25. Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
«Άμα το σφίξω κι άλλο θα σου συνθλίψω τα πνευμόνια.»
Η Μέλανη δεν ήταν η μόνη που έψαχνε σαν τρελή να βρει ένα φόρεμα για την αυριανή μέρα της προκήρυξης. Όλο το πρωί του Σαββάτου δοκίμαζα μερικές τουαλέτες αλλά καμία δεν μου άρεσε. Ήθελα κάτι απλό και κομψό, ισάξιο για μια βασίλισσα. Έψαξα μάλιστα και στον πύργο του παλατιού, όπου φυλάσσονταν κτήσεις παλαιών βασιλέων και υπήρχαν ρούχα και κοσμήματα τους. Εκεί βρήκα μια τουαλέτα στο χρώμα του πάγου της βασίλισσας Ελεωνόρας, την οποία μετά από πολύ σκέψη αποφάσισα τελικά να φορέσω. Η τουαλέτα αυτή ήταν σχεδιασμένη με μεσαιωνικά πρότυπα αλλά διαμορφωμένη στην εποχή της. Υπήρχε όμως η πιθανότητα να χρειαστεί αυτή την φορά να φορέσω και κορσέ. Είχα φωνάξει λοιπόν τον Κάρτερ να με βοηθήσει να δέσουμε αυτό το επώδυνο εσώρουχο.
«Δεν με νοιάζει και να σπάσουν τα κοκαλά μου», βαριανάσαινα από την πίεση. «Εγώ αυτό το φόρεμα θέλω να βάλω. Σφίγγε τώρα.»
«Αμάν αυτό το πείσμα σου», έσφιξε τα κορδόνια μία ακόμη φορά κι ένιωσα την μέση μου να συρρικνώνεται. Αγνόησα όμως την δυσφορία και τον διέτεξα να σφίξει κι άλλο.
«Συγγνώμη τι φόρεμα είναι αυτό;», εισέπνευσε λίγο γιατί είχε λαχανιάσει «για ανορεκτικούς;»
«Για πολύ λεπτές μέσες», του απάντησα.
«Η γιαγιά μου δεν είχε ποτέ λεπτή μέση», έκανε αέρα με την παλάμη του. «Το δοκίμασες χωρίς κορσέ;»
«Όχι.»
«Και τι με πιλατεύεις τόσην ώρα άδικα;», γκρίνιαξε.
«Θέλω να είμαι προετοιμασμένη για όλα», πήρα μια βαθιά ανάσα. «Σφίξε τώρα να τελειώνουμε.»
Κατέπνιξε ένα ακόμη παράπονο κι έσφιξε αυτή την φορά με όλη του την δύναμη. Εγώ όμως δεν την περίμενα τόση δύναμη και παραπάτησα ρίχνοντάς μας μπροστά. Ευτυχώς έπεσα στο κρεβάτι και δεν έσπασα τα μούτρα μου. Ο Κάρτερ ανασηκώθηκε αμέσως και πριν προλάβω να κουνηθώ κι εγώ ο Σκοτ μπήκε μέσα στο δωμάτιό μου. Μας κοίταξε λίγο εμβρόντητος καθώς ο Κάρτερ ήταν από πίσω μου όρθιος κι εγώ μπροστά σκυμμένη, οπότε δεν ήμασταν και στην πλέον κατάλληλη στάση.
«Θα περάσω αργότερα», αποκρίθηκε κι έφυγε ήρεμος.
«Δεν αντέχω άλλο», ο Κάρτερ απομακρύνθηκε κι εγώ μπόρεσα να σηκωθώ.
«Πού πας;», τον είδα να κατευθύνεται προς την πόρτα.
«Πρέπει να βρω κι εγώ να βάλω κάτι αύριο και μετά έχω να κάνω τις εξετάσεις μου», απάντησε.
«Περίμενε, εγώ πώς θα βγω από εδώ μέσα;»
«Όπως μπήκες»,άνοιξε την πόρτα «Μέχρι το βράδυ θα έχω γυρίσει. Κανόνισε να έχεις και τα δυο σου πνευμόνια», αποκρίθηκε κι έφυγε αφήνοντάς με να ξεσφίξω μόνη μου αυτό το μεσαιωνικό μαρτύριο.
Μου πήρε σχεδόν μισή ώρα αλλά τελικά κατάφερα να απελευθερωθώ από τον κορσέ. Δοκίμασα το φόρεμα χωρίς αυτόν κι είδα πως έπρεπε να μην έχω φάει μερικές ώρες πριν για να χωρέσει και να μην φαίνεται πρησμένη η κοιλιά μου. Θα την έκανα κι αυτή την θυσία για ένα ρούχο. Δεν ήθελα να φορέσω κάτι άλλο. Μόλις το είδα μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ταίριαζε με τον καιρό και τα μάτια του Κάρτερ. Στο στέρνο ήταν κεντημένη μια βασιλική κορόνα και στα μακριά μανίκια υπήρχαν επίσης κεντημένα χρυσά μοτίβα. Η μακριά φούστα είχε στο τέλος επενδυμένο ένα λεπτό άσπρο ύφασμα για να καλύπτει τα παπούτσια και να φαίνεται λες και πετούσα μέσα του. Ήταν ό,τι καλύτερο για την προκήρυξη μου ως βασίλισσα.
Αφού τελείωσα τις δοκιμές, φόρεσα ένα ημιεπίσημο κόκκινο φόρεμα. Το παλάτι ήταν γεμάτο με μέλη του συμβουλίου –νέα και παλιά- οι οποίοι είχαν έρθει για να είναι παρόντες στην προκήρυξη. Καθόντουσαν σε καθιστικά κι απολάμβαναν ένα απογευματινό απεριτίφ. Εγώ είχα ένα ποτήρι κρασί στο χέρι μου κι έπινα μερικές γουλιές για να ζεσταθώ. Δεν καθόμουν ποτέ σε μια συγκεκριμένη θέση. Όφειλα να τριγυρνάω και να μιλάω με όλους. Οι περισσότεροι έδειχναν να αγνοούν τις συνωμοσίες του Φερνάντο. Άλλοι πάλι είχαν ακούσει κάτι, αλλά δεν έμοιαζαν να ταρακουνούνται ιδιαίτερα. Πίστευαν πως δεν μπορούσε να μας βλάψει, καθώς ήταν γραμμένο στο Βιβλίο πως εγώ κι ο Κάρτερ θα βασιλεύαμε. Όμως εκείνοι δεν ήξεραν τον Φερνάντο όπως εγώ. Ήταν αδίστακτος χωρίς ηθικούς φραγμούς.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως όταν ήμουν πέντε κι εκείνος οκτώ μου έσπασε το χέρι επειδή είχα πάρει ένα αλογάκι του χωρίς να τον ρωτήσω. Με είχε απειλήσει πως αν έλεγα σε κανέναν ότι εκείνος μου το έσπασε, θα με έπνιγε στον ύπνο μου. Τα μάτια του ήταν γεμάτα μίσος κι απέχθεια στο άτομό μου. Θυμάμαι επίσης την χαρακτηριστική του πρόταση: «Δεν φτάνει που τα έχεις όλα από την γέννησή σου θέλεις να πάρεις κι όσα δεν σου ανήκουν;» Κάπως έτσι κι εκείνος τώρα ήθελε να πάρει όσα δεν ήταν δικά του με την βία. Ήταν ο μόνος τρόπος άλλωστε με τον οποίο έλυνε όλα του τα θέματα. Δεν είχε ποτέ ακούσει την έννοια διάλογος ούτε φυσικά την υποχώρηση. Ήταν εξωφρενικό το πόσο κτηνώδες ένστικτα είχε.
Έδιωξα αμέσως αυτή την ανάμνηση και την σκέψη του Φερνάντο. Αυτές οι μέρες ήταν αφιερωμένες στο βασίλειό μου, το οποίο έπρεπε να προστατέψω από εκείνον. Δεν ήθελε να γίνει βασιλιάς γιατί πραγματικά με πίστευε ανίκανη. Ήθελε απλά τον τίτλο. Μόνο που ο βασιλιάς δεν πρέπει να έχει απλά έναν τίτλο κι ένα στέμμα στο κεφάλι του. Πρέπει κυρίως να αγαπάει τον λαό του και να είναι πρόθυμος να τον βοηθήσει. Ο Φερνάντο όμως δεν ήταν ικανός να γίνει ένας αληθινός ηγέτης αλλά ένας τύραννος.
«Βλέπω στέκεσαι καλά μετά τις ορέξεις του Κάρτερ», ο Τσέις με πλησίασε μαζί με τον Σκοτ, ο οποίος είχε στα χέρια του την Λόρα.
«Αν σου πω ότι δεν ήταν αυτό που νομίζεις υπάρχει καμία περίπτωση να με πιστέψεις;», ρώτησα τον Σκοτ, ο οποίος γελούσε σιγανά.
«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου. «Πάντως δεν ήταν αυτό που νομίζεις.»
Πήρα στα χέρια μου την Λόρα. Εκείνη γέλασε ελαφρά κι άρχισε να παίζει με το μαργαριταρένιο μου κολιέ.
«Περνάει καλά;»
«Η καλύτερη της», απάντησε ο Τσέις. «Είναι το κέντρο της προσοχής και μονίμως κάποιος την έχει στα χέρια του. Δεν θα μάθει να περπατάει ποτέ έτσι.»
«Δεν είναι σαν κι εσένα», του απάντησε ο Σκοτ. «Όταν έρθει η ώρα της θα το κάνει χωρίς μουρμούρες.»
Εγώ γέλασα σε αυτό το του το σχόλιο γιατί ήταν πολύ αληθινό. Ο Τσέις μόρφασε ελαφρά και μετά κοίταξε απορημένος την Λόρα. Εκείνη είχε καρφώσει το βλέμμα της σε ένα παράθυρο και σήκωσε το χέρι της δείχνοντας προς το τζάμι. Εμείς ακολουθήσαμε το δάχτυλό της αλλά δεν είδαμε τίποτα.
«Έγινε και φαντασιόπληκτη», αναστέναξε ο Τσέις.
«Μπορεί να είδε καμιά σκιά», αποκρίθηκε ο Σκοτ κοιτώντας ακόμη έξω.
Η Λόρα σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε σαν να ήθελε να μου πει κάτι. Υπέδειξε για μία ακόμη φορά το τζάμι προστάζοντάς με σχεδόν να δω αυτό που έβλεπε εκείνη. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι δεν αντέδρασε έτσι με τον αδερφό της κι ήμουν εγώ αυτή που έπρεπε να πείσει.
«Δεν νομίζω να είναι της φαντασίας της», τους απάντησα κι έδωσα την Λόρα στον Τσέις.
Κατευθύνθηκα στο παράθυρο κι έκανα στην άκρη τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες. Περιεργάστηκα τον χώρο έξω αλλά δεν είδα τίποτα. Όμως ένας γνώριμος κόμπος άρχισε σιγά – σιγά να απλώνεται στο στήθος μου.
«Μείνετε εδώ», τους διέταξα και, αφού φόρεσα την γούνινη κάπα μου, βγήκα από το παλάτι.
Έκανα μερικά βήματα ψάχνοντας την Κέστρα. Το βλέμμα μου την έπιασε να κατευθύνεται προς το νεκροταφείο. Για μία ακόμη φορά η ζωή μου έμοιαζε βγαλμένη από ταινία θρίλερ. Την ακολούθησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Περπατούσε γρήγορα και ανάγκαστηκα να τρέχω σχεδόν για να μην την χάσω. Τελικά σταμάτησε ανάμεσα στους τάφους των γονιών μου και των γονιών του Κάρτερ. Κοιτούσε τα μνήματα με την μόνιμη θλίψη της. Παρά το γεγονός ότι φυσούσε τα μαλλιά της και το φόρεμα της έμεναν ακίνητα. Δεν ήταν όμως ύλη για να επηρεαστεί από τα φυσικά φαινόμενα.
«Προσπάθησαν να με σώσουν», ψέλλισε.
Η φωνή της με έκανε να ανατριχιάσω. Άκουγα ένα φάντασμα να μιλάει!
Άφησα στην άκρη την έκπληξή μου κι έμεινα ακέραιη. Επιτέλους, η Κέστρα μου μίλαγε κι αυτό είχε μεγαλύτερη σημασία.
«Εγώ έμαθα ότι σε άφησαν να πεθάνεις», έκανα ένα βήμα μπροστά και βρέθηκα δίπλα της.
Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και χαμογέλασε ελαφρά χωρίς διάθεση. «Ο Νόα στο είπε αυτό;»
Δεν φάνηκε ιδιαίτερα θερμή λέγοντας αυτό το όνομα. Επρόκειτο για τον άντρα που την είχε ερωτευτει.
Κατένευσα αργά κι εκείνη κούνησε ελαφρά το κεφάλι της σχεδόν συγχρονισμένη με τον αέρα. «Ψέματα», αναστέναξε. «Σου είπε ψέματα.»
«Τι συνέβη τότε», την ρώτησα.
Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και χάθηκε στις αναμνήσεις της. «Όταν έμαθα ότι κουβαλούσα το παιδί ενός βρικόλακα αποφάσισα να κάνω έκτρωση. Δεν ήθελα να γεννήσω ένα τέρας.»
«Πώς έμεινες έγκυος εξ αρχής;»
«Δεν το κατάλαβα», άνοιξε τα μάτια της κι η έκφρασή της σκλήρυνε. Προς στιγμή ένιωσα μία μίξη θυμού και ντροπής. «Όταν γνώρισα τον Νόα κατάλαβα πως δεν ήταν ένας απλός άντρας. Προσπάθησα να κρατήσω τις αποστάσεις μου αλλά εκείνος δεν σταμάτησε να με πολιορκεί.»
«Σε...», τα λόγια δεν μπόρεσαν να βγουν από μέσα μου. Έτρεμα στην ιδέα να την είχε κακοποίησει.
«Όχι», απάντησε προς ανακούφισή μου. «Του δόθηκα με την θέλησή μου και του είπα πως ήταν η τελευταία φορά που θα με έβλεπε. Κι από τότε πράγματι δεν τον ξαναείδα. Όταν έμαθα όμως ότι ήμουν έγκυος δεν ήθελα να το κρατήσω. Πριν κάνω το οτιδήποτε με βρήκε ο Κέλλαν κι η Χόουπ. Μου εξήγησαν τα πάντα και μου υποσχέθηκαν να με βοηθήσουν. Εγώ έκανα μαζί τους μια συμφωνία. Θα κρατούσαν την εγκυμοσύνη μου κρυφή από τον Νόα κι εγώ θα τους έδινα το μωρό. Δεν ήθελα να το κρατήσω. Ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν ένα τέρας.»
Προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυα της κι εγώ τα δικά μου. Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος με όλα της τα συναισθήματα. Το κυριότερο ήταν μεταμέλεια.
«Η Χόουπ με πήγε στην Ισπανία και μείναμε σε ένα σπίτι εμείς οι δύο κι η μητέρα σου. Με φρόντιζαν και πολλές φορές προσπάθησαν να με μεταπείσουν να μην δώσω το παιδί. Μπορούσα να το μεγαλώσω κι εκείνοι θα με πρόσεχαν. Εγώ όμως δεν το ήθελα. Για μένα ήταν ένα τέρας. Όταν με έπιασαν οι πόνοι δεν πρόλαβαν να με πάνε στο νοσοκομείο. Βγήκε πολύ γρήγορα. Όμως εγώ δεν άντεξα.»
Οι περισσότερες θνητές μητέρες που είχαν γεννήσει νταμπίρ πέθαιναν. Η Κέστρα τελικά δεν ήταν η εξαίρεση και το κυριότερο δεν ήταν θύμα των γονιών μου.
«Την είδα μόνο μία φορά», πήρε μια βαθιά ανάσα.
Ένιωσα πως έπρεπε να κάτσω γιατί θα σωριαζόμουν με τόσα συναισθήματα. Στηρίχτηκα στον τάφο του Κέλλαν και της Χόουπ και προσπάθησα να παίρνω βαθιές ανάσες. Τότε τα συναισθήματά της έγιναν για μερικά λεπτά όμορφα. Στην ανάμνηση της Μόνι ένιωσε σχεδόν... γαλήνια.
«Αυτό δεν ήταν τέρας, είπα στον εαυτό μου. Αυτό εδώ είναι το μωρό μου. Η μητέρα σου μου την έδωσε να την κρατήσω. Ήταν πολύ μικρή αλλά το κλάμα της ήταν δυνατό.»
Ένα αδύναμο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της.
«Προσπάθησαν να με σηκώσουν να με πάνε στο νοσοκομείο. Εγώ όμως τους είπα να μην κάνουν τον κόπο. Ήξερα ότι θα πέθαινα και δεν ήθελα να περάσω τις τελευταίες μου στιγμές παλεύοντας άδικα. Με κράτησαν στα χέρια τους για να μην κρυώνω και με άφησαν να πεθάνω κρατώντας την κόρη μου.»
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Τα συναισθήματά της αλλά και τα δικά μου έκαιγαν το στήθος μου. Από πλευράς της ήταν νοσταλγία για το παιδί της. Εγώ ένιωθα ανακούφιση που οι γονείς μου δεν ήταν δολοφόνοι και πως στάθηκαν στην Κέστρα. Η εικόνα της επίσης να ξεψυχάει στα χέρια της μητέρας μου και της Χόουπ κρατώντας την Μόνι με συγκινούσε με έναν τραγικά όμορφο τρόπο.
«Ήρθες για την Μόνι;», σκούπισα τα δάκρυά μου;
Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της σε μένα. «Μετάνιωσα που δεν την ήθελα. Την βλέπω τώρα μια όμορφη και λαμπρή δεσποινίδα και πονάω που την σκεφτόμουν ένα τέρας. Είναι ό,τι πιο όμορφο είδα ποτέ στην ζωή μου. Γι' αυτό δεν θέλω να την αγγίξει ποτέ ο Νόα. Ό,τι πιάνει το σκοτώνει.»
«Δεν θα του την δώσω ποτέ. Έχεις τον λόγο μου», μπόρεσα και σηκώθηκα αφού τα συναισθήματα και των δυο μας είχαν καταλαγιάσει.
Εκείνη στεκόταν μπροστά μου και η θλίψη της χάθηκε. «Η οικογένεια που την μεγάλωσε την αγαπάει πραγματικά.»
«Ναι», την επιβεβαίωσα. «Την αγαπάει.»
Η εικόνα της άρχισε να θολώνει και ένα δυνατό φως εμφανίστηκε από πίσω της «Κι εγώ», είπε κι η φωνή της ακούστηκε μακρινή. «Πες της το αυτό. Την αγαπάω.»
Η Κέστρα χάθηκε από μπροστά μου και το φως επίσης. Τώρα ένιωθα γαλήνια. Μπόρεσε και προχώρησε. Έπεσα στον τάφο των γονιών μου κι άρχισα να κλαίω κυρίως από χαρά. Είχα βοηθήσει την Κέστρα να βρει γαλήνη και για μερικά λεπτά μπόρεσα να νιώσω αυτή της την χαρά. Είχα ακούσει την βιολογική μητέρα της Μόνι να λέει πως την αγαπούσε και να χαίρεται με την θετή της οικογένεια. Μα πάνω από όλα είχα μάθει πως οι τέσσερις βασιλείς δεν ήταν άκαρδοι όπως μου είπε ο Νόα. Την είχαν βοηθήσει και προστατέψει. Η μητέρα μου κι η Χόουπ ήταν μαζί της μέχρι την τελευταία της στιγμή κι έπειτα περιέθαλψαν το μωρό της. Δεν ανακουφίστηκε μόνο μια μητέρα για το παιδί της, αλλά και μία κόρη για τους γονείς της.
Όταν μπόρεσα και συνήλθα επέστρεψα στο παλάτι. Ο Κάρτερ είχε επιστρέψει και συντρόφευε τους καλεσμένους μας. Μόλις με είδε έκανε να με πλησιάσει, αλλά εγώ του έκανα νόημα να παραμείνει εκεί. Φυσικά θα του έλεγα κι εκείνου όσα μου είπε η Κέστρα αλλά προτεραιότητα είχε η Μόνι. Την φώναξα στο δωμάτιό μου και της διηγήθηκα όλα όσα μου είχε πει περιγράφοντάς της και τα συναισθήματά της. Την ενημέρωσα με κάθε λεπτομέρεια για την συζήτησή μου με την βιολογική της μητέρα και δεν παρέλειψα να της πω πως μπόρεσε να βρει η ψυχή της γαλήνη. Εκείνη με άκουγε σαστισμένη. Η έκφραση της ήταν ακέραιη αλλά στα τελευταία μου λόγια μερικά δάκρυα δραπέτευσαν από τα μάτια της.
«Αλήθεια με αγαπάει;», ψέλλισε και με κοίταξε σχεδόν παρακαλώντας με να της το ξαναπώ.
«Ναι», ένευσα και της χαμογέλασα στοργικά. «Αλήθεια», έκλεισα το χέρι της στο δικό μου.
«Της μοιάζω καθόλου;»
«Εξωτερικά όχι και τόσο», της απάντησα. «Αλλά δεν έχει και τόση σημασία.»
Ξεφύσησε προσπαθώντας να αποτρέψει περισσότερα δάκρυα. «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.»
«Μη με ευχαριστείς. Ήθελα κι εγώ κάποιες απαντήσεις άλλωστε», πέρασα μια τούφα της πίσω από το αυτί της.
«Όπως και να έχει μου έδωσες μεγάλη ανακούφιση. Δεν ξέρω πώς να στο ξεπληρώσω.»
«Ένα πράγμα θέλω μόνο από σένα», σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το γραφείο μου. Έβγαλα από ένα συρτάρι τα χαρτιά της Μόνι που μου είχε δώσει ο Κάρτερ κι ένα κουτί με σπίρτα. Πλησίασα το τζάκι του δωματίου μου και πέταξα μέσα τα χαρτιά, αφού άναψα ένα σπίρτο. Τα άφησαν να καούν για να πάρουν μαζί τους όσες πληροφορίες περιείχαν για την προέλευσή της. «Θέλω να κάψεις τα χαρτιά της υιοθεσίας σου.»
Η Σάρα είχε τα πρωτότυπα χαρτιά. Όμως όσα αυτά τα χαρτιά υπήρχαν, ο κίνδυνος να αποκαλυφτεί η αλήθεια ήταν μεγάλος. Ο Φερνάντο δεν έπρεπε να μάθει ποια ήταν η κόρη του Νόα και κανένας άλλος στο βασίλειο. Έπρεπε με κάθε τρόπο να εξαφανίσω κάθε στοιχείο. Η Μόνι με υπάκουσε και μου είπε πως θα το έκανε απόψε κιόλας.
Αργά το βράδυ ο Κάρτερ ήρθε στο δωμάτιό μου και του είπα όσα συνέβησαν με την Κέστρα. Έπειτα δοκίμασα το φόρεμα της Ελεωνόρας, αφού δεν είχα φάει για αρκετές ώρες και μου έκανε γάντι. Έκανα μια στροφή για να με δει κι ο Κάρτερ και σφύριξε επιδοκιμαστικά.
«Είδες που τσάμπα κοντέψες να σκοτώθείς το απόγευμα;», με ρώτησε μόλις έκατσα δίπλα του.
Καθόμασταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι για να ζεσταθούμε. Η Καταλίνα είχε ξαπλώσει ανάμεσά μας κι απολάμβανε τις χαρές του νέου της σπιτικού.
«Η ομορφιά θέλεις θυσίες», του απάντησα και έστρωσα το ύφασμα πάνω στο στέρνο μου.
«Εσύ δεν χρειάζεται να κάνεις καμία γιατί είσαι πανέμορφη. Εκτός κι αν έχεις κάνει τίποτα βρώμικο για να είσαι έτσι κούκλα», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.
«Ναι, έχω κάνει», ένευσα γρήγορα. «Έχω κάνει μπάνιο στο αίμα αθώων παρθένων για να εξασφαλίσω αυτή την ομορφιά», υπέδειξα με τα δυο μου χέρια το πρόσωπό μου.
«Πρέπει να ήταν πολλές», αποκρίθηκε ο Κάρτερ.
«Πάρα πολλές. Είμαι μια σύγχρονη Ελισάβετ Μπάθορυ», απάντησα κι εκείνος γέλασε δυνατά.
«Ώστε αλήθεια προχώρησε;», με ρώτησε για την Κέστρα.
Εγώ είχα το βλέμμα μου στην φωτιά. Δεν ενοχλούσε καθόλου την όραση μου. Η όψη της με χαλάρωνε και ένιωθα πραγματικά ήρεμη, λες και τίποτα κακό δεν είχε συμβεί τον τελευταίο καιρό.
«Ναι», σταύρωσα τα χέρια μου πάνω στην μακριά φούστα του φορέματος. «Είπε όσα ήθελε να πει και έφυγε. Αν κι εμένα μου έμεινα μια απορία.»
«Τι πράγμα;», με κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια του.
«Η Λόρα», έστρεψα το βλέμμα μου σ' εκείνον. «Νομίζω πως μπόρεσε να την δει.»
Ο Κάρτερ δεν φάνηκε να θορυβείται. «Είναι μωρό γεμάτη αθωότητα κι άγνοια για τον κόσμο στον οποίο ζει. Αυτό της επιτρέπει να βλέπει περισσότερα από όσα βλέπουμε εμείς;»
«Δηλαδή μπορεί κι εμείς να βλέπαμε φαντάσματα όταν ήμασταν μωρά;»
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Τα πάντα είναι πιθανά.»
Αυτό ήταν αλήθεια. Στον κόσμο μας δεν υπήρχαν όρια. Όλα μπορούσαν να συμβούν. Το είχα καταλάβει και με το παραπάνω αυτούς τους μήνες στην Μόιρα.
Η Καταλίνα τεντώθηκε και έτρυψε ελαφρώς την μουσούδα της.
«Πώς σου φαίνεται που από αύριο θα είσαι βασιλικό κουτάβι;», γαργάλησα την κοιλίτσα της.
«Ό,τι καλύτερο», απάντησε ο Κάρτερ κι εγώ γέλασα ελαφρά.
«Με τις εξετάσεις σου τι έγινε;», τον ρώτησα.
«Μια χαρά», μου απάντησε καθησυχάζοντάς με.
«Το αγόρι μου είναι σκληρό καρύδι», τον σκούντηξα με το δάχτυλο μου κι εκείνος χαμογέλασε σαν μικρό παιδί που έπαιρνε έπαινο. «Όμως έχω ένα παράπονο», μόρφασα ενοχλημένη.
«Τι παράπονο;»
«Να», έγειρα το κεφάλι μου στα πλάγια «δεν έχεις κάνει τίποτα... μαγικό μπροστά μου.»
«Έχω κάνει», αποκρίθηκε αναφερόμενος στον βρικόλακα που είχε σκοτώσει μπροστά μου.
«Εννοώ από τότε που το έμαθα. Κάτι μικρό και», δάγκωσα το κάτω χείλος μου «μαγικό.»
Εκείνος το σκέφτηκε λίγο και μου έκανε νόημα να σηκωθώ. Κατευθυνθήκαμε έξω στην βεράντα, όπου μας ακολούθησε κι η Καταλίνα. Δεν είχαμε περάσει πολύ χρόνο μαζί της ούτε χθες ούτε σήμερα και δυσανασχέτησε που την ξαναφήσαμε μόνοι της.
Ο Κάρτερ μάζεψε λίγο χιόνι στο χέρι του δημιουργώντας μια χιονόμπαλα. Μόλις μου την πέταξε έβαλα τα χέρια μου μπροστά για προστασία, αλλά δεν την ένιωσα να με χτυπάει. Ανασήκωσα το βλέμμα μου και είδα φούσκες να χορεύουν γύρω μου. Η Καταλίνα έτρεχε γαβγίζοντας και κουνώντας την ουρά της ενθουσιασμένη. Μια φούσκα μάλιστα έσκασε στην μουσούδα της ξετρελαίνοντάς την. Οι φούσκες με είχαν περικυκλώσει και μπορούσα να δω την αντανάκλαση μου.
«Είναι πανέμορφο», ψέλλισα με κομμένη την ανάσα.
Ο Κάρτερ με μια κίνηση του χεριού σήκωσε κι άλλο χιόνι χωρίς να το ακουμπάει μετατρέπωντάς το σε οβάλ, υδάτινα, καθρεφτάκια. Η μαγεία –κυριολεκτική και μεταφορική- με συνεπείρε κι άρχισα να κάνω γρήγορες, χορευτικές στροφές αφήνοντας το μαγεμένο νερό να με έχει περικυκλώσει. Σύντομα το γέλιο το δικό μου και του Κάρτερ ενώθηκαν με το χαρωπό γάβγισμα της Καταλίνας κι η ατμόσφαιρα, αν και χιονισμένη, ζεστάθηκε από αυτή την στιγμή. Έτρεξα γρήγορα και κλείστηκα στην αγκαλιά του Κάρτερ και τα χείλη μας ενώθηκαν. Το σώμα του στα χέρια μου άρχισε να χαλαρώνει. Ποτέ άλλοτε δεν τον είχα ξανανιώσει τόσο ήρεμο. Κι εγώ όμως ήμουν αρκετά ήρεμη μετά την κουβέντα μου την Κέστρα. Μπόρεσα και μάζεψα αρκετό κουράγιο για την μεγάλη στιγμή.
Την επόμενη μέρα το παλάτι κινούταν με γρήγορους ρυθμούς για την βραδινή προκήρυξη. Ο Ντιμίτρι είχε έρθει νωρίς στο δωμάτιό μου για να με εμψυχώσει φέρνοντάς μου το σπαθί του πατέρα μου. Ήταν αρκετά βαρύ και στην άκρη της λαβής του ήταν σκαλισμένο το μικρό του όνομα.
«Πλέον σου ανηκεί», μου αποκρίθηκε μόλις το σήκωσα στα χέρια μου «μεγαλειοτάτη», έκανε μια βαθιά υπόκλιση.
Η λέξη 'μεγαλειοτάτη' ήχησε βαριά στα αυτιά μου. Ευχάριστα όμως.
«Σ' ευχαριστώ Ντιμίτρι», το άφησα προσεκτικά στην θήκη του και τον αγκάλιασα. «Σύντομα θα είσαι κι επίσημα φρουρός μου.»
Εκείνος χαμογέλασε ονειροπόλα. «Έχουμε και την εύνοια του βασιλιά», μου έκλεισε το μάτι.
Ο Ντιμίτρι με τον Κάρτερ είχαν γίνει σχεδόν αυτοκόλλητοι και χαιρόμουν γι' αυτό. Τουλάχιστον μπόρεσε με τον έναν Μάρεϊ να είναι καλά γιατί με την Μέλανη καιγόταν χωρίς ανταπόκριση. Μου ορκιζόταν πως πάλευε να το ξεπεράσει, αλλά εγώ ήμουν σίγουρη πως δεν έκανε καμία προσπάθεια. Την ήθελε πολύ και πιθανόν να την είχε ερωτευτεί. Κι εγώ ήξερα πως άπαξ κι ο έρωτας φωλιάσει μέσα σου δύσκολα έφευγε. Πόναγα να τον σκέφτομαι να υποφέρει κι όσο και να έδειχνε πως ήταν καλά, εγώ ήξερα ότι δεν ήταν. Ευχόμουν μόνο να γνώριζε κάποια καινούρια κοπέλα σύντομα κι έβγαζε την Μέλανη από το μυαλό του και πιθανώς κι από την καρδιά του.
Αργά το απογεύμα ετοιμάστηκα κι η Μέλανη ήρθε στο δωμάτιό μου για να με δει πριν συνοδεύσει εμένα και τον Κάρτερ στο αίθριο, όπου μας περίμεναν. Φορούσε μια ροζ τουαλέτα σε παρόμοιο στυλ με το δικό μου. Είχα μαζέψει τα μαλλιά της σε έναν χαμηλό κότσο και φορούσε την πριγκιπική μου κορώνα, την οποία της είχα δώσει. Εγώ στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη και χτένιζα απαλά τις μπούκλες μου. Με πλησίασε και ακούμπησε τον πιγούνι της στον ώμο μου. «Είσαι έτοιμη;», σχεδόν ψιθύρισε.
Εγώ πήρα μια βαθιά ανάσα και την κοίταξα μέσα από τον καθρέφτη. «Γεννήθηκα γι' αυτό», της απάντησα.
Ο Κάρτερ μας περίμενε στην άκρη του διαδρόμου φορώντας την βασιλική στολή του προγόνου του, Γουλιέλμου. Η εικόνα του απέπνεε δέος. Όποιος και να τον έβλεπε δεν θα μπορούσε να συγκρατηθεί και να μην υποκλιθεί μπροστά του.
Κλείδωσε τα δάχτυλά του γύρω από τα δικά μου και με την Μέλανη να μας ακολουθεί κατευθύνθηκαμε στο αίθριο. Μπαίνοντας μέσα όλοι υποκλίθηκαν ελαφρά. Στην άκρη δύο νεαροί έψελλαν έναν ύμνο στα λατινικά. Το άσμα μιλούσε για την δόξα που είχε κάθε νταμπίρ βασιλιάς και την οποία θα περνούσε στον λαό του με την ευλογία κάθε υπερδύναμης. Ακολουθώντας τον ρυθμό εγώ με τον Κάρτερ περπατήσαμε τον διάδρομο που μας είχαν φτιάξει με ένα πορφυρό χαλί και πέταλλα από τριαντάφυλλα. Στο τέλος είχαν δημιουργήσει ένα ελαφρύ ύψωμα κι είχαν τοποθετήσει δύο καρέκλες με ψηλές πλάτες και επενδυμένες με σκούρο μωβ ύφασμα.
Ανεβήκαμε στο ύψωμα και στρέψαμε το βλέμμα μας στους συγκεντρωμένους. Το βλέμμα μου έπιασε πολλούς γνωστούς. Είδα τους φίλους μου, τον Ντιμίτρι, τον Αλφόνσο και τον Ενρίκε, τον Σον και τον Μάικλ, την Σάρα και την Οκτόμπερ, παιδιά από το σχολείο, μέλη του συμβουλίου και της φρουράς. Για αυτούς έκανα ό,τι έκανα και για πολλούς άλλους που δεν ήταν απόψε εδώ. Όταν οι νεαροί σταμάτησαν να ψέλνουν εγώ κι ο Κάρτερ πήραμε τον λόγο.
«Πολίτες της Μόιρα», ξεκίνησε εκείνος «είμαστε βαθύτατα χαρούμενοι και συγκινημένοι που είστε σήμερα εδώ μαζί μας για να στηρίξετε το έργο μας.»
«Η σημερινή μέρα», πήρα τον λόγο εγώ «θα μείνει στην ιστορία ως η μέρα που δεν φοβηθήκαμε τους αντιπάλους μας και δεν ξεχάσαμε ποιοι είμαστε κι από πού προερχόμαστε. Είθε η βασίλισσα Πετρονέλλα κι ο βασιλιάς Γουλιέλμος να μας ευλογήσουν τούτη την μέρα κι όλες τις μέρες που θα έρθουν.»
Ένα συγχρονισμένο αμήν ακούστηκε από τα χείλη όλων κι εγώ με τον Κάρτερ καθίσαμε στις καρέκλες μας. Οι ψαλμοί ξανάρχισαν και πολλοί σιγοτραγουδούσαν μαζί με τους νεαρούς για να μας εμψυχώσουν. Ο πατέρας Ερρίκος – ο ιερέας της πόλης- σταύρωσε με τον αντίχειρά του τα κούτελά μας αλοίφοντας λάδι κι αγιασμό. Η πράξη αυτή δήλωνε την επουράνια επιλογής μας και το άβατο μας, ότι δηλαδή τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να μας διώξει από τον θρόνο μας παραμόνο ο Θεός. Αυτή η ιεροτελεστία γινόταν στην στέψη αλλά έπρεπε να γίνει από τώρα σαφές πως ήμασταν άμεμπτοι σε επίγειους κινδύνους όπως ο σφετεριστής Φερνάντο. Έπειτα η Μέλανη, ως γόνος βασιλέα και πρίγκιπισσα, πήρε τα στέμματα και τα ακούμπησε στα κεφάλια μας, πρώτα στον Κάρτερ –επειδή ήταν μεγαλύτερος- και μετά σε μένα. Ένα ρίγος διέτρεξε την ραχοκοκαλιά μου φορώντας το βασιλικό μου στέμμα και μειδίασα ελαφρά. Βαρύ είναι το κεφάλι που έφερε το στέμμα, μα ακόμα πιο βαριά ήταν η καρδιά που δεν το ήθελε πραγματικά.
Η Μέλανη στάθηκε ανάμεσα μας και με δυνατή φωνή αποκρίθηκε: «Να ζήσει ο βασιλιάς κι η βασίλισσα.»
Όλοι επανέλαβαν τρεις φορές τα λόγια της αυτά κι οι φωνές τους αντήχησαν σε ολόκληρη την Μόιρα.
«Μεγαλειοτάτη», η Μόνι, ο Σκοτ κι ο Τσέις υποκλίθηκαν μόλις τους πλησίασα.
Η γιορτή είχε αρχίσει κι όλοι είχαν ξεχυθεί να χορέψουν και να κάνουν προπόσεις στην υγειά του βασιλιά και της βασίλισσας.
«Δεν χρειάζεται να με αποκαλείται έτσι σε ανεπίσημες στιγμές», αποκρίθηκα.
«Κανονικά δεν χρειάζεται ούτε και σε επίσημες, γιατί δεν ταιριάζει με το μέγεθος», απάντησε ο Τσέις κι όλοι γέλασαν.
«Γι' αυτά σου τα λόγια θα με συνοδεύσεις σε έναν χορό», ανασήκωσα το χέρι μου.
«Μα τι τιμωρία κι αυτή», μου έκλεισε το μάτι και χόρεψε μαζί μου.
Ουσιαστικά σήμερα ήταν η πρώτη μου μέρα ως βασίλισσα. Όλοι με αποκαλούσαν πλέον 'μεγαλειοτάτη' ή βασίλισσα Ορόρα. Τέρμα το 'πριγκίπισσα' για μένα. Αυτός ήταν ο τίτλος της Μέλανης τώρα. Εκείνη δεν ένιωθε όμως τόσο άνετα όσο εγώ με τον Κάρτερ απέναντι στο βασιλιάς/βασίλισσα. Πολλές φορές μου είπε μέσα στην βραδιά να βιαστώ να κάνω παιδιά. Εγώ την καθησύχασα πως μόνο ο τρόπος με τον οποίο θα την αποκαλούσαν από εδώ και πέρα άλλαξε. Δεν είχα σκοπό να τις φορτώσω περισσότερες ευθύνες από όσες είχε και θα είχε ως μέλος του συμβουλίου. Επίσης, ήμουν δεκαοκτώ και δεν σκεφτόμουν και πολύ σύντομα τα παιδιά.
Η βραδιά ήταν ένας πολύ ευχάριστος αντιπερισπασμός από την ανησυχία μου για τον Φερνάντο. Ήμουν σίγουρη πως θα το μάθαινε κι ένιωθα κάπως ικανοποιημένη όταν τον σκεφτόμουν να τρώγεται με τα ρούχα του επειδή είχε χάσει αυτή την παρτίδα. Όχι, μόνο την παρτίδα ξαδερφούλη, σκεφτόμουν, μα όλο το παιχνίδι.
«Ορόρα έρχεσαι λίγο», ο Ντιμίτρι με διέκοψε ενώ μιλούσα μα κάποια μέλη του συμβουλίου κι η έκφρασή του έδειχνε πως υπήρχε ανάγκη.
Ζήτησα συγγνώμη από τους συνομιλητές μου και τον ακολούθησα. «Τι συμβαίνει;»
«Πρέπει να πάμε στην είσοδο της πόλης», μου εξήγησε κι έκανε νόημα στον Κάρτερ.
Εκείνος μας πλησίασε άνετος και ψύχραιμος για να μην κινήσουμε υποψίες.
«Τι έγινε;», μας ρώτησα αφού μας πλησίασε.
«Ο Χουάν», απάντησε ο Ντιμίτρι.
«Τι ο Χουάν;», τον ρώτησε ο Κάρτερ γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι του.
«Είναι στην είσοδο και θέλει να μιλήσει στην Ορόρα.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση...»
«Κάρτερ», τον διέκοψα.
Εκείνος με κοίταξε συνοφρυωμένος. «Θα πας;»
«Πρέπει να δω τι θέλει», του απάντησα και έφυγα από το αίθριο με τον Ντιμίτρι. Ο Κάρτερ μας ακολουθούσε προσπαθώντας να με μεταπείσει.
«Εγώ θα πάω», φόρεσα την κάπα μου κι ο Ντιμίτρι το παλτό του. «Θα έρθεις ή θα μείνεις εδώ να διατάζεις τους τοίχους;»
Αναστέναξε βαριά. «Μεγάλη η χάρη σου», αποκρίθηκε και πήρε κι εκείνος το δικό του παλτό.
Ο Ντιμίτρι μας οδήγησε στην είσοδο. Ο Νέιθαν κι ο υπεύθυνος φρουρός στέκονταν μπροστά από τον Χουάν. Εκείνοι ειδοποιήσαν και τον Ντιμίτρι άλλωστε. Ο Χουάν βρισκόταν πίσω από τα όρια της πόλης. Ένα εκνευριστικό μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του μόλις βγήκα από το αυτοκίνητο. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν τον είδα ήταν ο Νόα. Άραγε να τον είχε στείλει εκείνος; Θα μάθαινα σύντομα.
Όταν τον πλησίασα έκανα νόημα στον φρουρό και τον Νέιθαν να απομακρυνθούν. Εκείνοι κατένευσαν και μπήκαν στο σπίτι του Νέιθαν.
«Έμαθα είσαι βασίλισσα τώρα», αποκρίθηκε ο Χουάν όταν μείναμε οι τέσσερίς μας κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση «Τα σέβη μου.»
«Γιατί ήρθες;», τον ρώτησα κι εκείνος μισόκλεισε τα μάτια του.
«Αλήθεια δεν σου έχω λείψε καθόλου;», έβαλε το ένα του χέρι στη μέση του «ούτε την προηγούμενη φορά που σε είδα ήσουν θερμή. Σε έχει αλλάξει αυτό το μέρος.»
«Εσύ δεν είπες ότι με προτιμούσες έτσι;», η φωνή μου ήταν γεμάτη ειρωνεία.
«Όχι τόσο ψυχρή», κούνησε το κεφάλι του. «Εκτός κι αν έχεις σκοπό να με ζεστάνεις με άλλο τρόπο», έκανε να απλώσει το χέρι του αλλά ο Κάρτερ άρπαξε τον καρπό του.
Ο Χουάν γέλασε πνιχτά. «Μάλλον δεν σου αρέσει να μοιράζεσαι από ότι κατάλαβα», απευθύνθηκε στον Κάρτερ.
«Πολύ σωστά κατάλαβες», του απάντησε κι άφησε το χέρι του σχεδόν πετώντας το. «Λέγε τώρα γιατί ήρθες.»
Ο Χουάν έτρυψε τον καρπό του και στράφηκε στον Ντιμίτρι. «Τον αφήνεις να μιλάει έτσι στον φιλαράκο σου;»
«Στον 'φιλαράκο' μου θα έκανα πολύ χειρότερα αν δεν ήταν οι δυο τους μπροστά», του απάντησε.
Κούνησε το κεφάλι του από απόγνωση. «Σε θέλει ο Νόα», μου είπε.
Όπως το περίμενα.
«Θέλει να σας μιλήσει», συμπλήρωσε απευθυνόμενος και στον Κάρτερ αυτή την φορά.
«Εμείς δεν θέλουμε», του απάντησε ο Κάρτερ.
«Το ήξερε ότι θα αρνιόσασταν.»
«Αφού το ήξερε γιατί έκανε τον κόπο;», ρώτησε ο Ντιμίτρι.
Ο Χουάν κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. «Είπε πως είναι πρόθυμος να σου απαντήσει στις ερωτήσεις σου.»
Ήταν αλήθεια πρόθυμος να μου πει γιατί με θεωρούσε βασίλισσά του; Ή έστηνε μία ακόμη παγίδα;
«Είπε επίσης», συμπλήρωσε πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε «πως ξέρει ότι η κόρη του είναι εδώ μέσα, οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχείτε.»
Ο Κάρτερ με κοίταξε απορημένος. Δεν ήξερε τι ερωτήσεις είχα κάνει εγώ στον Νόα. Δεν πρόλαβα να το συζητήσω ποτέ μαζί του.
Από την άλλη ήθελα να πάω. Δεν ήξερα πως έμαθε για την Μόνι κι αν ήξερε κι άλλα, αλλά μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να μάθω.
«Πού είναι τώρα;», ρώτησα τον Χουάν.
«Σοβαρά θα πάτε;», πετάχτηκε ο Ντιμίτρι.
«Είναι πολύ κοντά», μου απάντησε ο Χουάν «θα σας δείξω τον δρόμο. Αρκεί να έρθετε μόνο οι δυο σας.»
Ο Κάρτερ κι εγώ δεν είπαμε τίποτα κι ο Ντιμίτρι δεν συναινούσε. «Δεν πρόκειται να σας αφήσω να πάτε μόνοι σας.»
Το βλέμμα του Κάρτερ συνάντησε το δικό μου. Το σκεφτόταν κι εκείνος να πάμε πραγματικά να δούμε τι μας ήθελε.
«Αν γίνει το οτιδήποτε θα σε φωνάξουμε», αποκριθήκε ο Κάρτερ στον Ντιμίτρι. Εκείνος έφερε αντίρρηση αλλά τον παρακαλέσαμε κι οι δύο να μας αφήσει. Αν έμενε στην είσοδο θα μπορούσε να τρέξει προς βοήθεια μας σε περίπτωση κινδύνου.
Ακολουθήσαμε λοιπόν τον Χουάν, ο οποίος μας οδήγησε στον Νόα. Ήταν πράγματι πολύ κοντά στην είσοδο και η παραμικρή συμπλοκή θα γινόταν αντιληπτή έγκαιρα. Ο Νόα όμως δεν φαινόταν απειλητικός. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο κι η έκφρασή του ελαφρώς μελαγχολική. Εγώ με τον Κάρτερ σταθήκαμε μερικά μέτρα μακριά του κι ο Χουάν δίπλα του.
«Ώστε είσαι όντως ζωντανή», σχεδόν αναφώνησε βλέποντάς με.
«Ποιος σου είπε ότι είχα πεθάνει;», τον ρώτησα διατηρώντας τον τόνο της φωνής μου σταθερό.
«Άκουσα την καρδιά σου να σταματάει», μου απάντησε. «Υποθέτω πως ο Μάρεϊ έχει ορισμένα κρυφά ταλέντα;»
«Πολλά», μουρμούρισε «Μπες τώρα στο θέμα.»
Ο Νόα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Κατ' αρχάς ξέρω ότι η κόρη μου είναι εκεί μέσα», υπέδειξε την Μόιρα.
«Ποιος σου είπε κάτι τέτοιο;», τον ρώτησε ο Κάρτερ.
«Θα φτάσω κι εκει. Πρώτα όμως», τα κόκκινα μάτια του στράφηκαν σε μένα «πες μου πώς είναι;»
Κοιταχτήκαμε για λίγο με τον Κάρτερ. Ήξερε ήδη την βασική λεπτομέρεια. Μερικές παραπάνω δεν θα έβλαπταν κανέναν.
«Το όνομά της είναι Μονίκ Αντέλα Τζόνσον, αλλά εμείς την φωνάζουμε Μόνι», του απάντησα. «Είναι πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη και το καλοκαίρι θα μπει στο βασιλικό συμβούλιο.»
«Μου μοιάζει;», για μια στιγμή μια υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στα χείλη του.
«Όχι», απάντησα θέλοντας να τον πονέσω. Του το χρωστούσα μετά από όσα με είχε κάνει να υπομείνω και τα ψέματα που είχε πει. «Δεν έχει καμία σχέση μαζί σου. Είναι καλόψυχη και συμπονετική και πάνω από όλα φιλαλήθης.»
Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμήλωσε το βλέμμα του. «Ξέρει για μένα;»
«Τα πάντα», του απάντησε ο Κάρτερ. «Οπότε καταλαβαίνεις ποια θα είναι η γνώμη της για σένα.»
«Άμα είναι βασισμένη στην δική σας γνώμη θα είναι γεμάτη προκαταλήψεις», αποκρίθηκε μέσα από τα δόντια του.
«Ούτε η Κέστρα σε είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση.»
Τα λόγια μου αυτά τον έκαναν σχεδόν να αναριγήσει. Διατήρησε όμως την ακεραιότητά του.
«Τι έγινε;», έγειρα ελαφρά το κεφάλι μου. «Δεν υπήρχε και ιδιαίτερος έρωτας μεταξύ σας τελικά ε;»
«Εγώ την ερωτεύτηκα», ξεροκατάπιε. «Εκείνη όμως...»
«Μας είπες ψέματα», η φωνή του Κάρτερ ήταν πιο επιθετική κι από το βλέμμα του. «Μας άφησες να πιστεύουμε πως οι γονείς μας ήταν τέρατα και σκότωσαν την Κέστρα.»
«Αυτό νόμιζα κι εγώ», ο Νόα υπερασπίστηκε τον εαυτό του. «Αυτό μου είχε πει.»
«Ποιος;», τον ρώτησα.
Έσφιξε τα χείλη του. «Ο χειρότερός σου εφιάλτης», τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω μου κι αναρίγησα στα λόγια του.
«Μην προσπαθείς να την τρομοκρατήσεις», ο Κάρτερ έκανε ένα βήμα μπροστά.
«Δεν θέλω να την τρομοκρατήσω», ο Νόα στράφηκε σε εκείνον «θέλω να την προειδοποιήσω.»
«Να με προειδοποιήσεις για τι;»
«Για τον Κάτω Κόσμο.»
Ο Κάρτερ κάγχασε σε αυτά του τα λόγια. Ο Νόα δεν φάνηκε όμως να αστειεύεται. Γιατί ήθελε να με προστατέψει από τον Κάτω Κόσμο; Ήθελε να μην πεθάνω ή τίποτα τέτοιο;
«Σοβαρολογείς;», ο Κάρτερ έγειρε το κεφάλι του μπροστά. «Ο Κάτω Κόσμος υπάρχει;»
«Υπάρχει», ο Νόα ένευσε γρήγορα «και δεν έχει καμία σχέση με αυτό που νομίζετε ή βασικά», κοίταξε εμένα «νομίζεις.»
«Τι θέλεις να πεις;», τον ρώτησα.
«Ο Κάτω Κόσμος υποτίθεται πως είναι η μεταθανάτια βασιλική Αυλή», άρχισε να μας εξηγεί. «Πέραν όμως αυτού έχει κι άλλες... ιδιότητες ας το πούμε. Αυτός που τον κυβερνά λέγεται Ντέμιεν.»
Το όνομα αυτό δεν μου έλεγε τίποτα κι ούτε και του Κάρτερ.
«Δεν ξέρω πως κατέληξε να τον κυβερνά και πως έχει τις δυνάμεις που έχει», συνέχισε «αλλά είναι πολύ δυνατός και επικίνδυνος. Έχει δημιουργήσει ένα ουσιαστικά βασίλειο κυβερνώντας τους νεκρούς βασιλείς. Κι όπως κάθε βασιλιάς έτσι κι αυτός χρειάζεται μια βασίλισσα. Πριν από περίπου δύο αιώνες έκανε μια συμφωνία με δυο βασιλείς σας: Την Μαργαρίτα και τον Φίλιππο.»
«Τι είδους συμφωνία;», διέκοψε ο Κάρτερ την διήγησή του.
Ο Νόα πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαύρα μαλλιά του. «Μια θυσία», αποκρίθηκε. «Ο Ντέμιεν έχει πολλές δυνάμεις. Μία από αυτές είναι να προβλέπει το μέλλον. Προέβλεψε λοιπόν πως κάποια στιγμή θα γεννιόταν μια γυναίκα, η οποία θα μπορούσε να κυοφορήσει ένα ιδιαίτερο παιδί. Ζήτησε λοιπόν από την Μαργαρίτα και τον Φίλιππο να αφήσει νόμο στους διαδόχους τους πως όποτε ζητούσε την γυναίκα του θα του την έδιναν, όποια και να ήταν αυτή.»
«Και γιατί έκαναν αυτή την συμφωνία;», τον ρώτησα. «Τι θα τους έδινε αυτός;»
«Δεν ξέρω», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Εσύ τι σχέση έχεις με τον Κάτω Κόσμο;», τον ρώτησε ο Κάρτερ κάτι που κι εγώ ήθελα να τον ρωτήσω.
«Ο Ντέμιεν είναι επικίνδυνος ακόμα και για τους βρικόλακες», μας απάντησε. «Έχει καταφέρει να μας υποτάξει και να είναι βασικά ο βασιλιάς μας.»
Αν ο Ντέμιεν ήταν ο βασιλιάς του κι εγώ η βασίλισσά του... Το στομάχι μου άρχισε να ανακατεύεται. Πρόεβλεπα συνταρρακτικές αποκαλύψεις μία ακόμη φορά.
Ο Νόα ξεφύσησε και στράφηκε σε μένα.
«Εγώ είμαι η θύσια;», τον ρώτησα χαμηλόφωνα.
Ο Κάρτερ κάρφωσε το βλέμμα του στον Νόα περιμένοντας την απάντησή του.
«Ναι», άπαντησε εκείνος κι ένιωσα έτοιμη να σωριαστώ.
«Γιατί; Γιατί η Ορόρα;», η φωνή του Κάρτερ σχεδόν έτρεμε.
«Έχουν προφητευτεί πολλά για σένα», απευθύνθηκε σε μένα. «Το κυριότερο είναι πως θα γεννήσεις την καταστροφή του Ντέμιεν.»
Τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν κι ένιωθα σαν να τρυπάνε το κεφάλι μου. Αυτό ήταν το 'ιδιαίτερο' παιδί που είχε προβλέψει ο Ντέμιεν.
«Τι είναι αυτά που λες;», ο Κάρτερ το είχε πιο εύκολο να μιλήσει.
«Είναι η αλήθεια. Ο Ντέμιεν θέλει την Ορόρα για βασίλισσά του γιατί θέλει να την αποτρέψει από το να κάνει οικογένεια με οποιονδήποτε άλλον. Γι' αυτό είχε κυνηγήσει και την μητέρα σου.»
«Τι;», κατάφερα να μιλήσω μέσα στην ζαλάδα μου.
«Ήερε ότι η Μαρέβα θα γεννούσε την μητέρα της καταστροφής του. Έτσι ζήτησε εκείνη ως σύζυγό του από τον Ραμόν κι εκείνος αρνήθηκε. Την είχε αγαπήσει σαν κόρη του.»
Όλη μου την ζωή πίστευα πως ο παππούς μου δεν ήθελε την μητέρα μου για νύφη του και τώρα μάθαινα ότι δεν τήρησε την συμφωνία που είχαν κάνει οι προκάτοχοί του για χάρη της.
«Ψέματα», μου είπε ο Νόα όταν εξωτερίκευσα την σκέψη μου. «Ο παππούς σου την αγαπούσε και έκανε τα πάντα για να την προστατέψει. Γι' αυτό ο πατέρας σου σου είπε ψέματα, γιατί αλλιώς θα αναγκαζόταν να σου πει τα πάντα για τον Ντέμιεν , ο οποίος παρεπιπτόντως δεν το έβαλε κάτω. Φρόντισε να δηλητηριάσει την μητέρα σου την ώρα που σε γεννούσε. Είχε ένα κατάσκοπο μέσα στο νοσοκομείο. Εσύ όμως έζησες.»
Ούτε ότι η μητέρα μου δηλητηριάστηκε ήξερα. Δεν ήξερα τίποτα. Τα μάθαινα όλα τώρα κι όλο μου το σώμα πονούσε.
«Θέλει να με σκοτώσει;»
«Αν δεν γίνεις βασίλισσά του θα σε σκοτώσει.»
«Ζωντανή θα πάει στον Κάτω Κόσμο για να γίνει βασίλισσά του;», απόρησε ο Κάρτερ κι ο Νόα ένευσε.
Τα πόδια μου μούδιασαν και δεν με βαστούσαν. Ο Κάρτερ με έπιασε από την μέση και με κράτησε λίγο πριν σωριαστώ.
«Γιατί μου τα λες όλα αυτά;», ρώτησα τον Νόα. «Γιατί προδίδεις τον βασιλιά σου;»
«Γιατί με πρόδωσε κι αυτός», μου απάντησε. «Μου είχε υποσχεθεί πως αν σε έφερνα σε εκείνον θα μου έλεγε την αλήθεια για την κόρη μου. Αλλά εγώ επικεντρώθηκα στο παιδί μου κι έχασα πολύτιμο χρόνο, σύμφωνα με εκείνον. Όταν πέθανες και μετά...» κοίταξε για λίγο τον Κάρτερ «έγινε έξαλλος. Μου είπε πως το παιδί μου βρισκόταν στην Μόιρα όλο αυτό τον καιρό και πως δεν μπορούσα να κάνω ούτε μια δουλειά σωστά. Μου έλεγε ψέματα όλο αυτό τον καιρό και με χρησιμοποιούσε», αναστέναξε. «Αφού τουλάχιστον εσείς την φροντίζετε το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να σας πω την αλήθεια», έστρεψε το βλέμμα του σε μένα. «Είσαι άλλωστε η βασίλισσά μου.»
«Αυτά είναι όλα όσα ξέρεις για τον Κάτω Κόσμο και τον Ντέμιεν;», τον ρώτησε ο Κάρτερ.
Ο Νόα κατένευσε. «Μπορείτε όμως να βρείτε περισσότερες πληροφορίες στα ημερολόγια του Έιναρντ.»
Ο Έιναρντ ήταν ο σύζυγος της Μόιρα κι ο πατέρας του Γεώργιου.
«Και πού είναι αυτά;», τον ρώτησα.
«Στην Βρίλυ», μας απάντησε.
Η Βρίλυ ήταν μια μικρή κοινότητα νταμπίρ στο βουνό Υμηττό της Ελλάδας. Από εκεί η Μόιρα κι άλλα νταμπίρ αναζήτησαν ένα μέρος για να χτίσουν μια μεγαλύτερη κι ασφαλέστερη κοινότητα. Έτσι με τα κάταλληλα πλοία έφτασαν στην Αμερική το 1100, πριν καν την ονειρευτούν οι θνητοί Ισπανοί και Πορτογάλοι.
«Μπορούμε να βασιστούμε σε σένα για ό,τι άλλο χρειαστούμε;», τον ρώτησε ο Κάρτερ.
«Μπορείτε», κατένευσε. «Έχω κουραστεί με την τυραννία του και πολλοί άλλοι.»
«Ο Ίαν;», τον ρώτησα.
Δεν ήταν μαζί μας κι αναρωτιόμουν που ήταν.
Ο Νόα κοιτάχτηκε λίγο με τον Χουάν, ο οποίος ήταν ουσιαστικά αδρανής σε όλα αυτά. «Ο Ίαν είναι χαμένη υπόθεση.»
Το έθεσε κόσμια. Εγώ το έλεγα τρελό για τα σίδερα.
«Κι εσύ γιατί τον έκανες βρικόλακα;», τον ρώτησε ο Κάρτερ.
«Ο Ντέμιεν με διέταξε», αναστέναξε. «Έτσι θα έχανε όσες δυνάμεις του είχε δώσει για να σας ελέγχει.»
Αυτό εννοούσε ο Ίαν όταν μας είπε πως είχε κάνει μια συμφωνία με τον διάολο.
Όλες αυτές οι αποκαλύψεις με έκαναν να νιώθω άρρωστη. Ο Κάτω Κόσμος υπήρχε όπως το ήξερα αλλά δεν ήταν αυτό που ήλπιζα. Ο βασιλιάς του, ο Ντέμιεν ήθελε να με κάνει μια σύγχρονη Περσεφόνη, γιατί σύμφωνα με τις προβλέψεις του θα γεννούσα την καταστροφή του. Είχε προσπαθήσει να φυλακίσει πρώτα την μητέρα μου για να αποτρέψει την γέννησή μου κι όταν δεν τα κατάφερε προσπάθησε να με σκοτώσει πριν βγω στον κόσμο. Όλα αυτά εξηγούσαν τα ψέματα του πατέρα μου και την συνεχή του άρνηση να με φέρει στην Μόιρα, στα έγκατα της οποίας υπήρχε ο Κάτω Κόσμος.
Εκεί που έλεγα πως η ζωή μου δεν μπορεί να γίνει πιο ταρραχώδης κάτι συνέβαινε και με διέψευδε. Τώρα όμως είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Έπρεπε να προστατέψω τον εαυτό μου, το βασίλειο μου και το παιδί μου, όποτε αυτό ερχόταν στον κόσμο.
Δεν ήθελα να είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίον ο Κάρτερ θα πειθόταν για τον Κάτω Κόσμο. Δεν ήθελα να είναι καν αυτός ο τρόπος με τον οποίο θα κατέληγα εκεί.
Όλο μου το σώμα έτρεμε και δεν υπήρχε σημείο του κορμιού μου που να μηνπόναγε. Δεν μπορούσα να συμφιλιωθώ με αυτή την πραγματικότητα. Πίστευα πωςέβλεπα απλώς έναν εφιάλτη και κάποια στιγμή θα ξύπναγα. Όσο και να περίμεναόμως δεν άλλαζε τίποτα. Δεν ονειρευόμουν, ζούσα την αλήθεια. Μια αλήθεια πουήταν κρυφή όλα αυτά τα χρόνια, τουλάχιστον σε μένα. Άραγε πόσοι ακόμη να ήξεραντην τραγική μου μοίρα; Σίγουρα οι μεγαλύτεροι όπως ο Σον. Τα περισσότερα όμωςήλπιζα να τα μάθαινα από τα ημερολόγια του Έιναρντ. Μετά τα Χριστούγενναλοιπόν, προβλεπόταν ταξίδι στην μακρινή Βρίλυ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top