9. ΦΕΛΙΠΠΕ

«Δεν το πιστεύω», μουρμούρισε ο Ντιμίτρι διαβάζοντας το γράμμα.

Δεν είχα κλείσει μάτι όλο το βράδυ. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα αυτό το ματωμένο γράμμα και εικόνες φρίκης περνούσαν από το μυαλό μου. Από την μία η μητέρα μου να ξεψυχάει και να έχει τελευταία της έγνοια εμένα. Από την άλλη σκεφτόμουν σε πόσο μεγάλο κίνδυνο βρισκόταν ο Κάρτερ εξαιτίας μου. Μία λάθος λέξη και θα τον έχανα κι εκείνον. Και το χειρότερο ήταν πως τον είχα ήδη φουντώσει με τις θεωρίες μου και το δάγκωμα που είδε χθες άθελά μου. Είχε πεισμώσει πολύ, καθώς κατάλαβε ότι κάτι του έκρυβα και δεν θα σταματούσε αν δεν έβρισκε την αλήθεια. Το πρόβλημα ήταν πως άπαξ και έβρισκε την αλήθεια θα σταματούσε μία και καλή να υπάρχει.

«Ο Αλφόνσο μου είπε πως δεν έχει ξαναμιλήσει με τον Φελίππε από όταν του έδωσε το γράμμα.»

Υπήρχε και το θέμα ότι ο Φελίππε είχε παραδώσει ένα γράμμα το οποίο δεν είχε γράψει ο ίδιος. Ανησυχούσα ότι είχε υποβληθεί στο να το κάνει έτσι ώστε να σιγουρευτεί ο αποστολέας ότι δεν θα το διάβαζε άλλος από εμένα.

«Το ξέρω», απάντησε ο Ντιμίτρι αφήνοντας το γράμμα στο τραπέζι.

Εγώ το δίπλωσα αμέσως και το έβαλα στην τσέπη του σακακιού μου. Βρισκόμασταν στην τραπεζαρία του σχολείου την ώρα του πρωινού και δεν θα το διακινδύνευα να το πάρει το μάτι κανενός.

«Πρέπει να έχεις τον νου σου στον Κάρτερ. Τι κάνει, τι ψάχνει και το κυριότερο να μην μείνει ποτέ μόνος του.»

Ο Ντιμίτρι ξεφύσησε. «Το κάνω έτσι κι αλλιώς. Αλλά εσένα ποιος θα σ' έχει το νου του;», τα μαύρα του μάτια ήταν ανήσυχα.

«Εμένα δεν θα με πειράξει. Με θέλει ζωντανή.»

«Ναι, δεν σε θέλει νεκρή γιατί δεν θα έχει με τι να παίζει. Δεν είναικαι πολύ παρηγορητικό», αναστέναξε. αρχή φοβόμουν μήπως ο Κάρτερ μάθει ότι έχω σκοτώσει κάποιον..»

«Δεν είμαστε σίγουροι ότι έχεις σκοτώσει κάποιον», με διέκοψε ο Ντιμίτρι κρατώντας ασφαλώς τον τόνο του χαμηλό.

«Τότε γιατί ο πατέρας μου με έκρυβε την ταυτότητά του;»

«Ορόρα ο πατέρας σου είχε τόσα μυστικά που κι ο ίδιος δεν ήξερε γιατί τα έκρυβε.»

Αυτό ήταν αλήθεια. Θεωρούσε ότι ο καλύτερος τρόπος να προστατέψει τον άλλον ήταν να τον κρατήσει στην άγνοια. Αλλά πόσο εύκολα θα μπορούσε να προστατευτεί κάποιος αν δεν ήξερε από τι κινδύνευε; Αυτός ήταν ένας λόγος που αψηφούσα τις ενοχές μου και ήθελα να πω την αλήθεια στον Κάρτερ. Καλύτερα να με μισούσε από το να μην προστατέψει τον εαυτό του και να χάσω κι εκείνον.

«Εγώ προτείνω να πούμε την αλήθεια στον Κάρτερ», αποκρίθηκε σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου. «Αν το ξέρει μόνον εκείνος ίσως ο Ν..»

«Μη.», τον σταμάτησα. «Καλύτερα να μην λέμε ονόματα.»

Ο Ντιμίτρι ένευσε. «Ο ακατονόμαστος τέλος πάντων να μην το καταλάβει.»

«Σίγουρα έχει δικό του νταμπίρ στη Μόιρα.»

Του είχα πει για την θεωρία μου όταν συνέβησαν οι υποβολές και τον σταμάτησα τελευταία στιγμή από το να το πει στον Μάικλ και τον Σον. Έτσι εξακολουθούσε να ψάχνει για κάποιο καταπονημένο νταμπίρ από μαγεία.

«Άμα όμως του πούμε ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου δεν θα το πει πουθενά κι έτσι ο προδότης δεν θα το μάθει.»

Ήταν ένα ρίσκο, αλλά ήταν ό,τι καλύτερο είχαμε μέχρι στιγμής. Δενμπορούσα να αφήσω τον Κάρτερ στο σκοτάδι. Ειδικά τώρα που ήξερα ότι κινδύνευε ηζωή του.     

«Άσε με να το σκεφτώ λίγο.»

Ο Ντιμίτρι συμφώνησε. Ήξερα ότι δεν θα έκανε τίποτα αν δεν είχε την συγκατάθεσή μου. Είχε μεγάλη αίσθηση καθήκοντος και μου την είχε περάσει κι εμένα. Τον χαιρέτησα με μια αγκαλιά που την είχα μεγάλη ανάγκη. Ο ώμος μου με πόναγε ακόμα από το σφίξιμο του Κάρτερ αλλά δεν παραπονέθηκα όταν τα χέρια του Ντιμίτρι τυλίχτηκαν γύρω μου και με έκλεισαν για μερικά δευτερόλεπτα σε ένα κουβούκλιο ασφάλειας και σιγουριάς.

Όταν έφυγε πήγα στο τραπέζι που καθόντουσαν οι φίλοι μου. Δεν ήταν όλοι όμως. Ο Σκοτ και η Οκτόμπερ έλειπαν και σκέφτηκα ότι ήθελαν να περάσουν το πρωινό μόνοι τους.

«Τι σκαρώνατε εσείς οι δύο πρωί – πρωί;», με ρώτησε η Μόνι μόλις έκατσα στο τραπέζι.

«Α τίποτα το συγκεκριμένο. Ήρθε απλά να δει πως πάω. Εσύ είσαι έτοιμος για σήμερα;», απευθύνθηκα στον Τσέις.

Φαινόταν κατάκοπος και με το ζόρι είχε φάει μερικές μπουκιές από το πρωινό του. Δεν μου απάντησε. Μονάχα με κοίταξε με τα πρησμένα από την αϋπνία μάτια του. «Κατάλαβα», αποκρίθηκα και ένευσα αργά.

Η Μέλανη ήρθε κι εκείνη φέρνοντας μου έναν τεράστιο δίσκο. Ήταν γεμάτος με χυμούς, μήλα, μπανάνες, πολλά σαντουιτσάκια και κονσέρβες.

«Έκλεψες σούπερ μάρκετ ;», την ρώτησα κοιτώντας τι εφόδια είχε ο δίσκος.

Την ώρα του μεσημεριανού είχαμε κανονίσει με τον Κάρτερ να κάνουμε μια εκπαίδευση για μάχες, επειδή το βράδυ θα είχαμε την τελική πρόβα για την αυριανή παράσταση.

«Είπαμε να φάει ένα καλό πρωινό, όχι πρωινό και μεσημεριανό μαζί», της υπέδειξε η Μόνι.

«Δεν είναι αυτό καλό πρωινό;»

Ο Τσέις ανήμπορος να πει κουβέντα σήκωσε μια κονσέρβα με τόνο και κοίταξε την Μέλανη. Εκείνη ανταπέδωσε το βλέμμα και ανασήκωσε τους ώμους της.

«Τέλος πάντων», απάντησα και άρχιζα να τρώω ό,τι μπορούσε να αντέξει το στομάχι μου στις οκτώ το πρωί.

«Η αδερφή σου πού είναι;», έδειξε η Μέλανη την άδεια καρέκλα δίπλα στην Οκτόμπερ.

«Άσε καλύτερα», μουρμούρισε εκείνη παίρνοντας μια κουταλιά από τα δημητριακά της.

«Τι έγινε; Έπαθε τίποτα;», την ρώτησα.

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όλο το απόγευμα χθες τσακωνόταν με τον Σκοτ.»

Την κοιτάξαμε και οι τρεις απορημένοι. Ο Σκοτ με την Οκτόμπερ ήταν από τα ζευγάρια που δεν έβγαζαν τα προσωπικά τους στην φόρα. Ωστόσο, μέχρι χθες δεν είχαν δείξει το παραμικρό πρόβλημα.

«Γιατί;», την ρώτησε η Μέλανη.

«Δεν ξέρω. Αλλά μου φαίνεται ότι τα μυαλά της Οκτόμπερ έχουν πάρει αέρα τον τελευταίο καιρό.»

Αυτό επίσης μου φαινόταν απίθανο. Η Οκτόμπερ φαινόταν για ένα συνεσταλμένο και προσγειωμένο κορίτσι. Βέβαια από τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι..

«Κι εκεί που συνήλθαμε από τον έναν καβγά, πήγαμε στον άλλον», το βλέμμα της σταμάτησε πάνω μου κάνοντας και των άλλων δύο να σταθεί σε μένα.

«Τι εννοείς;» την ρώτησα.

«Ξέρεις τι εννοώ. Σας άκουσα χθες το βράδυ που φωνάζατε με τον Κάρτερ.»

«Τι;», με ρώτησε η Μέλανη με φανερή την έκπληξη στη φωνή σας.

«Εγώ μια χαρά σας άφησα», κατάφερε να μιλήσει ο Τσέις.

«Σε χτύπησε;», η φωνή της Μόνι ήταν ήρεμη αλλά το ύφος της ήταν σαν να ήθελε να φωνάξει.

Ένιωσα τα μάτια της Μέλανη να με κοιτάνε εξεταστικά.

«Όχι», της απάντησα. «Πώς σου ήρθε κάτι τέτοιο;»

Άρχισα να νιώθω πολύ άβολα με την όλη συζήτηση.

«Φώναζες να σε αφήσει. Πήγε να κάνει κάτι που δεν ήθελες;»

«Όχι», απάντησα ευχόμενη να σταματούσε.

Η Μέλανη άπλωσε τα χέρια της μπροστά και παρακάλεσε να σταματήσουμε λίγο για να συγκεντρωθεί.

«Δηλαδή εσύ Μόνι τους άκουσες να μαλώνουν και την Ορόρα να του φωνάζει να την αφήσει;»

Η Μόνι με κοίταξε για λίγο και μετά έστρεψε το βλέμμα της στην Μέλανη. «Ναι.»

«Άκουσες τίποτα άλλο;»

Η Μόνι κούνησε το κεφάλι της. «Ο Κάρτερ λίγο ύψωσε τον τόνο της φωνής του αλλά δεν κατάλαβα τι είπε. Η Ορόρα φώναζε μόνο και έλεγε συνέχεια να την αφήσει. Όταν άκουσα την πόρτα του δωματίου της να ανοίγει κοίταξα από την κλειδαρότρυπα και τον είδα να βγαίνει με την μπλούζα του τσαλακωμένη.»

«Κοιμόταν πριν έρθω», είπε ο Τσέις προς υπεράσπιση του Κάρτερ. «Τον είχε πάρει ο ύπνος δίπλα στην Λόρα. Γι' αυτό η μπλούζα του ήταν τσαλακωμένη», στράφηκε σε μένα κι εγώ ένευσα αργά.

«Έτσι είναι», απάντησα και κοίταξα την Μόνι.

«Και γιατί φώναζες να σε αφήσει;», με ρώτησε η Μέλανη.

Εγώ ξεφύσησα. «Δεν έγινε τίποτα κακό μεταξύ μας. Απλά», αναστέναξα αυτή τη φορά για να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.

Οι τρεις τους έγειραν μπροστά έτοιμοι να με παρηγορήσουν. Εγώ κατάπια το κλάμα μου γρήγορα και βρήκα το κουράγιο να τους μιλήσω. «Συνέβη κάτι εδώ και πολύ καιρό και αυτό έχει αφήσει ένα σημάδι πάνω μου.»

Η Μέλανη μου χάιδεψε απαλά την πλάτη.

«Ο Κάρτερ το είδε χθες και προσπάθησε να με πείσει να του πω τι έχει συμβεί. Αυτό είναι όλο. Προσπαθούσε να με βοηθήσει.»

Δεν κατάφερα και πολύ να κρατήσω τα δάκρυά μου. Μόλις τα ένιωσα όμως να κυλάνε στο πρόσωπό μου τα σκούπισα αμέσως. Η Μόνι μου έπιασε το χέρι.

«Γιατί δεν τον άφησες να σε βοηθήσει;», με ρώτησε.

Εγώ χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Γιατί έχω ένα πολύ σκοτεινό παρελθόν», αναρίγησα στα λόγια που ξεστόμισα. «Και δεν θέλω να τον χάσω. Κι ούτε εσάς», ανασήκωσα το βλέμμα μου και τους κοίταξα. Με κοιτούσαν και οι τρεις συμπονετικά χωρίς λύπηση. «Δεν πρόκειται να μας χάσεις», με καθησύχασε η Μέλανη.

«Εμάς τις δύο θα μας έχεις μια ζωή», επισήμανε η Μόνι.

Ήθελαν κι οι δυο τους να μπούνε στο βασιλικό συμβούλιο και είχα μάθει πως το συμβούλιο περίμενε και τις δύο πως και πως. Είχαν άριστες επιδόσεις και επιδέξιες ικανότητες.

«Κι εγώ σε χρειάζομαι να περάσω την χημεία», είπε ο Τσέις. «Αλλά και μετά δεν μπορώ να σου στερήσω την αιθέρια ύπαρξή μου.»

Εγώ κατάφερα να γελάσω. «Σ' ευχαριστώ», του αποκρίθηκα και γέλασαν και οι τρεις τους. Δεν με πίεσαν να τους πω άλλες λεπτομέρειες ούτε για το χθεσινό ούτε για το παρελθόν που φοβόμουν να βγει στο φως. Έφαγα όσο μπορούσα καθώς οι ανησυχίες και οι στενοχώριες μου είχαν δημιουργήσει έναν κόμπο στο στομάχι. Όλη την ημέρα σκεφτόμουν τον Κάρτερ και τον Φελίππε. Ανησυχούσα για τις ζωές και των δύο. Είχα συνέχεια στο νου μου το κινητό μου περιμένοντας να με πάρει ο Αλφόνσο όταν είχε νέα του Φελίππε. Από την άλλη φοβόμουν πως θα με αντιμετώπιζε σήμερα ο Κάρτερ. Δεν είχε ακυρώσει την προπόνησή μας και δεν ήξερα αν έκανε και τόσο καλά. Λίγο πριν το μεσημεριανό ανέβηκα στο δωμάτιό μου να πάρω την τσάντα με τα ρούχα. Δεν θα προλάβαινα να αλλάξω και δεν ήθελα να αργήσω. Τον είχα ήδη εξαγριώσει από χθες το βράδυ.

Καθώς κατευθυνόμουν στο δωμάτιο μου είδα την Οκτόμπερ να παλεύει να ξεκλειδώσει την πόρτα του δικού της. Την πλησίασα αργά.

«Θέλεις βοήθεια;», την ρώτησα.

Εκείνη σταμάτησε να παλεύει και ακούμπησε τα χέρια της στις παραστάδες. Δεν με κοίταξε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Εντάξει», αποκρίθηκα.

Κατάλαβα ότι δεν είχε όρεξη να μιλήσει οπότε έφυγα γρήγορα για το δωμάτιο μου. Πήρα την τσάντα από το γραφείο μου και κατευθύνθηκα στο γυμναστήριο. Εκεί με περίμενε ο Κάρτερ. Φορούσε μια μαύρη φόρμα και μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα και είχε γυρισμένη την πλάτη του στην πόρτα.

«Άργησες», αποκρίθηκε χωρίς να με κοιτάξει.

«Συγγνώμη», μουρμούρισα και γύρισε τελικά.

«Πήγαινε να αλλάξεις.»

Εγώ ένευσα και έτρεξα να βάλω την δική μου φόρμα στα ίδια χρώματα με εκείνου. Όταν είδε την αμάνικη μπλούζα μου μόρφασε ελαφρώς αλλά δεν είπε τίποτα. Θεώρησα ότι αφού είχε δει το δάγκωμα δεν υπήρχε λόγος να κρύβομαι. Αλλά μπορεί και να έκανα λάθος.

«Λοιπόν, θα δοκιμάσουμε μερικές αμυντικές κινήσεις», με πλησίασε αλλά άφησε μια απόσταση μεταξύ μας. Το ύφος του ήταν παρόμοιο με τις πρώτες 'τυπικές' φορές και τα μάτια του με γέμιζαν αμηχανία.

«Σώμα με σώμα;», ρώτησα.

«Ναι γιατί;», σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Δεν σ' αρέσει;»

«Όχι, απλά..»

«Τότε ας μην χάνουμε χρόνο.»

Είχες πει ότι δεν χρειαζόμουν περαιτέρω εξάσκηση σώμα με σώμα, δεν με άφησε να πω. Αλλά μάλλον είχε πολλά νεύρα από χθες και το είδε ως μια καλή ευκαιρία να με πλακώσει στο ξύλο. Καλύτερο από το να με κόψει σε δέκα κομμάτια με το σπαθί.

Στάθηκε μπροστά μου και έκανε να με χτυπήσει με το χέρι του. Εγώ τον σταμάτησα και ένευσε. Προσπάθησε άλλη μία φορά και επιτάχυνε προσπαθώντας να με χτυπήσει και με τα πόδια. Εγώ προσπαθούσα να τον αποφύγω και να παραμένω σε εγρήγορση για το επόμενο χτύπημα. Φάνηκε ικανοποιημένος από τα αντανακλαστικά μου. Όταν πήγα να σταθώ ξανά στην θέση μου, μου επιτέθηκε από πίσω και με έριξε κάτω.

«Α», φώναξα πέφτοντας κάτω αλλά εκείνος αδιαφόρησε. Πίεσε με το γόνατό του το στομάχι μου. Του φώναζα ότι με πόναγε αλλά εκείνος συνέχιζε.

«Ο εχθρός δεν θα σε λυπηθεί», απάντησε στα παράπονά μου.

Κρατούσε τα χέρια μου και με είχε ακινητοποιήσει πλήρως. Κάθε φορά που κουνιόμουν το γόνατό του με πίεζε πιο πολύ. Κάποια στιγμή ένιωθα ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Ήταν φανερό ότι ήταν πολύ θυμωμένος από χθες. Αλλά δεν θα με σκότωνε κιόλας. Όλο το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί φοβόμουν μήπως πάθαινε κάτι κι εκείνος τώρα με διέλυε. Ήταν άδικο από όλες τις μεριές.

«Σταμάτα πια», του φώναξα ασθμαίνοντας.

Εκείνος χαλάρωσε αλλά δεν σηκώθηκε από πάνω μου.

«Έτσι θα υπερασπιστείς τον εαυτό σου;», άφησε τα χέρια μου.

Εγώ τον έσπρωξα να φύγει από πάνω μου, αλλά δεν σηκώθηκα. Πονούσα πολύ και ήθελα να ηρεμήσω γιατί αν σηκωνόμουν μπορεί και να του μπλέδιαζα και το άλλο μάτι.

Έκανε κύκλους γύρω μου χωρίς να με κοιτάει. Όταν ένιωσα κάπως καλύτερα ανασηκώθηκα.

«Δεν με βοηθάς με το να προσπαθείς να με σκοτώσεις.»

Εκείνος έβαλε τα χέρια του στη μέση του. «Δεν προσπαθώ να σε σκοτώσω.»

«Α ναι; Παρεξήγησα τότε.»

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και έκατσε μπροστά μου. Άπλωσε το χέρι του και σήκωσε την μπλούζα μου. «Ούτε μελανιά δεν έχεις.»

«Θέλεις να το δούμε κι αύριο αυτό;», ψηλάφισα το στομάχι μου και πόναγα με κάθε άγγιγμα. Νομίζω πως για σήμερα είχε προπονηθεί αρκετά.

«Εσύ είσαι καλή στην επίθεση. Στην άμυνα όμως έχεις κάποια κενά», αποκρίθηκε και ξανασηκώθηκε.

«Και από πού το συμπέρανες αυτό; Χθες το βράδυ όταν με έτριβες;»

Το βλέμμα του πάγωσε και με κοίταξε λες και με μια μου ακόμη λέξη θα με στραγγάλιζε. Αλλά δεν με τρόμαξε. Με είχε νευριάσει πάλι τόσο πολύ που δεν είχα πρόβλημα να σκοτωθούμε.

«Τι έγινε πρίγκιπα μου; Είπα κάτι που δεν έπρεπε;»

«Όχι πριγκίπισσα», φώναξε κι η φωνή του αντήχησε σε όλο το γυμναστήριο. «Δεν είπες τίποτα. Απολύτως τίποτα.»

«Τι πάει να πει αυτό;», σηκώθηκα καταπνίγοντας ένα βογκητό.

«Δεν καταλαβαίνεις; Να σου δώσω εγώ να καταλάβεις», μου άρπαξε τον ώμο όπως χθες το βράδυ. «Σε ρώτησα πόσες φορές ποιος σου το έκανε αυτό και δεν μου λες.»

Εγώ τραβήχτηκα από τα χέρια του και έκανα ένα βήμα πίσω. «Πρώτον σταμάτα να με τραβολογάς έτσι. Δεύτερον σου είπα ότι δεν είναι αυτό που νομίζεις.»

«Είμαι ξανθός αλλά όχι ηλίθιος.»

Εγώ ξεφύσησα και σήκωσα τα χέρια μου. «Κατανοώ τον θυμό σου αλλά με το να μου σπας το πλευρό δεν κερδίζεις τίποτα.»

«Δεν στο έσπασα», μόρφασε.

«Ξέρεις κάτι; Μάλλον έπρεπε να είχαμε ακυρώσει το σημερινό.»

Γύρισα να πάω στα αποδυτήρια να πάρω τα πράγματά μου όταν ο Κάρτερ μου επιτέθηκε πάλι από πίσω και με έριξε ξανά κάτω. Αυτή τη φορά ξάπλωσε πάνω μου για να με ακινητοποιήσει.

«Ποιο είναι το πρόβλημά σου;», κλαψούρισα.

«Το πρόβλημά μου είναι τα ψέματα. Κι εσύ μου λες ψέματα», είπε μέσα από τα δόντια του.

«Δεν σου λέω ψέματα», προσπάθησα να απελευθερωθώ. «Με το ζόρι μπορώ να αναπνεύσω αυτή τη στιγμή.»

Εκείνος με κοίταξε λίγο και σταμάτησε να ρίχνει όλο το βάρος του πάνω μου αλλά δεν μετακινήθηκε. Μείναμε για αρκετές στιγμές να κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Ο Κάρτερ φάνηκε να μαλακώνει και με βοήθησε να σηκωθώ τελικά.

«Δεν είμαι έτοιμη να μιλήσω ακόμα γι' αυτό», του είπα όταν σταμάτησε να με κρατάει.

Εκείνος με κοιτούσε με ήρεμο βλέμμα.

«Αλλά ναι αυτός που μου το έκανε σκότωσε τους γονείς μας και κατά πάσα πιθανότατα τον Τζακ Κόνορ.»

Εκείνος δεν αντέδρασε. «Συνέχισε», μου είπε σταυρώνοντας τα χέρια του.

«Πιστεύω πως», κατάπια. «Πιστεύω πως έχει δικό του άνθρωπο μέσα στην Μόιρα.»

«Ποιον;»

«Δεν ξέρω», κούνησα το κεφάλι μου και τον κοίταξα έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Το είχα και εύκολο άλλωστε σήμερα.

Άφησε τα χέρια του να πέσουν και με πλησίασε. «Τι συμβαίνει;»

«Χθες..», ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό μου. «Το γράμμα που είδες δεν ήταν από φίλο μου. Ούτε εγώ το ήξερα μέχρι να το ανοίξω», έκανα μια παύση.

Εκείνος έπιασε τους ώμους μου απαλά αυτή τη φορά. «Τι έλεγε το γράμμα;»

«Με απείλησε πως αν πω την αλήθεια θα σε σκοτώσει», τα λόγια βγήκαν από το στόμα μου μαζί με τα δάκρυα από τα μάτια μου. Ο Κάρτερ έσφιξε τα χείλη του αλλά δεν είπε τίποτα. Με πήρε στην αγκαλιά του και με άφησε να κλάψω. «Ηρέμησε», μου χάιδεψε την πλάτη.

«Δεν πρέπει να μιλήσεις σε κανέναν», σήκωσα το βλέμμα μου. «Δεν ξέρεις ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός.»

Εκείνος με κοίταξε. «Ο Ντιμίτρι τα ξέρει όλα αυτά;»

Εγώ ένευσα αργά.

Μου σκούπισε τα δάκρυα. «Καλύτερα να γυρίσεις. Εγώ θα μιλήσω με τον Ντιμίτρι.»

«Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα πεις τίποτα σε κανέναν;»

Εκείνος μου ένευσε. «Στο υπόσχομαι.»

Εγώ δεν είχα άλλη επιλογή από το να τον πιστέψω. Άλλαξα και γύρισα στον κοιτώνα μου. Έπεσα στο κρεβάτι κι ήμουν έτοιμη να κοιμηθώ όταν χτύπησε η πόρτα.

«Να περάσω ή είσαι κουρασμένη;», με ρώτησε ο Σκοτ.

«Πέρνα», του απάντησα.

Εκείνος μπήκε στο δωμάτιο και έκατσε στο κρεβάτι μου. Δεν είχε την λάμψη και χαρά που είχε συνήθως.

«Μου είπε ο Τσέις αυτά που έγιναν στο πρωινό κι ήρθα να δω πως είσαι.»

«Σκοτ», αναστέναξα. «Τα δικά μου τα ξέρεις. Πες μου καλύτερα εσύ πως είσαι.»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και κοίταξε κάτω.

«Καλά», απάντησε ξερά.

Έκατσα δίπλα του και ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του. «Αν είναι έτσι το 'καλά', το 'χάλια' πώς είναι;»

Εκείνος δεν απάντησε.

«Χωρίσατε;», τον ρώτησα βλέποντας πως δεν θα μίλαγε χωρίς να τον παροτρύνω.

Ένευσε αργά.

«Ποιος το αποφάσισε;»

Εκείνος με κοίταξε κι είδα πως τα μάτια του ήταν πρησμένα από το κλάμα. Λογικά η Οκτόμπερ, λοιπόν.

«Κατάλαβα», μουρμούρισα. «Εσύ συμφώνησες;»

«Τι να έκανα;», είπε χαμηλόφωνα. «Δεν μπορούσα να την κρατήσω με το ζόρι.»

«Μα έτσι στα καλά καθούμενα; Μέχρι χθες ήσασταν μια χαρά.»

«Δεν ήμασταν. Απλά δεν θέλαμε να σας φορτώσουμε κι αυτό.»

Τον σκούντηξα ελαφρά. «Κι οι φίλοι τότε γιατί είναι; Μόνο για τα καλά;»

Ο Σκοτ αναστέναξα βαριά. «Θέλω να μείνω μόνος μου αυτή τη στιγμή. Απλά ήρθα να δω πως είσαι», σηκώθηκε και στάθηκε στην πόρτα έτοιμος να φύγει.

«Εγώ είμαι καλά», του είπα ψέματα. «Και πάντα εδώ για σένα.»

Εκείνος κατένευσε και έφυγε. Ήθελα να τον ακολουθήσω και να μείνω μαζί του όλη μέρα. Αλλά ήθελα πρώτα να σιγουρευτώ ότι ο Φελίππε ήταν ασφαλής. Για την ώρα ο Κάρτερ είχε τον Ντιμίτρι και ήμουν σίγουρη για την ασφάλειά του. Προς το παρόν τουλάχιστον.

Έκανα ένα μπάνιο και έπεσα στο κρεβάτι με το μπουρνούζι. Παρά την ανησυχία μου ήμουν εξουθενωμένη και κοιμήθηκα για αρκετές ώρες. Με ξύπνησε αργά το απόγευμα η Μέλανη, όταν ήρθε για να πάμε για την τελευταία μας πρόβα. Εγώ έβαλα ένα απλό φόρεμα γιατί βαριόμουν να φτιάχνομαι. Άλλωστε με έβλεπα μετά την πρόβα και για δεύτερο και πιο δυναμικό γύρο ύπνου. Πήγαμε στο αμφιθέατρο του δημοτικού. Το σκηνικό ήταν έτοιμο. Η Μόνι κι η Οκτόμπερ είχαν κάνει καλή δουλειά. Μόλις εντόπισα τον Τσέις τον πλησίασα και τον σκούντηξα με τον ώμο μου.

«Έλα ξύπνα. Η Χιονάτη κοιμάται όχι ο πρίγκιπας.»

Εκείνος μόρφασε. «Δεν γίνεται σήμερα να αντιστραφούν οι ρόλοι;»

«Όχι, δεν γίνεται. Κι αύριο όπως είπαμε.»

«Ναι, ξέρω. Όχι τσιγάρο μέχρι την παράσταση.»

«Έτσι μπράβο», αποκρίθηκα.

«Αυτό σημαίνει ότι μόλις αρχίσει εγώ μπορώ να καπνίσω.»

Του έριξα μια προειδοποιητική ματιά και εκείνος γέλασε λέγοντάς μου πως με πείραζε. Ωστόσο, εγώ φοβόμουν ότι θα το έκανε.

Όσο ήταν η Σειρήνα στην σκηνή βασανίζοντας την Μέλανη για τις στάσεις της κακιάς βασίλισσας ήρθε η Οκτόμπερ προς το μέρος μου.

«Συγγνώμη για το μεσημέρι», μου είπε χαμηλόφωνα.

«Δεν πειράζει», της απάντησα. «Είσαι καλύτερα;»

Εκείνη ένευσε. «Ναι, πιστεύω πως αυτό είναι το καλύτερο και για τους δυο μας.»

Εγώ την κοίταξα εξεταστικά. Φαινόταν να το εννοούσε. Για εκείνη η ιστορία είχε τελειώσει. Εκτός πια κι αν ήταν τόσο καλή ηθοποιός.

«Έτσι απλά ξύπνησες κι αποφάσισες ότι δεν θέλεις να είστε μαζί;», την ρώτησα με ίσως λίγο παραπάνω θάρρος από όσο έπρεπε.

Εκείνη με κοίταξε παραξενεμένη. «Δεν ξύπνησα ένα πρωί κι είπα κάτι τέτοιο. Ξύπνησα πολλά πρωινά χωρίς να νιώθω γεμάτη από αυτή την σχέση.»

«Δεν το συζήτησες ποτέ μαζί του; Να του πεις τι σε ενοχλούσε..»

«Με ενοχλούσε η σχέση», η έκφρασή της σκλήρυνε και φαινόταν να μην της άρεσαν οι ερωτήσεις μου. Αλλά ούτε εμένα μου άρεσαν οι απαντήσεις της. Ήταν απαντήσεις μιας επιπόλαιης κοπέλας και δεν μου είχε δημιουργήσει τέτοια εντύπωση η Οκτόμπερ.

«Θα σου πρότεινα να το ξανασκεφτείς. Δεν βρίσκεις συχνά τέτοιες ευκαιρίες.»

«Να τα φτιάξεις εσύ τότε μαζί του», είπε και έφυγε.

Τελικά άρχισα να συνειδητοποιώ την στάση της Μόνι απέναντι στην αδερφή της εκείνο το πρωί.

Πριν προλάβω να ανέβω για την δική μου σκηνή ήρθε ο Κάρτερ και με βρήκε στα παρασκήνια.

«Μπορώ να την δανειστώ λίγο;», ρώτησε την Μόνι.

Εκείνη του είπε ότι μπορούσε και ξαναέβαλαν την Σειρήνα να κάνει την σκηνή της εξοργίζοντάς την. Όταν μάλιστα παραπονέθηκε η Μόνι της υπέδειξε τον Κάρτερ κι εκείνη σώπασε. Δεν μπορούσε να διατάξει τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα. Ήταν βασίλισσα μόνο στο έργο.

Εγώ με τον Κάρτερ βγήκαμε από το αμφιθέατρο και κάτσαμε σε ένα παγκάκι.

«Είστε έτοιμοι για αύριο;», με ρώτησε μόλις κάτσαμε.

«Ε δεν ανεβάζουμε και αρχαίο δράμα.»

Εκείνος γέλασε και το εξέλαβε ως ναι.

«Μιλούσα με τον Ντιμίτρι», ξεκίνησε να μπαίνει στο θέμα «γι' αυτά που λέγαμε σήμερα.»

Φαινόταν προσεκτικός στις λέξεις που χρησιμοποιούσε κι ήταν μια ανακούφιση. Και τα δέντρα θα μπορούσαν να μας μαρτυρήσουν στο κάτω – κάτω.

«Και μου είπε γι' αυτόν τον φίλο σου τον Φελίππε από όπου νομίζατε ότι ήταν και το γράμμα.»

Εγώ ένευσα. «Εν μέρει ήταν. Κατάφεραν να τον βρουν;»

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Δεν μπορούν να ψάξουν καν.»

«Δεν σε καταλαβαίνω», ένας δυνατός πονοκέφαλος άρχιζε να με καταβάλλει.

Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο Ντιμίτρι μου είπε για την σχέση σου μαζί του.»

«Δεν ήταν ακριβώς σχέση», ξεκαθάρισα, κάπως άβολα που μιλούσα για τα προσωπικά μου.

«Ήταν κάτι όμως. Για σένα τουλάχιστον. Έτσι δεν είναι;»

«Ήταν πολλά», απάντησα έκπληκτη με τον εαυτό μου που συνέχιζα να απαντάω.

«Ήσουν ερωτευμένη μαζί του;»

«Δεν καταλαβαίνω που κολλάει αυτό», καθάρισα το λαιμό μου.

Φάνηκε να το σκέφτεται λίγο. «Θέλω να ξέρω αν ήσουν ερωτευμένη μαζί του.»

«Όχι». Αυτή ήταν η πραγματική απάντηση ούτως ή άλλως.

«Κοιμόσουν όμως μαζί του.»

«Κάρτερ δεν μπορώ να καταλάβω τι δουλειά έχει η προσωπική μου ζωή με όλα αυτά.»

Εκείνος αναστέναξε. «Απάντησε μου και θα δεις.»

«Ναι, κοιμόμουν», απάντησα προσπαθώντας να αποφύγω το βλέμμα του.

«Τον εμπιστεύτηκες με την αλήθεια για σένα;»

«Γιατί μου κάνεις ερωτήσεις στις οποίες ξέρεις ήδη την απάντηση;»

«Γιατί θέλω να το ακούσω κι από εσένα». Δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου. Εξέταζε την κάθε μου αντίδραση, το παραμικρό πετάρισμα των βλεφαρίδων μου.

«Τον εμπιστεύτηκες λοιπόν;», επανέλαβε και εγώ ένευσα.

«Σκέφτηκες ποτέ να ψάξεις να δεις ποιος ήταν αυτός ο μυστηριώδης τύπος που σε κέρδισε τόσο γρήγορα; Είσαι έξυπνη και ώριμη. Όφειλες να είσαι επιφυλακτική με έναν άγνωστο που σε περνούσε και πέντε χρόνια.»

«Η ηλικία είναι το πρόβλημα;»

Με κοίταξε λίγο πριν συνεχίσει. «Το πρόβλημα είναι ότι τα τελευταία τρία χρόνια μοιραζόσουν το κρεβάτι σου με ένα ψέμα.»

«Δεν σε καταλαβαίνω», ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος μου και δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα να μάθω την συνέχεια.

«Ο Φελίππε Ερνάντες πέθανε πριν οκτώ χρόνια.»

Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά. Τα πάντα γύρω μου σταμάτησαν. Ο αέρας μπλόκαρε στα πνευμόνια μου και δεν με άφηνε να πάρω εισπνοή. Ένιωθα πως τα πάντα γύρω μου ήταν ένα ψέμα.

«Τι.. δεν.. λες ψέματα!», σηκώθηκα.

«Λυπάμαι Ορόρα», αποκρίθηκε και έκανε να με πλησιάσει.

«Μείνε μακριά μου. Μου λες ψέματα.»

Εκείνος αναστέναξε. «Μακάρι να ήταν ψέματα. Αλλά ο φίλος σου δεν είναι αυτός που νομίζεις.»

Ήταν κατάσκοπος. Ήξερε από την αρχή ποια και τι ήμουν και με πλησίασε επίτηδες. Δεν είχε υποβληθεί να δώσει το γράμμα. Το έστειλε έχοντας πλήρη συνείδηση του τι έκανε.

Όχι. Αποκλείεται. Ο Φελίππε δεν θα μου έλεγε ποτέ ψέματα. Ήταν ό,τι πιο ειλικρινές υπήρχε στην ζωή μου.

«Δεν σε πιστεύω. Μου λες ψέματα. Θέλεις να με κάνεις να υποφέρω όπως υποφέρεις εσύ που διέλυσες μόνος σου το γάμο σου. Θέλεις να μείνω κι εγώ μόνη μου όπως είσαι κι εσύ.»

Κούνησε το κεφάλι του και έκανε ένα βήμα μπροστά.

«Δεν ξέρεις τίποτα για το γάμο μου. Και δεν θέλω να σε κάνω να υποφέρεις. Σου λέω την αλήθεια. Σε αντίθεση με τον Φελίππε ΕΓΩ σου λέω την αλήθεια.»

«Όχι. Όχι! Είσαι ψεύτης. Θέλεις να είμαι μόνη μου, να είμαι δυστυχισμένη.»

Ήταν η μόνη λογική εξήγηση. Ο Φελιππε δεν θα μπορούσε να με κοροϊδέψει. Μου είχε ορκιστεί πως μπορούσα να τον εμπιστευτώ με την ζωή μου. Του εμπιστεύτηκα τα πάντα, το μυαλό μου, την αλήθεια μου , το σώμα μου. Δεν θα με πρόδιδε έτσι. Επίτηδες τα έλεγε ο Κάρτερ. Αν ήταν όντως αλήθεια θα μου το έλεγαν ο Αλφόνσο ή ο Ντιμίτρι όχι εκείνος.

«Τους είπα πως ήθελα να στο πω εγώ», μου απάντησε όταν του είπα τι σκεφτόμουνα.

«Εσύ είσαι ένας ξένος», άρχισα να του επιτίθεμαι λεκτικά.

Διατηρούσε όμως την ψυχραιμία του βλέποντάς με να έχω βγει εκτός εαυτού.

«Δεν ξέρεις τι λες αυτή τη στιγμή. Σε έχει τυφλώσει ο θυμός», καθησύχασε κυρίως τον εαυτό του.

«Ξέρω πολύ καλά τι λέω. Είσαι ένας ξένος. Εγώ προσπαθώ να σε προστατέψω και εσύ μου λες ψέματα για να με πληγώσεις. Θέλεις να μείνουμε όλοι μόνοι μας επειδή είσαι κι εσύ. Έτσι δεν είναι μοναχικέ πρίγκιπα;»

«Καλύτερα να σταματήσεις τώρα», ψέλλισε.

Εγώ του γύρισα την πλάτη και μιλούσα σε ένα αόρατο κοινό. Εάν μετά από αυτό δεν κατέληγα στο τρελάδικο δεν θα κατέληγα ποτέ.

«Βλέπετε; Εγώ τον προστατεύω κι εκείνος μου λέει ψέματα. Άφησε την αρραβωνιαστικιά του και τώρα εμείς πρέπει να τον ακολουθήσουμε στην μίζερη και μοναχική ζωή του.»

«Σταμάτα επιτέλους», φώναξε και με τράβηξε από το χέρι πάνω του. «Αρκετά είπες δεν νομίζεις;»

«Ω όχι. Μόλις άρχισα», του αποκρίθηκα με ήρεμη φωνή.

«Σύνελθε. Δεν σου λέω εγώ ψέματα. Ο κρεβατωμένος σου σου έλεγε!», με τράνταξε στα τελευταία του λόγια και σωματικά αλλά και ψυχικά. Τότε άρχισα να έρχομαι σε επαφή με την πραγματικότητα. Όσα είχα ζήσει με τον Φελίππε – ή με αυτόν όπως τον έλεγαν τέλος πάντων- ήταν ένα ψέμα. Όλες τις φορές που κοιμηθήκαμε μαζί, όλες οι συζητήσεις για σεβασμό και εμπιστοσύνη, τα πάντα.. Ήταν μια παραίσθηση και ξαφνικά ξύπνησα από τον βαθύ μου λήθαργο.

Έπρεπε να κλάψω, το είχα μεγάλη ανάγκη. Αλλά μεγαλύτερη ανάγκη είχα να μάθω την αλήθεια. Ποιος ήταν και γιατί βάλθηκε να με πλησιάσει τόσο. Η ανάσα μου ξαναβρήκε το ρυθμό της και σταμάτησα να τρέμω, κάτι που έκανα αρκετή ώρα χωρίς να το καταλάβω. Ο Κάρτερ με είχε κολλήσει πάνω του και ένιωθα την καρδιά του πάνω στο στήθος μου. Επικεντρώθηκα στους χτύπους της για να μπορέσω να αναπνέω κανονικά και να σταματήσω να ασθμαίνω. Είχα χαμηλωμένο το βλέμμα μου αλλά ένιωθα το δικό μου καρφωμένο πάνω μου. Τα χέρια του κρατούσαν τους καρπούς μου και το μέτωπό του ήταν λίγο εκατοστά από το δικό μου. Το ίδιο και τα χείλη του.

«Και παρεμπιπτόντως», βαριανάσαινε και ο τόνος της φωνής του με έκανε ναανατριχιάσω. Ανασήκωσα το βλέμμα μου κι εκείνος με πλησίασε κι άλλομηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ μας. Τα χείλη του ακουμπούσαν απαλά τα δικάμου. Όλο μου το σώμα μούδιασε κι ένιωσε παραδομένο στο έλεος του. «Δεν σε θέλωμόνη σου. Σε θέλω δική μου!»     

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top