21. Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ
Γενέθλια. Η μέρα εκείνη που είσαι το κέντρο της προσοχής, πνίγεσαι από δώρα κι ευχές για μια μακρόχρονη κι ευτυχισμένη ζωή. Ως νταμπίρ η μακροζωία είναι δυνατή αλλά όχι πάντα εφικτή. Έξω υπάρχουν τόσοι εχθροί που θα ήθελαν την βασίλισσα νεκρή και το βασίλειο αποδεκατισμένο ή δικό τους. Σήμερα όμως είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να ηρεμήσει από υποχρεώσεις και αιμοσταγείς βρικόλακες που ζητούσαν πίσω τα παιδιά τους. Σήμερα θα περνούσα την μέρα όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα. Ήταν κρίμα που δεν είχα και τους γονείς μου μαζί μου. Ήταν τα πρώτα γενέθλια που θα τα περνούσα χωρίς εκείνους κι ένιωθα πολύ μουδιασμένη. Ήταν σαφώς καλύτερο από το να κλαίω όλη μέρα και να μην μπορώ να σταθώ στα πόδια μου από την στενοχώρια. Είχαν ήδη περάσει σχεδόν τέσσερις μήνες από τον θάνατό τους κι είχα μάθει να ζω με την απώλειά τους. Δεν είχα άλλωστε πολλά περιθώρια να πενθήσω με τόσες αναποδιές. Λίγο ο Έλιοτ, λίγο ο Νόα με τον Ίαν, λίγο η ίδια μου η οικογένεια... Που χρόνος για πένθος;
Η Μόνι είχε περάσει το βράδυ μαζί μου στο παλάτι, γιατί δεν ήθελα να γυρίσει στους κοιτώνες αργά το βράδυ. Κυρίως ήθελα να την νιώσω δίπλα μου και να σιγουρευτώ πως είχε συνέλθει από το σοκ κι ήταν καλά. Ίσως να συμπεριφερόμουν πιο υπερβολικά κι από την ίδια την Σάρα, αλλά δεν μπορούσα να το ελέγξω. Ένιωθα έναν δεσμό μαζί της. Ίσως γιατί εκείνη την ήξερα από πολύ πριν γνωρίσω ακόμα και τον Κάρτερ κι επειδή αναθραφήκαμε από την ίδια γυναίκα. Το βασικότερο όμως ήταν η μεγάλη μου ανάγκη να την προστατέψω από τον Νόα. Ήξερα πως ήταν και κάθε άλλο παρά στοργικός πατέρας θα γινόταν. Κι εγώ κι ο Κάρτερ ήμασταν σίγουροι ότι θα την άλλαζε, όπως άλλαξε τον Ίαν κι όπως τον άλλαξε ο δικός του πατέρας. Δεν θα άφηνα μια τέτοια λαμπρή υπήκοο να χαθεί στην αιματηρή αυτή κατάρα.
Η Μόνι μόλις ξύπνησε πήγε σιγά σίγα προς την πόρτα. Εγώ ήμουν μεταξύ ύπνου και ξυπνήματος, οπότε δεν έδωσα πολύ σημασία. Συνέχισα να είμαι ξαπλωμένη μην έχοντας αίσθηση χρόνου. Εκείνη άνοιξε την πόρτα κι άκουσα πολλά βήματα να πλησιάζουν στο κρεβάτι. Τότε ξύπνησα για τα καλά και ανασηκώθηκα να δω ποιος ήταν. Οι φίλοι μου είχαν έρθει να μου ευχηθούν κι η Μέλανη κρατούσε μια τούρτα με δεκαοκτώ αναμμένα κεράκια. Μαζί τους ήταν κι ο Ντιμίτρι με τον Αλφόνσο. Είχε έρθει μέχρι κι η Οκτόμπερ. Χάρηκα πολύ όταν την είδα να χαμογελάει στην Μόνι σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα.
Μου τραγούδησαν όλοι μαζί συμφωνικά γεμίζοντας το παλάτι με τις φωνές τους. Εγώ τους πλησίασα και τους χάζευα μέσα στον ενθουσιασμό για την πρωινή τους έκπληξη. Μόλις έσβησα τα κεράκια χειροκροτήσαν και μου ευχήθηκαν όλοι μαζί χρόνια πολλά.
«Να τα εκατοστήσεις ξαδερφούλα», πρώτος με πήρε αγκαλιά ο Αλφόνσο.
«Ευχαριστώ», του απάντησα και με φίλησε στο μάγουλο.
«Άντε και νυφούλα», αποκρίθηκε ο Τσέις.
Όλοι μουρμούρισαν υπαινικτικά.
«Σα δεν ντρέπεστε», τους απάντησα και συνέχιζα να αγκαλιάζω και τους υπόλοιπους.
«Λοιπόν, ελάτε να φάμε την τούρτα και να της δώσουμε τα δώρα της», η Μόνι μοίρασε μερικά κουταλάκια.
«Παιδιά μου έχετε ήδη πάρει αρκετά.»
«Αυτά δεν μετράνε», είπε ο Σκοτ. «Αυτά ήταν για να γίνεις γρήγορα καλά.»
«Πού είναι η εορτάζουσα;», γύρισα ακούγοντας την φωνή του Μάικλ.
Εκείνος κι ο Σον μπήκαν στο δωμάτιό μου κι εγώ έτρεξα να τους αγκαλιάσω.
«Να τα εκατοστήσεις Ορόρα», ο Σον με αγκάλιασε και μου έδωσε ένα περιτυλιγμένο κουτί.
«Σε ευχαριστώ πολύ», του απάντησα.
«Χρόνια πολλά», ο Μάικλ τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση μου και μου έδωσε κι εκείνος το δώρο μου.
«Ευχαριστώ. Αλλά δεν χρειαζόταν», άφησα τα δώρα τους στο κρεβάτι. «Ελάτε να φάτε λίγη τούρτα.»
«Ευχαριστώ, αλλά εγώ πρέπει να φροντίσω μερικά θέματα», μου απάντησε ο Σον κι αφού με φίλησε στο μάγουλο και μου ξαναευχήθηκε έφυγε από το δωμάτιο.
«Εγώ θα φάω», απάντησε ο Μάικλ κι αφού μου άρπαξε το κουταλάκι προχώρησε προς το γλυκό.
Εγώ πήρα ένα άλλο κι αρχίσαμε να την καταβροχθίζουμε.
«Λοιπόν τι θα φορέσεις απόψε;», με ρώτησε ο Μόνι.
«Α, είναι έκπληξη», της απάντησε ο Ντιμίτρι.
Είχαμε συμφωνήσει με το Ντιμίτρι να μην φορέσω κάποια τουαλέτα του εικοστού πρώτου αιώνα. Ήμασταν κι οι δύο υπέρ των παραδόσεων και φροντίσαμε για την σημερινή μέρα να μας στείλουν από την Σεβίλλη μια τουαλέτα από τον δέκατο πέμπτο αιώνα, που την φύλαγε η γιαγιά μου ως οικογενειακό κειμήλιο.
Το υπόλοιπο πρωινό μου έφεραν τα δώρα μου και κάτσαμε αρκετή ώρα μιλώντας και γελώντας. Μου είχαν φέρει πολύ ωραία πράγματα και με συγκίνησε η κίνησή τους. Ο Ντιμίτρι μάλιστα μου είχε αγοράσει ένα δαχτυλίδι με ένα ρουμπίνι το οποίο ταίριαζε με την τουαλέτα που θα φορούσα απόψε. Για μία ακόμη φορά με φρόντισε και με το παραπάνω.
Πέραν όμως από το αποψινό μου φόρεμα είχα ζητήσει να μου φέρουν και δύο άλλα πράγματα από την Σεβίλλη. Ξεγλίστρυσα λοιπόν από τους φίλους μου κι αφού έκανα νόημα στην Μόνι κατευθυνθήκαμε στην βεράντα. Εκεί είχα αφήσει μια τσάντα με αυτό που ήθελα να της δώσω. Την άνοιξα κι έβγαλα από μέσα ένα ροζ, μωρουδιακό κορμάκι.
«Αυτό θέλω να το κρατήσεις», της το έδωσα.
Εκείνη το πήρε στα χέρια της και το περιεργάστηκε. Δεν της φαινόταν γνώριμο αν και το είχε ξαναδεί.
«Όσο ήσουν στην Σεβίλλη σου φορούσαν ρούχα μου που δεν μου έκαναν. Με αυτό το κορμάκι σε θυμήθηκα και θέλω να το κρατήσεις.»
Στα λόγια μου φάνηκε να μαρμαρώνει. «Δεν ξέρω τι να πω», ψέλλισε.
«Να μην πεις τίποτα», στάθηκα δίπλα της και πέρασα το ένα μου χέρι γύρω της. «Να το κρατήσεις και να θυμάσαι πόσο σημαντική είσαι για εμάς.»
«Ορόρα», τύλιξε τα χέρια της γύρω μου και κατέπνιξε μερικά δάκρυα. «Σ' ευχαριστώ πολύ.»
«Μην με ευχαριστείς», έδιωξα μια τούφα της από το μέτωπό της.
Εκείνη χαμογέλασε και δίπλωσε το κορμάκι προσεχτικά. «Πραγματικά η μνήμη σου είναι τρομερή. Εγώ δεν θυμάμαι τι έκανα την προηγούμενη βδομάδα κι εσύ θυμάσαι τι φορούσα όταν ήμασταν μωρά.»
«Έχω κι εγώ τα ταλέντα μου.»
Το βλέμμα της σταμάτησε σε μια χιονόμπαλα που είχα μέσα στην τσάντα. «Είναι πολύ όμορφο», αποκρίθηκε.
Εγώ την πήρα στα χέρια μου και χάζεψα το εσωτερικό. Ήταν λίγο πιο μεγάλη από την πάλαμη μου και μέσα έδειχνε ένα βασιλιά και μια βασίλισσα. Ήταν δώρο του Κέλλαν όταν γεννήθηκα κι ο βασιλιάς κι η βασίλισσα ήμουν εγώ κι ο Κάρτερ. Ήταν ένα δώρο που το πρόσεχα σαν τα μάτια μου και σήμαινε πολλά για μένα.
«Ναι», απάντησα. «Μου το έδωσε ένας βασιλιάς.»
Μετά από αρκετές στιγμές επιστρέψαμε στο δωμάτιό μου. Εγώ άφησα την χιονόμπαλα στην τουαλέτα κι ο Τσέις παρατήρησε το κορμάκι που είχα δώσει στην Μόνι.
«Νομίζω πως θα σου είναι ένα -δυο νούμερα μικρό», ένευσε αργά.
Εκείνη τον σκούντηξε στον ώμο. «Μη μιλάς καλύτερα.»
«Αμάν μία η ώρα», σχεδόν πετάχτηκε η Μέλανη. «Πρέπει να τελειώσουμε με τις ετοιμασίες.»
«Κι εσύ έχεις να χαιρετήσεις όσους έρθουν από τώρα να σου ευχηθούν», μου υπενθύμισε ο Ντιμίτρι.
Ωχ ναι. Έπρεπε για λίγες ώρες να κάθομαι στην είσοδο του παλατιού και να αποδέχομαι ευχές όποιου ερχόταν. Μα γιατί έπρεπε να μου ευχηθούν από τώρα; Θα με έβλεπαν έτσι κι αλλιώς μία και καλή το βράδυ. Αυτό όμως ήταν το καθήκον της πριγκίπισσας κι όσο και να ήθελα να αποφύγω τις υποχρεώσεις σήμερα δεν τα κατάφερνα και πολύ.
Έφυγαν λοιπόν από το δωμάτιο κι εγώ ετοιμάστηκα για να κατέβω. Φόρεσα ένα μαύρο στενόμακρο φόρεμα. Δεν είχα σταματήσει να φοράω ακόμα σκούρα χρώματα. Θα έκανα την αρχή από το βράδυ. Βγήκα από το δωμάτιό μου και κατευθύνθηκα προς τις σκάλες. Πριν προλάβω να στρύψω όμως ένα χέρι με τράβηξε και με κόλλησε στον τοίχο. Προς στιγμή μου κόπηκε η ανάσα. Δεν είχα ακόμα συνέλθει από την δεύτερη απαγωγή μου. Ανακουφίστηκα όμως όταν αντίκρισα μπροστά μου τον Κάρτερ.
«Με τρόμαξες», αποκρίθηκα ασθμαίνοντας.
«Συγγνώμη», μουμούρισε και τα χείλη του έπεσαν πάνω στα δικά μου.
Η αναπνοή ήταν υπερεκτιμημένη. Τι να το κάνεις άλλωστε το οξυγόνο όταν σε φιλούσαν με τέτοιο πάθος; Έπαιρνες ζωή από την ανάσα του άλλου.
«Χρόνια πολλά», μου είπε χαμηλόφωνα με το σαγινευτικό μειδίαμα του.
«Ευχαριστώ», απάντησα και τον έσπρωξα πάνω μου για άλλο ένα τέτοιο φιλί.
Οι υπήκοοι μπορούσαν να περιμένουν. Αυτή η στιγμή όμως όχι. Κάναμε κι οι δυο μας υπομονή με τόσα προβλήματα και μυστικά αλλά δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε να γευτούμε αυτό που έκαιγε μέσα μας εδώ κι αρκετό καιρό.
Μετά από μερικά λεπτά καταφέραμε να ξεκολλήσουμε και ήρθε μαζί μου μέχρι την είσοδο για να ευχαριστώ και να κατευνάζω σε όσους ήθελαν να με δουν από τώρα.
Ήταν δυστυχώς αρκετοί αυτοί που δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι το βράδυ. Ήμουν απόλυτα σίγουρη πως ήθελαν να με καλοπιάσουν για κάποια χάρη ή απλώς να λένε πως είχαν καλές σχέσεις με το στέμμα. Ήξερα πως πήγαινε το πράγμα, το είχα μάθει από πολύ νωρίς.
Η όλη διαδικασία διήρκησε τρεις ώρες. Ένιωθα κατάκοπη και με πόναγε το στήθος μου. Ακόμα δεν είχα συνέλθει εντελώς από το παλούκι του Νόα που έφτασε τόσο κοντά στο να με σκοτώσει.
Ο Κάρτερ φρόντισε να μην έρθουν άλλοι για να με αφήσουν ξεκουραστώ. Χθες μόλις είχα βγει από το νοσοκομείο και χρειαζόμουν λίγο χρόνο να μαζέψω δυνάμεις για απόψε. Φρόντισε επίσης να μας φτιάξουν ένα δυναμωτικό μεσημεριανό. Κάτσαμε σε μία από τις ανεπίσημες τραπεζαρίες όπου το τραπέζι ήταν κανονικού μεγέθους κι είχαμε θέα στο χιονισμένο τοπίο. Αντικρίζοντάς το πήγε να με καταβάλλει πάλι μια θλίψη θυμούμενη εκείνο το περίεργο όνειρο που είχα δει όσο ήμουν σε κόμμα. Το απέβαλα γρήγορα όμως γιατί δεν είχα λόγο να είμαι θλιμμένη. Μετά από αρκετή ταλαιπωρία όλα έβαιναν μέχρι στιγμής καλώς και δεν είχε πεθάνει κανείς όπως φοβόμουν.
«Λοιπόν, πόσοι λες να έρθουν σήμερα;», ο Κάρτερ πήρε μια μπουκιά από το γεύμα του.
Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου καθώς έκοβα το φιλέτο μου. «Δεν έχω ιδέα. Η Μέλανη είπε πως όποιος θέλει έρχεται, οπότε φαντάζομαι ότι θα έχουμε πολύ κόσμο. Σίγουρα πάντως δεν θα έρθει ο Νείθαν.»
«Τι κρίμα», η φωνή του δεν έδειχνε να λυπάται καθόλου. «Δεν τα βρήκε ακόμα με την Μέλανη;»
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Εξαιτίας των λουλουδιών του Ντιμίτρι;»
Τον κοίταξα έκπληκτη. Δεν το κατέπνιξα και πολύ αλλά με έπιασε απροετοίμαστη. «Πως σου ήρθε αυτό;», προσπάθησα να μην καρφωθώ περισσότερο.
«Δεν είμαι τυφλός. Έχω δει πως την κοιτάει. Κι όσο μας είχε ο Νόα έμαθα πως δεν την άφησε από τα μάτια του.»
«Απλά την προστάτευε», απάντησα σχεδόν αδιάφορα.
«Ναι μάλιστα», σταύρωσε τα χέρια του στο τραπέζι. «Δεν σας έμαθε ο Αλεχάντρο να κρύβεται και πολύ τα συναισθήματά σας.»
«Δεν υπήρχε λόγος», χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Άλλωστε ήταν απασχολημένος να κρύβει άλλα πράγματα.»
«Όχι μόνος του», ήπιε μια γουλιά νερό. «Τέλος πάντων. Σου έχω κι ένα ευχάριστο.»
«Τι ευχάριστο;»
«Η Κέιζα έφυγε χθες από την Μόιρα.»
«Ωχ όχι», κούνησα το κεφάλι μου καταπνίγοντας ένα γέλιο.
«Μην στενοχωριέσαι τόσο», αποκρίθηκε χαμογελώντας.
Στενοχωριόμουν μόνο για το γεγονός που δεν της κούνησα το μαντήλι την ώρα που ξεκουμπιζόταν. Κατά τα άλλα ένιωθα κάτι παράπανω από χαρά. Κυρίως ανακούφιση.
«Γιατί σε πείραζε τόσο η παρουσία της; Σου είπα ότι για μένα δεν σήμαινε τίποτα.»
«Με πείραζαν πολλά πάνω της», έγειρα πίσω στην καρέκλα μου. «Όχι μόνο το παρελθόν σας, το οποίο», ξεροκατάπια «θα μπορούσε άνετα να μην ήταν παρελθόν.»
«Είναι όμως», άπλωσε το χέρι του. «Και τώρα ασχολούμαι με το μέλλον μου. Κι αυτό είσαι εσύ.»
Κατέπνιξα έναν αστεναγμό και άπλωσα κι εγώ το δικό μου χέρι φτάνοντας στο δικό του. Με αυτό μου το τέντωμα ένιωσα έναν σφάχτη στο στήθος μου και κουνήθηκα άβολα στην καρέκλα μου.
«Τι έπαθες;», με ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια του.
«Τίποτα. Καλά είμαι», απάντησα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
«Πονάς;», μάζεψε το χέρι του και με περιεργάστηκε.
«Λίγο. Θα μου περάσει.»
Εκείνος φάνηκε να ανησυχεί πολύ. Είχε συνοφρυωθεί και με κοιτούσε σαν να ήμουν παιδί με ειδικές ανάγκες.
«Καλά είμαι», τον διαβεβαίωσα. «Πέρασε ήδη.»
«Μήπως να πούμε στην Σάρα να έρθει να σε δει;»
«Όχι. Είμαι καλά. Αλήθεια. Μην ανησυχείς»,έγειρα μπροστά το κεφάλι μου.
Ξεφήσυσε και ένευσε αργά.
«Αλήθεια», καθάρισα τον λαιμό μου «δεν μου είπες πως γυρίσαμε πίσω.»
«Τι εννοείς;»
«Να», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου «όταν έχασα τις αισθήσεις μου. Τι έγινε μετά;»
«Θυμάσαι να χάνεις τις αισθήσεις σου;», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.
«Θυμάμαι βασικά να κλείνω τα μάτια μου.»
«Πώς έγινε θυμάσαι;»
Κατένευσα.
«Και μετά;»
«Τίποτα», απάντησα. «Μόνο κάτι περίεργα όνειρα όσο κοιμόμουν.»
Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και φάνηκε κάπως ανακουφισμένος. «Μετά έγινε ό,τι ακριβώς και στην Σεβίλλη. Σε πήρα στα χέρια μου και σε έφερα στην Μόιρα. Δεν μας είχε και πολύ μακριά.»
«Είναι θαύμα που δεν πέθανα», κούνησα το κεφάλι μου.
Για μια στιγμή μου φάνηκε να σφίγγει τα χείλη του. Ίσως η πληγή να ήταν ακόμη φρέσκια. Για μένα πάντως ήταν κυριολεκτικά και μεταφορικά.
«Να μην το ξανακάνεις», είπε τελικά με χαμηλωμένο το βλέμμα του.
«Ποιο πράγμα;»
Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά μου. «Αυτό που μπήκες μπροστά. Να μην το ξανακάνεις. Για μένα πήγαινε.»
«Αν ήταν διαφορετική η κατάσταση εσύ δεν θα έμπαινες μπροστά;»
Δεν μου απάντησε. Την ήξερα ήδη έτσι κι αλλιώς την απάντηση. Μου είχε πει και μου είχε αποδείξει πως θα θυσιαζόταν για μένα.
«Εσύ δεν θέλεις να θέτω την ζωή μου σε κίνδυνο, έχεις όμως την απαίτηση να είμαι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να ζήσω σε έναν κόσμο χωρίς εσένα. Είναι άδικο.»
«Άδικο είναι που...», έκανε μια παύση και αναστέναξε βαριά. «Άδικο είναι που έπρεπε μία ακόμη φορά να είμαι εγώ όρθιος ανάμεσα σε συντρίμμια.»
Πόνος άρχισε να καταπνίγει τα μάτια του κι η έκφρασή του σκλήρυνε. Είχε δίκιο για το πόσο άδικο παιχνίδι έπαιζε η μοίρα εναντίον του. Πρώτα στην Σεβίλλη, όταν συνήλθε από το τρακάρισμα, έπρεπε να μαζέψει όσο κουράγιο του απέμεινε και να με κουβαλήσει μέχρι το νοσοκομείο. Ένα χρόνο αργότερα βρήκε τους γονείς του νεκρούς κι έπρεπε να πει τα νέα στην Αυλή και στην αδερφή του. Πριν μια βδομάδα σε μια προσπάθεια να τον προστατέψω έπεσα πάνω στο παλούκι του Νόα και παραλίγο να πεθάνω. Σε όλες τις περιπτώσεις εκείνος έμεινε μόνος του να παλεύει σωματικά και ψυχικά να επιβιώσει και να σώσει όσους μπορούσε. Δεν ήταν απλά ο μοναχικός πρίγκιπας, αλλά ο πονεμένος ήρωας.
«Ας αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν κι ας συγκεντρωθούμε στο μέλλον», του αποκρίθηκα και μια υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στα χείλη του.
Το βράδυ οι καλεσμένοι άρχισαν να φτάνουν από νωρίς. Εγώ ετοιμαζόμουν στο δωμάτιό μου με την βοήθεια της Μέλανη, της Μόνι και της Οκτόμπερ. Εκείνες είχαν φτιαχτεί από πριν κι ήταν φυσικά πανέμορφες. Η Μέλανη είχε φορέσει μια ροζ, κοντομάνικη τουαλέτα κι είχε μαζέψει τα μαλλιά της σε μια ίσια αλαγοουρά. Η Μόνι είχε αφήσει κάτω τα μαλλιά της σε μπούκλες και φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα με μεγάλες τιράντες να πέφτουν στους ώμους της. Η Οκτόμπερ φορούσε μια μπεζ τουαλέτα κι είχε αφήσει κι αυτή τα μαλλιά της ελεύθερα και κατσαρά.
Η δικιά μου ενδυμασία ήταν αρκετά περίπλοκη. Πρώτα έμπαινε ένα ελαφρύ σκούρο κόκκινο, φόρεμα με λεπτά μανίκια. Από πάνω φόρεσα ένα πορφυρό ένδυμα σαν γιακά: είχε έξτρα μεγαλύτερα και πιο ανοιχτά μανίκια, κούμπωνε στο στήθος και ήταν ανοιχτό στα πόδια για να δείχνει την κόκκινη φούστα του κάτω φορέματος. Στον ποδόγυρο και τα δύο υφάσματα είχαν κεντημένα χρυσά τριαντάφυλλα, ενώ στα μανίκια του 'γιακά' υπήρχαν μαύρα μοτίβα. Η Μέλανη μάζεψε τα μαλλιά μου σε έναν κότσο και τα κάλυψε με ένα μαύρο, μακρύ πέπλο που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους μου, το οποίο στερεωνόταν στο πριγκιπικό μου στέμμα.
«Είσαι πανέμορφη», μου αποκρίθηκε η Μόνι, καθώς κοιτούσα τον εαυτό μου στον ολόσωμο καθρέφτη.
Ο Τσέις, ο Σκοτ κι ο Ντιμίτρι μπήκαν στο δωμάτιο φορώντας τα κουστούμια τους. Ήταν κι οι τρεις τους πανέμορφοι και κομψοί. Εγώ γύρισα για να με δουν και αναφώνησαν από θαυμασμό.
«Είναι ακόμα καλύτερο από ότι περίμενα», ο Ντιμίτρι με πλησίασε και με έκανε μια στροφή κρατώντας το χέρι μου.
«Μπορείς να αναπνεύσεις σε αυτό το πράγμα;», ο Τσέις έγειρε το κεφάλι του πλάγια.
«Δεν φοράω κορσέ από μέσα, μην ανησυχείς», του απάντησα. «Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ για όλα. Αυτό τον καιρό ήσασταν όλοι το στήριγμά μου και δεν ξέρω αν θα τα είχα καταφέρει χωρίς εσάς. Χαίρομαι πολύ που είστε στην ζωή μου.»
Όσο και να πάλευα δεν μπορούσα να συγκρατήσω την συγκίνησή μου.
«Τσάμπα βαφτήκαμε», η Μόνι χαμογέλασε.
Με πλησίασαν όλοι για μια ομαδική αγκαλιά.
«Τσέις με πατάς», μούγκρισε ο Σκοτ.
«Μην καταστρέφεις την στιγμή», τον επέπληξε ο Τσέις.
«Εμείς σε ευχαριστούμε», αποκρίθηκε η Μέλανη μετά την αγκαλιά. «για όσα κάνεις για εμάς.»
«Και για όσα τραβάς για εμάς», συμπλήρωσε η Μόνι. «Δύο απαγωγές δεν είναι και λίγο.»
Τους κοίταξα λίγο και κανένας δεν φάνηκε να δυσανασχετεί. Από ότι φαίνεται είχαν μάθει και για την παλιά μου εμπειρία την οποία κρατούσα κρυφή με νύχια και με δόντια. Αν και τσάμπα προσπαθούσα γιατί το ήξερε πολύς κόσμος συμπεριλαμβανομένης και της Μέλανης, η οποία το είχε μοιραστεί με τους φίλους μας. Δεν με πείραξε όμως. Αφού τελικά δεν είχα σκοτώσει κανέναν δεν υπήρχε λόγος να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου.
«Λοιπόν εμείς πάμε», είπε ο Ντιμίτρι.
«Σε ένα λεπτό θα κατέβω κι εγώ.»
Εκείνοι ένευσαν και κατέβηκαν στο αίθριο του παλατιού. Σήμερα θα ερχόντουσαν πιο πολλοί από άλλες φορές και πιθανώς να μην χωρούσαμε στην σάλα. Το αίθριο του παλατιού χώραγε σχεδόν την διπλάσια Μοίρα, οπότε μας βόλευε πολύ.
Έλεγξα μία ακόμη φορά τον εαυτό μου στον καθρέφτη και πριν βγω από το δωμάτιο το βλέμμα μου σταμάτησε σε μια φωτογραφία των γονιών μου που είχα στο κομοδίνο. Τους έδειχνε να κάθονται στον καναπέ της έπαυλης. Η μητέρα μου ήταν έγκυος σε μένα κι έλαμπαν κι οι δύο από ευτυχία. Κι όσο εκείνοι περίμεναν εμένα, η Κέστρα ήταν έγκυος στην Μόνι και σε λίγο καιρό θα πέθαινε εξαιτίας των γονιών μου και των θείων μου. Με κατέβαλε ένας σμήνος συναισθημάτων αλλά το καταπολέμησα γρήγορα. Οι τύψεις για τον θάνατό της με κυρίευαν εδώ και μια βδομάδα. Απόψε θα προσπαθούσα να τις καταλαγιάσω βλέποντας την Μόνι χαρούμενη με την οικογένεια που την μεγάλωσε και την αγάπησε. Την οικογένεια της.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκα στο αίθριο. Ήταν στολισμένο με πολλά λουλούδια ενώ από ψηλά το χιόνι έπεφτε στην γυάλινη οροφή δημιουργώντας μια ωραία αντίθεση. Υπήρχε ένας μεγάλος μπουφές και μια ορχήστρα με τα έγχορδα να κυριαρχούν. Φτάνοντας όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω μου και έσκυψαν σε μια υπόκλιση. Εγώ τους χαμογέλασα και προχώρησα στη γιορτή. Αρκετοί ήταν εκείνοι που μου ευχήθηκαν χρόνια πολλά συμπεριλαμβανομένων και συμμαθητών μου. Κάποιοι μου εύχονταν καθώς περνούσα δίπλα τους, ενώ άλλοι μου άνοιγαν και κουβέντα. Λίγοι πάλι προσπάθησαν να με ψαρέψουν για την τραυματική εμπειρία της απαγωγής μου. Απαντούσα φυσικά όσο πιο αόριστα γινόταν. Είχα πέραν από την Μόνι να προστατέψω λίγο και την ιδιωτική μου ζωή. Μερικοί με κόρταραν κιόλας και μου ζήτησαν να χορέψουμε. Βέβαια στα γενέθλιά μου τα βαλς ήταν λίγα. Πιο πολύ χορευόντουσαν παλιοί χοροί περασμένων αιώνων. Τους περισσότερους τους ήξερα και μου άρεσαν περισσότερο από τους σημερινούς.
«Τι έπαθες εσύ;», πλησίασα τον μπουφέ να πιω λίγο νερό και είδα τον Τσέις να κατεβάζει ένα ποτήρι σαμπάνιας αρκετά εκνευρισμένος.
«Αυτή η εικόνα δεν έχει αλλάξει όλο το βράδυ», μου υπέδειξε σε μια γωνία την Σειρήνα με τον Τζέισον να ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλον και να χαχανίζουν.
«Μην δίνει σημασία κι εσύ. Πάρε μια κοπέλα να χορέψεις», ήπια ένα ποτήρι νερό.
«Δεν θέλω», μούγκρισε κι έβαλε κι άλλη σαμπάνια στο ποτήρι του.
«Τσέις αγόρι μου», τον πλησίασε ο Κάρτερ «έχουμε και νεράκι εκτός από αλκοόλ.»
«Το ξέρω», απάντησε χαχανίζοντας κι ο Κάρτερ σφίχτηκε.
Ο Τσέις κούνησε το κεφάλι του σαν να είχε κάνει κάποια γκάφα. Εγώ δεν κατάλαβα και πολύ αυτή την αλλόκοτη συμπεριφορά.
«Τέλος πάντω δεν θέλω νερό», είπε τελικά.
«Έχεις αδειάσει όλη την κάβα όμως», του απάντησε ο Κάρτερ.
«Θα σας δώσω λεφτά να πάρετε άλλη», ήπιε μια γερή γουλιά από το ποτό του.
Πριν προλάβω να απαντήσω ο Ενρίκε με πλησίασε. Ο Κάρτερ βλέποντάς τον άρπαξε το ποτήρια του Τσέις κι ήπιε το υπόλοιπο. Καθάρισα το λαιμό μου ελπίζοντας να μην είχαμε κάποια συμπλοκή.
«Χρόνια πολλά πριγκίπισσα», πήρε το χέρι μου και το φίλησε.
Ένιωθα το βλέμμα του Κάρτερ να μας καρφώνει θανατηφόρα.
«Ευχαριστώ πολύ Ενρίκε.»
«Πήρες τα λουλούδια μου χθες;», έριξε μια ματιά στον Τσέις στον οποίο τα είχε δώσει.
«Ναι», ένευσα γρήγορα. «Σε ευχαριστώ.»
«Θα μου χαρίσεις έναν χορό;»
Έσφιξα λίγο τα χείλη μου. Δεν ήθελα να φανώ αγενής. Έριξα μια ματιά στον Κάρτερ, ο οποίος το έπαιζε αδιάφορος.
«Φυσικά», απάντησα τελικά και κατευθυνθήκαμε στην πίστα για ένα ελαφρύ βαλς.
«Είσαι πολύ όμορφη», έγειρε το κεφάλι του μπροστά.
«Ευχαρίστω», απάντησα αρκετά αμήχανα. «Κι εσύ είσαι πολύ καλός.»
Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του κι ένιωσα ένα ελαφρύ αεράκι να χαϊδέυει τον λαιμό μου. Αυτός θα ήταν ο δικός του τρόπος να με ευχαριστήσει και ευχήθηκα να μην το παρατήρησε κανείς.
Μόλις τελείωσε το τραγούδι είδα τον Κάρτερ να ψιθυρίζει στην ορχήστρα. Αμέσως άρχισαν να παίζουν μια μεσαιωνική μελωδία, την οποία είχαν συνθέσει νταμπίρ. Ήταν ο χορός των εραστών! Στον συγκεκριμένο χορό δύο επίδοξοι εραστές ξεκινούσαν να χορεύουν οι δυο τους στις πρώτες μελωδίες κάνοντας στροφές και ακουμπώντας ελαφρά ο ένας τον άλλον. Όταν οι νότες δυνάμωναν έμπαιναν στον χορό κι άλλα νταμπίρ και με χορευτικές κινήσεις όλο χάρη χώριζαν το ζευγάρι. Για αρκετά δευτερόλεπτα μπερδεύονταν μεταξύ τους και προσπαθούσαν να τους κρατήσουν μακριά. Οι δυο εραστές όμως φρόντισαν να τους ξεγελάσουν και με κάθε στροφή να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ ο ένας με τον άλλον. Υπήρχαν φορές που τα νταμπίρ κέρδιζαν κι οι εραστές δεν πλησίαζαν ο ένας τον άλλον μέχρι το τέλος του τραγουδιού. Όσες φορές όμως κατάφερναν να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να καταλήξουν μαζί, λεγόταν πως ήταν γραφτό να είναι μαζί.
Ο Κάρτερ με μεγάλες δρασκελιές με πλησίασε και κρατώντας με από το χέρι με έφερε στο κέντρο ακριβώς του αιθρίου. Αφού κάναμε μια ελαφριά υπόκλιση αρχίσαμε να χορεύουμε ακουμπώντας μόνο τα χέρια μας. Με την αύξηση των νοτών μερικοί καλεσμένοι μπήκαν κι αυτοί στο χορό συμπεριλαμβανομένων της Μέλανη, του Αλφόνσο, του Μάικλ και του Ενρίκε. Η Μέλανη κατευθύνθηκε στην πλευρά του Κάρτερ, καθώς γυναίκες έπρεπε να είναι το δικό του εμπόδιο. Εγώ από την άλλη χόρεψα με τους υπόλοιπους, χωρίς όμως να παίρνω τα μάτια μου από τον Κάρτερ. Κι εκείνος το ίδιο. Αυτός ήταν ο στόχος μου και θα έφτανα σε εκείνον ακόμα κι αν χρειαζόταν να παίζει το τραγούδι όλο το βράδυ. Πλησιάζοντας στο τέλος δύο νταμπίρ με πλησίασαν έτοιμοι να αποτρέψουν το αίσιο τέλος. Ένας από τους δύο νομίζω ήταν ο Ενρίκε. Εγώ με δύο στροφές τους απέφυγα και προς μεγάλη μου χαρά κατέληξα έτσι όπως είχα αρχίσει: να χορεύω με τον Κάρτερ. Δεν μπορούσαμε να κρύψουμε την χαρά μας και χορεύαμε γελώντας ευτυχισμένοι που περάσαμε αυτά τα 'εμπόδια'. Στο τέλος του τραγουδιού τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα έπνιξαν το αίθριο.
«Στο είχα πει ότι θα σε έκανα δική μου», αποκρίθηκε ο Κάρτερ χαμηλόφωνα.
«Ποτέ δεν το αμφισβήτησα», απάντησα.
Εντάξει μπορεί να είχα μερικές αμφιβολίες κύριως όμως από την δικιά μου την πλευρά. Έτοιμη ίσως να τον φιλήσω είδα την Οκτόμπερ να μπαίνει στο παλάτι κι από πίσω της τον Γκασπάρ και την Μόνι. Δεν μου άρεσε αυτή η τριάδα μαζί και τους ακολούθησα.
«Παράτα με», άκουσα την Οκτόμπερ να φωνάζει και στάθηκε έξω από ένα σαλόνι.
«Άκουσε με», έκανε να μιλήσει ο Γκασπάρ αλλά η Μόνι τον διέκοψε.
«Δεν θέλει να σε ακούσει.»
«Σκάσε εσύ», φώναξε στην Μόνι.
«Τι συμβαίνει εδώ;», στάθηκα δίπλα τους. «Τι πάθατε;»
«Ορόρα», ξεκίνησε η Οκτόμπερ «μπορείς να πεις στον ξάδερφό σου να με αφήσει στην ησυχία μου;»
«Μην ανακατεύεις την Ορόρα.»
«Σταματήστε», τους διέταξα. «Γκασπάρ άμα δεν θέλει να σου μιλήσει άφησε την.»
«Θέλει να με ακούσει αλλά την επηρεάζει αυτό το τέρας», υπέδειξε την Μόνι κι εγώ τον χαστούκισα.
«Καλύτερα να αποσυρθείς για απόψε», είπα αφού συνήλθαν οι τρεις τους από την αιφνίδια κίνησή μου.
«Ορόρα», άκουσα από πίσω μου τον Σκοτ.
Γύρισα και τον είδα να κουβαλάει τον Τσέις. Είχε μεθύσει για τα καλά και μουρμούριζε ακαταλαβήστικες λέξεις.
«Με συγχωρείς αλλά πρέπει να φύγουμε από το πάρτυ», μας πλησίασε.
«Όχι», αποκρίθηκε ο Τσέις. «Να κάθ....να καθ.... Να καθίσουμε.»
Εγώ κούνησα το κεφάλι μου. Η χαρά της κατάληξης του χορού είχε αρχίσει να μου βγαίνει από την μύτη. Δεν υπήρχε μια βραδιά που να ήθελες να διασκεδάσεις και να μην κατέληγε σε φιάσκο; Τι κατάρα είχε αυτός ο τόπος πια;
«Εντάξει Σκοτ», ένευσα γρήγορα. «Αν θέλεις βοήθεια πες μου.»
Για απόψε τους είχαμε παραχωρήσει ξενώνες για να περάσουν το βράδυ. Βέβαια αυτό έγινε με την ελπίδα να είμαστε όλοι μαζί μέχρι αργά. Τώρα ήδη οι τέσσερις έφευγαν καθώς ούτε η Οκτόμπερ είχε άλλη διάθεση για γιορτή κι η Μόνι δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της.
Τους διαβεβαίωσα ότι δεν με πείραζε αν και με πείραζε πολύ. Μου είχαν λείψει τόσο καιρό και σήμερα ήταν μια καλή ευκαιρία να είμαστε μαζί όλη μέρα. Από την άλλη ίσως και όχι.
Επέστρεψα στην γιορτή και προσπάθησα να δείχνω κεφάτη παρά το γεγονός ότι ένιωθα ήδη την ανάγκη να πάω στο δωμάτιό μου και να μείνω εκεί για κανέναν αιώνα. Τουλάχιστον δεν θα είχα υποχρεώσεις.
«Περνάς καλά;», με πλησίασε η Μέλανη.
Είχαμε αρκετή ώρα να μιλήσουμε, καθώς είχαμε και τις δημόσιες σχέσεις με τους καλεσμένους.
Εγώ ένευσα. «Μια χαρά», δεν ήμουν και πολύ πειστική. «Εσύ;»
«Καλά κι εγώ. Ειδικά με το αίσιο τέλος του χορού.»
Χαμόγελασα ελαφρά. «Από ότι φαίνεται ήταν μοιραίο», έγειρα το κεφάλι μου.
Εκείνη γέλασε. «Εγώ ήμουν σίγουρη. Δεν χρειαζόμουν αυτό για να το καταλάβω. Ξέρεις», πήρε μια βαθιά ανάσα «όταν ο Κάρτερ γύρισε από την Σεβίλλη μετά από ό,τι έγινε ήταν λες κι είχε χάσει ένα κομμάτι του εαυτού του.»
Χαμήλωσα το βλέμμα μου στην ανάμνηση των όσων μου είχε πει ο Κάρτερ για αυτήν την περίοδο, στην οποία πίστευε πως τον είχα ξεχάσει επίτηδες.
«Όταν ήρθες εδώ όμως το ξαναβρήκε. Έγινε ξανά ο Κάρτερ που ήξερα πριν το λάθος με την Κέιζα και πριν την ατυχία σας στην Ισπανία. Ήξερα από τότε ότι ήταν γραφτό να γίνει.»
Μελαγχόλησε λίγο σε αυτά της τα λόγια.
«Νομίζω πως τώρα είσαι έτοιμη να μιλήσεις στον Νέιθαν.»
Εκείνη το σκέφτηκε λίγο. «Δεν ξέρω», ξεφήσυσε. «Νιώθω ένοχη γιατί δεν θύμωσε άδικα.»
«Ένας λόγος παραπάνω να του μιλήσεις. Αφού το θέλεις. Πήγαινε.»
Με κοίταξε κάπως αβέβαιη. «Δεν θέλω να φύγω στα γενέθλιά σου.»
«Όλοι φύγανε», αποκρίθηκα με μια πικρία. «Τουλάχιστον εσύ θα είσαι ευτυχισμένη απόψε. Πήγαινε και ζήσε ό,τι είναι γραφτό για σένα.»
Χαμογέλασε πλατιά και αφού με αγκάλιασε έφυγε για το σπίτι του Νέιθαν. Ήμουν απόλυτα σίγουρα ότι θα μόνιαζαν κι έμεινα με αυτή την παρηγοριά το βράδυ.
Γύρω στις τέσσερις και μισή έφυγαν και οι τελευταίοι από την γιορτή κι εγώ επέστρεψα κατάκοπη στο δωμάτιό μου. Έβγαλα όπως όπως τη βαριά μου ενδυμασία κι αφού φόρεσα μια νυχτικιά έκατσα στην τουαλέτα. Χτένιζα τα μαλλιά μου μαλακά και κοιτούσα την χιονόμπαλα του Κέλλαν κάπως νοσταλγικά. Η βραδιά θα ήταν πολύ διαφορετική αν ζούσαν κι αν ο πατέρας μου με έφερνε τελικά στην Αυλή.
Μια σκιά με τράβηξε από τις σκέψεις μου. Γύρισα το κεφάλι μου πίσω αλλά δεν είδα τίποτα. Ίσως να την δημιούργησα. Όμως μετά μου φάνηκε πως άκουσα βήματα τα οποία ακούγονταν μέσα στο δωμάτιο. Συγκράτησα τον εαυτό μου από έναν πανικό και περπάτησα αργά μέχρι την πόρτα. Μπορεί ο ήχος να ερχόταν απέξω. Την άνοιξα σιγά σιγά και περιεργάστηκα τον διάδρομο. Στο τέλος του μου φάνηκε πως είδα μια γυναίκα. Κατευθύνθηκα προς τα εκεί αλλά είχε εξαφανιστεί. Μπορεί να ήταν κάποια υπεύθυνη του παλατιού. Ήμουν αρκετά κουρασμένη και μάλλον δεν ήξερα τι έβλεπα. Έκανα να επιστρέψω στο δωμάτιό μου αλλά έπεσα κυριολεκτικά πάνω στον Κάρτερ.
«Ωχ συγγνώμη», έκανα ένα βήμα πίσω.
«Δεν πειράζει», είχε ξεσφύξει την γραβάτα του και κατευθυνόταν στο δωμάτιό του να κοιμηθεί. «Τι κάνεις εδώ έξω;»
Σκέφτηκα να μην αναφέρω τις παραισθήσεις της εξάντλησης. «Δεν είχα ύπνο», είπα τελικά.
«Χμμ», πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. «Τότε έλα από το δωμάτιό μου να σου δώσω το δώρο σου.»
«Κι άλλο;»
«Η ζωγραφιά δεν μετράει», κατευθυνθήκαμε προς το δωμάτιό του.
Μπήκαμε μέσα κι εγώ στάθηκα όρθια ενώ εκείνος έβγαλε ένα ορθογώνιο κουτάκι από ένα συρτάρι του γραφείου του. «Τα παιδιά έφυγαν νωρίς από την γιορτή.»
«Ναι», έτριψα τον ώμο μου. «Είχανε τα θέματα τους.»
«Μην στενοχωριέσαι», με πλησίασε με το κουτάκι στο χέρι του. «Είμαι σίγουρος πως δεν το έκαναν ελαφρά τη καρδία.»
Ανασήκωσα τους ώμους μου. Δεν με ένοιαζε πως το έκαναν σημασία είχε που το έκαναν.
«Ορίστε», μου εδώσε το κουτάκι.
Εγώ το άνοιξα κι είδα μέσα ένα κολιέ. Η αλυσίδα ήταν χρυσή, ενώ κρεμόταν ένα οβάλ ναζάρ με γαλαζοπράσινες αποχρώσεις. Ήταν σαν μια ανάμιξη των χρωμάτων των ματιών του Κάρτερ και της Μέλανη. Ήταν πάρα πολύ όμορφο.
«Είναι υπέροχο», σήκωσα το βλέμμα μου. «Σε ευχαριστώ πολύ.»
«Δεν κάνει τίποτα», το πήρε από το κούτι κι ήρθε και στάθηκε πίσω μου.
Έκανα στην άκρη τα μαλλιά μου κι εκείνος πέρασε την αλυσίδα γύρω από τον λαιμό μου. Έπειτε έσκυψε και άρχισε να με φιλάει. Τα χείλη του στο δέρμα μου με έκαναν να ανατριχιάσω ολόκληρη. Με κατέκλυσαν πολλά κύματα ερωτικής διάθεσης και ρίχνοντας το κουτί κάτω γύρισα και τον φίλησα κλειδώνοντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του. Τα χέρια του με έσπρωχναν πάνω του και μπορούσα να νιώσω την ζέστη του σώματός του. Όλες οι έγνοιες κι οι στενοχώριες έφυγαν από το μαυλό μου. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πόσο πολύ τον ήθελα και τον ήθελα τώρα χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση. Άρχισα να ξεκουμπώνω το πουκάμισο του, ενώ εκείνος έβγαλε το σακάκι του. Τα χέρια του κατέβηκαν στους γλουτούς μου και με σήκωσε για να με ξαπλώσει στο κρεβάτι του. Εγώ τύλιξα τα πόδια μου γύρω από την μέση του κι εκείνος κατέβασε το χέρι του στο στήθος μου ενώ με το άλλο τραβούσε προς τα πάνω την νυχτικιά μου. Τώρα δεν υπήρχε τίποτα να μας εμποδίσει από το να γίνουμε ένα. Ήμασταν ερωτευμένοι και γεμάτοι πάθος ο ένας για τον άλλον.
Σε λίγα λεπτά όλα μας τα ρούχα βρίσκονταν στο πάτωμα κι εμείς είχαμε πάρει φωτιά. Τον ένιωθα μέσα μου να με παραδίδει στην γλυκιά αίσθηση της ηδονής. Το χάδι του στους μηρούς μου με έκανε να παραλύω. Είχα χάσει τον έλεγχο του εαυτού μου κι εκείνος το ίδιο. Με κάθε μας τράνταγμα αναστέναζε και ψιθύριζε ξέπνοα το όνομά μου δείχνοντάς μου πως τον είχε κυριεύσει κι εκείνον η απόλαυση της στιγμής. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή κι η ανάσα μου κοβόταν λεπτό με το λεπτό. Πέρασα τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά του κι αδύναμη να συγκρατούμαι άλλο ένα δυνατό βογκητό δραπέτευσε από τα χείλη μου. Εκείνος με κοίταξε με τα μάτια του να αστράφτουν.
«Μην σταματάς», τον πρόσταξα κι εκείνος με υπάκουσε.
Τα χείλη του κόλλησαν στο λαιμό μου κι ένιωσα την γλώσσα του να ταξιδεύει στο δέρμα μου. Από κάθε σημείο του κορμιού μου με πολιορκούσε και με αιχμαλώτιζε στο έλεος του. Ήταν από τις φορές που δεν σε ένοιαζε να είσαι υπό αρκεί να είχες έναν τέτοιο εραστή από πάνω σου και κύριως μέσα σου.
Εκείνο το βράδυ κατάλαβα τι σήμαινε η απόλυτη ευτυχία. Έκανα έρωτα με εκείνον που αγαπούσα και ένιωθα πόσο με ήθελε και πόσο δίψαγε το κορμί του για το δικό μου. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να το επισκιάσει.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου μας βρήκαν ακόμη ενωμένους. Ένιωθα αδύναμη να τον διώξω από πάνω μου αν και ήμουν εξαντλημένη. Η απόλαυση που μου χάριζε δεν μπορούσε να συναγωνιστεί με καμία άλλη αίσθηση.
Όταν έπεσε δίπλα μου προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπό μου κι έκανα κι εγώ μια προσπάθεια να συνέλθω από αυτό που μόλις είχα βιώσει. Κανένας μας δεν μπόρεσε να πει το οτιδήποτε. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. Τα κορμιά μας είχαν πει όσα έπρεπε κι ήταν πιο ξεκάθαρα από ότι οι λέξεις.
Μόλις ξαναβρήκε η ανάσα του τον κανονικό ρυθμό της έγειρε το κεφάλι του στη μεριά μου. Τα δάχτυλά του ταξίδεψαν στην ουλή που είχα στο στήθος μου. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό που έκανες για μένα», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα.
Τότε μου ήρθε στο μυαλό ο νεαρός που είχα δει στον ύπνο μου όσο ήμουν σεκόμμα και συνειδητοποίησα ότι ήταν ο Κάρτερ. Τότε άρχισε να με πνίγει ημελαγχολία του ονείρου και παρά την όμορφη βραδιά, δεν μπορούσα να την αποβάλλωμε τίποτα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top