18. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΙΛΙ

Ο ήλιος ήταν ζεστός κι η ζεστασιά του χάιδευε απαλά τα μάγουλά μου. Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε. Όλο το λιβάδι μοσχομύριζε. Τουλίπες, παπαρούνες, βιόλετες, ζωηρά χρώματα και ευωδίες παντού. Περπατούσα ξιπόλυτη αφήνοντας το γρασίδι να αγκαλιάζει τα πόδια μου. Το άσπρο φόρεμά μου χυνόταν ανάλαφρα πάνω μου και τα μαλλιά μου τα στόλιζε ένα στεφάνι με μαργαρίτες. Ένιωθα γαλήνια κι ελεύθερη. Αυτή την αίσθηση είχα καιρό να την νιώσω. Αυτή την ασφάλεια και την ευτυχία.

Από μακριά ο Κάρτερ με χαιρετούσε. Φαινόταν κι εκείνος χαρούμενος. Άπλωσε τα χέρια του κι εγώ ρίχτηκα στην αγκαλιά του. Με κρατούσε σφιχτά αλλά τρυφερά. Με φίλησε στο μέτωπο και μου χαμογέλασε. «Τι θέλεις να κάνουμε σημέρα;»

«Χμμ», σκέφτηκα για λίγο. «Να πάμε στην έπαυλη. Πρέπει να την δεις. Είναι υπέροχη.»

Ένευσε καταφατικά και με ξαναφίλησε στο μάγουλο. «Ό,τι θέλεις εσύ.»

Το χαμόγελο του Κάρτερ με γέμιζε με ένα σίφουνα θετικών συναισθήματων. Το ίδιο κι η όλη ατμόσφαιρα. Ξεγλίστρυσα από τα χέρια του κι έκανα μια στροφή γελώντας και εισπνέοντας οξυγόνο, να γεμίσουν τα πνευμόνια μου. Σχεδόν χορεύοντας κατευθύνθηκα σε μια τριανταφυλλιά. Άκουγα το γάργαρο γέλιο του Κάρτερ, ο οποίος με κοιτούσε όλο καμάρι. Άπλωσα το χέρι μου να κόψω ένα τριαντάφυλλο, αλλά ήμουν απρόσεχτη κι ένα αγκάθι μου τρύπησε το δάχτυλο.

Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε. Όλη μου η χαρά μετατράπηκε σε θλίψη και φόβο. Τα χρώματα των λουλουδιών παραδόθηκαν στο σκούρο μαύρο. Το αίμα από το δάχτυλό μου έσταξε στα πόδια μου, τα οποία είχαν γεμίσει με αίμα. Οι μαργαρίτες στο στεφάνι μου αντικαταστάθηκαν από αγκάθια. Ανασήκωσα το βλέμμα μου και αναζήτησα τον Κάρτερ. Εκείνος είχε εξαφανιστεί. Από μακριά άκουσα μια γνώριμη γυναικεία φωνή να φωνάζει «Έυα.»

Μια ομίχλη άρχισε να θολώνει την όρασή μου. Προσπάθησα να τρέξω αλλά τα γόνατά μου ήταν αδύναμα και σωριάστηκα στο ένα μου βήμα. Μπροστά μου αντίκρισα την Μόνι. Φορούσε ένα σκισμένο νυφικό κι ήταν κατάχλωμη. Στο λαιμό της υπήρχε αίμα από δάγκωμα βρικόλακα. Τα μάτια της ήταν κλαμένα και έτρεμε.

«Βοήθησε με Εύα», ψέλλισε. «Βοήθησε με», φώναξε.

Τα μάτια μου άνοιξαν και ξαναβρέθηκα στο μπουντρούμι του Νόα. Κάθε μέρος του μυαλό μου, είτε συνειδητό είτε υποσεινήδητο, ανησυχούσε για την Μόνι, με αποτέλεσμα να στοιχειώνομαι ακόμα και στον ύπνο μου.

Ένιωσα το χάδι του Κάρτερ στα μαλλιά μου να με ηρεμεί. Σήκωσα το βλέμμα μου και τα μάτια μας συναντήθηκαν. Εγώ είχα καταφέρει να κοιμηθώ μερικές ώρες χάρις την μακριά μου αλυσίδα. Ο Κάρτερ δεν μπορούσε ούτε να ξαπλώσει και φαινόταν ότι δεν είχε κλείσει μάτι. Μαύροι κύκλοι αϋπνίας και ταλαιπωρίας δέσποζαν γύρω από τα μάτια του. Εγώ είχα ξαπλώσει στα πόδια του και με είχε στα χέρια του όλο το βράδυ για να με προσέχει.

«Ο πυρετός έπεσε», χαμογέλασε αδύναμα. «Έβλεπες εφιάλτη;»

Ένευσα αναστενάζοντας και έτρυψα λίγο το μέτωπό μου. «Μα πως είναι δυνατόν; Αφού όλα μας πάνε ρολόι», ειρωνεύτηκα κι ο Κάρτερ γέλασε ελαφρά.

«Ξεκουράστηκες τουλάχιστον;»

«Ναι», απάντησα. «Νιώθω όμως πολύ άσχημα που εγώ κοιμόμουν κι εσύ δεν μπορούσες ούτε να ξαπλώσεις.»

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και χάιδεψε το μέτωπό μου. «Να μην νιώθεις καθόλου άσχημα. Όλο το βράδυ είχα την καλύτερη θέα.»

Μειδίασα ελαφρά σε αυτά του λόγια. Γρήγορα όμως η όμορφη αίσθηση των λόγων του έσβησε, καθώς ακόμα δεν είχα ξεπεράσει εντελώς το ψέμα του και την υποκρισία του για όσα συνέβησαν πέρσι το καλοκαίρι. Τώρα ένιωθα έτοιμη να τον ακούσω. Κύριως ήθελα να σιγουρευτώ πως τα συναισθήματά του ήταν όντως αληθινά και δεν είχε ψέματα και γι' αυτά. Δεν θα το άντεχα να τον αγαπούσα χωρίς ανταπόκριση. Ήδη είχα την κακιά εμπειρία με τον Χουάν. Δεν ήθελα και δεύτερη με τον Κάρτερ, τον οποίο θα τον έβλεπα άλλωστε μια ολόκληρη ζωή.

Ανασηκώθηκα και ακούμπησα το κεφάλι μου στον τοίχο. Η σοβαρή μου έκφραση ξεθώριασε το χαμόγελό του.

«Είμαι έτοιμη να σε ακούσω», σταύρωσα τις παλάμες μου στα πόδια μου.

Ένευσε κι έσφιξε απαλά τα χείλη του. «Ήθελα να έρθω στην Σεβίλλη να σε γνωρίσω επιτέλους. Ο Αλέχαντρο αρνούταν κατηγορηματικά να σε φέρει στην Αυλή. Όλοι του ζητάγαμε να έρθετε έστω για λίγο να σε δούμε, αλλά δεν τον πείθαμε. Σκέφτηκα πως από κοντά ίσως τον κατάφερνα. Κύριως όμως ήθελα να σε δω. Έτσι του είπα πως θα ερχόμουν και του ζήτησα να στο κρατήσουμε για έκπληξη. Ήθελα να σε πιάσω εξ απρόοπτου για να είσαι αληθινή. Χωρίς χαζές επισημότητες», χαμήλωσε το βλέμμα του και χαμογέλασε νοερά στις αναμνήσεις του. «Όταν γυρίσατε από την Γαλλία εγώ ήμουν ήδη στην Ισπανία με τον Μάικλ. Σκεφτήκαμε πριν έρθουμε να σε δούμε, να σε... κατασκοπεύσουμε λίγο.»

«Να με κατασκοπεύσετε;», έσμιξα τα φρύδια μου.

«Δεν σε ήξερα καθόλου», με κοίταξε. «Ήθελα να σε δω πως είσαι με τους φίλους σου, πώς σου αρέσει να διασκεδάζεις. Να σε παρατηρήσω στον ελεύθερό σου χρόνο. Ο Μάικλ είχε έρθει πόσες φορές στην Ισπανία. Ήξερε που σύχναζες και με είχε πάει. Είχαμε κάτσει κάπου πολύ απόκρυφα και σε χαζεύαμε», το βλέμμα του καρφώθηκε μπροστά, ενώ φαινόταν ότι το μυαλό του ταξίδευε σε εκείνο το καλοκαίρι. «Ήσουν πολύ όμορφη. Χόρευες και γέμιζες την πίστα. Ο Θεός να μας φυλάει, έλεγα στον Μάικλ, αυτή η πριγκίπισσα θα μας κάψει το βασίλειο. Το επόμενο βράδυ», έγειρε έλαφρά το κεφάλι του «σε ακολούθησα όταν επέστρεφες μόνη σου στην έπαυλη. Είχες καταλάβει ότι κάποιος σε παρακαλουθούσε, αλλά ευτυχώς μπόρεσα να κρυφτώ πριν με δεις.»

Το θυμόμουν αυτό. Όντως ένιωθα πως κάποιος με παρακολουθούσε αλλά δεν ένιωσα να κινδυνεύω. Μόνο που δεν έβαλα τα γέλια όταν το κατάλαβα, γιατί ήμουν σίγουρη πως ήταν κάποιος θαυμαστής ή καποιος φίλος μου.

«Δεν ξέρω γιατί κρύφτηκα και δεν σου μίλησα εκείνο το βράδυ. Μάλλον ένιωθα κάπως απροετοίμαστος. Προς το τέλος της βδομάδας, αφού σε είχαμε κατασκοπεύσει αρκετά αποφάσισα πως ήταν ώρα να συστηθούμε επιτέλους. Ερχόμουν στην έπαυλη όταν με άρπαξαν. Ευτυχώς ο Μάικλ δεν είχε έρθει μαζί μου και δεν έπαθε τίποτα.»

«Γιατί περίμενες να έρθεις μια ολόκληρη βδομάδα να με δεις;»

Δεν ξέρω γιατί μου βγήκε να ρωτήσω κάτι τέτοιο. Όμως το μυαλό μου είχε κολλήσει στο γεγονός ότι ήταν τόσο καιρό κοντά μου κι εγώ δεν το ήξερα. Χρόνια περίμενα να τον ξαναδώ.

«Δεν ξέρω», ανασήκωσε τους ώμους του. «Ήθελα πάρα πολύ, αλλά πάντα κάτι με σταμάταγε. Μια νευρικότητα πιθανόν.»

Από την μία τον καταλάβαινα. Αυτό πάθαινα κι εγώ κάθε φορά που ήμουν έτοιμη να του εξομολογηθώ τα συναισθήματά μου. Το ήθελα όσο τίποτα άλλο, αλλά πριν τα ξεστομίσω μία δύναμη μέσα μου με σταματούσε.

«Το επόμενο πρωί περίμενα να μάθω ποιος με είχε απαγάγει και γιατί. Ήμουν όμως κλεισμένος όλη μέρα σε αυτό το βαν μέχρι που το βράδυ πήραν κι εσένα. Πίστευα ότι θα μας σκοτώσουν. Ειδικά όταν είδα τον Νόα ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι θα πεθαίναμε.»

Η στάση του εκείνο το βράδυ δεν έδειχνε ότι περίμενε να πεθάνει. Ίσα ίσα ήταν πολύ ψύχραιμος και ετοιμοπόλεμος. Σε αντίθεση με μένα ήταν πιο γενναίος απέναντι στον θάνατο.

«Κάθε φορά που σε χτύπαγε ένιωθα όλο και πιο άχρηστος. Όταν σε δάγκωσε...», έκλεισε τα μάτια του και έσφιξε τα δόντια του. Του έπιασα το χέρι. Καταλάβαινα ότι δεν ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο να μην μπορείς να βοηθήσεις τον άλλον. Το είχα νιώσει κι εγώ όταν γινόταν λυκάνθρωπος και υπέφερε από την μεταμόρφωση κι όταν νόμιζα πως τον σκότωσα.

«Αυτοί οι ηλίθιοι θνητοί νόμιζαν ότι μπορούσα να με νικήσουν», συνέχισε αφού συνήλθε.

«Σε χτύπησαν;» Ήταν ηλίθια ερώτηση, καθώς τον είχαν σαπίσει, όχι απλά χτυπήσει.

«Αυτοί έφαγαν πιο πολλές», απάντησε με ένα μειδίαμα. «Κι αυτό το καθίκι που πήγε να σε πειράξει έπρεπε να το είχα σκοτώσει.»

«Μη μιλάς έτσι.»

Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Μετά το τρακάρισμα όταν ξύπνησα σε είδα στον δρόμο αναίσθητη. Έτρεξα και προσπάθησα να σε συνεφέρω, αλλά ο Νόα σε είχε σχεδόν στραγγίσει. Σε πήρα στα χέρια μου και περπάτησα μέχρι να βρεθούμε σε έναν κεντρικό δρόμο. Για καλή μας τύχη έπεσα πάνω σε φρουρούς του Αλεχάντρο και σε πήγαμε στο νοσοκομείο. Μετά και την δική σου εξαφάνιση όλα τα νταμπίρ της Ισπανίας ξεχύθηκαν να μας βρουν.»

Δεν είχα ρωτήσει ποτέ ποιος με είχε βρει. Ήξερα κι εγώ την τελευταία λεπτομέρεια με τα νταμπίρ να είναι στους δρόμους και να με ψάχνουν. Την ζωή μου όμως την όφειλα κυρίως στον Κάρτερ. Παρά τα δικά του τραύματα με πήρε στα χέρια του για να με σώσει από βέβαιο θάνατο.

«Μόλις φτάσαμε στο νοσοκομείο ήρθαν κι οι γονείς σου.»

«Ο Ντιμίτρι;»

Μέσα σε όλη αυτήν την ιστορία κάτι δεν μου κόλλαγε κι αυτό ήταν ο Ντιμίτρι. Αν ο Κάρτερ ήταν μαζί μου τότε θα το ήξερε κι εκείνος. Θα ήταν πολύ απαράδεκτο από πλευράς του να το ξέρει τόσο καιρό και να μην μου λέει τίποτα.

«Ο Ντιμίτρι δεν έμαθε ότι ήμουν μαζί σου. Οι γονείς σου του είπαν πως εσύ ήσουν μόνη σου κι εγώ βρέθηκα κάπου στην Μαδρίτη.»

«Και πίστεψε κάτι τέτοιο;»

«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όταν του είπες να μου μιλήσει για τον Νόα, με ρώτησε ευθέως αν ήμουν μαζί σου και του είπα την αλήθεια. Και πριν θυμώσεις μαζί του τον είχα βάλει να μου ορκιστεί στην ζωή σου να με αφήσει να σου πω εγώ την αλήθεια.»

Πολύ ωραία. Είχαμε όλοι από ένα μυστικό κι ο τυχερός που τα ήξερε όλα ήταν ο Ντιμίτρι, που πάντα προσποιούταν ότι δεν ήξερε τίποτα. Γι' αυτό συνέχεια μου έλεγε να πω την αλήθεια στον Κάρτερ. Έτσι κι εκείνος θα έβρισκε το θάρρος να μου μιλήσει.

«Καταπληκτικά», μουρμούρισα. «Εσύ πότε έφυγες;»

«Το επόμενο πρωί ήρθε κι ο πατέρας μου. Εσύ δεν είχες ξυπνήσει ακόμα. Οι γιατροί δεν συνιστούσαν να ταξιδέψω σε αυτή την κατάσταση, αλλά ο πατέρας μου επέμενε. Με τον Νόα να κυκλοφορεί ανεξέλεγκτο στην Ισπανία δεν ήθελε να με αφήσει. Λες κι ήμουν μωρό», μόρφασε ελαφρά. «Παρακάλεσα τον πατέρα σου όταν ξύπναγες να με ενημέρωνε αμέσως. Περίμενα ώρες πάνω από το τηλέφωνο να ακούσω νέα σου μέχρι που τελικά...»

«Ξύπνησα», τελείωσα την φράση του κι ένευσε ελαφρά.

«Και δεν με θυμόσουν», η φωνή του είχε μια δόση παραπόνου. «Ο Αλεχάντρο ήθελε να σου πει την αλήθεια, αλλά ο πατέρας μου θεώρησε πως καλύτερα που δεν θυμόσουν. Έτσι θα είχαμε μια δεύτερη ευκαιρία να γνωρίστουμε κάτω από πιο ευνοϊκές συνθήκες.»

Η ειρωνεία ξετρύπωνε από παντού. Η δεύτερη ευκαιρία μας ήταν μετά τον θάνατο των γονιών μας.

«Πέρασα ένα χρόνο με την πικρία που με είχες ξεχάσει. Είχα έρθει για σένα κι εσύ με ξέχασες. Υπήρχαν φορές που νόμιζα ότι το έκανες επίτηδες. Ότι προσποιούσουν.»

«Ξέρεις πόσα βράδια έχω μείνει ξάγρυπνη προσπαθώντας να θυμηθώ αυτόν που ήταν μαζί μου;», κατέπνιξα έναν λυγμό.

«Το κατάλαβα ότι δεν έλεγες ψέματα όταν ήρθες», αναστέναξε. «Φαινόταν στα μάτια σου πως με έβλεπες πρώτη φορά. Αλλά δεν ήταν έτσι. Εγώ σε σκεφτόμουν κάθε μέρα. Είχες στοιχειώσει το μυαλό μου.»

«Με μισούσες;», ρώτησα σχεδόν ψιθύριζοντας φοβούμενη την απάντηση.

«Έτσι νόμιζα», έκανε μια τούφα μου στην άκρη. «Έπεισα τον εαυτό μου ότι δεν ήθελα να σε βλέπω όπως με έδιωξες κι εσύ από το μυαλό σου. Αλλά όσο πάλευα να κρατηθώ μακριά σου τόσο πιο πολύ άφηνα την καρδιά μου να γίνει δική σου. Και προτού το καταλάβω σε είχα ερωτευτεί», ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του κι άστραψαν τα μάτια του. «Αυτά σου τα μάτια μετέτρεψαν κάθε τι άσχημο σε ό,τι πιο όμορφο έχω νιώσει ποτέ. Από την μία με έκανες να ξεχάσω όλη εκείνη την πικρία ενός χρόνου και από την άλλη έσπασες την κατάρα του Έλιοτ. Κι όλα αυτά με ένα σου βλέμμα.»

Όλος ο πόνος κι ο θυμός είχαν πλέον σβηστεί. Δεν μου είχε πει ψέματα για τα συναισθήματά του. Φοβόταν να με κοιτάξει στα μάτια και να μου πει πως έκανε λάθος. Πλέον δεν με πείραζε καθόλου. Φτάνει που ήξερα πως ό,τι ένιωθα για εκείνον ήταν αμοιβαίο.

«Δεν σε έδιωξα γιατί δεν ήθελα να σε θυμάμαι», πάλεψα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. «Όταν σε είδα μέσα στα αίματα νόμιζα ότι σε είχα σκοτώσει. Δεν μπορούσα να συνεχίσω μια ζωή ξέροντας ότι σου έκανα κακό. Το μυαλό μου ήθελε να με προστατέψει από όλο αυτόν τον πόνο πριν συνειδητοποιήσω ότι δεν σε είχα σκοτώσει τελικά.»

«Δεν πειράζει», ξεκούρασε το μέτωπό του στο δικό μου. «Θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρήσεις;»

Ακούμπησα το χέρι μου στο μάγουλο του. «Φίλα με», του απάντησα. «Φίλα με και θα σου συγχωρήσω το οτιδήποτε.»

Τα χείλη του ρίχτηκαν στα δικά μου. Παρά την κούραση με φιλούσε με ένταση και πάθος. Το ίδιο κι εγώ. Ήταν λες και είχαμε περάσει μέρες χωρίς νερό και αυτό το φιλί ανακούφιζε την δίψα μας. Ήθελα κολασμένα πολύ καιρό να τον ξαναγευτώ και να ανατριχιάσει το κορμί του στην αίσθηση των χειλιών του. Εκείνη την στιγμή δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Μονάχα αυτά τα χείλη που τόσα απεγνωσμένα τα φιλούσα.

Τα πάντα ήταν τώρα πιο ξεκάθαρα. Ήξερα την αλήθεια για όλα και δεν ήμουν πλέον στο σκοτάδι. Ο Κάρτερ είχε ζήσει μαζί μου αυτήν την τραυματική εμπειρία κι είχε βασανιστεί κι εκείνος ενάμισι χρόνο, έχοντας μνήμες που εμένα ειχαν κρυφτεί. Δεν ήξερα ποιος υπέφερε περισσότερο, το θέμα όμως ήταν πως πονέσαμε κι οι δυο. Ωστόσο, μέσα από τόσες κακουχίες μπόρεσε και ξεπήδησε ένας έρωτας σχεδόν μαγικός, τον οποίο θα προστάτευα μέχρι τελικής πτώσης. Το ίδιο φυσικά θα έκανα και με την Μόνι.

Ο Κάρτερ ήξερε κι εκείνος για το παιδί του Νόα και το θυμόταν περισσότερο από όσο εγώ. Ωστόσο, είχε κάνει τις ίδιες έρευνες μαζί μου, γιατι ο Κέλλαν του είχε πει πως προς το παρόν δεν τον απασχολούσε το θέμα. Κι όχι μόνο δεν μας το είπαν ποτέ, είχαν φροντίσει να έχουν εξαφανίσει όλα τα χαρτιά της υιοθεσίας με αποτέλεσμα να πρέπει να βασιστούμε στα ελάχιστα γράμματα που διαθέταμε. Ευτυχώς όμως διέθετα ένα πολύ δυνατό όπλο: την μνήμη μου. Μπορούσα με το σωστό ερέθισμα να θυμηθώ τα πάντα και φυσικά αυτό δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τους άλλους, γιατί πάντοτε θυμόμουν λάθη και καταστάσεις που δεν συνέφεραν. Θυμήθηκα όμως ότι εγώ με την Μόνι περάσαμε μερικούς μήνες μαζί πριν υιοθετηθεί από την Σάρα. Τουλάχιστον ήξερα πως για την ώρα ήταν ασφαλής, εφόσον ο Νόα δεν γνώριζε ότι το παιδί του ήταν μέσα στην Μόιρα. Εδώ καλά καλά δεν μας πέρασε εμάς από το μυαλό. Αλλά δεν υπήρχαν υιοθετημένα παιδιά μέσα στην πόλη ή έτσι τουλάχιστον νομίζαμε.

Ο Κάρτερ εξουθενωνόταν ώρα με την ώρα. Έκανε πολλές προσπάθειες να κοιμηθεί για λίγο, αλλά δεν είχε και την πλέον βολική θέση. Του έδωσα λίγο από το φαγητό που μας έφεραν χθες αλλά δεν έφαγε καθόλου. Τα χείλη του είχαν σκάσει και φαινόταν αφυδατωμένος. Αναζήτησα το μπουκάλι με το νερό για να το βρω σχεδόν άδειο. Όλο το βράδυ μου έδινε νερό και έβρεχε το κούτελό μου για να πέσει ο πυρετός και να μην πάθω αφυδάτωση. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πολύ είχε ξοδέψει μέχρι τώρα.

«Το χαράμισες όλο για μένα;», τον ρώτησα κρατώντας το μπουκάλι με μία μονάχα γουλιά.

«Το είχες πιο πολύ ανάγκη από μένα», αποκρίθηκε αδύναμα.

«Πιες τουλάχιστον ό,τι απέμεινε», έκανα να του το δώσω αλλά εκείνος γύρισε το κεφάλι του.

«Όχι. Πιες το εσύ. Είσαι άρρωστη.»

«Με το να αρρωστήσεις κι εσύ δεν με βοηθάς», έβαλα την παλάμη μου πίσω από τον κεφάλι του για να τον βοηθήσω να πιει. «Έλα σε παρακαλώ.»

Εκείνος κατέβασε μισή γουλιά αλλά δεν πήρα το μπουκάλι από το στόμα του μέχρι να το πιει όλο.

«Ευχαριστημένη;», ψέλλισε κάθως άφηνα το μπουκάλι πάνω στον δίσκο.

«Αν φας και λίγο θα με κάνεις πολύ ευτυχισμένη.»

Μόρφασε. «Καλύτερα καταπίνεται χώμα παρά αυτό το έκτρωμα.»

«Αυτό έχουμε τώρα. Έλα φάε. Μην κάνεις σαν μωρό», τον επέπληξα καθώς έσπρωχνε το χέρι μου.

«Δεν πεινάω», κατέπνιξε ένα χασμουρητό.

Η νύστα του μεγάλωνε συνεχώς. Χρειαζόταν ύπνο αλλά ζοριζόταν πολύ έτσι όπως ήταν αλυσοδεμένος. Έπρεπε να τον βοηθήσω λίγο.

Έκατσα στα γόνατά μου και πέρασα το δεξί μου χέρι γύρω από τον λαιμό του. Σε σχέση με τον τοίχο ο πήχης μου θα ήταν πιο βολικός. Βέβαια έτσι όπως καθόμουν δεν βολευόμουν εγώ, αλλά τουλάχιστον είχα καταφέρει να κοιμηθώ μερικές ώρες.

«Προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο.»

Χαμογέλασε ελαφρά. «Είναι ωραίο να σε φροντίζει μια πριγκίπισσα.»

Προσπάθησα να καταπνίξω ένα χαμόγελο, αλλά δεν τα κατάφερα. «Ξεκουράσου τώρα.»

Εκείνος έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Φαινόταν σε καλύτερη θέση από πριν. Βέβαια σε ένα μαξιλάρι θα ήταν πιο βολικά, αλλά δυστυχώς δεν είχαμε τέτοια. «Σ'αγαπάω», αποκρίθηκε πριν αποκοιμηθεί.

Παραλίγο να ρίξω το χέρι μου κι εκείνον μαζί. Ένιωσα όλο μου το σώμα να παραλύει σε αυτά του λόγια. Παρέμεινα όμως ακεραίη κι όσο πιο ακίνητη μπορούσα για να τον αφήσω να ξεκουραστεί. Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να του φωνάξω κι εγώ όλα εκείνα που ένιωθα για εκείνον. Όμως δεν ήταν ούτε ο χώρος ούτε κι ο χρόνος για τέτοιες κουβέντες. Ο Νόα θα τον είχε ακούσει σίγουρα και δε θα ήταν πολύ υπέρ μας. Ήδη το βασίλειο ήξερε πως η σχέση μας δεν ήταν απλά επαγγελματική ή συγγενική. Όμως τα τόσο βαθιά –και κυρίως αμοιβαία- συναισθήματα δεν ήταν τόσο γνωστά. Θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει εναντίον μας. Θα μπορούσε να απειλήσει την ζωή μου για να μάθει από τον Κάρτερ πού είναι το παιδί του ή και αντίθετο. Εγώ όμως όσο και να αγαπούσα τον Κάρτερ, δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορούσα να προδώσω την ταυτότητα της Μόνι. Ήμουν απόλυτα σίγουρη για τις μη αγνές προθέσεις του Νόα απέναντι στο παιδί του και δεν υπήρχε τρόπος να με πείσει να την αποκαλύψω. Από την άλλη δεν ήθελα και να πληγωθεί ο Κάρτερ. Σκιζόταν η καρδιά μου και μόνο στην ιδέα να πάθαινε κάτι κακό. Ήμουν διχασμένη ανάμεσα στην αγάπη μου για την φίλη και προστατευόμενή μου και τον Κάρτερ. Δεν μπορούσα να διαλέξω. Καλύτερα να έπαιρνε την δική μου ζωή. Όσο κι αν φοβόμουν δεν μπορούσα να αντέξω τον πόνο της επιλογής. Ας φοβόμουν για λίγο κι ας ήταν ασφαλείς εκείνοι. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος.

Από την άλλη βέβαια, ο Νόα είχε πολλές ευκαιρίες να μας σκοτώσει και δεν το έκανε. Σκότωσε βέβαια τους γονείς μας. Εμάς όμως όχι. Έκανε ό,τι μπορούσε για να μας τρομοκρατήσει και να του πούμε την αλήθεια. Είχε αποδείξει ότι ήταν ικανός για όλα αλλά όχι και να σκοτώσει εμάς τους δύο. Ήλπιζα πως μας είχε περισσότερο ανάγκη και μας μισούσε λιγότερο, ότι ήμασταν το αναγκαίο κακό.

Ο Κάρτερ μπόρεσε και κοιμήθηκε για αρκετές ώρες. Το χέρι μου είχε πιαστεί κι άρχισε να πονάει αλλά δεν μου πήγαινε η καρδιά να τον αφήσω να στηριχτεί στον τοίχο. Ήταν σκληρός κι η επιφάνειά του τραχιά. Θα τον έπιανε πονοκέφαλος αν δεν τρυπούσε το κεφάλι του κατά λάθος. Μόλις νύχτωσε άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε. «Μακάρι να ξυπνούσα κάθε μέρα έτσι.»

«Αλυσοδεμένος;», τον πείραξα.

«Με σένα δίπλα μου», απάντησε.

Εγώ πήρα το χέρι μου και έτρυψα τον πήχη μου. Είχε κοκκινίσει και έκαιγε από την πίεση του κεφαλιού του Κάρτερ. Δεν του έδειξα όμως πόσο άβολα ήμουν τόσες ώρες.

«Ξεκουράστηκες καθόλου;», τον ρώτησα.

Εκείνος ένευσε αργά. «Σ' ευχαριστώ πολύ.»

«Δεν κάνει τίποτα.»

Φαινόταν κάπως καλύτερα. Αν όμως κοιμόταν στο κρεβάτι του θα ξεκουραζόταν περισσότερο και χωρίς ανησυχία για την επόμενη κίνηση του Νόα. Δεν είχε έρθει να μας δει από τότε που –σίγουρα- άκουσε τον Κάρτερ να μου λέει πως μ'αγαπάει. Αυτό ήταν αρκετά ανακουφιστικό. Ίσως να μην έδωσε την σημασία που περίμενα να δώσει. Ίσως και όχι.

Η ηρεμία δεν κράτησε για πολύ. Όταν ο Ίαν μπήκε στο μπουντρούμι μας η αναστάτωση κατέβαλε κάθε κύτταρο των κορμιών μας. Τα κάποτε γκριζογάλανα μάτια του είχαν αντικατασταθεί από ένα βαθύ κόκκινο, στο χρώμα του αίματος. Το δέρμα του ήταν κάτασπρο σαν κιμωλία και με ένα μεγάλο, απειλητικό χαμόγελο μας υπέδειξε τους κοφτερούς του κυνόδοντες. Ο Νόα τον είχε κάνει βρικόλακα.

«Και νόμιζα ότι εγώ είχα τα χάλια μου», αποκρίθηκε ο Κάρτερ βλέποντάς τον.

Το ότι βρήκε το κουράγιο να του μιλήσει ήταν μεγάλο κατόρθωμα. Εγώ δεν μπορούσα να αντιδράσω αντικρίζοντας τον.

«Ποτέ σου δεν ήσουν αστείος αλλά τώρα παραέγινε το κακό», στάθηκε μπροστά μας και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Λοιπόν, περνάτε καλά;»

«Καταπληκτικά. Εγώ σκέφτομαι να βγάλω κάρτα μέλους», του απάντησα.

Εκείνος γέλασε πνιχτά. «Από το πρωί που άλλαξα σας σκέφτομαι εδώ κάτω και με έχει κυριεύσει μια πείνα.»

Ο Κάρτερ έσπρωξε το δίσκο με αυτό που κάποιος σε απόγνωση θα αποκαλούσε φαγητό. «Δώσ'του να καταλάβει.»

«Άσε τα παιχνιδάκια Κάρτερ», του απάντησε και η έκφρασή του σοβάρεψε.

Ξαφνικά ένιωθα περισσότερο θυμό από φόβο. Ο Ίαν μας είχε κοροϊδέψει όλους. Δεν ήταν παρά ένας αχρείος προδότης. Η Μέλανη είχε δίκιο τελικά που κάτι πάνω του δεν της άρεσε. Εμείς οι έξυπνοι την θεωρούσαμε παρανοϊκή αλλά το ένστικτό της είχε βγει αληθινό.

«Ναι Κάρτερ άσε τα παιχνίδια», κάρφωσα τα μάτια μου στα δικά του. «Αυτά είναι άλλωστε αρμοδιότητα του προδότη μπροστά μας.»

Μισόκλεισε τα μάτια του και άφησε τα χέρια του να πέσουν στα πλάγια. «Θα σου πρότεινα να προσέχεις τα λόγια σου αλλιώς...»

«Αλλιώς τι;», τον διέκοψα. «Θα βανδαλίσεις τους βασιλικούς τάφους και τα πτώματα αυτών που σκότωσες; Θα χρησιμοποιήσεις υποβολή πάνω μου; Ή θα με σκοτώσεις όπως τον Τζακ Κόνορ;»

Χτύπησε αργά τα χέρια του. «Μπράβο, μπράβο. Εγώ είμαι πίσω από όλα αυτά. Δεν βλέπω όμως το συμβούλιο σου να με δικάσει για όλες αυτές τις κατηγορίες», κοίταξε πίσω του προσποιούμενος ότι τους έψαχνε.

«Πώς μπόρεσες να τα κάνεις όλα αυτά; Τι είδους μαγεία είναι αυτή που είχες;», τον ρώτησε ο Κάρτερ.

«Όχι η μαγεία που έχουν τα νταμπίρ πάντως», απάντησε. «Ας πούμε ότι έκανα μια συμφωνία με τον διάολο.»

«Το γιατί το έκανες θα μας το πεις;», ρώτησα.

Εκείνος ξέσπασε σε γέλια. «Εσείς γιατί κάνετε αυτά που κάνετε; Για την πλάκα σας δεν τα κάνετε; Για την πλάκα μου τα έκανα κι εγώ. Όσο για τον Τζακ Κόνορ δεν φταίω εγώ. Με είδε να κουβαλάω τα δώρα σας κι απείλησε να με μαρτυρήσει.»

Αναρίγησα θυμούμενη τα μαλλιά της μητέρας μου στην μπανιέρα και τα δόντια του Κέλλαν.

«Δώρα τα λες εσύ αυτά;», τον ρώτησε ο Κάρτερ μέσα από τα δόντια του.

Ο Ίαν έκανε πως παρεξηγείται. Για γελοτοποιός πάντως το είχε. «Δεν σας άρεσαν; Εγώ για σας το έκανα. Για να έχετε κάτι από τους γονείς σας.»

Ο Ίαν πέραν του ότι είχε μεγαλώσει μαθαίνοντας να μας πεισεί φαινόταν κι αρκετά διαταραγμένος. Με πόση ακεραιότητα ανοίγει κάποιος δύο τάφους και κουρεύει γουλί το ένα πτώμα, ενώ στο άλλο κόβει πραγματικά τα δόντια; Συν της άλλης έκανε ό,τι έκανε χωρίς κάποιον λόγο. Μόνο ο φόνος του Τζακ Κόνορ είχε έναν –ας το πούμε- λογικό επίχειρημα. Όλα τα άλλα ήταν πράξεις παράνοιας. Ο Νόα το ήξερε αυτό και τον άφησε να τα κάνει όλα αυτά σιγοντάροντάς τον.

«Είσαι τρελός», αποκρίθηκα.

Το βλέμμα του σκοτείνιασε και το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από μια έκφραση οργής. «Μη με ξαναπείς έτσι», ούρλιαξε και χωρίς να καταλάβω το πότε και το πώς μου έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.

«Μάζεψε τα χέρια σου», του φώναξε ο Κάρτερ.

«Δεν υπακούω σε εσάς πια», του απάντησε ο Ίαν στον ίδιο τόνο. Τώρα είχε αρχίσει να περπατάει πάνω κάτω στο δωμάτιο τρίβοντας το μάγουλό του. Εχώ είχα χτύπησει αλλά αυτός το έτριβε. «Μην μου λέτε τι να κάνω.»

«Τι φωνές είναι αυτές;», ο Νόα μπήκε μέσα και μας περιεργάστηκε όλους. Το βλέμμα του κόλλησε στο κόκκινο μάγουλό μου. Άρπαξε τον Ίαν από τον λαιμό και τον έριξε στον τοίχο. Εγώ με τον Κάρτερ παρακολουθούσαμε ανήμποροι να πούμε το παραμικρό.

«Σου είπα να μην πειράξει την Εύα», η φωνή του αντήχησε σε όλη την έπαυλη. «Πότε θα μάθεις να κάνεις το σωστό;»

Ο Ίαν είχε μαζευτεί και δεν μπορούσε να αντιμιλήσει. «Συγγνώμη αδερφέ μου», απάντησε σχεδόν κλαψουρίζοντας.

Ο Νόα πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναβρήκε την ψυχραιμία του. «Έλα τώρα», τον βοήθησε να σηκωθεί. «Ας μην χαλάμε τις καρδιές μας. Ζήτα συγγνώμη από την βασίλισσά σου.»

Παραξενεύτηκα, όχι που του είπε να μου απολογηθεί, αλλά με το 'βασίλισσά σου'. Αφενός δεν ήμουν κανενός ακόμη η βασίλισσα κι αφετέρου και να ήμουν, δεν θα ήμουν οι δικοί τους. Φυσικά θα ήταν προδότες για το βασίλειό μας αλλά δεν ήμουν η βασίλισσά τους ούτε καν η πριγκίπισσά τους. Ήμουν απλά ο εχθρός. Το πιο παράδοξο όμως ήταν η αντίδραση του Ίαν. Γονάτισε μπροστά μου και με τρεμάμενη φωνή απολογήθηκε.

Κοιτάχτηκα για λίγο με τον Κάρτερ παραξενεμένοι. Δεν είπαμε τίποτα όμως γιατί δεν ξέραμε και τι. Όλη η κατάσταση ήταν κωμικοτραγική και άνευ σχολίων.

«Ο αδερφός μου είναι λίγο νευρικός λόγω της αλλαγής του. Όταν μάθει να φέρεται τότε θα μπορεί να γευτεί και βασιλικό αίμα.»

Με αυτά του τα λόγια βούτηξε τον Ίαν και βγήκαν από το μπουντρούμι. Δεν ήταν και πολύ παρήγορο αυτό. Όταν θα ξαναβλέπαμε τον Ίαν θα μας έπινε το αίμα και πιθανόν να μας σκότωνε.

Οι επόμενες τρεις μέρες κύλησαν πολύ αργά. Δεν μας έφεραν άλλο φαγητό ή νερό. Ως νταμπίρ μπορούσαμε να αντέξουμε παραπάνω από τους θνητούς. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα ήταν υποφερτό. Για μερικές στιγμές νόμιζα ότι μας είχαν ξεχάσει. Ίσως αυτό να ήταν λίγο παραπάνω χειρότερο από το να έρχονται κάθε λίγο και λιγάκι και να μας μεταφέρουν στην ζώνη του λυκόφωτος.

Ο καημένος ο Κάρτερ υπέφερε κάθε ώρα και πιο πολύ. Είχε αφυδατωθεί αρκετά, ενώ με το ζόρι κατάφερνε να κοιμηθεί λίγες ώρες. Η έλλειψη νερού είχε χειρότερα αποτελέσματα πάνω του, σε σχέση με μένα. Πάθαινε πονοκεφάλους, ζαλιζόταν και πολλές φορές άσθμαινε. Στην τελευταία του κρίση μάλιστα φοβήθηκα ότι θα τον έχανα. Είχε μελανιάσει ενώ η θερμοκρασία του είχε πέσει πάρα πολύ.

Προσπαθούσα να ζεστάνω τα χέρια του αλλά δεν κατάφερνα τίποτα. Είχα πανικοβληθεί βλέποντάς τον. Είχα ξεκουμπώσει το γιλέκο του και το πουκάμισό του μέχρι το στήθος του. Έτριψα τον θώρακά του για να δημιουργήσω λίγη θερμότητα αλλά δεν κατάφερα πολλά.

Ευτυχώς η κρίση αυτή δεν διήρκησε πολύ. Όταν συνήλθε άρχισε να ανεβαίνει γρήγορα η θερμοκρασία του και να ιδρώνει. Ο οργανισμός του είχε αποδιοργανωθεί πλήρως.

«Είσαι καλά», προσπάθησα να τον ηρεμήσω και χάιδευα το μέτωπό του. «Πέρασε τώρα.»

Ανάσαινε γρήγορα και δεν μπορούσε να μιλήσει.

«Όλα είναι εντάξει τώρα», του ψιθύρισα.

«Δεν θα αντέξω άλλο», μουρμούρισε κι έσφιξε τις γροθιές του. «Χρειάζομαι νερό», ψέλλισε αρκετές φορές.

Δεν μπορούσα να τον βλέπω άλλο σε αυτή την κατάσταση. Άρχισα να φωνάζω παρακαλώντας τον Νόα να του φέρει λίγο νερό, χωρίς επιτυχία. Φώναζα τόσο δυνατά που πόνεσε ο λαιμός μου.

«Μην προσπαθείς άδικα», με σταμάτησε ο Κάρτερ. «Δεν τον νοιάζει για μένα.»

«Με νοιάζει εμένα», σκούπισα λίγο από τον ιδρώτα του στο μέτωπό του. «Κι εμένα άλλωστε δεν με συμπαθεί. Απλά είμαι το αγαπημένο του παιχνίδι.»

Έπιασε το χέρι μου με αρκετή δύναμη. Με ξάφνιασε αυτή του η κίνηση. «Δεν είσαι το παιχνίδι κανενός. Κανενός!»

Ένευσα γρήγορα. Το πρόσωπό του μαλάκωσε κι έγειρε το κεφάλι του μπροστά. Εγώ ξεκούρασα το μέτωπό μου στο δικό του. «Κάρτερ, θα μου υποσχθείς κάτι;»

Αναστέναξε ελαφριά και κατένευσε.

«Ό,τι και να συμβεί, αν ποτέ χρειαστεί να διαλέξεις, μην διαλέξεις εμένα.»

Στην αρχή απόρησε όμως σύντομα μπήκε στο νόημα. Εννοούσα να διαλέξει την Μόνι αντί για μένα και να την προστατέψει. Δεν ήθελα να είμαι εγώ ασφαλής κι εκείνη να πέσει στα χέρια του αιμοσταγή πατέρα της. Θα ήταν κατάρα να ζω με ένα τέτοιο βάρος.

«Δεν θα χρειαστεί», απάντησε εκείνος και έστρεψε αλλού το βλέμμα του.

«Αν όμως...»

«Όχι», με διέκοψε. «Δεν διαλέγω κανέναν. Ή όλα ή τίποτα.»

Για το πόκερ θα ήταν ίσως μια δυναμική κίνηση αλλά για την συγκεκριμένη περίπτωση ήταν βέβαιος θάνατος. Ή δικός μας ή της Μόνι. Μακάρι να μην γινόταν τίποτα από αυτά. Όμως μέσα μου ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι κάποιος θα πέθαινε. Ας ήμουν εγώ κι ας σωζόταν εκείνη. Άλλωστε οι γονείς μου φρόντισαν να ζήσει και να μεγαλώσει χαρούμενη και προστατευμένη. Εγώ γιατί να το άλλαζα αυτό; Δεν είχα το δικαίωμα. Ούτε κι ο Κάρτερ κι ας κινδύνευα εγώ.

Αργά το βράδυ, ενώ είχα γείρει στον ώμο του Κάρτερ, μας επισκέφτηκε ο Νόα μετά από πολύ καιρό. Μας έφερε ευτυχώς λίγο νερό. Η πρώτη μου κίνηση ήταν φυσικά να δώσω στον Κάρτερ κι ας αρνήθηκε να πιει εκείνος πρώτος. Εγώ ήπια δυο γουλιές κι άφησα το υπόλοιπο για ώρα ανάγκης.

«Πόσο αδύναμοι είστε», μας περιεργάστηκε με μια αηδία. «Δεν μπορώ να καταλάβω πως κατάφερε το είδος σας να επιζήσει τόσους αιώνες.»

«Ήταν και δικό σου είδος», του απάντησα.

Εκείνος μόρφασε στην θύμηση αυτή. «Φρόντισα να το διορθώσω όμως.»

«Αυτό δεν είναι διόρθωση», τον υπέδειξα. «Αυτό είναι κατάντια.»

Κατάπιε τον θυμό του και προσπάθησε να μείνει ψύχραιμος. Αυτή η ξαφνική ανάγκη να μην μου επιτεθεί με είχε βάλει σε υποψίες. Ήθελα λοιπόν να τον προκαλέσω για να δω που οφειλόταν αυτό.

«Έτσι θέλεις να σε δει το παιδί σου;»

Ο Κάρτερ με κοιτούσε απορημένος. Κάποτε έτρεμα και μόνο στη ιδέα του Νόα και τώρα τον προκαλούσα. Τώρα όμως είχα βαρεθεί να είμαι μονίμως το θύμα.

«Να μη μιλάς για το παιδί μου», αποκρίθηκε μέσα από τα δόντια μου.

«Χμμ», σταύρωσα τα χέρια μου. «Τότε πως θα μάθεις που είναι αν δεν μιλάμε γι' αυτό;»

Τα μάτια του άστραψαν. «Ώστε λοιπόν θα μου πεις;»

«Δεν μπορώ να σου πω κάτι που δεν ξέρω», ανασήκωσα τους ώμους μου.

«Είπες πως θα μου πεις.»

«Είπα πως αν δεν θες να μιλάμε για αυτό πως θα μάθεις που είναι. Όχι ότι ξέρω που είναι ή θα το μάθεις από μένα. Εσείς οι βρικόλακες δεν είστε και πολύ ξύπνιοι. Δεν μπορώ να καταλάβω πως κατάφερε το είδος σας να επιζήσει τόσους αιώνες.»

Με πλησίασε και γονάτισε μπροστά μου. «Νομίζεις πως αυτό είναι ένα αστείο;»

Έκανα πως το σκέφτηκα λίγο. «Βασικά ναι, αυτό νομίζω.»

Γέλασε πνιχτά. «Μπορεί εξωτερικά να μοιάζεις με την μητέρα σου, αλλά μέσα σου είσαι όλο Αλεχάντρο. Ένα άψυχο νταμπίρ γεμάτο εγωισμό και έπαρση», σχεδόν έβηξε αυτά τα λόγια κι έκανε να φύγει.

«Δεν θα την βρεις ποτέ», σηκώθηκα και του φώναξα στα ισπανικά.

Στάθηκε λίγο και γύρισε προς τα μένα. «Άρα ξέρεις που είναι», απάντησε κι εκείνος στα ισπανικά.

«Ξέρω ότι δεν θα την βρεις ποτέ.»

Ο Κάρτερ μας κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. Δεν ήθελα να πω κάτι κρυφά από εκείνον. Ήθελα όμως να καταλάβω την συμπεριφορά του Νόα. Φυσικά δεν θα έβαζα την Μόνι σε κίνδυνο.

«Και ξέρω ότι είσαι επίσης σε απόγνωση και δεν θα μας σκοτώσεις», συνέχισα.

«Κάνεις λάθος. Εσένα δεν μπορώ να σκοτώσω», έστρεψε το βλέμμα του προς τον Κάρτερ κι εκείνος έσμιξε τα φρύδια του. Τώρα κατάλαβε πως η συζήτηση αφορούσε κι εκείνον. «Με αυτόν μπορώ να κάνω ό,τι θέλω.»

«Αν πειράξεις αυτόν θα είναι σαν να πληγώνεις κι εμένα.»

Δεν φάνηκε να πτοείται. «Σύμφωνα με σένα.»

«Τι μου κρύβεις Νόα; Προς τι ο ξαφνικός σεβασμός απέναντί μου;»

Εκείνος κάγχασε. «Πίστεψε με δεν είναι καθόλου επιλογή μου.»

«Απάντησε μου», σχεδόν τον διέταξα.

«Γιατί δεν ρωτάς τον πατερούλη σου;»

«Γιατί τον σκότωσες», του φώναξα.

«Στον κόσμο μας τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου είναι πολύ ρευστά», με μπέρδεψε ακόμη περισσότερο. «Πες μου που είναι η κόρη μου κι ίσως να σου απαντήσω τα ερωτήματά σου.»

Χαμήλωσα το βλέμμα μου κρατώντας ψηλά το κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να του πω την αλήθεια αλλά δεν μπορούσα να μην μάθω κι εγώ την δική μου αλήθεια. Θα χρησιμοποιούσα λοιπόν ένα πολύ δυνατό μου όπλο, την πονηριά μου. «Είναι σε ένα μέρος κρύο μα ζεστό. Είναι με αγνώστους μα και γνωστούς. Είναι κοντά αλλά και πολύ μακριά.»

Η Μόνι ήταν στην Μόιρα. Εκεί έκανε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου κρύο αλλά η ατμόσφαιρα για τους κατοίκους ήταν ζεστή, χάρις την ασφάλεια και την σιγουριά της Αυλής. Είχε μεγαλώσει με αγνώστους την στιγμή που δεν ήταν η βιολογική της οικογένεια. Έγιναν όμως στην πορεία. Η κοινότητά μας ήταν κοντά δεδομένου ότι ήμασταν στο Πόρτλαντ. Για ένα βρικόλακα όμως ήταν άβατο. Η Μόιρα πέρα από τους φρουρούς φυλασσόταν κι από μαγεία. Κάθε χρόνο τέσσερα νταμπίρ με την βοήθεια των τεσσάρων στοιχείων της φύσης έκαναν ξόρκι το οποίο εμπόδιζε τους βρικόλακες να φτάσουν στην πόλη. Μπορούσαν να την δουν αλλά με κάθε τους βήμα ένιωθαν να απομακρύνονται αντί να πλησιάζουν. Αυτή η ψευδαίσθηση είχε σώσει την βασιλική Αυλή από τους θανάσιμους εχθρούς μας.

«Μα τι λες;», κούνησε το κεφάλι του. «Πώς περιμένεις να σε καταλάβω;»

«Εγώ σου είπα την αλήθεια. Τώρα η σειρά σου.»

«Σοβαρά; Περιμένεις να σου πω την αλήθεια ενώ εσύ μου μιλάς με γρύφους και παίζοντας με τις λέξεις;», στάθηκε μια ανάσα μακριά μου. «Εσείς νομίζετε πως εγώ παίζω, αλλά δεν έχω καθόλου όρεξη για παιχνίδια. Σας βαρέθηκα πια», με έσπρωξε κι έπεσα κάτω. Ο Κάρτερ ανασηκώθηκε αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά με τις αλυσίδες να τον δεσμεύουν σε μία μόνο θέση.

«Θέλετε να σας πω την αλήθεια;», άρχισε να φωνάζει στα αγγλικά για να τον καταλαβαίνει κι ο Κάρτερ. «Η αλήθεια είναι ότι οι γονείς σας σκότωσαν την Κέστρα, την μητέρα του παιδιού μου. Την σκότωσαν γιατί τόλμησε να κυοφορήσει το παιδί ενός βρικόλακα.»

Δεν μπορούσα να πιστέψω κάτι τέτοιο. Οι γονείς μας δεν θα μπορούσαν να φερθούν τόσο απάνθρωπα.

«Πήραν την κόρη μου γιατί ήταν σαν κι εσάς κι άφησαν την Κέστρα να αιμορραγήσει μέχρι θανάτου. Δεν κάλεσαν ούτε βοήθεια», το πρόσωπό του είχε καταβληθεί από πόνο. Φαινόταν να την είχε αγαπήσει πραγματικά.

Εγώ από την πλευρά μου προσπαθούσα να χωνέψω πόσο άκαρδοι ήταν οι γονείς μας απέναντι σε μια θνητή.

«Εγώ δεν είδα ποτέ το παιδί μου κι αναγκάστηκα να την θάψω μόνος μου. Δεν πρόλαβα ούτε να την αποχαιρετίσω», η φωνή του άρχισε να ηρεμεί. «Την φίλησα για τελευταία φορά και ορκίστηκα στην ψυχή της πως θα εκδικούμουν για τον θάνατο της. Κι αυτό έκανα.»

«Γιατί να σε πιστέψουμε;», τον ρώτησε ο Κάρτερ. «Τα λες όλα αυτά γιατί δεν ζουν εκείνοι να σου πουν τον αντίλογο.»

«Σκέψου Μάρεϊ. Κι εσύ την αγαπάς», με υπέδειξε «κι αν πέθαινε θα έκανες τα πάντα για να εκδικηθείς. Σωστά;»

«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι εσύ αγάπησες πραγματικά», του απάντησε. «Κι ούτε το παιδί σου αγαπάς. Θέλεις να την πάρεις και να την κάνεις σαν κι εσένα.»

«Πιστέψτε ό,τι θέλετε», έγειρε το κεφάλι του προς τα μπρος. «Θέλω μια απάντηση μέχρι αύριο. Αλλιώς δεν θα λυπηθώ κανέναν σας.»

Βρόντηξε την πόρτα πίσω του αφήνοντάς μας να πνιγούμε στις σκέψεις μας σχετικά με όσα είχε πει. Δεν ήθελα να δεχτώ σε καμία περίπτωση ότι οι γονείς μας την τιμώρησαν τόσο σκληρά επειδή έκανε παιδί με ένα βρικόλακα. Από την άλλη η Κέστρα θα ήθελε να κρατήσει το παιδί της αλλά ως νταμπίρ δεν μπορούσε να μεγάλωσει σε μια τέτοια οικογένεια. Έπρεπε να μάθει ποια και τι ήταν. Ο καλύτερος τρόπος να χωρίσουν μάνα από παιδί ήταν να την σκοτώσουν ή να μην την πάνε σε νοσοκομείο να γεννήσει και να πεθάνει από τις δυσκολίες του τοκετού.

«Μαλακίες», αποκρίθηκε ο Κάρτερ όταν εξωτερίκευσα τις σκέψεις μου. «Δεν ακούγεται σαν κάτι που θα έκαναν εκείνοι.»

Καθόμουν απέναντί του για να βλέπω τις εκφράσεις του καλύτερα. «Βγάζει νόημα.»

Αναστέναξε βαριά. «Δεν γίνεται. Δεν μπορεί.»

Κι εκείνος αδυνατούσε να το πιστέψει. Ήξερε πως αυτή ήταν η εξήγηση, αλλά ήταν πολύ σκληρό να το αποδεχτούμε.

«Πόσα μυστικά πια», ψέλλισα.

Ο Κάρτερ έγειρε ελαφρά το κεφάλι του. «Σχετικά με αυτό. Εσύ τι μυστικά έχεις με τον Νόα;»

«Τίποτα», ανασήκωσα τους ώμους μου και προσπάθησα να αποφύγω το βλέμμα του.

«Μάλιστα», αναστέναξε.

«Δεν έχω μυστικά από σένα», τον κοίταξα. «απλά είμαι ελαφρώς σε απόγνωση.»

«Όλοι μας», ένευσε αργά.

«Κι εσύ γιατί δεν έμαθες ποτέ ισπανικά;», έσμιξα τα φρύδια μου.

«Μάθαινα την αρχαία γλώσσα.»

«Μα είναι απαγορευμένη.»

Στην αρχαία γλώσσα των νταμπίρ είχαν γραφτεί επικίνδυνα ξόρκια, τα οποία οδήγησαν πολλά νταμπίρ με μαγεία στην τρέλα και τον θάνατο. Έτσι ο βασιλιάς Ριχάρδος κι ξαδέρφη του ,βασίλισσα Σέσιλυ, την απαγόρευσαν. Τα βιβλία που είχαν γραφτεί σε αυτή την γλώσσα ήταν κρυμμένα στις αποθήκες του παλατιού.

Ο Κάρτερ δεν μου απάντησε.

«Μα τι λέω», ψέλλισα. «Τίποτα δεν είναι απαγορευμένο για τους Μάρεϊ.»

Γέλασε ελαφρά. «Ακριβώς.»

Η επόμενη μέρα ήταν ήρεμη. Με τον Κάρτερ δεν μιλήσαμε πολύ. Κι οι δυο μας δυσκολευόμασταν ακόμη να συνειδητοποιήσουμε αυτό που είχαν κάνει οι γονείς μας. Ήταν λόγια του Νόα και φάνταζαν ψέματα. Αλλά ο Νόα δεν είχε πει ποτέ ψέματα. Η αλήθεια άλλωστε πόναγε πάντοτε περισσότερο. Γι' αυτό κι ο πατέρας μου μου είχε κρύψει πολλά πράγματα. Ήθελα να με προστατέψει από σχεδόν τα πάντα. Όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να με κρατήσει στο σκοτάδι και να μην ξέρω από πού να προφυλλαχτώ. Η άγνοια ήταν κατάρα κι όχι ευλογία. Έπειτα από όλο αυτό που ζούσα ορκίστηκα στον εαυτό μου να μην πω ποτέ ψέματα και να μην κρύψω από κανέναν την αλήθεια. Ακόμα και στην Μόνι. Την στιγμή που θα την έβλεπα θα της έλεγα την αλήθεια. Το ξέρω ότι θα την αναστάτωνα και θα την στενοχωρούσα. Όμως δεν θα άλλαζε τίποτα στη ζωή της. Η οικογένεια που την μεγάλωσε ήταν και δική της κι ας μην μοιράζονταν δεσμούς αίματος.

Όσο για τον Κάρτερ δεν μπορούσα να κρύβομαι άλλο. Έπρεπε να του πω κι εκείνου την αλήθεια. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του και τον αγαπούσα. Ήταν άδικο να μην το ξέρει, ειδικά την στιγμή που εκείνος ήταν ξεκάθαρος μαζί μου από την αρχή.

Όταν είχε νυχτώσει πέρασα πάλι το χέρι μου γύρω από το λαιμό του για να κοιμηθεί. Ήταν όμως αρκετά αναστατωμένος με όλες τις αποκαλύψεις και δεν μπορούσε να χαλαρώσει.

«Προσπάθησε να ηρεμήσεις», του είπα καθώς τον έβλεπα να κινείται νευρικά. «Χρειάζεσαι ξεκούραση.»

Έσφιξε τα χείλη του και άνοιξε τα μάτια του. «Χρειάζομαι μερικές απαντήσεις, αλλά αυτοί που μπορούν να μου τις δώσουν είναι νεκροί.»

Είχε προχωρήσει από το στάδιο της άρνησης αλλά δεν άφηνε την αμφισβήτηση στην άκρη.

«Μην ταλαιπωρείς άλλο τον εαυτό σου.»

Έγειρε το κεφάλι του μπροστά κι εγώ κατέβασα το χέρι μου.

«Είναι το τελευταίο που με απασχολεί.»

«Εμένα είναι το μόνο που με νοιάζει αυτή την στιγμή», πέρασα μια τούφα πίσω από το αυτί μου.

«Υπερβάλλεις», ξεφήσυσε.

«Εσένα δηλαδή δεν σε νοιάζει αν είμαι καλά;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.

«Άλλο εγώ. Εγώ...», χαμήλωσε το βλέμμα του.

Εκείνος με αγαπούσε. Μου το είχε πει.

Σήκωσα το πρόσωπό του με το χέρι μου. «Κι εγώ.»

Σχεδόν μούδιασε. Με κοιτούσε χωρίς να ξέρει τι να πει. Προσπάθησε να καταπνίξει ένα πλατύ χαμόγελο κι έσκυψε να με φιλήσει. Προτού όμως τα χείλη μας ενωθούν σε ένα φιλί που το αποζητούσα κολασμένα, ο Ίαν με τον Νόα μπήκαν στο μπουντρούμι μας. Οι εκφράσεις τους ήταν διαφορετικές αλλά εξίσου απειλητικές.

«Η διορία τέλειωσε. Περιμένω μια απάντηση», το πρόσωπο του Νόα ήταν πνιγμένο στην οργή και στην ανυπομονησία. Ήθελε οπωσδήποτε μια απάντηση για το που ήταν η κόρη του.

«Σου είπα και χθες», απάντησα.

«Ναι, ναι», κούνησε το χέρι του. «Κάπου κρύα και ζεστά, κοντά και μακριά με γνωστούς κι αγνώστους», κούνησε το κεφάλι του

«Έξυπνο», μουρμούρισε ο Κάρτερ και τον σκούντηξα.

«Ξέρει κι αυτός;», άστραψαν τα μάτια του.

«Ο 'αυτός' είμαι εγώ», ψέλλισε.

«Σταμάτα», τον επέπληξα. Τώρα βρήκε ώρα να παρεξηγηθεί;

«Αυτό ήταν», αποκρίθηκε ο Νόα και ήρθε προς το μέρος μου. Με άρπαξε από το χέρι και μου έσπασε την αλυσίδα. «Η υπομονή μου εξαντλήθηκε.»

Έκανε νόημα στον Ίαν κι εκείνος ανοίγοντας το στόμα του πλησίασε τον Κάρτερ. Ο Κάρτερ μόρφασε αλλά δεν είπε τίποτα. Εγώ άρχισα να φωνάζω συνειδητοποιώντας ότι ο Ίαν θα τον δάγκωνε.

«Όχι», φώναξα κι ο Νόα με έσπρωχνε έξω από το δωμάτιο.

«Σε είχα προειδηποιήσει», μούγκρισε.

Οι φωνές του Κάρτερ από τον πόνο τρύπησαν τα αυτιά μου και γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα.

«Αφήστε τον», τον παρακάλεσα όσο με έβαζε σε ένα καινούριο μπουντρούμι.

Αυτό είχε μια μικρή φυλακή κι ήταν πιο σκοτεινό κι αποπνικτικό από το προηγούμενο. Πάλευα να ξεφύγω για να σώσω τον Κάρτερ. Ο Νόα μου το είχε πει πως με τον Κάρτερ μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Δεν με ένοιαζε το γιατί. Με πόναγε ότι το έκανε.

«Εσύ με ανάγκασες», κλείδωσε την σιδερένια πόρτα του κλουβιού μου.

Εγώ χτύπαγα τα κάγκελα και τον διέταζα να με αφήσει αλλά εκείνος δεν αντιδρούσε καθόλου στο θόρυβό μου.

«Πάψε επιτέλους», μου φώναξε.

Έσκυψε στο ύψος μου κι άρπαξε το λαιμό μου μέσα από το κενό από τα κάγκελα. «Δεν σου ζητάω πολλά ούτε κάτι δύσκολο. Πες μου αυτό που ήδη ξέρεις κι ίσως ο Μάρεϊ να ζήσει.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top