2.ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΜΟΥ ΞΕΡΟΥΝ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Άνοιξα τα μάτια μου με δυσκολία. Θέλησα να κουνήσω τα δάχτυλά μου, αλλά ήμουν μουδιασμένη. Όλο μου το σώμα ήταν μουδιασμένο. Το μόνο που μπορούσα να νιώσω ήταν μια μικρή ενόχληση στο στομάχι μου. Το βλέμμα μου καρφώθηκε σε ένα μισογεμάτο κουτί με ηρεμιστικά, στο κομοδίνο δίπλα μου. Ο Ντιμίτρι καθόταν σε μια καρέκλα και με κοιτούσε. Όταν ξύπνησα, ανασηκώθηκε και με επεξεργάστηκε.

«Πόσα μου έδωσες;», μουρμούρισα πιάνοντας το στομάχι μου.

«Αρκετά ώστε να σε κρατήσουν έτσι ολόκληρο το βράδυ»,απάντησε.    

Ολόκληρο το βράδυ; Κοίταξα στο παράθυρο. Είχε κλείσει τα εξώφυλλα, αλλά από τις δέσμες φωτός που κατάφερναν να μπουν στο δωμάτιο, κατάλαβα ότι είχε ξημερώσει και μάλιστα για τα καλά. Έσπρωξα τα σκεπάσματα από πάνω μου και έκανα να σηκωθώ αλλά ο Ντιμίτρι με σταμάτησε.

«Ει, που νομίζεις ότι πας; Θα μείνεις εδώ. Διαταγές του βασιλιά».

Έσμιξα τα φρύδια μου, καθώς ένα κύμα οργής άρχισε να κυλάει μέσα μου.

Το προηγούμενο βράδυ κάποιος είχε μπει στο δωμάτιό μου και έπαιξε μαζί μου, βάζοντας τα μαλλιά της νεκρής μου μητέρας στην μπανιέρα. Δε θα έμενα άπραγη, περιμένοντας να μου φέρουν τον υπεύθυνο αλυσοδεμένο στα πόδια μου. Δε θα γινόμουνα τέτοιου είδους βασίλισσα.

«Ο βασιλιάς είναι νεκρός», αποκρίθηκα και τον έσπρωξα για να μην με εμποδίζει.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και φόρεσα μια ρόμπα πάνω από την καλοκαιρινή μου πιτζάμα. Ο Ντιμίτρι δεν ξαναπροσπάθησε να με σταματήσει, αλλά δεν έκρυψε και την αποδοκιμασία του.

Μόλις βγήκα από το δωμάτιό μου, με ακολούθησε και μουρμούραγε δικαιολογίες για να μείνω στο κρεβάτι. Ο Κάρτερ δεν ήταν βασιλιάς ακόμα, αλλά και να ήταν δεν θα είχε τη δικαιοδοσία να μου απαγορεύσει κάτι, αφού θα ήμουν κι εγώ βασίλισσα. Επιπλέον δεν ήμουν καθόλου κουρασμένη. Μονάχα ζαλισμένη από το κουτί με τα ηρεμιστικά , το οποίο σχεδόν άδειασαν στο στομάχι μου. Τέλος, όσο συγχυσμένη και να ήμουν, είχα κάθε δικαίωμα να μάθω τι συνέβαινε από πρώτο χέρι και να μην περιμένω κάποιον μη έμπιστο να μου πει μισές πληροφορίες.

Οπότε μπορούσα να φύγω από το δωμάτιο μου ό,τι και να έλεγε ο Ντιμίτρι. Και κατά βάθος σκεφτόταν τα ίδια πράγματα με μένα, αλλά ήθελε να μη φέρει αντίρρηση στον Κάρτερ γιατί μόνο χάρις εκείνον θα μπορούσε να μπει στην προσωπική μου φρουρά. (Σύμφωνα με ένα νόμο, όταν κυβερνούσαν δύο νταμπίρ, τα άτομα για τη προσωπική φρουρά του καθενός, δεν τα επέλεγαν οι ίδιοι, αλλά οι συγκυβερνήτες τους. Ήταν πιο αντικειμενικός ο τρόπος αυτός) Έμενα αντιθέτως δεν με ενδιέφερε η γνώμη του 'βασιλιά'.

Κατέβηκα τις σκάλες και πήγα προς την είσοδο όπου άκουγα συνομιλίες.

Εμείς τα νταμπίρ, δεν είχαμε τις δυνάμεις βρικολάκων, αλλά οι αισθήσεις μας ήταν πιο οξυμένες σε σχέση με έναν απλό άνθρωπο. Βέβαια και ένας κοινός θνητός θα μπορούσε να τους είχε ακούσει, τι στιγμή που σχεδόν φώναζαν.

Η πόρτα του παλατιού ήταν ανοιχτή και στο κατώφλι βρισκόντουσαν ο Κάρτερ, ο θείος του ,Σον, και ένας ακόμα νεαρός τον οποίο είχα δει στην κηδεία αλλά δε θυμόμουν πως τον έλεγαν.

Ο Κάρτερ μόλις με είδε αμέσως απευθύνθηκε στον Ντιμίτρι, χωρίς όμως να πει κουβέντα. Αναστέναξε και κοίταξε μορφάζοντας τον Ρώσο φίλο μου.

«Επέμενε», απάντησε ο Ντιμίτρι.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησα δυνατά. «Τι έγινε χτες βράδυ;».

Κανένας δεν απάντησε αμέσως. Έμειναν σιωπηλοί για μερικά, βασανιστικά λεπτά. Κάτι το οποίο με εξόργισε αφάνταστα.

Τον λόγο τον πήρε ο Σον. Τα σμαραγδένια του μάτια αντίκρισαν τα δικά μου και μου αποκρίθηκε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε.

«Χθες βράδυ, κάποιος κατέστρεψε τον τάφο των γονιών σας και πήρε κάποια», κοίταξε για λίγο τον Κάρτερ πριν συνεχίσει. «προσωπικά αντικείμενα», απάντησε τελικά.

«Σαν τι;». Κοίταξα τον Ντιμίτρι. «Πήραν το ροζάριο της γιαγιάς Εύας;»

«Όχι τέτοια προσωπικά αντικείμενα», απάντησε ο Κάρτερ και έβγαλε από την τσέπη του ένα διαφανές σακουλάκι με δόντια.

Ο Ντιμίτρι έκανε ένα βήμα μπροστά και έπιασε το μπράτσο μου.

Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα πώς είχα βρει τα μαλλιά της μητέρας μου.

Μετά είχα τρέξει στο κρεβάτι μου και είχα βρει ένα σημείωμα και μετά .. κενό. Μάλλον έφταιγαν τα χάπια. Πάλεψα να θυμηθώ τι συνέβη μετά. Θολές εικόνες τριγυρνούσαν στο κεφάλι μου. Μαύρες φιγούρες να κινούνται και ομιλίες. Έντονες ομιλίες.

«Το ροζάριο της γιαγιάς σου είναι στη θέση του και ότι άλλο προσωπικό αντικείμενο έβαλες στα φέρετρά τους», άκουσα τον Κάρτερ να λέει διακόπτοντας την προσπάθειά μου να θυμηθώ τι έγινε χτες το βράδυ.

Το βλέμμα μου συνάντησε τα μπλε μάτια του νεαρού που δεν ήξερα. Φαινόταν πολύ ταραγμένος. Από τα μπερδεμένα μαλλιά του και τα τσαλακωμένα ρούχα του κατάλαβα ότι είχε δύσκολη νύχτα.

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί δεν ήταν άτομο της οικογένειας.

«Ποιος είναι αυτός;», ρώτησα τον Σον κάνοντας ένα νεύμα προς την πλευρά του νεαρού.

Ο Σον έκανε ένα βήμα πίσω δίνοντας το ελεύθερο στον ξένο να συστηθεί μόνος του.

«Νέιθαν Μακάρθι, υψηλοτάτη», απάντησε κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση.

«Ο Νέιθαν μένει στην είσοδο της Μόιρα. Ελέγχει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει και μας δίνει πλήρη αναφορά», πρόσθεσε ο Σον.

«Μόνο που χτες έκανε άλλα πράγματα», είπε ο Κάρτερ με κατηγορηματικό ύφος.

Ο Νέιθαν φαινόταν πολύ ντροπιασμένος.

«Ας μην κατηγορήσουμε κανέναν. Ήδη είναι άσχημη η κατάσταση, μην κάνουμε χειρότερα τα πράγματα», προσπάθησε να ηρεμήσει τα πνεύματα ο Σον.

Ο Κάρτερ σήκωσε τα χέρια ψηλά και έβαλε το σακουλάκι με τα δόντια στην τσέπη του.

«Ορόρα», μου είπε ο Ντιμίτρι. «Καλύτερα να τους αφήσουμε μόνους τους».

«Όχι, θέλω να μάθω ποιος το έκανε», απάντησα.

«Αν το ξέραμε νομίζεις δε θα στο λέγαμε;», σχεδόν φώναξε ο Κάρτερ.

Τα μάτια του άστραφταν και η ανάσα του βάρυνε. Όμως ηρέμησε γρήγορα και ο τόνος της φωνής χαμήλωσε. «Κάνε ό,τι σου λέει κι αν έχουμε κάτι νεότερο θα σε ειδοποιήσουμε».

Ένευσα αργά, μη θέλοντας να δημιουργήσω παραπάνω ένταση. Τους άφησα να συνεχίσουν την έρευνά τους και πήγα στο δωμάτιό μου, να αλλάξω.

Αργότερα πήγα με τον Ντιμίτρι στο σχολείο να γνωρίσω τα κατατόπια.

«Πολύ επιθετικός δεν ήταν ο Κάρτερ με τον Νέιθαν;», τον ρώτησα καθώς περπατούσαμε προς το σχολείο.

Η μέρα ήταν σχετικά ηλιόλουστη, αλλά μερικά σύννεφα μαρτυρούσαν πως το φθινόπωρο στο Πόρτλαντ είχε μπει οριστικά.

Ο Ντιμίτρι ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους του. «Με όλους έτσι είναι».

Όντως.

«Ναι αλλά με εκείνον πολύ περισσότερο. Και δεν νομίζω να είναι τα δόντια..», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι. «Ποιανού ήταν τα δόντια;».

«Του βασιλιά Κέλλαν», απάντησε.

Σκέφτηκα τη Μέλανη. Τόση ώρα δεν είχε εμφανιστεί. Δεν ήθελα να φανταστώ πως θα ένιωσε όταν το έμαθε. Ίσως να έπαθε κρίση όπως κι εγώ. Αντίθετα ο Σον ήταν αρκετά ψύχραιμος με όσα συνέβησαν στον τάφο του αδερφού του. Ο Κάρτερ από την άλλη κάθε άλλο παρά ήρεμος ήταν, αλλά δεν μπορούσα να τον κατηγορήσω. Όσο και να με εξόργιζε και μόνο που τον έβλεπα, μετά από την υπεροπτική συμπεριφορά του χτες, δεν μπορούσα να μη νιώθω και λίγη συμπόνια.

«Ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;», ρώτησα χαμηλόφωνα.

Ο Ντιμίτρι μου έριξε μια κλεφτή ματιά και πέρασε το ένα του χέρι γύρω από τη μέση μου.

«Δεν ξέρω. Αλλά όποιος και να ήτανε, να εύχεται να μην πέσει στα χέρια μου».

Γέλασα πνιχτά. Ήμουν σίγουρη ότι ο Ντιμίτρι θα τιμωρούσε τον υπεύθυνο με την εσχάτη των ποινών: Τη σωματική βία. Κι αν κάτι ήξερα πολύ καλά, ήταν πόσο άσχημες μπορούν να είναι οι μελανιές του αγαπητού μου φίλου.

Το σχολείο ήταν πελώριο. Ίσως και μεγαλύτερο από το παλάτι. Βέβαια στέγαζε όλες τις τάξεις, από το νηπιαγωγείο μέχρι και το λύκειο.

Διέθετε τάξεις, αίθουσες αναψυχής, τραπεζαρίες, κοιτώνες, τα γραφεία των καθηγητών, αμφιθέατρα και μεγάλες αυλές με κιόσκια.

Η πύλη ήταν τα ίδιο μεγάλη με της πόλης, με δύο σιδερένιες, καγκελωτές πόρτες οι οποίες έτριζαν, όταν άνοιγαν, χαρίζοντάς σου μια ανατριχίλα.

Ο κήπος ήταν καταπράσινος και το δρομάκι πριν την είσοδο του, ήταν περιποιημένο.

Στην είσοδο μας περίμενε ένας άντρας γύρω στα σαράντα. Αν και είχε ζέστη, εκείνος φορούσε ένα μπλε κουστούμι.

Μόλις μας είδε χαμογέλασε και έκανε ένα βήμα μπρος.

«Δεσποινίς Σάντος», αποκρίθηκε και μου φίλησε το χέρι. «Καλώς ήρθατε στο νέο σας σχολείο. Εγώ είμαι ο διευθυντής σας. Τζον Μίλερ».

Εγώ ανταπέδωσα το χαμόγελο. «Χάρηκα για τη γνωριμία», απάντησα.

Ο Ντιμίτρι κι εκείνος αντάλλαξαν δυο κουβέντες για το πότε θα έφερνα τα πράγματά μου στον κοιτώνα μου και για τα χαρτιά μου με τις επιδόσεις μου στα μαθήματα, τα προηγούμενα σχολικά μου χρόνια.

Στη συνέχεια μας ξενάγησε στο χώρο του λυκείου.

Στις τάξεις, στα εργαστήρια, στη βιβλιοθήκη, στο διάδρομο, στην τραπεζαρία , στους κοιτώνες. Επίσης μου έδωσε τον αριθμό της ντουλάπας μου και τον κωδικό.

Στο τέλος, πήγαν στο γραφείο με τον Ντιμίτρι να κανονίσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες.

Εγώ έκανα μια βόλτα στην αυλή της τραπεζαρίας.

Υπήρχαν τραπέζια και παγκάκια για να κάθονται οι μαθητές στο μεσημεριανό και τα διαλείμματά τους. Το χορτάρι κάτω και τα δέντρα τριγύρω γέμιζαν τον αέρα με έντονη μυρωδιά υγρασίας που πρόδιδε ότι ποτίστηκαν αρκετά πρόσφατα.

Λίγο πιο πέρα είδα δύο κορίτσια, που είχα γνωρίσει στην κηδεία, με τη μητέρα τους.

Η ξανθιά ήταν η Οκτόμπερ κι η μελαχρινή η Μόνι. Κουβαλούσαν βαλίτσες, οπότε υπέθεσα ότι θα ετοίμαζαν τους κοιτώνες τους. Η μητέρα τους ήταν πιο μικροκαμωμένη από εκείνες και είχε κόκκινες κοντές, βαμμένες μπούκλες, μέχρι τον ώμο της.

Μόλις με είδαν με χαιρέτησαν και το ίδιο έκανα κι εγώ.

Χάρηκα που με αντιμετώπισαν τόσο φυσιολογικά. Θα περίμενε κανείς να με πλησιάσουν και αρχίσουν να ρωτάνε, πως ήμουν μετά από χτες, και να παριστάνουν ότι νοιάζονται, ενώ στην πραγματικότητα ήθελαν νέο υλικό για κουτσομπολιό.

Καθώς τις έβλεπα να απομακρύνονται σκέφτηκα να ρίξω μια πιο λεπτομερής ματιά στην τραπεζαρία.

Έκανα να στρίψω και σχεδόν έπεσα πάνω σε ένα νεαρό.

«Συγγνώμη», είπα καθώς προσπαθούσα να βρω την ισορροπία μου.

Εκείνος γέλασε και με κράτησε από τα χέρια για να με βοηθήσει.

«Δεν πειράζει. Εγώ συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε ξαφνιάσω», απάντησε.

Μόλις βρήκα την ισορροπία μου. Κατάφερα να τον επεξεργαστώ καλύτερα.

Ήταν αρκετά ψηλός και το κοντομάνικό του μαρτυρούσε πως ήταν και αρκετά γυμνασμένος. Είχε καστανά, σγουρά μαλλιά και γκριζογάλανα μάτια. Στο φως θα μπορούσε κανείς να νομίζει ότι ήταν ασημένια.

«Είμαι ο Ίαν», άπλωσε το χέρι του να συστηθεί.

«Ορόρα», απάντησα και κούνησα ελαφριά το χέρι του.

«Το ξέρω», χαμογέλασε.

Φυσικά και το ήξερε. Ήταν γελοίο που συστήθηκα, αλλά θα φαινόταν πολύ αλαζονικό από μέρους μου να δείξω ότι ήταν υποχρεωμένος να με ξέρει.

«Είμαι φίλος του Κάρτερ», συμπλήρωσε.

Έμεινα άφωνη. Ο Κάρτερ είχε φίλους; Και μάλιστα κάποιον τόσο χαμογελαστό και ευγενικό όσο ο Ίαν;

(Εντάξει κι ο Μάικλ τον έκανε παρέα, αλλά ήταν συγγενής και δεν μετρούσε)

Εκείνος γέλασε με την αντίδρασή μου. «Γιατί σου κάνει εντύπωση», ρώτησε.

Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου. «Να, εγώ νόμιζα ότι δεν είχε χρόνο για φίλους, γιατί ήταν απασχολημένος να καβαλάει τη σκούπα του και να πετάει σε κρυφά συμπόσια με τη Φούρκα».

Ο Ίαν γέλασε ακόμα πιο δυνατά. «Τόσο καλή αρχή κάνατε;»

Κούνησα το κεφάλι μου.

«Η αλήθεια είναι πως είναι λίγο περίεργος. Αλλά κατά βάθος είναι πάρα πολύ καλό παιδί».

Ήταν λογικό ο φίλος του να τον υπερασπιστεί. Αλλά όσο καλός και να ήταν, όσες φιλανθρωπίες και να έκανε, όσες γιαγιάδες και να πέρναγε στο απέναντι πεζοδρόμιο, στο τέλος της ημέρας απέναντί μου θα ήταν πικρόχολος.

«Ήρθες να δεις το νέο σου σχολείο;», με ρώτησε βλέποντας πως δε θα συνέχιζα την κουβέντα για τον Κάρτερ.

Εγώ κοίταξα τριγύρω και ένευσα. «Ναι. Είναι πολύ καλό».

«Καλό; Ούτε μια σύγκριση με το προηγούμενό σου; Συνήθως όλοι λένε 'καλό αλλά όχι σαν το παλιό».

Εγώ καθάρισα το λαιμό μου. «Δεν έχω πάει ποτέ σε σχολείο», απάντησα χαμηλόφωνα κι αργά.

Εκείνος σοκαρίστηκε στην αρχή, αλλά αμέσως το έκρυψε για να μη με κάνει να νιώσω άβολα.

«Αλήθεια;»

«Ναι. Έκανα μαθήματα στο σπίτι, όλες τις τάξεις».

Εκείνος ένευσε αργά. «Άρα για σένα θα' ναι μια καινούρια εμπειρία όλο αυτό».

«Κι όχι μόνο», συμπλήρωσα.

Στη Μόιρα θα αποκτούσα πολλές καινούριες εμπειρίες, το ένιωθα.

Και αυτή που με φόβιζε περισσότερο ήταν το να γίνω βασίλισσα.

Το πρώτο μέλημά μου ήταν να κάνω τους πάντες να με αγαπήσουν και να με εμπιστευτούν. Για εκείνους ήμουν μια ξένη και αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο, να το αλλάξω. Ειδικά εξ αιτίας της αντιπάθειας του Κάρτερ απέναντί μου. Έπειτα είχα να μάθω τόσους νόμους και να τους εφαρμόσω σωστά. Επίσης, έπρεπε να είμαι αντικειμενική κάτι το οποίο δεν μπορούσα να το κάνω εύκολα. Πάντα υποστήριζα με ζήλο κάποιον δικό μου άνθρωπο, είχε ή δεν είχε δίκιο. Κι αυτό θα ήταν τεράστιο λάθος, ως βασίλισσα.

Ένα σωρό υποχρεώσεις αιωρούνταν στο κεφάλι μου, δίνοντάς μου έναν δυνατό πόνο.

«Θα τα πας μια χαρά», με καθησύχασε ο Ίαν.

Εγώ ένευσα από ευγνωμοσύνη.

«Ίαν;», άκουσα τον Ντιμίτρι από πίσω μου.

«Ντιμίτρι!», αναφώνησε ο Ίαν και τον αγκάλιασε. «Πόσος καιρός πέρασε;»

«Ένας χρόνος μόνο», απάντησε ο Ντιμίτρι και στάθηκε δίπλα μου. «Συγγνώμη που δεν ήρθα να σε δω νωρίτερα αλλά είχα μια πριγκίπισσα να προσέχω», πέρασε το χέρι του γύρω μου και με έσφιξε στο στήθος του.

«Ω, Ντιμίτρι. Ξέρεις, μπορείς και να έχεις ζωή».

«Εσύ είσαι η ζωή μου, μικρή», απάντησε.

«Πίστεψε με Ορόρα, αν ο Ντιμίτρι είχε να διαλέξει ανάμεσα στην καλοπέραση και στην υπηρεσία του σε σένα, θα διάλεγε εσένα. Είσαι η προτεραιότητα του», ένευσε ο Ίαν.

«Είδες;», μου αποκρίθηκε ο Ντιμίτρι.

Εγώ ένευσα χαμογελώντας.

«Λοιπόν αφού ήρθε ο προστάτης σου, εγώ μπορώ να φύγω. Και που' σαι Ντιμίτρι. Βάλ' την νωρίς για ύπνο και έλα να πιούμε καμιά βότκα», γέλασε ο Ίαν καθώς έφευγε.

Ο Ντιμίτρι γέλασε και με ώθησε προς τα μπρος.

«Σοβαρά το είπα πριν. Δεν είμαι η μόνη που χρειάζεται να προσαρμοστεί εδώ. Κι εσύ χρειάζεσαι. Μπορείς να με αφήνεις και λίγο μόνη μου».

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. Φαινόταν ανένδοτος. Καθόλου περίεργο.

«Σε άφησα και χτες μόνη σου. Δεν έβγαλε πουθενά».

«Δεν θα μπορούσες να αλλάξεις κάτι», απάντησα αναστενάζοντας.

Έμοιαζε να νιώθει ένοχος που πέρασα κάτι τόσο φριχτό όσο εκείνος ξεκουραζόταν, αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει ότι δε γινόταν να με προστατεύει από όλους κι όλα.

Μέχρι να τον βρουν οι γονείς μου, ζούσε στο δρόμο και ποιος ξέρει τι κακουχίες είχε περάσει. Κι όπως βρέθηκε κάποιος να προστατέψει εκείνον, έτσι ήθελε να προστατέψει κι εμένα.

Το γεγονός όμως ότι -από τότε που τον περιέθαλψαν οι γονείς- δεν ξανάνιωσε πόνο δεν σήμαινε ότι θα γινόταν και με μένα το ίδιο.

Ωστόσο δεν ήθελε να το παραδεχτεί.

«Δεν το ξέρεις αυτό», απάντησε.

Το έβλεπα στα μάτια του πως δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι είχα δίκιο.

Δεν το συνέχισα γιατί θα τον πλήγωνα και δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Έτσι αποφάσισα να αλλάξω την κουβέντα.

«Ώστε ο 'μοναχικός πρίγκιπας' έχει φίλο;», ρώτησα.

Ο Ντιμίτρι ένευσε. «Υπάρχουν πολλοί ήρωες σε αυτόν τον πλανήτη τελικά».

Γέλασα πνιχτά. «Κι εγώ έμεινα έκπληκτη όταν το έμαθα».

«Αλήθεια;», με ρώτησε. «Πως κι έτσι;»

Του διηγήθηκα το περιστατικό στον κήπο και πως ο Κάρτερ αρνήθηκε κατηγορηματικά να είμαστε φίλοι. Ήθελε μια τυπική σχέση.

Παρ' όλα αυτά ο Ντιμίτρι ακόμα απορούσε. Συμπλήρωσα, θυμίζοντας του ότι μου φώναξε το πρωί και πως δεν ήθελε να είμαι ανάμεσα στο πόδια του. Πιθανόν να ήθελε να λύσει μόνος του το μυστήριο και να δείξει στη Μόιρα πόσο ικανός βασιλιάς είναι, όσο εγώ έβγαζα τα βράδια μου με ηρεμιστικά.

Ο Ντιμίτρι γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Πρέπει να γράψεις αστυνομικό μυθιστόρημα. Έχεις τεράστια φαντασία».

Εγώ μόρφασα. «Μην κοροϊδεύεις. Αυτό που σου λέω είναι».

Ο Ντιμίτρι προσπάθησε να σταματήσει να γελάει, αλλά κάθε φορά που με κοιτούσε, δεν μπορούσε να το ελέγξει. Τελικά μετά από μερικά λεπτά ηρέμησε, αφού παραλίγο κόντεψε να πνιγεί.

«Δε θυμάσαι τι έγινε χτες έτσι;», με ρώτησε σκουπίζοντας τα μάτια του.

«Πώς να θυμάμαι; Μου έδινες τα ηρεμιστικά σαν να ήταν καραμέλες», απάντησα θυμωμένα.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Σε άκουσα να φωνάζεις και έτρεξα μαζί με ένα σωρό κόσμο στο δωμάτιό σου. Και όταν σε βρήκα, ξέρεις με ποιον ήσουνα;».

Εγώ περίμενα να μου απαντήσει αν και μάλλον ήξερα ήδη την απάντηση. Ο Ντιμίτρι το κατάλαβε και ένευσε. «Με τον Κάρτερ. Εσύ έκλαιγες με αναφιλητά κι εκείνος σε είχε στην αγκαλιά του και προσπαθούσε να σε ηρεμήσει. Και με διέταξε να σε κρατήσω μακριά από την έρευνα, όχι για να πάρει εκείνος τα παράσημα, αλλά για να σε προστατέψει».

Ο πονοκέφαλος έγινε χειρότερος. Πάλεψα ακόμα πιο πολύ να ανακαλέσω τη χθεσινή νύχτα. Ο Κάρτερ με κρατούσε. Όντως. Τώρα θυμόμουν κάποιον να με αγκαλιάζει και να προσπαθεί να με καθησυχάσει. Ο Κάρτερ ήταν; Πώς;

«Κι επειδή είμαι σίγουρος ότι το σκέφτηκες», συνέχισε ο Ντιμίτρι. «Δεν τον άκουσα, επειδή θέλω να τον γλύψω για να μπω στην φρουρά σου, αλλά επειδή δεν ήταν ο μόνος που ταράχτηκε όταν σε είδε έτσι χτες».

Κάτι τέτοιες στιγμές τρομοκρατούμουν. Νόμιζα, ότι ο Ντιμίτρι ήταν μέντιουμ. Ήξερε ακριβώς τι είχα σκεφτεί.

Προσπάθησα να το παίξω αδιάφορη γιατί θα ήταν πολύ προσβλητικό να το παραδεχτώ. Και βασικά και μόνο που το σκέφτηκα ήταν προσβλητικό, αλλά είχα θυμώσει πολύ που δεν ήξερα τι σκεφτόμουν. Πάντα το έκανα αυτό. Όταν θύμωνα, λειτουργούσα παρορμητικά.

«Δεν το ήξερα», ψιθύρισα.

«Τώρα το έμαθες. Δεν ξέρω γιατί σου είπε όσα σου είπε στον κήπο, αλλά χθες στο δωμάτιό σου ήταν πολύ ταραγμένος για σένα. Έμοιαζε... σαν να νοιάζεται».

Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ειδικά για μένα , ο Κάρτερ αποκλείεται να νοιαζόταν. Ίσως να ταράχτηκε που με είδε έτσι, ναι. Αλλά όχι να νοιάζεται.

Κι εκείνος φαινόταν παρορμητικός σαν κι εμένα κι όχι μόνο στον θυμό. Όπως για παράδειγμα με τον Νέιθαν ή..

«Μπορείς να με πας στον Νέιθαν», είπα ξαφνικά στον Ντιμίτρι.

Εκείνος απόρησε. «Γιατί;».

«Θέλω να ακούσω την δικιά του μεριά για όλα αυτά».

Δε φάνηκε να πείθεται. Με επεξεργάστηκε αρκετά για να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν κάτι άλλο αυτό που πραγματικά ήθελα.

Τελικά πείστηκε και με πήγε στο σπίτι του. Ήταν όντως στην είσοδο της πόλης. Λίγα εκατοστά χώριζαν το σπίτι του από την πελώρια, ασημένια πύλη.

Το σπίτι του δεν ήταν τίποτα το φοβερό. Το δωμάτιό μου στο παλάτι ήταν μεγαλύτερο από αυτό. Τα παράθυρά του ήταν ανοιχτά. Εκείνος ήταν στο γραφείο του, πάνω από ένα βιβλίο και το εξέταζε εξονυχιστικά.

«Νέιθαν», είπα χαμηλόφωνα.

Εκείνος τινάχτηκε πάνω μόλις με άκουσε και έτρεξε να μου ανοίξει την πόρτα.

«Υψηλοτάτη, περάστε», έκανε στην άκρη σκύβοντας το κεφάλι του.

Εγώ αναστέναξα. «Σε παρακαλώ, λέγε με Ορόρα».

Ήταν πολύ επίσημο το υψηλοτάτη και ακουγόταν άσχημα από κάποιον που θα ήταν το πολύ δύο χρόνια μεγαλύτερός μου.

Εκείνος ένευσε και εγώ με τον Ντιμίτρι μπήκαμε μέσα.

Ούτε έπιπλα είχε πολλά. Έναν καναπέ κολλημένο στον τοίχο απέναντι από την πόρτα, ένα μικρό γραφείο στα αριστερά, μια κουζινούλα στα δεξιά, μια τηλεόραση και δύο πόρτες για δύο ακόμα δωμάτια. Υπέθεσα ότι θα ήταν για την τουαλέτα και το υπνοδωμάτιο.

«Καθίστε», μας αποκρίθηκε.

«Όχι, δεν θα κάτσουμε πολύ», απάντησα.

Ο Ντιμίτρι αποφάσισε να ασχοληθεί με την επεξεργασία του χώρου κι έτσι μου άφησε το ελεύθερο να ρωτήσω ό,τι θέλω.

«Όπως επιθυμείτε».

Του έριξα ένα βλέμμα κι εκείνος αμέσως το διόρθωσε. «Όπως επιθυμείς».

Εγώ ένευσα από ικανοποίηση.

«Πες μου Νέιθαν, πως ακριβώς ελέγχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει σε μια πόλη σαν και τούτη;»

«Όλοι από' δω περνάνε».

«Ναι αλλά σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να μπεις και να βγεις».

Εκείνος ένευσε. «Ναι, παλιά όμως. Πλέον γύρω από την πόλη υπάρχουν..».

«Ίριδες», πετάχτηκε ο Ντιμίτρι.

Ο Νέιθαν τον κοίταξε χωρίς να πει τίποτα.

Εγώ έσμιξα τα φρύδια μου. «Και τι δουλειά έχουν τα φυτά με τη φρουρά της πόλης;»

Ο Ντιμίτρι μας πλησίασε. «Το λουλούδι Ίρις πήρε το όνομά του από τη θεά Ίριδα, τη θεά του ουράνιου τόξου. Λέγεται μάλιστα πως ήταν αγγελιοφόρος των θεών και συγκεκριμένα του Δία και της Ήρας», είπε.

Εγώ το σκέφτηκα λίγο. 'Συγκεκριμένα του Δία και της Ήρας'.

«Στο βασιλιά και τη βασίλισσα», ψέλλισα.

«Σωστά», απάντησε ο Νέιθαν. «Η λέξη Ίρις σημαίνει μάτι του ουρανού. Οι Ίριδες γύρω από το κάστρο βλέπουν τους πάντες και όσα νταμπίρ έχουν τη μαγεία της Γης μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί τους και να δώσουν αναφορά στο βασιλιά και τη βασίλισσα».

Εγώ κούνησα το κεφάλι μου. «Αυτό δεν είναι έμπιστη πηγή. Είναι απλά λουλούδια».

«Μην υποτιμάς τη δύναμη της φύσης», μου είπε ο Ντιμίτρι.

«Μάλιστα. Άρα τα φυτά αυτά μπορεί να είδαν ποιος μπήκε στην πόλη και να το έκανε αυτό;»

Ο Νέιθαν μας κοίταξε λίγο. «Θα μπορούσαν. Το θέμα είναι ότι για να μπορέσει σίγουρα να μπει κάποιος πρέπει αναγκαστικά να περάσει από εδώ. Τα άλλα μέρη που θα επιχειρούσε κάποιος να εισβάλλει, φρουρούνται».

«Τότε γιατί μου είπατε αυτό το χαζό μύθο;»

Ο Ντιμίτρι αναστέναξε. «Ορόρα αν θες να μάθεις ποιος το έκανε, πρέπει να ξέρεις τα πάντα. Κι αυτό δεν είναι μύθος. Είναι κάτι το οποίο θα σου χρειαστεί στο μέλλον».

Δεν πίστευα ότι κάτι τέτοιο θα μου χρησίμευε πουθενά. Μόνο στο να λέω παραμύθια στα παιδιά μου για να κοιμηθούν.

Αυτό που χρειαζόμουνα ήταν απαντήσεις.

«Νέιθαν, που ήσουν χτες το βράδυ;», τον ρώτησα.

«Εδώ. Γύρισα αμέσως μετά την κηδεία», απάντησε με πλήρη αυτοπεποίθηση.

«Τα βράδια μένεις ξύπνιος;»

«Όχι», κούνησε το κεφάλι του. «Υπάρχει κι ένας φρουρός απ' έξω, έτσι ώστε άμα έρθει ή φύγει κάποιος να με ξυπνήσει και να το σημειώσω».

«Να το σημειώσεις; Που;».

Ο Νέιθαν βάδισε προς το γραφείο του και σήκωσε το βιβλίο που τον είχα δει να διαβάζει. Μόνο που δεν ήταν βιβλίο. Ήταν ένα μεγάλο τετράδιο κι έγραφε ονόματα, ημερομηνίες και ώρες. Σε μία σελίδα ήμουν κι εγώ με την Ντιμίτρι. Είχε τη μέρα και την ώρα προέλευσης μας.

«Εδώ σημειώνω τους πάντες και ο κύριος Σον έρχεται και το ελέγχει το πρωί, μόλις ξυπνήσει και το βράδυ πριν κοιμηθεί».

Μου το έδωσε να το δω κι εγώ. Χτες όλη μέρα κανείς δεν είχε μετακινηθεί. Οι τελευταίοι ήταν Ίαν με τον Κάρτερ, προχτές στις τέσσερις το μεσημέρι.

Του το έδωσα πίσω καθώς ούτε αυτό βοήθησε κάπου.

«Ποιος ήταν ο φρουρός χθες βράδυ;», τον ρώτησα.

«Τζακ Κόνορ», απάντησε.

Εγώ τον ευχαρίστησα και βγήκα έξω.

Ο Ντιμίτρι με ακολούθησε.

«Και τώρα που έμαθες τι θα κάνεις;», με ρώτησε καθώς βάδιζα προς το παλάτι.

«Θα βρω τον Τζακ Κόνορ», απάντησα.

«Και μετά;».

«Πολλά ρωτάς. Κι ακόμα δεν τον έχω βρει».

«Όχι γιατί στην αρχή φαινόταν καλό σχέδιο αλλά μετά κάτι πρέπει να στράβωσε».

Αναστέναξα. Δεν ήταν πρόθυμος να βοηθήσει στην έρευνά μου επειδή με είδε έτσι όπως με είδε χτες. Ακόμα να μάθει πως όσες φορές και να έσπαγα θα κατάφερνα να μαζέψω τα κομμάτια μου; Με εξόργιζε που δεν ήθελε να καταλάβει πόσο καλή μαχήτρια ήμουν.

Ήθελε να με προστατεύει; Δεκτό. Αλλά όχι να αμφισβητεί πόσο δυνατή ήμουν.

Και ήμουν πολύ δυνατή. Το είχα αποδείξει αρκετές φορές κι εκείνος συνέχιζε να με αντιμετωπίζει ως ένα εύθραυστο κομμάτι γυαλί, όχι ως μια νικήτρια.

Όταν έφτασα στο παλάτι, τον άφησα με τον Μάικλ να συζητήσουν για την -ας πούμε- έρευνα που είχανε κάνει εκείνοι μέχρι στιγμής, κι εγώ πήγα στο δωμάτιο του Κάρτερ.

Αυτή τη φορά ο διάδρομος ήταν φωτεινός και υπήρχαν και δυο φρουροί, ένας στην σκάλα κι ένας στο παράθυρο.

Χτύπησα την πόρτα και μπήκα διστακτικά, όταν είπε «εμπρός».

Αν και ξεχείλιζε αρκετή αδρεναλίνη μέσα μου, ακόμα ήμουν επιφυλακτική απέναντι στον Κάρτερ. Μην ξεχνάμε και την απόσταση που έπρεπε να κρατήσω για την επιτυχία της τυπικής σχέσης.

Εκείνος καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του και φαινόταν σκεφτικός.

Μόλις μπήκα μέσα, σήκωσε το βλέμμα του. Δεν έδειχνε ενοχλημένος, αλλά ούτε και ευτυχισμένος που με είδε.

«Συμβαίνει τίποτα;», με ρώτησε με ανέκφραστο τόνο.

Εγώ έκανα μερικά βήματα πιο κοντά.

«Ο Ντιμίτρι μου είπε για χθες βράδυ».

Δεν ήξερα γιατί είπα αυτό. Όλη την ώρα σκεφτόμουνα «ρώτα για τον Τζακ Κόνορ».

Αλλά μόλις τον αντίκρισα, το στόμα μου ενέργησε μόνο του.

«Α.», έκανε αδιάφορα. «Δεν ήταν τίποτα».

Σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος απέναντί μου, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του.

Εγώ κούνησα ελαφρά το κεφάλι μου.

«Για μένα ήταν. Αλήθεια πως ήσουν εκεί πριν από τους άλλους;»

Δεν απάντησε αμέσως. Κοίταξε για λίγο κάτω και έβαλε το ένα του χέρι στην τσέπη. Ήλπιζα να μην ξανάβγαζε τα δόντια του πατέρα του.

«Ήρθα στο δωμάτιό μου και βρήκα το σακουλάκι που σου έδειξα το πρωί και δίπλα ένα σημείωμα», έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί από την τσέπη του και μου το έδωσε.

Το σημείωμα είχε τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα με το σημείωμα που είχα βρει στο κρεβάτι μου:

ΕΣΥ ΔΕ ΘΑ ΣΠΑΣΕΙΣ ΑΛΛΑ ΞΕΡΩ ΚΑΠΟΙΑ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ. ΘΕΣ ΒΟΗΘΕΙΑ; ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΠΟΥ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ «Ο» ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΣΕ «ΡΟΡΑ»

Αφού το διάβασα το βλέμμα μου συνάντησε το δικό του.

«Έτρεξα στο δωμάτιό σου και σε είδα στο κρεβάτι να διαβάζεις το δικό σου σημείωμα. Ήσουν εντελώς ακίνητη, σαν άγαλμα. Μετά έβγαλες μια κραυγή και άρχισες να κλαις».

Μετά έτρεξε και με αγκάλιασε. Δεν μου το είπε, αλλά το θυμήθηκα. «Ηρέμησε», μου έλεγε. «Τέλειωσε τώρα».

Ένευσα αργά καθώς θυμήθηκα και την κάθε λεπτομέρεια.

Αφότου ήρθε ο Κάρτερ, μετά από λίγο το δωμάτιό μου είχε γεμίσει με γνωστές φιγούρες. Ο Ντιμίτρι, ο Μάικλ, ο Σον, η Μέλανη. Η Μέλανη! Εκείνη ήταν απολύτως ψύχραιμη. Όλοι τους, σε σχέση με μένα που ούρλιαζα. Μετά ο Κάρτερ μιλούσε στο Ντιμίτρι και τον Σον και η Μέλανη προσπαθούσε να με κάνει να ηρεμήσω. Ύστερα όταν έφυγαν όλοι, ο Ντιμίτρι με βοήθησε να αλλάξω και άρχισε να μου δίνει τα χάπια, γιατί τίποτα δε με σταματούσε. Είχα βγει εκτός ελέγχου. Παραλίγο να κάνω κακό στον εαυτό μου. Έκλαιγα, φώναζα. Για μια στιγμή νόμιζα ότι έβλεπα πρόσωπα που δεν υπήρχαν εκεί.

Τελικά δεν είχε άδικο ο Ντιμίτρι. Κι εγώ τρόμαξα με τον εαυτό μου. Δεν μου είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.

«Ήταν απαίσιο», μουρμούρισα.

Ο Κάρτερ ένευσε και πήρε το σημείωμα από τα χέρια μου.

«Δεν είσαι εδώ για να μου πεις για χτες, όμως. Έτσι;», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.

Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Ήρθα για να ρωτήσω που μπορώ να βρω τον Τζακ Κόνορ».

Ήμουν παραπάνω από σίγουρη ότι θα θύμωνε μαζί μου και θα φώναζε, λέγοντας μου να μην ανακατευτώ ξανά σε αυτό το θέμα. Αντίθετα όμως ήταν ανησυχητικά ψύχραιμος.

«Έχει εξαφανιστεί. Κανείς δεν τον έχει δει από χτες βράδυ».

Ξεφύσησα. Τέλεια! Ίσως η μοναδική μας ελπίδα να μάθουμε ποιος ήταν ο δράστης, είχε εξαφανιστεί. Και δε νομίζω να εξαφανίστηκε από μόνος του. Η σύμπτωση των γεγονότων οδηγούσε στη δημιουργία ενός μοτίβου, πολύ επικίνδυνου.

«Πως θα τον βρούμε;», ρώτησα προσπαθώντας να μην εκφράσω τις ανησυχίες μου περί απαγωγής.

«Με λίγη βοήθεια παλιών, αλάνθαστων τεχνικών», απάντησε βαδίζοντας στο κομοδίνο του.

«Δηλαδή;».

«Με λίγη μαγεία», άνοιξε το πρώτο συρτάρι και έβγαλε ένα λουλούδι.

Κι όχι ένα οποιοδήποτε λουλούδι.

Ο Ντιμίτρι τελικά είχε και πάλι δίκιο. Ο μύθος θα μου χρειαζόταν στο μέλλον και μάλιστα στο πολύ κοντινό.

Ο Κάρτερ κρατούσε στο χέρι του ένα κλωνάριΊριδας!      

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top