#SPECIAL: ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΜΟΙΡΑ

Άλλου φριεντς. Όπως ίσως έχετε δει (η @user95382 πάντως το είδε :') ) το Κάτω Κόσμος Special δεν υπάρχει στο προφίλ μου. Ο λόγος είναι φυσικά ο Ντέμιεν που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να διαγράψει το παρελθόν με κατάρες. Έτσι όταν πήγα να επεξεργαστώ το αρχείο, πάτησα κατά λάθος διαγραφή. Κι όλο έλεγα να το ανεβάσω ξανά κι όλο το ανέβαλα. Μετά το χθεσινό μήνυμα της φίλης μας όμως, ανασκουμπώθηκα και είπα να επιστρέψουν τα Σπέσιαλ μπας και ξορκίσουμε εμείς το κακό και θυμηθούν οι ήρωες μας! Αντί όμως να φτιάξω νέο αρχείο κι έχουμε πάλι κανένα ατύχημα, τα Σπέσιαλ θα προστεθούν στα βιβλία που τους ταιριάζουν, έτσι ώστε αν έχουμε νέο αναγνώστη να μην φάει κανένα σπόιλερ ο καημένος. Τα κεφαλαία λοιπόν που έχετε ήδη διαβάσει επιστρέφουν. Κι αν είστε καλά παιδιά, μπορεί να έρθουν και φρέσκα!

Σας φιλώ! 


Ήταν η πρώτη φορά που θα άλλαζα χρόνο στην Μόιρα και ομολογώ πως εν μέρει ήμουν πολύ ενθουσιασμένη. Ήδη τα πρώτα Χριστούγεννα ήταν μία ευχάριστη γεύση του πως θα ήταν οι γιορτές από εδώ και πέρα, αλλά και μία δυσάρεστη υπενθύμιση πως οι γονείς μου δεν θα ήταν πλάι μου τέτοιες μέρες. Προσπαθούσα όμως να μην αφήνω την μελαγχολία των γιορτών να με καταβάλλει, γιατί δεν ήθελα να μαυρίσω κι άλλο την ταραγμένη μας ψυχολογία. Ήδη δυσκολευόμασταν να χωνέψουμε τα του Κάτω Κόσμου.

Σαφώς και η αλήθεια δεν είχε γίνει πρώτη είδηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά ήταν ένα επτασφράγιστο μυστικό μεταξύ κλειστού κύκλου. Την μέρα μετά την προκήρυξη, εγώ κι ο Κάρτερ μιλήσαμε πρώτα στον Σον, τον Μάικλ, την Μέλανη, τον Ντιμίτρι και τον Αλφόνσο κι αφού συνήλθαν από το πρώτο σοκ το μοιραστήκαμε και με την Μόνι, την Σάρα και τα αγόρια. Η σύγχυση ήταν και για αυτούς μεγάλη, αλλά προσπάθησαν να το καταπολεμήσουν όλοι τους γρήγορα για να μου συμπαρασταθούν. Και εκτιμούσα αυτή τους την προσπάθεια, αλλά δεν ήταν και το πλέον εύκολο πράγμα να ξέρεις ότι είσαι στο στόχαστρο ενός τόσο επικίνδυνου πλάσματος.

Το πρωί της παραμονής ξύπνησα στην αγκαλιά του Κάρτερ, η οποία με βοηθούσε να βλέπω λίγο πιο αισιόδοξα τα πράγματα. Εκείνος φαινόταν πιο ψύχραιμος από όλους μας, αλλά καταλάβαινα πως μέσα του κυριαρχούσε τρικυμία συναισθημάτων. Ωστόσο, ποτέ δεν τον είχα πιάσει να συνοφρυώνεται ή να χάνεται σε καταστροφικές σκέψεις. Η έκφραση του ήταν ήρεμη, σε αντίθεση με το δικό μου, και κάθε φορά που τα βλέμματα μας συναντιόντουσαν το πρόσωπο του φωτιζόταν από ένα πλατύ χαμόγελο. Το ίδιο συνέβη και εκείνο το πρωί.

«Καλημέρα αγάπη μου», ψιθύρισε τρυφερά κι έφερε τα χείλη του να χαϊδέψουν τα δικά μου.

«Τι όμορφο όνειρο!», μουρμούρισα νυσταγμένα.

«Δεν ονειρεύεσαι.»

«Δεν ονειρεύομαι;», απόρησα. «Και πώς γίνεται να νιώθω τόσο ωραια;»

Εκείνος χαρούμενος με την απάντηση μου μου χάρισε ένα ακόμη φιλί.

«Τι λες να μείνουμε στο κρεβάτι μέχρι τα μεσάνυχτα;»

«Και να χάσω την ευκαιρία να στολιστώ για απόψε;»

«Ορόρα», μειδίασε ερωτικά «Αυτή την στιγμή είσαι πιο όμορφη από όταν φοράς την πιο ακριβή τουαλέτα.»

«Τότε να έρθω έτσι στο ρεβεγιόν.»

«Για κανέναν λόγο.»

Εγώ γέλασα με την αντίρρηση του κι έκανα να σηκωθώ για να ντυθώ. Ο Κάρτερ όμως με κράτησε στο κρεβάτι για αρκετή ώρα ακόμα για ένα προσωπικό δώρο Πρωτοχρονιάς.

Όταν τελικά κατάφερα να ξεγλιστρήσω από την αγκαλιά του, επέστρεψα στο δωμάτιο μου, έκανα ένα μπάνιο, ετοιμάστηκα και κατέβηκα από τον πρώτο όροφο για να βοηθήσω στις προετοιμασίες. Απόψε όλη η Μόιρα θα ερχόταν για μία ακόμη φορά στο παλάτι για να αλλάξουμε χρόνο μαζί και να ευχηθούμε για λιγότερους θανάτους. Τουλάχιστον εγώ, αυτό θα ευχόμουν.

«Βρε καλώς την», ακούστηκε η Μέλανη μόλις κατέβηκα τις σκάλες. «Σε πλάκωσε το πάπλωμα;»

«Ο αδερφός σου», της απάντησα.

«Μακάρι να μην ρωτούσα», ψέλλισε κάνοντας με να γελάσω.

«Τώρα είμαι έτοιμη για δουλειά. Πες μου τι να κάνω.»

«Πιάσε το χέρι μου.»

Αφού άπλωσε το χέρι της, έσφιξα την παλάμη της και την έφερα στην αγκαλιά μου.

«Το ήξερα ότι δεν θέλεις τον Νέιθαν πια.»

Εκείνη πετάρισε τις βλεφαρίδες της.

«Τόσο φανερό είναι;»

«Βγάζει μάτι.»

Στο μεταξύ, ο Αλφόνσο κατέβαινε εκείνη την ώρα τις σκάλες και κοντοστάθηκε μπροστά στην εικόνα μας.

«Αν υπήρχε και τρίτο αδέρφι, δεν θα γλίτωνε από τα νύχια σου μικράκι.»

«Τι να κάνω; Έχω αδυναμία στους Μάρεϊ.»

Αφού ξεμπλεχτήκαμε με την Μέλανη γελώντας, ο Αλφόνσο κατέβηκε και το τελευταίο σκαλί με μια ιδιαίτερη ευφορία στο βλέμμα του.

«Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω τόσο ευδιάθετη.»

«Νομίζω πως σήμερα έχω το δικαίωμα να ξεδώσω.»

«Κάθε μέρα το έχεις αυτό το δικαίωμα», αποκρίθηκε η Μέλανη κι ο Αλφόνσο κατένευσε.

«Τώρα έχουν αρχίσει τα δύσκολα. Προς το παρόν όμως θα αρκεστώ στις προετοιμασίες για απόψε. Δεν μου είπες τι πρέπει να κάνω.»

«Θα πας πάνω να πάρεις την τσάντα σου και θα πάμε στο σχολείο. Έχουμε κανονίσει να κάνουμε ένα μικρό πάρτι για να αποχαιρετίσουμε τον γεροχρόνο.»

«Πάρτι τέτοια ώρα;», ρώτησε ο Αλφόνσο.

«Ε μετά πρέπει να ετοιμαστούμε για το ρεβεγιόν», του απάντησε η Μέλανη.

«Μα να μην βοηθήσουμε λίγο εδώ;»

«Θα βοηθήσουν τα αγόρια», μου είπε. «Μόνο την ομορφιά τους θα μας δείχνουν; Άντε βιάσου.»

Η αλήθεια είναι πως μία συνάθροιση με τους συμμαθητές μου θα ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να αισθανθώ όσο το δυνατόν πιο φυσιολογική γινόταν. Γι' αυτό και δεν έχασα χρόνο και την επόμενη στιγμή ήμουν στο καινούριο μου αυτοκίνητο με την Μέλανη και κατευθυνόμασταν στο σχολείο.

Το πάρτι γινόταν στην τραπεζαρία, όπου είχαν εξαφανίσει τραπέζια και καρέκλες κι υπήρχε μόνο ο μπουφές με σνακ και αναψυκτικά. Δεν υπήρχε αλκοόλ για να μην μεθύσουν από τώρα, αν κι ο Τσέις είχε μαζί του ένα φλασκί για να κλέβει λίγες τζούρες.

«Καλώς μας ήρθατε βασίλισσα», αναφώνησε η Μόνι κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

«Σοβαρά;», μόρφασα.

«Έλα, έλα», χτύπησε μαλακά την πλάτη μου. «Απλώς μου αρέσει να το λέω δυνατά.»

«Έχεις πολύ περίεργα βίτσια», σχολίασε ο Σκοτ κι εγώ κατένευσα συμφωνώντας.

«Πού είναι η αδερφή σου;», ρώτησε η Μέλανη.

Η Μόνι τότε σοβάρεψε και μας υπέδειξε την Οκτόμπερ που είχε απομονωθεί σε μια γωνία και διάβαζε ένα κομμάτι χαρτί.

«Έτσι είναι από όταν ήρθαμε. Ήλπιζα πως το πάρτι θα βοηθούσε να ξεχαστεί από τον Γκασπάρ, αλλά δεν βλέπω προκοπή.»

Ο Σκοτ δάγκωσε το κάτω χείλος του ενοχλημένος που η Οκτόμπερ δεν έδειχνε να ξεχνάει τον ξάδερφο μου.

«Άσε με να δω τι μπορώ να κάνω.»

Εγώ τότε προχώρησα προς την Οκτόμπερ χαιρετώντας στην διαδρομή τους συμμαθητές μου.

«Μελέτη εν ώρα πάρτι;», κούνησα το κεφάλι μου. «Να θυμηθώ να σε ποτίσω.»

Εκείνη χαμογέλασε όπως - όπως και δίπλωσε το χαρτί που κρατούσε.

«Δεν είναι για το σχολείο.»

«Και πάλι. Σήμερα διασκεδάζουμε.»

«Δεν έχω και ιδιαίτερη όρεξη για γιορτή.»

«Το καταλαβαίνω. Αλλά με το να μείνεις σε μια γωνία ούτε την κατάσταση αλλάζεις, ούτε και τον εαυτό σου βοηθάς.»

«Το ξέρω. Απλώς δεν θέλω να φορτώνω την Μόνι με το δράμα μου. Περνάει κι εκείνη δύσκολα προσπαθώντας να βρει την ταυτότητα της.»

«Η ταυτότητα της δεν αλλάζει με όσα έμαθε για τον Νόα. Αλλά καταλαβαίνω την θέση σου. Μπορείς πάντα να μιλήσεις σε μένα.» Προτιμώ το εφηβικό δράμα από το δικό μου.

«Θα προτιμούσα να μιλήσω με τον Γκασπάρ», ξεφύσησε και χαμήλωσε το βλέμμα της στο χαρτί που κρατούσε.

«Από εκείνον είναι;», ρώτησα.

«Όχι. Εγώ του έγραψα κάτι, αλλά δεν θέλω να το στείλω. Καταλαβαίνω ότι είναι ... προδότης.»

Ούτε εγώ χαιρόμουν με αυτή μου την απόφαση, αλλά ο Γκασπάρ συμμάχησε με τον Φερνάντο, έναν ακόμη μεγάλο μου αντίπαλο. Δεν γινόταν να το παραβλέψω και να αρκεστώ σε μια επίπληξη, ειδικά όταν κινδύνευε κι η Μόνι μαζί μου. Όμως στην προσπάθεια μου να σώσω ό,τι γινόταν από τον φιλόδοξο Φερνάντο, έθεσα μεγάλα εμπόδια σε έναν έρωτα που, αν και δεν επικροτούσα αρχικά, τώρα έβλεπα ότι ήταν δυνατός. Και μόλις πρόσφατα κατάλαβα ότι τέτοια συναισθήματα δεν γίνεται να τα καταπολεμήσεις.

«Εγώ πάλι δεν βλέπω κάτι το μεμπτό στο να κρατήσετε επαφή.»

Τα μάτια της άστραψαν και μια υποψία μειδιάματος εμφανίστηκε στα χείλη της.

«Αλήθεια το λες;»

«Φυσικά», κατένευσα. «Εξορίστηκε από την Μόιρα, όχι από την καρδιά σου.»

Η διάθεση της εκτοξεύθηκε επί τόπου στα ύψη κι αφού χτύπησε τα χέρια της μεταξύ τους άρχισε να με φιλάει σφίγγοντας με στην αγκαλιά της. Η Μόνι δεν κατάλαβε τον λόγο που η Οκτόμπερ πέρασε από το ένα άκρο στο άλλο, όμως δεν θέλησε να μάθει λεπτομέρειες. Της αρκούσε να την βλέπει χαμογελαστή και προτίμησε να χορέψουν παρά να την ανακρίνει.

Μετά από αρκετό χορό κι από μεριάς μου, βγήκα στο κιόσκι να με χτυπήσει λίγος κρύος αέρας. Εκεί καθόταν μόνος του ο Τσέις κάνοντας το δέκατο τσιγάρο από όταν ήρθε στο σχολείο εξίσου κακόκεφος με την Οκτόμπερ πριν μία ώρα.

«Φτάνει τόσο», πήρε το τσιγάρο από το στόμα του και το έσβησα ρίχνοντας το κάτω. «Θα πρέπει να ζητήσεις νέους πνεύμονες από τον Άγιο Βασίλη.»

«Θα προτιμήσω να με τυφλώσει», αποκρίθηκε μετά από ένα δυνατό βογκητό αποδοκιμασίας.

«Σοβαρά; Άλλοι άνθρωποι παρακαλάνε για το φως τους.»

«Άλλοι άνθρωποι δεν έχουν να αντιμετωπίσουν τον έρωτα τους να τρίβεται με κάποιον άλλον.»

Εγώ ξεφύσησα δυνατά.

«Για την Σειρήνα και τον Τζέισον κάνεις έτσι;»

«Για τι άλλο;», έβγαλε το φλασκί από την τσέπη του παλτού του και πήρε μια γεμάτη γουλιά. «Μην ανησυχείς», μου είπε βλέποντας με αναστατωμένη. «Θα φροντίσω να ξεμεθύσω μέχρι το βράδυ.»

«Χρειάζεσαι κάτι δραστικό για να ξεκολλήσεις», σκέφτηκα λίγο. «Το βρήκα! Θα έρθεις μαζί μας στην Ελλάδα.»

Εκείνος κάγχασε.

«Τι να κάνω εγώ στην Βρίλυ; Μόνο πρόβλημα θα σας δημιουργήσω.»

«Διαφωνώ. Θα είσαι η ευχάριστη νότα σε αυτή την αποστολή. Εξάλλου έχουμε πάρει μαζί εργασία, αν θυμάσαι. Κι εγώ θα επιστρέψω αφότου αρχίσουν τα μαθήματα. Λοιπόν», τον σκούντηξα. «Θα έρθεις;»

Ο Τσέις έδειξε να το σκέφτεται. Μερικές μέρες εκτός Μόιρα θα τον βοηθούσαν να ξεφύγει από το κόλλημα του. Δεν περίμενα ότι θα την ξεχνούσε τελείως, αλλά δεν θα τον έβλεπα μονίμως στα πατώματα.

«Εντάξει», είπε τελικά. «Μόνο να ξέρεις ότι την εργασία θα την κάνεις έτσι κι αλλιώς εσύ.»

«Δεν με πειράζει. Μου δίνεις λίγο;», έδειξα το φλασκί.

Εκείνος μου προσέφερε λίγη από την βότκα του, γιατί τόσο είχε μείνει. Και ήπια όσο είχε.

«Πω - πω», μουρμούρισε. «Κι εσύ δεν είσαι σε καλύτερη κατάσταση.»

«Σου κάνει εντύπωση;»

«Εγώ προσπαθώ να δω το ευχάριστο σημείο της ιστορίας», αποκρίθηκε βάζοντας το άδειο φλασκί στην τσέπη του. «Η κόρη της κολλητής μου έχει ήδη κακό όνομα στην πιάτσα και δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο περήφανος.»

«Ευχαριστώ;»

Ο Τσέις γέλασε και πέρασε το χέρι του γύρω μου.

«Μην φοβάσαι. Μέχρι κι ο Νόα δείλιασε μπροστά σου. Τον έχεις αυτόν τον Ντέμιεν.»

«Ο Νόα δεν δείλιασε. Απλώς έπαθε κρίση προσωπικότητας. Όσο για τον Ντέμιεν, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Θα θελήσει να με σκοτώσει.»

«Δεν σε θέλει νεκρή. Αυτό στο ξεκαθάρισε ο διχασμένος Νόα.»

«Δεν με θέλει όμως και στην πλήρη ακμή μου.»

«Εκείνος διάλεξε λάθος αντίπαλο. Εσύ απλώς θα του δείξεις ότι κακώς τα έβαλε με μία Σάντος.»

Εφόσον οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί και τώρα χρειαζόμουν εγώ την παρηγοριά, ο Τσέις έλαβε δραστικά μέτρα. Δεν με άφηνε να μελαγχολήσει περισσότερο για τον Ντέμιεν και με άρπαξε από το χέρι για να επιστρέψουμε στο πάρτι. Έκανε την καρδιά του πέτρα και χόρεψε μαζί μου δίπλα στην Σειρήνα και τον Τζέισον και για μία ακόμη φορά απέδειξε πως ήταν ο καλύτερος φίλος που θα μπορούσε να ζητήσει ποτέ κανείς.

Λίγο πριν λήξει η συνάθροιση και επιστρέψουμε σπίτια μας, αποφασίσαμε να γράψουμε μερικές προβλέψεις - ευχές για την νέα χρονιά. Έπειτα θα τις κολλούσε ο καθένας έξω από τον κοιτώνα του, για να τις βλέπουν οι φίλοι του και να φροντίζουν να μην ξεφεύγει από τον στόχο του. Μπορώ να πω ότι ήταν πολύ καλή ιδέα κι αν έβλεπα ότι έπιανε τόπο, θα το καθιέρωνα και στο παλάτι.

Η δική μου ευχή ήταν μονάχα μία κι αφορούσε τον Κάτω Κόσμο. Δεν θα το έγραφα όμως φανερά γιατί θα το έβλεπε όλο το σχολείο. Αρκέστηκα λοιπόν σε μία φράση που συμπύκνωνε όλες μου τις σκέψεις για όσα χρόνια θα σημαδεύονταν από μια αντιπαράθεση που δεν ξεκίνησα καν: Να λήξει η παρτίδα υπέρ της βασίλισσας. Στην πραγματικότητα η βασίλισσα που έλεγα, ήταν η κόρη μου κι όχι εγώ.

Όσο για τις προβλέψεις - ευχές των φίλων μου ήταν κι εκείνες πιο περιορισμένες από των άλλων, αλλά γεμάτες συναισθήματα και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Η Μέλανη έγραψε πως ήθελε να γίνει η σύμβουλος των τριών βασιλέων και το νούμερο τρία αφορούσε πάλι το πλάσμα που θα έβγαινε από τα σπλάχνα μου. Η Μόνι υποσχέθηκε πως θα έβρισκε γρήγορα τον πραγματικό της εαυτό και θα το χρησιμοποιούσε ως όπλο για να μην το κάνει κάποιος άλλος, όπως συνέβη με τον Γκασπάρ. Ο Σκοτ ζήτησε, κυρίως από τον εαυτό του, να φανεί αντάξιος του στρατεύματος και μια μέρα να γίνει ο αρχηγός του. Ο Τσέις έγραψε ένα λακωνικό «Να προχωρήσω» και η Οκτόμπερ «Να ακούω την καρδιά μου.»

Ύστερα χαιρετιστήκαμε προσωρινά και επέστρεψε ο καθένας σπίτι του πριν συναντηθούμε ξανά στο παλάτι.

Όταν η Μέλανη κι εγώ φτάσαμε σε αυτό, εκείνη κατέβηκε πρώτη μέχρι να παρκάρω το αυτοκίνητο στο γκαράζ. Ήθελε να προλάβει να πάει στον Νέιθαν και να περάσουν λίγο χρόνο μαζί, γιατί σε λίγες μέρες θα βρισκόταν σε άλλη ήπειρο. Βέβαια δεν θα μέναμε για πάντα στην Βρίλυ, αλλά ο έρωτας δεν είχε λογική. Έτσι, έμεινα μόνη μου στον κρύο κήπο με τον ήλιο να έχει αρχίσει να δύει και το χαμηλό φως να μην μπορεί να δείξει σκιές που θα μαρτυρούσαν την παρουσία κάποιου άλλου. Υπήρχε όμως η ακοή μου που αμέσως έπιασε τα βήματα που προχωρούσαν σε μένα.

Μόλις κατάλαβα ότι κάποιος με πλησίαζε μαρμάρωσα στην θέση μου. Η πρώτη και η τελευταία σκέψη ήταν ο Ντέμιεν και ενώ έπρεπε να τρέξω στο παλάτι να ζητήσω βοήθεια, οι αισθήσεις μου νέκρωσαν κι έμεινα να περιμένω την καταδίκη μου. Θα με σκότωνε; Θα με χτύπαγε; Θα με απειλούσε; Πολλά τρομακτικά σενάρια πέρασαν από το μυαλό μου μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου μέχρι που ένα θα επικρατούσε σε λίγα δευτερόλεπτα. Την στιγμή όμως που ήταν μια ανάσα μακριά μου, αποφάσισα να αντισταθώ. Είχε προξενήσει μεγάλη ταραχή στην ζωή των γονιών μου και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για να εκδικηθώ, ήταν να μην παραδοθώ αμαχητί.

Πήρα λοιπόν μια βαθιά ανάσα και τυφλωμένη από φόβο και οργή γύρισα κι άρχισα να τον χτυπάω. Κάπου όμως ανάμεσα σε κλωτσιές και γροθιές άκουσα μια γνώριμη φωνή, η οποία με βοήθησε να συνέλθω και να δω με πιο καθαρά μάτια.

«Μάικλ;», αναφώνησα όταν ο καημένος ήταν σωριασμένος στο έδαφος.

Είχε ντυθεί Άγιος Βασίλης και κρατούσε στην αρχή ένα τυλιγμένο δώρο, το οποίο ήταν επίσης πεσμένο δίπλα του.

«Έκπληξη», μουρμούρισε βογκώντας.

«Με συγχωρείς. Συγγνώμη.»

Ούτε κι εγώ ξέρω με πόσους τρόπους απολογούμουν όσο τον βοηθούσα να σηκωθεί κι έπειτα να τον μεταφέρω μέσα.

«Πού την κρύβεις τόση δύναμη;», ρώτησε ανάμεσα από τους αναστεναγμούς του.

«Μάικλ χίλια συγγνώμη», συνέχισα εγώ καταβεβλημένη από τις τύψεις. «Νόμιζα πως ήταν ο Ντέμιεν.»

«Μακάρι να ήταν, να έτρωγε αυτός το ξύλο.»

Δεν συμφωνούσα, αλλά καλύτερα να το κρατούσα για τον εαυτό μου.

«Πονάς πολύ;»

Εκείνος ανασήκωσε το ένα του φρύδι, αυτό που μπορούσε βέβαια γιατί το άλλο ήταν ματωμένο, όπως και η μύτη με τα χείλια του.

«Πάω να φέρω οινόπνευμα», αποκρίθηκα και έτρεξα να βρω το κουτί με τις πρώτες βοήθειες.

Στο μεταξύ ειδοποίησα και τον Σον, λες και ο Μάικλ ήταν δέκα χρονών και έπρεπε οπωσδήποτε να είναι ενήμερος ο πατέρας του. Το έκανα βέβαια με βαριά καρδιά, γιατί εγώ έφταιγα που ο Μάικλ θα άλλαζε χρονιά δαρμένος, αλλά ο Σον έδειχνε να διασκεδάζει με το συμβάν.

«Δεν είναι αστείο», έκρωξε ο Μάικλ όταν ο Σον δεν μπορούσε να συγκρατήσει το γέλιο του.

«Μην κουνιέσαι», του υπέδειξα, γιατί έπρεπε να καθαρίσω τα αίματα.

«Συγγνώμη», είπε ο Σον. «Αλλά αν μπορούσες να δεις τον εαυτό σου κι εσύ θα γέλαγες.»

«Ναι, βέβαια. Κακοποιημένος Άη Βασίλης μόνο γέλια προξενεί!»

«Κι εσύ με πόση δύναμη τον χτύπαγες;», ρώτησε ο Σον.

«Δεν το κατάλαβα. Σας είπα, νόμιζα πως ήταν ο Ντέμιεν.»

«Αχ τι έπαθα ο καημένος παραμονή Πρωτοχρονιάς!», αναστέναξε.

Την ίδια στιγμή μπήκε ο Κάρτερ στο καθιστικό και σάστισε με το θέαμα.

«Τι έπαθες;»

«Ρώτα την κοπελιά από εδώ!»

«Δεν σου άρεσε το δώρο του;»

Ο Σον του εξήγησε τι συνέβη και πώς παραλίγο να χρειαστεί πλαστική ο ξάδερφος μου, αλλά δεν φάνηκε να ευθυμεί, όπως ο Σον. Για πρώτη φορά μετά από μέρες συνοφρυώθηκε και μου έριξε το βλέμμα που είχα δεχτεί από όλους: οίκτου. Και δεν υπήρχε κάτι χειρότερο από το να νιώσω ότι με λυπόταν. Προτιμούσα την στάση του Μάικλ.

«Συγγνώμη και πάλι», είπα προσπαθώντας να κρύψω τον θυμό μου με τον Κάρτερ.

«Εντάξει, δεν πειράζει», απάντησε καταλαβαίνοντας την σύγχυση μου. «Τουλάχιστον δεν μου έσπασες τα πλευρά», σήκωσε το δώρο και μου το προσέφερε. «Θυμάμαι που σου άρεσε να παίρνεις δώρα την Πρωτοχρονιά.»

«Σε ευχαριστώ», του χαμογέλασα και τον αγκάλιασα προσεκτικά.

Έπειτα το άνοιξα και είδα μία πανέμορφη, στράπλες τουαλέτα σε βαθύ κόκκινο χρώμα με ένα σκίσιμο στο δεξί πόδι.

«Είναι πανέμορφο!», τον πήρα ξανά αγκαλιά. «Σε ευχαριστώ και συγγνώμη.»

«Αν το φορέσεις απόψε, μπορεί και να σε συγχωρέσω.»

«Σύμφωνοι.»

Αφού τελείωσα με την περιποίηση των πληγών του, ανέβηκα στο δωμάτιο μου για να αρχίσω να ετοιμάζομαι. Σύντομα ήρθε και η Μέλανη για να κάνει το ίδιο και όταν την ενημέρωσα για το απογευματινό, η κρεβατοκάμαρα γέμισε με τα υστερικά της γέλια.

«Δεν το πιστεύω ότι το έχασα.»

«Δεν είναι αστείο. Τον σακάτεψα τον κακομοίρη χρονιάρα μέρα.»

«Ναι, γιατί αν το έκανες οποιαδήποτε άλλη στιγμή δεν θα ήταν το ίδιο!»

«Δεν είναι όμως κρίμα να αλλάξει χρόνο γεμάτος μώλωπες;»

«Πω - πω έχεις όντως εμμονή με τους Μάρεϊ. Σειρά έχω εγώ; Είμαι η μόνη που έχει γλιτώσει από το βαρύ σου χέρι.»

«Μην λες βλακείες», γύρισα στον καθρέφτη για να τελειώσω με τις μπούκλες μου.

Εκείνη φόρεσε μια ροζ τουαλέτα με διαφάνειες στο στήθος και χρυσά κεντήματα στην φούστα. Τα μαλλιά της τα ίσιωσε και τα έσπρωξε πίσω με την βοήθεια τζελ, ώστε να φαίνονται τα μακριά, χρυσά σκουλαρίκια της. Εγώ φόρεσα πιο κοντά σκουλαρίκια για να μπορώ να έχω το ναζάρ στον λαιμό μου και να μην ενοχληθώ από φαντάσματα μια τέτοια μέρα. Στην συνέχεια, βαφτήκαμε, φορέσαμε τα παπούτσια μας και μόλις άρχισε να φτάνει ο κόσμος, κατεβήκαμε μαζί με τους άλλους οικοδεσπότες.

Η βραδιά κυλούσε ευτυχώς ήρεμα χωρίς απρόοπτα. Ακόμα κι ο Τσέις ήταν εγκρατής με το ποτό χάρις βέβαια την συμβολή των υποδείξεων του Σκοτ. Η Οκτόμπερ εξακολουθούσε να χαμογελάει μετά την άδεια μου να αλληλογραφεί με τον Γκασπάρ και πλέον το μόνο αγκάθι της βραδιάς ήταν η πικρία μου με τον Κάρτερ.

Είχα πείσει τον εαυτό μου να μην καταβληθεί εξαιτίας ενός βλέμματος, αλλά όταν έγιναν αμέτρητα στο υπόλοιπο της βραδιάς, ήταν δύσκολο να δείξω αδιάφορη στάση. Η μόνη φορά που η έκφραση του σταμάτησε να δείχνει λύπηση ήταν όταν μου ζήτησε ο Ενρίκε να χορέψουμε και τότε τα μάτια του πέταγαν σπίθες. Η Μέλανη του υπέδειξε να χαλαρώσει για να μην γίνουμε θέαμα, αλλά για μερικά λεπτά ο Κάρτερ είχε τραβήξει την προσοχή όλων. Γι' αυτό και μετά τον χορό αποφάσισα να απομακρυνθώ από το αίθριο μπας και βρει ο κόσμος κάτι άλλο να ασχοληθεί από τον ζηλιάρη βασιλιά.

«Ορόρα», τον άκουσα να με φωνάζει ακολουθώντας με κι εγώ σταμάτησα για να τον περιμένω φανερά ενοχλημένη.

«Αν έχεις σκοπό να μου την πεις που χόρεψα με τον Ενρίκε, κάντο γρήγορα για να μην γίνεις πάλι θέαμα.»

«Δεν θέλω να σου πω γι' αυτό», απάντησε. «Αν είναι να το συζητήσω με κάποιον θα είναι αυτός. Κι ίσως συμβάλλει στην συζήτηση και η γροθιά μου.»

«Κάρτερ!»

«Εντάξει, δεν θα κάνω σκηνή. Συγγνώμη.»

«Έχεις πάθει ψύχωση με τον Ενρίκε.»

«Δεν απολογούμαι γι' αυτό. Ξέρω τι βλέπω άλλωστε. Συγγνώμη για πριν. Δεν σε λυπάμαι.»

Εγώ σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.

«Όλοι με κοιτάνε με οίκτο, αλλά το κάνουν από την αρχή. Εσύ μέχρι σήμερα ήσουν τόσο ψύχραιμος που έμοιαζες σχεδόν εξωπραγματικός. Μέχρι που έριξα λίγο ξύλο στον Μάικλ και ξαφνικά έγινες ένα με την μάζα.»

«Λίγο;», επανέλαβε σμίγοντας τα φρύδια του, αλλά με ένα προειδοποιητικό βλέμμα δεν στάθηκε στον τραυματισμένο Μάικλ. «Δεν ήμουν ψύχραιμος», παραδέχτηκε. «Προσπαθώ να δείχνω έτσι για σένα. Και μου ήταν εύκολο όσο ήταν όλα θεωρητικά. Σήμερα όμως συνειδητοποίησα πως ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να πάθεις κάτι κι εγώ να μην το καταλάβω. Αν όντως σου είχε επιτεθεί ο Ντέμιεν σήμερα...», πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι.»

«Καταλαβαίνω», παραδέχτηκα. «Δεν θα με σώσεις όμως αν μου ρίχνεις βλέμματα λύπησης ούτε με το να προσποιείσαι ψυχραιμία.»

«Απλά δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ.»

«Τι θα έλεγες», έκανα ένα βήμα μπροστά και πήρα τα χέρια του στο δικά μου «Να μου μιλάς για ό,τι σε ανησυχεί; Θα σε βοηθήσει να ξελαφρώσεις.»

«Ακούγεται ωραίο», μισοχαμογέλασε. «Σου υπόσχομαι όχι άλλο οίκτο.»

«Σε ευχαριστώ. Εξάλλου δεν είμαι καμιά τυχαία. Κοτζάμ βασίλισσα θα φέρω κάποια στιγμή στον κόσμο.»

Το χαμόγελο του μεγάλωσε και όλο του το πρόσωπο φωτίστηκε.

«Αλήθεια, ποιος λες να είναι ο πατέρας της;»

Το βλέμμα του ήταν περισσότερο παρακλητικό ώστε να ακούσει το όνομα του κι όχι τόσο απορημένο.

«Ενδιαφέρεσαι για την θέση;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.

«Έχεις καλύτερες προσφορές και δεν το ξέρω;»

«Κάρτερ», γέλασα πνιχτά. «Δεν είναι λίγο νωρίς για ... το για πάντα

«Σ' αγαπάω», είπε και πήρε το πρόσωπο μου στα χέρια του. «Το για πάντα δεν μου είναι αρκετό. Θέλω πολύ περισσότερα μαζί σου. Θέλω τα πάντα μαζί σου. Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι ότι θα σε έχει κάποιος άλλος.»

«Τι θα έλεγες για ένα βράδυ να μην σκεφτούμε το μέλλον;», πρότεινα. «Ας αρκεστούμε στο παρόν. Δεν είναι και τόσο κακό, έτσι;»

Εκείνος μου χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Παρεμπιπτόντως», ανασήκωσα τα μάτια μου δείχνοντας του το γκι που κρεμιόταν από πάνω μας.

«Δεν είναι καθόλου κακό», απάντησε και λεκτικά στην ερώτηση μου και τα σώματα μας κόλλησαν μεταξύ τους όπως και τα χείλη μας.

Έπειτα, επιστρέψαμε στο αίθριο με καλύτερη διάθεση και έτοιμοι να αλλάξουμε χρόνο όταν το ρολόι πλησίαζε τα μεσάνυχτα.

Με την ώρα να πλησιάζει, ο Κάρτερ κι εγώ ανεβήκαμε στην εξέδρα που πάντα φτιάχναμε για τον ορχήστρα και βγάλαμε λόγο για τον χρονιά που πέρασε. Ευχαριστήσαμε τα νταμπίρ για την στήριξη που μας έδειξαν μετά από την απώλεια των γονιών μας και τους υποσχεθήκαμε πως και τώρα βρίσκονταν σε πολύ καλά χέρια. Κι εγώ και ο Κάρτερ θα προσπαθούσαμε ακατάπαυστα, ώστε να μην αμφισβητήσουν στιγμή τις δυνατότητες μας που θα παρουσιάζονταν τον επόμενο χρόνο.

Για να αποχαιρετίσουμε όμως τον τωρινό μετρήσαμε αντίστροφα όλοι μαζί από το δέκα κι όταν ολοκληρώσαμε, ένα ακόμη έτος είχε ολοκληρωθεί κι ένα καινούριο έμπαινε στις ζωές μας. Ήλπιζα μόνο να γελούσαμε εύθυμα σε όλη την διάρκεια του κι όχι μόνο στην αρχή του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top