15. ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΤΗΣ ΧΟΟΥΠ

Η Άννα είχε βρεθεί στην Μόιρα ελάχιστες φορές. Το Πόρτλαντ ήταν πολύ μουντό σε σχέση με την ηλιόλουστη Καλιφόρνια. Οι επισκέψεις της έγιναν λίγο πιο συχνές όταν η Χόουπ έγινε βασίλισσα, για να βλέπει την κόρη της και τα εγγόνια της. Δεν ήξερε την πόλη τόσο καλά όσο κάποιος που την ζούσε καθημερινά. Και μέσα στα έξι χρόνια κόμματος, μερικά πράγματα είχαν αλλάξει. Τις πρώτες μέρες θα χρειαζόταν έναν συνεχή ξεναγό, αλλά σύντομα θα μάθαινε τα κατατόπια. Πλέον θα γινόταν το μόνιμό της σπίτι, μετά από παράκληση μας. Εκείνη δίστασε αρχικά αλλά τελικά πείστηκε. Δεν υπήρχε κάτι για εκείνη πίσω στην Καλιφόρνια. Αντίθετα εδώ υπήρχαν τα εγγόνια της και κάθε τι που θα της θύμιζε την κόρη της.

Αφού συνήλθαμε όλοι από το δύσκολο ξόρκι και πήραμε και το εξιτήριο της Άννας επιστρέψαμε στην Μόιρα, όπου τα νέα για την θαυματουργή της ανάρρωση είχαν ταξιδέψει γρήγορα. Ο Σον κι ο Ντιμίτρι είχαν φροντίσει να οργανώσουν ένα μικρό δείπνο προς τιμήν της με φίλους και οικογένεια, για να την καλωσορίσουν στο νέο της σπίτι. Οι δυο τους, μαζί με τα τρία γηραιότερα μέλη του συμβουλίου και τον αρχηγό της βασιλικής φρουράς μας περίμεναν στους βασιλικούς κήπους για να υποδεχτούν την μητέρα της βασίλισσας Χόουπ.

«Καλώς όρισες Άννα», αποκρίθηκε ο Σον και έκανε μια ελαφριά υπόκλιση φιλώντας της ευγενικά το χέρι.

«Σον» χαμογέλασε εκείνη και πέρασε τα χέρια της γύρω του. «Λυπήθηκα πολύ όταν έμαθα για τον γιο σου. Ήταν υπέροχο παιδί.»

«Ήταν πράγματι», τα μάτια του Σον άστραψαν στην αναφορά του Μάικλ, αλλά παρέμεινε ακέραιος. «Είναι μεγάλο κρίμα το πόσοι δεν είναι μαζί μας πια.»

Ήταν αρκετοί εκείνοι που θα ήθελα όσο τίποτα άλλο να είναι ακόμα εδώ. Συμμερίστηκα απόλυτα τα λόγια του Σον και δεν μπόρεσα να αποτρέψω ένα συνοφρύωμα. Η Μέλανη έσφιξε το χέρι μου κι ήρθε πιο κοντά μου προσφέροντας μου την ζεστασιά της και την παρηγοριά της.

«Να σου γνωρίσω από εδώ τον Ντιμίτρι», ο Σον άπλωσε το χέρι του υποδεικνύοντας τον Ντιμίτρι, ο οποίος έκανε ένα βήμα μπροστά. «Είναι ο θετός γιος του Αλεχάντρο και της Μαρέβα και πολλά υποσχόμενος μέλλων φρουρός.»

«Μεγάλη μου χαρά που σε γνωρίζω», έσφιξε και φίλησε το χέρι της σαν σωστός ιππότης.

«Η χαρά είναι όλη δική μου», του απάντησε η Άννα.

Έπειτα ο Σον την σύστησε στον Σπένσερ και στα μέλη του συμβουλίου και προχωρήσαμε μέσα στο παλάτι. Της δείξαμε τα βασικά, όπως τα κύρια καθιστικά, τις τραπεζαρίες, την βιβλιοθήκη, την αίθουσα των συμβουλίων και ήσυχα μέρη των κήπων για να απολαμβάνει τα απογεύματα της. Η ξενάγηση τελείωσε στον δεύτερο όροφο με μένα και την Μέλανη να την οδηγούμε στο δωμάτιο της, για να αλλάξει και να ξεκουραστεί. Προς το παρόν δεν είχε πολλά ρούχα, αλλά η Μέλανη της υποσχέθηκε να πάνε μαζί για ψώνια, όποτε ένιωθε άνετα να κυκλοφορήσει μέσα στην πόλη.

«Λοιπόν γιαγιά, τι θέλεις να κάνουμε τώρα;», την ρώτησε η Μέλανη ανοίγοντας τις κουρτίνες για να φωτίσει το δωμάτιο.

Η Άννα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της βγάζοντας έναν αναστεναγμό χαλάρωσης. Ότι είχε ξυπνήσει από κόμμα και ήταν ακόμα κουρασμένη. Κι εμείς με τόση ενέργεια που είχαμε καταναλώσει δεν πηγαίναμε πίσω. Μάλιστα από ότι φαινόταν αυτός που αργούσε να συνέλθει ήμουν εγώ, γιατί είχα δώσει περισσότερη ενέργεια, καθώς την είχα κιόλας. Το χρώμα μου δεν είχε επανέλθει πλήρως, ενώ ήθελα συνεχώς να καθίσω κάπου ή ακόμα καλύτερα να ξαπλώσω. Ούτε όταν με αρρώστησε η Σάρα δεν αισθανόμουν τόσο κατάκοπη.

«Προς το παρόν θέλω να περάσω λίγο χρόνο με την εγγονή μου.»

Η Μέλανη την πλησίασε με γρήγορες δρασκελιές και αναπήδησε δίπλα της. «Το μόνο εύκολο.»

«Εγώ να σας αφήσω μόνες σας.»

«Όχι, κάθισε», με σταμάτησε η Άννα. «Είναι μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε για το πώς μπόρεσες να συμμετάσχεις σε ένα ξόρκι.»

«Μπορεί να σου τα πει η Μέλανη», έστρεψα το βλέμμα μου σε εκείνη «Τα πάντα.»

«Είσαι σίγουρη;», με ρώτησε κοιτάζοντας με εξεταστικά.

«Είμαι», κατένευσα.

Έχοντας δώσει στην Μέλανη το έναυσμα να πει τα πάντα στην Άννα, συμπεριλαμβανομένου και του Κάτω Κόσμου, άφησα γιαγιά και εγγονή να αρχίσουν την αναπλήρωση του χαμένου χρόνου. Δεν ήταν οι μόνες άλλωστε που έπρεπε να το κάνουν. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου όχι άλλα ψέματα και μυστικά, ειδικά με τον Ντιμίτρι και δεν είχα σκοπό να την αθετήσω. Φεύγοντας από το δωμάτιο της Άννας κατευθύνθηκα σε εκείνο του Ντιμίτρι, αλλά προτού χτυπήσω την πόρτα, άκουσα ομιλίες και μάλιστα έντονες. Η μια φωνή ήταν του Ντιμίτρι κι η άλλη του Κάρτερ, ο οποίος αν και με ήπιο τόνο εξέπεμπε μεγάλη ενόχληση.

«Έπρεπε να μου το είχες πει», αποκρίθηκε. «Την στιγμή που έμαθες για την μαγεία της Ορόρα.»

Δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγη όταν κατάλαβα ότι μιλούσαν για μένα, αλλά παραξενεύτηκα.

«Έχεις δίκιο», του απάντησε ο Ντιμίτρι. «Μας έβαλε να ορκιστούμε όμως να περιμένουμε να στο πει η ίδια.»

«Ναι, αλλά όσο καθυστερούσε έπρεπε να την πείσετε να μου μιλήσει ή να το έκανες εσύ. Σε έχω εμπιστευτεί με αυτό που κάνω τώρα κι ήλπιζα ότι θα ήταν αμοιβαίο.»

Τι έκανε τώρα; Και τι εννοούσε τον είχε εμπιστευτεί; Ο Ντιμίτρι ήξερε πράγματα για τον Κάρτερ και μου τα έκρυψε ξανά; Εκείνος είχε αφήσει την Μόιρα να τον αλλάξει από την πρώτη κιόλας στιγμή και συνέχιζε. Κι όχι μόνο δεν σταματούσε αλλά με έκανε να νιώσω τύψεις για τα δικά μου παραστρατήματα.

«Είναι αμοιβαίο», τον διαβεβαίωσε. «Δεν σε έχω προδώσει και εξακολουθώ να σε βοηθάω. Αλλά κατάλαβε με. Η Ορόρα δεν είναι μόνο η βασίλισσα μου και με αυτό που της κρύβουμε το λιγότερο που μπορούσα να κάνω είναι να σεβαστώ την επιθυμία της», ξεφύσησε και έκανε μια ολιγόλεπτη παύση. «Εσύ είσαι σίγουρος γι' αυτό που αποφάσισες;»

Ο Κάρτερ δεν του απάντησε αμέσως. Τον άκουσα να κάνει μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο. «Όχι, δεν είμαι. Αλλά αφού μπήκα γρήγορα στα βαθιά, θα συνεχίσω να κολυμπάω.»

«Πρέπει να προσέχεις να μην πνιγείς», τον συμβούλεψε ο Ντιμίτρι. «Τα νερά που επέλεξες δεν είναι μόνο βαθιά αλλά κι επικίνδυνα. Μια απερισκεψία και θα τινάξεις τα πάντα στον αέρα.»

«Είμαι προσεκτικός. Πάντοτε ήμουν σε αυτό το θέμα», εισέπνευσε. «Δεν θα το ανακοινώσω ακόμα. Θα περιμένω λίγες μέρες ακόμα. Όταν όμως γίνει δεν θα έχω κανενός την στήριξη. Μπορώ να βασιστώ πάνω σου;»

«Πάντα.»

Σε κάθε τους πρόταση μου γεννιόνταν από δέκα απορίες. Δεν είχα ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσαν κι από ότι φαινόταν θα μαθαίναμε σύντομα, κάτι όχι και τόσο ευχάριστο. Εκείνος όμως που ήξερε τα πάντα ήταν ο Ντιμίτρι, ο οποίος με είχε αντικαταστήσει με τον Κάρτερ. Κάποτε μιλούσαμε οι δυο μας κρυφά από όλους κι όλα. Τώρα αυτό το μοιραζόταν με εκείνον κι εγώ είχα μετατραπεί στην ανήξερη της υπόθεσης. Δεν μου ήταν και πολύ δύσκολο να αρχίσω να θυμώνω και το χέρι μου βρέθηκε πολύ κοντά στο να ακουμπήσει το πόμολο και να βρεθώ μαζί τους φωνάζοντας και απαιτώντας εξηγήσεις. Ήξερα όμως ότι το μόνο που θα κατάφερνα ήταν να εξοργιστώ περισσότερο όταν οι δυο τους θα αρνούνταν τα πάντα και επιπρόσθετα θα μου την έλεγαν που τους κρυφάκουσα. Θα επικρατούσε αναστάτωση χωρίς αποτέλεσμα και δεν ήθελα η πρώτη μέρα της Άννας στην Μόιρα να είναι ταραχώδης. Έκανα λοιπόν μερικά βήματα προς τα πίσω αθόρυβα και καθαρίζοντας τον λαιμό μου πλησίασα ξανά κάνοντας πιο αισθητή την παρουσία μου. Έπειτα χτύπησα την πόρτα και προσποιήθηκα πως όλα ήταν μέσα στην άγνοια, όπως ήθελαν να πιστέψουν.

«Ορόρα», αποκρίθηκε ο Κάρτερ, ο οποίος άνοιξε την πόρτα. «Πέρασε. Εγώ ότι έφευγα.»

«Να μην σε κρατάμε.»

Εκείνος φάνηκε να ενοχλείται, αλλά δεν είπε τίποτα. Χαιρέτισε με ένα νεύμα τον Ντιμίτρι και μόλις έφυγε έκλεισα την πόρτα πίσω του.

«Πώς αισθάνεσαι;», με πλησίασε ο Ντιμίτρι και με έκλεισε στην αγκαλιά του.

Άλλες φορές θα βύθιζα το πρόσωπο μου στο στήθος του και θα άφηνα να τους χτύπους της καρδιάς του να με ηρεμήσουν. Τώρα με το ζόρι έπεισα τον εαυτό μου να τυλίξω τα χέρια μου γύρω του για να μην φανώ περίεργη.

«Ανησύχησα όταν μου είπε ο Κάρτερ ότι λιποθύμησες.»

Να ήταν και το μόνο που σου έχει πει!

«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας», έκανα ένα βήμα πίσω για να διαπιστώσει και μόνος του ότι θα ήμουν εντάξει. Μπορεί να με είχε θυμώσει, αλλά δεν ήθελα να φοβάται για την ζωή μου. «Μια μικρή αδιαθεσία ήταν. Ελπίζω να μην σας διέκοψα από κάτι.»

«Ποτέ σου δεν με διακόπτεις», γέλασε και καθίσαμε στην βεράντα του μιας κι είχε πολύ ωραία μέρα. «Πώς ένιωσες που έκανες το πρώτο σου ξόρκι;»

«Ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα», του απάντησα. «Ξέρεις Ντιμίτρι, σκέφτηκα αυτά που μου είπες από το τηλέφωνο και έχεις απόλυτο δίκιο.»

«Ορόρα», κούνησε το κεφάλι του.

«Όχι», τον διέκοψα. «Δεν δέχομαι αντίλογο σε αυτό. Δεν έπρεπε να σου έχω κρύψει πράγματα. Θυμάσαι πόσο με πλήγωσες όταν το έκανες εσύ.»

Εκείνος κουνήθηκε στην θέση του, αλλά δεν είπε τίποτα. Σκοπός μου ήταν να τον πείσω με πλάγιο τρόπο να μου μιλήσει. Οι φωνές κι οι υστερίες δεν θα με κολάκευαν κιόλας. Η μητέρα μου με είχε διδάξει άριστα την τέχνη της πειθούς, μιας και ως βασίλισσα θα συναντούσα πολλούς μυστικοπαθείς στην ζωή μου. Πού να ήξερε πως ο ένας θα ήταν ο Ντιμίτρι μας.

«Δεν θέλω λοιπόν σε καμία περίπτωση να νιώσεις κι εσύ έτσι», συνέχισα. «Είναι πολύ απαίσιο να νιώθεις πως το μοναδικό νταμπίρ που εμπιστευόσουν μια ζωή σε πρόδωσε. Γι' αυτό θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου από εδώ και μπρος.»

Τα σκοτεινά του μάτια με κοιτούσαν και παρά το ανέκφραστο πρόσωπο του, ήξερα πως οι λέξεις μου ήταν μαχαιριές στις ανοιχτές του πληγές. Υπήρχε όμως τρόπος να τις κλείσει με το να μου μιλήσει.

«Σίγουρη για την δύναμη μου συνάντησα τους βρικόλακες που έχει στρατολογήσει μέχρι στιγμής ο Νόα», άρχισα να του διηγούμαι τα τελευταία μου κατορθώματα. «Μαζί μου ήταν κι ο Σκοτ, ο οποίος για να με πείσει πήρε τον όρκο του από τώρα.»

«Αυτό το ξέρω», μου είπε. «Δεν προσπάθησε να το κρύψει.»

«Ναι», ένευσα. «Γιατί να το έκανε άλλωστε; Όποιος έχει να κρύψει κάτι, πρόκειται για κάποιο σφάλμα.»

Χαμήλωσε για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του και μασουλώντας το ούλο του κατάφερε να με αντικρίσει ξανά.

«Επίσης με την βοήθεια του Νόα είχα βρει έναν κυνηγό δαιμόνων για να σκοτώσει την Λίζα και τον Ζάβιερ. Αλλά αυτό μετά από μέρες έκανε σαν να μην μας είχε δει ποτέ στην ζωή του. Κατά πάσα πιθανότατα τον επισκέφτηκαν εκείνοι μετά από εμάς.»

«Δεν είναι και πολύ καλή ιδέα να ανακατεύεσαι με δαίμονες», έγειρε μπροστά «Είναι επικίνδυνοι.»

«Πρέπει να πληρώσουν για ό,τι έχουν κάνει.» Για λίγο ξέχασα τον σκοπό της διαμονής μου και με άφησα να έχω μια εκ καρδίας συζήτηση μαζί του. «Μας έχουν κάνει μεγάλο κακό και η Λίζα», έκανα μια παύση. «Ουσιαστικά με απείλησε την ημέρα που πέθανε ο Μάικλ.»

«Τι πράγμα;», έσμιξε τα φρύδια του.

«Εξακολουθώ να βρίσκομαι στο στόχαστρό της, Ντιμίτρι. Δεν έχω σκοπό να είμαι και σε αυτή την ιστορία το θύμα, αλλά ο κυνηγός.»

Συνέχισα να του ανοίγομαι και να του αναφέρω όλα όσα δεν ήξερε. Του είπα για την θεωρία της Μέλανη, ότι εγώ κι ο Κάρτερ είμαστε η μεγάλη προφητεία, για τους λόγους που με οδήγησαν στο να χωρίσω τον Κάρτερ, το πόσο χαμένη ένιωθα τον τελευταίο καιρό με έναν ακόμη θάνατο στο ιστορικό μου. Ελάφρυνα κατά πολύ το φορτίο μου και για μια στιγμή ένιωσα σαν τις παλιές μέρες, όταν δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσα σε μένα και τον Ντιμίτρι. Δυστυχώς, αυτή η αίσθηση δεν μπόρεσε να κρατήσει για πολύ. Δεν μου ήταν εύκολο να ξεχνάω και αδυνατούσα να διώξω από το μυαλό μου πως για μια ακόμα φορά διάλεξε τον Κάρτερ αντί για μένα.

«Δεν θέλω να κατηγορείς τον εαυτό σου για κανενός τον χαμό», έσφιξε το χέρι μου μέσα στο δικό του.

«Ένα κομμάτι του εαυτού μου είχε ανάγκη να ξυπνήσω την Άννα. Ήθελα να σιγουρευτώ πως μπορούσα να κάνω κάτι καλό», ανασήκωσα ανάλαφρα τον ένα μου ώμο.

«Έχεις κάνει πολλά καλά σε όλους μας», ένα στοργικό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. «Αυτό μπορούμε να στο επιβεβαιώσουμε όλοι μας.»

«Τώρα λοιπόν ξέρεις τι συμβαίνει στην ζωή μου αυτόν τον καιρό», έγειρα πίσω στην καρέκλα μου και σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά. «Πες μου λοιπόν και για την δική σου. Υπάρχει κάποια καινούρια εξέλιξη;»

«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του αποφεύγοντας να με κοιτάξει κατάματα. «Όλα είναι όπως τα ξέρεις.»

«Σίγουρα;» Προσπάθησα να φαίνομαι όσο πιο χαλαρή γινόταν, χωρίς να παίρνω ανακριτική έκφραση.

Εκείνος με κοίταξε για μερικές στιγμές, οι οποίες φάνηκαν αιώνες και τελικά γέλασε ελαφρά και ένευσε. «Σίγουρα.»

Ακόμα και τώρα που του είχα ανοιχτεί και του είχα δώσει την ευκαιρία να μου πει την αλήθεια, προτίμησε να κρατήσει την υπόσχεση που έδωσε στον Κάρτερ, κι όχι σε μένα. Η απογοήτευση ήταν μεγαλύτερη από τον θυμό και όντας ήδη κουρασμένη δεν είχα το κουράγιο να συνεχίσω μαζί του. Ήταν φανερό πως ακόμα και σε βασανιστήρια να τον υπέβαλα, δεν θα μιλούσε.

«Χαίρομαι Ντιμίτρι που είμαστε όπως παλιά», είπα χαμηλόφωνα. «Θα ήταν μεγάλη απογοήτευση για τους γονείς μας να χάναμε αυτό που είχαμε.»

Ούτε αυτό του ήταν αρκετό. Μονάχα έδιωξε το χαμόγελο του. Αλλά περισσότερες κουβέντες δεν δραπέτευσαν από το στόμα του.

Μετά από αυτή μου την αποτυχία έφυγα, γιατί δεν μπορούσα να μείνω περισσότερο μαζί του ξέροντας ότι δεν ήταν ειλικρινής. Αποφάσισα να πάω στο σχολείο και να ενημερώσω τα παιδιά για το αποψινό δείπνο. Η συντροφιά τους θα με βοηθούσε να ξεπεράσω το γεγονός ότι σιγά – σιγά έχανα ό,τι πίστευα πως θα έμενε παντοτινά δίπλα μου.

Στην διαδρομή μια στιγμή από την περσινή χρονιά πέρασε από το μυαλό μου και την άφησα να ξεδιπλωθεί με κάθε λεπτομέρεια: Ότι είχα επιστρέψει από το νοσοκομείο μετά την απαγωγή του Νόα κι η ψυχική μου υγεία χειροτέρευε μέρα με την μέρα. Τα πρωινά καθόμουν ακίνητη στο κρεβάτι μου προσπαθώντας να θυμηθώ τα πάντα από εκείνη την νύχτα, ενώ τα βράδια τα σεντόνια μου ποτίζονταν από τα δάκρυα μου. Οι γονείς μου φυσικά δεν έκαναν τίποτα για να καταλαγιάσουν αυτόν τον πόνο και συνέχισαν να με κρατάνε στο σκοτάδι. Ο Ντιμίτρι ήταν μονίμως δίπλα μου και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να με ανακουφίσει. Όμως εγώ δεν χρειαζόμουν ένα χέρι βοηθείας ή μερικά λόγια παρηγοριάς. Δεν σταμάτησα να νιώθω ασφαλής στο σπίτι μου κι ούτε δίσταζα να βγω έξω τα βράδια. Φοβόμουν και μισούσα τον εαυτό μου για το κακό που νόμιζα ότι είχα κάνει. Ένα όνομα να μου είχαν δώσει κι όλα θα ήταν πολύ καλύτερα.

«Σκεφτόμουν για τα γενέθλια μου να πάμε σε εκείνο το εστιατόριο που σου αρέσει πολύ», αποκρίθηκε ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και ξεφυλλίζοντας ένα περιοδικό με αυτοκίνητα. Ο Ντιμίτρι λάτρευε τα ακριβά αμάξια. «Τι λες;»

Εγώ καθόμουν στο γραφείο μου μουντζουρώνοντας ένα χαρτί. «Δικά σου γενέθλια είναι», ανασήκωσα τους ώμους μου. «Πάμε όπου θέλεις.»

«Δεν με νοιάζει τόσο το μέρος όσο το να περάσουμε καλά», γύρισε στην επόμενη σελίδα και άρχισε να ζαχαρώνει μια πόρσε.

«Τότε καλύτερα να μην με πάρετε μαζί σας.»

Εκείνος άφησε στην άκρη την λατρεία του κι ήρθε και γονάτισε μπροστά μου. Έκλεισε τα χέρια μου στα δικά του και με κοίταξε με τα τρυφερά του μάτια. «Ακόμα και την Megan Fox να μου φέρετε, εγώ δεν θα περάσω καλά αν δεν είσαι εσύ μαζί μου.»

Εγώ χαμήλωσα το βλέμμα μου αδυνατώντας να απαντήσω. Συνήθως δάκρυζα με την πρώτη λέξη που ξεστόμιζα κι ήταν θαύμα που δεν σπάραζα ακόμα.

«Ορόρα», ξεφύσησε. «Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από τότε. Δεν μπορείς να το αφήσεις πίσω σου;»

«Πώς αφήνεις κάτι τέτοιο πίσω;», τον ρώτησα. «Πώς προχωράς όταν έχεις κάνει κακό σε κάποιον;»

«Οι γονείς σου επιμένουν ότι δεν πείραξες κανέναν. Γιατί δεν τους πιστεύεις;»

«Γιατί μου λένε ψέματα», σηκώθηκα και περπάτησα μέχρι το παράθυρό μου. «Και δεν είναι και η πρώτη φορά», είπα κάνοντας νύξη για την πικρία μου στο θέμα της Μόιρα.

Ο Ντιμίτρι με ακολούθησε και ακούμπησε τους ώμους μου χαϊδεύοντας τους. «Το ξέρεις ότι σ' αγαπάνε και σε βάζουν πάνω από όλους και όλα.»

«Δεν ξέρω τι να πιστέψω πια», μουρμούρισα και γύρισα το κεφάλι μου για να τον βλέπω. «Αν ξέρεις κι εσύ κάτω πάνω σε αυτό και δεν μου το λες...»

«Δεν ξέρω τίποτα», με διέκοψε απαντώντας μου με πλήρη ειλικρίνεια. «Προτιμώ να πεθάνω παρά να είμαι ανειλικρινής μαζί σου.»

Ρίχτηκα μέσα στην αγκαλιά του αφήνοντας την να με ζεστάνει από τα κρύα μυστικά της οικογένειας μου. Είχε πάντοτε αυτή την ικανότητα. Πώς όμως το νταμπίρ εκείνο που διάλεγε το θάνατο από την ανειλικρίνεια να μου είχε κρύψει τόσα πράγματα για χάρη του Κάρτερ; Αν δεν τον ήξερα καλά θα υποστήριζα πως τον είχε υποβάλλει, αλλά ο Κάρτερ δεν έβρισκε την υποβολή ως κάτι το ηθικό, αλλά αναγκαίο κακό. Και δυστυχώς τα κακά ευδοκιμούσαν στις ζωές μας.

Όταν έφτασα στο σχολείο, τα μαθήματα είχαν σαφώς τελειώσει κι οι μαθητές απολάμβαναν ένα κολατσιό ή το δροσερό απόγευμα στο κιόσκι. Οι φίλοι μου βρισκόντουσαν στην τραπεζαρία παίζοντας χαρτιά και γελώντας. Η εικόνα τους με γαλήνεψε. Βλέποντας τους να χαίρονται τις ώρες τους με κάτι φυσιολογικό με έκανε να πιστέψω πως δεν τους είχα καταστρέψει τελείως την ζωή. Μόλις με αντιλήφθηκαν άφησαν την παρτίδα και με υποδέχτηκαν με αγκαλιές και αναφωνήσεις.

«Μας τρομάξατε», μουρμούρισε η Μόνι σφίγγοντας με υπερβολικά στα χέρια της.

«Συγγνώμη», ψέλλισα παλεύοντας να πάρω ανάσα.

«Κοπελιά δεν είναι ασπόνδυλο», της υπέδειξε ο Τσέις «Θα την σπάσεις.»

«Ναι, έχεις δίκιο», με ξέσφιξε αλλά δεν με άφησε από τα χέρια της. «Μου φαίνεσαι χλωμή», άρχισε να με περιεργάζεται.

«Είναι από το ξόρκι», της απάντησα και κάθισα στην παρέα τους.

«Είναι αλήθεια λοιπόν;», με ρώτησε ο Σκοτ. «Η Άννα Ριντ βρίσκεται πλέον μαζί μας;»

«Αλήθεια είναι», κατένευσα χαμογελώντας.

Η Μόνι γέλασε σαν μικρό παιδί κι έφερε την καρέκλα της πιο κοντά μου. «Πώς νιώθεις που χάρις σε σένα οφείλεται αυτό;»

«Δεν το έκανα μόνη μου», την διόρθωσα. «Ήταν κι η Μέλανη με τον Ενρίκε.»

Ο Τσέις έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς στα πλάγια. «Η Μέλανη μας είπε ότι η δική σου ενέργεια την επανέφερε.»

«Η Μέλανη υπερβάλλει!»

Ο Σκοτ γέλασε και ακούμπησε τους πήχεις του πάνω στο τραπέζι. «Πώς είναι; Έχει μάθει για τον θάνατο της Χόουπ;»

«Ναι», πίεσα ελαφρώς τα χείλη μου μεταξύ τους θυμούμενη το θλιμμένο της πρόσωπο. «Αλλά είναι πολύ δυνατή. Θα έχετε κι εσείς την ευκαιρία να την γνωρίσετε απόψε το βράδυ.»

«Εμείς;», απόρησε η Μόνι.

«Ο Σον διοργάνωσε ένα μικρό δείπνο προς τιμήν της κι είστε κι εσείς καλεσμένοι», έγειρα το πιγούνι στο πλευρό της Μόνι. «Λογικά θα είναι κι η Σάρα, μιας κι η Βιλελμίνα έφυγε επιτέλους.»

Εμένα δεν μου είχε δημιουργήσει πρόβλημα, αλλά είχε πάρει με πολύ κακό μάτι την Σάρα, και δεν ήθελα να φέρει εντάσεις στο παλάτι. Είχαμε ήδη αρκετές.

«Εμείς ως τι θα έρθουμε;», με ρώτησε ο Σκοτ.

«Ως οι καλύτεροι φίλοι της εγγονής της», τους απάντησα. «Και δεν είστε και τίποτα τυχαίοι. Εσύ είσαι νέο μέλος του συμβουλίου», κοίταξα την Μόνι κι έπειτα τον Σκοτ «κι εσύ φρουρός μου. Κι εσύ» τα μάτια μου σταμάτησαν πάνω στον Τσέις. «Εσύ είσαι ο Τσέις!»

Εκείνος χαμογέλασε αναδεικνύοντας την λευκή του οδοντοστοιχία. «Η αλήθεια είναι πως η δική μου ιδιότητα είναι πιο σημαντική από τις δικές σας.»

Η Μόνι ανασήκωσε το ένα της φρύδι και ξεκούρασε το πιγούνι της στην παλάμη της. «Από πότε η ιδιότητα του σαχλού ψώνιου υπερισχύει μια σύμβουλο κι έναν φρουρό;»

«Από τότε που δεν είναι υποχείριο του συστήματος», της απάντησε εκείνος.

Οι τρεις μας παραξενευτήκαμε από τον Μαρξ που βγήκε στα καλά καθούμενα από μέσα του.

«Τι;», έσμιξε τα φρύδια του βλέποντάς μας και στράφηκε σε μένα. «Μην μου πεις ότι δεν έχεις ξανακούσει αριστερές απόψεις από την μητέρα σου.»

«Η μαμά μου παντρεύτηκε τον βασιλιά», του υπενθύμισα.

Επίσης το ότι ήταν Ρωσίδα δεν σήμαινε αυτόματα ότι ήταν και κομουνίστρια.

«Τέλος πάντων, Λένιν», τον χλεύασε ο Σκοτ. «Άσε τα πολιτικά για τους πραγματικούς επαναστάτες και πήγαινε ετοιμάσου για το χιλιοστό βασιλικό σου δείπνο.»

Ο Τσέις χωρίς κανένα ενδοιασμό σηκώθηκε γρήγορα από το τραπέζι για να αρχίσει τους καλλωπισμούς για το αποψινό δείπνο. Σύντομα ακολουθήσαμε και οι υπόλοιποι. Εγώ έκανα αρχικά ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσω με μερικά κεριά αναμμένα γύρω μου για να παίρνω ενέργεια. Ο Κάρτερ συνήθιζε να εφοδιάζεται με νέα ενέργεια από οποιαδήποτε υδάτινη πηγή. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω το ίδιο με μια αντίστοιχη δική μου και πραγματικά αποδείχτηκε πολύ βοηθητικό.

Με την μπανιέρα μου γεμάτη κι εγώ ξαπλωμένη απολαμβάνοντας την στιγμή εκείνη έκλεισα τα μάτια μου εισπνέοντας μπόλικο οξυγόνο. Έπειτα γλίστρησα αργά κρύβοντας το κεφάλι μου κάτω από το νερό εκπνέοντας αργά. Η αίσθηση ήταν σχεδόν παραδεισένια. Ένιωθα το υγρό στοιχείο να χαϊδεύει το δέρμα μου απαλά και στοργικά. Σύντομα το χάδι φάνταζε πιο ερωτικό και ταξίδευε σε κάθε απαγορευμένη για τρίτους περιοχή. Ένας ελαφρύς αναστεναγμός απόλαυσης δραπέτευσε από τα χείλη μου και λίγο νερό εισήλθε στο στόμα μου. Δεν πνίγηκα όμως, ούτε δυσανασχέτησα. Οι πνεύμονές μου το υποδέχτηκαν σαν τον πιο δροσερό αέρα του καλοκαιριού. Ήταν μια περίεργη κατάσταση, αλλά δεν σηκώθηκα ούτε πάλεψα. Τόσο ερωτικά και τόσο παθιασμένα μόνο ένα νταμπίρ με είχε αγγίξει, ο Κάρτερ. Το κορμί μου είχε νοσταλγήσει αυτή την γλυκιά αίσθηση των χεριών του. Το μυαλό μου είχε θολώσει και δεν έφερε αντίρρηση κι υπάκουσε στα παρακάλια της καρδιάς μου. Σύντομα το σώμα μου είχε πάρει φωτιά παρά το γεγονός ότι βρισκόμουν κάτω από την επιφάνεια του νερού. Τα χάδια του είχαν επιταχύνει και παρέμειναν κάτω από την μέση μου χαρίζοντας μου μια ανεξήγητη ηδονή. Ήμουν πλέον αδύναμη να συγκρατήσω τα βογκητά μου και τα δάχτυλα μου γαντζώθηκαν στις άκρες της μπανιέρας σφίγγοντας το μάρμαρο. Ορκιζόμουν πως αν με άφηνα να χάσω ολοκληρωτικά τον έλεγχο μου μπορεί και να την συνέθλιβα, εξαιτίας του πόσο δυνατά, γρήγορα και ερωτικά ένιωθα τα χέρια του νερού μέσα μου.

Όταν συνήλθα από αυτή την αίσθηση ανασηκώθηκα αμέσως βαριανασαίνοντας. Περιεργάστηκα τον χώρο γύρω μου, αλλά και μέσα στην μπανιέρα και δεν είδα κανέναν. Δεν υπήρχε η παραμικρή απόδειξη ότι κάποιος βρισκόταν εδώ μέσα. Ήμουν ολομόναχη. Ωστόσο, δεν είχα φέρει εγώ τον εαυτό μου σε τέτοια απόλαυση. Ήταν κάποιος άλλος, ο οποίος χρησιμοποιούσε το νερό μέσα στο οποίο βρισκόμουν και δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Κάρτερ. Το χάδι που ένιωσα ήταν δικό του, θα μπορούσα να το αναγνωρίσω και με δεμένα μάτια. Δεν ήξερα πως μπόρεσε να με αγγίξει χωρίς να είναι κοντά μου, αλλά δεν ήταν αβέβαιο πως επρόκειτο για τον ίδιο. Με την βοήθεια του στοιχείου του βρήκε τον δρόμο του στο σώμα μου και όσο και αν πλήγωνε την αξιοπρέπεια μου, έπρεπε να παραδεχτώ ότι ήταν ό,τι πιο αισθησιακό και σέξι είχε κάνει.

Η πρώτη μου αντανακλαστική κίνηση ήταν να ρίξω ένα κερί μέσα στην μπανιέρα. Σαφώς και θα έσβηνε αλλά ίσως η φλόγα να λειτουργούσε ως ερέθισμα για να τον απομακρύνει. Είχαμε χωρίσει, έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου. Ήταν με άλλη. Μου κρατούσε μυστικά. Είχε στρέψει τον Ντιμίτρι με το μέρος του διαλύοντας την σχέση μου μαζί του. Είχαν γίνει τόσα και δεν θα επέτρεπα σε μια ηδονική στιγμή να τα ξεγράψει τόσο εύκολα. Για να συγχωρηθούν χρειαζόντουσαν πιο δραστικά μέτρα και άμεση επαφή, πρόσωπο με πρόσωπο. Αλλιώς μπορεί και το χάδι του να με αρρώσταινε και να μην μου χάριζε τρυφερές ή και ερωτικές απολαύσεις. Θα χανόταν κάθε ομορφιά μεταξύ μας.

Δεν έμεινα περισσότερο στην μπανιέρα φοβούμενη μήπως έβρισκε ξανά τον δρόμο του σε μένα. Τον είχα αφήσει ήδη για μια μέρα να με καταβάλλει και ο εγωισμός μου δεν άντεχε και δεύτερη φορά. Ετοιμάστηκα φορώντας το πιο λαμπρό μου φόρεμα και χαμόγελο προς τιμήν της Άννας. Ήθελα το αποψινό δείπνο να την χαροποιήσει και να είναι μια ευχάριστη εισαγωγή για την ζωή της στην Μόιρα, χωρίς την Χόουπ. Αφού ετοιμάστηκαν κι οι φίλοι μου πήραμε τον δρόμο προς το παλάτι, το οποίο ήταν σε γιορτινή διάθεση.

Η Άννα είχε φτιαχτεί μαζεύοντας τα μαλλιά της σε ένα χαμηλό κότσο και φορώντας ένα σκούρο ταγιέρ. Η Μέλανη είχε αφήσει τις μαύρες τις μπούκλες ελεύθερες, ενώ ένα πετρόλ, αμάνικο φόρεμα δέσποζε γύρω από το σώμα της. Οι άντρες ήταν πιο ελαφρά ντυμένοι, με ένα καλό παντελόνι, πουκάμισο ή και σακάκι. Οι φορεσιές επιβεβαίωναν την όχι τόσο φανταχτερή φύση του δείπνου, παρά τους αρκετούς καλεσμένους και την περίσταση. Σχεδόν όλο το συμβούλιο ήταν παρόντες καθώς και αρκετοί φρουροί, οι οποίοι είχαν στο ιστορικό τους μεγάλες αναμετρήσεις με τον υπόκοσμο. Δεν έχασα χρόνο να συστήσω στην Άννα τους φίλους τους δικούς μου και της Μέλανη και να υπογραμμίσω για έναν – έναν τις αρετές τους. Εκείνη φάνηκε να χαίρεται ειλικρινά για την γνωριμία και δεν έχασε την ευκαιρία να συζητήσει μαζί τους, κάτι που τους ενθουσίασε.

Εγώ τους παρακολουθούσα σε μια γωνία με το κουτάβι μου στην αγκαλιά μου και νιώθοντας ένα ζευγάρι μάτια να είναι καρφωμένο πάνω μου. Θα μπορούσαν να είναι πολλοί αυτοί που με κοιτούσαν, αλλά η έντονη αίσθηση δεν με απέτρεψε από το να γυρίσω και να δω ποιος δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω μου. Δεν εξεπλάγη καθόλου όταν αντίκρισα τα γαλανά μάτια του Κάρτερ, τα οποία είχαν μια ιδιαίτερη θέρμη. Ένα πολύ μικρό μειδίαμα ήταν ικανό να σιγουρέψει ακόμα πιο πολύ την θεωρία μου για τα χάδια του μέσα στην μπανιέρα μου.

«Γιατί κάθεσαι μόνη σου;», η φωνή της Μέλανη τράβηξε την προσοχή μου από το έντονο βλέμμα του αδερφού της.

«Απολαμβάνω την ησυχία μου. Και την συντροφιά της Καταλίνα», χάιδεψα την μουσούδα της κάνοντας τα μάτια της να διασταυρωθούν για λίγο με τα δικά μου.

«Και τα δυο είναι πολύ ωραία», το χέρι της ταξίδεψε στο μικρό της κεφάλι στρέφοντας και σε εκείνη την προσοχή της. «Είσαι εντάξει; Βλέπω πως το χρώμα σου επανέρχεται.»

«Είμαι παραπάνω από εντάξει», την καθησύχασα. «Εσύ τι έκανες με την γιαγιά σου σήμερα;»

«Μιλήσαμε», απάντησε και στηρίχτηκε στον τοίχο δίπλα μου. «Μιλήσαμε πολύ. Της είπα σχεδόν τα πάντα, για ό,τι έχει συμβεί κι ό,τι έχουμε μάθει. Έμεινε άφωνη όπως ήταν αναμενόμενο.»

«Το ότι δεν έφυγε τρέχοντας είναι πάντως καλό σημάδι.»

Η Μέλανη γέλασε πνιχτά στο σχόλιο μου κι ένευσε αργά. «Είναι σκληρό καρύδι. Υποσχέθηκε μάλιστα να θυμηθεί οτιδήποτε έχει ακούσει από την μαμά και μπορεί να μας φανεί χρήσιμο», έγειρε μπροστά και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της «στο θέμα του Κάτω Κόσμου.»

«Καλοσύνη της», χαμογέλασα. «Αλλά δεν χρειάζεται να ανακατευτεί. Εγώ απλώς ήθελα να είναι ενήμερη για τους κινδύνους που απειλούν την οικογένειά της.»

Εκείνη ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους της και χάζεψε για λίγο την Άννα, η οποία μιλούσε ακόμα με τους φίλους μας. «Πήγαμε και στο νεκροταφείο.»

Στα λόγια της αυτά έστρεψα όλη μου την προσοχή πάνω της.

«Της είπα πως μπορούσαμε να το κάνουμε με οποιανδήποτε άλλη μέρα, αλλά δεν ήθελε να το καθυστερήσει», συνέχισε. «Είχε ανάγκη να δει τον τάφο της μαμάς.»

«Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο.» Και για τις δυο τους.

«Ήταν», απάντησε. «Κλάψαμε, μιλήσαμε. Βλέποντας την όμως τώρα, ξέρω ότι της έκανε καλό. Με αυτό τον τρόπο βρήκε κλείσιμο για τον θάνατο της.»

«Κλείσιμο για τους χαμούς όλων θα βρούμε με τον θάνατο του Ντέμιεν», αποκρίθηκα νιώθοντας μερικά κύματα θυμού να κυλάνε μέσα μου.

«Δεν θα το κάνουμε αυτό σήμερα», κούνησε τα χέρια της για έμφαση. «Δεν θα του δώσουμε την χαρά να ασχοληθούμε μαζί του», σήκωσε στην αγκαλιά της την Καταλίνα. «Σήμερα έχουμε γιορτή και θα περάσουμε μια όμορφη βραδιά.»

Εγώ της ένευσα χαμογελώντας. Συμμεριζόμουν κατά πολύ την επιθυμία της να διανύσουμε μια νύχτα με ευχάριστα συναισθήματα και χωρίς σκέψεις να τιτιβίζουν το μυαλό μας. Για να μπορέσω όμως να το κάνω αυτό, ήθελα άλλη μία επιβεβαίωση για το συμβάν στον κοιτώνα μου και η Μέλανη, ως διαβασμένη στο θέμα της μαγείας, θα μπορούσε να δώσει την χαριστική βολή.

«Να σε ρωτήσω κάτι», την σταμάτησα προτού απομακρυνθεί με το κουτάβι μας στην αγκαλιά της «Είναι δυνατόν κάποιο νταμπίρ με μαγεία να έρθει σε επαφή με κάποιο άλλο μέσω του στοιχείου του;»

Εκείνη ανασήκωσε το ένα της φρύδι απορημένη. «Δεν είμαι σίγουρη ότι σε καταλαβαίνω.»

«Ας πούμε», ξεκίνησε παραθέτοντας ένα παράδειγμα «ότι εγώ έχω χαθεί μέσα σε ένα δάσος και αφού σε σκέφτομαι και με νιώθεις και όλα αυτά, θέλεις να με καθησυχάσεις με ένα χάδι. Μπορείς να το κάνεις αυτό; Μπορείς να με αγγίξεις εξ αποστάσεως μέσω ενός», σκέφτηκα λίγο «θάμνου ή κάτι τέτοιο;»

«Όχι, δεν μπορώ», κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

Η απάντηση της με απογοήτευσε ελαφρώς. Τόσο έξω είχα πέσει πια; Μου είχε λείψει τόσο που έπλαθα σενάρια στο μυαλό μου και φανταζόμουν να με ακουμπάει; Μήπως τελικά ό,τι είχα νιώσει, το έκανα μόνη μου και απλώς ήθελα να πιστέψω ότι ήταν ο Κάρτερ;

«Δεν προσφέρουν όλα τα στοιχεία αυτή την ιδιότητα», συνέχισε αναζωπυρώνοντας με «Μονάχα το νερό. Γιατί ρωτάς;»

«Έτσι, εγκυκλοπαιδικά», γέλασα αδιάφορα, αλλά το βλέμμα της μαρτυρούσε πως δεν με πίστευε κι ένα έντονο κοίταγμα καταπολέμησε τους φραγμούς μου. «Όταν έκανα μπάνιο», άρχισα να της εξηγώ χαμηλόφωνα «ένιωσα κάτι. Κάτι», καθάρισα τον λαιμό μου «που θα μπορούσα να το προκαλέσω στον εαυτό μου, αλλά δεν το έκανα εγώ.» Τα μάτια μου ταξίδεψαν στο μέρος όπου στεκόταν ο Κάρτερ μαζί με τον Σον και τον Αλφόνσο. Τα σμαραγδένια μάτια της Μέλανη ακολούθησαν την ίδια πορεία κι όταν κατάλαβε τι εννοούσα αναφώνησε ψύχραιμα.

«Θα ήθελα πραγματικά να ρωτήσω περισσότερα», πίεσε τα χείλη της μεταξύ τους «αλλά δεν θέλω.»

Εγώ γέλασα ελαφρά. «Συγγνώμη γι' αυτό.»

«Μην απολογείσαι για τον συνεχή ξαναμμένο αδερφό μου», έκανε ένα νεύμα. «Για παν ενδεχόμενο όμως εμείς οι δυο δεν θα κολυμπήσουμε ποτέ στα ίδια νερά.»

Με μια έκφραση αποστροφής απομακρύνθηκε χαρίζοντας μου ένα ακόμα σιγανό γέλιο. Έχοντας πάρει και την Καταλίνα μαζί της, την προσωρινή μου συντροφιά πριν το τραπέζι, πλησίασα τον Ενρίκε, ο οποίος καθόταν για λίγο μόνος του. Το πρόσωπο του φαινόταν ξεκούραστο, χωρίς ίχνος ταλαιπωρίας από το ξόρκι. Βλέποντας με μάλιστα να κατευθύνομαι σε εκείνον σηκώθηκε χαμογελώντας δυνατά.

«Πώς είσαι;», τον ρώτησα φτάνοντας κοντά του. «Δεν σε έχω δει από όταν γυρίσαμε σήμερα το μεσημέρι.»

«Είμαι μια χαρά», με διαβεβαίωσε. «Κι εγώ περίμενα πως και πως το αποψινό για να σε ξαναδώ», τα γκρίζα του μάτια ταξίδεψαν σε όλο μου το σώμα ανατριχιάζοντας με ελαφρώς με τον τρόπο που με κοιτούσε. «Κι όπως πάντα είσαι πανέμορφη.»

«Τα παραλές», αποκρίθηκα νιώθοντας να κοκκινίζω από ντροπή.

«Καθόλου», έκανε δύο βήματα ελαττώνοντας την απόσταση μεταξύ μας.

«Θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για την βοήθεια σου με το ξόρκι», έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω για να τον βλέπω. «Χάρις την συμμετοχή σου έχουμε σήμερα χαρές.»

«Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς για τίποτα. Άλλωστε εσύ έκανες την περισσότερη δουλειά.»

«Νομίζω πως με έχετε θεοποιήσει λίγο», μισόκλεισα τα μάτια μου.

«Καθόλου», γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Έχεις μεγάλη δύναμη και φάνηκε. Αν ήταν ίση με την δική μας, τότε δεν θα είχαμε καταφέρει τίποτα.»

Το σκέφτηκα λίγο και παραδέχτηκα πως εν μέρει είχαν δίκιο. «Αλλά εγώ έχω μέσα μου όλων των Σάντος την δύναμη, οπότε είναι λίγο ζαβολιά.»

«Δεν είναι καθόλου ζαβολιά όταν επιστρέφεις σε ένα νταμπίρ την ζωή του», μου χαμογέλασε στοργικά και τα γκρίζα του μάτια άστραφταν σε κάθε μου κοίταγμα.

Σύντομα όμως σκοτείνιασαν όταν κάτι πίσω μας του τράβηξε την προσοχή. Εγώ γύρισα για να δω τι ήταν αυτό που του έσβησε το γοητευτικό του χαμόγελο. Αντικρίζοντας την γλοιώδη και ως συνήθως ελαφρά ντυμένη Κέιζα δεν άργησα να έχω τις ίδιες αντιδράσεις.

«Τι θέλει αυτή εδώ;», μουρμούρισα παραδόξως αρκετά ψύχραιμα.

«Η Άννα την προσκάλεσε», απάντησε εκείνος. «Ήρθε σήμερα να την γνωρίσει συστήνοντας τον εαυτό της ως η κοπέλα του εγγονού της.»

Ένιωσα μια ανακατωσούρα στα τελευταία του λόγια. Η κοπέλα του Κάρτερ. Πόσο άσχημο ακουγόταν!

«Και παρόλο που η Άννα δεν φάνηκε και να την συμπαθεί ιδιαίτερα», συνέχισε «θα έχουμε την διακριτική της παρουσία απόψε μαζί μας.»

«Θα το έκανε από ευγένεια», εξωτερίκευσα την υπόθεση μου.

Η Κέιζα φαινόταν ενθουσιασμένη που βρισκόταν ανάμεσα σε τόση αριστοκρατία. Ο Κάρτερ δεν έμοιαζε και πολύ ένθερμος μαζί με την κοπέλα του. Ήταν υπερβολικά ουδέτερος. Δεν υπήρχε ίχνος ενοχής για την απογευματινή του πράξη. Δεν το θεώρησε καν ως ένα είδος απάτης και δεν σταματούσε να μου ρίχνει πλάγιες ματιές. Η Άννα υποδέχτηκε την Κέιζα με μεγαλύτερη ευγένεια από τους υπόλοιπους, χωρίς βέβαια να προχωράει σε αγκαλιές και ζεστές κινήσεις. Οι φίλοι μου εξεπλάγησαν βλέποντάς την και με κοίταξαν μουδιασμένοι. Εγώ τους διαβεβαίωσα πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα κι εν μέρει το εννοούσα. Η παρουσία της και η σκέψη ότι ο Κάρτερ ήταν δικός της με πλήγωνε βαθιά. Το γεγονός όμως ότι δεν της άνηκε ολοκληρωτικά μου γεννούσε ένα ιδιαίτερο είδος ικανοποίησης. Ήταν χαιρέκακο από μέρος μου και υπό άλλες συνθήκες θα το μετάνιωνα, αλλά όχι τώρα. Εκείνη ήξερε πως ο Κάρτερ δεν την είχε ξεπεράσει και συνεχώς έμπαινε στην μέση για να ξεθάψει καλά κρυμμένα συναισθήματα. Εγώ δεν χρειαζόταν να κάνω τίποτα απολύτως και πάλι δεν έπαυα να τον έχω. Όσο και αν τον έδιωχνα εκείνος συνέχιζε να επιστρέφει με λόγια και πράξεις του έρωτα του. Όσο εκείνη στολιζόταν για να σταθεί πλάι του ως σύντροφος του, ο Κάρτερ περιεργαζόταν το δικό μου κορμί. Η Κέιζα δεν με είχε κερδίσει εξ ολοκλήρου, κι ούτε είχε τον Κάρτερ εκατό τοις εκατό. Κι αυτό ήταν αρκετό για να ανεχτώ απόψε την παρουσία της.

Σύντομα οδηγηθήκαμε στην μεγάλη τραπεζαρία και καθίσαμε για να αρχίσει το δείπνο. Στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν η Άννα και κοντά της η Μέλανη και μέλη του συμβουλίου. Παραδίπλα ήμουν εγώ, με τους φίλους μου, τον Ενρίκε, τον Αλφόνσο, τον Ντιμίτρι και απέναντι οι φρουροί, ο Κάρτερ, η Κέιζα, ο Σον κι η Σάρα. Ο Κάρτερ κι η Κέιζα ήταν ακριβώς μπροστά μου, αλλά δεν τους άφησα να στοιχειώσουν την βραδιά μου. Ακολουθούσα την συμβουλή της Μέλανη για ένα ευχάριστο δείπνο και δεν θα έδινα σε κανέναν την ικανοποίηση να μου το χαλάσει. Σήμερα άλλωστε ικανοποιούμουν μόνο εγώ!

«Τρίζουν τα κόκαλα του Στάλιν», αποκρίθηκε ο Σκοτ στον Τσέις βλέποντας τον να τρώει με ασημένια μαχαιροπίρουνα.

«Πρόβλημα των διπλανών του», απάντησε εκείνος.

Ο Σκοτ γέλασε χαμηλόφωνα κι έπειτα έγειρε κοντά στην Μόνι. «Είσαι πολύ όμορφη σήμερα.»

Η Μόνι δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει στο κομπλιμέντο, ενώ τα μάγουλά της αναψοκοκκίνισαν. «Σ' ευχαριστώ», ψιθύρισε. «Κι εσύ το ίδιο.»

Οι δυο τους λοιπόν όδευαν προς συντροφική πορεία, κάτι που με χαροποίησε πολύ. Σήκωσα το ποτήρι με το κρασί μου και στράφηκα στον Ενρίκε. «Στην υγεία μας.»

«Σε νέα ξεκινήματα», τσούγγρισε το ποτήρι του με το δικό μου.

Τα μάτια του Κάρτερ δεν ξεκολλούσαν από πάνω μας και οι γωνίες του προσώπου του σκλήρυναν μαρτυρώντας την ενόχληση του. Αδυνατούσα να μην μειδιάσω σε αυτή την εικόνα. Πληγωνόμουν όταν τον πονούσα, αλλά μετά από τόσες φορές που εκείνος έμεινε αδιάφορος στα δάκρυά μου, δεν άντεξα να μην φανώ άκαρδη. Από ένα σημείο και μετά, όφειλα να πάψω να υποφέρω εξαιτίας του.

«Εμείς σε τι να πιούμε;», ρώτησε η Κέιζα σηκώνοντας το δικό της ποτήρι.

Εκείνος δεν της απάντησε, ούτε καν την είχε ακούσει. Η προσοχή του ήταν στραμμένη πάνω μου. Τα βλέμματα μας είχαν διασταυρωθεί και τα μάτια μας βρίσκονταν ουσιαστικά σε μια κατάσταση καρφώματος.

«Κάρτερ», τον σκούντηξε ελαφρά. «Πού έχεις το μυαλό σου;»

«Ίσως στο απογευματινό του μπάνιο», απάντησα εγώ για λογαριασμό του σαστίζοντας τον. «Ο Κάρτερ λατρεύει τα απογευματινά μπάνια. Νιώθει κυρίαρχος. Εμένα προσωπικά δεν με ικανοποιούν καθόλου.»

Έσφιξε τα χείλη του στην σπόντα μου και θα ορκιζόμουν ότι ένα γρύλισμα δραπέτευσε από μέσα του. Η Κέιζα από την άλλη δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα μιλούσα, αλλά δεν προσπάθησε να μάθει περισσότερα. Δεν είχε και την πολυτέλεια του χρόνου άλλωστε, καθώς η Άννα σηκώθηκε ζητώντας την προσοχή μας. Τα χέρια της ήταν σταυρωμένα μπροστά της, ενώ διακρινόταν ένα μικρό κουτί ανάμεσα στις παλάμες της.

«Είναι μεγάλη συγκίνηση που βρίσκομαι απόψε εδώ», άρχισε να βηματίζει από την πλευρά που καθόταν ο Κάρτερ. «Μετά από έξι χρόνια μπόρεσα να δω ξανά τα αγαπημένα μου εγγόνια», τους χαμογέλασε, όπως κι εκείνα «αλλά και να γνωρίσω την εξ αγχιστείας ανιψιά μου.» Μου έκλεισε το μάτι και συνέχισε τον αργό της βηματισμό. «Δυστυχώς όμως μετά από αυτά τα έξι χρόνια δεν θα έχω την δυνατότητα να δω ξανά την κόρη μου κι αυτό με πονάει βαθύτατα. Η Χόουπ μου είχε μια πολύ όμορφη ψυχή και ξέρω πως την αγαπήσατε σχεδόν όσο την αγαπάω κι εγώ.»

Η Μέλανη κι ο Κάρτερ μελαγχόλησαν στην θύμηση της μητέρας τους, αλλά υπήρχε μια σπίθα περηφάνιας για το πόσο αγαπητή ήταν πράγματι από τον λαό.

«Περίπου δεκαοχτώ χρόνια πριν», στάθηκε πίσω από τον Κάρτερ και ακούμπησε τον ώμο του «είχε ζητήσει να της φτιάξουν ένα δαχτυλίδι», λογικά αυτό θα βρισκόταν μέσα στο κουτάκι που κρατούσε στο άλλο της χέρι «Δεν το είχε φορέσει ποτέ στην ζωή της, γιατί ουσιαστικά δεν το ήθελε για εκείνη. Ποτέ δεν μου είπε τον λόγο που ζήτησε να φτιαχτεί, το μόνο που μου είχε εκμυστηρευτεί ήταν το πρόσωπο, το οποίο ήθελε να το φορέσει. Το δαχτυλίδι αυτό θα το έδινε στην γυναίκα, με την οποία ο Κάρτερ θα περάσει όλη του την ζωή.»

Επρόκειτο λοιπόν για μια κλασική περίπτωση κοσμήματος, το οποίο η πεθερά ήθελε να δώσει στην νύφη της. Κρίμα που αυτό το πρόσωπο θα ήταν η Κέιζα. Δεν ήξερα για τα κόκαλα του Στάλιν, πάντως της Χόουπ σίγουρα θα έτριζαν. Γι' αυτό λοιπόν η Άννα την είχε καλέσει στο αποψινό τραπέζι, για να της δώσει το δαχτυλίδι της Χόουπ.

«Κι αυτή η γυναίκα δεν είναι άλλη», όλοι στράφηκαν στην Κέιζα, η οποία είχε φουσκώσει από αυταρέσκεια περιμένοντας να ακούσει το όνομα της «από την αγαπημένη της ανιψιά, Ορόρα.»

Η έκπληξη από την τελευταία της πρόταση δεν έπληξε μόνο εμένα. Τα βλέμματα των παρευρισκόμενων έπεσαν αυτή την φορά πάνω μου έχοντας την ίδια απορία με μένα.

«Εσύ Ορόρα είσαι βασίλισσα στο πλευρό του Κάρτερ. Μαζί θα περάσετε μια ολόκληρη ζωή και θα είσαι η προτεραιότητα του κι η υψίστης σημασίας σύντροφος του», τέντωσε το χέρι της με το κουτί προς την πλευρά μου «Η Χόουπ μου δεν μπόρεσε δυστυχώς να σου το δώσει εκείνη, όπως το ήθελε. Γι' αυτό και στο παραδίδω εγώ.»

Αρκετά μηχανικά και παραβλέποντας τα μουδιασμένα μου άκρα, άπλωσα το χέρι μου και πήρα το κουτί μέσα σε αυτό. Με αργές κινήσεις το άνοιξα κι αντίκρισα το δαχτυλίδι της Χόουπ. Επρόκειτο για ένα λεπτό χρυσαφί στεφάνι με ένα στρογγυλό σμαράγδι στο κέντρο. Το έβγαλα προσεκτικά από την θήκη του και πραγματοποίησα την επιθυμία της Χόουπ φορώντας το στο αριστερό μου χέρι.

«Είναι μεγάλη μου τιμή να κατέχω αυτό το δαχτυλίδι», αποκρίθηκα σηκώνοντας τα μάτια μου για να συναντήσω εκείνα της Άννας. Έπειτα κοίταξα και τους υπόλοιπους και αντίκρισα το συγκινημένο και ευτυχισμένο βλέμμα της Μέλανη. «Θα το φοράω με περηφάνια και θα σκέφτομαι πως μια βασίλισσα θέλησε να περάσει στα δικά μου χέρια. Υπόσχομαι μετά από μένα αυτό το δαχτυλίδι να φορεθεί από την δική μου κόρη για να παραμείνει στην γραμμή αίματος της Χόουπ. Εκεί όπου πραγματικά ανήκει.» Έριξα ουσιαστικά μια σπόντα, διαβεβαιώνοντας την Κέιζα, πως σε καμία περίπτωση δεν θα έπαιρνε αυτό το δαχτυλίδι.

Όλοι αμέσως σήκωσαν τα ποτήρια τους πίνοντας στην υγειά μου και στηνμνήμη της Χόουπ. Η αναπάντεχη κατάληξη αυτού του κοσμήματος δεν δυσαρέστησεκανέναν παρά μόνο την Κέιζα. Τα μάτια της πετούσαν φλόγες ζήλιας και δενσηκώνονταν από το δάχτυλό μου πάνω στο οποίο δέσποζε το δαχτυλίδι της Χόουπ.Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα ηττημένη και αδύναμη να φορέσει την ψεύτικηέκφραση της τέλειας κούκλας. Είχε πληγωθεί κατά πολύ ο εγωισμός της και είχεκαταλάβει, όπως κι εγώ, ότι η Άννα την έφερε απόψε εδώ για να της δείξει πωςτην θέση που είχα εγώ στις ζωές τους, δεν θα την κέρδιζε ποτέ. Είχα τοβασίλειο, την εύνοια και την υποστήριξη όλων, το δαχτυλίδι της Χόουπ, κι έναμεγάλο μέρος της καρδιάς του Κάρτερ.    

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top