11. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ

Είχα ξυπνήσει από νωρίς λόγω υπερέντασης. Το χθεσινό βράδυ φάνταζε από την αρχή ως το τέλος του σαν ένα τρελό όνειρο, βγαλμένο από τέσσερις διαφορετικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Ένας εκκεντρικός βρικόλακας με ναρκισσιστικές τάσεις όσον αφορά το είδος του, είχε γονατίσει μπροστά μου μετά από την φωτιά που βγήκε μέσα μου. Ο Σκοτ Γουίτμορ πήρε τον όρκο του ως φρουρός μου, χωρίς καν να έχει τελειώσει την εκπαίδευση του. Μόνο και μόνο για να με συντροφεύει από τώρα στις αποστολές μου. Ο Κάρτερ κι εγώ επιστρέψαμε στις πρώτες μέρες μου στην Μόιρα, με μυστικά και ουσιαστικά δύο άγνωστοι παρά το παρελθόν μας. Τέλος, μέσα στην απελπισία μου και την κατάθλιψη που ήταν ριζωμένη μέσα μου και άνθιζε ξανά μετά τον θάνατο του Μάικλ, είχα πάρει ναρκωτικά από έναν θνητό χρησιμοποιώντας υποβολή πάνω του. Και μόνο που σκεφτόμουν τις τρεις τελευταίες μέρες ένιωθα την ανάγκη να τσιμπηθώ για να σιγουρευτώ ότι δεν βρισκόμουν σε λήθαργο. Όλα αυτά ήταν η καθημερινότητα μου. Μια καθημερινότητα που έφερνε καινούριες δυστυχίες και δυσκολότερα προβλήματα. Ήθελα όσο τίποτα άλλο να απαλύνω τον πόνο, έστω για λίγες ώρες, έστω με την βοήθεια μιας σκόνης. Ο παρορμητικός μου εαυτός ήταν στα πρόθυρα να υποκύψει, αλλά η λογική μου με σταματούσε χτυπώντας δεκάδες καμπανάκια, σημαίνοντας κίνδυνο.

«Ορόρα είσαι έτοιμη;», η φωνή της Μόνι έξω από την πόρτα μου με έβγαλε από τις σκέψεις μου και τράβηξε για λίγο τα μάτια μου από το σακουλάκι με την κοκαΐνη.

«Ναι», της απάντησα. «Έρχομαι.»

Πήρα τα απαραίτητα βιβλία μου για την σημερινή μέρα και κάτω από τα υπόλοιπα έκρυψα το χθεσινό μου παράπτωμα. Έπειτα βγήκα από το δωμάτιο μου και έσμιξα με την Μόνι και την Μέλανη που με περίμεναν. Για λίγο η στιγμή με γύρισε στις καλές μέρες, όπου όλα ήταν πιο αισιόδοξα, πιο ελπιδοφόρα. Ήταν ένα καλό ξεκίνημα για μέρα και ήλπιζα να συνέχιζε έτσι.

«Λοιπόν», ξεκίνησε η Μόνι καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες. «Πώς πήγε το διάβασμα χθες;»

«Καλά», ανασήκωσα τους ώμους μου και αποφεύγοντας το βλέμμα της. Μου ήταν δύσκολο να λέω ψέματα στον άλλο και να τον κοιτάω στα μάτια.

«Γιατί είχες πάει στο παλάτι;», ρώτησε η Μέλανη. «Ήθελες κάτι συγκεκριμένο;»

Ο τόνος της δεν ήταν καχύποπτος ούτε ανακριτικός. Προφανώς η Μόνι δεν είχε προδώσει την εμπιστοσύνη μου και δεν της είχε πει τίποτα για την μαγεία μου. Δεν ήθελα να ανοιχτώ ακόμα μαζί της, γιατί δεν ένιωθα πως είχαμε γυρίσει τελείως στο πως ήμασταν. Επιπλέον, ο Κάρτερ ήταν αδερφός της!

«Βασικά ήθελα να ανακοινώσω στον Ντιμίτρι ότι ο Σκοτ σε μια έξαρση ηρωισμού ορκίστηκε ως φύλακας μου», είπα περίπου ψέματα.

«Τι έκανε;», αναφώνησαν κι οι δυο τους τραβώντας μερικά βλέμματα πάνω μας.

«Κι όμως», κατένευσα, καθώς κατευθυνόμασταν στο ντουλάπι μου για να αφήσω τα βιβλία. «Κοίτα τι μπορεί να κάνει κανείς για να αποφύγει το διάβασμα», γέλασα πνιχτά. Φυσικά δεν το εννοούσα, γιατί κανείς στην παρέα μου δεν ήταν φυγόπονος. Ούτε καν ο Τσέις. Απλώς έδιναν αλλού βάση.

«Και γιατί το έκανε αυτό;», ρώτησε η Μέλανη και στηρίχτηκε στο διπλανό μου ντουλάπι.

Εγώ αφού άφησα τα βιβλία μου έσκυψα μπροστά για να μην ακούγομαι. «Έπρεπε να γνωρίσω επιτέλους τους βρικόλακες που μου είχε εξασφαλίσει ο Νόα», η Μόνι μόρφασε ελαφρά στο όνομα του βιολογικού της πατέρα. «Κι ο Σκοτ με πήρε χαμπάρι, καθώς έφευγα και επειδή δεν τον άφηνα να έρθει μαζί μου προχώρησε σε πιο δραστικά μέτρα.»

«Μισό λεπτό», έσμιξε τα φρύδια της η Μέλανη. «Εσύ δεν είπες ότι είχες πάει στο παλάτι;»

Ναι, το είχα πει.

«Αφού δεν το έχεις με τα ψέματα», γέλασε η Μόνι βλέποντάς με να δαγκώνω νευρικά τα χείλια μου. «Γιατί το προσπαθείς;»

«Τέλος πάντων», ξεφύσησα. «Αυτά έγιναν χθες.»

«Και; Πώς τους είδες;», με ρώτησε η Μέλανη αναφερόμενη στους στρατολογούμενους.

Εγώ σκέφτηκα λίγο. «Ψήνονται στην ιδέα», απάντησα γελώντας από μέσα μου με το λογοπαίγνιο.

Κατευνάζοντας ικανοποιημένες προχωρήσαμε στην τραπεζαρία. Τα αγόρια δεν είχαν κατέβει ακόμα, οπότε προς το παρόν ήμασταν οι τρεις μας.

«Να μην ξεχάσετε», ξεκίνησε η Μέλανη προτού πάρει θέση στην ουρά «να περάσετε από το παλάτι για να υπογράψετε.»

Η Μόνι την καθησύχασε πως το θυμόταν, εγώ όμως δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να υπογράψω.

«Τι να υπογράψουμε;», ρώτησα απορημένη.

Εκείνη έσφιξε τα χείλη της καταλαβαίνοντας ότι έκανε κάτι λάθος. Γρήγορα όμως επανήλθε και κάθισε δίπλα μου.

«Ο Κάρτερ», άρχισε να μου εξηγεί «διάλεξε νέο αντιβασιλέα και πρέπει να υπογράψουμε την νέα πράξη διαδοχής. Δεν χρειάζονται οι φανταχτερές επισημότητες, όπως την περασμένη φορά. Ας περνάει ο καθένας, όποτε μπορεί να την υπογράψει.»

«Δεν στο είχε πει, ε;», ψέλλισε η Μόνι.

Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου. «Δεν είναι και το μόνο που δεν μου έχει πει.»

«Ορόρα», η Μέλανη ακούμπησε τον ώμο μου «ό,τι και να συνέβη μεταξύ σας δεν σημαίνει ότι δεν διορθώνεται.»

«Πρέπει να είναι πολύ θυμωμένος μαζί μου για να μην μου πει για τον νέο αντιβασιλέα», μουρμούρισα.

«Δεν είναι θυμωμένος», μου απάντησε η Μέλανη. «Αυτό στο εγγυούμαι. Μονάχα μπερδεμένος.»

Αυτή η σιγουριά της υποδείκνυε πως είχε μιλήσει με τον αδερφό της.

«Και πιθανόν», συνέχισε «να περίμενε να το ακούσεις από μένα, ως αντιβασιλέας.»

«Εσύ θα είσαι;», ένα ίχνος χαμόγελου έσκασε στα χείλη μου.

«Και πριγκίπισσα και αντιβασιλέας», αποκρίθηκε η Μόνι γέρνοντας μπροστά. «Μια ζωή προνομιούχα.»

Η Μέλανη γέλασε πνιχτά και κούνησε το κεφάλι της. «Επιστρέφω αμέσως», μας είπε κι έφυγε από το τραπέζι.

Η Μόνι την παρατηρούσε που απομακρυνόταν κι έπειτα άλλαξε θέση για να είναι δίπλα μου. «Τους έδειξες την μαγεία σου;», με ρώτησε με τον ενθουσιασμό ζωγραφισμένο στα μάτια της.

«Δεν μου βγήκε έτσι όπως το είχα σκεφτεί, αλλά ναι, το είδαν με τα μάτια τους», ένευσα. «Το αποτέλεσμα πάντως ήταν το επιθυμητό.»

«Τέλεια», χτύπησε τα χέρια της μεταξύ τους. «Είμαι σίγουρη πως ο αριθμός τους θα αρχίσει να αυξάνεται πυρετωδώς.»

«Το ελπίζω», αποκρίθηκα. «Γιατί δεν νομίζω να έχω και πολύ χρόνο. Μιας που το έφερε η κουβέντα», ακούμπησα τον αγκώνα μου στο τραπέζι και το πιγούνι μου στην παλάμη μου. «Σε είδα τις προάλλες να μιλάς με την Οκτόμπερ.»

Εκείνη γέλασε. «Δεν το έφερε καθόλου η κουβέντα.»

Εγώ ανασήκωσα τα φρύδια μου περιμένοντας την συνέχεια.

«Ναι, λοιπόν της μίλησα και μου μίλησε κι εκείνη», απάντησε. «Της ξεκαθάρισα πως δεν είχα κανένα πρόβλημα που αλληλογραφεί με τον Γκασπάρ, ούτε φυσικά για τα συναισθήματά της απέναντί του. Όσο για το άλλο θέμα», χαμήλωσε για λίγο το βλέμμα της. «Δεν την πειράζει καθόλου. Θέλει μόνο να είμαστε κι εγώ κι ο Σκοτ ευτυχισμένοι.»

«Αυτό είναι υπέροχο», χαμογέλασα. «Τώρα λοιπόν δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα να είσαι μαζί με τον Σκοτ.»

«Δεν ξέρω», είπε χαμηλόφωνα και κάθε κίνηση και έκφρασή της μαρτυρούσαν τις αμφιβολίες της.

«Μόνι», πήρα το πρόσωπο της στα χέρια μου και το έφερα κοντά μου. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια της έκπληκτη με την σπασμωδική μου κίνηση. «Άσε τα δεν ξέρω και κάνε αυτό που θέλεις, επιτέλους.»

Εκείνη ένευσε αργά και δεν έφερε κι άλλη αντίρρηση, πιθανόν τρομοκρατημένη από την προηγούμενη μου αντίδραση.

Τις επόμενες ώρες τα πράγματα όδευαν προς μια ομαλή κατεύθυνση. Αυτό ήταν ευχάριστο και λειτουργούσε ως ένα σωτήριο σκοινί που με έσωζε και με απομάκρυνε από τον βούρκο της θλίψης. Ωστόσο, δεν ήταν γερό και με το παραμικρό τράνταγμα, μπορεί να κατέληγα πίσω στον πάτο. Γι' αυτό έπρεπε να προσπαθήσω να αποφύγω τέτοιου είδους ταρακουνήματα μέχρι να μπορέσω να ανέβω στην επιφάνεια. Αλλά ακόμα και τότε έπρεπε να αποφύγω τις λακκούβες, γιατί δεν ήταν δύσκολο να πέσω μέσα. Είτε με ένα σπρώξιμο, είτε από απροσεξία. Αυτό που είχε επίσης σημασία ήταν να κρατάω χέρια που ήξερα ότι θα με έσφιγγαν στην τρικυμία και δεν θα με άφηναν να πνιγώ. Τέτοια ήταν ο Ντιμίτρι, ο Αλφόνσο, η Μόνι, ο Σκοτ, ο Τσέις. Κι η Μέλανη. Θα μπορούσα να πω κι ο Κάρτερ, αλλά είχα φτάσει σε μεγάλο σημείο ανασφάλειας ως προς το πρόσωπό του.

Ένιωσα αρκετά ενοχλημένη που δεν σκέφτηκε να με ενημερώσει για την απόφασή του, στο θέμα του αντιβασιλέα. Δεν επρόκειτο για κάτι προσωπικό, αλλά για ένα κρατικό ζήτημα. Δεν κυβερνούσε μόνος του κι όφειλε να με προειδοποιεί, προτού μου' ρθουν τα νέα από τρίτους. Η Μέλανη φυσικά δεν ήταν τρίτος, αλλά το θέμα μου ήταν πως ήθελα να τα μάθω από εκείνον. Μπορεί να μην ήμασταν πια ζευγάρι, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως παύαμε και να είμαστε συγκυβερνήτες. Τα προσωπικά έπρεπε να μείνουν έξω από την διακυβέρνηση, γιατί αλλιώς θα καταστρέφαμε μόνοι μας το βασίλειο.

Μετά την λήξη των μαθημάτων λοιπόν, αποφάσισα να πάω στο παλάτι για να υπογράψω την νέα πράξη διαδοχής, ελπίζοντας πως αυτή την φορά θα παρέμενε ως έχει μέχρι το τέλος της βασιλείας μας. Πρώτα, όμως, έπρεπε να κάνω μια επίσκεψη, σε ένα πρόσωπο που μου χρωστούσε πολλές εξηγήσεις. Φεύγοντας από το σχολείο πήρα τον αντίθετο από το παλάτι δρόμο και κατευθύνθηκα στο νοσοκομείο. Το είχα παραμελήσει αρκετά, κι έπρεπε επιτέλους να μάθω όλα όσα ήξερε η Σάρα για μένα, και γιατί δεν μου είχε πει τίποτα. Φτάνοντας, ανέβηκα στο γραφείο της, όπου με υποδέχτηκε χαμογελαστή και ζεστή όπως πάντα.

«Καλώς την», αποκρίθηκε και καθίσαμε η μία απέναντι στην άλλη. «Πώς είσαι σήμερα; Νιώθεις καλύτερα από τις άλλες μέρες;»

«Όχι, ιδιαίτερα», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Τις τελευταίες μέρες έχω κάτι περίεργα συμπτώματα και με έχουν ανησυχήσει.»

«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τίποτα», έκανε ένα νεύμα. «Τι συμπτώματα έχεις;»

Έφερα την καρέκλα μου μπροστά κι ακούμπησα τα χέρια μου πάνω στο γραφείο της με τους πήχεις μου στην θέα της. «Να,» ξεκίνησα. «Ζεσταίνομαι πολύ, αλλά δεν έχω πυρετό. Καμιά φορά μάλιστα η κάψα είναι τόσο μεγάλη που πετάγονται φλόγες από τα χέρια μου. Κυριολεκτικά.»

Τα μάτια της ρίχτηκαν πάνω στα δικά μου και η έκφραση της αναδείκνυε την έκπληξη της. Έκπληξη που το άκουγε, γιατί δεν της ήταν άγνωστο.

«Αλλά κάτι μου λέει πως ήξερες ότι θα συμβεί αυτό, έτσι;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.

Εκείνη εξέπνευσε και το σώμα της χαλάρωσε. «Είναι αλήθεια λοιπόν.»

«Δεν ήσουν σίγουρη;», απόρησα. «Οι εξετάσεις μου δεν στο έδειξαν;»

«Δεν έγραφαν με λέξεις Η Ορόρα έχει μαγεία, αλλά αυτό υποδείκνυαν, ναι», σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο γραφείο της. «Όταν ήρθες εδώ με επουλωμένο πόδι και μου εξήγησες όλα αυτά τα περίεργά φαινόμενα, η μαγεία ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό. Γι' αυτό και σου έκανα όλες αυτές τις εξετάσεις. Τα αποτελέσματα έδειχναν ότι είχες τέτοια κύτταρα μέσα σου.»

«Δηλαδή;»

«Δηλαδή», έγειρε προς τα πίσω κι έβγαλε από ένα κλειδωμένο συρτάρι ένα φάκελο, τον οποίο άπλωσε μπροστά μου. Τα χαρτιά μέσα έδειχναν όλα όσα οδήγησαν την Σάρα στο σωστό συμπέρασμα. «Η πίεση σου ήταν υψηλή, όπως σε κάθε νταμπίρ με μαγεία. Έχεις υψηλή τιμή λευκών αιμοσφαιρίων, γεγονός που σε προστατεύει από αρρώστιες, θερμοκρασία που κανονικά θα έπρεπε να σε στείλει στο κρεβάτι, αλλά αυτή είναι η φυσιολογική σου.»

Εγώ έβλεπα τα λόγια της στην μορφή ιατρικών όρων γραμμένα στα χαρτιά μπροστά μου.

«Όλες οι ενδείξεις ήταν ξεκάθαρες», συνέχισε. «Είχες μαγεία και μάλιστα της φωτιάς. Η υψηλή σου θερμοκρασία ήταν που μου ξεκαθάρισε το τοπίο ως προς το στοιχείο. Δεν ήθελα να σου πω τίποτα ακόμα, γιατί δεν το πίστευα κι εγώ η ίδια. Απευθύνθηκα πρώτα στον Σον, ο οποίος έμεινε εξίσου έκπληκτος. Θα το αναλύαμε το ζήτημα γρηγορότερα, αλλά», έκανε μια παύση «προέκυψαν άλλα στην πορεία. Όταν κάπως συνήλθε ο Σον, πρότεινε να σε τεστάρουμε.»

«Πώς;», έσμιξα τα φρύδια μου.

«Η πρώτη λύση ήταν να σε ρίξουμε στον κίνδυνο των βρικολάκων. Όμως δεν κινδυνεύεις και τόσο από εκείνους.» Η Σάρα ήξερε τα πάντα για όλους μας, ακόμα και το σκοτεινό μου μυστικό. Ήταν όμως άτομο εμπιστοσύνης και δεν με πείραζε που το ήξερε. Ωστόσο, προσπαθούσα να μην την βυθίζω περισσότερο στην ιστορία μου, για χάρη των παιδιών της. «Έτσι, καταλήξαμε σε κάτι πιο», καθάρισε τον λαιμό της «ελέγξιμο.»

«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω.»

Εκείνη έγειρε προς τα πίσω ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα. «Σε αρρωστήσαμε. Η ένεση που σου έκανα την προηγούμενη βδομάδα δεν ήταν για να αποφύγεις την λοίμωξη, αλλά για να την πάθεις.»

Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου ακούγοντας την Σάρα να παραδέχεται ότι εκείνη ευθυνόταν για την γρίπη μου.

«Όταν σε εξέτασα την επομένη, δεν ήσουν τόσο σοβαρά όσο κανονικά θα έπρεπε», συνέχισε. «Τα συμπτώματα σου ταίριαζαν σε ασθενή που νοσούσε για τρίτη μέρα. Κι εσύ δεν ασθενούσες ούτε δώδεκα ώρες. Κανονικά θα έπρεπε τις τρεις επόμενες μέρες να κελαηδούσες. Όσο η Μόνι μου έλεγε την πορεία σου καταλάβαινα ότι συνερχόσουν. Γι' αυτό αποφάσισα να συνεχίσω να σε μολύνω με τις σούπες, γιατί αν πράγματι είχες μαγεία, κάπως έπρεπε να εκδηλωθεί. Και τελικά έγινε», μισοχαμογέλασε.

«Απίστευτο», κατάφερα να μουρμουρίσω μετά από μερικές στιγμές, τις οποίες ξόδεψα παλεύοντας να χωνέψω αυτά που μόλις είχα ακούσει.

«Δεν ήθελα να σου πω τίποτα, γιατί ο Σον θεώρησε καλή ιδέα να μην πιεστείς και με αυτό. Ας το μάθαινες όποτε το αποφάσιζε το σώμα σου.»

«Και δεν άργησα», αποκρίθηκα.

«Καθόλου», το χαμόγελο της πλάτυνε κι ίσιωσε την πλάτη της. «Ελπίζω να μην μου θυμώσεις. Ξέρω πως αυτό που έκανα δεν ήταν σωστό, αλλά...»

«Σ' ευχαριστώ», την διέκοψα εκπλήσσοντάς την. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που βγήκε από το στόμα μου. «Δεν έχεις ιδέα τι μου έχεις προσφέρει», συνέχισα. «Αυτή η δύναμη κυλούσε κατασταλμένη στην οικογένειά μου μέχρι που με βοήθησες να την φέρω στην επιφάνεια, ανώδυνα. Ξέρεις ποια και τι είμαι και καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι που έχω κάτι τόσο μεγάλο μέσα μου. Και το οφείλω σε σένα.»

«Ορόρα», μουρμούρισε κι έσφιξε τα χέρια μου στα δικά της. «Εσύ το κατάφερες. Μόνη σου. Εγώ απλώς σου έδειξα την σωστή κατεύθυνση.»

«Κι είναι λίγο αυτό;», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου απαντώντας μόνη μου στην ερώτησή μου. «Σ' ευχαριστώ», επανέλαβα. «Δεν ξέρω πώς να σου ανταποδώσω το καλό που μου έκανες.»

Εκείνη χαμογέλασε στην επανάληψη της ευγνωμοσύνης μου. «Τα λόγια σου ήταν παραπάνω από αρκετά.»

Στη Σάρα λοιπόν οφειλόταν ένα μεγάλο μέρος της ενεργοποίησης αυτής της μαγείας που μέχρι στιγμής κανένας Σάντος δεν είχε καταφέρει να χρησιμοποιήσει. Παρά τα μυστικοπαθή και αρρωστημένα μέσα που έκαναν πραγματικότητα τον μύθο της 'μεγάλης θεάς' το αποτέλεσμα ήταν ένα: επιτέλους απέκτησα μια δύναμη μεγάλη και ικανή να σταθεί εναντίον του Ντέμιεν. Μέχρι στιγμής τα άστρα έδειχναν να ευθυγραμμίζουν και να στρέφονται τα πράγματα με το μέρος μου. Δεν ήθελα ούτε καν να φανταστώ πως μπορεί η κατάσταση να γυρνούσε πάλι, όπως παλιά. Μια νίκη σε μάχη δεν σήμαινε απαραίτητα την νίκη στον πόλεμο, αλλά δεν την απέκλειε κιόλας. Έπρεπε να είμαι αισιόδοξη, όχι αλαζονική, για να εξασφάλιζα την νίκη, για το καλό του λαού μου και της κόρης μου.

Βρισκόμενη σε καλή ψυχολογική κατάσταση έφυγα από το νοσοκομείο για να πάω στο παλάτι. Το γεγονός ότι με ευχαρίστησαν τα λόγια της Σάρας επιτάχυναν τα βήματα μου αποκαλύπτοντας μου την κρυφή επιθυμία μου να συναντήσω τον Κάρτερ. Δεν ήξερα τι θα του έλεγα και αν θα συζητούσαμε για την μαγεία μου, ήθελα όμως πάρα πολύ να τον δω. Ας κοιταζόμασταν μονάχα για μερικές στιγμές και ας μην μιλούσαμε, δεν με πείραζε. Μου αρκούσε να τον αντικρίσω. Τόσο πολύ με είχε χαροποιήσει η συνάντηση μου με την Σάρα.

Καθώς πλησίαζα στο παλάτι με κατέβαλε μια μικρή νευρικότητα που θα συναντούσα τον Κάρτερ, όπως στην αρχή του έρωτά μας. Θυμάμαι πώς σφυροκοπούσε η καρδιά μου όταν ήξερα ότι θα τον αντικρίσω. Κι όταν πάλι τον έβλεπα σταματούσε να χτυπάει. Μου έδιναν ζωή αυτά τα γαλανά μάτια και έπαιρνα πνοή από τα χείλη του. Αργότερα αυτή η νευρικότητα έμαθε να καταλαγιάζει, αλλά η καρδιά μου δεν μπορούσε να δαμαστεί. Ένα βλέμμα του ήταν αρκετό για να με καθηλώσει κι ένα άγγιγμά του είχε την ικανότητα να με κάνει να νιώθω άτρωτη. Με τόσες αναμνήσεις στον ελάχιστο –σχετικά- χρόνο που ήμασταν μαζί, μελαγχόλησα λίγο. Προσπάθησα όμως να το καταπολεμήσω, γιατί δεν είχα περιθώρια για δάκρυα. Μια δύσκολη στιγμή και ποιος ξέρει πως θα αντιδρούσα. Ο Κίραν είχε δίκιο όταν με χαρακτήρισε εύθραυστη, γιατί ήμουν. Όχι σωματικά, αλλά ψυχικά. Σάμπως όμως το ένα δεν εξαρτιόταν από το άλλο;

Περνώντας μέσα από τους κήπους και κατευθυνόμενη στην είσοδο άκουσα βήματα πίσω μου και γύρισα να δω ποιος ήταν. Το θέαμα που αντίκρισα ήταν πέρα από κάθε δυσαρέσκεια.

«Τι θέλεις εσύ εδώ;», ρώτησα την Κέιζα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου.

Εκείνη γέλασε πνιχτά και στάθηκε μπροστά μου με την γνωστή αυτάρεσκη έκφραση. «Περπατάω στους κήπους, όπως βλέπεις.»

«Στον δικό σου σπίτι δεν έχεις κήπο;» έγειρα το κεφάλι μου στα πλάγια.

«Δεν είναι σπίτι σου», υπέδειξε τον χώρο γύρω μας.

«Ε, ναι! Το παλάτι είναι το σπίτι του βασιλιά», απάντησα το προφανές «κι εγώ», με έδειξα με τους αντίχειρές μου «είμαι η βασίλισσα, οπότε δίνε του.»

Κούνησε το κεφάλι της και μειδίασε. «Όπως είπες, είναι το σπίτι του βασιλιά. Κι αυτόν ήρθα να δω.»

Παρά το ζεστό μου σώμα τα λόγια της στάθηκαν ικανά να με κάνουν να νιώσω μια ψύχρα.

«Γιατί;», ρώτησα ακουμπώντας τα χέρια μου στους μηρούς μου. «Σε προσκάλεσε;»

«Δεν χρειαζόμαστε ειδική πρόσκληση για να δούμε τους βασιλείς μας», στριφογύρισε τα μάτια της.

«Στην συγκεκριμένη περίπτωση χρειάζεσαι, γιατί ο βασιλιάς είναι δεσμευμένος.» Δεν έλεγα την αλήθεια, αλλά θα μπορούσα να πω τα μεγαλύτερα ψέματα για να την κρατήσω μακριά του. Ήθελα να σιγουρευτεί για τα συναισθήματα του και για τις δυο μας, αλλά ζήλευα και καμία λογική σκέψη δεν θα το άλλαζε. Της γύρισα την πλάτη μου κι έκανα να συνεχίσω την πορεία μου.

«Δεν είναι πια», με σταμάτησε. «Ξέχασες ότι τον χώρισες;»

Με αργές κινήσεις επέστρεψα την προσοχή μου σε αυτήν. «Εκείνος στο είπε;», μουρμούρισα.

«Φυσικά», κάγχασε. «Γιατί εκπλήσσεσαι τόσο;», ανασήκωσε τους ώμους της. «Ο Κάρτερ δεν μπόρεσε να με ξεπεράσει ποτέ κι αυτό σε έκανε να τον χωρίσεις», έκανε ένα βήμα μπροστά. «Αλλά καλά έκανες. Δεν μπορείς να είσαι με κάποιον που δεν σε αγαπάει πραγματικά και δοκίμασε μαζί σου μονάχα επειδή αυτό ήταν που ήθελαν οι γονείς του.»

«Δεν ξέρεις τι λες», κατάφερα να πω. Το μυαλό μου είχε αρχίσει να θολώνει και δεν μου ήταν καθόλου δύσκολο να χάσω την ψυχραιμία μου. Αν όμως συνέβαινε κάτι τέτοιο, το τέλος δεν θα ήταν αναίμακτο.

Προσποιήθηκε την έκπληκτη και κατσούφιασε ψεύτικα. «Δεν στο είχε πει ε; Ο καημένος δεν είχε ποτέ την υποστήριξη της οικογένειάς του, όταν τους ανακοίνωσε ότι θα με παντρευόταν. Ποτέ τους δεν με συμπάθησαν», ξεφύσησε αδιάφορα. «Όχι κι ότι εγώ τους είχα μέσα στην καρδιά μου. Η Χόουπ φρόντιζε να μου δείχνει την αντιπάθειά της κάθε φορά που με έβλεπε. Πόσες φορές την είχα ακούσει να προσπαθεί να μεταπείσει τον Κάρτερ να με αφήσει και να πάει να βρει εσένα! Ηλίθιες γαλαζοαίματες νοοτροπίες», σχεδόν γρύλισε. «Να παντρευτεί ο βασιλιάς την βασίλισσα και χαζομάρες. Εκείνος όμως το προσπάθησε, γιατί ίσως να είχε δίκιο η Χόουπ ότι θα τον έκανες ευτυχισμένο, αλλά τελικά αποδείχτηκε λάθος.»

Τα δάχτυλά μου συσπάστηκαν βλέποντάς την να με πλησιάζει. Αηδίαζα και ήθελα να την χτυπήσω. Με ποιο δικαίωμα έβαζε την Χόουπ στο στόμα της; Ποια νόμιζε ότι ήταν τέλος πάντων;

«Γιατί», συνέχισε «ο Κάρτερ είδε τι πραγματικά είσαι: ένα δηλητήριο. Ό,τι αγγίζεις πεθαίνει. Καλύτερα να είχες πεθάνει στην γέννα.»

Στην τελευταία της πρόταση δεν άντεξα άλλο. Δεν μπορούσα να συνεχίσω να ακούω την Κέιζα να λερώνει το όνομα της θείας μου και έπειτα το δικό μου. Ήταν μια τιποτένια, μια ανήθικη και είχε το θράσος να μας κρίνει, επειδή είχαμε δει τι κουμάσι ήταν από την αρχή. Δεν ήθελε πραγματικά τον Κάρτερ, αλλά τον τίτλο του, τα λεφτά του, την άνετη ζωή που μπορούσε να της παρέχει. Δεν τον αγαπούσε, δεν ήταν άξια να αγαπήσει. Ήταν ένα άκαρδο τέρας.

Βγάζοντας το πιο δυνατό μου ουρλιαχτό και με όση δύναμη είχα την έσπρωξα προς τα πίσω ρίχνοντάς την στο έδαφος. Εγώ έπεσα πάνω της και την χτυπούσα παρά τις προσπάθειές της να με απωθήσει. Μετά από αρκετά χαστούκια με γρονθοκόπησε στην κοιλιά και βρήκε την ευκαιρία να με διώξει από πάνω της. Δεν τα παράτησε όμως και με τράβηξε από τα μαλλιά σηκώνοντας με όρθια. Εγώ έμπηξα τα χέρια μου στο δέρμα της οδηγώντας την σε μια κραυγή πόνου. Εκμεταλλευόμενη την χαλάρωσή της την χαστούκισα με το πίσω μέρος της παλάμης μου και δοκίμασα να την ρίξω ξανά. Μέσα στα ουρλιαχτά και στην θολούρα της πάλης άκουσα το όνομα μου από κάποια γνωστή φωνή, αλλά δεν έδωσα σημασία. Ήμουν συγκεντρωμένη στον στόχο μου και δεν θα την άφηνα να φύγει χωρίς να αφήσω το σημάδι μου πάνω της. Το δικό της άλλωστε στοίχειωνε την πληγωμένη μου καρδιά.

«Σταματήστε επιτέλους», φώναξε ο Κάρτερ, καθώς έσπρωχνε την Κέιζα μακριά μου.

Η Μέλανη με τράβηξε και άφησε τα χέρια της γύρω μου μέχρι να σταματήσω να προσπαθώ να φτάσω την Κέιζα.

«Τρελαθήκατε;», αποκρίθηκε ο Κάρτερ δυνατά. «Τι νομίζετε ότι κάνετε;»

«Αυτή μου χίμηξε», του απάντησε δείχνοντας με.

Εγώ γρύλισα κι έκανα να την ξαναχτυπήσω, αλλά η Μέλανη ήταν πιο ψηλή και δεν μπορούσα να της ξεφύγω εύκολα.

«Εκείνη με προκάλεσε», είπα ασθμαίνοντας.

«Τι της είπες;», ρώτησε η Μέλανη.

«Την αλήθεια», απάντησε η Κέιζα και στράφηκε σε μένα. «Δεν φταίω εγώ που δεν μπορείς να την αντέξεις.»

Κατέπνιξα μια νέα παρόρμηση να της επιτεθώ και κοίταξα τον Κάρτερ. «Θα της επιτρέψεις να μου μιλάει με αυτόν τον τρόπο;»

Εκείνος ξεφύσησε και απέφυγε να με κοιτάξει κατάματα. «Δεν έπρεπε να της επιτεθείς.»

«Αυτό έχεις να πεις μόνο;», τσίριξα.

«Κάρτερ!», αναφώνησε η Μέλανη βλέποντας τον αδερφό της πρόθυμο να υπερασπιστεί την Κέιζα.

«Καλύτερα να πας σπίτι σου», είπε στην Κέιζα κι έπειτα στράφηκε σε εμένα. «Κι εσύ έλα πάνω να μιλήσουμε.»

«Δεν έχουμε να πούμε τίποτα», οπισθοχώρησα δραπετεύοντας από τα χέρια της Μέλανη και κοίταξα απειλητικά την Κέιζα «Σε έχει αγγίξει ο θάνατος.»

Αγνοώντας τα δύο αδέρφια να με φωνάζουν να γυρίσω πίσω έτρεξα μακριά από το παλάτι. Όλη μου η αισιοδοξία που μου προσέφερε η Σάρα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές. Τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα θυμούμενη όλα όσα μου είπε η Κέιζα. Ό,τι αγγίζεις, πεθαίνει. Μπορεί να είχε βγει από το δικό της στόμα, αλλά ήταν αλήθεια. Ήμουν δηλητήριο για όποιον ακουμπούσαν τα χέρια μου. Το είχα παραδεχτεί πολλές φορές στον εαυτό μου κι ακούγοντάς το από εκείνη, κατάλαβα πως θα υπήρχαν κι άλλοι που με έβλεπαν ως αγγελιοφόρο του θανάτου. Τόσοι έχασαν την ζωή τους προστατεύοντας με από τον Κάτω Κόσμο, όπως οι γονείς μου, ή άλλους κινδύνους, όπως ο θείος μου ο Πέδρο κι ο Μάικλ. Είχα σπείρει τον θρήνο σε τόσα πρόσωπα, λόγω της μοίρας μου και δεν υπήρχε σταματημός. Έπειτα, όσο γι' αυτά που είπε για τον Κάρτερ, μου ήταν αδιανόητο να αποδεχτώ ότι τα συναισθήματά του ήταν ουσιαστικά η επιθυμία της Χόουπ να μας δει μαζί. Αν πράγματι ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν με είχε αγαπήσει πραγματικά. Δεν ήταν αληθινά ερωτευμένος μαζί μου. Απλώς πραγματοποιούσε την ευχή της μητέρας του.

Όλα αυτά προστέθηκαν στον σωρό με τις δυστυχίες της ζωής μου, φέρνοντας με στα όρια μου. Ένιωθα σαν να βρίσκομαι στην άκρη ενός γκρεμού έτοιμη να πηδήξω στο κενό για να χαθώ στην λήθη. Ίσως και να το έκανα αν τα βήματα μου δεν με είχαν φτάσει στον κοιτώνα μου. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και σωριάστηκα στο πάτωμα. Δεν είχα την δύναμη να κάνω ένα βήμα και να φτάσω στο κρεβάτι μου. Πονούσα τόσο πολύ που όσο κι αν κυλούσαν τα δάκρυα μου από τα μάτια μου δεν έβρισκα παρηγοριά. Το κλάμα μου δεν μπορούσε να με ανακουφίσει. Συνέχιζε και συνέχιζε και δεν έβρισκε τέλος. Θα έβαζα όμως ένα εγώ. Είχα το μέσο στο δωμάτιο μου για να ξεφύγω από την δυστυχία μου και θα το εκμεταλλευόμουν. Εκείνη την στιγμή είχα τυφλωθεί και δεν δρούσα με κανένα ίχνος λογικής. Η θλίψη ήταν σαν να με κρατούσε με σκοινιά και σαν μαριονέτα με κινούσε με τα δικά της θέλω.

Καταπνίγοντας το υπόλοιπο κλάμα μου και με τον κόμπο στο λαιμό μου να με πνίγει κατευθύνθηκα μέχρι το γραφείο μου και σηκώνοντας τα βιβλία μου, πήρα στα χέρια μου την μοναδική λύση που έβλεπα μπροστά μου. Σέρνοντας τα πόδια μου μπήκα στο μπάνιο και έπεσα στο πάτωμα. Έριξα την σκόνη πάνω σε ένα στρογγυλό καθρέφτη και με ένα ξυράφι το έφερα σε μια ίσια σειρά. Δίστασα αρκετά, καθώς όσο την έβλεπα τόσο αποδεχόμουν τα λόγια του Χουάν χθες το βράδυ. Αυτό δεν θα με βοηθούσε πραγματικά. Θα με έκανε να πιστεύω για ένα διάστημα ότι ένιωθα καλά, αλλά όταν η επίδρασή του θα τελείωνε εγώ θα επέστρεφα στην κατάσταση που ήμουν τώρα. Κι έπειτα θα κατέληγα να το δοκιμάσω ξανά για να ξεχαστώ και ξανά και ξανά, μέχρι που θα εθιζόμουν. Δεν ήθελα κάτι παροδικό ούτε ψεύτικο. Ήθελα κάτι αληθινό που θα μου έδιωχνε τον πόνο μια και καλή.

Τα μάτια μου κατευθύνθηκαν στο ξυράφι πάνω στον καθρέφτη και το σήκωσα στα χέρια μου φέρνοντας το στο ύψος τους προσώπου μου. Δεν ήμουν αρκετά δυνατή για να πάρω την ζωή μου. Αν δοκίμαζα να το κάνω δεν θα το πετύχαινα, γιατί δεν μπορούσα να βλάψω τον εαυτό μου. Και τότε σκέφτηκα πως αν κατάφερνα να κόψω επιφανειακά, ίσως να έβρισκα το κουράγιο να κόψω και βαθύτερα. Πήρα μια βαθιά εισπνοή και ξεφύσησα αργά όσο η κοφτερή λαβή ταξίδευε πάνω στον καρπό μου. Έσφιξα τα δόντια μου για να μην φωνάξω και κράτησα την ανάσα μου για να σιγουρευτώ ότι δεν θα ξέφευγε η παραμικρή κραυγή οδύνης.

Δεν είχα καταφέρει να φτάσω μέχρι την άλλη άκρη κι ο δυσφορία και το αίμα μου να στάζουν πάνω στην σκόνη με λύγισαν. Δεν μπορούσα να το κάνω, δεν είχα την δύναμη. Έσκυψα μπροστά κλαψουρίζοντας εξαιτίας του τσουξίματος και για μια στιγμή μπόρεσα να σκεφτώ τον σωματικό αντί του ψυχικού πόνου.

«Ορόρα», μια γυναικεία απαλή φωνή χάιδεψε τα αυτιά μου. Η χροιά της μου ήταν οικεία και ανασηκώνοντας τα μάτια μου αντίκρισα...

«Μαμά;», ψέλλισα.

Ήταν εκείνη. Ήταν η μαμά μου. Στεκόταν μπροστά μου με την βασιλική φορεσιά με την οποία την είχα ντύσει προτού την θάψω. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν πεσμένα στην πλάτη της. Δεν φάνηκαν να έχουν επηρεαστεί από τον βανδαλισμό του Ίαν. Πόσες πιθανότητες όμως υπήρχαν να μην είχα παραισθήσεις και να έβλεπα πράγματι την νεκρή μου μητέρα;

«Μην το κάνεις κόρη μου», έσμιξε τα φρύδια της, γεγονός που δεν αλλοίωσε το γαλήνια όμορφο πρόσωπό της. «Πάλεψε. Μην τα παρατάς.»

«Δεν μπορώ», αποκρίθηκα, ενώ νέα δάκρυα χύθηκαν στα μάγουλά μου. «Θέλω να σταματήσει», έβαλα το χέρι μου στο στήθος μου. «Θέλω να φύγει αυτός ο πόνος.»

«Θα φύγει», μου απάντησε με την ήρεμη φωνή της και μου χαμογέλασε.

Πόσο μου είχε λείψει αυτό το χαμόγελο!

«Γι' αυτό μην κάνεις κακό στον εαυτό σου», άπλωσε το χέρι της μπροστά. «Όλα θα είναι εντάξει. Στο υπόσχομαι.»

«Μπορώ να έρθω μαζί σου;», σχεδόν την ικέτευα να με πάρει εκείνη και να μην χρειαστεί να τερματίσω μόνη μου την ζωή μου.

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Θα τα καταφέρεις, Ορόρα. Έχω πίστη ότι θα τα καταφέρεις. Έλα», με παρότρυνε και άπλωσε ξανά το χέρι της.

Αφού δεν θα με έπαιρνε μαζί της δεν καταλάβαινα γιατί ήθελε να πιάσω το χέρι της, αλλά δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. Την εμπιστευόμουν περισσότερο από τον καθένα. Άπλωσα λοιπόν το τραυματισμένο μου χέρι και προτού την ακουμπήσω είχε χαθεί από μπροστά μου. Την ίδια ακριβώς στιγμή η Μέλανη μπήκε στο δωμάτιο μου και σάστισε στην εικόνα μου.

«Ω Θεέ μου», αναφώνησε κι έτρεξε προς τα εμένα. Γονάτισε μπροστά μου και πήρε το χέρι μου στα δικά της. «Ορόρα, τι έκανες;» Έλεγξε κι άλλα μέρη του σώματός μου μήπως είχα κοπεί.

«Πού είναι;», ρώτησα σχεδόν ξέπνοα. «Πού πήγε;»

«Ποιος;», έσμιξε τα φρύδια της και κοίταξε μέσα στα δωμάτιο, το οποίο εξέταζα ψάχνοντας να βρω την μητέρα μου. Έπειτα τα μάτια της κατέβηκαν στην κοκαΐνη μπροστά μου και μαρμάρωσε. «Έκανες καθόλου;», ρώτησε χαμηλόφωνα.

Εγώ την κοίταξα κι άρχισα να συνέρχομαι από το πρωταρχικό σοκ. «Όχι», της απάντησα προς ανακούφισή της.

Κρατώντας με από την μέση με σήκωσε και με ξάπλωσε στο κρεβάτι μου. Μάζεψε επίσης τα πράγματα στο πάτωμα του μπάνιου μου και πέταξε στην τουαλέτα την σκόνη. Έπειτα έριξε λίγο ιώδιο σε ένα βαμβάκι και έκατσε δίπλα μου αποθέτοντας το πάνω στο κόψιμο μου.

«Τι συνέβη;», με ρώτησε με σχεδόν τρεμάμενη φωνή.

Τα άκρα μου είχαν μυρμηγκιάσει όσο συνειδητοποιούσα τι πήγα να κάνω. Με το ζόρι την άκουσα, καθώς το κεφάλι μου βούιζε. Ίσως να βρισκόμουν ακόμα σε σοκ, αλλά σίγουρα επανερχόμουν.

«Απλώς ήθελα να σταματήσω να πονάω», κατάφερα να απαντήσω.

Εισέπνευσε και σταμάτησε για λίγο το καθάρισμα. «Πόσο καιρό αισθάνεσαι έτσι;»

Έγειρα πίσω ξεκουράζοντας το κεφάλι μου στα μαξιλάρια. «Αρκετό. Είναι δύσκολο να συνειδητοποιείς πόσο θάνατο έχεις σκορπίσει. Η Κέιζα είχε δίκιο. Ό,τι αγγίζω πεθαίνει.»

«Αυτό δεν είναι αλήθεια», αντιτάθηκε. Τα μάτια της είχαν υγρανθεί αλλά συγκρατούσε τα δάκρυα της. «Μην αφήνεις αυτή να σου πει τι πραγματικά είσαι, γιατί δεν έχει ιδέα.»

«Εγώ έχω», αποκρίθηκα. «Κι αυτό με δυσκολεύει στο να συνεχίσω.»

«Μη μιλάς έτσι.» Δάγκωσε το εσωτερικό των χειλιών της και συλλογίστηκε. «Έχεις ξαναπληγώσει τον εαυτό σου στο παρελθόν;»

Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Δεν το είχα σκεφτεί καν. Αλλά για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά.»

«Δεν έπρεπε να σε είχα παρατήσει αυτόν τον καιρό», αναστέναξε. «Έχεις τόσα προβλήματα κι εγώ δεν συνέβαλα στο να ελαφρύνω το βάρος σου.»

«Δεν ήμουν μόνη μου, Μέλανη», έσφιξα τα δάχτυλα της. «Δεν ήμουν μόνη μου. Αλλά αυτό δεν άλλαξε τίποτα. Εγώ χανόμουν μέρα με την μέρα μέχρι που δεν ήξερα πού να στραφώ για βοήθεια. Δεν φταις εσύ γι' αυτό που παραλίγο να γίνει σήμερα.»

Εκείνη ρουθούνισε. «Με σκοτώνει που δεν ήμουν δίπλα σου, όταν με είχες ανάγκη περισσότερο από ποτέ», είπε χαμηλόφωνα.

«Είσαι όμως τώρα εδώ», χαμογέλασα αδύναμα. «Γι' αυτό ας κρατήσουμε αυτό, γιατί νιώθω πως εκτός από το θάρρος μου χάνω και τα λογικά μου.»

«Τι εννοείς;»

Κοίταξα ξανά στο μέρος που είδα να στέκεται η μητέρα μου και μετά επέστρεψα την προσοχή μου στην Μέλανη. «Νομίζω πως είδα την μαμά μου.»

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και ξεροκάταπιε αργά. Η τρομοκρατημένη έκφραση της δεν με έκανε να νιώθω καλύτερα, αλλά με παραξένευε κιόλας.

«Φορούσε τα ρούχα που είχε και στην κηδεία της κι είχε τα μαλλιά της άλυτα;», ρώτησε χαμηλόφωνα.

Είχα σχεδόν την ίδια αντίδραση με εκείνη προηγουμένως, αλλά κατάφερα να απαντήσω γρηγορότερα.

«Ναι», κατένευσα. «Πού το ξέρεις;»

«Την είδα κι εγώ!»

«Τι;», αναφώνησα.

«Την είδα», επανέλαβε. «Εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια μου για κλάσματα ενός δευτερολέπτου και νομίζω πως ψέλλισε το όνομά σου. Έγινε πολύ γρήγορα και λίγο πριν μπω στο δωμάτιό σου και δεν έδωσα σημασία εξ αρχής.»

Η Μέλανη έσπρωξε τα μαλλιά της πίσω και πήρε την έκφραση που έπαιρνε όταν προσπαθούσε να ερμηνεύσει κάτι.

«Μέλανη», την πρόλαβα πριν πει το οτιδήποτε. «Νομίζω ότι... Νομίζω ότι είσαι προφήτισσα.»

Οτιδήποτε περίεργο όραμα είχε δει, είχε βγει αληθινό. Ο Κάρτερ να γίνεται λυκάνθρωπος, η απαγωγή μου από τον Φερνάντο, ο θάνατος του Μάικλ εξαιτίας της Λίζας, η μητέρα μου να θέλει να με σώσει. Μπορεί η εμφάνιση της μητέρας μου σε μένα να μην έβγαζε νόημα, αλλά στην Μέλανη ήταν ξεκάθαρη. Η Μέλανη είχε προφητικές δυνάμεις.

«Ειλικρινά δεν ξέρω πώς να νιώσω γι' αυτό», μουρμούρισε.

«Μοναδική;», πρότεινα.

Χαμήλωσε το βλέμμα της και μασούλησε αμήχανα τα χείλη της. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι ισχύει», αποκρίθηκε ανασηκώνοντας ξανά τα μάτια της. «Μπορεί απλά να τυχαίνει.»

«Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην ζωή μας. Κοίτα», ξεκίνησα. «Ξέρω ότι η ιδέα του να γνωρίζεις το μέλλον είναι τρομαχτική, αλλά σκέψου πόσα καλά πράγματα θα έχεις την ευκαιρία να προφητέψεις. Μπορεί να είσαι εσύ εκείνη που θα δει τους επόμενους μας βασιλείς.»

«Ή το πώς θα πεθάνουν οι τωρινοί.» Με αυτά της τα λόγια με προσγείωσε απότομα. «Όπως και να έχει δεν είμαστε σίγουρες, ότι είμαι πράγματι προφήτισσα, οπότε δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε να το συζητάμε.»

«Μπορούμε να μάθουμε.»

Εκείνη δεν μου απάντησε. Ανασήκωσε απλώς τους ώμους της και έστρεψε την προσοχή της στο βαμβάκι με το ιώδιο και το χέρι μου. Δεν ήθελε να το θίξουμε περισσότερο γι' αυτό και προς το παρόν θα το άφηνα στην άκρη. Αλλά δεν είχαμε τελειώσει ακόμα. Η Μέλανη ήταν προφήτισσα, ήμουν σίγουρη γι' αυτό. Με την βοήθεια ενός νταμπίρ με παρόμοιες ικανότητες θα το επισημοποιούσα.

«Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό», είπα βλέποντάς την να επιστρέφει στην πληγή μου.

«Πρέπει να το καθαρίσω για να μην μολυνθεί», μου απάντησε.

«Δεν υπάρχει λόγος. Έτσι κι αλλιώς σε τρεις μέρες θα έχει χαθεί.»

Έσμιξε τα φρύδια της απορώντας. «Και πώς θα γίνει αυτό;»

«Με μαγεία!»

Γέλασε πνιχτά και έκανε να συνεχίσει αλλά εγώ σήκωσα το χέρι μου και επικεντρωμένη στην αναπνοή μου φαντάστηκα την φωτιά να βγαίνει από μέσα μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο, παρά μόνο αυτή. Δεν ήταν απαραίτητος ο θυμός για να την εξωτερικεύσει, αλλά ήταν ο πιο εύκολος τρόπος. Ωστόσο, δεν ήθελα να βασίζομαι μονάχα σε αυτό το συναίσθημα, γιατί δεν γινόταν να οργίζομαι για να χρησιμοποιώ την πατρογονική μου μαγεία. Με αυστηρή συγκέντρωση και αποκλεισμό του έξω κόσμου για δυο στιγμές, μερικές φλόγες αναπήδησαν από τον καρπό μου χορεύοντας μπροστά στα έκπληκτα, σμαραγδένια μάτια της Μέλανη.

«Τι ήταν αυτό;», ρώτησε αργά μόλις οι φλόγες κόπασαν και το κόψιμο ήτανσχεδόν έτοιμο να κλείσει μετά από αυτό. Ίσως αν την είχα κάνει πιο δυνατή ναεξαφανιζόταν τελείως.

  «Αυτό ήταν κάτι που μέσα στους αιώνες μόνο ένας Σάντος μπόρεσε να ενεργοποιήσει», της εξήγησα. «Αυτή είναι η δύναμη μου, η οποία θα περάσει στην επόμενη γενιά και θα καταστρέψει τον Κάτω Κόσμο.»

«Έχεις μαγεία;», κατάφερε να ανεβάσει τα μάτια της από το χέρι μου.

Εγώ ένευσα. «Γεννήθηκα με αυτήν. Ο Κάρτερ κι η Σάρα με βοήθησαν στο να την φέρω στην επιφάνεια.» Όσο και αν πίκραινε η γλώσσα μου αναφέροντας το όνομά του, δεν μπορούσα να παραβλέψω και την δική του συμβολή. «Ο μεν με την δική του χάρις την οποία αντέδρασε το σώμα μου κι η Σάρα γεμίζοντας τον οργανισμό μου μικρόβια», γέλασα πνιχτά. «Μέσα στα πράγματα που μάζεψε ο Κάρτερ για μένα, ήταν και μια βιντεοσκόπηση του πατέρα σας, ο οποίος μου είχε πει πως ο αδερφός σου θα με βοηθούσε με την δύναμη του. Και πράγματι αυτό έγινε.»

Εκείνη με κοιτούσε προσεκτικά και επεξεργαζόταν κάθε μου λέξη. Δεν έχανε ούτε ένα σημείο στίξης. Αν την ρωτούσα θα θυμόταν τα λόγια μου επακριβώς.

«Ο Κάρτερ έχει μαγεία του νερού κι εσύ της φωτιάς», μουρμούρισε.

«Ναι», στριφογύρισα τα μάτια μου. «Πόση ειρωνεία!»

Άφησε την φράση μου ασχολίαστη και συνέχισε να συλλογίζεται.

«Κάρτερ», ψέλλισε. «Ορόρα», είπε πιο δυνατά.

«Πες μου.»

«Ορόρα», επανέλαβε.

Εγώ έσμιξα τα φρύδια μου κι έγειρα ελαφρώς μπροστά. «Ναι, σε ακούω.»

«Ορόρα», είπε χαμηλόφωνα για τρίτη φορά.

«Τυφλώθηκες;», κούνησα τα χέρια μου μπροστά της.

«Αυγή, ήλιος.»

«Μέλανη», αποκρίθηκα ακουμπώντας τον ώμο της. «Είσαι καλά; Θέλεις λίγο νερό;»

Αναπήδησε στο κρεβάτι ξαφνιάζοντάς με.

«Δεν το πιάνεις;», με ρώτησε με ένα χαμόγελο ενθουσιασμού στα χείλη της.

Εγώ κούνησα αργά το κεφάλι μου σαν να ντρεπόμουν που δεν είχα καταλάβει το δικός της 'προφανές'.

«Το όνομά σου είναι Ορόρα!»

«Ξανασυστηνόμαστε;», μισόκλεισα τα μάτια μου.

«Όχι», γέλασε ελαφρά. «Σε λένε Ορόρα, που στα λατινικά σημαίνει αυγή. Την στιγμή που το φως του ήλιου κάνει την πρώτη του εμφάνιση μετά την νύχτα.»

Ένευσα δίνοντας της το πράσινο φως να συνεχίσει. Δεν μπορούσα νασχολιάσω τίποτα ακόμα, γιατί αδυνατούσα να ακολουθήσω τον ειρμό της.    

«Κι ο πατέρας σου χρησιμοποιούσε ως σύμβολο σου έναν ήλιο, όσο ήσουν πριγκίπισσα», συνέχισε. «Το όνομα Κάρτερ ξέρεις τι σημαίνει;» Φυσικά και δεν περίμενε απάντηση, διότι ήταν ρητορική ερώτηση. «Προέρχεται από την αρχαία μας γλώσσα και σημαίνει φεγγαρολουσμένος. Τον ονόμασε έτσι ο πατέρας μας γιατί γεννήθηκε τα μεσάνυχτα, την στιγμή που το φεγγάρι βρίσκεται στην αποκορύφωση του.»

«Εξακολουθώ να μην σε καταλαβαίνω», έτριψα τον κρόταφό μου νιώθονταςέναν πονοκέφαλο κούρασης να προσπαθεί να φωλιάσει μέσα μου. 

«Η προφητεία μας, Ορόρα», με έπιασε από τους ώμους. «Η προφητεία που λέει πως όταν ο ήλιος και το φεγγάρι βασιλέψουν μαζί, το σκοτάδι και το κακό θα χαθεί από την Γη.»

Ένιωσα μια ανατριχίλα να κυλάει σε όλο μου το σώμα με αυτά της τα λόγια. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να το διαψεύσω.

«Δεν πιστεύω να εννοείς πως εγώ κι ο Κάρτερ...»

«Είστε η προφητεία μας», τελείωσε την πρόταση μου. «Όχι μόνο το πιστεύω, αλλά είμαι σίγουρη.»

«Δεν μπορεί να είναι δυνατόν. Δεν γίνεται να», έκανα μια παύση «να έχω κι άλλο πεπρωμένο, εκτός από αυτό που με βαραίνει ήδη.»

«Κι αν είναι το ίδιο;», ανασήκωσε το ένα της φρύδι. «Αν το σκοτάδι και το κακό είναι ο Ντέμιεν κι η τυραννία του πάνω σε τόσα όντα; Εσύ κι ο Κάρτερ θα τον αντιμετωπίσετε μαζί.»

«Η προφητεία του Κάτω Κόσμου μιλάει μονάχα για την κόρη μου», της υπενθύμισα.

«Κι αν είναι κόρη σας;»

Εγώ κάγχασα. «Μόνο έτοιμοι να κάνουμε μαζί παιδί δεν είμαστε.»

«Έστω», συμβιβάστηκε. «Έστω ότι δεν την κάνεις μαζί του. Εκείνη θα πάρει από σένα την δύναμη σου. Και ποιος σε προκάλεσε ουσιαστικά για να την αποκτήσεις έτσι όπως αρμόζει στην μητέρα της μεγάλης βασίλισσας; Ο Κάρτερ!»

«Μέλανη», συνοφρυώθηκα. «Δεν ξέρω αν μπορώ να δεχτώ το βάρος διπλής προφητείας.»

«Μόνη σου είπες νωρίτερα να μην σκέφτομαι τα αρνητικά, αλλά το καλό που θα κάνω. Κι εσύ θα κάνεις το μεγαλύτερο καλό», τα μάτια της άστραφταν από συγκίνηση «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μοιράζομαι το ίδιο αίμα με τον Ήλιο και το Φεγγάρι.»

Το να χρησιμοποιήσει τα λόγια μου εναντίον μου ήταν γερό όπλο κι η πεποίθησή της κόντευε να με πείσει. Άρχισα να έχω δεύτερες σκέψεις για την άρνηση μου, όσο η καρδιά μου δεν ήξερε σε τι ρυθμό να χτυπήσει μετά από αυτή την συνειδητοποίηση.

«Θυμάσαι τα λόγια της προφητείας αυτής;», με ρώτησε γέρνοντας το πιγούνιτης προς τα μπρος. 

«Περίπου», της απάντησα.

«Όταν η ήλιος και το φεγγάρι βασιλέψουν μαζί», άρχισε να μου την διηγείται «κι η φωτιά αγγίξει το νερό, όταν ο ωκεανός και φλόγες φιλιώσουν αρμονικά, τότε το σκοτάδι θα φωτίσει και το κακό θα χαθεί. Μέρα και νύχτα θα γίνουν ένα, και στην γη θα φέρουν νέο αίμα.»

Αυτή ήταν η προφητεία μας. Η μεγάλη προφητεία που για αιώνες περιμέναμε να πραγματοποιηθεί και να σωθούμε από τους βρικόλακες, καθώς αυτό νομίζαμε πως υποεννοούσε. Δεν γνωρίζαμε πως ένα καθαρό κακό ελλόχευε στις σκιές σαν το πιο αιμοβόρο αρπακτικό.

«Εσύ ο ήλιος κι η φωτιά», συνέχισε. «Κι ο Κάρτερ το φεγγάρι και το νερό. Κι οι δυο μαζί είστε η προφητεία μας. Είστε οι σωτήρες μας!»

«Μέλανη», εισέπνευσα «αν αυτό που λες είναι αλήθεια, τότε ο πόλεμός μουμε την Ντέμιεν θα είναι νικηφόρος.»    

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top