14. ΤΟ ΞΟΡΚΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ

Μέσα στην νύχτα, κάτω από το φως του φεγγαριού και των αστεριών, τρία νταμπίρ πέρασαν τα σύνορα της Μόιρα, και μονάχα ο θυρωρός - Νέιθαν τους είδε με σκοπό να τους καταγράψει. Κανείς άλλος δεν γνώριζε ότι είχαν φύγει, και γιατί το έσκασαν κρυφά από όλους κι όλα. Ο καθένας είχε αφήσει από ένα σημείωμα στο δωμάτιο του καθησυχάζοντας τους άλλους ότι ήταν καλά και θα επέστρεφε το συντομότερο δυνατόν. Στοιχεία για την κατεύθυνση τους δεν είχαν αφήσει. Τα κινητά τους ήταν κλειστά για να μην εντοπιστούν. Ήξεραν πως με την ανατολή του ήλιου οι φίλοι τους θα ανησυχούσαν και θα έψαχναν σε κάθε γωνία του Πόρτλαντ να τους βρουν. Ήλπιζαν πως μέχρι να ανακαλύψουν τον προορισμό τους θα είχαν ολοκληρώσει την αποστολή τους. Στο μεταξύ οι τρεις τους φρόντιζαν μέσα στο αυτοκίνητο τις τελευταίες λεπτομέρειες, καθώς μέσα σε δύο ώρες θα είχαν φτάσει στην Άννα Ριντ (Στράους). Οι τρεις αυτοί φυγάδες δεν ήταν άλλοι από την Μέλανη, τον Ενρίκε και φυσικά τον εαυτό μου.

«Έχετε σίγουρα απενεργοποιήσει τα κινητά σας;», ρώτησε η Μέλανη ρίχνοντας μια ματιά σε μένα δίπλα της και στον Ενρίκε μέσα από τον καθρέφτη.

«Σίγουρα», την διαβεβαιώσαμε.

Ο Ενρίκε συνέχισε να εξετάζει το ξόρκι θέλοντας να είναι πανέτοιμος για την στιγμή εκείνη και να μην γίνει το παραμικρό λάθος. Εγώ με την σειρά μου το είχα μάθει κι απέξω. Είχα όμως μια αγωνία γιατί ήταν το πρώτο μου ξόρκι και δεν είχα ιδέα τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. Δεν ήταν το ίδιο με το να διώχνω την φωτιά από μέσα μου, αλλά λίγο παρόμοιο με την υποβολή. Στην υποβολή σπρώχνεις το θέλω σου στο μυαλό του άλλου διοχετεύοντας αρκετή ενέργεια σου. Κάπως έτσι συνέβαινε και στα ξόρκια. Το νταμπίρ επικεντρωνόταν στο αποτέλεσμα που ήθελε να του επιφέρουν τα λόγια και κατανάλωνε την απαραίτητε ενέργεια, η οποία μετατρεπόταν σε μαγικό ξόρκι. Η Μέλανη μου είχε εξηγήσει την διαδικασία φέρνοντας μερικά παραδείγματα, όπως την φορά που εκείνη με βοήθησε να γυρίσω πίσω στον χρόνο για να μάθω τι απέγινε ο Ραμόν. Πρότεινα να κάνω ένα μικρό ξόρκι για εξάσκηση, αλλά εκείνη δεν το επέτρεψε. Δεν έπρεπε να καταπονήσω τον εαυτό μου, γιατί με πολλά ξόρκια μπορεί και να κατέληγα στο νοσοκομείο. Η προειδοποίηση της αυτή ήταν αρκετή στο να με πείσει. Εξακολουθούσα όμως να αγωνιώ για το αν θα κατάφερνα να συνεισφέρω στο ξόρκι για την Άννα. Στο συγκεκριμένο δεν υπήρχε χώρος για λάθη. Μια στραβή κίνηση και θα μπορούσε να σκοτώσει τον οποιονδήποτε και από τους τέσσερις μας.

«Λες να μας έχουν καταλάβει ήδη ότι λείπουμε;» έστρεψα το βλέμμα μου στην Μέλανη.

«Δεν νομίζω», κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όταν φύγαμε, όλοι ήταν στους κοιτώνες τους.»

«Κι ο Αλφόνσο κοιμάται πολύ νωρίς», συμπλήρωσε ο Ενρίκε χωρίς να παίρνει τα μάτια του από το χαρτί.

Εγώ τον κοίταξα μέσα από τον καθρέπτη επεξεργάζοντας τον. Ήταν προσηλωμένος στο κείμενο και καμιά φορά τα χείλη του έκαναν συσπάσεις σχηματίζοντας τις λέξεις.

«Σε λίγο θα το βλέπεις στον ύπνο σου», τον πείραξα «Κάνε ένα διάλειμμα.»

Εκείνος σήκωσε τα γκρίζα του μάτια και μου χαμογέλασε. «Έχω καλύτερα πράγματα να βλέπω στον ύπνο μου.»

Στα λόγια του καθάρισα τον λαιμό μου κάπως αμήχανα κι έριξα μια κλεφτή ματιά στην Μέλανη, η οποία ανασήκωσε τα φρύδια της, αλλά γρήγορα επανήλθε στα φυσιολογικά.

«Η Ορόρα έχει δίκιο», αποκρίθηκε η Μέλανη σώζοντας την ατμόσφαιρα από μια άβολη κατάσταση. «Ξεκουράσου. Είσαι μια χαρά έτοιμος για αύριο.»

«Είσαι σίγουρη πως δεν θέλεις να γίνει απόψε;», την ρώτησε ο Ενρίκε.

«Ναι», κατένευσε. «Θέλω πρώτα να μιλήσω με τον γιατρό της. Κι έπειτα δείτε το και σαν μια εκδρομή.»

«Κατευθυνόμαστε σε ένα νοσοκομείο δυόμισι ώρες από την Μόιρα», της υπενθύμισα. «Δύσκολα το λες εκδρομή.»

«Σημασία δεν έχει προορισμός, αλλά η καλή παρέα», μου απάντησε. «Κι η συγκεκριμένη είναι δέκα φορές καλύτερη από το αν είχαμε τον Κάρτερ.»

Εγώ ξεφύσησα όταν ανέφερε το όνομα του αδερφού της. Εικόνες οδύνης και προδοσίας πέρασαν από το μυαλό μου. Έβλεπα την Κέιζα στο δωμάτιο του, εκείνον να μην παραδέχεται ότι ποτέ δεν την είχε ξεπεράσει, το ξέσπασμα του και την γροθιά στον Ενρίκε. Ευτυχώς δεν του είχε κάνει κάποια σοβαρή ζημιά. Τις πρώτες ώρες ήταν πολύ πρησμένη η μύτη του, αλλά τώρα όδευε σε αναρρωτική πορεία. Ως νταμπίρ με μαγεία θα το ξεπερνούσε τελείως μέσα στις επόμενες δώδεκα ώρες. Ήλπιζα μόνο η επούλωση του να μην καθυστερούσε λόγω του ξορκιού.

«Πάντα τόσο παρορμητικός είναι;», απόρησε ο Ενρίκε καταφέρνοντας να σηκώσει το κεφάλι του από το χαρτί.

Η Μέλανη μου έριξε ένα πλάγιο πονηρό βλέμμα. «Είναι οικογενειακό χαρακτηριστικό.»

Εγώ στριφογύρισα τα μάτια μου καταλαβαίνοντας πως αυτό ήταν σπόντα για μένα. Τότε θυμήθηκα την Κυριακή εκείνη μετά τα γενέθλια του Ντιμίτρι που πάνω στα νεύρα μου και την ντροπή στην οποία με είχε ρίξει του επιτέθηκα μαυρίζοντας του το μάτι και γραντζουνώντας τον. Αν δεν με απομάκρυνε ο Σκοτ, πιθανόν να τραυματιζόμασταν κι οι δυο μας πολύ σοβαρά. Στην αρχή σκέφτηκα ότι κι η ξαφνική μου οργή εκείνη την μέρα, αλλά και του Κάρτερ όταν μου έσκισε το φόρεμα, οφειλόταν σε υποβολή. Τελικά όμως ήταν απλώς η παρορμητική μας φύση. Και δεν ήταν μόνο αυτά τα παραδείγματα. Υπήρχε κι ο τσακωμός μου με την Κέιζα, η κρίση ζήλιας μου πριν από αυτό, και το κερασάκι στην τούρτα η μπουνιά του Κάρτερ στον Ενρίκε. Η ζήλια ήταν εκείνη που τα είχε ξεκινήσει όλα, αλλά το ότι αδυνατούσαμε να ελέγξουμε τις ορμές μας απέφερε τις καταστροφικές καταλήξεις.

«Έχεις σκεφτεί ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα της πεις όταν ξυπνήσει;» Ο Ενρίκε θεώρησε σοφό να αλλάξουμε το θέμα της συζήτησης και πραγματικά δεν μπορούσα να τον ευχαριστήσω αρκετά.

Η Μέλανη το σκέφτηκε για μερικές στιγμές. «Δεν ξέρω», είπε χαμηλόφωνα. «Υπάρχουν πολλά που πρέπει να μάθει, όπως», κατάπιε «το ότι η κόρη της είναι νεκρή.»

«Δεν χρειάζεται να της το πεις μόνη σου αυτό», αποκρίθηκα. «Άλλωστε είναι τόσοι πολλοί οι θάνατοι για τους οποίους πρέπει να ενημερωθεί που σίγουρα θα χρειάζεσαι βοήθεια στο να τους πεις όλους.»

Εκείνη γέλασε χωρίς διάθεση. «Πόσο τραγικό. Το χρονολογικό σύστημα της ζωής μου αποτελούν οι απώλειες που έχω ζήσει.»

«Έχω προσθέτω και τις φορές που με έχουν απαγάγει.»

Ο Ενρίκε ανασήκωσε το ένα του φρύδι κι έγειρε μπροστά. «Το δικό μου αποτελεί ο αριθμός των φορών που έχω χτυπηθεί από ζηλόφθονες εραστές.»

Η Μέλανη κι εγώ γελάσαμε δυνατά στο δικό του δράμα.

«Το ήξερα ότι θα περνούσαμε καλά μαζί σου», είπε η Μέλανη.

Εκείνος ικανοποιημένος έγειρε πίσω στο κάθισμά του και στο υπόλοιπο της διαδρομής χαλάρωσε κι άφησε επιτέλους στην άκρη το ξόρκι.

Πριν το νοσοκομείο κάναμε μια στάση σε ένα πανδοχείο για να αφήσουμε τα πράγματα μας. Η Μέλανη μας πρότεινε να κατέβουμε και να ξεκουραστούμε, αλλά εγώ παρέμεινα μαζί της στο αυτοκίνητο. Αφήσαμε λοιπόν τον Ενρίκε να ξαποστάσει κι οι δυο μας συνεχίσαμε για το νοσοκομείο. Στο μεταξύ η Μέλανη μου έριχνε κλεφτές ματιές γεμάτες υπονοούμενο. Προσπαθούσα να μην της δίνω σημασία, αλλά σύντομα άρχισαν και οι ξερόβηχες.

«Θέλεις λίγο νερό, μήπως;», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.

«Όχι», γέλασε πνιχτά. «Θα ήθελα να μάθω γιατί απέφυγες να μείνεις με τον Ενρίκε.»

«Δεν απέφυγα τίποτα», κούνησα γρήγορα το κεφάλι μου και έστρεψα το βλέμμα μου στον δρόμο μπροστά μας. Δεν ήμουν ειλικρινής, οπότε μου ήταν δύσκολο να την κοιτάξω.

Πράγματι όταν εκείνη πρότεινε να μείνω μαζί του εγώ το αρνήθηκα με τραυλίσματα και ατελής προτάσεις. Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν και ακέραιη, ώστε να μην κινήσω υποψίες.

«Είσαι η χειρότερη ψεύτρα στον πλανήτη γη. Λοιπόν, θα μου πεις;», μειδίασε πονηρά «Μήπως φοβάσαι πως αν μείνεις μόνη μαζί του θα πέσεις έρμαιο των παρορμήσεων σου;», ανασήκωσε τρεις φορές τα φρύδια της.

«Καμία σχέση», της απάντησα ειλικρινά. «Απλώς μετά το φιλί δεν ξέρω πώς να τον αντιμετωπίσω...»

«Μετά από τι;», με διέκοψε σχεδόν τσιρίζοντας.

Εγώ μαζεύτηκα στην θέση μου πιέζοντας τα χείλη μου μεταξύ τους, γιατί αν συνέχιζα ποιος ξέρει πόσες ακόμα γκάφες θα έκανα μιλώντας ανεξέλεγκτα. Τελικά, ο Τσέις είχε απόλυτο δίκιο. Όταν άνοιγα το στόμα μου δεν ήξερα πότε να το κλείσω.

«Το παίρνω πίσω», αποκρίθηκε εκείνη. «Είσαι ο μεγαλύτερος κρυψήνας που υπάρχει. Πότε τον φίλησες; Και γιατί δεν μου είπες τίποτα;»

«Το βράδυ που επιστρέψαμε από τον Χερόνιμο», της απάντησα. «Οπότε καταλαβαίνεις πως αυτά που επακολούθησαν δεν μου επέτρεψαν να το θίξω. Και με φίλησε εκείνος πρώτα.»

«Εσύ ανταπέδωσες;»

Δεν της απάντησα, γεγονός που με μαρτυρούσε από μόνο του.

«Μπράβο, Ορόρα», χαχάνισε από μέσα της.

«Είμαι απαίσια έτσι;», συνοφρυώθηκα. «Κι αυτό δεν μου δίνει το δικαίωμα να κρίνω τον Κάρτερ που κοιμήθηκε με την Κέιζα. Σωστά;»

«Πρώτον δεν είσαι απαίσια», απάντησε. «Και εσύ δεν κοιμήθηκες με κανέναν. Ήταν ένα απλό φιλί και την στιγμή που δεν σας οδήγησε στο κρεβάτι αποδεικνύει πως μάλλον δεν σήμαινε και πολλά για σένα.»

Εγώ ένευσα αργά. «Νιώθω ένοχη», μουρμούρισα.

«Να μην νιώθεις καθόλου ένοχη. Δεν έκανες τίποτα κακό ή ανήθικο. Ήσουν απλώς μπερδεμένη. Αν θέλεις πάντως την γνώμη μου ο Ενρίκε θα είναι ο καλύτερος αντιπερισπασμός αυτή την στιγμή.»

«Μου προτείνεις να κοιμηθώ μαζί του;», την κοίταξα σμίγοντας τα φρύδια μου.

«Ναι!», απάντησε λες κι ήταν το πιο προφανές πράγμα στον κόσμο. «Είναι απίστευτα σέξι και σε θέλει. Άσε που μιλάει πολύ καλά την ισπανική γλώσσα», χαμογέλασε πονηρά. «Αν με πιάνεις.»

«Δυστυχώς», αποκρίθηκα. «Αλλά ουσιαστικά έτσι θα τον εκμεταλλεύομαι.»

«Πίστεψε με, το περιμένει πως και πως.»

Εγώ δεν συνέχισα την συζήτηση, γιατί δεν μου ήταν και πολύ ευχάριστη. Όσο κι αν πράγματι είχα ανάγκη έναν αντιπερισπασμό, δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιήσω τον Ενρίκε. Δεν θα ένιωθα καθόλου εντάξει με τον εαυτό μου.

Υπήρξαν μερικές στιγμές που αναρωτήθηκα αν ο Κάρτερ αναζήτησε παρηγοριά στην Κέιζα, γιατί δεν είχε πρόβλημα να την εκμεταλλευτεί. Έτσι εξηγούνταν οι συνεχείς δικαιολογίες του, σύμφωνα με τις οποίες η αλήθεια δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη. Ακόμα όμως κι έτσι να ήταν, το έβρισκα λάθος να πλαγιάζει με την οποιανδήποτε, ή και με την πρώην του, μόνο και μόνο για να ικανοποιηθεί ή να ξεχαστεί. Αυτός δεν ήταν ο Κάρτερ που είχα γνωρίσει. Ίσως, όμως η περίπλοκη αλήθεια να ήταν τα μπερδεμένα του συναισθήματα. Την τελευταία φορά που του μίλησα είχα δει στα μάτια του ότι δεν μου έλεγε ψέματα. Με είχε πράγματι ερωτευτεί. Αλλά είχε ερωτευτεί και την Κέιζα, κάτι το οποίο αρνούταν σε όλους και στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό το λάθος μας οδήγησε σε αυτή την κατάσταση μετατρέποντας μας σε ξένους. Την αγάπη μου για εκείνον πάντως δεν μπόρεσε να την σβήσει. Κι αμφέβαλα αν θα έβρισκα κάτι που θα με έκανε να σταματήσω να τον αγαπάω.

Το νοσοκομείο δεν απείχε και πολύ από το πανδοχείο. Αυτός ήταν κι ένας λόγος που το επιλέξαμε. Επίσης, σε αντίθεση με το δεύτερο, το πρώτο ήταν καθαρά για νταμπίρ. Δεν νοσηλεύονταν θνητοί, ούτε κι εργάζονταν. Γι' αυτό η Χόουπ είχε διαλέξει αυτό το μέρος για την μητέρα της. Μπαίνοντας μέσα τραβήξαμε σχεδόν όλων τα βλέμματα. Ήμασταν άλλωστε η βασίλισσα κι η πριγκίπισσα τους. Χαμήλωσαν ελαφρά το κεφάλι τους σαν μια υπόκλιση και κατευθυνθήκαμε στην πτέρυγα, όπου βρισκόταν η Άννα. Εκεί ένας από τους υπεύθυνους γιατρούς μας καλωσόρισε και μας μίλησε για την κατάσταση της. Δεν πρόσθεσε τίποτα στα δεδομένα της Μέλανη, καθώς για χρόνια δεν έχει παρουσιαστεί η παραμικρή αλλαγή. Της υπογράμμισε μάλιστα πως όσο περνάει ο καιρός τόσο λιγότερες πιθανότητες έχει να ξυπνήσει από το κόμμα. Η ενόχληση της Μέλανη σε αυτά του τα λόγια ήταν φανερή, αλλά διατήρησε την ψυχραιμία της. Η παρόρμηση της οικογένειάς μας δεν αποτελούσε δικό της χαρακτηριστικό. Αφού μας ενημέρωσε για την σταθερή της πορεία μας οδήγησε στο δωμάτιο της.

Η Άννα Ριντ, της οικογένειας Στράους, ήταν μια γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής. Όλοι την ξεχώριζαν και την θεωρούσαν την πιο όμορφη από τις δυο της αδελφές. Ο Έντμουντ Ριντ καταγοητεύτηκε από την πρώτη κιόλας φορά που την είδε και δεν άργησε να την κάνει γυναίκα του. Για αρκετά χρόνια προσπαθούσαν να κάνουν παιδιά, χωρίς επιτυχία. Η Άννα είχε πεισθεί πως δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, αλλά ο Έντμουντ δεν έχανε τις ελπίδες του, ενώ μάλιστα σκεφτόταν και το ενδεχόμενο να υιοθετήσουν. Μετά από σχεδόν δέκα χρόνια γάμου η ελπίδα μπήκε στο σπιτικό τους και γεννήθηκε η Χόουπ Ρεβέκκα Ριντ. Δεν κατάφεραν ποτέ να της κάνουν ένα αδερφάκι, αλλά δεν τους ένοιαζε. Είχαν την κόρη τους και τους ήταν υπεραρκετό. Όταν ο Έντμουντ πέθανε η Άννα ήταν συντετριμμένη. Η Χόουπ ήταν εκείνη που της έδινε κουράγιο να συνεχίσει την καθημερινότητα της. Πώς θα μπορούσαμε να της πούμε πως η ελπίδα της είχε πεθάνει; Κάτι τέτοιο θα σκότωνε και την ίδια. Οι σκέψεις αυτές με έφεραν κοντά στην άποψη του Κάρτερ, αλλά δεν είπα τίποτα. Η Μέλανη ήθελε την γιαγιά της και θα την βοηθούσα να εκπληρώσει την επιθυμία της.

Μπήκαμε μέσα στο δωμάτιο της αργά και σιγανά για να μην την ενοχλήσουμε. Βέβαια ήταν άσκοπο, γιατί ήταν σε κόμμα. Ωστόσο, φαινόταν σαν να κοιμάται απλώς βαριά. Εγώ στάθηκα στο τέλος του κρεβατιού, ενώ η Μέλανη την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. Αρκετά αβέβαιη πήρε το χέρι της μέσα στα δικά της προσεκτικά. Φοβόταν μήπως την έσπαγε. Έμοιαζε αρκετά εύθραυστη έτσι ξαπλωμένη και στο έλεος τόσων μηχανημάτων.

«Γιαγιά», ξεκίνησε χαμηλόφωνα. «Εγώ είμαι. Η Μέλανη. Μπορεί να μην με αναγνωρίσεις μόλις ανοίξεις τα μάτια σου, γιατί έχεις καιρό να με δεις.» Ρουθούνισε, καθώς μερικά δάκρυα είχαν πλημμυρίσει τα μάτια της. Χαμογελούσε όμως, γιατί ήταν συγκινημένη κι όχι στενοχωρημένη. «Τον Κάρτερ θα τον καταλάβεις αμέσως. Είναι φτυστός η μαμά. Επίσης, είναι μαζί μας και η Ορόρα», γύρισε για λίγο να με κοιτάξει και της χαμογέλασα. «Έχει μεγαλώσει κι εκείνη κι είναι ήδη υπέροχη βασίλισσα», ξεφύσησε και η συγκίνησε μετατράπηκε σε μελαγχολία. «Ναι, καλά άκουσες. Βασίλισσα. Δυστυχώς, γιαγιά...» Έκανε μια παύση, καθώς της ήταν δύσκολο να συνεχίσει και να αναπολήσει τον θάνατο των γονιών μας.

«Μέλανη», την πλησίασα και ακούμπησα την ωμοπλάτη της. «Δεν είναι ακόμα ώρα γι' αυτά.»

«Έχεις δίκιο», ένευσε και σκούπισε τα μάγουλά της. «Θα έχουμε άπλετο χρόνο να μιλήσουμε μετά το αυριανό.»

«Ακριβώς. Καλύτερα να φύγουμε τώρα.»

Εκείνη φίλησε μαλακά το μέτωπο της Άννας και την χαιρέτισε δίνοντας της υπόσχεση ότι θα την έβλεπε σύντομα.

Οι δυο μας λοιπόν επιστρέψαμε στο πανδοχείο και μπήκαμε αθόρυβα στο δωμάτιο μας, καθώς ο Ενρίκε κοιμόταν. Δεν αργήσαμε να τον ακολουθήσουμε. Αύριο θα ήταν μια δύσκολη μέρα και έπρεπε να είμαστε ξεκούραστοι για να ανταποκριθούμε.

Το επόμενο πρωί δυσκολεύτηκα πολύ να ανοίξω τα μάτια μου. Μετά από αρκετές μέρες είχα κοιμηθεί αξιοπρεπώς και αδυνατούσα να το σταματήσω. Ακούγοντας τους άλλους δυο να είναι ξύπνιοι και να συζητούν, θεώρησα πως έπρεπε κι εγώ να σηκωθώ. Χωρίς να αποχωρίζομαι το πάπλωμα μου ανασηκώθηκα τραβώντας τα βλέμματά τους.

«Καλώς ήρθες πίσω στον κόσμο των ζωντανών», γέλασε ο Ενρίκε.

«Πολύ ευγενικό από μέρους σου να ξυπνήσεις πριν το μεσημέρι», συνέχισε το πείραγμα η Μέλανη.

«Καλημέρα και σε εσάς», μουρμούρισα νυσταγμένα.

«Τι θέλεις για πρωινό;», με ρώτησε η Μέλανη.

Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου. «Κάτι με πάρα πολλή ζάχαρη.»

Ο Ενρίκε σηκώθηκε αμέσως για να με εξυπηρετήσει και μέχρι να επιστρέψει η Μέλανη ήρθε και κάθισε δίπλα μου.

«Νιώθεις καλά;», με ρώτησε.

«Μια χαρά», την διαβεβαίωσα. «Με τόσο ύπνο μπορώ να κάνω και μόνη μου το ξόρκι.»

Εκείνη γέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι.»

«Έχουμε ακούσει τίποτα από την Μόιρα;»

«Όχι, αλλά σίγουρα θα έχουν καταλάβει ότι λείπουμε», κοίταξε το ρολόι δίπλα από το κρεβάτι μου. «Είναι σχεδόν δώδεκα.»

Σύντομα επέστρεψε κι ο Ενρίκε με διάφορα ζαχαρωτά σνακ από τον αυτόματο πωλητή του διαδρόμου. Εγώ τον ευχαρίστησα κι άρχισα να γεμίζω καύσιμα τον οργανισμό μου. Είχα και μια θεία να ξυπνήσω από κόμμα.

«Μήπως πρέπει να ανοίξουμε τα κινητά μας;», πρότεινα καθώς μασουλούσα ένα ζαχαρωτό. «Να μιλήσουμε τουλάχιστον με τα παιδιά. Θα έχουν ανησυχήσει πολύ.»

«Τα οποία σίγουρα θα έχει στριμώξει ο Κάρτερ σε μια γωνία και θα τους περνάει από εξονυχιστική ανάκριση για να μάθει που είμαστε», απάντησε η Μέλανη.

«Έστω τον Ντιμίτρι και τον Αλφόνσο», έριξα μια ματιά στον Ενρίκε. «Αυτούς τους δύο δεν πρόκειται να τους εκφοβίσει να μας μαρτυρήσουν. Ελάτε», τους κοίταξα ικετευτικά. «Αν ήσασταν στην θέση τους θα είχατε αρρωστήσει από την αγωνία.»

Εκείνοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους δείχνοντας ότι το σκεφτόντουσαν. Τελικά συμφώνησαν να επικοινωνήσω με τον Ντιμίτρι για να τον διαβεβαιώσω ότι είμαστε καλά, αλλά όχι από το κινητό μου. Στον δρόμο μας για το νοσοκομείο, σταματήσαμε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο κι από εκεί κάλεσα τον Ντιμίτρι στο κινητό του. Φανταζόμουν πως δεν θα είχε και την πλέον χαλαρή αντίδραση γι' αυτό και προετοίμασα τον εαυτό μου για το κατσάδιασμα που θα ακολουθούσε. Πήρα μια βαθιά ανάσα όταν σήκωσε το τηλέφωνο του και του απάντησα με τον ίδιο ήρεμο τόνο.

«Πού στα κομμάτια είσαι;», με ρώτησε ενώ η ένταση της φωνής του άρχισε να αναβαίνει. «Σε ψάχνουμε όλη μέρα; Είναι κι η Μέλανη με τον Ενρίκε μαζί σου;»

«Ντιμίτρι σε παρακαλώ ηρέμησε. Και ναι μαζί μου είναι.»

«Πού είστε;», συνέχισε τις ερωτήσεις «Γιατί φύγατε σαν τους κλέφτες χθες το βράδυ;»

«Ντιμίτρι», ξεφύσησα «Σταμάτα το παραλήρημα και άκουσε με. Είμαστε μια χαρά κι αυτό πήρα να σου πω για να μην ανησυχείτε.»

«Φυσικά κι ανησυχούμε», έκρωξε. «Ο Κάρτερ κι ο Αλφόνσο χτενίζουν όλο το Πόρτλαντ από το πρωί. Πες μου που είστε να έρθουν να σας βρουν.»

«Δεν πρόκειται να σου πω ούτε που είμαστε κι ούτε γιατί φύγαμε. Εγώ ήθελα απλώς να σε διαβεβαιώσω πως είμαστε καλά. Αν έχεις όμως σκοπό να με καρφώσεις στο φίλο σου, καλύτερα να το κλείσουμε.»

«Όχι, περίμενε», με σταμάτησε λίγο πριν κατεβάσω το ακουστικό. «Συγγνώμη. Απλώς τρόμαξα όταν έμαθα ότι είχες φύγει.»

«Μην φοβάσαι», αποκρίθηκα «Σου υπόσχομαι πως μέχρι αύριο θα έχουμε επιστρέψει. Πες στον Αλφόνσο και στον Κάρτερ να γυρίσουν στην Μόιρα. Ξέρεις πως εμένα δεν μπορούν να με πειράξουν, αυτοί οι δυο όμως κινδυνεύουν μόνοι τους.»

«Το ξέρω.» Αναστέναξε βαριά. «Αλλά κι εσύ δεν είσαι εντάξει. Τον τελευταίο καιρό δρας μόνη σου και έχεις σταματήσει να με εμπιστεύεσαι. Είχαμε υποσχεθεί να μην αφήναμε αυτό το μέρος να μας αλλάξει.»

Η καρδιά μου πόνεσε σε αυτά του τα λόγια. Το παράπονο του ήταν δυστυχώς αληθινό κι έφταιγα εγώ γι' αυτό. Τον είχα αποκλείσει από τις νέες εξελίξεις κι όχι επειδή δεν τον εμπιστευόμουν, αλλά γιατί ήθελα να τον προστατέψω. Ξέρω, πως κι εκείνος ήθελε να κάνει το ίδιο, αλλά ουσιαστικά εγώ ήμουν υπεύθυνη για την ζωή του, για τις ζωές όλων.

«Συγγνώμη, Ντιμίτρι», κατέπνιξα έναν κόμπο στο λαιμό μου, ο οποίος θα οδηγούσε σε κλάματα. «Έχεις δίκιο. Αλλά δεν φοβάμαι μόνο για την δική μου ζωή.»

«Σε παρακαλώ να προσέχεις», είπε μετά από μερικές στιγμές σιωπής «Κι υποσχέσου μου ότι θα γυρίσεις σύντομα. Ακόμα και τώρα.»

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Μπορώ όμως να σου υποσχεθώ ότι σ' αγαπάω και πως δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ αυτό.»

«Κι εγώ σ' αγαπάω Ορόρα», αποκρίθηκε.

Με αργές κινήσεις κατάφερα να κλείσω το τηλέφωνο και να φύγω από τον θάλαμο. Ήλπιζα για μια καλύτερη κατάληξη, αλλά τουλάχιστον ήταν σίγουρος ότι ήμουν καλά. Έπρεπε όταν επέστρεφα στην Μόιρα να του έδινα ορισμένες εξηγήσεις και να σταματούσα επιτέλους να κρατάω τόσα πράγματα κρυφά από τους άλλους. Ήξερα πως αυτό ήταν λάθος παρ' όλο που είχα τις καλύτερες προθέσεις. Τα μυστικά με απομάκρυναν από όσους αγαπούσα και τους πονούσα. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να τους χάσω και θα έπρεπε να είχα υιοθετήσει μια διαφορετική στάση. Τόσα χρόνια είχα ζήσει με αυτό τον τρόπο και με δυσαρεστούσε. Ακόμα κι όταν έμαθα την αλήθεια δεν έπαψε αυτή η πικρία που είχα μέσα μου, για την ανειλικρίνεια των γονιών μου. Αφού λοιπόν δεν μου άρεσε, γιατί έκανα το ίδιο;

Μετά από αυτό το τηλεφώνημα επέστρεψα στο αυτοκίνητο κι έπειτα οι τρεις μας κατευθυνθήκαμε στο νοσοκομείο. Τους προειδοποίησα κιόλας ότι ο Κάρτερ κι ο Αλφόνσο μας έψαχναν, κι ότι δεν ήξερα κατά πόσο θα ακολουθούσαν την συμβουλή του Ντιμίτρι να γυρίσουν στην Μόιρα χωρίς εμάς.

Στο νοσοκομείο μέναμε μαζί με την Άννα σε βάρδιες. Οι υπόλοιποι στο μεταξύ παρατηρούσαν ποιοι περνούσαν και την συχνότητα των ελέγχων που της έκαναν οι νοσοκόμες. Θέλαμε να ξέρουμε όλων τις κινήσεις για να σιγουρευτούμε πως κανένας δεν θα μας έβλεπε όταν κάναμε το ξόρκι. Η Μέλανη δεν ήθελε να πιστέψουν πως σε εμάς θα ευθυνόταν η θαυματουργή καλυτέρευση της γιαγιάς της. Αν κι αυτό ήταν αναπόφευκτο δεδομένου ότι έγινε αφότου την επισκεφτήκαμε. Εντούτοις, μια θεωρία δε μπορούσε να αποδειχτεί χωρίς χειροπιαστές αποδείξεις. Κατά συνέπεια δεν θα άρχιζαν τα κρούσματα συνεχής χρήσης μαγείας για ιατρικούς λόγους, που στο μεγαλύτερο βαθμό τους θα αποβαίνανε θανατηφόρες για τους επίδοξους σωτήρες.

Αργά το απόγευμα, όταν άρχισε να κόβει η κίνηση, ελαττώθηκαν και τα περάσματα γιατρών και νοσοκόμων. Ένας – ένας άρχισε να απομακρύνεται από το δωμάτιο της για να νομίσουν πως φεύγαμε. Επιστρέφαμε προσεκτικά και κοιτώντας από κάθε μεριά για να σιγουρευτούμε πως δεν υπήρχε ψυχή. Ο τελευταίος που επέστρεψε ήμουν εγώ κι αφού έκλεισα την πόρτα και κατέβασα τα στόρια, είχε έρθει η μεγάλη στιγμή.

«Μπορείτε ακόμα να κάνετε πίσω», αποκρίθηκε η Μέλανη κοιτώντας και τους δυο μας.

Εγώ άπλωσα το χέρι μου μπροστά της «Ή όλοι μαζί»

«Ή κανένας», συμπλήρωσε ο Ενρίκε απλώνοντας και το δικό του χέρι.

Η Μέλανη μας χαμογέλασε κι αφού πιαστήκαμε μεταξύ μας σταθήκαμε κοντά στο κρεβάτι της Άννας. Από την τσέπη της έβγαλε το χαρτί με το ξόρκι για να το διαβάσουμε από μέσα, γεγονός που θα μας επέτρεπε να συγκεντρωθούμε περισσότερο. Με τον Ενρίκε στην μία άκρη μου και την Μέλανη στην άλλη, ένιωθα περισσότερο σίγουρη για τον εαυτό μου.

Με ένα της νεύμα αρχίσαμε να το διαβάζουμε αργά, ενώ ταυτόχρονα ο καθένας τραβούσε ένα κομμάτι από την ενέργειά της μαγείας του. Χρειάστηκε να πιέσω πολύ τον εαυτό μου για να την φτάσω με αποτέλεσμα να νιώσω έναν πόνο στους κροτάφους μου. Δεν έδωσα όμως σημασία κι ούτε το άφησα να με καταβάλλει. Συνέχισα την ανάγνωση, την συγκέντρωση και την εναπόθεση μαγείας, όπως κι οι υπόλοιποι. Ξαφνικά γύρω από τα σώματα μας εμφανίστηκαν φωτεινές λάμψεις, σαν αύρες. Στον Ενρίκε είχε ασημί χρώμα, στην Μέλανη σκούρο πράσινο και σε μένα πορτοκαλί. Αμέσως κατάλαβα πως αυτή ήταν ουσιαστικά η ενέργεια της μαγείας μας, καθώς είχε τα χρώματα των στοιχείων μας.

Είχαμε ήδη διαβάσει το ξόρκι αρκετές φορές και τα χρώματα είχαν ζωντανέψει, όταν ένιωσα το χέρι της Μέλανη να χαλαρώνει. Είχε εξαντληθεί από την ενέργεια που έχανε και έπρεπε να συνεχίσει να προσφέρει, διότι τα μάτια της Άννας ήταν ακόμα κλειστά. Χάνοντας την ισορροπία της κι έτοιμη να καταρρεύσει την έπιασα από την μέση, ενώ εκείνη συνέχισε να διαβάζει το ξόρκι. Η αύρα γύρω της άρχισε να εξασθενεί και μερικές σταγόνες ιδρώτα έκαναν την εμφάνιση τους στο μέτωπο της. Δεν μπορούσα να την αφήσω να συνεχίσει. Σταμάτησα να την κρατάω αναγκάζοντας την να πιαστεί από αλλού και να πάψει να μας δίνει την ενέργειά της. Εκείνη αντέδρασε αλλά δεν είχε το κουράγιο να επιστρέψει. Μας διέταξε να σταματήσουμε, αλλά συνεχίσαμε κι αυτή την φορά απαγγέλλοντας το ξόρκι απέξω.

Η Άννα συνέχισε να κείτεται ακίνητη παρά την τόση προσπάθεια που είχαμε κάνει. Εγώ δεν είχα σκοπό να τα παρατήσω αν δεν ξυπνούσε. Μπροστά μου δεν έβλεπα την Άννα, αλλά την Χόουπ. Αν έφερνα εκείνη πίσω θα κέρδιζα ξανά την θεία μου, την νονά μου. Και την ήθελα πάρα πολύ. Άρχισα να διαβάζω πιο γρήγορα το ξόρκι κι ο Ενρίκε προσπάθησε να συμβαδίσει, όμως είχε εξαντληθεί κι εκείνος.

«Σταματήστε», άκουγα την Μέλανη να λέει και να ξαναλέει.

Τα πόδια του Ενρίκε άρχισαν να τον κουράζουν και έγειρε μπροστά για να στηριχτεί στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι. Εγώ τον άφησα και συνέχισα μόνη μου. Αυτή την φορά όμως δεν έλεγα κανένα ξόρκι. Πλησίασα την Άννα και την έπιασα από τους ώμους. Χρησιμοποίησα μεγάλο μέρος της ενέργειάς μου για της την περάσω και να συνέλθει. Το πορτοκαλί χρώμα γύρω μου έγινε κόκκινο και ένιωθα το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί. Εγώ δεν σταματούσα. Έδινα κι έδινα και σχεδόν την διέταζα να ξυπνήσει επιτέλους. Μετά από μερικά λεπτά το σώμα μου δεν είχε άλλη ενέργεια να προσφέρει κι απλώς έπαψε να βγαίνει μαγεία από μέσα μου. Άρχισα να βαριανασαίνω και τότε κατάλαβα πως πριν από λίγα δευτερόλεπτα ο Κάρτερ κι ο Αλφόνσο είχαν μπει μέσα στο δωμάτιο και με κοιτούσαν έκπληκτοι. Έκανα να μιλήσω, αλλά ακόμα κι αυτό αποζητούσε δύναμη που δεν είχα. Ο Ενρίκε σηκώθηκε και με κράτησε, καθώς κι η δική μου ισορροπία με εγκατέλειπε.

«Τι στο καλό συμβαίνει εδώ μέσα;», μας ρώτησε ο Κάρτερ βλέποντας μας άσπρους σαν κιμωλία και αδύναμους να σταθούμε.

Η Μέλανη στάθηκε στα πόδια της και με τα τρεμάμενα χέρια της σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο της. «Πώς μας βρήκες;»

«Έχω μεγάλη φαντασία», της απάντησε και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. «Τι ήταν αυτό που μόλις έγινε;»

Μόλις με είχε δει να χρησιμοποιώ μαγεία. Ήταν κάτι παραπάνω από φανερό γι' αυτό και δεν απάντησα. Με το ζόρι άλλωστε κατάφερνα να αναπνεύσω.

«Παιδιά», μουρμούρισε ο Αλφόνσο κι έκανε ένα βήμα μπροστά κοιτώντας την Άννα.

Όλοι μας στρέψαμε σε εκείνη την προσοχή μας και την είδαμε να πεταρίζει τις βλεφαρίδες της και κατόπιν να ανοίγει τα μάτια της. Τα είχαμε καταφέρει!

«Γιαγιά», ψέλλισε η Μέλανη αδύναμα και πάλεψε να φέρει τα βήματα της στο πλευρό της. Κάθισε δίπλα της και της έπιασε το χέρι. «Με ακούς;»

Ανακουφισμένη που η Άννα ήταν ξανά κοντά μας αφέθηκα και σταμάτησα να προσπαθώ να μείνω όρθια. Ο Ενρίκε ήταν κι εκείνος αρκετά αδύναμος, και δεν μπόρεσε να με αποτρέψει από το να πέσω. Ο Κάρτερ έτρεξε αμέσως κοντά μου και με σήκωσε στα χέρια του.

«Σε κρατάω», τον άκουσα να μου ψιθυρίζει.

Σίγουρη ότι βρισκόμουν στην ασφαλή αγκαλιά του έκλεισα τα μάτια μου. Όταν τα ξανάνοιξα δεν ήμουν στο δωμάτιο της Άννας, αλλά σε κάποιο άλλο. Μαζί μου ήταν ο Κάρτερ. Καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι μου με την έκφραση που έπαιρνε όταν σκεφτόταν κάτι πολύ σοβαρό. Γύρισα το κεφάλι μου για να μπορώ να τον βλέπω κι εκείνος έφερε την καρέκλα του πιο μπροστά, μόλις είδε ότι είχα ξυπνήσει.

«Τι έγινε;», ρώτησα σχεδόν ψιθυριστά.

Εκείνος έσκυψε μπροστά και χάιδεψε τα μαλλιά μου. «Λιποθύμησες αφότου ξύπνησες την γιαγιά μου από κόμμα.»

«Η Μέλανη κι ο Ενρίκε;» Θυμόμουν πως οι δυο τους είχαν εξαντληθεί πιο γρήγορα από μένα.

«Η Μέλανη είναι μαζί της τώρα κι ο Αλφόνσο γύρισε τον Ενρίκε στο πανδοχείο», μου απάντησε. «Εσύ έπρεπε να μείνεις εδώ.»

Χαμήλωσα τα μάτια μου στο δεξί μου χέρι και ψηλάφισα τον ορό. «Δεν πρέπει να μείνω εδώ. Θα μάθουν ότι έχω μαγεία.»

«Μην ανησυχείς», πήρε το χέρι μου στο δικό του. «Φρόντισα εγώ να μην μαθευτεί τίποτα.»

Για να μην μαθευτεί κάτι τόσο μεγάλο μόνο ένας τρόπος υπήρχε.

«Κάρτερ», ξεφύσησα. «Ο Αλφόνσο δεν μπορεί να κουβαλάει στην Μόιρα τέσσερα καταπονημένα νταμπίρ.»

«Λίγη υποβολή δεν πειράζει κανέναν. Άλλωστε κανείς μας δεν χρησιμοποίησε τόση μαγεία όσο εσύ», έγειρε το κεφάλι του στα πλάγια. «Αλήθεια, πότε είχες σκοπό να μου πεις για την νέα σου ικανότητα;»

«Δεν είναι νέα. Γεννήθηκα έτσι.»

Εκείνος μισόκλεισε τα μάτια του. Η κατάσταση μου πιθανώς να του θύμιζε τον εαυτό του. Κι ο ίδιος για μεγάλο διάστημα πίστευε πως γεννήθηκε με την μαγεία του, αλλά τελικά αποδείχτηκε πως την απέκτησε όταν ήταν μερικών ημερών.

«Αλήθεια», συνέχισα. «Δεν με καταράστηκε κανένας. Αν θέλεις περισσότερες λεπτομέρειες καλύτερα να ρωτήσεις τον Αλφόνσο, γιατί δεν έχω την δύναμη να το συζητήσω.»

«Δεν βιάζομαι έτσι κι αλλιώς», ένα μισό χαμόγελο δέσποσε στα χείλη του.

«Αλήθεια, πώς ξέρατε ότι ήμασταν εδώ;»

Ανασήκωσε τον ένα του ώμο και χαμήλωσε το βλέμμα του στα δάχτυλά μου. «Η Μέλανη νομίζει πως όταν κάτι καινούριο συμβαίνει, ξεχνάω τα παλιά», ξεκίνησε «Θυμάμαι πως όταν της είπα για την γιαγιά μας πρότεινε να την ξυπνήσουμε εμείς κι εγώ το αρνήθηκα. Δεν ήξερα ότι θα το καταφέρναμε. Δεν γεννηθήκαμε με μαγεία και δεν μπορούμε να κάνουμε ξόρκια τόσο εύκολα όσο...» με κοίταξε και γέλασε ελαφρά «εσείς. Η αλήθεια είναι πως όταν είδαμε πως λείπετε άργησα να το συνδέσω. Όταν με πήρε ο Ντιμίτρι κατάλαβα πως ήσασταν ακόμα στο Πόρτλαντ. Γι' αυτό και του ζήτησες να γυρίσουμε, για να μην σας πετύχουμε.»

«Δεν είναι εντελώς αλήθεια.» Πραγματικά ανησυχούσα μήπως έπεφταν στα χέρια κάποιου βρικόλακα.

«Είναι εν μέρει όμως», αποκρίθηκε. «Και τότε σκέφτηκα ότι ζήτησε βοήθεια από τον Ενρίκε, γιατί είχε εκ γενετής μαγεία κι εσύ απλώς τους συνόδευσες. Αλλά τελικά ήταν ξόρκι τριών κι όχι δύο.»

«Κι επιτυχές», συμπλήρωσα.

Έσμιξε ελαφρώς τα φρύδια του και μασούλησε το εσωτερικό των χειλιών του. «Δεν ξέρω πώς γεννήθηκες με μαγεία, αλλά δεν είχε καμία σχέση με του Ενρίκε. Η δική σου είναι...»

«Της φωτιάς», τον διέκοψα.

«Δεν εννοούσα αυτό. Είναι πιο μεγάλη. Εσύ συνέχισες μόνη σου και έδωσες πόση ενέργεια κι αυτός βρισκόταν ήδη στα πατώματα.» Έγειρε το πιγούνι του μπροστά. «Κάτι που προσωπικά δεν με συγκίνησε καθόλου.»

Παρέβλεψα το πικρόχολο σχόλιο του για τον Ενρίκε και έμεινα σε έναν απλό αναστεναγμό.

«Είναι μια περίπλοκη μαγεία», είπα τελικά.

Εκείνος ένευσε αργά, αλλά δεν συνέχισε άλλο πάνω σε αυτό. Με πλησίασε πιο πολύ και χάιδεψε ξανά τα μαλλιά μου. Αυτή την φορά είχα συνέλθει κάπως και πήρα το χέρι του στο δικό μου. Ο Κάρτερ πίστεψε πως αυτός ήταν καλός οιωνός, αλλά έκανε λάθος και το χαμόγελο του έσβησε όταν άφησα το χέρι του πάνω στο σεντόνι.

«Δεν μπορείς να είσαι εδώ. Πρέπει να είσαι μαζί με την Μέλανη και την Άννα.»

«Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνη σου», αντιτάθηκε. «Είσαι ακόμα πολύ αδύναμη.»

«Κάρτερ», ξεφύσησα «απλά φύγε. Μην το κάνεις δύσκολο. Δεν μπορείς να είσαι εδώ. Δεν έχεις θέση δίπλα μου.»

«Πώς μπορείς να το λες αυτό;», ρώτησε συνοφρυωμένος. «Γεννηθήκαμε με σκοπό να είμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον.»

«Ως συγκυβερνήτες», συμπλήρωσα. «Όμως τώρα δεν υπάρχει κάποιο κρατικό ζήτημα να λύσουμε και εσύ πρέπει να είσαι μαζί με την οικογένεια σου.»

«Κι εσύ είσαι οικογένεια μου.» Ο τόνος της φωνής του εξέφραζε πόσο τον πλήγωναν τα λόγια μου. Έπρεπε όμως να φύγει, γιατί αν έμενε θα γεννιόντουσαν ψεύτικες ελπίδες, οι οποίες θα κατέρρεαν όταν επιστρέφαμε στην Μόιρα. «Είσαι αίμα από το αίμα μου», συνέχισε σφίγγοντάς μου το χέρι «και αυτό δεν μπορείς να το αλλάξεις.»

«Όχι», τράβηξα το χέρι μου από το δικό του. «Αλλά ούτε εσύ μπορείς να το χρησιμοποιείς για να μου επιβάλλεις την παρουσία σου.»

Τα μάτια του υγράνθηκαν στα απότομα λόγια μου κι η καρδιά μου σφίχτηκε. Όσο και να με είχε πληγώσει, πονούσα να τον βλέπω να υποφέρει.

«Γιατί μου μιλάς με αυτόν τον τρόπο;»

«Γιατί πρέπει επιτέλους να με αφήσεις.» Από την καρδιά σου. «Υπάρχει κάποια άλλη που σε περιμένει πίσω στην Μόιρα.»

Δάγκωσε το ούλο του και χαμήλωσε για λίγο το βλέμμα του κατευνάζοντας. Προσπάθησε να πει κάτι ακόμα αλλά οι κουβέντες δεν βγήκαν ποτέ. Μάζεψε το κουράγιο του και σηκώθηκε από την καρέκλα. Εγώ τον παρακολουθούσα, καθώς απομακρυνόταν. Είχε γίνει πλέον συνήθεια κάποιος από εμάς να απομακρύνεται, αλλά τελικά να ξανακαταλήγουμε μαζί. Δεν επρόκειτο όμως για κάτι ελπιδοφόρο, αλλά για μία ακόμα συνωμοσία του σύμπαντος εναντίον των ζωντανών ψυχών. Προτού περάσει το κατώφλι τα μάτια μας διασταυρώθηκαν για λίγο. Δεν ειπώθηκε όμως το παραμικρό.

Όταν έμεινα μόνη μου δεν έκλαψα. Ήμουν πολύ μουδιασμένη από όλα αυτά για να το κάνω. Έκλεισα απλώς τα μάτια μου και έφερα στον νου μου χαρούμενες στιγμές, για να μου κρατήσουν συντροφιά. Ήταν η καλύτερη απόδραση στην οποία κατέφευγα από παιδί. Όποτε με στενοχωρούσε κάτι ή είχα μια δύσκολη μέρα και δεν βυθιζόμουν στο σκοτάδι του μελαγχολικού μου εαυτού, αναπολούσα μικρές ή μεγάλες στιγμές ευτυχίας. Εκείνη την φορά μάλιστα το είχα μεγάλη ανάγκη. Σκηνές από την παιδική μου και την εφηβική μου ηλικία έπαιξαν στο μυαλό μου καταφέρνοντας να με γαληνέψουν με την ομορφιά της αθωότητας μου. Στις σκέψεις αυτές μπόρεσα να αποκοιμηθώ για αρκετές ώρες, καθώς ο οργανισμός μου το είχε μεγάλη ανάγκη.

Ξύπνησα το επόμενο πρωί και από τις ακτίνες που έμπαιναν στο δωμάτιο μου, κατάλαβα πως ήταν σχεδόν μεσημέρι. Μαζί μου δεν υπήρχε κανείς. Νέα από την Άννα δεν είχα από όταν την είδα να ξυπνάει, οπότε και σκέφτηκα να την επισκεφτώ. Δεν την είχα δει ποτέ στην ζωή μου, παρά μόνο σε φωτογραφίες. Ήθελα να την γνωρίσω και να της μιλήσω. Το σώμα μου φάνταζε υπερβολικά βαρύ, αλλά κατάφερα να σηκωθώ. Φόρεσα την ρόμπα του νοσοκομείου πάνω από τις πυτζάμες του και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο της, το οποίο ήταν κοντά στο δικό μου.

Η Άννα ήταν ανασηκωμένη στο κρεβάτι της με λιγότερα μηχανήματα κολλημένα πάνω της. Σε κάθε της πλευρά είχε τα δυο της εγγόνια. Τα γκριζαρισμένα της μακριά μαλλιά έπεφταν αχτένιστα στους ώμους της, και τα γαλανά της μάτια ήταν δακρυσμένα. Από την έκφραση της κατάλαβα πως δεν επρόκειτο για δάκρυα χαράς, αλλά θλίψης. Ακούγοντας με να μπαίνω έστρεψαν κι οι τρεις τους την προσοχή τους σε μένα.

«Γιατί σηκώθηκες;», με ρώτησε η Μέλανη πλησιάζοντας με.

Εξακολουθούσε να είναι χλωμή, αλλά στεκόταν με μεγαλύτερη ευκολία σε σχέση με μένα.

«Ήθελα να δω την Άννα», της απάντησα. «Μήπως ήρθα σε ακατάλληλη στιγμή;»

«Όχι», κούνησε η Άννα το κεφάλι της και μέσα στο λυπημένο της πρόσωπο έσκασε ένα αδύναμο χαμόγελο. «Δεν υπάρχει ακατάλληλη στιγμή για την σωτήρα μου.»

«Μία από τους σωτήρες», την διόρθωσα και κάθισα δίπλα της με την Μέλανη από πίσω μου. «Πώς αισθάνεσαι;»

«Χαμένη», μου απάντησε και σκούπισε ένα δάκρυ από το ρυτιδιασμένο της μάγουλο. «Μέσα σε ένα βράδυ δύσκολα αναπληρώνονται έξι χρόνια και ακόμα πιο δύσκολα», έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω και εξέπνευσε σε μια προσπάθεια να αποτρέψει περισσότερα δάκρυα «θα μπορέσω να αποδεχτώ το θάνατο της κόρης μου. Λυπάμαι πολύ και για την δική σου απώλεια, Ορόρα.»

«Σ' ευχαριστώ», είπα χαμηλόφωνα. 

«Τίποτα δεν είναι ίδιο πια», κούνησε το κεφάλι της. «Όλα άλλαξαν και αμφιβάλλω αν πορεύονται προς το καλύτερο.»

Την ίδια αμφιβολία είχα κι εγώ.

«Μην το λες αυτό», αποκρίθηκε ο Κάρτερ. «Δεν έχεις δει τίποτα ακόμα.»

«Άκουσα όμως όσα μου είπατε.»

Η Μέλανη έγειρε μπροστά για να την βλέπει καλύτερα. «Ό,τι και να σου πούμε τώρα είσαι καταβεβλημένη από τον θάνατο της μαμάς. Προσπάθησε όμως να μην βυθιστείς στην απώλεια σου. Άκουσε και εμάς. Θα είναι ό,τι χειρότερο μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου.»

Η Άννα έριξε ένα συμπονετικό βλέμμα στην εγγονή της και κατάφερε να δείξει ένα δείγμα θάρρους και αισιοδοξίας. «Την ονόμασα Χόουπ, γιατί ήταν το φως ελπίδας μέσα στην απελπισία μου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου περίμενα να την δω μαζί σας. Πάντοτε ήταν δίπλα μου. Όταν δεν την είδα ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ένιωσα μέσα μου», σκούντηξε μαλακά το στέρνο της. «Μια μάνα τα νιώθει αυτά. Τα λόγια σας απλώς επιβεβαίωσαν τους φόβους μου αλλά δεν έκαναν τον πόνο ελαφρύτερο.»

Τα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα με δάκρυα, αλλά αυτή την φορά φάνταζαν λιγότερο θλιμμένα. Είχε αρχίσει γρήγορα να συνέρχεται από την δυσάρεστη είδηση κι ήξερα πως αυτό οφειλόταν στα εγγόνια της. Αυτά τα δύο ήταν ό,τι της απέμεινε από την κόρη της.

«Αλλά ακόμα και τώρα δεν έχω χάσει την Χόουπ μου. Ξέρω πως θα την βλέπωκάθε μέρα», γύρισε και κοίταξε τον Κάρτερ «μέσα στα μάτια σου», έπειτα στράφηκεστην Μέλανη «στο χαμόγελο σου.» 

Οι δυο τους της χαμογέλασαν στοργικά θέλοντας να επιβεβαιώσουν την Ελπίδα της.

«Στον τρόπο με τον οποίο συμπαραστέκεσαι και υπερασπίζεσαι την Μέλανη και τον Κάρτερ», αποκρίθηκε σε μένα.

Με είχαν παινέψει πολλές φορές στην ζωή μου αναφερόμενοι σχεδόν σε όλες μου τις δυνατότητες και προσόντα. Αυτή την φορά όμως δεν μπορούσα να περιγράψω την συγκίνηση μου, όταν η Άννα είδε μέσα μου ένα κομμάτι της Χόουπ. Ένιωσα ταπεινή, παρά το μεγαλείο της σύγκρισης. Τα μάτια μου διασταυρώθηκαν πρώτα με εκείνα του Κάρτερ κι έπειτα με της Μέλανη. Το γεγονός ότι τα βλέμματα τους έδειχναν πόσο συμφωνούσαν μαζί της φούσκωσε πιο πολύ την χαρά μου και τα δικά μου μάτια άρχισαν να υγραίνονται.

«Και ξέρω», συνέχισε «πως ίσως τελικά τα πράγματα φτιάξουν, γιατί από τον καθένα σας θα έχω ένα κομμάτι ελπίδας

«Κι από σένα ένα ακόμα μεγαλύτερο», συμπλήρωσε ο Κάρτερ.

«Ομαδική αγκαλιά», αναφώνησε η Μέλανη γελώντας.

Οι τρεις μας γείραμε μπροστά αγκαλιάζοντας προσεκτικά την Άννα.

Χθες το βράδυ είχαμε καταφέρει να την ξυπνήσουμε από ένα κόμμα έξι χρόνων και να την γνωρίσω για πρώτη φορά. Για μένα ήταν πάντα ένας μύθος, γιατί δεν την είχα γνωρίσει ποτέ. Βασιζόμουν στις απόψεις των άλλων για να διαμορφώσω την δική μου. Η Άννα Ριντ (Στράους) ήταν μια γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, μια αφοσιωμένη σύζυγος και αγαπημένη μητέρα. Σήμερα όμως μπόρεσα να καταλάβω από μόνη μου τις αρετές που έκρυβε μέσα στην καρδιάς της. Η Άννα ήταν μια αγαθή γυναίκα, με δύναμη ψυχής και χάρη απέναντι στις δυστυχίες.

Χάρις την Άννα είχε γεννηθεί η Ελπίδα.    

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top