Χόουπ και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού του.
Εκείνος κάθισε δίπλα μου σμίγοντας τα φρύδια του απορημένος. «Κάτι καλό;»
«Όχι ιδιαίτερα», ξεφύσησα και χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Πραγματικά δεν ξέρω πώς να σου το πω.»
«Όπως σου βγει», έσφιξε το χέρι μου στο δικό του. «Αρκεί να μου το πεις.»
«Ντιμίτρι», είπα τελικά ενώ τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν. «Μπορεί εσύ να μου κρατάς μυστικά, αλλά εγώ δεν μπορώ να το κάνω.»
Πίεσε τα χείλη του μεταξύ τους σε αυτή μου την εισαγωγή.
«Και μπορεί να μην με πιστεύεις, αλλά δεν στο λέω αυτό με πικρία»,συνέχισα. «Σήμερα γνώρισα έναν νέο στρατολογούμενο. Το όνομά του είναι ΊγκορΑμπχιγκύαν και», εισέπνευσα «ισχυρίζεται ότι είναι ο πατέρας σου.»
Το χέρι του χαλάρωσε σε αυτά μου τα λόγια και η πλάτη του συσπάστηκε από την κατάπληξη. Με κοιτούσε σαστισμένος χωρίς να βγαίνει λέξη από το στόμα του.
«Αλλά δεν έχει σημασία τι λέει εκείνος», σύρθηκα πιο κοντά του και πέρασα το χέρι μου γύρω από τον ώμο του. «Ο πατέρας σου είναι ο Αλεχάντρο κι η μητέρα σου η Μαρέβα. Εγώ είμαι η αδερφή σου και κανενός τα λόγια κι οι ισχυρισμοί δεν πρόκειται να το αλλάξει αυτό.»
Ο Ντιμίτρι ξεροκάταπιε κι άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες για να συνέλθει. «Αυτό είναι», ψέλλισε. «Απίστευτο.»
«Στο ξαναλέω πως δεν έχει σημασία τι λέει», επέμεινα.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Ας είμαστε ειλικρινείς. Μπορεί να με δέχτηκαν οι γονείς σου, αλλά δεν ήμουν ποτέ ένας Σάντος.»
«Είσαι», ταρακούνησα τον ώμο του. «Δεν υπάρχει νταμπίρ που να το αρνείται αυτό. Είσαι ένας Σάντος. Πάντα θα είσαι και ποτέ δεν θα σταματήσεις. Όπως κι η Μόνι είναι μια Τζόνσον. Τι σημασία έχει ποιος σας γέννησε; Αυτοί που σας μεγάλωσαν σας αγαπάνε πραγματικά», πέρασα τα δάχτυλά μου ανάμεσα από τα δικά του και τα έσφιξα. «Είσαι ο αδερφός μου. Ποτέ μου δεν σε είδα ως κάτι διαφορετικό. Και σ' αγαπάω αδερφέ μου.»
«Κι εγώ σ' αγαπάω», είπε χαμηλόφωνα και τα μάτια του υγράνθηκαν. «Αδερφή μου.»
Μισοχαμογέλασα και χάιδεψα το μάγουλο του. «Κι η μεγαλύτερη απόδειξη του ότι είσαι ένας αληθινός Σάντος είναι η ενστικτώδη σου ανάγκη να προστατεύεις τον Κάρτερ. Γιατί ένας Σάντος πάντα πρέπει να φροντίζει έναν Μάρεϊ.»
Ο πατέρας μου, ο πατέρας μας, χρησιμοποιούσε συχνά αυτό το μότο, το οποίο είχε υιοθετήσει από τον παππού μου. Όταν ήρθαμε στην Μόιρα κατάλαβα και εγώ και ο Ντιμίτρι πως δεν ήταν μονάχα λόγια του αέρα. Και οι δυο μας επικεντρωθήκαμε από την πρώτη στιγμή στην προστασία των Μάρεϊ, πέρα από των υπολοίπων. Ήταν γραφτό για τους Σάντος να είναι στηρίγματα τους. Και πραγματικά δεν υπήρχε πιο όμορφο πεπρωμένο για τον οίκο μας.
«Υποθέτω ότι έχεις δίκιο», ένευσε μια φορά.
«Γι' αυτό ακριβώς», πήρα μια βαθιά ανάσα για να μπορέσω να εξωτερικεύσω την απόφαση μου. Ήταν δύσκολο να το πω, κι ήξερα πως θα αντιδρούσε «πιστεύω πως δεν πρέπει να γίνεις δικός μου φρουρός, αλλά του Κάρτερ.»
«Ορόρα», αναφώνησε έκπληκτος. «Τι είναι αυτά που λες; Δέκα χρόνια ονειρευόμασταν να γίνω δικός σου φρουρός. Γιατί άλλαξες γνώμη; Τόσο πολύ σε πλήγωσα που δεν με θες προστάτη σου;»
«Σε έχω προστάτη μου έτσι κι αλλιώς» πέρασα το χέρι μου γύρω από τον σβέρκο του και τον έσπρωξα κοντά μου. «Αλλά εκεί που πραγματικά ανήκεις είναι δίπλα στον Κάρτερ. Δεν σε τιμωρώ, Ντιμίτρι. Σου δείχνω απλά τον δρόμο σου.»
«Μα», αναστέναξε «Και στο δικό σου πλευρό ανήκω.»
«Φυσικά», του έσκασα ένα χαμόγελο. «Κι είσαι από την πρώτη κιόλας μέρα.Και τώρα Ντιμίτρι Σάντος, θα σταθείς ως στήριγμα του Κάρτερ Μάρεϊ.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top