5. ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΦΟΡΕΜΑ

Πάλι ο ίδιος εφιάλτης! Ήταν η δεύτερη φορά που έβλεπα το ίδιο όνειρο.

Ήμουν στο μπάνιο και είχα κλειστά τα μάτια μου, καθώς το νερό πότιζε το σώμα μου. Όμως δεν ήταν νερό, αυτό που έσταζε, αλλά αίμα. Όταν άνοιγα τα μάτια μου και το έβλεπα, άρχιζα να φωνάζω με όλη μου τη δύναμη και να βλέπω μια σκιά να πλησιάζει, αποκαλώντας με, με το μεσαίο μου όνομα, Εύα, όπως είχε συμβεί κι εκείνη την ημέρα στο σχολείο, που βρέθηκα ημίγυμνη να κυκλοφορώ στους διαδρόμους. Πάντα, πριν δω το πρόσωπο του αγνώστου αυτού προσώπου, πεταγόμουνα ιδρωμένη από τον ανάστατο ύπνο μου.

Ίσως όλο αυτό οφειλόταν στο γεγονός, ότι σταμάτησα τελευταία στιγμή τον Ντιμίτρι, πριν πει στον Μάικλ και τον Σον ποιος ήταν ο υπεύθυνος, όλων αυτών των γεγονότων. Ωστόσο δεν το είχα μετανιώσει. Πρώτον, γιατί δεν ξανασυνέβη τίποτα το ανεξήγητο και παράξενο. Δεύτερον, γιατί ακόμα και να γινόταν, ήθελα να ήμουν εγώ εκείνη που –με τη βοήθεια του Ντιμίτρι, φυσικά- θα έπιανα τον δράστη και θα έδινα ένα μάθημα στο 'μοναχικό πρίγκιπα'.

Μετά την τελευταία, αποτυχημένη προσπάθεια που έκανα για να τον πλησιάσω, όσες φορές είχαμε ειδωθεί, συζητήσαμε μόνο για τα απολύτως απαραίτητα, για το πάρτι γενεθλίων του Ντιμίτρι, που θα γινόταν απόψε. Αν πάλι τον έβλεπα τυχαία στην αυλή του παλατιού, δε λέγαμε τίποτα, όπως ακριβώς το ήθελε. Αυτή ήταν η τυπική σχέση που ζητούσε από μένα, αυτό και του έδινα!

Κοίταξα το ρολόι μου και είδα πως είχα παρακοιμηθεί. Σήμερα ήταν Σάββατο και είχα πάρει ολοήμερη άδεια, για να περάσω την υπέροχη αυτή μέρα με τον Ντιμίτρι. Σηκώθηκα γρήγορα από το κρεβάτι και ετοιμάστηκα όσο το δυνατόν πιο σύντομα μπορούσα. Είχαμε δώσει ραντεβού, στην αυλή του παλατιού κι είχα πολύ δρόμο μπροστά μου. Ήδη τον είχα στήσει, πέντε λεπτά, αλλά εκείνος δεν με είχε πάρει ούτε ένα τηλέφωνο για να με ξυπνήσει. Ακόμα και την ημέρα των γενεθλίων του, έβαζε εμένα πριν από εκείνον.

Άρπαξα το δώρο του από το γραφείο μου και βγήκα έξω από τον κοιτώνα μου.

Οι διάδρομοι ήταν μισογεμάτοι, καθώς κι άλλοι μαθητές είχαν πάρει άδειες για ολόκληρο το σαββατοκύριακο, έτσι ώστε να το περνούσαν σπίτι τους.

Η παρέα μου θα έμενα μέσα εκείνο το διήμερο και θα ερχόντουσαν μόνο στο πάρτι του Ντιμίτρι, στο παλάτι. Για την ακρίβεια, γιορτή γενεθλίων, όπως το αποκαλούσε χλευαστικά ο Μάικλ. Ήταν πιο επίσημο για έναν μελλοντικό ιππότη της βασιλικής φρουράς.

Η Μέλανη είχε πάρει κι εκείνη ολοήμερη άδεια, για να την περάσει αυτή τη φορά με τον Νέιθαν. Αν και μετά το ξέσπασμά του στο νεκροτομείο ο Κάρτερ συνέχισε να εκφράζει την αποδοκιμασία του γι' αυτή τη σχέση, πλέον η Μέλανη ένιωθε πιο ελεύθερη με τον Νέιθαν, αφότου είδε ότι εγώ το ενέκρινα. Εκείνη πίστευε πως ο λόγος για τον οποίο ο Κάρτερ έδειχνε τέτοια εμπάθεια γι' αυτούς τους δύο, ήταν επειδή ο Νέιθαν ήταν κατώτερης τάξης από την Μέλανη. Δεν το διέψευσα τελείως. Θα μπορούσε να' ναι κι αυτός ο λόγος. Ο Κάρτερ δεν πίστευε στην αγάπη κανενός είδους. Και αυτό γιατί ο ίδιος έβαζε τα εμπόδια. Όπως με την πρώην αρραβωνιαστικιά του, την οποία –όπως μου είχε αναφέρει ο Ντιμίτρι- την είχε χωρίσει μια μέρα πριν το γάμο τους. Δεν είχα ρωτήσει περισσότερα πράγματα. Έτσι κι αλλιώς το ένα και μοναδικό πράγμα που έμαθα ήταν αρκετό. Ο Κάρτερ ήταν ανίκανος να αγαπήσει και συνεπώς να αγαπηθεί.

«Όπα, όπα. Λίγο ακόμα και θα με είχες διαπεράσει».

Είχα απορροφηθεί τόσο πολύ με τις σκέψεις μου, που δεν πρόσεχα στο δρόμο. Όταν άκουσα τον Ίαν, ένιωσα σα να με τραβάνε απότομα πίσω στην πραγματικότητα.

«Συγγνώμη», αποκρίθηκα.

Εκείνος μου χάρισε το ζεστό του χαμόγελο και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν έγινε τίποτα», απάντησε. «Στον Ντιμίτρι τρέχεις;», ρώτησε βλέποντας το τυλιγμένο δώρο στα χέρια μου.

Εγώ ένευσα γρήγορα. «Κι έχω αργήσει. Παρακοιμήθηκα».

Εκείνος έγειρε ελαφρά το κεφάλι του στα πλάγια. «Ξενύχτησες;».

«Άσε. Η Μόνι και ο Τσέις είναι κακές επιρροές».

Το χθεσινό βράδυ, το πέρασα σε ένα κρησφύγετο, στο παλιό νεκροταφείο της πόλης με τη Μόνι και τον Τσέις. Το χειρότερο μάλιστα ήταν, ότι είχαν ρίξει υπνωτικά στο φαγητό της Οκτόμπερ και του Σκοτ, γιατί δεν επικροτούσαν το στέκι τους και τους είχαν απειλήσει, ότι θα τους καρφώνανε αν ξαναπήγαιναν κι έπαιρνα συνέχεια τη Μέλανη τηλέφωνο για να σιγουρευτώ ότι ήταν ζωντανοί. Εκείνη είχε μείνει στους κοιτώνες, όπου είχαμε βάλει τον Νέιθαν κρυφά και ειλικρινά δεν ήθελα να μάθω πως πέρασαν το χρόνο τους κλεισμένοι εκεί μέσα τόσες ώρες.

Ο Ίαν γέλασε δυνατά. «Είναι καλά παιδιά όμως».

Ένα πράγμα που λάτρευα στη Μόιρα ήταν το γεγονός πως , αν και ήταν μια σχετικά μεγάλη πόλη, όλοι γνωριζόντουσαν μεταξύ τους. Το καλύτερο μάλιστα ήταν, πως σπάνια θα άκουγες κάτι αρνητικό για κάποιον άλλον. Τις δύο, περίπου, βδομάδες που ήμουν εκεί, μόνο η Μέλανη είχε εκφράσει αρνητικά σχόλια για τον Ίαν. Ακόμα και τον Νέιθαν, όλοι τον αγαπούσαν και τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη.

Τελικά ο μόνος που μισούσε τους πάντες ήταν ο Κάρτερ, αλλά εκείνος ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση νταμπίρ, για την οποία και η επιστήμη σήκωνε τα χέρια ψηλά.

Εγώ ένευσα συμφωνώντας.

«Άντε να μην σε καθυστερώ. Τα λέμε το βράδυ, έτσι;», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.

«Φυσικά», απάντησα και συνέχισα την πορεία μου.

Απόψε προβλεπόταν μια μεγάλη νύχτα. Είχαμε καλέσει πολύ κόσμο και αρκετά μέλη του βασιλικού συμβουλίου. Ο Σον είχε υποστηρίξει πως θα ήταν μια καλή ευκαιρία να γνωρίσει ο Ντιμίτρι την ελίτ της Μόιρα, καθώς έτσι θα είχε και την υποστήριξή τους για να μπει στην βασιλική φρουρά. Και οι δύο ήμαστε αρκετά ενθουσιασμένοι γι' αυτό αν και ο Ντιμίτρι ήταν λίγο αγχωμένος, αλλά βέβαια δε θα τον παραδεχόταν. Εγώ ήμουν σίγουρη ότι θα τους κέρδιζε με τον μοναδικό του χαρακτήρα. Ποιος δεν θα μπορούσε απλά να λατρέψει τον Ντιμίτρι;

Επίσης, ανυπομονούσα να πάω στον πρώτο μου βασιλικό χορό. Ήταν αστείο το γεγονός ότι η πριγκίπισσα των νταμπίρ δεν είχε παρευρεθεί σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις, αλλά ήταν πραγματικότητα. Πάντοτε όπου πήγαινα με τους γονείς μου, ήταν απλά πάρτι. Ο πατέρας μου ήθελε να με κρατάει όσο το δυνατόν περισσότερο μακριά από τέτοιες φιέστες, τουλάχιστον μέχρι τα δεκαοκτώ μου. Ισχυριζόταν ότι σε κάτι τέτοιες αριστοκρατικές συναθροίσεις γινόντουσαν πάντα τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, τα οποία είχαν διαλύσει πολλές οικογένειες.

Παρ' όλα αυτά εγώ δεν σκεφτόμουν πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Η Μόιρα ήταν μια σχετικά ήρεμη πολιτεία και ο σεβασμός κυριαρχούσε σε όλων τις συνειδήσεις.

Στο παλάτι η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά γιορτινή. Όλοι στόλιζαν κάθε του γωνία και μοσχοβολούσαν τα καλούδια που ετοίμαζαν για την γιορτή. Ο Ντιμίτρι καθόταν στο κιόσκι, δίπλα από μια μικρή λιμνούλα που διέθετε η μπροστινή αυλή του παλατιού, η οποία ήταν αφιερωμένη στον παππού μου, Ραμόν Σάντος.

Χαμογέλασα στο αντίκρισμα του ονόματός του σκαλισμένο σε μια μαρμαρένια επιγραφή και με μεγάλες δρασκελιές βρέθηκα δίπλα στον Ντιμίτρι. Εκείνος έλαμψε μόλις με αντίκρισε και ένα πλατύ χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό του όταν σχεδόν τραγουδώντας του ευχήθηκα χρόνια πολλά.

Αφού με πήρε μια μεγάλη αγκαλιά, προσπάθησε να μορφάσει αποδοκιμαστικά καθώς του έδινα το δώρο του.

«Νομίζω ότι σου είπα όχι δώρα».

Εγώ γέλασα. «Ναι ίσα με δέκα χρόνια, αλλά πότε σε άκουσα για να το κάνω τώρα;».

Εκείνος το ξετύλιξε ήρεμα αν και φαινόταν αρκετά ανυπόμονος να δει τι ήταν.

Ήθελα μετά από όλα όσα είχε περάσει τον τελευταίο καιρό να του έδινα κάτι με περισσότερο συναισθηματική αξία, παρά χρηματική. Και ένιωσα πολύ ικανοποιημένη με τον εαυτό μου όταν αντίκρισα μια ευχάριστη έκπληξη από μέρος του.

Ο Ντιμίτρι δεν είχε γνωρίσει άλλη οικογένεια, εκτός από μας. Και δυστυχώς κανένας δεν του φερόταν ως ένα ακόμη μέλος της. Δεν είχα χάσει μόνο εγώ τους γονείς μου, αλλά και εκείνος. Έτσι θέλησα να πάρω μια ασημένια, αριστοκρατική κορνίζα και να βάλω μέσα την πρώτη φωτογραφία του με τους γονείς μας, για να την βλέπει καθημερινά και να θυμάται πως κι εκείνος ήταν ένας Σάντος.

Τα μαύρα του μάτια, στο χρώμα της νύχτας, αντίκρισαν τα δικά μου και πρόδιδαν τη συγκίνησή του.

«Είναι υπέροχο. Σε ευχαριστώ πολύ».

Εγώ τύλιξα τα δάχτυλά μου γύρω από τα δικά του και τα έσφιξα απαλά.

«Δεν χρειάζεται να λες ευχαριστώ στην οικογένεια».

Εκείνος ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό μου. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί απολαμβάνοντας αυτή τη στιγμή. Ήταν η πρώτη φορά από τότε που είχαμε έρθει στη Μόιρα, όπου είχαμε λίγο χρόνο για εμάς. Ήθελα λοιπόν σήμερα να αναπληρώσουμε το χαμένο αυτό χρόνο και από εδώ και στο εξής να ασχολούμαστε με λιγότερα βασιλικά δράματα.

Μετά από μερικά λεπτά, ανασήκωσε το κεφάλι του και μισοχαμογέλασε φορώντας όλη του τη ρώσικη γοητεία. «Ώρα για το δικό σου δώρο», αποκρίθηκε και κατευθυνθήκαμε μέσα στο παλάτι.

Άλλο και τούτο. Εκείνος μου είχε επιλέξει τι θα φόραγα απόψε.

Την Παρασκευή, μετά το σχολείο, είχαμε μαζευτεί εγώ, η Μέλανη, η Οκτόμπερ και η Μόνι στον κοιτώνα μου, δοκιμάζοντας φορέματα για την γιορτή του Ντιμίτρι. Και πάνω που είχα επιλέξει ένα κόκκινο, δαντελωτό, στράπλες που θα μου δάνειζε η Μόνι, ο εορτάζων, μου δήλωσε πως μου είχε ήδη διαλέξει τουαλέτα και μάλιστα δε μου την είχε δείξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ήταν σκέτο βασανιστήριο καθώς δεν είχα ιδέα τι παπούτσια και τι αξεσουάρ θα φορούσα και το κυριότερο πως θα χτένιζα τα μαλλιά μου. Ίσως αυτό να είναι και επίσημα το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κανείς σε ένα θηλυκό.

Το δωμάτιό του ήταν ήδη γεμάτο με δώρα. Υπέθεσα πως μερικά από αυτά ήταν και των φίλων μου, αφού θα του τα έστελναν αποβραδίς. Πάνω στο κρεβάτι του, υπήρχε ένα μεγάλο άσπρο κουτί και φαντάστηκα πως μέσα ήταν το φόρεμά μου. Και όντως, είχα δίκιο. Αλλά δεν ήταν ένα οποιοδήποτε φόρεμα. Ο Ντιμίτρι με ένα τεράστιο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό του άνοιξε το κουτί αποκαλύπτοντας τη φανταχτερή τουαλέτα που υπήρχε μέσα, την τουαλέτα της μητέρας μου. Το ρούχο αυτό το φορούσε στα εικοστά πρώτα γενέθλιά της, όπου και της έκανε πρόταση γάμου ο πατέρας μου.

Εγώ αναφώνησα μόλις το αντίκρισα και αμέσως το έβγαλα από τη θήκη του.

«Δεν το πιστεύω», μουρμούρισα καθώς χάζευα και την παραμικρή του λεπτομέρεια.

«Θα μου κλέψεις όλη τη δόξα με αυτό εδώ, αλλά χαλάλι σου», αποκρίθηκε κλείνοντάς μου το μάτι.

Εγώ έγειρα ελαφρά το κεφάλι μου. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί στη ζωή μου ότι μια μέρα θα φορούσα τα ρούχα της μητέρας μου. Ήταν μεγάλη τιμή για μια πριγκίπισσα να φορέσει ενδύματα της προηγούμενης βασίλισσας, πόσο μάλλον για μια κόρη.

Μάλιστα μετά το θάνατο των γονιών μου ο Ντιμίτρι είχε δώσει πολλά πράγματά τους και είχε κρατήσει λίγα για εμένα. Δεν θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό ότι κάποια από αυτά θα ήταν τα υπέροχα ρούχα της μητέρας μου.

«Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω», απάντησα χωρίς να μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω του.

«Δεν χρειάζεται να λες ευχαριστώ στην οικογένεια».

Καθώς επαναλάμβανε τα λόγια μου ένα χαμόγελο, που απέπνεε θαλπωρή, απλώθηκε στα χείλη του και δεν μπορούσα παρά να ανταποδώσω με μια μεγάλη αγκαλιά.

Ο Ντιμίτρι πάντοτε με είχε πάνω από όλους. Ακόμα και από τους γονείς μου. Ήταν κάτι παραπάνω από ένας φύλακας άγγελος, ή ένας κολλητός. Δεν υπήρχαν φορές όπου όσο άσχημα και να ένιωθα, η παρουσία του και μόνο μου προκαλούσε γαλήνη και καταπράυνε τον πόνο. Και μάλιστα όσες φορές προσπαθούσα να στρέψω τα πάντα γύρω από εκείνον, αυτός άλλαζε τη φορά και κατέληγα πάλι εγώ το κέντρο της προσοχής. Όπως τώρα, που θα μπορούσε να με αφήσει να φορέσω ό,τι ήθελα και να μου έδινε το φόρεμα μια άλλη φορά, κι όμως επέλεξε να μου το δώσει τώρα. Στα δικά του γενέθλια. Η ευγνωμοσύνη δεν ήταν αρκετή για να περιγράψει τι ένιωθα. Ίσως η συγκίνηση να ήταν κοντά στο πόσο είχα λατρέψει την ιδέα να φορούσα κάτι τόσο πολύτιμο το αποψινό βράδυ. Κάτι που άνηκε στη μητέρα μου.

Ένιωθα πως είχε ακόμα τη μυρωδιά της πάνω του. Ένα κομμάτι του εαυτού που πίστευε πως ίσως την έβλεπα. Όχι από κοντά, δυστυχώς. Αλλά όταν θα κοίταζα στον καθρέφτη θα αντίκριζα την πανέμορφη και λατρεμένη μου μαμά που τόσο μου είχε λείψει και την είχα ανάγκη. Ήθελα να την έκανα περήφανη και να ήμουν μια κανονική πριγκίπισσα, τόσο σε συμπεριφορά όσο και σε ομορφιά.

Η Μέλανη, λίγες ώρες πριν το πάρτι, είχε έρθει στο παλάτι με όλα τα σύνεργα για να ετοιμαστούμε. Εκείνη θα φορούσε ένα ασημένιο, αμάνικο φόρεμα με ασορτί πέδιλα. Το φόρεμα ταίριαζε με την επιδερμίδα της και έκανε μεγάλη αντίθεση με τα μελαχρινά της μαλλιά, τα οποία τα άφησε κάτω. Όταν της έδειξα τι θα φορούσα ενθουσιάστηκε, ίσως και περισσότερο απ' όσο είχα δείξει εγώ και με βοήθησε στην προετοιμασία μου.

Η μαύρη, στενόμακρη τουαλέτα, με αποκαλυπτικό μπούστο, ήταν ακριβώς στο νούμερό μου και επιδείκνυε τη μέση μου, καθώς το ύφασμα αγκάλιαζε τρυφερά το δέρμα μου. Όταν το αντίκρισα πάνω μου ανατρίχιασα στην ανάμνηση του ρούχου αυτού πάνω στη μητέρα μου. Η Μέλανη είχε δει μια φωτογραφία της μητέρας μου με εκείνο το φόρεμα και είχε φροντίσει να μου κατσαρώσει τα μαλλιά και να με μακιγιάρει όπως ήταν και εκείνη.

«Μοιάζω πολύ μαζί της», μουρμούρισα καθώς στεκόμουνα ακίνητη στον καθρέφτη.

Η Μέλανη ένευσε γρήγορα περήφανη με τον εαυτό της για το δημιούργημά της.

«Σε ευχαριστώ», της αποκρίθηκα και την αγκάλιασα.

«Μη με ευχαριστείς. Εγώ θα πρέπει να σε ευχαριστήσω», απάντησε και τα σμαραγδένια της μάτια συνάντησαν τα δικά μου. «Χωρίς τη βοήθειά σου ο Νέιθαν δεν θα ήταν εδώ σήμερα».

Εγώ κούνησα το κεφάλι μου. «Μα δεν έκανα τίποτα».

«Κι όμως. Εσύ μπόρεσες και αντιμετώπισες τον αδερφό μου. Εγώ τόσο καιρό δεν το είχα καταφέρει».

Η αλήθεια είναι πως μετά τη διένεξή μας, ο Κάρτερ φάνηκε πιο ελαστικός ως προς τη σχέση της αδερφής του με τον θυρωρό της πόλης, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι ήταν σύμφωνος. Ωστόσο πλέον δεν ήταν επίσημα κρυφό –καθώς όλοι γνώριζαν για το δεσμό αυτό, καιρό- και εγώ ακόμα προσπαθούσα να καταλάβω πως είχα συμβάλλει σε αυτό. Επιπλέον η Μέλανη φαινόταν ένας πολύ δυναμικός χαρακτήρας και δεν μπορούσα να την φανταστώ να δειλιάζει σε κάτι.

«Ανοησίες», απάντησα. «Μια χαρά δυνατή είσαι, κάτι θα έκανες».

Εκείνη ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους της. «Όλοι έχουμε τα αδύναμά μας σημεία».

Ένευσα σε αυτά της λόγια. Το αδύναμο σημείο του καθενός είναι πάντα ένα ευαίσθητο θέμα και πολλές φορές μη κατανοητό για τους τρίτους. Για παράδειγμα εμένα. Η Μέλανη θα είχε τους δικούς της λόγους για να μην μιλήσει ξεκάθαρα στον αδερφό της για τον Νέιθαν καθώς εκείνος ήταν το κύριο πρόβλημα. Κανένας άλλος στη Μόιρα δεν τους είχε σχολιάσει και αντίθετα φαινόντουσαν χαρούμενοι για την πρώτη λαίδη των νταμπίρ. Και απόψε θα είχε την ευκαιρία της να γευτεί κι εκείνη τον πριγκιπικό αυτό χορό. Σίγουρα η Μέλανη θα είχε παρευρεθεί σε τέτοιες γιορτές νωρίτερα χωρίς όμως έναν καβαλιέρο, σε αντίθεση με αυτό το βράδυ. Οπότε και εκείνη θα ζούσε το πρώτο της παραμύθι.

Όταν κατεβήκαμε ο Νέιθαν, φορώντας ένα μαύρο κουστούμι περίμενε την συνοδό του. Θα μπορούσε κάλλιστα να τον περάσει κανείς για γαλαζοαίματο με την περιποιημένη του εμφάνιση και τους ευγενικούς του τρόπους. Μόλις κατεβήκαμε μας φίλησε και των δύο τα χέρια.

«Δεσποινίδες, και οι δύο είστε εκθαμβωτικές απόψε», αποκρίθηκε κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση.

Η Μέλανη του χαμογέλασε. «Κι εσύ είσαι υπέροχος», του απάντησε. Ο Νέιθαν της ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Εγώ ξερόβηξα λίγο. Ήμουν λίγο σπάστης εκείνη τη στιγμή, αλλά άργησα να το καταλάβω.

«Έτοιμες;», ρώτησε ο Νέιθαν.

Η Μέλανη ένευσε και με κοίταξε.

Εγώ μισόκλεισα τα μάτια μου και σταύρωσα τα χέρια μου. «Χμ, εγώ θα μπω μετά από εσάς», τους είπα.

Εκείνοι φάνηκαν να δυσανασχετούν. «Μόνη σου;», ρώτησε με αμφιβολία η Μέλανη.

«Δεν είναι και πολύ καλή ιδέα», συμπλήρωσε ο Νέιθαν.

«Είναι εξαίρετη ιδέα», απάντησα περνώντας τα χέρια μου γύρω από τους ώμους τους.

«Θα μπείτε πρώτοι και θα δείξετε σε όλους και κυρίως στον Κάρτερ ότι δεν ντρέπεστε». Πήρα το χέρι της Μέλανη και το πέρασα γύρω από τον ώμο του Νέιθαν.

Η ένσταση ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Ήταν έτοιμοι να ουρλιάξουν όχι και να με πάρουν σηκωτή να μπω μαζί τους στη σάλα.

«Έχετε μου εμπιστοσύνη», τους ψιθύρισα. «Θα πετύχει, θα δείτε. Άντε προχωρήστε», είπα και τους έσπρωξα ελαφρά.

Εκείνοι σταμάτησαν για λίγο και κοιτάχτηκαν. Ακόμα δίσταζαν αλλά η θέρμη μου τους είχε επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό.

Τελικά ο Νέιθαν έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο της Μέλανη και της ψιθύρισε κάτι. Εκείνη του ένευσε αποφασιστικά και προχώρησαν μέσα στη σάλα.

Εγώ ικανοποιημένη έσφιξα τα χέρια μου και χαμήλωσα το κεφάλι μου περιμένοντας να ακούσω κάποιες αντιδράσεις. Για να είμαι ειλικρινής ήμουν λίγο αγχωμένη. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα μου ως ηγέτης και είχα ανάγκη να πετύχει. Θα ήταν ένα σημάδι ότι δεν ήμουν τελείως άσχετη με το να βοηθάω το λαό μου.

Για βασανιστικά δευτερόλεπτα επικράτησε απόλυτη ησυχία. Ανάσαινα τόσο βαριά από την αγωνία μου που νόμιζα ότι ίσως έφταιγε αυτό. Παρ' όλα αυτά η σιωπή έσπασε και ένα κύμα χειροκροτημάτων και επιφωνημάτων πλημμύρισε τον αέρα.

Μια τεράστια ανακούφιση με κατέκλυσε και επιτέλους μπόρεσα να ανασάνω κανονικά. Ωστόσο κι ένα άλλο συναίσθημα φώλιασε μέσα μου: Περηφάνια. Ήμουν πάρα πολύ περήφανη για αυτούς τους δύο που βρήκαν όλο αυτό το κουράγιο να εμπιστευτούν μια ξένη, γιατί αυτό ήμουν για εκείνους. Γνωριζόμασταν μόλις μια βδομάδα και δεν είχαν την υποχρέωση να κάνουν αυτό που τους είπα. Ήμαστε ίσοι και δεν είχα καμία εξουσία πάνω τους. Δεν ξέρω αν το έκαναν γιατί ο μελλοντικός μου τίτλος τους δέσμευε να με υπακούν ή γιατί όντως με εμπιστεύτηκαν, παρ' όλα αυτά το βρήκαν στην καρδιά τους να πράξουν σύμφωνα με τα λόγια μου και δε βγήκαν χαμένοι. Μπορεί εγώ να τους οδήγησα αλλά κι εκείνοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτό και δεν μπορούσα να μην είμαι περήφανη.

Τώρα είχε έρθει η δική μου σειρά. Σε καμία περίπτωση δεν περίμενα χειροκροτήματα και σφυρίγματα, αλλά και πάλι ανόρθωσα το ανάστημά μου ως πριγκίπισσα, και με το κεφάλι ψηλά μπήκα στην γιορτινή αίθουσα.

Όλων τα βλέμματα στράφηκαν πάνω μου, όμως φρόντισαν να δείξουν το θαυμασμό τους με απλά νεύματα, χαμόγελα και όσο για την παρέα μου μερικά παιδιάστικα σφυρίγματα. Ευχαριστημένη με όλων τις αντιδράσεις έκανα ένα βήμα μπροστά για να αντικρίσω καλύτερα τα πάντα. Όλοι ήταν ντυμένοι στην εντέλεια. Μακριές τουαλέτες, κομψά φορέματα, ακριβά κουστούμια και άφθονες σαμπάνιες κυκλοφορούσαν τριγύρω. Η ορχήστρα στην μια άκρη έπαιζε γιορτινή μουσική και μερικές γιρλάντες στόλιζαν τους πολυέλαιους. Λίγο πιο πέρα εντόπισα τον Ντιμίτρι μαζί με τον Σον να μιλάει με μερικούς άντρες, οι οποίοι υπέθεσα ότι ήταν μέλη του βασιλικού συμβουλίου κι από τα γέλια τους κατάλαβα πως η συζήτηση πήγαινε πολύ καλά. Ο Ντιμίτρι μόλις με αντίκρισε μου έκλεισε το μάτι και μου ένευσε επιδοκιμάζοντας την εμφάνισή μου.

«Δεν μπορούσες να κρατηθείς και να μη γδυθείς πάλι, έτσι;», μια εκνευριστική φωνή γεμάτη ειρωνεία με έκανε να στρίψω το κεφάλι μου. Ο Κάρτερ φορώντας ένα σκούρο μπλε σμόκιν στεκόταν δίπλα μου χαμογελώντας με όχι και την καλύτερη διάθεση.

Προφανώς το γεμάτο μένος σχόλιό του αναφερόταν στη σχισμή του φορέματος από το λαιμό μέχρι λίγο πιο πάνω από την κοιλιά.

Λίγες μέρες νωρίτερα εξαιτίας της υποβολής είχα βρεθεί χωρίς ρούχα να περιφέρομαι στους διαδρόμους του σχολείου και για κακή μου τύχη το άλλο θύμα υποβολής ήταν ο μοναχικός πρίγκιπας. Και δυστυχώς δεν έχανε ευκαιρία για να μου το χτυπήσει.

Ω Κάρτερ, θες να παίξουμε πάλι, σκέφτηκα.

«Σκέφτηκα να μην στερήσω τη χαρά και από τους υπολοίπους να θαυμάσουν το σώμα μου. Τι, επειδή είσαι πρίγκιπάς πρέπει να έχεις το μονοπώλιο;», αποκρίθηκα και σήκωσα ένα ποτήρι σαμπάνιας που μου προσέφερε ένας σερβιτόρος. «Στην υγειά σου», είπα σηκώνοντας ελαφρά το ποτήρι και αφού ήπια δυο γουλιές κατευθύνθηκα προς τους φίλους μου.

Το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας το πέρασα μαζί τους. Ο Ντιμίτρι ήταν απασχολημένος με τις δημόσιες σχέσεις του κάτι το οποίο με χαροποίησε πάρα πολύ. Και η δική μου παρέα στο κάτω-κάτω ήταν πάρα πολύ ευχάριστη. Δε θυμάμαι να είχα γελάσει ποτέ τόσο πολύ στη ζωή μου. Τα σχόλιά τους για κάθε καλεσμένο ήταν ανεκτίμητα. Έπρεπε να τα είχα ηχογραφήσει. Η Μόνι μάλιστα επειδή η μητέρα της ήταν η κύρια γιατρός της πόλης ήξερε αρκετά βρώμικα μυστικά για μερικούς. Και οι περισσότεροι φαινόντουσαν καθώς πρέπει. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τις καταχρήσεις που έκαναν ορισμένοι, αλλά τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι, όπως πολύ σωστά είπε ο Τσέις.

Κάτι άλλο το οποίο μου έκανε εντύπωση ήταν ότι η Μέλανη με τον Νέιθαν δεν είχαν χορέψει καθόλου. Πολλοί καλεσμένοι είχαν πάρει την πρωτοβουλία να δείξουν μερικές βαλς κινήσεις στους καβαλιέρους τους εκτός από εκείνους τους δύο. Άλλωστε μετά από τέτοια υποδοχή δεν υπήρχε κάτι να τους εμποδίζει.

«Νέιθαν, γιατί δεν παίρνεις τη Μέλανη να χορέψετε;», ρώτησα.

Εκείνος την κοίταξε πρώτα και ύστερα μου απάντησε. «Ο Κάρτερ δεν χάρηκε και πολύ όταν μας είδε και συνέχεια μας παρακολουθεί».

Όντως δεν ήταν και πολύ κοντά την περισσότερη ώρα αλλά δεν είχα δώσει και πολύ σημασία.

«Και τώρα εδώ κοιτάζει», είπε ο Σκοτ.

Εγώ του έριξα μια ματιά και αμέσως έσπρωξα κυριολεκτικά τη Μέλανη πάνω στον Νέιθαν. Ο Κάρτερ έσφιξε τα δόντια του μόλις είδε την κίνησή μου και χαμογέλασα με έπαρση. Μετά το βλέμμα μου συνάντησε του Νείθαν.

«Νέιτ, πάρε την κοπέλα σου και χόρεψε. Έχουμε γιορτή».

Οι υπόλοιποι συμφώνησαν μαζί μου.

«Ναι βρε Μέλανη τι μπορεί να σου κάνει ο αδερφός σου πια; Να σου κόψει το χαρτζιλίκι», αποκρίθηκε ο Τσέις κατεβάζοντας την τελευταία γουλιά του ποτού του.

Η Οκτόμπερ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της με την συμπεριφορά του Τσέις και απευθύνθηκε στη Μέλανη: «Πήγαινε να διασκεδάσεις».

Εκείνη τελικά ενέδωσε και πήρε τον καβαλιέρο της να χορέψει. Αμέσως ακολούθησαν και ο Σκοτ με την Οκτόμπερ και σύντομα η Μόνι βρήκε ένα παρτενέρ, οπότε μείναμε εγώ με τον Τσέις να χαζεύουμε τους καλεσμένους.

«Θα σου ζητούσα να χορέψουμε, αλλά μάλλον έχω πιει λίγο παραπάνω», μου είπε ο Τσέις πίνοντας από το ποτήρι του Σκοτ.

Εγώ το κατέβασα από το στόμα του. «Ναι όντως, γι' αυτό μην πίνεις άλλο».

Εκείνος κατσούφιασε. «Ω έλα τώρα, πάρτι έχουμε να μη γιορτάσω τα εικοστά όγδοα γενέθλια του Ντιμίτρι;»

«Εικοστά τέταρτα, και όχι να μη γιορτάσεις άλλο».

Εκείνος μόρφασε αποδοκιμαστικά και μετά σοβάρεψε απότομα. «Μοναχικός πρίγκιπας, έξι ώρα».

Εγώ γύρισα και τον είδα που πλησίαζε. Έκανε ένα νεύμα στον Τσέις και μετά απευθύνθηκε σε μένα. «Θες να χορέψουμε;», ρώτησε απλώνοντας το χέρι του.

Να πω ότι δεν παραξενεύτηκα, θα ήταν ψέμα. Αμέσως υποψιάστηκα μήπως ετοίμαζε τίποτα αλλά μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να μάθω.

«Αμέ», απάντησα και πήρα το χέρι του.

Στην αρχή χορεύαμε αθόρυβα μαζεύοντας μερικά βλέμματα απορίας κυρίως από τη Μέλανη και τον Ντιμίτρι. Αργότερα όμως δεν άντεξα και ρώτησα: «Ποιος σε έβαλε να το κάνεις αυτό;».

Δεν υπήρχε περίπτωση να ερχόταν μόνος του και να μου ζητήσει να χορέψουμε.

«Ο Μάικλ κι ο Ίαν», απάντησε.

Εγώ ένευσα. Φυσικά!

«Κοίτα δεν με παρακάλεσαν κιόλας. Απλά μου είπαν ότι θα ήταν μια ωραία εικόνα», συμπλήρωσε.

«Άρα πρακτικά είμαι σαν μια κορώνα», απάντησα αδιάφορα.

Εκείνος ξεφύσησε. «Εκείνοι το είπαν».

«Αλλά δε διαφώνησες», απάντησα κατηγορηματικά.

Εκείνος δεν είπε τίποτα, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτα να πει. Είχα δίκιο. Δεν τον χειραγώγησαν. Συμφώνησε. Προφανώς για εκείνον ήμουν ένα όργανο για να ικανοποιεί την 'εικόνα' του στη Μόιρα. Πολύ βολικό και εξυπηρετεί και την τυπική σχέση την οποία ήθελε. Βασικά ένα γερό χέρι ξύλο ήθελε!

«Ένας χορός είναι», είπε τελικά. «Δε θα πειράξει κανέναν».

Ένας. Ένας ήταν στην αρχή. Μετά ακολούθησαν άλλοι τέσσερις. Κάθε φορά μου έλεγε πως αυτή ήταν η τελευταία και κάθε φορά με εξόργιζε όλο και πιο πολύ. Δε μιλούσε πολύ. Μονάχα πετούσε σχόλια για τις γνωριμίες που κατόρθωσε ο Ντιμίτρι εκείνο το βράδυ και μέχρι εκεί. Μα ο σκοπός του έτσι κι αλλιώς δεν ήταν η κουβέντα αλλά να δει το βασίλειο τις καλές σχέσεις μας, οι οποίες ήταν ένα ψέμα. Ήθελα λοιπόν να το καταστρέψω όλο αυτό ακόμα κι αν αυτό έριχνε και μένα στον πάτο, αλλά δυστυχώς ό,τι και να έλεγα, όσο και να προσπαθούσα εκείνος απλά το άφηνε ασχολίαστο κάνοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Μέχρι που στον τελευταίο χορό βρήκα το όπλο μου. Σε μια γωνία εντόπισα τον Ίαν να μιλάει με μερικούς σαραντάρηδες και σκέφτηκα να αδράξω την ευκαιρία.

«Ο Ίαν έχει κανένα φλερτ;», ρώτησα αδιάφορα.

Ο Κάρτερ κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. «Γιατί ρωτάς».

Εγώ ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου. «Απλά αναρωτιόμουνα».

Εκείνος δεν πείστηκε. Το σχέδιο πήγαινε καλά. «Απάντησε σοβαρά, γιατί ρωτάς».

«Να μωρέ, μου φαίνεται γλυκούλης», δε συνέχισα. Έτσι η περιέργεια τον έτρωγε περισσότερο.

«Χμ», ανασήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τριγύρω. «Ναι έχει κοπέλα», απάντησε χωρίς να με κοιτάει.

Ψέμα! Ο Τσέις μου είχε αναφέρει όλους τους νέους εργένηδες της Μόιρα έναν προς έναν και ο Ίαν ήταν μέσα στο τοπ 10.

«Α», απάντησα αδιάφορα.

Στην αρχή ήμουν ανήσυχη μήπως σταματούσε εκεί η συζήτηση αλλά για καλή μου τύχη είχα βρει το κουμπί του.

«Σου χάλασαν τα σχέδια, ε;».

Εγώ κούνησα το κεφάλι μου. «Αντιθέτως, τα κάνουν πιο επιθετικά».

«Τι εννοείς;»

«Ε, αφού υπάρχει ανταγωνισμός θα αλλάξουν τα όπλα».

«Τι θα κάνεις;», ρώτησε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι.

Εγώ δεν του απάντησα. Ήμουν σίγουρη ότι δε θα το άφηνε έτσι.

«Πες μου», μούγκρισε μέσα από τα δόντια του μπήγοντας τα νύχια του στη μέση μου.

Εγώ έσμιξα τα φρύδια μου. «Τι σε νοιάζει;».

«Με νοιάζει. Είναι φίλος μου».

Ξανανασήκωσα τους ώμους μου καθώς ήξερα ότι αυτό τον εκνεύριζε αρκετά.

«Δεν χρειάζεται να ξέρεις τα πάντα», απάντησα. «Το τι θα κάνω είναι δική μου υπόθεση».

«Τι είναι αυτό που θα κάνεις;», συνέχισε να ρωτάει.

Τελικά αποφάσισα να παίξω το τελευταίο μου χαρτί και να προσπαθήσω να τον φτάσω στα όριά του.

«Χμ. Ίσως να το παίξω θύμα. Σε μερικούς αρέσει αυτό. Ή απλά να χρησιμοποιήσω τη γοητεία μου», χαμήλωσα το κεφάλι μου. «Ίσως να ξαναβρεθώ τυχαία σε κάποιον διάδρομο χωρίς ρούχα, όταν περνάει εκείνος», απάντησα με αυταρέσκεια.

Το βλέμμα του Κάρτερ σκοτείνιασε. Έριξε απότομα τα χέρια του μπροστά και φώναξε «Πόρνη», με όλη του τη δύναμη και αμέσως έσκυψε και μου έσκισε το φόρεμα.

Τα πάντα γύρω σταμάτησαν, ακόμα και η μουσική. Εκείνος έφυγε και έμεινα εγώ μόνη μου στη μέση ντροπιασμένη να με κοιτάνε όλοι. Δεν είχα ντροπιαστεί τόσο πολύ ποτέ μου. Ο σκοπός μου ήταν να φερθεί σκάρτα ο Κάρτερ ακόμη μια φορά, αλλά δεν είχα αυτό στο μυαλό μου. Είχα νιώσει σαν ένα απλό αντικείμενο όταν γύρισε και μου είπε είναι καλή εικόνα και ήθελα να τον τιμωρήσω κάνοντάς τον να φανεί αυτό που πραγματικά είναι: ένας υποκριτής. Αλλά τελικά εξαιτίας της κακίας που πήγαζε μέσα του το σχέδιο γύρισε μπούμπερανκγ και τελικά εγώ έγινα ρεζίλι.

«Ορόρα», έκανε να με πλησιάσει ο Ντιμίτρι αλλά εγώ έτρεξα στο δωμάτιό του. Δεν άντεχα να μείνω άλλο μέσα στο πλήθος ως το κέντρο της προσοχής.

Όλο μου το κορμί έκαιγε από οργή και ντροπή. Τα μάτια μου είχαν θολώσει από μερικά δάκρυα θυμού. Το μυαλό μου επίσης. Ό,τι βρήκα μπροστά μου το έσπασα και μετά έπεσα στο κρεβάτι σφίγγοντας τα χέρια μου, όσο πιο δυνατά μπορούσα.

Λίγο αργότερα μπήκε ο Ντιμίτρι με την Μέλανη. Κοίταξαν την ακαταστασία που είχα κάνει και με πλησίασαν επιφυλακτικά.

«Καλά είσαι;», μουρμούρισε η Μέλανη.

Εγώ δεν απάντησα. Προφανώς και δεν ήμουν καλά!

«Τι έγινε εκεί κάτω;», ρώτησε ο Ντιμίτρι.

Πάλι δεν απάντησα. Εκείνοι συνέχιζαν να κάνουν ερωτήσεις αλλά εγώ δεν ήμουν στη θέση να απαντήσω. Ένιωθα ότι αν άνοιγα το στόμα μου θα ούρλιαζα τόσο δυνατά που θα ακουγόμουνα μέχρι τη Σεβίλλη.

Ο Ντιμίτρι τελικά αναστέναξε. «Πρέπει να πάω κάτω να διώξω με τον Σον τους καλεσμένους με τρόπο. Αφήνω τη Μέλανη εδώ. Να τη βρω αρτιμελή όταν γυρίσω», αποκρίθηκε και έφυγε από το δωμάτιο.

Η Μέλανη δεν μίλησε στην αρχή. Μου έτριψε για λίγο την πλάτη. Και μετά μου κράτησε το χέρι.

«Κι ο Κάρτερ είναι χάλια», είπε χαμηλόφωνα.

«Μην ξαναπείς αυτό το όνομα», πετάχτηκα.

Εκείνη ένευσε.

«Λυπάμαι Ορόρα γι' αυτό που έγινε».

Εγώ κούνησα το κεφάλι μου. «Το φόρεμα», μουρμούρισα. «Μου κατέστρεψε το φόρεμα».

Η Μέλανη μου απομάκρυνε μερικές τούφες από τα μάτια μου. «Το φόρεμα φτιάχνεται. Εσύ..».

«Εγώ όχι», συμπλήρωσα.

Εκείνη άφησε έναν ελαφρύ αναστεναγμό να δραπετεύσει από τα χείλη της.

Όλο αυτό το σκοτάδι που είχε τυλίξει τα σωθικά μου, γινόταν λεπτό με το λεπτό χειρότερο καθώς η ανάμνηση του Κάρτερ να με ντροπιάζει δεν σταματούσε να με στοιχειώνει. Μέχρι που.. μέχρι που ξαφνικά ένιωσα να ηρεμώ και όλη αυτή η ντροπή και ο θυμός άρχισαν να φεύγουν από μόνα τους, χωρίς να κάνω κάτι. Μόλις συνειδητοποίησα τι συνέβαινε κοίταξα τη Μέλανη και χωρίς να σκεφτώ τι ρώτησα: «Πώς το έκανες αυτό;».

Δεν ήξερα καν γιατί το ρώτησα αυτό, αλλά το ένστικτό μου μαρτυρούσε πως εκείνη κάτι είχε κάνει. Και είχα δίκιο.

«Μαγεία», απάντησε χαμογελώντας απαλά.

«Μπορείς να πάρεις τον πόνο του άλλου;», ρώτησα έκπληκτη.

Εκείνη ένευσε. «Η γη έχει το καλό να θεραπεύει το χειμώνα του άλλου σε άνοιξη. Μπορώ να διώξω κάθε αρνητικό σου συναίσθημα όποτε μου το ζητήσεις».

Ποιος να το φανταζόταν ότι η μαγεία μπορούσε να προσφέρει τόσο καλό. Αλλά δε γινόταν να μην υπάρχει κάποιο αντίτιμο.

«Κι εσύ; Νιώθεις αυτό που νιώθω;».

Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, ευτυχώς. Αλλά αυτό δε θα με σταματούσε από το να σε βοηθήσω».

Εγώ συνοφρυώθηκα ελαφρώς. «Θα υπάρχει κάποιο κόστος».

Εκείνη φάνηκε λίγο διστακτική στο να απαντήσει, ωστόσο κατάλαβε ότι είχα ανάγκη να ξέρω καθώς το κόστος ήταν δικό μου. «Αυτό μπορεί να διαρκέσει για μερικές ώρες. Μετά θα νιώθεις το ίδιο».

Δεν ακουγόταν και εντελώς τραγικό. Τουλάχιστον θα μουδινόταν λίγος χρόνος να συνέλθω από αυτή την κατάσταση και να εστιάσω σε ένασημαντικό πράγμα. Η ντροπή που θα ξαναερχόταν δεν θα συγκρινόταν με τίποτα μετο πόσος θυμός θα ανάβλυζε μέσα μου. Και όταν θύμωνα δεν είχα τον έλεγχο τουεαυτού μου. Γι' αυτό θα εκμεταλλευόμουνατώρα την ευκαιρία να σκεφτώ ένα πλάνο εκδίκησης κι όταν η   δύναμη της οργής επέστρεφε, θατο έβαζα σε εφαρμογή. Και τότε θα έδινα ένα μάθημα στο μοναχικό πρίγκιπα! 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top