8. ΤΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ

Η συζήτηση με τον Ντιμίτρι δεν κράτησε για πολύ. Ήμουν κατηγορηματική στο ότι δεν ήθελα να πω την αλήθεια στον Κάρτερ γιατί θα έφερνε τα πάνω κάτω. Αν ωστόσο έβλεπα πως το πράγμα έφτανε στο απροχώρητο θα έκανα μια αρχή ελπίζοντας πως δεν θα χρειαζόταν να φτάσω στο βάθος των γεγονότων. Κοιμήθηκα πολύ ανήσυχα εκείνο το βράδυ. Ότι είχα αρχίσει να τα πηγαίνω καλά με τον Κάρτερ και ήδη φοβόμουν ότι θα χάλαγε και αυτή τη φορά εξαιτίας μου.

Το επόμενο πρωί με ξύπνησε ο Τσέις χτυπώντας μου αλαφιασμένος την πόρτα. Εγώ σηκώθηκα όπως – όπως από το κρεβάτι μου και του άνοιξα.

«Έτσι είσαι κάθε πρωί;», με ρώτησε αντικρίζοντάς με.

Οι πυτζάμες μου ήταν τσαλακωμένες από τον άτσαλο ύπνο, τα μαλλιά σε μια παρόμοια κατάσταση, ενώ το πρόσωπό μου έδειχνε κούραση παρά το γεγονός ότι κοιμόμουν.

«Τι θέλεις;», τον ρώτησα γέρνοντας το κεφάλι μου στην πόρτα.

«Πρέπει να με βοηθήσεις», με παρακάλεσε μπαίνοντας μέσα.

Εγώ έκλεισα την πόρτα και ξάπλωσα ξανά στο κρεβάτι μου. Αφού ένιωσε μόνος του άνετα σε ξένο κοιτώνα εγώ γιατί να μην ένιωθα στον δικό μου; Σκεπάστηκα με το πάπλωμά μου και άφησα έξω μόνο το κεφάλι μου. «Σε τι να σε βοηθήσω;»

Εκείνος έκατσε στην άκρη του κρεβατιού μου. «Αύριο έχω τεστ στα γαλλικά.»

«Δεν ξέρω τόσο καλά», μουρμούρισα μαζί με ένα χασμουρητό.

«Δεν σε θέλω γι' αυτό.»

«Αλλά;»

«Η μητέρα μου πρέπει να πάει στο Όρεγκον για μερικές μέρες και ο πατέρας μου δουλεύει σήμερα μέχρι αργά οπότε μου είπαν να προσέχω την αδερφή μου. Αλλά δεν μπορώ να προσέχω και την Λόρα και να διαβάζω.»

Εγώ καταλαβαίνοντας που το πήγαινε του αποκρίθηκα : «Μήπως θέλεις βοήθεια στα γαλλικά τελικά;»

«Σε παρακαλώ», γράπωσε το πάπλωμά του και με κοίταζε με φανερή απόγνωση. Δεν είχα πρόβλημα να προσέξω την μικρή. Μου άρεσαν τα παιδιά γενικά. Αλλά ένιωθα ήδη κουρασμένη και θα ήμουν η πλέον ανίκανη να προσέχω ένα μωρό. Αλλά με είχε ανάγκη και δεν μπορούσα να του πω όχι. Ως βασίλισσα θα μου ζητούσαν πολλές χάρες και πιο δύσκολες από αυτές. Δεν θα μπορούσα να τους πω όχι γιατί είχα απλά έναν άσχημο ύπνο.

«Καλά», μουρμούρισα τελικά. «Θα την προσέξω.»

Εκείνος χτύπησε τα χέρια του και άρχισε να μου φυλάει το μέτωπο λέγοντάς μου ξανά και ξανά ευχαριστώ. Αφού σταμάτησε να με πνίγει κυριολεκτικά στα φιλιά μου είπε ότι θα μου την έφερνε μετά το μεσημεριανό. Έτσι λίγο πριν το πρωινό φρόντισα να πάρω άδεια από τον κύριο Μίλερ για τα απογευματινά μαθήματα.

Η μέρα άργησε πολύ να τελειώσει. Κάθε λεπτό μου φαινόταν ατελείωτο. Τελικά έφτασε το μεσημεριανό. Εγώ δεν πείναγα καθόλου. Πήγα να ετοιμαστώ για να κάνω την κουβερνάντα. Έκανα ένα καυτό μπάνιο και έβαλα μια λεπτή εμπριμέ μπλούζα και ένα μαύρο παντελόνι. Δεν είχε πολύ κρύο σήμερα κι έτσι κι αλλιώς θα καθόμασταν μέσα με την Λόρα. Δεν μπορούσα να την πάω και πουθενά.

Κατέβηκα στην αυλή να περιμένω τον Τσέις όπου ήρθε και με βρήκε ο Ντιμίτρι. Ήλπιζα ότι δεν θα συνεχίζαμε την χθεσινή μας συζήτηση και όντως δεν το κάναμε. Εκείνος είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά και κρατούσε ένα γράμμα. Μόλις με πλησίασε το κούνησε ελαφρά στον αέρα.

«Τι σου έχω εδώ;»

«Την ΔΕΗ;», αποκρίθηκα ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους μου.

Ο Ντιμίτρι γέλασε. «Όχι. Γράμμα από την Σεβίλλη.»

«Ο Αλφόνσο;», απόρησα. «Μα μιλήσαμε χθες στο τηλέφωνο.»

«Δεν είναι μόνο ο Αλφόνσο στην Ισπανία.»

Εγώ συνειδητοποιώντας από ποιον ήταν το γράμμα το άρπαξα από τα χέρια του Ντιμίτρι. Κοίταξα τον αποστολέα και δάκρυα άρχισαν να πλημμυρίζουν τα μάτια μου. Το γράμμα ήταν από τον Φελίππε. Δεν είχαμε μιλήσει από τότε που πέθαναν οι γονείς μου. Αμφέβαλα αν το ήξερε κιόλας. Η σχέση μου μαζί του ήταν πολύ ιδιαίτερη. Δεν ήταν το αγόρι μου ή ένας απλό φίλος. Κατ' αρχάς ήταν θνητός, αλλά ήξερε για μένα. Λίγα πράγματα βέβαια. Κυρίως ότι ήμουν ένα υπερφυσικό ον, υψηλά στην ιεραρχία. Ήταν ο μόνος από τους θνητούς μου φίλους που ήξεραν την αλήθεια για μένα. Ίσως γιατί ήταν ο μόνος που με είχε κάνει να τον εμπιστευτώ. Είχαμε γνωριστεί πριν τρία χρόνια σε ένα μουσείο. Κοιτούσαμε τον ίδιο πίνακα και μου έπιασε την κουβέντα. Γρήγορα δεθήκαμε, χάρις την αγάπη μας για τις τέχνες. Τα λίγο διηγήματα που είχα γράψει ήταν για εκείνον αλλά δεν τόλμησα να του τα δείξω ποτέ. Μέσα από την πνευματική μας σχέση περάσαμε και στην σωματική. Και τότε όμως ποτέ δεν δώσαμε όνομα σε αυτό που είχαμε. Πολύ απλά γιατί ήταν ανεξήγητο. Δεν ήταν μια ξεκάθαρη αγάπη ή έρωτας. Απλώς νιώθαμε μια έλξη ο ένας για τον άλλον σχεδόν μαγική. Είχα να του μιλήσω πάρα πολύ καιρό και ένα γράμμα του μέσα σε όλη αυτήν την κόλαση ήταν ο εξαγνισμός μου.

Ο Ντιμίτρι χαμογέλασε πλατιά βλέποντας την αντίδρασή μου.

«Πώς;», ψέλλισα μέσα στην συγκίνησή μου.

«Το έδωσε στον Αλφόνσο και εκείνος στο έστειλε αμέσως. Ήξερε ότι αυτό θα σε χαροποιούσε με όλα αυτά που συμβαίνουν.»

Βλέποντας τον Τσέις να πλησιάζει έβαλα αμέσως το γράμμα στην τσέπη μου και σκούπισα τα μάτια μου.

«Γεια σας, γεια σας», είπα σχεδόν τραγουδιστά και στάθηκε μαζί μας.

Εγώ πήρα την Λόρα στα χέρια μου και ο Τσέις μου έδωσε την τσάντα με τα απαραίτητα πράγματά της. Η Λόρα ήταν μόλις επτά μηνών. Με είχε ξαναδεί οπότε δεν ήμουν άγνωστη για εκείνη και έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό μόλις την πήρα στα χέρια μου.

«Καλώς την όμορφη», έτριψα την μύτη μου στα μαλλιά της χαροποιώντας την ακόμα περισσότερο.

«Τον όμορφο δεν τον χαιρετάς;», μουρμούρισε ο Τσέις.

«Έι Τζέραλντ πώς πάει;», χαιρέτησα το πιο κοντινό αρσενικό.

Ο Τζέραλντ με χαιρέτησε κι ο Τσέις μόρφασε. «Πολύ αστείο.»

«Τι γίνεται εδώ;», ρώτησε ο Ντιμίτρι.

«Να η Ορόρα γκρίνιαζε που είναι μοναχοπαίδι κι εγώ της δανείζω την Λόρα για μια μέρα να δει ότι τσάμπα παραπονιέται», αποκρίθηκε ο Τσέις περνώντας τα δάχτυλά του στα μαλλιά του.

Ο Ντιμίτρι γέλασε δυνατά. «Αλήθεια;», μου αποκρίθηκε.

Εγώ ανασήκωσα ανάλαφρα τους ώμους μου.

«Πάντως αν σου αρέσει μπορείς να την κρατήσεις», μου σκούντηξε ο Τσέις ελαφρά τον ώμο.

Εγώ κούνησα το κεφάλι μου. Ο Ντιμίτρι γέλασε μία ακόμη φορά με τα χωρατά του Τσέις και μας άφησε για να πάει στο παλάτι. Εγώ με τον Τσέις ανεβήκαμε στους κοιτώνες.

«Λοιπόν άμα χρειαστείς κάτι θα είμαι στο δωμάτιό μου.»

Εγώ τον διαβεβαίωσα ότι όλα θα ήταν μια χαρά. Εκείνος με πληροφόρησε τι έπρεπε να κάνω κι αφού φίλησε την αδερφή του στο μάγουλο της έφυγε για μελέτη. Εγώ με την Λόρα στα χέρια μου κατευθυνθήκαμε στο δικό μου δωμάτιο. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και άφησα το γράμμα και την τσάντα της στο γραφείο. Έπρεπε να κάνω κι εγώ μια μικρή μελέτη τα λόγια μου για την παράσταση και το θεώρησα μια καλή ευκαιρία να το κάνω τώρα. Θα ήταν σαν να της διηγούμουν ένα παραμύθι. Η μικρή φάνηκε να το χαίρεται κι εγώ μπόρεσα και ξεμπέρδεψα και με αυτό γρήγορα. Όταν τέλειωσαν τα μαθήματα την πήγα στην τραπεζαρία όπου κάτσαμε για λίγο με την Μόνι. Η Μέλανη μας χαιρέτησε γρήγορα γιατί ήθελα να δει τον Νέιθαν, καθώς είχαν καιρό να τα πούνε. Ο Σκοτ με την Οκτόμπερ ήθελαν κι εκείνοι να περάσουν λίγο χρόνο μόνοι τους. Κι η Μόνι από την μεριά της ήθελε να παραλάβει σήμερα τα κουστούμια και να τελειώσει με τα σκηνικά για να είναι όλα έτοιμα από νωρίς. Έκατσε αρκετή ώρα μαζί μας βοηθώντας με κιόλας να φτιάξω το δεκατιανό της Λόρα. Έφυγε όμως κι εκείνη για την δουλειά της. Στην τραπεζαρία ήταν αρκετοί εκείνοι που ήρθαν να παίξουν λίγο μαζί της. Στην αρχή η Λόρα το διασκέδαζε αλλά η πολυκοσμία και η βαβούρα την κούρασαν γρήγορα. Όταν την είδα πως δυσανασχετούσε μόλις την πλησιάζανε την πήρα να πάμε στον κοιτώνα μου για να ηρεμήσει από τους 'θαυμαστές' της.

Βγαίνοντας από την τραπεζαρία έπεσα σχεδόν πάνω στον Κάρτερ. Εκείνος κοίταξε μία εμένα και μία την Λόρα απορημένος.

«Κάρτερ ήρθε η ώρα να σου εξομολογηθώ το μεγάλο μου μυστικό.»

Εκείνος γέλασε. «Έχουμε ήδη διάδοχο; Δεν πιστεύω να πρέπει να αναλάβω και την δική της εκπαίδευση;»

Γέλασα κι εγώ που συνέχιζε το αστείο μου. «Δεν νομίζω να χρειαστεί, γιατί δεν είναι δική μου διάδοχος αλλά του Τσέις.»

Ο Κάρτερ κοίταξε λίγο την Λόρα και της χαμογέλασε με έναν πολύ τρυφερό τρόπο για Κάρτερ. Η Λόρα είχε εξαντληθεί αρκετά κι είχε γείρει το κεφαλάκι της στον λαιμό μου. Όταν όμως της χαμογέλασε ο Κάρτερ άρχισε να ζωντανεύει.

«Τι επιρροή είναι αυτή που έχεις στις γυναίκες πρίγκιπα μου;», αποκρίθηκα βλέποντας την Λόρα.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του με το ύφος του μοιραίου αρσενικού. «Έτσι είναι αυτά», απάντησε και πήρε την Λόρα από τα χέρια μου. «Κοίτα πως μεγάλωσες», της αποκρίθηκε.

Η Λόρα έκρυψε λίγο το πρόσωπό της από ντροπή με τα χεράκια της αλλά του έριχνε κλεφτές ματιές κάνοντας τον Κάρτερ να μην σταματάει να χαμογελάει. Εγώ είχα μείνει έκπληκτη με την ξαφνική έξαρση τρυφερότητας από τον Κάρτερ, αλλά δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω σε αυτή την εικόνα.

«Εσύ πως και από εδώ; Δεν θυμάμαι να είχαμε εκπαίδευση σήμερα», τον ρώτησα καμαρώνοντας σχεδόν την εικόνα μπροστά μου.

«Έφερα τα κοστούμια στην Μόνι. Είχα αναλάβει να τα πάρω εγώ για να διευκολύνω λίγο το πρόγραμμά της. Μου είπε ότι προσέχεις την Λόρα κι ήρθα να δω αν θέλεις βοήθεια.»

Η αλήθεια ήταν πως ήθελα βοήθεια γιατί είχα αρχίσει κι εγώ να κουράζομαι. Από την άλλη φοβόμουν μήπως η Λόρα αντιδρούσε άσχημα που θα είχε άλλο ένα πρόσωπο πάνω από το κεφάλι της. Ο Κάρτερ όμως ήταν πιο εγκρατής από τους υπόλοιπους και έδειχνε να ξέρει τι κάνει.

«Θα το εκτιμούσα αρκετά αν καθόσουν μερικές ωρίτσες.»

Εκείνος συμφώνησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η Λόρα φαινόταν να αρέσκεται στην αγκαλιά του Κάρτερ. Αν έβλεπα ότι κουραζόταν θα τον έδιωχνα φυσικά. Αλλά μέχρι στιγμής κι οι δυο μας τον χρειαζόμασταν.

Πήγαμε στον κοιτώνα μου, όπου εκεί ο Κάρτερ άφησε την μικρή στο κρεβάτι μου και έκατσε δίπλα της. Εγώ άνοιξα την τσάντα της και της έφερα ένα λούτρινο αρκουδάκι για να έχει να απασχολεί τα χέρια της. Καθόταν ήρεμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι με την πιπίλα και το παιχνιδάκι της. Όταν την είχε φέρει ο Τσέις ήμουν κυριευμένη από μία μίξη συναισθημάτων, αρνητικών και θετικών. Περνώντας το χρόνο μου μαζί της όμως χαλάρωσα συναισθηματικά και ένιωθα μια γαλήνη.

«Το μάτι σου είναι πολύ καλύτερα», απευθύνθηκα στον Κάρτερ βλέποντας πως το μωβ χρώμα είχε σχεδόν υποχωρήσει.

«Α, ναι», απάντησε σχεδόν αδιάφορα. «Επουλώνομαι γρήγορα γενικά.»

Παραήταν γρήγορα. Χθες ήταν ακόμα αρκετά πρησμένο και σήμερα ήταν λες και είχε περάσει μια ολόκληρη βδομάδα από το χτύπημα. Βεβαία θα μπορούσε η Μέλανη να χρησιμοποιήσει μαγεία για να βοηθήσει στην ανάρρωση, οπότε δεν το συνέχισα. Σκέφτηκα ότι αυτό ήταν ένας καλός λόγος να αρχίσω να μελετάω για την μαγεία, καθώς έβλεπα μια άλλη της πτυχή, κάτι παραπάνω από τις τρομακτικές ιστορίες της γιαγιάς μου.

«Το φόρεμα πώς σου φάνηκε;», με ρώτησε αλλάζοντας την συζήτηση.

«Πολύ ωραίο», απάντησα χαμογελώντας.

«Ελπίζω να το δω πάνω σου την Παρασκευή», μου ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Εγώ ένευσα. «Φυσικά.»

Περιεργάστηκε λίγο το δωμάτιο μου και σχολίασε το γεγονός ότι του φαινόταν κάπως άδειο σε σχέση με τα άλλα.

«Ναι, εγώ θα είμαι εδώ για λίγους μήνες. Δεν υπάρχει λόγος να το υπερφορτώσω.»

«Σωστό», έγειρε προς τα πίσω και στηρίχτηκε στα μαξιλάρια. «Το δικό μου ήταν γεμάτο αφίσες.»

«Φοβάμαι να ρωτήσω τι είδους.»

Εκείνος γέλασε. «Με ομάδες και συγκροτήματα», με καθησύχασε. «Και φυσικά είχα όλα τα ρούχα μου στο πάτωμα.»

«Γιατί;»

«Καλλιτεχνική ανησυχία», απάντησε και γέλασα. «Κάθε σαββατοκύριακο αντί να πηγαίνω εγώ στο παλάτι ερχόταν η μητέρα μου να συμμαζέψει.»

Μελαγχόλησε λίγο στην ανάμνηση και μαζί του κι εγώ. Θυμήθηκα τις κρίσεις που πάθαινε η μητέρα μου με τον ακατάστατο πατέρα μου. Εκείνος την καλόπιανε με λουλούδια κάθε φορά που ξεχνιόταν και έκανε το δωμάτιό τους πεδίο πολέμου. Ευτυχώς με εμένα δεν είχε τέτοια προβλήματα.

«Είχε άλλα», μου είπε με υπαινικτικό τόνο όταν του εξωτερίκευσα και τις δικές μου αναμνήσεις επί του θέματος.

«Αν θες να μάθεις ήμουν υπόδειγμα κόρης», υπερασπίστηκα τον εαυτό μου και σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.

«Ναι καλά. Κάποια σκανταλιά θα έχεις κάνει κι εσύ.»

«Εσύ τι έχεις κάνει;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.

«Από πού να αρχίσω και που να τελειώσω», κούνησε το κεφάλι του και έγειρε προς τα μπρος. «Καλύτερα να σου πω τις φορές που ήμουν υπόδειγμα γιου. Αυτές είναι λίγες και ιστορικές.»

«Α Κάρτερ. Θα μου κάνεις και τέτοια ως βασιλιάς;»

«Όχι», απάντησε αλλά δεν φαινόταν βέβαιος. «Αλλά και να ξεφύγω καμιά φορά θα έχω εσένα να με καλύπτεις», μου τσίμπησε το μάγουλο.

Εγώ καθάρισα τον λαιμό μου. «Εγώ δεν έχω την υπομονή του Κέλλαν.»

«Υπομονή και Κέλλαν δεν πάνε μαζί», γέλασε. «Πήγαιναν», διόρθωσε τον εαυτό του και του κόπηκε αμέσως το γέλιο.

Η θλίψη που με γέμισε κατέπνιξε μια αμηχανία που έκανε να αναδυθεί. Δεν υπήρχε λόγος να είμαστε αμήχανοι μαζί. Ειδικά σε ένα θέμα που μας πλήγωνε και τους δυο.

Έσκυψα και του έπιασα το χέρι και ένα ίχνος μειδιάματος εμφανίστηκε στα χείλη του. «Ξέρω ότι μπορεί να ακουστεί βλακώδες αυτό που θα σου πω, αλλά χαίρομαι που νιώθεις άνετα μαζί μου να δείξεις τα συναισθήματά σου, όποια και να είναι αυτά.»

Περίμενα να γελάσει ή και να θυμώσει γιατί δεν έκανα κάτι να τον παρηγορήσω. Ήταν απλά σαν να του έλεγα ότι είχε το ελεύθερο να βάλει τα κλάματα κι εγώ θα χαιρόμουν που δεν κρύφτηκε σε καμιά γωνία. Εκείνος όμως κατάλαβε ότι εννοούσε πως χαιρόμουν ότι αρχίζαμε να οικειοποιούμαστε και να μην φερόμαστε σαν να είμαστε ξένοι.

«Κι εγώ χαίρομαι», απάντησε και μου χάιδεψε το χέρι.

Μια φωνή της Λόρα με τράβηξε από την στιγμή μου με τον Κάρτερ. Εκείνη είχε φτύσει την πιπίλα της και γελούσε. Είχε γεμίσει τις μπαταρίες της και ήταν έτοιμη για παιχνίδι. Εγώ πάλι όχι.

Ο Κάρτερ την σήκωσε στα χέρια του και την γαργαλούσε. Τα γέλια τους γέμισαν το δωμάτιο και ένιωσα κάτι που είχα πολύ καιρό να το νιώσω: θαλπωρή.

«Είσαι πολύ καλός με τα παιδιά», παρατήρησα καθώς σηκώθηκε και την έκανε βόλτες στο δωμάτιο δείχνοντας της κάτι που θα μπορούσε να της αρέσει.

«Έχουν πλάκα. Θυμάμαι ακόμα πως ήταν η Μέλανη μωρό. Γκρίνιαζε συνέχεια.»

Γέλασα με τον μορφασμό που έκανε θυμούμενος την αδερφή του.

«Εμένα μου έχουν πει ότι ήμουν καλόβολο μωρό», ξάπλωσα στο κρεβάτι μου χαζεύοντάς τους.

Ο Κάρτερ στηρίχτηκε στο γραφείο μου και στράφηκε προς το μέρος μου. «Εγώ όχι. Ακόμα και μωρό ήμουν βάσανο. Πιστεύω πως αν δεν ήμουν διάδοχος θα με έδιναν για υιοθεσία.»

«Ή μπορεί να μην το έκαναν γιατί ήταν σίγουροι ότι θα σε γύρναγαν πίσω», τον πείραξα.

Εκείνος έκανε πως κατσούφιασε. «Μπορεί να με δίνανε σε εσάς και να γέμιζα το σπίτι με λίγο σασπένς», απάντησε.

«Το ότι ήμουν καλό παιδί δεν σημαίνει ότι ήμουν και βαρετή.»

«Ναι καλά», άλλαξε το χέρι με το οποίο κρατούσε την Λόρα. «Η πιο μεγάλη σκανταλιά που να έχεις κάνει θα είναι να φας γλυκό πριν το φαγητό.»

«Χμμ», δάγκωσα το κάτω χείλος μου. «Ή μπορεί να έχω κάνει κι άλλα.»

«Εσύ; Το καλό κορίτσι;», με ρώτησε σαν να με προκαλούσε.

«Το να είσαι καλό κορίτσι δεν σημαίνει ότι δεν κάνεις κακά πράγματα αλλά ότι προσέχεις να μην σε πιάσουν να τα κάνεις», του έκλεισα το μάτι.

Εκείνος μισο-χαμογέλασε. «Εσύ είπες ότι ήσουν υπόδειγμα κόρης.»

Εγώ ανασήκωσα ανάλαφρα τους ώμους μου. Η Λόρα ψαχούλευε το γραφείο μου και σήκωσε το γράμμα του Φελίππε. Ο Κάρτερ το πήρε από τα χέρια της. «Μην πειράζεις ξένα πράγματα», της υπέδειξε με ένα είδος πατρικής στοργής και έβαλε το γράμμα στη θέση του. Εγώ έκανα ότι δεν είχα δει τι πείραξε η Λόρα, αλλά δεν έφτανε για να αποφύγω ερωτήσεις.

«Γράμμα από το σπίτι;», με ρώτησε και στράφηκε ξανά προς εμένα.

«Α , ναι», απάντησα προσποιούμενη ότι στην αρχή δεν κατάλαβα τι εννοούσε. «Ένας φίλος.»

«Ένας φίλος ή Ο φίλος;», ρώτησε με ένα εξεταστικό βλέμμα. Εγώ προσπαθούσα να το αποφύγω, κάτι που πιθανόν να με μαρτυρούσε.

«Τίποτα που να έχει σημασία πια», απάντησα τελικά.

Δεν είχα διαβάσει καν το γράμμα, αλλά ήξερα ότι η ιστορία με τον Φελίππε είχε τελειώσει. Είχα φύγει από την Ισπανία και αυτό ήταν το νέο μου σπίτι. Θα ήθελα πολύ να τον είχα δίπλα μου αυτές τις μέρες, αλλά ήταν λες και είχα ξεχάσει την ύπαρξή του με τα τόσα που συνέβαιναν. Αυτό το γράμμα ήταν μια υπενθύμιση. Όχι μόνο ότι δεν υπήρχε κάτι ανάμεσά μας πια, αλλά και πως τα συναισθήματά μου για εκείνον φούντωναν μόνο όταν ήταν κοντά μου. Αν τον ήθελα πραγματικά θα ξύπναγα και θα κοιμόμουν με την σκέψη του, ακόμα και με τόσα προβλήματα. Αλλά αυτό δεν συνέβαινε.

Ο Κάρτερ δεν συνέχισε την συζήτηση. Κατάλαβε πως ήταν κάτι περίπλοκο και δεν είχα την διάθεση να το συζητήσω. Πλησίασε με τον Λόρα και εγώ ανασηκώθηκα, όταν έκατσε δίπλα μου. Την πήρα στα χέρια μου κι εκείνη άρχισε να παίζει με τα μαλλιά μου.

«Έχω μια φωτογραφία σου από όταν ήσουν κι εσύ περίπου σε αυτή την ηλικία», μου είπε ο Κάρτερ.

Όταν με είδε να τον κοιτάζω έκπληκτη, εκείνος έβγαλε το πορτοφόλι του. Με είχε πράγματι σε φωτογραφία, δίπλα από μια οικογενειακή τους. Ήταν παλιά βέβαια. Η Χόουπ κρατούσε την Μέλανη, νεογέννητη, και ο Κάρτερ τεσσάρων χρονών καθόταν στα πόδια του Κέλλαν. Ήμουν έτοιμη να δακρύσω στην όψη και των δύο φωτογραφιών. Βέβαια η δική μου ήταν εκείνη που με συγκίνησε περισσότερο.

«Σε σκεφτόμουν συνέχεια Ορόρα.»

Κανένας ποτέ δεν είχε κάνει να ακουστεί το όνομά μου τόσο όμορφο. Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα να το λέει και δεν ήθελα να σταματήσει.

Κοίταξε λίγο την φωτογραφία μου και μετά ξαναέβαλε το πορτοφόλι του στην τσέπη του. «Μεγάλωσες κι ομόρφυνες και τα έχασα όλα αυτά», αναστέναξε.

«Θα συνεχίσω να μεγαλώνω και να ομορφαίνω και εδώ», του αποκρίθηκα κάνοντάς τον να γελάσει.

«Δεν αμφιβάλλω. Ειδικά για το δεύτερο», με κοίταζε με τα γαλανά του μάτια και ένιωθα να μου κόβεται σιγά – σιγά η ανάσα.

Η Λόρα με επανέφερε με το γελάκι της. Δεν δυσανασχέτησε στιγμή που ο Κάρτερ παρέμεινε μαζί μας. Ούτε εγώ. Ουσιαστικά εκείνος έκανε την περισσότερη δουλειά, γιατί δεν είχα το σωματικό κουράγιο να απασχολώ την Λόρα όπως θα το ήθελε. Ο Κάρτερ την έκανε βόλτες στο διάδρομο, την άφησε να παίξει με την αλυσίδα που φορούσε στον λαιμό του. Μέχρι που την τάισε με το βραδινό της. Έφερε και για εμάς λίγο. Όσο έτρωγα η Λόρα ξάπλωσε και έπεφτε σιγά – σιγά για ύπνο καθώς είχε νυχτώσει. Ο Κάρτερ την ζωγράφιζε, ενώ της διηγούταν ένα παραμύθι με καλικάντζαρους και πριγκίπισσες. Δεν το είχα ξανακούσε ποτέ και υπέθεσα ότι μπορεί να το σκαρφιζόταν εκείνη την στιγμή. Ήταν άλλωστε καλλιτέχνης. Η Λόρα ήταν μικροσκοπική αλλά γέμιζε το κρεβάτι με την παρουσία της. Είχε κουλουριαστεί κρατώντας το αρκουδάκι της κι όσες προσπάθειες κι αν έκανε να μείνει ξύπνια για να ακούσει την συνέχεια, η κούρασή της δεν την άφηνε να απολαύσει το παραμύθι. Ακόμα κι όταν αποκοιμήθηκε ο Κάρτερ έμεινε δίπλα της μέχρι να τελειώσει την ζωγραφιά του. Του είπα αρκετές φορές να έρθει και να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του, αλλά εκείνος δεν θα έφευγε αν δεν τελείωνε.

«Πώς σου φαίνεται;», μου έδωσε το χαρτί όταν τελείωσε και ήρθε να κάτσει δίπλα μου να φάει το βραδινό του.

Είχε χρησιμοποιήσει μόνο μολύβι άλλα ήταν τόσο ζωντανή η εικόνα. Ήταν σαν να κοιμόταν πάνω στο χαρτί και όχι στο κρεβάτι. Κάτω δεξιά της είχε γράψει αφιέρωση:

Με αγάπη ο πρίγκιπάς σου.

«Είναι πάρα πολύ όμορφο», αποκρίθηκα χαμηλόφωνα για να μην ξυπνήσω την Λόρα. «Έχεις πολύ καλό χέρι.»

«Μια μέρα μπορώ να ζωγραφίσω κι εσένα. Να σου κάνω το επίσημο πορτραίτο σου», πήρε μια μπουκιά από το βραδινό του.

«Γιατί όχι; Ελπίζω να μην είσαι ακριβός όμως.»

Εκείνος γέλασε χαμηλόφωνο. «Αυτά θα τα βρούμε.»

«Το παραμύθι ήταν δική σου επινόηση;»

«Όχι. Μας το διηγούταν η γιαγιά μου όταν ήμασταν μικρά», απάντησε.

Εγώ έγειρα έκπληκτη το κεφάλι μου. «Είχε η βασίλισσα Ελεονόρα χρόνο για παραμυθάκια;»

«Όχι βέβαια. Η άλλη μου η γιαγιά.», μου απάντησε και συνέχισε να τρώει.

Όταν τελείωσε θεώρησα πως ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνουμε την πρώτη μας συζήτηση σχετικά με τα τρέχοντα θέματα του βασιλείου.

«Πώς πάνε οι έρευνες για τον φόνο του Κόνορ;», ρώτησα ξεκουράζοντας το πρόσωπό μου στην παλάμη μου.

Εκείνος ξεφύσησε. «Όχι και τόσο καλά. Δεν έπρεπε να βγάλουμε τον Νέιθαν από την λίστα υπόπτων τόσο γρήγορα.»

«Κάρτερ, το παιδί δεν μπορεί να πειράξει μύγα.»

«Ξέρεις καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν», το πρόσωπό του σκλήρυνε αλλά δεν ύψωσε τον τόνο της φωνής του.

«Από το να κατηγορείς τον Νέιθαν, καλύτερα θα είναι να λες κι ευχαριστώ που ο δολοφόνος δεν έκανε κακό στην Μέλανη.»

Σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω το επιχείρημα του Ντιμίτρι από το περασμένο βράδυ. Έτσι θα έβλεπε πως υπήρχαν πιο σημαντικά πράγματα από το να βλέπεις εχθρούς παντού. Αυτό ήταν μία ακόμη απόδειξη ότι δεν μπορούσα να του πω την αλήθεια γιατί θα μπορούσε να με θεωρήσει και μένα εχθρό. Δεν ήξερα πως θα αντιδρούσε στο άκουσμα όλων όσο ήθελα αλλά φοβόμουν να του πω. Το σίγουρο ήταν όμως ότι θα δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα στην σχέση μας και αυτό δεν το ήθελα.

«Τι σκέφτεσαι;», με ρώτησε βλέποντάς με να χάνομαι μέσα στις σκέψεις που δεν μπορούσα να ξεστομίσω.

«Να», κατάπια και πήρα μια βαθιά ανάσα. «Αναρωτήθηκες ποτέ πως το ίδιο άτομο που σκότωσε τον φρουρό μπορεί να είναι πίσω από τις δολοφονίες των γονιών μας.»

Κινήθηκε κάπως άβολα στην καρέκλα του. «Το ένστικτό μου με διαβεβαιώνει ότι είναι το ίδιο πρόσωπο, αλλά η λογική δεν μπορεί να βρει μια σύνδεση.»

«Η σύνδεση είναι ότι βεβήλωσε τους τάφους και τον είδε ο Τζακ.»

Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως αυτό είχε συμβεί. Ο υπεύθυνος δεν είχε μπει μέσα στην Μόιρα, καθώς δεν μπορούσε. Ήταν βρικόλακας. Θα τον καταλάβαιναν όλοι και ειδικά τα νταμπίρ με μαγεία που είχαν κάνει τα δικά τους κουμάντο. Άρα είχε βάλει κάποιον άλλον που σημαίνει ότι υπήρχε ένας προδότης μέσα στα χωράφια μας. Μου αρκούσε να πιάσουμε εκείνον για αρχή γι' αυτό θεώρησα σκόπιμο να βάλω τις σκέψεις στον Κάρτερ.

«Φαίνεται να το έχεις σκεφτεί καλά», αποκρίθηκε με χαμηλωμένο βλέμμα.

«Φυσικά και το έχω σκεφτεί. Είναι κρατική υπόθεση και με αφορά. Γιατί δεν συμπεριλαμβάνομαι στις έρευνες είναι το περίεργο.»

«Μην νομίζεις ότι κι εγώ πρωταγωνιστώ. Δεν είναι δική μας δουλειά να ψάξουμε.»

«Ναι, αλλά μπορούμε να πούμε την γνώμη μας.»

Εκείνος ένευσε. «Θα την έχω υπόψη μου τη δική σου. Δεν έχεις κι άδικο σε αυτό που λες. Αυτό βγάζει νόημα.»

«Τι δεν βγάζει;», τον περιεργάστηκα.

«Τα λουλούδια και τα σημειώματα το βράδυ μετά την κηδεία. Ποιος είναι αυτός ο άγνωστος 'Ν';»

«Πάντως όχι ο Νέιθαν», αποκρίθηκα σχεδόν βέβαιη ότι μπορούσε να τον αναφέρει μία ακόμη φορά.

Εκείνος δεν απάντησε. Δεν φαινόταν και πολύ βέβαιος. Από την άλλη βέβαια ο Νέιθαν δεν είχε κανένα κίνητρο. Απλώς είχε την ατυχία να ερωτευτεί μια γαλαζοαίματη και το όνομά του να αρχίζει από Ν. Αλλά ήταν η μόνη σύνδεση κι ήταν γελοία. Ο υπεύθυνος ήταν εχθρός των γονιών μας, του βασιλείου και κατά συνέπεια δικός μας. Δεν παρέλειψα να εξωτερικεύσω αυτές μου τις σκέψεις. Υπήρχαν βέβαια και τα φαινόμενα της υποβολής. Αυτό ήταν και για μένα ανεξήγητο, καθώς αφού δεν ήταν ο βρικόλακας ήταν κάποιο νταμπίρ. Νταμπίρ προδότης και πιθανόν εξαντλημένο από τέτοια χρήση μαγείας. Αυτό δεν το ανέφερα και ευτυχώς δεν φάνηκε και ο ίδιος να το σκέφτεται. Τον είχα προβληματίσει ήδη αρκετά για να θυμηθεί και άλλα αξιοπερίεργα.

«Δεν ξέρω», μουρμούρισε. «Δεν πρόκειται απλώς για κάποιον δυσαρεστημένο, εδώ μιλάμε για μίσος και πιθανή εκδίκηση. Ρώτησα τον Σον πολλές φορές ποιος θα ήθελε να τους κάνει κακό αλλά ορκίστηκε πως δεν ήξερε. Δεν θέλω να πιστέψω πως μου είπε ψέματα.»

Εγώ κούνησα αργά το κεφάλι μου και σταύρωσα τα πόδια μου. «Δεν μπορούμε να ρωτήσουμε και άλλους πέραν από τον κλειστό κύκλο, γιατί δεν έχουμε δηλώσει επίσημα ότι επρόκειτο για δολοφονία.»

Δεν είχαμε ανακοινώσει κάτι τέτοιο αν και ο τρόπος και ο συγχρονισμός μίλαγε από μόνος του. Ωστόσο, δεν θέλαμε να δημιουργήσουμε αναστάτωση στο βασίλειο. Η ελπίδα τους θα πέθαινε ολοκληρωτικά μόνο αν τους λέγαμε ότι όντως κάποιος είχε πρόσβαση να σκοτώσει τους βασιλείς. Οπότε αποφασίσαμε να μην τους το στερήσουμε και αυτό.

«Ποιος μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο;», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και μετά βίας τον άκουσα.

Πριν προλάβω να πω κάτι τον είδα να χάνεται στις σκέψεις του και σύντομα ακολούθησα κι εγώ. Οι δικοί μου οι γονείς είχαν σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό. Τους είχαν κόψει τα φρένα. Δακτυλικά αποτυπώματα, ωστόσο δεν βρέθηκαν οπότε δεν είχαμε κάποιο στοιχείο.

Ήμουν στο σπίτι με τον ξάδερφό μου τον Αλφόνσο και τον Ντιμίτρι όταν μας πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο. Μου κόπηκαν τα πόδια μόλις ο Ντιμίτρι μου το ανακοίνωσε. Η διαδρομή από το σπίτι μέχρι το νοσοκομείο ήταν σχεδόν θολή. Το μονό που θυμάμαι είναι να κλαίω και τον Αλφόνσο να προσπαθεί να με ηρεμήσει. Όταν φτάσαμε οι γιατροί μου ανακοίνωσαν πως η μητέρα μου είχε πεθάνει κι η κατάσταση του πατέρα μου ήταν κρίσιμη. Αμέσως πήγα στο δωμάτιο όπου η μητέρα μου κειτόταν νεκρή στο κρεβάτι. Ήταν κάτασπρη και το πρόσωπό της είχε πολλά κοψίματα. Αλλά ακόμα και τότε η Μαρέβα Πετρόβ ήταν η πιο όμορφη βασίλισσα που γνώρισαν τα νταμπίρ. Μουδιασμένη την πλησίασα και στάθηκα να την κοιτάω. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν γεμάτα γυαλιά. Εγώ άρχιζα να τα βγάζω και ψέλλιζα πως δεν ήθελα να κοπεί όταν ξυπνούσε. Ο Αλφόνσο προσπαθούσε να με τραβήξει μακριά της λέγοντάς μου πως δε θα ξυπνούσε. Εγώ τον έσπρωξα και του φώναξα πως θα τον έπνιγα αν ξαναέλεγε κάτι τέτοιο. «Η μαμά μου θα ξυπνήσει», έλεγα ενώ τα δάκρυά μου έκαιγαν τα μαγουλά μου. «Δεν θα με άφηνε ποτέ». Συνέχιζα να προσπαθώ να βγάλω τα γυαλιά από μαλλιά της αψηφώντας το γεγονός ότι κοβόμουν. «Σε παρακαλώ άνοιξε τα μάτια σου», άρχισα να φωνάζω βλέποντας την εντελώς ακίνητη. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι την είχα χάσει. Δεν ήθελα να συμφιλιωθώ με κάτι τέτοιο. Πέρασα σχεδόν όλο το βράδυ δίπλα της με το κεφάλι μου ξαπλωμένο στο στήθος της περιμένοντας την καρδιά της να χτυπήσει. Ο Ντιμίτρι γύρω στα ξημερώματα κατάφερε να με ξεκολλήσει από πάνω της και με δάκρυα στα μάτια μου είπε πως έχει φύγει πια.

Ο πατέρας μου ήταν σε μια παρόμοια κατάσταση αλλά ζωντανός. Ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, με τα μάτια του κλειστά, ο επίφοβος και με πυγμή βασιλιάς Αλεχάντρο φαινόταν να εγκαταλείπει κι εκείνος την ζωή για να συναντηθεί με την γυναίκα του ξανά στον Κάτω Κόσμο. Άφηνε όμως πίσω του το μονάκριβο παιδί του να πνίγεται από την θλίψη που μέσα σε μια βδομάδα έχασε γονείς και θείους. Ο πατέρας μου χαροπάλευε ακόμα όταν έφτασε η είδηση από την Μόιρα: Ο Κέλλαν κι η Χόουπ περνούσαν τις διακοπές τους με τα παιδιά τους στην Καλιφόρνια όταν έμαθαν για το δυστύχημα των γονιών μου. Δεν πρόλαβαν όμως να έρθουν στην Ισπανία, καθώς ο θάνατος είχε βάλει κι εκείνους στο στόχαστρο. Ο Κάρτερ ήταν εκείνος που τους βρήκε πεσμένους από το μπαλκόνι, νεκρούς και γεμάτους αίματα. Ο βασιλιάς Κέλλαν και η βασίλισσα Χόουπ ακόμα και στην τελευταία τους στιγμή ήταν μαζί. «Ο βασιλιάς είναι νεκρός», μου ανακοίνωσε ο Ντιμίτρι μπαίνοντας στο δωμάτιο του πατέρα μου. Με ένα δάκρυ να δραπετεύει, κοίταξα τον πατέρα μου και με κομμένη την ανάσα μπόρεσα να ψιθυρίσω «Να ζήσει ο βασιλιάς», όπως πρόσταζε το πρωτόκολλο. Στον θάνατο και την τραγωδία του παλιού στηριζόταν η ευτυχία και ο θρίαμβος του νέου. Έτσι μουδιασμένο και καταπονημένο φανταζόμουν τον Κάρτερ να λέει «Να ζήσει η βασίλισσα», όταν του ανακοινώθηκε ο θάνατος του πατέρα μου και ξαδέρφου του.

Ένιωσα το χέρι του στο δικό μου να με τραβάει πίσω στο παρόν.

«Έφυγαν», μουρμούρισα νιώθοντας ένα δάκρυ να κυλάει.

Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα αλλά πάλευε να τα συγκρατήσει. Σηκώθηκε και με ώθησε και μένα να σηκωθώ. Πλησιάσαμε το κρεβάτι στο οποίο κοιμόταν η Λόρα και την κοιτάξαμε για λίγο.

«Εκείνοι έφυγαν», μου ψιθύρισε στο αυτί. «Αλλά κοίτα τι έμεινε πίσω», μου έδειξε την Λόρα. «Υπάρχουν τόσοι που πρέπει να προστατέψουμε και μας έχουν ανάγκη. Αν επικεντρωθούμε σε αυτό τότε ίσως να είναι πιο ανώδυνη η απουσία τους.»

Εγώ αναστέναξα. «Έχεις δίκιο», κατένευσα.

Εκείνος μου χαμογέλασε κι έδιωξε τις άσχημες μνήμες από το μυαλό μου.

Ήμασταν κι οι δυο κουρασμένοι. Εγώ αποφάσισα να κάνω ένα μπάνιο για να χαλαρώσω και να καθαρίσει το μυαλό μου από όλους τους δαίμονες του παρελθόντος. Έβαλα το κάτω μέρος της πυτζάμας μου και μια αμάνικη μπλούζα γιατί ζεσταινόμουν πολύ. Όταν βγήκα έξω είδα τον Κάρτερ να τον έχει πάρει ο ύπνος δίπλα στην Λόρα. Ένιωσα μια ξαφνική παρόρμηση να τον περιεργαστώ. Θυμάμαι από παλιές φωτογραφίες του που είχε ο πατέρας μου πόσο διέφερε από όλους τους Μάρεϊ. Πάντοτε πίστευα πως όταν μεγάλωνε δεν θα μπορούσε να τους φτάσει σε ομορφιά με τα μαύρα μαλλιά και τα σμαραγδένια μάτια τους. Όμως ήμουν λάθος. Ήταν πολύ όμορφος και εκείνα τα μάτια που με είχαν καρφώσει πολλές φορές μπορούσαν να ξεπεράσουν κι εκείνα τα εξωτικά της αδερφής του.

Ξάπλωσα κι εγώ από τα αριστερά της Λόρα και ένιωθα να χαλαρώνω πιο πολύ και από το μπάνιο. Αυτή η ζεστασιά που μου απέπνεαν οι δυο τους με συνεπήρε και κοιμήθηκα κι εγώ. Στον ύπνο μου είδα τους γονείς μου ζωντανούς και χαρούμενους. Έτσι τους φανταζόμουν στον Κάτω Κόσμο, το βασίλειο των νεκρών βασιλέων. Ένας χτύπος στην πόρτα με ξύπνησε. Σηκώθηκα αργά για να μην ξυπνήσω την Λόρα και τον Κάρτερ. Άνοιξα την πόρτα στον Τσέις και του έκανα νόημα να κάνει ησυχία.

«Βρε, βρε», ψιθύρισε. «Κοίτα πολυτέλεια το μωρό».

Ο Κάρτερ ξύπνησε κι εκείνος. Σηκώθηκε αργά όπως είχα κάνει κι εγώ κι ήρθε προς το μέρος μας.

«Σας ξεθέωσε;», μας ρώτησε ο Τσέις.

«Όχι καθόλου», αποκρίθηκε ο Κάρτερ. «Ήταν πολύ ήσυχη.»

Εγώ ένευσα. «Πώς πήγε το διάβασμα;», τον ρώτησα βλέποντας την κούραση του ζωγραφισμένη γύρω από τα μάτια του.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Η νεκροψία θα δείξει.»

Ο Κάρτερ τον βοήθησε να την πάρει στα χέρια του χωρίς να την ξυπνήσει και εγώ του έδωσα την τσάντα και την ζωγραφιά του Κάρτερ. Ο Τσέις αφού θαύμασε το έργο του Κάρτερ μας ευχαρίστησε και καληνύχτισε. Εγώ έκατσα στο κρεβάτι, καθώς ο Κάρτερ έκλεινε την πόρτα τρίβοντας τον ώμο μου.

«Τι μέρα κι αυτή», ψέλλισα.

«Φαίνεσαι πιασμένη», μου αποκρίθηκε.

Εγώ ένευσα αργά. «Δεν μπορούσα να απλωθώ γιατί είχα φιλοξενούμενους στο κρεβάτι.»

Εκείνος γέλασε και έκατσε από πίσω μου. «Έλα χαλάρωσε», άρχισε να με τρίβει. Το άγγιγμά του μου έστελνε ρίγη στην ραχοκοκαλιά μου. Ένιωθα να μουδιάζω και το αίμα μου να σταματάει να κυλάει στα σημεία που με ακουμπούσε. Τα χέρια του ήταν μεγάλα και δυνατά. Αλλά δεν με πόναγαν. Όντως κατάφερα να χαλαρώσω. Θα μπορούσα να κάτσω όλο το βράδυ και να με τρίβει όχι μόνο στους ώμους. Ένα κύμα ερωτισμού με διαπέρασε στην ιδέα να με ακουμπάει σε όλο μου το σώμα. Έφυγε γρήγορα όμως όταν σταμάτησε και έπιασε τον ώμο μου. Με έσφιγγε και αυτή την φορά πόναγα. Φοβήθηκα μήπως είχε διαβάσει κάποια ακατάλληλη σκέψη μου, όταν συνειδητοποίησα ότι είχα αφήσει την ωμοπλάτη μου ακάλυπτη και αμακιγιάριστη.

«Τι είναι αυτό;», με ρώτησε μέσα από τα δόντια του.

Εγώ σηκώθηκα θέλοντας να απελευθερωθώ αλλά εκείνος σηκώθηκε και με ξαναέπιασε, αυτή τη φορά ακόμα πιο σφικτά.

«Τι είναι αυτό;», επανέλαβε καρφώνοντάς με με το βλέμμα του.

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», ξεστόμισα ό,τι πιο ηλίθιο μου ήρθε πρώτα στο μυαλό.

«Ω αλήθεια; Γιατί νομίζω ότι είναι δάγκωμα από βρικόλακα.»

Αυτό ακριβώς που νομίζεις είναι, σκέφτηκα αλλά φυσικά δεν τόλμησα να πω.

Προσπάθησα μια ακόμα φορά να απομακρυνθώ αλλά εκείνος με τράβηξε και κόλλησα πάνω του. Ένιωθα την ανάσα του να βαραίνει και την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα. «Ποιος στο έκανε αυτό;», με ρώτησε με ήρεμο τόνο.

«Κανένας. Σε παρακαλώ άφησέ με», γκρίνιαξα χωρίς αποτέλεσμα.

«Δεν πρόκειται να σε αφήσω εάν δεν μου πεις ποιος στο έκανε.»

«Κανένας. Δεν είναι από βρικόλακα. Άσε με, με πονάς!»

Πάλευα χωρίς αποτέλεσμα. Αν δεν του έλεγα κάποιο όνομα δε θα με άφηνε. Τον είχα ικανό.

«Αυτός που στο έκανε σκότωσε και τους γονείς μας; Είναι το ίδιο πρόσωπο έτσι δεν είναι;»

«Όχι, όχι», του φώναξα. «Δεν είναι αλήθεια. Άσε με.»

«Ξέρεις ποιος είναι πίσω από όλα αυτά και λες ψέματα!»

«Όχι», άρχισα να τρέμω και να κλαίω ταυτόχρονα.

Ο Κάρτερ χαλάρωσε αλλά δεν με άφησε. «Υπάρχει κάποιος εκεί έξω που σου έχει κάνει κακό και εσύ τον κρύβεις.»

Κατάφερα να ελευθερωθώ και έκανα ένα βήμα πίσω τρίβοντας τον ώμο μου.

«Δεν κρύβω κανέναν. Δεν λέω ψέματα. Άσε με.»

Δεν με κράταγε αλλά ένιωθα σαν να με είχε στριμώξει σε μια γωνία και δεν με άφηνε να ανασάνω. Αν μάθαινε ποιος μου το είχε κάνει θα έπρεπε να μάθει ότι κι εγώ είχα σκοτώσει κάποιον. Δεν ήθελα να το μάθει.

«Κάτι κρύβεις και θα το μάθω», αποκρίθηκε κι έκανε να φύγει.

«Κάρτερ», του φώναξα έχοντας συνέλθει λίγο από το κλάμα. «Καλύτερα κάποια πράγματα να μένουν θαμμένα. Αλλιώς δεν ξέρεις τι μπορεί να δραπετεύσει από την κόλαση.»

Δεν μου απάντησε. Με κοίταξε για αρκετά, βασανιστικά δευτερόλεπτα και τελικά έφυγε.

Εγώ κατέρρευσα στην καρέκλα του γραφείου μου. Ο ώμος μου πονούσε πολύ από το σφίξιμο του Κάρτερ. Ο φόβος μου όμως να μάθει ότι ήμουν δολοφόνος το ξεπερνούσε. Είχα φτάσει σε ένα πλήρες αδιέξοδο και δεν ήξερα τι να κάνω. Αν του έλεγα την αλήθεια για όλα θα δινόταν φως σε όλα τα αναπάντητα ερωτήματα και το κυριότερο θα αποδιδόταν δικαιοσύνη για τον χαμό των γονιών μας. Αλλά εγώ θα ήμουν για εκείνον μια δολοφόνος. Το βλέμμα μου στάθηκε στο γράμμα του Φελίππε. Ήταν το μόνο που θα με παρηγορούσε τώρα κι ας ήταν η τελευταία φορά που θα μου μιλούσε. Όταν το άνοιξα συνειδητοποίησα ότι ο γραφικός χαρακτήρας ήταν διαφορετικός.

Ορόρα,

Το ήξερες ότι αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της μητέρας σου; 'Ορορα'..»

Το γράμμα δεν ήταν από τον Φελίππε, αλλά από εκείνον που είχε βαλθεί να κάνει την ζωή μου ένα ατελείωτο μαρτύριο. Συνέχιζα να το διαβάζω τρέμοντας για το τι θα έβλεπα στην συνέχεια.

Εγώ το ήξερα όμως, γιατί ήμουνα εκεί. Καημένη Μαρέβα. Δεν άξιζε να πεθάνει έτσι. Ήταν τόσο ακαριαία, τόσο απότομα. Ο πατέρας σου πόνεσε πιο πολύ. Το ίδιο κι ο Κέλλαν. Το ίδιο κι εσύ.. Να σου υπενθυμίσω πριγκίπισσά μου πως εγώ έδωσα τέλος στην τυραννική βασιλεία του Κέλλαν και του Αλεχάντρο και μπορώ να δώσω και στην δική σου με τον ίδιο εύκολο τρόπο πριν καν αρχίσει. Και φυσικά χωρίς να σε σκοτώσω. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Είσαι το αγαπημένη μου παιχνίδι αγαπητή μου Εύα. Ο Κάρτερ όμως είναι ένα τίποτα και μπορώ να τον κάνω σκόνη στο λεπτό. Γι΄ αυτό φρόντισε το μυστικό μας να παραμείνει ως έχει και να μην αρχίζεις να ξεφουρνίζεις από εδώ κι από εκεί αυτά που ξέρεις. Κρίμα δεν είναι να μείνει ολομόναχη η Μέλανη; Κρίμα δεν είναι να μαυροφορεθείς ξανά κι εσύ; Αν και σου πάνε. Μ' αρέσεις πολύ με μαύρα. Είναι λες και το χρώμα φτιάχτηκε για σένα. Για να μην χρειαστεί όμως να τα φορέσεις σύντομα φρόντισε να κρατήσεις το όμορφο στοματάκι σου κλειστό. Αλλιώς σου υπόσχομαι πως ο χειμωνιάτικος πρίγκιπας θα σβήσει πριν ανθίσει σε καλοκαιρινό βασιλιά. Στο ορκίζομαι στο αίμα σου που ξέρεις πόσο πολύ λαχταρώ!

6&t

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top