#SPECIAL: ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΣΕΒΙΛΛΗ
Ήμουν πολύ ενθουσιασμένος που θα ταξίδευα στην Ισπανία. Ήταν το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό και η πρώτη φορά που θα συναντούσα την μέλλουσα συμβασιλέα μου. Η Ορόρα αποτελούσε για χρόνια έναν αστικό μύθο, όχι μόνο για την Μόιρα, αλλά και για μένα, τον θείο - ξάδερφο της. (Προτιμούσα να με αποκαλώ το δεύτερο, εφόσον την περνούσα μόνο τρία χρόνια.) Αυτό όμως θα τελείωνε, καθώς πήρα την απόφαση να μπω στο αεροπλάνο και να διασχίσω τον Ατλαντικό για να την συναντήσω. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι γονείς της αρνούνταν να την φέρουν στην Μόιρα, οπότε δεν μου έμενε τίποτα παρά να κάνω αυτό το ταξίδι.
Μαζί μου θα ερχόταν ο Μάικλ. Εκείνος την επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι και έμενε μαζί με τους Σάντος σχεδόν για τρεις μήνες. Πάντα έβρισκε και κάτι νέο να επαινέσει την Ορόρα, κι αν πίστευα τα λεγόμενα του, επρόκειτο για το θαύμα της φύσης. Πέραν από την ομορφιά της, που συνδύαζε με επιτυχία τα καλύτερα γονίδια των Σάντος και των Πετρώφ, ήταν έξυπνη, ετοιμόλογη, ήξερε να λειτουργεί υπό πίεση και ήταν δεινή μαχήτρια. Ο Ντιμίτρι, ένα ορφανό που μεγάλωσε σαν παραγιός του Αλεχάντρο και της Μαρέβα, την δίδαξε από τα έντεκα πολεμικές τέχνες και η μικροσκοπική πριγκίπισσα ήταν κατά βάθος ένα φονικό όπλο.
«Έτοιμος;», με ρώτησε ο ξάδερφος μου μπαίνοντας στο δωμάτιο μου.
«Πανέτοιμος», απάντησα κλείνοντας την βαλίτσα μου. «Ελπίζω να μην μας περιμένει κανείς στο αεροδρόμιο».
«Μην ανησυχείς. Δεν θα χαλάσει η έκπληξη».
Δεν ήθελα να μάθει η Ορόρα για την άφιξη μου μέχρι να με δει μπροστά της. Είχα σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο που θα την συναντούσα. Ήθελα να είναι σαν παραμύθι για να μην ξεχάσει ποτέ την πρώτη μας επαφή. Θα περνούσαμε μια ολόκληρη ζωή στην εξουσία, και έπρεπε επιτέλους να αποκτήσουμε μια σχέση.
Αφού έλεγξα και τις τελευταίες λεπτομέρειες με τα διαβατήρια και τα εισιτήρια μας, κατεβήκαμε στο ισόγειο για να χαιρετίσουμε τους γονείς μας με την Μέλανη.
«Να προσέχεις αγόρι μου», έλεγε και ξανάλεγε η μητέρα μου. «Να μου τηλεφωνήσετε μόλις φτάσετε και να μου στέλνεις μήνυμα δύο φορές την ημέρα».
«Μέχρι την Ισπανία πάω, στον Αλεχάντρο. Τι θα έκανες αν ταξίδευα στην Βρίλυ;»
«Θα ερχόμουν μαζί σου!»
Γονιός! Τι περίμενε κανείς;
«Φτάνει αγάπη μου, το έπνιξες το παιδί», της υπέδειξε ο πατέρας μου μόνο και μόνο για να το κάνει ο ίδιος.
«Σιγά καλέ!», γέλασε η Μέλανη. «Δεν πάει και στον πόλεμο».
Ήταν από τις λίγες φορές που συμφώνησα με την πολυλογού αδερφή μου, γι' αυτό και της χάρισα μια ζεστή, αποχαιρετιστήρια αγκαλιά.
«Να βγάλεις φωτογραφίες. Και να μου φέρεις σοκολάτες».
«Δεν πάω στην Ελβετία».
«Έχει και η Ισπανία σοκολάτες».
Το θέατρο του παραλόγου. Αυτές τις διακοπές τις είχα μεγάλη ανάγκη.
Αφού χαιρέτισαν και τον Μάικλ, φύγαμε με τον Σον για να μας πάει μέχρι το αεροδρόμιο.
«Να μας φιλήσεις την Ορόρα», άκουσα την μητέρα μου να φωνάζει καθώς περνούσα το κατώφλι.
Ο τόνος της φωνής της πρόδιδε την ανησυχία της, επειδή θα έβγαινα από τα προστατευτικά όρια της Μόιρα και μάλιστα χωρίς εκείνη στο πλευρό μου. Έπρεπε όμως να καταλάβει ότι είχα μεγαλώσει και ένα εικοσάχρονο αγόρι μπορούσε να ταξιδεύει χωρίς την συνοδεία της μητέρας του.
«Δεν σε έχω δει τόσο ανυπόμονο», παρατήρησε ο Μάικλ καθώς επιβιβαζόμασταν στο αεροπλάνο.
«Δεν νομίζω να έχω υπάρξει και ποτέ», του απάντησα και πήγαμε να καθίσουμε στις θέσεις μας.
†
Όταν φτάσαμε, ένας άντρας του Αλεχάντρο μας περίμενε για να μας παραλάβει. Μας μετέφερε στο ξενοδοχείο μας και μετά από λίγες ώρες έφερε και το αφεντικό του για να μας δει.
«Δες εδώ! Κοτζάμ άντρας έγινες», αναφώνησε αντικρίζοντας με.
«Παραμένει πιο παιδί από ποτέ», είπε ο Μάικλ κάνοντας τον να γελάσει.
«Είχατε καλό ταξίδι;»
«Μια χαρά», του απάντησα. «Η Μαρέβα;»
«Σπίτι με την μικρή. Σήμερα επέστρεψε από το Παρίσι. Εγώ υποτίθεται πως βγήκα να ελέγξω ότι όλα βαίνουν καλώς με τα νταμπίρ της Σεβίλλης».
«Δεν ξέρει ότι ήρθα, έτσι;»
«Όχι, μην ανησυχείς. Όμως δεν ξέρω για πόσο καιρό μπορεί να παραμείνει μυστικό».
«Λίγο. Το υπόσχομαι. Θέλω μόνο να της κάνω έκπληξη».
Ο Αλεχάντρο γέλασε πνιχτά και στράφηκε στον Μάικλ με ένα συνωμοτικό βλέμμα.
«Δεν τον προειδοποίησες;»
«Προσπάθησα», αποκρίθηκε ο Μάικλ. «Το πείσμα βλέπεις...»
«Να με προειδοποιήσει για τι;»
«Η Ορόρα δεν τα πάει καλά με τις εκπλήξεις;»
«Α αυτό;», ανασήκωσα αδιάφορα τον ώμο μου. «Ναι, κάτι μου είπε. Αλλά δεν το πήρα και πολύ στα σοβαρά. Σε ποιον δεν αρέσουν οι εκπλήξεις;»
«Στο παιδί μου. Είναι λίγο... εμμονική με τον έλεγχο. Θα την μάθεις σιγά - σιγά».
Γι' αυτό είχα έρθει στην Ισπανία άλλωστε.
Ο Αλεχάντρο έμεινε να γευματίσουμε όλοι μαζί κι έφυγε νωρίς το απόγευμα. Έπειτα εμείς κάναμε ένα χαλαρωτικό μπάνιο και κοιμηθήκαμε μέχρι τις εννιά το βράδυ για να ξεκουραστούμε από το ταξίδι. Πιθανόν να μέναμε στο κρεβάτι μέχρι την επόμενη μέρα, αν δεν μας ξυπνούσε το κινητό μου, ο ήχος του οποίου τρύπησε τα αυτιά μου.
«Παρακαλώ;», απάντησα μουρμουρίζοντας χωρίς καν να δω ποιος με καλούσε.
«Δεν σου είπα να μου τηλεφωνήσεις όταν φτάσετε; Από την Μαρέβα έμαθα πότε προσγειωθήκατε. Τι έγινε; Είστε καλά; Φάγατε; Γιατί δεν μου λες;»
«Περιμένω να τελειώσει η ανάκριση».
«Μην κοροϊδεύεις την μητέρα σου. Απλώς ανησύχησα».
«Κακώς. Είμαστε μια χαρά και μας ξύπνησες».
«Α παιδί μου συγγνώμη! Δεν πιστεύω να πέσατε για ύπνο νηστικοί;»
«Πότε θα αποδεχτείς ότι ενηλικιώθηκα;»
«Το ότι μεγάλωσες δεν σημαίνει ότι έπαψες να είσαι παιδί μου».
Τα ίδια κάθε φορά! Για εκείνη θα ήμουν πάντα μωρό. Θα καταλάβαινα μόνο όταν γινόμουν πατέρας. Κι όταν εκείνη δεν θα ζούσε πια, θα αποζητούσα την υπερπροστατευτικότητα της. Ήθελα να' ξερα, όλες οι μάνες μάθαιναν το ίδιο θέατρο όταν γεννούσαν ή ήταν μια ειρωνική εξέλιξη της φύσης; Μήπως ο Δαρβίνος είχε ξεχάσει να μας ενημερώσει γι' αυτή την γενετική ανωμαλία;
«Εντάξει μαμά. Σου υπόσχομαι να ζεστάνω το γάλα μου και να κοιμηθώ νωρίς».
«Κάρτερ!»
Από μακριά ακούστηκε η φωνή του πατέρα μου να την ρωτάει για ποιο λόγο είχε κατσουφιάσει.
«Με ειρωνεύεται ο γιος σου».
«Καληνύχτα!», αποκρίθηκα και το έκλεισα για να μην μου προκαλέσει πονοκέφαλο.
«Η θεία Χόουπ;», ρώτησε ο Μάικλ καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι του.
«Προφανώς! Ξέχασα να δώσω αναφορά».
Εκείνος χασκογέλασε κι έβγαλε ένα μαύρο παντελόνι και ένα ανοιχτό, γαλάζιο πουκάμισο από την βαλίτσα του.
«Σήκω. Απόψε θα γνωρίσεις τις χαρές της Σεβίλλης».
Δεν έχασα χρόνο και πετάχτηκα από το κρεβάτι λες και η πρόταση του είχε λειτουργήσει σαν καφεΐνη. Στολιστήκαμε, αρωματιστήκαμε και βγήκαμε στην πόλη για βόλτα.
Αρχικά πήγαμε για φαγητό σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο, όπου δοκίμασα ισπανικά φαγητά. Ήταν αρκετά καυτερά, αλλά θα φρόντιζα να σβήσω την κάψα με το αλκοόλ. Η επόμενη μας στάση ήταν φυσικά ένα κλαμπ.
«Εδώ συχνάζει η Ορόρα», με ενημέρωσε ο Μάικλ. «Πιθανόν να έρθει κι απόψε».
Του είχα ζητήσει να κυκλοφορήσουμε σε μέρη που θα βρισκόταν η Ορόρα για να την παρατηρήσω από μακριά. Ήθελα να την δω αυθόρμητη, με φίλους και γνωστούς της όταν δεν έπρεπε να φοράει το αυστηρό προσωπείο της διαδόχου.
«Το ελπίζω».
Αν και σήμερα γύρισε από την Γαλλία, ήλπιζα πως η φλόγα της νιότης δεν θα την κρατούσε σπίτι της και θα έβγαινε να γιορτάσει την επιστροφή της. Και ευτυχώς δεν έπεσα έξω.
Όταν πέρασε το κατώφλι του μαγαζιού όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν. Τέτοια γυναίκα δύσκολα περνούσε απαρατήρητη. Φορούσε μια μακριά μαύρη φούστα με σκίσιμο στα δεξιά που αποκάλυπτε το καλλίγραμμο πόδι της. Αν και δεν ήταν ψηλή, είχε μακριά, βελούδινα πόδια που κάθε άντρες θα επιθυμούσε να αγγίξει. Πάνω από την φούστα είχε φορέσει μια κοντή αμάνικη μπλούζα σε κόκκινη απόχρωση και τα μακριά, καστανά μαλλιά της έπεφταν ανέμελα μέχρι την μέση της. Τα χείλη της τονίζονταν από ένα κόκκινο κραγιόν και ήταν σαν δυο ζουμερά κεράσια. Έλαμπε ολόκληρη και το χαμόγελο της ήταν το πιο πολύτιμο κόσμημα πάνω της.
«Ε», με σκούντηξε ο Μάικλ επαναφέροντας με απότομα στην πραγματικότητα. «Άκουσες τι σου είπα;»
«Όχι», παραδέχτηκα κι εκείνος μειδίασε πονηρά.
«Σε τύφλωσε ο ήλιος της Σεβίλλης;»
«Με τσουρούφλισε», ψιθύρισα. «Τι μου είπες τελικά;»
«Να αλλάξουμε τραπέζι. Θα μας δει εδώ».
Μετακομίσαμε πιο πέρα, σε ένα απόμερο μέρος που η Ορόρα ευτυχώς δεν γύρισε να κοιτάξει. Ήταν επικεντρωμένη στον Ντιμίτρι και μερικούς άλλους που έδειχναν θνητοί. Σίγουρα δεν θα ήταν κολλητοί της, αλλά μερικά παιδιά με τα οποία περνούσε καλά. Είχα κι εγώ τέτοιες παρέες στο Πόρτλαντ, ίσα - ίσα για να γεύομαι κάτι φυσιολογικό.
Κάποια στιγμή μπήκε ένα κομμάτι που έκανε την πριγκίπισσα να τιναχτεί από την θέση της, σαν να την χτύπησε ρεύμα. Προφανώς ενθουσιάστηκε με αυτό και τράβηξε μία φίλη της για να χορέψουν. Ήταν σχεδόν μαγική!
«Ο Θεός να μας φυλάει! Αυτή η πριγκίπισσα θα μας κάψει το βασίλειο».
Ο Μάικλ γέλασε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του.
«Δεν έχεις δει τίποτα ακόμα».
†
Την επόμενη μέρα ήρθαμε ξανά στο ίδιο κλαμπ, όπως και η Ορόρα. Καθίσαμε στην ίδια θέση παρατηρώντας την πριγκίπισσα με τον Ντιμίτρι και τον ξάδερφο της, τον Αλφόνσο. Εκείνος είχε κι έναν αδερφό, αλλά δεν ήταν μαζί τους. Κανείς δεν έδειχνε όμως να λυπάται για την απουσία του.
Μετά από περίπου τρεις ώρες η Ορόρα φάνηκε κουρασμένη και αποφάσισε να φύγει. Τα αγόρια έμειναν λίγο ακόμα αφήνοντας την να επιστρέψει μόνη της στην έπαυλη.
«Φεύγω», ανακοίνωσα στον Μάικλ.
Πριν προλάβει να αντιδράσει είχα βρεθεί έξω από το κλαμπ ακολουθώντας την Ορόρα.
Εκείνο το βράδυ ήταν μια κατάλληλη ευκαιρία να της μιλήσω. Ήμασταν μόνοι μας και δεν θα μας πίεζε κανείς να φερθούμε με συγκεκριμένο τρόπο. Ωστόσο, δεν το εκμεταλλεύτηκα, γιατί ο βασικός λόγος που την είχα πάρει στο κατόπι ήταν για να σιγουρευτώ ότι δεν θα της συνέβαινε τίποτα. Ήμουν νταμπίρ που δεν θα πραγματοποιούσε κανένα είδος συζήτησης, αν δεν το είχα προετοιμάσει στο μυαλό μου και ως προς την προσέγγιση της Ορόρα, εξακολουθούσα να μην έχω πλάσει την σωστή κατάσταση.
Χρειάστηκε να τελειώσει η βδομάδα για να μαζέψω όσο κουράγιο γινόταν και τελικά να εμφανιστώ μπροστά της. Το γεγονός ότι δεν της είχα μιλήσει ποτέ με έκανε να νιώθω σαν έφηβο που προσπαθούσε να πλησιάσει ένα κορίτσι.
«Πάω στην έπαυλη», ανακοίνωσα στον Μάικλ κι εκείνος με περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω. «Δεν είμαι καλός;»
«Για γάμο μια χαρά είσαι».
Εγώ έσμιξα τα φρύδια και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Φορούσα ένα σκούρο μπλε, υφασμάτινο παντελόνι και ασορτί σακάκι πάνω από μια λευκή, κοντομάνικη μπλούζα.
«Πώς αλλιώς να εμφανιστώ μπροστά στην Ορόρα; Έχεις δει πόσο φανταχτερά ντύνεται».
«Είναι κοκέτα. Εσύ πάλι καθόλου».
«Δεν είμαι και λέτσος».
«Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που σε είδα να φοράς ένα απλό πουκάμισο».
Εγώ τον αγνόησα και χτένισα τις μπούκλες μου.
«Θα περάσω από το ανθοπωλείο. Κόκκινα τριαντάφυλλα είναι καλά για την περίσταση;»
«Σοβαρά; Ούτε στην Κέιζα δεν πήρες τριαντάφυλλα όταν της έκανες πρόταση γάμου».
Στην αναφορά της αναθεματισμένης γύρισα να τον κοιτάξω επιθετικά.
«Δεν θέλω να μιλήσεις γι' αυτή μπροστά στην Ορόρα».
«Δεν γίνεται να της κρατήσεις κρυφό τον παραλίγο γάμο σου».
«Δεν είναι και το πρώτο πράγμα που θα της πω όμως».
Εκείνος ανασήκωσε τα χέρια του σαν να παραδινόταν.
«Τουλίπες», αποκρίθηκε. «Τα αγαπημένα της λουλούδια είναι οι τουλίπες».
Αφού έφυγα από το ξενοδοχείο, ψώνισα ένα τεράστιο μπουκέτο με τα άνθη που λάτρευε η πριγκίπισσα σε κάθε δυνατό χρώμα και πήρα τον δρόμο για την έπαυλη. Η τύχη όμως δεν με ήθελε καθόλου και σε ένα σκοτεινό στενό, με περικύκλωσαν τρεις θνητοί. Από τις εκφράσεις του κατάλαβα ότι δεν είχαν έρθει με φιλική διάθεση. Ήμουν έτοιμος να τους δώσω το πορτοφόλι μου, αν και από τα καλά τους ρούχα δεν έδειχναν για ληστές. Την επόμενη στιγμή, ένας τέταρτος ήρθε από πίσω μου και με χτύπησε στο κεφάλι με αποτέλεσμα να χάσω τις αισθήσεις μου.
†
Βρισκόμουν δεμένος στο σκοτάδι για απελπιστικά πολλές ώρες. Προσπάθησα αμέτρητες φορές να απελευθερωθώ από τα δεσμά μου χωρίς επιτυχία. Η μαγεία μου, που για πρώτη φορά ήθελα να χρησιμοποιήσω, δεν επαρκούσε για να απαλλαχτώ από τα σφιχτά σκοινιά. Είχαν μάλιστα φροντίσει να μου κλείσουν και το στόμα και δεν μπορούσα να φωνάξω βοήθεια. Ωστόσο, ήταν αβέβαιο αν θα με άκουγε κανείς, γιατί πιθανόν να ήμασταν κάπου ερημικά.
Ένα σωρό σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου για το ποιοι μπορούσαν να είναι αυτοί οι θνητοί, αλλά δεν κατέληγα σε κάποιο ικανοποιητικό συμπέρασμα. Αν ήταν απλοί εγκληματίες θα με είχαν σκοτώσει ή κλέψει ή ό,τι άλλο και θα με πετούσαν σε κανένα χαντάκι. Εκείνοι όμως δεν έδειχναν πρόθυμοι να με ξεφορτωθούν τόσο γρήγορα.
Κάπου ανάμεσα στην προσπάθεια μου τουλάχιστον να ανασηκωθώ, άκουσα να ανάβει μηχανή αυτοκίνητου και στην συνέχεια βρισκόμουν σε κίνηση. Προφανώς με είχαν κλείσει σε κάποιο βαν και με οδηγούσαν στην καταδίκη μου. Πρώτα όμως έκαναν μια μεγάλη στάση για να βρουν και το επόμενο θύμα τους: την Ορόρα!
Όταν άνοιξε η πόρτα και την αντίκρισα στα χέρια τους η καρδιά μου σταμάτησε. Ευτυχώς δεν φαινόταν χτυπημένη, αλλά τα μάτια της μαρτυρούσαν τον χείμαρρο αρνητικών συναισθημάτων μόλις συνάντησαν τα δικά μου.
«Έκπληξη!», αναφώνησε ο ένας θνητός κι έπειτα οι δύο που την κρατούσαν την πέταξαν μέσα κλείνοντας την πόρτα.
Εκείνη προσπάθησε να μας απελευθερώσει, αλλά τα χτυπήματα της δεν ήταν αρκετά να παραβιάσουν την φυλακή. Τελικά εγκατέλειψε κι ήρθε κοντά μου για να με λύσει.
«Είσαι καλά;», την ρώτησα παίρνοντας το πρόσωπο της στα χέρια μου. «Σε πείραξαν;»
«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ποιοι είναι αυτοί;»
«Δεν ξέρω. Πρώτη φορά τους βλέπω».
«Δεν μας πήραν τυχαία. Μπορεί να είναι θνητοί, αλλά σίγουρα ξέρουν ποιους απήγαγαν».
«Πιθανόν», την έκλεισα στην αγκαλιά μου όταν το βαν ξεκίνησε για μία ακόμη φορά.
«Πόσο καιρό είσαι στην Σεβίλλη;», με ρώτησε μετά από μερικές στιγμές σιωπής.
«Πώς το ξέρεις;»
«Μου το είπε ο Ντιμίτρι σήμερα. Σε ψάχνουν όλοι από χθες το βράδυ».
Εγώ ξεφύσησα.
«Με έχουν είκοσι τέσσερις ολόκληρες ώρες;»
«Δυστυχώς ναι. Οι γονείς σου έχουν πεθάνει από την αγωνία».
Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Αν έβγαινα ζωντανός από αυτή την ιστορία, ήμουν σίγουρος ότι θα με κλείδωναν στο παλάτι και δεν θα έβγαινα ούτε στην Μόιρα.
«Λοιπόν;», επέμεινε. «Πόσο καιρό είσαι εδώ;»
«Αρκετό», παραδέχτηκα. «Ήθελα να σου κάνω έκπληξη».
«Σιχαίνομαι τις εκπλήξεις», αποκρίθηκε μορφάζοντας.
«Κι εγώ πλέον».
«Πού λες να μας πηγαίνουν;»
«Ελπίζω όχι κάπου να πουλήσουν τα όργανα μας».
Εκείνη μισοχαμογέλασε.
«Σε αναζητούν όλα τα νταμπίρ της Σεβίλλης», με ενημέρωσε. «Μπορεί και να την γλιτώσουμε».
Δεν ξέρω αν ήταν αισιόδοξη ή αν απλώς ήθελε να μας καθησυχάσει. Εγώ πάντως δεν έτρεφα καμία ελπίδα. Ήμουν χαμένος ολόκληρη μέρα κι ακόμα δεν είχαν εντοπίσει τα ίχνη μου. Έπρεπε να παλέψω μόνος μου με την Ορόρα για τις ζωές μας. Ιδού η πρώτη μας δοκιμασία πριν καν γίνουμε βασιλείς!
Όταν τελικά το βαν σταμάτησε, οι τέσσερις τους μας άρπαξαν με την βία και μας έβγαλαν έξω. Βρισκόμασταν πλέον κάπου απομονωμένα με αρκετή βλάστηση τριγύρω. Θα ήταν πολύ εύκολο να μας σκοτώσουν και να μας θάψουν και να βρουν τα πτώματα μας μήνες μετά. Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι θα μας σκότωναν και επιβεβαιώθηκα όταν είδα έναν βρικόλακα να μας πλησιάζει.
Ήταν η δεύτερη φορά που έβλεπα βαμπίρ από κοντά, αλλά καθόλου ευκολότερο. Τα πάντα μέσα μου πάγωσαν και δεν μπορούσα να πεταρίσω ούτε μια βλεφαρίδα μου. Η Ορόρα αντίθετα είχε την δύναμη να δείξει τον φόβο της δίχως ντροπή. Κάτι τέτοιο ήθελε μεγαλύτερο θάρρος από το να τον αντιμετωπίσει και πραγματικά την θαύμασα. Μακάρι να μπορούσα να δείχνω κι εγώ τα δικά μου τόσο εύκολα χωρίς να νιώθω πως όλοι θα με κρίνουν.
«Ώστε εσείς είστε οι διάδοχοι του θρόνου;», αναφώνησε γελώντας με την Ορόρα και μας επεξεργάστηκε καθώς ήμασταν γονατισμένοι δίπλα - δίπλα.
Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω την μαγεία μου και να μας σώσω. Δεν ήξερα όμως πώς ακριβώς να το κάνω και δεν ήθελα να μάθει η Ορόρα για την ανωμαλία μου τόσο απότομα. Φέρθηκα με δειλία και δεν μπόρεσα να αποτρέψω τα χειρότερα.
«Δεν σας περίμενα έτσι».
«Τότε να μας γυρίσεις πίσω».
Το αίμα μου πάγωσε όταν τα κόκκινα μάτια του στράφηκαν πάνω μου. Δεν ήμουν πραγματικά γενναίος να αντιμιλήσω, απλώς ήθελα να σταματήσει να κοιτάζει τόσο επίμονα την Ορόρα.
«Μην βιάζεσαι Μάρεϊ. Πρώτα θα ήθελα να μιλήσουμε».
Τα βήματα του τον έφεραν πιο κοντά στην Ορόρα κι αφού γονάτισε μπροστά της, εισέπνευσε βαθιά για να την μυρίσει.
«Εγώ είμαι ο Νόα. Εσύ πρέπει να είσαι η Εύα. Το Ορόρα θα μου επιτρέψεις να μην το χρησιμοποιώ. Μέχρι να γεννηθείς ήσουν για όλους μας Εύα».
Τα σιχαμένα χέρια του ανέβηκαν στο μάγουλο της και δεν άντεξα να μην το σπρώξω. Εκείνος φυσικά ούτε που σάλεψε. Μονάχα εξοργίστηκε και με χαστούκισε με τόση δύναμη που σωριάστηκα στην άσφαλτο. Η Ορόρα δεν δίστασε να σκύψει πάνω μου για να ελέγξει το ματωμένο χείλος μου. Θα φοβήθηκε όπως κι εγώ για τον πειρασμό που έσταζε στο δέρμα μου. Ο Νόα ωστόσο παρέμενε επικεντρωμένος σε εκείνη και με ένα νεύμα του, ένας θνητός την σήκωσε όρθια παρά τις αντιδράσεις μου.
«Μην ανησυχείς καλή μου Εύα», μειδίασε και άρχισε να βηματίζει κυκλικά γύρω της. «Δεν θέλω να σε βλάψω αν και», πλησίασε τον λαιμό της και τα άκρα μου ταράχτηκαν ακούγοντας έναν αδύναμο λυγμό της. «Μυρίζεις υπέροχα. Οι γονείς σας», συνέχισε «Πήραν κάτι που μου ανήκει και ψάχνω να το βρω χωρίς αποτέλεσμα. Γι' αυτό θέλω να με σώσετε από περαιτέρω κόπο και να μου πείτε πού είναι η κόρη μου».
Η ποια του; Εδώ δεν ήξερα τον ίδιο θα γνώριζα το βλαστάρι του; Εκείνος όμως δεν δεχόταν καμία αρνητική απάντηση και κάθε φορά που την λάμβανε με τραυμάτιζε με όλους τους τρόπους. Μία με σακάτευε σωματικά και μία ψυχικά όταν χτυπούσε την Ορόρα. Ένιωθα τόσο άχρηστος που δεν μπορούσα να την σώσω και μισούσα τον εαυτό μου γι' αυτό.
«Με έχετε κουράσει», αναστέναξε με την Ορόρα να έχει διπλωθεί από τον πόνο στα πόδια του.
«Στο ξαναείπαμε: δεν ξέρουμε πού είναι το παιδί σου», του φώναξα για να μην ακούω τα αναφιλητά της. Μου ράγιζαν την καρδιά.
Ένας θνητός προσπάθησε να με χτυπήσει, αλλά ο Νόα τον σταμάτησε. Μην μου πεις ότι αναθεωρούσε;
«Μάλλον χρειάζεστε περισσότερη ώθηση, για να αρχίσετε να μιλάτε».
Τα λόγια του ακούστηκαν απειλητικά. Δεν αντέδρασα όμως, γιατί πίστευα ότι θα ξεσπούσε πάνω μου.
Το βλέμμα του χαμήλωσε στην Ορόρα. Δεν είχε σκοπό να την αφήσει σε ησυχία. Εκείνη παρά την ταλαιπωρία της, άκουσε το ένστικτο της επιβίωσης και προσπάθησε να συρθεί μακριά του. Ο Νόα φάνηκε να διασκεδάζει με την αντιδραστικότητα της και βημάτισε μέχρι να βρεθεί πάνω από την μέση της. Έπειτα έσκυψε ακινητοποιώντας την και έσπρωξε τα μαλλιά της στην άκρη για να φανεί η ωμοπλάτη της. Ήταν φανερό τι είχε σκοπό να κάνει και δεν θα του το επέτρεπα. Οι θνητοί όμως με άρπαξαν καταστώντας αδύνατη την επίθεση μου στον Νόα. Τελικά οι κυνόδοντες του έσκισαν το δέρμα της και ρούφηξε με λαιμαργία το αίμα της.
Οι κραυγές οδύνης της αντήχησαν απ' άκρη σ' άκρη. Οι δικές μου φωνές απόγνωσης συνοδεύονταν από δάκρυα. Τον είχα αφήσει να της κάνει κακό και γινόμουν θεατής της χειρότερης στιγμής της ζωής μου. Δεν νομίζω να πόνεσα τόσο ούτε όταν ανακάλυψα ότι έχω μαγεία.
«Άφησε την», τον διέταζα ξανά και ξανά με την ελπίδα ότι τουλάχιστον θα ενοχλούταν από τα ουρλιαχτά μου.
Το αίμα της όμως φάνταζε σαν γλυκό νέκταρ και ανασηκώθηκε μόνο όταν το αποφάσισε ο ίδιος. Ευτυχώς δεν της ήπιε αρκετό ώστε να χάσει τις αισθήσεις της.
«Ξέρεις πολλά παραπάνω από όσο νομίζεις», της ψιθύρισε. «Αν μοιάζεις έστω και στο ελάχιστο στον πατέρα σου, θα ξέρεις πού είναι το παιδί μου», σηκώθηκε και στράφηκε στους θνητούς. «Πάρτε τον», τους διέταξε.
Καθώς με απομάκρυναν η πληγωμένη πριγκίπισσα άπλωσε το χέρι της προς το μέρος μου αδύναμη να μιλήσει.
Αυτό ήταν Κάρτερ. Πάρε την κατάσταση στα χέρια σου!
†
Οι δυο θνητοί με απομάκρυναν κατά πολύ από την Ορόρα και τον Νόα και με έριξαν σε ένα χαντάκι. Δεν ήξερα αν με εμπόδιζαν από το να αποτρέψω οτιδήποτε απεχθές εναντίον της πριγκίπισσας ή αν θα με σκότωναν. Δεν είχα όμως σκοπό να μάθω. Μετά από αρκετά χτυπήματα τους στον δρόμο και στην στάση μας, αποφάσισα να διακινδυνέψω την έκθεση παρά να ζήσω μια τραγωδία. Άπλωσα λοιπόν τα χέρια μου και τους χτύπησα με νερό που πετάχτηκε ορμητικά από τις φλέβες μου. Εκείνοι προσγειώθηκαν με δύναμη στην άσφαλτο χάνοντας τις αισθήσεις τους.
Δεν ένιωσα την παραμικρή τύψη όταν τους είδα να κείτονται ασάλευτοι. Σκέφτηκα ότι τους είχα σκοτώσει, αλλά θυμόμουν τι πέρασα εξαιτίας τους και δεν γινόταν να τους λυπηθώ. Εντούτοις απλώς είχαν λιποθυμήσει και το κατάλαβα όταν έψαξα για σφυγμό. Αν ήταν τυχεροί, θα την γλίτωναν με απλή διάσειση. Διαφορετικά θα υπέφεραν πιο θανάσιμα τραύματα στα χέρια του Νόα. Για να μην συμβεί όμως κάτι τέτοιο στην Ορόρα, άρπαξα το όπλο του ενός και άρχισα να την ψάχνω.
Πρώτα κατευθύνθηκα στο σημείο, στο οποίο είχαμε βασανιστεί και έπειτα στο βαν. Πουθενά όμως δεν υπήρχε ίχνος της Ορόρα ή του Νόα και το μυαλό μου έπλασε φρικιαστικά σενάρια.
Μέσα στην απελπισία μου ρίχτηκα στο έδαφος και για πρώτη φορά στην ζωή μου προσευχήθηκα. Δεν ήξερα πώς να αντιμετωπίσω μια τόσο επικίνδυνη κατάσταση όσο κι αν είχα εκπαιδευτεί από τον πατέρα μου. Με είχε διδάξει να μάχομαι και να σκέφτομαι ψύχραιμα σε στιγμές πανικού, αλλά πόσο εύκολα γινόταν κάτι τέτοιο; Πώς έκανε κάποιος στην άκρη τον φόβο του όταν η ζωή του βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού; Και τι να έθετα ως προτεραιότητα εκείνη την στιγμή; Την ψυχραιμία μου ή το ένστικτο επιβίωσης μου και της Ορόρα; Δεν ήμουν μόνος μου σε αυτή την ιστορία κι έπρεπε να πάρω την καλύτερη δυνατή απόφαση σε αποπνικτικά ελάχιστες στιγμές.
Σε αυτές μου τις σκέψεις είχα το βλέμμα μου χαμηλωμένο κι όταν η όραση μου σταμάτησε να θολώνει από τα δάκρυα μου, αντίκρισα σταγόνες αίματος. Της Ορόρα, σκέφτηκα θυμούμενος ότι ο Νόα την είχε δαγκώσει κι ακολούθησα το κόκκινο μονοπάτι μέχρι να βρεθώ μπροστά από ένα αυτοκίνητο. Το τι γινόταν πίσω του, ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να κλείσει την μαρτυρική νύχτα.
Καθώς έφτανα στον προορισμό μου είδα τους άλλους δυο θνητούς να έχουν ξαπλώσει την Ορόρα έτοιμοι να ξεπεράσουν τα όρια της ιδιωτικότητας της. Ο ένας την είχε ακινητοποιήσει βοηθώντας τον φίλο του να ξεκουμπώσει ανενόχλητος το παντελόνι του, ώστε να ικανοποιήσει την διαστροφή του. Εκείνη όμως πάλευε να σώσει ό,τι μπορούσε από το κατασπαραγμένο της κορμί.
«Πάρτε τα βρωμόχερα σας από πάνω της», τους προειδοποίησα σημαδεύοντας τους με το όπλο.
Τρία έκπληκτα βλέμματα στράφηκαν πάνω μου και το κάθαρμα που ήταν έτοιμο να κακοποιήσει την Ορόρα σηκώθηκε υποδεικνύοντας μου να φερθώ ήρεμα.
«Δεν πρόκειται να το χρησιμοποιήσει», πετάχτηκε ο άλλος που φίμωνε την Ορόρα σαν να ήταν ζώο.
Δεν ήξερα τι ηθική είχε περισσέψει στους ανθρώπους μετά από την αιώνια εξέλιξη θεσμών και μέσων που διευκόλυνε την μίζερη ζωή τους. Τα νταμπίρ, ωστόσο, δεν έδιναν ευκαιρίες σε εγκληματίες και σε όσους τολμούσαν να αγγίξουν δικούς μας με άσχημο τρόπο. Αφού λοιπόν δεν δίστασαν να πειράξουν την Ορόρα, έτσι κι εγώ θα τους αποδείκνυα ότι τα έβαλαν με τα λάθος όντα.
Το δάχτυλο μου πάτησε την σκανδάλη και ο παραλίγο βιαστής της έπεσε στην άσφαλτο αιμόφυρτος.
«Δώσε μου τώρα την πριγκίπισσα μου και πήγαινε τους φίλους σου σε ένα νοσοκομείο. Και τους τρεις!»
Εκείνος πείστηκε ότι ήμουν πιο επικίνδυνος από όσο μου αναγνώριζαν κι άφησε την Ορόρα να έρθει κοντά μου.
«Εμείς θα πάρουμε το αυτοκίνητο τώρα», τους ενημέρωσα. «Κι εσείς να είστε προσεκτικοί. Υπάρχει ένας βρικόλακας εδώ γύρω». Κι εσείς ματωμένοι είστε ο καλύτερος μεζές!
Χωρίς να χάσουμε χρόνο τρέξαμε στο αυτοκίνητο και της ζήτησα να οδηγήσει. Εγώ δεν ήξερα τους δρόμους και επιπλέον, είχα χρησιμοποιήσει μαγεία ενώ ήμουν ήδη σωματικά ταλαιπωρημένος. Δεν ήθελα να δοκιμάσω τις αντοχές μου στο τιμόνι και να τρακάρουμε εξαιτίας μου. Όμως ό,τι ήθελα να αποφύγω, με βρήκε με δυνατότερο χτύπημα.
«Κάρτερ», ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή της Ορόρα καθώς οδηγούσε. «Τα φρένα είναι κομμένα!»
Δυο στιγμές. Τόσο είχαμε για να πάρουμε την πιο σημαντική απόφαση της ζωής μας. Ο Νόα είχε σχεδιάσει την καταδίκη των θνητών μέσω ενός δυστυχήματος και τελικά πέσαμε σαν ποντίκια στην φάκα που είχε στηθεί για άλλους.
«Κάνε στην άκρη», της υπέδειξα.
Εκείνη την στιγμή σκέφτηκα τον πιο ανώδυνο τρόπο να σταματήσει το όχημα. Πίστευα ότι θα ήταν καλύτερο να χτυπήσει το οτιδήποτε παρά ένα άλλο αυτοκίνητο. Είδα όμως πόσο άδικο είχα όταν πέσαμε πάνω σε ένα δέντρο κι όλα γύρω μου σκοτείνιασαν.
†
Ξύπνησα νιώθοντας έναν οξύ πόνο στο κεφάλι μου. Όλο μου το σώμα είχε καταβληθεί από την αίσθηση της οδύνης, αλλά στο κούτελο μου η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη. Ήταν λες και το διαπερνούσε το πιο αιχμηρό παλούκι.
Ανασήκωσα αδύναμα το τρεμάμενο χέρι μου και το έφερα στον κρόταφο μου. Ένιωθα το αίμα να κυλάει, αλλά ήθελα να σιγουρευτώ. Γιατί μου συνέβαινε αυτό; Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν την Ορόρα να οδηγεί. Το αυτοκίνητο όμως ήταν σταματημένο, η θέση του οδηγού κενή και τα τζάμια σπασμένα. Τότε ήρθε στο νου μου η προειδοποίηση της λίγο πριν το τρακάρισμα. Εκείνη όμως, πού ήταν;
Υπέφερα με τη παραμικρή κίνηση. Μπορεί να είχα σπάσει κάποιο πλευρό μου, αλλά δεν θα με σταματούσε τίποτα. Ένας σωστός διάδοχος, αντιμετώπιζε την ζωή δίχως γκρίνιες. Δεν ήμουν έφηβος πια να αποφεύγω τις υποχρεώσεις. Ήμουν ενήλικας και υπεύθυνος για τουλάχιστον μια ζωή, η οποία έσβηνε στην άσφαλτο.
«Ορόρα!», ούρλιαξα και έτρεξα κοντά της.
Ήταν πεσμένη μπρούμυτα με το δάγκωμα στην ωμοπλάτη της να έχει επιδεινωθεί. Νέο κύμα αίματος έσταζε στο λευκό της δέρμα και τότε κατάλαβα ότι συναντήθηκε με τον Νόα.
«Έλα, μικρή», την γύρισα και την πήρα στα χέρια μου. «Άνοιξε τα μάτια σου».
Την χτύπησα στα μάγουλα, όχι πολύ δυνατά και την ταρακούνησα, χωρίς αποτέλεσμα. Το κτήνος την είχε σχεδόν στραγγίσει και με το ζόρι ανέπνεε. Ήταν τόσο χλομή που με την πρώτη ματιά φοβήθηκα πως την είχε σκοτώσει. Ωστόσο, πάλευε να κρατηθεί στην ζωή, όπως είχε μάθει να κάνει από την κοιλιά της μάνας της. Πριν καν δει το φως του ήλιου, έδωσε την μεγαλύτερη μάχη, από την οποία βγήκε νικήτρια και συνέχιζε την παράδοση παρά την κόλαση την οποία αντίκρισε απόψε. Δεν ήθελε την ηρεμία του θανάτου. Κι έπρεπε να παραδειγματιστώ από την θαρραλέα πριγκίπισσα για να μην μας καταδικάσω.
Αγνόησα λοιπόν, τον αφόρητο πόνο και την σήκωσα στην αγκαλιά μου αναζητώντας επιτέλους την σωτηρία. Ακολούθησα την πορεία που είχε προσπαθήσει να διανύσει με το αυτοκίνητο και μετά από αρκετή ώρα κατάφερα να βρεθώ σε έναν κεντρικό δρόμο. Τότε όλα έγιναν τόσο γρήγορα κι εγώ απλώς δρούσα μηχανικά νιώθοντας ανακούφιση που δεν έπρεπε να πάρω άλλες αποφάσεις.
Οι άντρες του Αλεχάντρο μας έψαχναν σε κάθε σημείο της πόλης και μας βρήκαν αφότου παίξαμε στα ζάρια την ζωή μας με τον διάβολο. Εκείνοι πάλι θεωρούσαν ότι βρέθηκαν στον δρόμο μας την κατάλληλη στιγμή, καθώς η Ορόρα ήταν ακόμα ζωντανή. Αν δεν δυσκολευόμουν να την αφήσω από την αγκαλιά μου, μπορεί και να τους χτυπούσα.
Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο, οι γιατροί μας χώρισαν παρά τις αντιρρήσεις μου και μετά από μια σωρεία εξετάσεων μου έκαναν μια ηρεμιστική ένεση. Κοιμήθηκα για περίπου μία ώρα και ξύπνησα σε ένα πολυτελές δωμάτιο με διάφορα καλώδια στα χέρια μου και τον Μάικλ δίπλα μου να με κοιτάζει με οίκτο.
«Τόσο χάλια είμαι;», τον ρώτησα αδύναμα κι εκείνος πίεσε τα χείλη του μεταξύ τους.
«Εγώ πάντως δεν θα στην έπεφτα», απάντησε και με έκανε να γελάσω ελαφρά. «Πώς είσαι;»
«Υπέροχα!», αποκρίθηκα ειρωνικά. «Οι καλύτερες διακοπές».
«Τηλεφώνησα στους γονείς σου. Ο θείος Κέλλαν περιμένει την πρώτη πτήση για Σεβίλλη».
«Να του πεις να μείνει σπίτι».
«Θα χαραμίσω το σάλιο μου».
Εγώ ξεφύσησα και προσπάθησα να ανασηκωθώ. Όμως όλο μου το σώμα, από την μέση και κάτω, είχε μουδιάσει.
«Μην μου πεις ότι έμεινα ανάπηρος».
«Είναι η αναισθησία», με καθησύχασε. «Έχεις δυο σπασμένα πλευρά».
«Και μια σμπαραλιασμένη αξιοπρέπεια. Η Ορόρα πώς είναι;»
«Σταθεροποιήθηκε», είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα του. «Έχασε πολύ αίμα. Οι γιατροί είπαν πως έζησε από θαύμα».
«Μόνο θαυματουργή δεν ήταν η βραδιά μας!»
«Το ξέρω», εξέπνευσε δυνατά. «Συγγνώμη που σε άφησα να φύγεις μόνος σου. Έπρεπε να ήμουν μαζί σου, να προλάβω τα χειρότερα».
«Μην το κάνεις αυτό. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Ευτυχώς που δεν ήσουν εκεί, γιατί θα σε σκότωναν. Ο βρικόλακας ήθελε μόνο εμένα και την Ορόρα».
«Ποιος ήταν; Σας είπε το όνομα του ή τι ήθελε από εσάς;»
Μας είχε πει τα πάντα. Μόνο την διεύθυνση του ξέχασε να αναφέρει. Αυτή την στιγμή όμως δεν ήμουν σε θέση να αναλύσω το οικογενειακό πρόβλημα του Νόα. Ήθελα μόνο να δω με τα μάτια μου την Ορόρα και να ακούσω την ανάσα της.
«Πήγαινε με σε εκείνη, σε παρακαλώ».
«Δεν θα σε αφήσουν να την δεις. Μόνο στην Μαρέβα επέτρεψαν να μπει στο δωμάτιο κι όχι για πάνω από μισή ώρα».
«Καλά. Μπορείς να μου φέρεις τουλάχιστον λίγο νερό;»
Εκείνος έδειξε να πείθεται με την παράδοση μου και έφυγε από το δωμάτιο για να ικανοποιήσει το αίτημα μου. Τότε βρήκα την ευκαιρία να απελευθερωθώ από τα δεσμά μου και μετά από πολλές διαταγές στο εξουθενωμένο σώμα μου να σηκωθώ και να βγω από το δωμάτιο.
Δεν ήξερα πού βρισκόταν η Ορόρα, αλλά σίγουρα ήταν στον ίδιο όροφο, των τυχερών με το γεμάτο πορτοφόλι. Ύστερα από μερικούς κύκλους μέσα στην ρεζιλευτική ρόμπα του νοσοκομείου, βρήκα την Μαρέβα με τον Αλεχάντρο έξω από μια μισάνοιχτη πόρτα να παρηγορεί ο ένας τον άλλον για την συμφορά που είχε βρει την κόρη τους. Φανταζόμουν και τους δικούς μου γονείς σε αυτή την κατάσταση και σφιγγόταν η καρδιά μου από τις ενοχές. Άραγε και τα δικά μου παιδιά θα υπέμεναν τέτοιου είδους δοκιμασίες ως επίγονοι βασιλιά;
«Κάρτερ!», αναφώνησε η Μαρέβα μόλις βρέθηκα στο οπτικό τους πεδίο. «Γιατί σηκώθηκες;», ρώτησε καθώς με πλησίαζαν.
«Θέλω να δω την Ορόρα».
«Είναι μια νοσοκόμα μέσα», με ενημέρωσε. «Δεν θα σε αφήσει».
«Αλλά αν αντέχεις να περιμένει μέχρι να φύγει, μπορείς να μπεις», πρότεινε ο Αλεχάντρο κι εγώ δέχτηκα.
«Έλα να καθίσεις», με πήρε από το χέρι η Μαρέβα για να με οδηγήσεις στις καρέκλες. «Νιώθεις καλύτερα;», άρχισε να ρωτάει με φανερό ενδιαφέρον. Ήξερα όμως ότι αυτό που την έκαιγε να μάθει ήταν οι λόγοι της αποψινής μας εξόρμησης στο νοσοκομείο.
«Ξέρετε κάποιον Νόα;»
Από τον τρόπο που τσιτώθηκαν κατάλαβα ότι η απάντηση που ποτέ δεν άκουσα, ήταν θετική.
«Αυτός σας έφερε σε αυτή την κατάσταση;», ρώτησε ο Αλεχάντρο παλεύοντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του.
«Ψάχνει την κόρη του. Λέει πώς εσείς την έχετε πάρει. Είναι αλήθεια;»
Την ίδια στιγμή η νοσοκόμα που είχε περάσει να ελέγξει την Ορόρα βγήκε από το δωμάτιο δίνοντας αυστηρές οδηγίες στους γονείς της να μην την κουράσουν. Μπορεί το σώμα της να ήταν σε καταστολή, αλλά το μυαλό της ήταν πέρα για πέρα ξύπνιο κι είχε περάσει ήδη πολλά.
«Θέλεις να μπεις;», ρώτησε ο Αλεχάντρο.
Έπρεπε να είχα αρνηθεί. Έπρεπε να επιμείνω στο θέμα του Νόα και να πάρω μια ξεκάθαρη απάντηση για ποιον αναθεματισμένο λόγο κόντεψα να πεθάνω. Όμως το ένστικτο του συμβασιλέα λειτούργησε ανασταλτικά και τους άφησα πίσω με τα μυστικά τους όσο προχωρούσα στην Ορόρα.
Φαινόταν ήρεμη, γαλήνια λες και δεν την είχε αγγίξει ο ίδιος ο διάβολος. Τα μηχανήματα γύρω της και η αποπνικτική ατμόσφαιρα του νοσοκομείο δεν έδειχναν να την ενοχλούν. Μπορούσε να αντέξει λίγο από δαύτα μετά την πρώτη της επαφή με βρικόλακα. Τα χρειαζόταν άλλωστε για να επιζήσει.
«Είμαι εδώ», την ενημέρωσα και τύλιξα τα δάχτυλα μου προσεκτικά γύρω από τα δικά της. Φοβόμουν πως μια λάθος κίνηση θα την έσπαγε. «Τα καταφέραμε. Μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου τώρα».
Ωστόσο, δεν τα άνοιξε. Δεν αισθανόταν αρκετά ασφαλής για να επιστρέψει στον κόσμο μας. Έμεινε έτσι όλη νύχτα να ονειρεύεται. Αυτό ήθελα να πιστεύω ότι γινόταν. Δεν άντεχα στην σκέψη να υποφέρει και στον ύπνο της.
Λίγο πριν το ξημέρωμα ο Αλεχάντρο με τον Μάικλ με έσυραν πίσω στο δωμάτιο μου για να ξεκουραστώ. Ούτε σε μένα ούτε στην Ορόρα έκανε καλό η συναισθηματική φόρτιση, και μόνο γι' αυτό δέχτηκα να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου και να κοιμηθώ δίχως την συμβολή φαρμάκων. Μόλις το κορμί μου ακούμπησε το στρώμα, επέτρεψα στην κούραση να με κυριεύσει σίγουρος ότι ο Νόα δεν θα μας έφτανε στο νοσοκομείο.
Δεν ήξερα πόση ώρα κοιμόμουν, όταν ξύπνησα εξαιτίας έξαλλων φωνών να φτάνουν από τον διάδρομο. Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι είχε πάθει κάτι η Ορόρα, αλλά όσο επέστρεφα από τον ονειρικό κόσμο, συνειδητοποίησα πως ο κύριος που ξεφώνιζε ήταν ο πατέρας μου.
«Θέλω να δω τον γιο μου. Πού έχετε τον γιο μου;», ρώταγε και ξαναρώταγε μέχρι που τον άκουσε ο Αλεχάντρο κι ήρθε να τον βοηθήσει.
Σηκώθηκα κι εγώ με την σειρά μου από το κρεβάτι για να μην αναστατώσει όλο το νοσοκομείο. Πριν όμως προλάβω να φτάσω την πόρτα, εκείνη άνοιξε και την επόμενη στιγμή ο Κέλλαν Μάρεϊ με κρατούσε στην αγκαλιά του σαν να ήμουν βρέφος. Υπό άλλες συνθήκες θα τον έσπρωχνα θυμίζοντας του την ηλικία μου. Εντούτοις, δεν κινήθηκα αφήνοντας τον να προσφέρει και στους δυο μας λίγη ζεστασιά. Είχα γνωρίσει απότομα το σκληρό πρόσωπο της ενηλικίωσης και ήθελα να θυμηθώ πόσο ασφαλής ένιωθα όταν με φρόντιζαν οι άλλοι.
«Πώς είσαι παιδί μου;», με ρώτησε αρχίζοντας να με περιεργάζεται. «Χτύπησες το κεφάλι σου;», αναφώνησε φέρνοντας το δάχτυλο του στον επίδεσμο.
«Καλά είμαι», απάντησα.
«Ποιος το έκανε;», στράφηκε στον Αλεχάντρο.
«Ο Νόα», μίλησα για εκείνον. «Τον ξέρεις;»
«Το καθίκι», ψέλλισε. «Τον πιάσατε;»
«Δυστυχώς όχι», αποκρίθηκε ο Αλεχάντρο.
«Θα σου στείλω άντρες να βοηθήσουν».
Ο Αλεχάντρο κατένευσε. Δεν βρήκε τίποτα το αλλόκοτο στα λόγια του.
«Τι εννοείς θα στείλεις; Εμείς δεν θα βοηθήσουμε;»
«Είσαι τραυματισμένος. Και θα επιστρέψεις στην Μόιρα μαζί μου. Δεν θα σε αφήσω στο στόχαστρο του βρικόλακα».
«Τι είναι αυτά που λες;», στράφηκα στον Αλεχάντρο για βοήθεια. «Δεν θα του επιτρέψεις να με κρύψει στην χρυσή φυλακή μου. Έχω δικαίωμα και καθήκον να παραμείνω εδώ μέχρι να πιαστεί ο Νόα».
«Δεν μπορώ να ανακατευτώ. Αν ο πατέρας σου θέλει να φύγετε, δεν σου μένει παρά να τον ακολουθήσεις».
«Πώς μπορείτε να μου ζητάτε κάτι τέτοιο όσο η Ορόρα είναι καθηλωμένη στο κρεβάτι; Είναι η συγκυβερνήτης μου. Αν ήσασταν στις θέσεις μας θα εγκαταλείπατε ο ένας τον άλλον;»
Φυσικά και όχι. Όταν ο πατέρας μου τραυματίστηκε πριν χρόνια σε μάχη, ο Αλεχάντρο ξαγρύπνησε στην εντατική μερόνυχτα μαζί με την μητέρα μου. Έμεινε μήνες μακριά από την οικογένεια του για να τον γιατροπορεύσει, γιατί αυτό ήταν το βασικό καθήκον κάθε βασιλιά: ο συμβασιλέας ήταν η μοναδική του προτεραιότητα. Αν έπρεπε να διαλέξουμε εκείνον ή τον λαό μας, θα επιλέγαμε τον πρώτο κι ας μέναμε χωρίς υπηκόους.
«Σε παρακαλώ», επέμεινε ο πατέρας μου. «Η μητέρα σου κι η Μέλανη αγωνιούν. Θέλεις να αρρωστήσουν από τον φόβο του;»
Αυτές ήταν το ευαίσθητο σημείο μου. Με εκείνες μεγάλωσα και μόνο για χάρη τους θα εγκατέλειπα την Ορόρα. Και δυστυχώς το έκανα.
«Σου υπόσχομαι πως μόλις ξυπνήσει, θα σε ειδοποιήσω», μου είπε ο Αλεχάντρο.
Με βαριά καρδιά και παρά τις αντιρρήσεις των γιατρών, έφυγα από το νοσοκομείο, χωρίς να χαιρετήσω την Ορόρα -δεν το άντεχα- μάζεψα τα κομμάτια μου και επιβιβάστηκα με τους Μάρεϊ στο πρώτο αεροπλάνο για Πόρτλαντ.
«Πήρες την σωστή απόφαση», προσπάθησε να με καθησυχάσει ο πατέρας μου βλέποντας με απογοητευμένο.
«Πήρα την εύκολα απόφαση», τον διόρθωσα. «Να εύχεσαι να μην το μετανιώσω, γιατί δεν θα σε συγχωρήσω ποτέ».
Εκείνος δεν μου απάντησε. Έμεινε σιωπηλός τόσο στην διάρκεια της πτήσης όσο κι όταν φτάσαμε στην Μόιρα. Άφησε τους άλλους να ακουστούν εκφράζοντας ανησυχίες, φόβους και ανακούφιση που ήμουν ξανά κοντά τους αρτιμελής.
Και κάπως έτσι πέρασαν οι μέρες μέχρι να ξυπνήσει η Ορόρα, που όμως φάνηκαν με χρόνια. Νόμιζα ότι έβλεπα τις εποχές να αλλάζουν ξανά και ξανά, με τον χειμώνα να έχει καταλάβει την κυρίαρχη θέση στην καρδιά μου. Στην πραγματικότητα, ο χρόνος είχε κολλήσει περιμένοντας κι ο ίδιος με κομμένη την ανάσα να ανοίξει η πριγκίπισσα τα μάτια της και να επιστρέψει μια και καλή στην ζωή.
Σε αυτό το διάστημα δεν ρώτησα ποτέ για τον Νόα. Αν τον έπιαναν, θα γινόταν γνωστό απ' άκρη σ' άκρη. Μονάχα μια φορά ζήτησα να μάθω για το περιβόητο παιδί του, αλλά δεν έλαβα ξεκάθαρη απάντηση. Το μόνο που μου είπαν ήταν πως το νταμπίρ ήταν ασφαλές και στην κατάσταση που ήμουν μου αρκούσε. Ίσως να μην ήθελαν να μου πουν περισσότερα για να μην κινδυνέψω ξανά. Γι' αυτό και προς το παρόν αποδέχτηκα την μυστικοπάθεια τους, αφού τα νέα για την ανάρρωση της Ορόρα τράβηξαν όλη μου την προσοχή.
«Τάξε μου», αποκρίθηκε τραγουδιστά η Μέλανη μπαίνοντας στο δωμάτιο μου.
«Δεν έχω όρεξη», δήλωσα. «Πες ό,τι θέλεις και φύγε».
Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της.
«Μην μου φέρεσαι έτσι και σου φέρνω ευχάριστη είδηση!»
Εγώ τινάχτηκα όρθιος κοιτάζοντας την σχεδόν παρακλητικά.
«Ξύπνησε η Ορόρα;»
«Ναι», ένευσε γρήγορα. «Ο μπαμπάς μιλάει με τον Αλεχάντρο».
Άρχισα να τρέχω λες και με είχε χτυπήσει ρεύμα και κατέβηκα τις σκάλες δυο - δυο μέχρι να φτάσω στο σαλόνι που βρίσκονταν οι γονείς μου.
«Είναι αλήθεια;», τους ρώτησα λαχανιασμένος. «Ξύπνησε η Ορόρα;»
«Ναι», απάντησε ο πατέρας μου χωρίς ιδιαίτερη ευφορία.
Τότε στράφηκα στην μητέρα μου και συνειδητοποίησα πως ούτε η ίδια είχε ευθυμήσει με το νέο.
«Είναι καλά;»
«Θα γίνει».
«Γιατί είστε έτσι; Δεν χαρήκατε που ξύπνησε;»
«Φυσικά και χαρήκαμε», απάντησε η μητέρα μου.
Εγώ απλώς κούνησα το κεφάλι μου και έτεινα το χέρι μου στον πατέρα μου.
«Θέλω να της μιλήσω. Δώσε μου το κινητό σου να την πάρω τηλέφωνο».
«Καλύτερα να την αφήσουμε να ξεκουραστεί».
«Πόσο θα την ταλαιπωρήσει ένα τηλεφώνημα;»
Εκείνοι δεν απάντησαν. Μονάχα αντάλλαξαν ένα συνωμοτικό βλέμμα μεταξύ τους και τότε άρχισα να υποψιάζομαι πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Δεν θέλει να μου μιλήσει, έτσι; Θύμωσε που δεν την προστάτεψα, που παραλίγο να...», δεν τόλμησα να το ξεστομίσω. Κανείς δεν ήξερε για την απόπειρα βιασμού και πιθανόν να μην το μάθαιναν ποτέ. «Έφτασα όσο πιο έγκαιρα μπορούσα».
«Όχι, αγόρι μου», προσπάθησε να με παρηγορήσει η μητέρα μου. «Δεν έκανες κανένα λάθος».
«Τότε γιατί δεν θέλει να μου μιλήσει;»
«Γιατί δεν ξέρει τι να σου πει», απάντησε ο πατέρας μου. «Έπαθε αμνησία».
«Αμνησία;», επανέλαβα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα. «Τότε... τότε έχω έναν παραπάνω λόγο να της μιλήσω».
Η άρνηση και το δεν είναι καλή ιδέα είχαν την τιμητική τους. Χωρίς να μου εξηγούν τον λόγο που δεν έπρεπε να μιλήσω στην Ορόρα, προσπαθούσαν να αποτρέψουν την επικοινωνία μου μαζί της για να μην την αναστατώσω. Δεν καταλάβαινα τι θα πείραζε το ενδιαφέρον μου, γι' αυτό κι άρχισα τις απειλές μήπως και σταματούσε η μυστικοπάθεια.
«Αν δεν μου πείτε τι ακριβώς έχει συμβεί, θα βγω στην Μόιρα και θα φωνάξω για την κόρη του Νόα».
«Δεν θα το κάνεις», μουρμούρισε ο πατέρας μου.
«Δοκίμασε με!»
Η μητέρα μου πίστεψε την απειλή μου και μου εξήγησε πως η Ορόρα θυμόταν όσα συνέβησαν, αλλά όχι το πρόσωπο που ήταν μαζί της. Ο Αλεχάντρο προσπαθούσε να την πείσει πως ήταν μόνη της, αν και δεν το ήθελε. Ο καλός μου πατέρας αποφάσισε για όλους μας πως ήταν προτιμότερο η πρώτη της ανάμνηση μαζί μου να μην ήταν μολυσμένη από τον Νόα. Ίσως ήταν καλύτερο που με είχε ξεχάσει. Όμως η λήθη, ήταν μονόπλευρη, αν ήταν όντως αληθινή. Κι άρα ο δικός μου πόνος δεν είχε παρηγοριά. Ήταν έρμαιο των παθών μου.
«Πολύ βολικό!», αποκρίθηκα με πικρία.
«Τι θέλεις να πεις παιδί μου;», απόρησε η μητέρα μου.
«Δεν σας κάνει εντύπωση το πόσο εύκολα με έσβησε από τις αναμνήσεις της; Πώς γίνεται να μην ξέχασε την επίθεση του Νόα; Την επίθεση των θνητών; Πώς γίνεται να μην ξέχασε το τρακάρισμα; Υπήρξαν τόσα τραυματικά γεγονότα που θα μπορούσε να κρύψει το υποσυνείδητο της για να την προστατέψει. Γιατί διάλεξε εμένα;»
«Το μυαλό δεν ακολουθεί απαραίτητα την λογική».
«Από ό,τι φαίνεται ούτε κι η Ορόρα».
Ο πατέρας μου έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς στα πλάγια κι έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του.
«Τι υπαινίσσεσαι;»
«Δεν υπαινίσσομαι τίποτα. Το λέω ξεκάθαρα: Η μικρή πριγκίπισσα λέει ψέματα!»
«Για όνομα παιδί μου!», αναφώνησε η μητέρα μου. «Τι λόγο έχει να το κάνει;»
«Δεν ξέρω! Πάντως η όλη κατάσταση είναι υπερβολικά ύποπτη για να την δεχτώ. Θα της κάνω όμως την χάρη και θα παίξω. Θα είναι σαν να μην βρεθήκαμε ποτέ. Αλλά δεν θα επιχειρήσω να την δω ξανά. Αν θέλει, ας έρθει εκείνη στην Μόιρα. Μέχρι τότε θα παραμείνουμε δυο ξένοι».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top