17. Ο ΨΕΥΤΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Φοβόμουν πολύ τον θάνατο. Είχα βρεθεί πολλές φορές ένα βήμα κοντά του αλλά ποτέ δεν είχα την γενναιότητα που είχαν άλλοι απέναντί του. Δεν φοβόμουν όμως την διαδικασία ή τι θα γινόταν μετά. Ήξερα πως θα πήγαινα στον Κάτω Κόσμο. Φοβόμουν για όλα αυτά που θα άφηνα πίσω μου. Δεν μπορούσα να αφήσω το βασίλειο μέσα σε αναταραχές και πιθανούς, φιλόδοξους μνηστήρες του θρόνου, οι οποίοι δεν ήταν λίγοι. Από την άλλη είχα και φίλους που δεν ήθελα να χάσω. Μέσα σε όλες τις δυσκολίες της ζωής μου αυτοί ήταν η παρηγοριά μου. Τους είχα αγαπήσει και μολονότι τους ήξερα για λίγο καιρό δεν μπορούσα να φανταστώ την ζωή μου χωρίς αυτούς. Κι όχι μόνο εκείνους, αλλά και τον Κάρτερ. Και χωρίς τον Κάρτερ τα πάντα θα μου φαίνονταν ανιαρά. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας και ένα υπέροχο νταμπίρ, που δυστυχώς γνώρισα καλύτερα μετά από μια σειρά τραγικών γεγονότων. Τον γνώρισα όμως και όλη μου η καρδιά του δόθηκε απλόχερα παρά τους φόβους και τις ανησυχίες μου.

Ένιωθα μουδιασμένη σε όλο μου το σώμα. Όλα όσα με ανησυχούσαν άρχισαν να σβήνουν και σίγα σιγά να εγκαταλείπουν το μυαλό μου. Άνοιξα τα μάτια μου κι αντίκρισα τα ανήσυχα μάτια του πατέρα μου.

«Κοριτσάκι μου», ψέλλισε μόλις άνοιξα τα μάτια μου και μου χάιδεψε το μέτωπο.

Κοίταξα τριγύρω κι είδα πως ήμουν στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Ξεροκάταπια και προσπάθησα να ανασηκωθώ.

«Ξεκουράσου», με απέτρεψε ο πατέρας μου. «Δεν έχεις ανακτήσει τις δυνάμεις σου ακόμα.»

«Τι συνέβη;», τον ρώτησα.

Υπήρχαν κάποιες θολές εικόνες στο μυαλό μου. Άρχισα να τις βάζω σε μια σειρά για να αποκτήσουν μια συνοχή και δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που έβλεπα. Ο Νόα με είχε απαγάγει και στην πορεία μου να ξεφύγω τράκαρα με το αμάξι. Δίπλα μου ήταν κάποιος του οποίου το πρόσωπο ήταν θολό. Θυμάμαι όμως να είναι γεμάτος αίματα. Τον είχα σκοτώσει. Ω Θέε μου! Είχα σκοτώσει κάποιον.

Ο πατέρας μου δεν μου απαντούσε, αλλά η μνήμη μου έδινε όλες τις απαντήσεις. Τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα συνειδητοποιώντας ότι είχα πάρει μια αθωά ζωή.

«Σκότωσα κάποιον;»

«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Μη μου λες ψέματα», άρχισα να βαριανασαίνω. «Ποιος ήταν στο αυτοκίνητο μαζί μου;»

«Δεν βρέθηκε κανένας στο αυτοκίνητο.»

Μπορούσα να καταλάβω πότε κάποιος μου έλεγε ψέματα. Δεν ήταν κάτι μαγικό ή τίποτα υπερφυσικό. Απλώς μάθαινα να μελετάω καλά τους ανθρώπους και να ξέρω την παραμικρή τους αντίδραση όταν ψεύδονταν. Ο πατέρας μου συνήθως πετάριζε ελαφρώς τα βλέφαρά του ή δεν με κοιτούσε. Τώρα με κοίταγε στα μάτια χωρίς την παραμικρή αναταραχή. Μου έλεγε την αλήθεια.

«Όμως κάποιος ήταν μαζί μου.»

«Όχι», απάντησε και τα βλέφαρά του πετάρισαν.

Άρχισα να κλαίω. Ήταν αλήθεια. Κάποιος ήταν μαζί μου κι αυτός ο κάποιος ήταν νεκρός.

«Μην κλαις Ορόρα μου», προσπάθησε να με καθησυχάσει. «Δεν έκανες κακό σε κανέναν.»

Δεν τον κοίταζα. Είχα κρύψει το πρόσωπό μου με την παλάμη μου από την ντροπή. Δεν μπορούσα να κοιτάξω κανέναν στα μάτια μετά από αυτό που είχα κάνει. Ο πατέρας μου όμως έλεγε και ξανάλεγε πως δεν είχα σκοτώσει κανέναν. Εγώ δεν τον κοιτούσα κι ούτε τον άκουγα σκεπτόμενη τι είχα κάνει. Ίσως αν είχα σηκώσει το βλέμμα μου εκείνη την στιγμή να είχα σωθεί από όλο αυτόν τον πόνο.

Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου δεν ήμουν στο νοσοκομείο. Ήμουν ξαπλωμένη σε έναν καναπέ. Ήταν ένα όνειρο, μια ανάμνηση. Μια ανάμνηση που δεν ήρθε τυχαία στο νου μου. Αντικρίζοντας τα κόκκινα μάτια του Νόα ανασηκώθηκα γρήγορα.

Δεν ήξερα που ήμουν. Φαινόταν σαν μια έπαυλη με ελάχιστα έπιπλα. Κύριως τα απαραίτητα. Ο Νόα άλλωστε δεν είχε συγκεκριμένη κατοικία. Πήγαινε όπου έβρισκε θύμα να παίξει.

«Επιτέλους ξανασυναντιόμαστε», καθόταν με τα πόδια του σταυροπόδι σε μια πολυθρόνα απέναντί μου κι έπινε ένα κόκκινο ποτό.

«Πού είναι ο Κάρτερ;», τον ρώτησα.

Από μερικές χαραμάδες είδα πως είχε αρχίσει να ξημερώνει. Χθες το βράδυ ψάχνοντας τον Κάρτερ έξω από το εστιατόριο είχα δει αίματα στο δρόμο. Φοβήθηκα μήπως του είχε κάνει τίποτα, καθώς είχε απειλήσει να τον σκοτώσει αν του έλεγα την αλήθεια. Κι εγώ του την είχα πει. Το μέρος τέλος πάντων που αφορούσε τον Νόα.

Ο Νόα ανασήκωσε το ποτήρι του. Το ποτό δεν ήταν αλκολούχο αλλά αίμα. Η καρδιά μου χτύπησε σαν τρελή στην ιδέα ότι αυτό ήταν το αίμα του Κάρτερ. Εκείνος γέλασε δυνατά με την αντίδρασή μου.

«Μην ανησυχείς Εύα μου», του άρεσε να με λέει Εύα. Άλλωστε ο πατέρας μου έτσι θα με έβγαζε εξ αρχής. Όμως μετά την δύσκολη γέννησή μου αποφάσισε να με βγάλει Ορόρα επειδή γεννήθηκα με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Το θεώρησε σημάδι από τους ουρανούς. Έτσι μου έδωσε το Εύα ως μεσαίο όνομα. «Καλά είναι. Προς το παρόν», έγειρε ελαφρά το κεφάλι του.

«Πού είναι;», ξαναρώτησα.

Ο Νόα γύρισε το κεφάλι του στο πλάγια κι ο Ίαν τον πλησίασε.

Ο Ίαν! Ο Ίαν ήταν φίλος του Κάρτερ κι ένας καθωσπρέπει υπήκοος. Τώρα στεκόταν μπροστά μου δίπλα στον εχθρό μου. Εκείνος με είχε απαγάγει χθες για χάρη του Νόα, χρησιμοποιώντας μαγεία, την οποία δεν ήξερα καν ότι είχε. Και τι είδους μαγεία ήταν αυτή; Αυτός ήταν λοιπόν ο προδότης που κυκλοφορούσε στην Μοίρα.

«Εσύ», ψέλλισα αηδιασμένη βλέποντας τον Ίαν. «Εσύ είσαι ο προδότης.»

Έκανε να με χτυπήσε αλλά ο Νόα τον σταμάτησε. «Άφησε την. Ξέρεις ότι έχει μεγάλο στόμα έτσι κι αλλιώς. Θα φροντίσουμε να το διορθώσουμε αυτό όμως.»

Άφησε το ποτήρι στην άκρη κι αφού με άρπαξε από τον ώμο με οδήγησε στο υπόγειο. Ήταν σκοτεινά και λίγο φως από ένα μικρό παράθυρο τρύπωνε εκεί μέσα. Στο υπόγειο μπόρεσα να δω γύρω στις πέντε πόρτες. Εδώ θα κρατούσε τα θύματά του για να τα βασανίζει. Ήταν γνωστός σαδιστής άλλωστε.

Με οδήγησε στο τέλος του διαδρόμου. Άνοιξε μια βαριά πόρτα και με έσπρωξε μέσα. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με αλυσίδες στους τοίχους. Υπήρχε ένα μικρό παράθυρο στην άκρη, τόσο μικρό που με το ζόρι έμπαινε λίγο φως. Απέναντι από την πόρτα είδα τον Κάρτερ με τα χέρια του αλυσοδεμένα. Τα γαλανά του μάτια γούρλωσαν βλέποντάς εμένα και τον Ίαν.

«Προχώρα», μούγκρισε ο Νόα και με έριξε στο πάτωμα.

Πήρε το ένα μου χέρι και το έδεσε κι αυτό με μία αλύσιδα. Αφού με ακινητοποίησε κι εμένα στάθηκε δίπλα στον Ίαν. Ο Ίαν μας κοίταζε γεμάτος θυμό. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Ο Νόα αντιθέτως είχε το σύνηθες χαιρέκακο χαμόγελό του.

Έριξα μια εξεταστική ματιά στον Κάρτερ. Φαινόταν κουρασμένος και το γιλέκο του πάνω από το πουκάμισό του είχε σταγόνες από αίμα. Με μια πιο προσεκτική ματιά είδα πως είχε μια πληγή στον λαιμό του. Τον είχε δαγκώσει ο Νόα.

«Γιατί το έκανες αυτό;», του φώναξα.

Ο Νόα έγειρε το κεφάλι του και σούφρωσε ελαφρά τα χείλη του. «Έχεις την ευκαιρία να με ρωτήσεις τόσα πράγματα και σπαταλάς το χρόνο σου γι' αυτό;», υπέδειξε τον Κάρτερ. «Είμαι σίγουρος πως θα ήθελες να μάθεις άλλα πράγματα.»

«Εγώ θέλω να μάθω τη δουλειά έχεις εσύ εδώ», ακούστηκε η φωνή του Κάρτερ. Προφανώς εννοούσε τον Ίαν. Αυτό θα ήθελα κι εγώ να το μάθω.

«Μα ναι πώς μου ξέφυγε», γέλασε ο Νόα. «Παιδιά να σας γνωρίσω τον αδερφό μου.»

«Τον ποιον;», ρωτήσαμε κι εγώ κι ο Κάρτερ ταυτόχρονα.

«Ναι ξέρω δεν μοιάζουμε πολύ. Είμαστε από διαφορετική μητέρα» ,μας εξήγησε ο Νόα.

Δεν έμοιζαν πράγματι. Ο Ίαν ήταν καστανός, ενώ ο Νόα είχα μαύρα μαλλιά σαν της νύχτας. Μόνο που δεν είχαν μόνο αυτή την διαφορά. Ο ένας ήταν νταμπίρ κι ο άλλος βρικόλακας.

«Πώς γίνεται;», αναρωτήθηκα.

«Γίνεται», σχεδόν γάβγισε ο Ίαν κι ο Νόα του έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά.

«Μα πώς φέρεσαι έτσι στην πριγκίπισσά σου;», κούνησε το κεφάλι του. «Πάντα ατίθασο αυτό το παιδί.»

Πλησίασε εμένα και στηρίχτηκε στον τοίχο. «Ο πατέρας μας ήταν βρικόλακας και είχε αδυναμία στις γυναίκες. Έτσι άφησε τις μητέρες μας εγκύους και βγήκαμε εμείς οι δύο. Με διαφορά είκοσι πέντε χρόνων βέβαια αλλά τι σημασία έχει;»

Ο Νόα ήταν νταμπίρ πριν γίνει βρικόλακας. Πιθανόν να τον είχε αλλάξει κι ο ίδιος του ο πατέρας.

«Δυστυχώς ο πατέρας μας σκοτώθηκε από έναν λυκάνθρωπο κι ο καημένος ο Ίαν έμεινε μόνος του. Η μητέρα του είχε πεθάνει στην γέννα. Οι θνητές μητέρες είναι πολύ αδύναμες για να αντέξουν ένα νταμπίρ», μόρφασε στα τελευταία του λόγια. Υπέθεσα πως κι εκείνος θα έχασε με αυτό τον τρόπο την μητέρα του. «Έτσι τον μεγάλωσα εγώ. Τον δίδαξα όλα όσα χρειαζόταν να ξέρει κι όταν ήταν έτοιμος να με βοηθήσει τον έστειλα στην Μόιρα.»

«Κι εσύ έγινες βρικόλακας», συνέχισα γνωρίζοντας πάνω κάτω το τέλος της διήγησής του.

«Ακριβώς», ένευσε. «Όπως ο πατέρας μου.»

«Μας», τον διόρθωσε ο Ίαν.

Ο Νόα δεν του έδωσε σημασία.

«Τον δίδαξες πώς να μας μισεί για να σε βοηθήσει να μας σκοτώσεις», αποκρίθηκε ο Κάρτερ.

Ο Νόα έστρεψε το βλέμμα του σε εκείνον. «Κάνεις λάθος. Δεν ήθελα να με βοηθήσει να σκοτώσω εσάς. Ήθελα να με βοηθήσει να σκοτώσω τους γονείς σας. Ο Ίαν έσπρωξε τον Κέλλαν και την Χόουπ από το μπαλκόνι.»

Ο Κάρτερ έσφιξε τα δόντια του σε αυτή την αποκάλυψη.

«Κι εγώ», συνέχισε ο Νόα σκύβοντας πάνω μου. «Φρόντισα τον Αλεχάντρο και την Μαρέβα.»

Τους έκοψε τα φρένα. Τους σκότωσε. Τους πήρε από μένα. Τόσα μπορούσα να πει. Όχι και τους φρόντισε...

Ο Ίαν μειδίασε και απευθύνθηκε στον Κάρτερ. «Ο καημένος ο πατέρας σου δεν μπορούσε ούτε να παλέψει βλέποντας την αγαπημένη του Χόουπ νεκρή. Δεν έκανε τον κόπο να ζήσει ούτε και για τα παιδιά του. Μάλλον ήθελε να γλιτώσει από εσάς.»

Ο Ίαν μιλούσε στον Κάρτερ και με κάθε του λέξη ήταν σαν να του δίνει δέκα μαχαιριές. Είχε σπρώξει πρώτα την βασίλισσα Χόουπ κι ο καημένος ο Κέλλαν τα έχασε βλέποντας την γυναίκα του νεκρή. Με πόσο κουράγιο να πάλευε μετά από κάτι τόσο τραγικό; Αυτή ήταν η μόνη εξήγηση. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να γλιτώσει από τα παιδία του που λάτρευε. Κι ο Ίαν το ήξερε αυτό. Το μυαλό του είχε όμως δηλητηριαστεί από τα τόσα χρόνια κατήχησης με τον Νόα και θα έλεγε το παραμικρό για να μας βλάψει. Και πολύ πιθανόν και να έκανε.

Ο Κάρτερ ήξερε κι εκείνος πως ο Κέλλαν δεν θα άφηνε τα παιδιά του απροστάτευτα. Ήξερε καλύτερα από όλους πόσο τους αγαπούσε. Τα λόγια του Ίαν όμως τον πλήγωναν και για μια στιγμή φάνηκε να τον πιστεύει.

«Φτάνει», του φώναξα. «Πολλά είπες και επιβαρύνεις πιο πολύ την θέση σου.»

«Με απειλείς παλιό....»

«Ίαν», τον σταμάτησε ο Νόα. «Έχει δίκιο η Εύα. Δεν είμαστε άλλωστε γι' αυτό εδώ.»

Γονάτισε δίπλα μου και χαμογέλασε πλατιά αναδεικνύοντας τους κοφτερούς του κυνόδοντες. «Πες μου Εύα τι θέλεις να μάθεις; Κάνε μου μια ερώτηση και θα σου την απαντήσω.»

«Τι θέλεις από εμάς;», ρώτησε ο Κάρτερ.

«Την πριγκίπισσα ρώτησα», τον απάντησε ο Νόα σχεδόν αδιάφορα.

«Αυτό θέλω να μάθω κι εγώ», του είπα.

«Ω Εύα», χάιδεψε το πρόσωπό μου κι εγώ τραβήχτηκα προς τα πίσω. «Από σένα δεν περίμενα μια τόσο χαζή ερώτηση. Αφού ξέρεις τι θέλω από εσάς τους δύο.»

Σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα για να σταθεί στη μέση και να αντικρίζει και τους δυο μας καλύτερα. «Θέλω να μου πείτε που είναι η κόρη μου.»

«Ξέρουμε ότι ο Αλφόνσο σας έφερε πληροφορίες», αποκρίθηκε ο Ίαν.

Από ότι φάνηκε τον είχαμε σκιά μας όλο αυτό τον καιρό και δεν το είχαμε καταλάβει. Ήταν υπεράνω πάσης υποψίας. Αλλά αυτοί ήταν πάντα οι πιο επικίνδυνοι.

«Βλέπω το αυτάκι μας το είχαμε στημένο παντού», του είπε ο Κάρτερ.

Ο Ίαν δεν του έδωσε σημασία. Καλό αυτό. Είχε πολύ οργή μέσα του τελικά και τώρα είχε και το ελεύθερο να ξεσπάσει.

«Δεν ξέρουμε που είναι», του απάντησα. Κι αυτή ήταν άλλωστε η αλήθεια. Ούτε εμείς ξέραμε που ήταν.

Ο Νόα ξεφύσησε. «Με απογοητεύεις Εύα», κούνησε το κεφάλι του. «Στο έχω ξαναπεί πως ξέρεις πολλά περισσότερα από όσο νομίζεις. Σου προτείνω λοιπόν να σκεφτείς πολύ καλά αυτές τις μέρες και να μου δώσεις μια απάντηση. Εκτός κι αν θέλεις ο ψεύτης πριγκιπάς σου να πεθάνει μπροστά σου.»

Ο Κάρτερ δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του. Ξεροκατάπιε και χαμήλωσε το βλέμμα του. Γιατί ψεύτης; Τι ψέμα μου είχε πει;.

«Και για να δεις ότι εγώ δεν είμαι αχάρηστος», με πλησίασε ξανά και γονάτισε μπροστά μου «θα σου δώσω το όνομα εκείνου που σκότωσες.»

Άρχιζε να με λούζει κρύος ιδρώτας. Δεν μπόρεσα να κουνήσω το βλέμμα μου από πάνω του γιατί δεν ήθελα να δω την έκφραση του Κάρτερ. Είχε μάθει από άλλον ότι ήμουν μία δολοφόνος και δεν ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο. Όμως τώρα ίσως να έβρισκα μια ελαφρά ανακούφιση ακούγοντας το όνομα του αθώου.

«Θέλεις;», με ρώτησε ο Νόα.

«Ορόρα μη», άκουσα τον Κάρτερ να μου φωνάζει.

Περίμενα πολλά να μου πει άλλα όχι κάτι τέτοιο. Ο Νόα γέλασε και με ρώτησε μια ακόμα φορά. Δεν χρειαζόταν όμως να με ρωτήσει ούτε την πρώτη φορά. Η απάντηση ήταν ναι.

Έγειρε το κεφάλι του μπροστά. «Κανένας», αποκρίθηκε αργά. «Δεν σκότωσες κανέναν.»

Τόσο καιρό βασανιζόμουν γιατί δεν πίστεψα την μοναδική φορά που ο πατέρας μου δεν μου έκρυψε την αλήθεια. Ενάμισης χρόνος στην θλίψη και στην ενοχή για το τίποτα. Τελικά δεν είχα σκοτώσει αυτόν που ήταν μαζί μου. Αλλά όμως κάποιος ήταν μαζί μου. Ήθελα απάντηση και σε αυτό το ερώτημα.

«Και ποιος ήταν μαζί μου;», ρώτησα σχεδόν τραυλίζοντας.

Ο Νόα μειδίασε και έστριψε το βλέμμα του. «Αυτός», έδειξε με το χέρι του τον Κάρτερ.

Ο Κάρτερ έχασε το χρώμα μου. Δεν αρνήθηκε τίποτα. Μονάχα μας κοίταζε ανήμπορος να πει τίποτα. Κι εγώ το ίδιο. Πώς ήταν δυνατόν; Πριν προλάβω να συνειδητοποίησω την όλη κατάσταση ο Νόα με άρπαξε από το λαιμό κι άρχιζε να μου φωνάζει. «Θυμίσου», με διέταζε και με κάθε ταρακούνημα άρχισαν όλες οι θολές εικόνες στο μυαλό μου να καθαρίζουν. Τόσο καιρό έψαχνα το κατάλληλο ερέθισμα για να θυμηθώ όλα όσα εκείνα είχε κάνει στην άκρη το μυαλό μου και τώρα το βρήκα. Είχα τον Κάρτερ τόσο καιρό μπροστά μου αλλά το μυαλό μου αρνούταν να συνεργαστεί. Η πίεση του Νόα όμως μπόρεσε να παλέψει αυτή την αντίσταση και τώρα όλα είχαν ξεκαθαρίσει.

Ο Κάρτερ του φώναζε να με αφήσει. Με έσφιγγε αρκετά για να με πιέσει να θυμηθώ αλλά δεν πάλεψα να φύγει από πάνω μου. Ήθελα να θυμηθώ και την τελευταία λεπτομέρεια. Όλα όσα μου έκρυψε το μυαλό μου, ο πατέρας μου κι ο Κάρτερ.

«Στο είχα πει Κάρτερ», αποκρίθηκε ο Νόα αφήνοντάς με. «Τα ψέματα αργά ή γρήγορα μετατρέπονται σε αλήθειες. Καλή διαμονή», μας είπε κι έφυγε κι εκείνος κι ο Ίαν.

Μας άφησαν μόνους μας με όλα τα μυστικά και τις υποκρισίες των τελευταίων δύο χρόνων.

«Ορόρα», ο Κάρτερ προσπάθησε να με πλησιάσει αλλά οι αλυσίδες του δεν τον άφησαν. Και καλύτερα. Δεν ήθελα να τον βλέπω ούτε να τον ακούω. «Σε παρακαλώ πες μου κάτι.»

Δεν του είπα τίποτα. Του γύρισα την πλάτη και έγειρα το κεφάλι μου στον τοίχο. Έκατσα συγκεντρωμένη κι έφερα στο μυαλό μου όλα όσα έγιναν εκείνη την ημέρα.

Θυμάμαι ήταν Αύγουστος. Ότι είχαμε γυρίσει με τους γονείς μου και τον Ντιμίτρι από τις διακοπές μας στην Γαλλία. Είχαμε περάσει σχεδόν ένα μήνα με την θεία Μαρία και την οικέγενειά της. Από την αρχή του ταξιδιού ο πατέρας μου μου είχε υποσχεθέι πως με περίμενε μια έκπληξη στην Σεβίλλη. Όταν γυρίσαμε στην Ισπανία περίμενα μια ολόκληρη βδομάδα για αυτή την περιβόητη έκπληξη. Δεν έλεγα τίποτα για να μην φανεί η ανυπομονησία μου. Ωστόσο μέσα μου έβραζα.

Ένα βράδυ ο Ντιμίτρι είπε να με βγάλει για βραδινό. Μέσα μου αναρωτιόμουν αν θα έβλεπα τότε την έκπληξη. Έτσι ντύθηκα, στολίστηκα και κατέβηκα στο σαλόνι. Εκεί είδα τον πατέρα μου να κοιτάει έξω από το παράθυρο πολύ σκεπτικός. Δεν με είχε ακούσει να κατεβαίνω. Αναστέναξε βαριά.

«Πατέρα;», τον πλησίασα βλέποντάς τον τόσο ανήσυχο.

Εκείνος γύρισε προς εμένα και φόρεσε ένα όχι και τόσο αληθινό χαμόγελο.

«Κοριτσάκι μου», με πλησίασε. «Μια κούκλα είσαι», με περιεργάστηκε.

«Είσαι καλά;», τον ρώτησα.

Εκείνος ένευσε. «Όσο είσαι εσύ καλά είμαι κι εγώ.»

Δεν μπορούσα να καταλάβω την ξαφνική αλλαγή της διάθεσής του. Αλλά και να τον ρώταγα δεν θα μου έλεγε. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθειά του να με κρατάει ασφαλή μου είχε πει τα περισσότερα ψέματα από τον οποιονδήποτε. Ποτέ μου δεν τον κατηγόρησα και δεν τον θεώρησα ψεύτη. Είχα όμως πάντοτε την πικρία που με κράτησε στο σκοτάδι για πολλά πράγματα κι ένα κομμάτι του εαυτού μου αναρωτιόταν αν με θεωρούσε αδύναμη.

Δεν επέμεινα περισσότερο καθώς ο Ντιμίτρι κατέβηκε γρήγορα από το δωμάτιό του και με πήρε από την έπαυλη. Είχα βγει πολλές φορές μόνη μου με τον Ντιμίτρι. Όμως ο συγχρονισμός της εξόδου με την μυστήρια συμπεριφορά του πατέρα μου δεν μου φάνηκε ως μια απλή σύμπτωση. Οι συμπτώσεις άλλωστε ήταν σταλμένες από το σύμπαν για να βασανίζει κάθε ον πάνω στον πλανήτη. Αποδεδειγμένο αυτό.

Ο Ντιμίτρι με πήγε σε ένα εστιατόριο αρκετά μακριά από την έπαυλη. Φαινόταν χαλαρός και δεν έδειχνε το παραμικρό σημάδι πως κάτι είχε συμβεί. Μιλούσε για το ταξίδι μας και δεν ανέφερε τίποτα, ούτε για την έκπληξη που περίμενα ακόμη, ούτε και για τον πατέρα μου. Ίσως κι εγώ να είχα παρεξηγήσει. Μπορεί να ήταν απλά κουρασμένος. Ίσως και όχι. Ο μόνος τρόπος για να μάθαινα ήταν να ρωτήσω τον Ντιμίτρι.

«Σου φάνηκε κάπως περίεργα ο πετάρας μου όταν φεύγαμε;», ήπια μια γουλιά από το νερό μου και τον κοίταζα εξεταστικά.

Ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους του ενώ έτρωγε ένα κομμάτι από το φιλέτο του. «Δεν τον πρόσεξα», απάντησε.

Στριφογύρισα λίγο μαρούλι με το πιρούνι μου στο πιάτο μου. «Μου φάνηκε κάπως ανήσυχος. Συνέβη τίποτα;»

«Όχι», απάντησε χωρίς να με κοιτάει

Ο Ντιμίτρι ήταν από εκείνους που σε κοιτούσαν πάντα στα μάτια χωρίς υπεκφυγές. Η αδυναμία του να στρέψει το βλέμμα του πάνω μου μαρτυρούσε περισσότερα από το στόμα του.

«Ντιμίτρι για κοίτα με λίγο.»

Δίστασε λίγο αλλά τελικά υπάκουσε. «Τι έχει συμβεί;»

Καθάρισε το λαιμό του κι έγειρε μπροστά. «Θυμάσαι την έκπληξη που σου έταξε ο πατέρας σου;»

«Εγώ την θυμάμαι. Αλλά μάλλον εκείνος την ξέχασε.»

«Δεν την ξέχασε», κοίταξε τριγύρω πριν συνεχίσει. «Αλλά εξαφανίστηκε πριν έρθει σε σένα.»

«Δεν καταλαβαίνω», έγειρα κι εγώ μπροστά.

«Η έκπληξη ήταν ο Κάρτερ.»

Ο Κάρτερ... Δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ. Τον είχα δει μόνο μια φορά όταν ήμουν τριών κι εκείνος έξι στην κηδεία του παππού του. Από τότε τον έβλεπα μόνο σε φωτογραφίες. Πάντοτε ήθελα να τον γνωρίσω πριν φτάσουμε να στεφθούμε βασιλείς. Πέρα από όλα τα άλλα ήταν και συγγενής μου.

«Θα ερχόταν να σε γνωρίσει», συνέχισε «αλλά...», δίστασε.

«Πες μου», τον παρότρυνα.

«Απήχθη χθες το βράδυ.»

«Τι;», προσπάθησα να κρατήσω τον τόνο της φωνής μου χαμηλό.

Ο Ντιμίτρι κατένευσε.

«Εδώ; Στην Ισπανία;», τον ρώτησα καθώς είχα αρχίσει να μουδιάζω.

«Ναι», απάντησε. «Ο Αλεχάντρο έχει βάλει λυτούς και δεμένους να τον βρουν.»

«Οι γονείς του θα πρέπει να έχουν τρελαθεί από την αγωνία.»

«Αν μέχρι αύριο το πρωί δεν έχουμε νέα του ο Κέλλαν θα έρθει εδώ.»

Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν μπορεί να φύγει από την Αυλή μια τέτοια στιγμή. Είναι επικίνδυνο.»

Ο Ντιμίτρι ξεφύσησε. «Χάθηκε ο γιος του», ήπιε μια γουλιά κρασί. «Κάτι πρέπει να κάνει.»

Ο καημένος ο Κάρτερ είχε κάνει τόσο ταξίδι για να έρθει να με δει και κάποιος τον είχε απαγάγει. Βέβαια ένας πρίγκιπας έξω από το παλάτι ήταν εύκολη λεία για τον οποιονδήποτε. Θα μπορούσε να τον είχε πάρει ένας βρικόλακας ή κάποιον άλλο υπερφυσικό ον. Θα μπορούσαν να τον βασανίζουν ή και να τον έχουν σκοτώσει. Ανακατευόμουν στην ιδέα να έχει πάθει κάτι κακό.

Έτρεξα στο μπάνιο για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Ένιωθα υπεύθυνη που είχε συμβεί αυτό. Θα μπορούσα να πάω εγώ στην Αυλή όσο κι αν ήθελε ο πατέρας μου να με κρατήσει μακριά της. Εκεί ήταν ασφαλή για όλους μας και κυρίως για τον Κάρτερ. Εκείνο ήταν και το σπίτι του άλλωστε. Προσπάθησα να μην γεμίσω το μυαλό μου με πιθανές εικόνες του Κάρτερ αυτή την στιγμή. Ήταν καλά, επιβεβαίωνα τον εαυτό μου. Έπρεπε να είναι καλά.

Αφού συνήλθα κάπως έκανα να επιστρέψω στο τραπέζι. Ένας άντρας όμως στεκόταν έξω από τις τουαλέτες και μου έκλεινε το δρόμο. Ήταν θνητός, οπότε δεν μου πέρασε η υποψία ότι ήταν επικίνδυνος. Όταν όμως έκανε ένα βήμα δεξιά εμποδίζοντάς με να βγω άρχισα να συνειδητοποιώ πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Να περάσω;», ρώτησα χαμηλόφωνα.

Εκείνος δεν μου απάντησε. Δύο ακόμη θνητοί εμφανίστηκαν στο οπτικό μου πεδίο. Τώρα όντως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πρωτού προλάβω να φωνάξω βοήθεια ένας ακόμη θνητός εμφανίστηκε από πίσω μου και μου έκλεισε το στόμα για να μην φωνάξω. Οι τέσσερίς τους με οδήγησαν έξω από την πίσω πόρτα κι όσο κι αν πάλευα να γλιτώσω, δεν τα κατάφερνα.

Έξω μας περίμενε ένα βανάκι. Ο ένας από τους τέσσερις άνοιξε την πίσω πόρτα και οι υπόλοιποι τρεις με έσπρωξαν πιο μπροστά. Μέσα είδα τον Κάρτερ δεμένο και φιμωμένο. Είχε την ίδια έκπληξη με μένα όταν τα βλέμματά μας συναντήθηκαν.

«Έκπληξη», αποκρίθηκε ο θνητός που άνοιξε την πόρτα στα αγγλικά με αμερικάνικη προφορά.

Οι υπόλοιποι με έσπρωξαν μέσα και έκλεισαν την πόρτα πίσω μας. Προσπάθησα να την ανοίξω αλλά μάταιος κόπος. Έστρεψα λοιπόν την προσοχή μου στον Κάρτερ όταν αρχίσαμε να μετακινούμαστε. Έβγαλα την ταινία από το στόμα του και τον έλυσα.

«Είσαι καλα;», κράτησε το πρόσωπό μου στα χέρια του και με περιεργαζόταν ανήσυχος. «Σε πείραξαν;»

Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Ορόρα», ο Κάρτερ μου απηύθυνε τον λόγο και για μια στιγμή επανήλθα στην σκληρή πραγματικότητα.

Ήμουν ήσυχη τόσην ώρα και δεν του άρεσε η σιωπή μου. Η φωνή του ήταν τρεμάμενη και μπορεί να έκλαιγε κιόλας. Δεν γύρισα όμως να τον κοιτάξω. Δεν ήθελα να δω μια ακόμη φορά τον ψεύτη πρίγκιπα, όπως τον είχε αποκαλέσει ο Νόα. Εκείνος συνέχιζε να ψελλίζει το όνομά μου και με παρακαλούσε να του μιλήσω ή έστω να γυρίσω να τον κοιτάξω.

«Είσαι ένας ψεύτης», του είπα τελικά.

Εκείνος αναστέναξε βαριά. «Άσε με να σου εξηγήσω.»

«Τι να μου εξηγήσεις;», γύρισα το κεφάλι μου προς τα εκείνον.

Τα μάτια του είχαν γεμίσει με δάκρυα αλλά τα συγκρατούσε.

«Όλο αυτό τον καιρό μου έλεγες ψέματα. Ορκιζόσουν ότι ο Χουάν ήταν ο ψεύτης ενώ εσύ όχι. Είπες εμένα ψεύτρα, επειδή έκανα ό,τι μπορούσα για να σε προστατεύσω. Με χτύπησες!», σε αντίθεση με εκείνον εγώ δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. «Συγχαρητήρια. Η ερμηνεία σου ήταν καταπληκτική.»

«Συγγνώμη», είπε δυνατά κι ένας λυγμός δραπέτευσε από τα χείλη του. «Αλλά άκουσε με σε παρακαλώ.»

Ξαναγύρισα το κεφάλι μου από την άλλη κατεύθυνση κι άρχισα να κλαίω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τόσο καιρό ένιωθα τύψεις και νόμιζα ότι έκρυβα την αλήθεια από τον Κάρτερ. Και τα πίστευα όλα αυτά γιατί κι εκείνος προσποιούταν τον ανήξερο κι αθώο. Πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Γιατί τόσοι άνθρωποι στην ζωή μου με κορόιδευαν και μου έλεγαν ψέματα;

«Νόμιζα πως είχα σκοτώσει κάποιον», κατάφερα να πω μέσα στο κλάμα μου. «Για έναν χρόνο νόμιζα πως ήμουν μια δολοφόνος.»

Ο Κάρτερ ρουθούνισε και κατάλαβα πως κι εκείνου είχαν τρέξει μερικά δάκρυα.

«Γιατί με άφησες να ζω αυτό τον εφιάλτη;», σκούπισα τα δάκρυά μου, ενώ άλλα κατέβαιναν από τα μάτια μου.

«Συγγνώμη», απάντησε μέσα από το δικό του σιγανό κλάμα.

Δεν του είπα τίποτα άλλο. Όσο κι αν με πόναγε η θλίψη του αυτή την στιγμή δεν μπορούσα να αφήσω στην άκρη το πόσο προδομένη ένιωθα. Αν ήταν ξεκάθαρος μαζί μου όλα θα ήταν πιο εύκολα. Το κυριότερο θα με είχε σώσει από τις ενοχές που με έτρωγαν κάθε μέρα. Αν είπε ψέματα για κάτι τόσο σοβαρό ποιος ξέρει πόσα άλλα μου είχε πει. Ήταν και τα συναισθήματα του ένα ψέμα; Όλος αυτό ο έρωτας που μου είχε δείξει ήταν κι αυτό μια καλοπροβαρισμένη παράσταση;

Ξέφυγα για μια ακόμη φορά από το παρόν για να συνεχίσω να συναρμολογώ το επώδυνο παζλ του παρελθόντος. Οι θνητοί μας πήγαν σε έναν πολύ απόμερο δρόμο. Πιθανόν να μας είχαν βγάλει κι από την Σεβίλλη. Ποτέ δεν έδωσα σημασία για το ποιο νοσοκομείο νοσηλεύτηκα μετά από εκείνο το βράδυ. Ήμουν απασχολημένη να θρηνώ ένα ψέμα.

Μας έσυραν έξω από το βανάκι και μας έριξαν στο έδαφος. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να τρέξουμε αν σύντομα δεν εμφανιζόταν μπροστά μας ο Νόα.

Δεν είχα ξαναδεί βρικόλακα στην ζωή μου. Δεν ήξερα πώς να κρύψω τον φόβο μου, καθώς ήξερα πως θα τον καταλάβαινε. Ο Κάρτερ έμοιαζε ψύχραιμος. Αλλά πόσο ψύχραιμος μπορούσε να είναι κανείς μπροστά σε έναν δαίμονα;

Αντικρίζοντάς μας μας συστήθηκε και χαμογέλασε πλατιά αναδεικνύοντας μας τους κυνόδοντές του. Ανατρίχιασα σε αυτό το θέαμα. Εκείνος γέλασε με μένα.

«Ώστε εσείς είστε οι διάδοχοι του θρόνου;», μας περιεργάστηκε λίγο.

Ήμασταν γονατιστοί δίπλα δίπλα. Δεν χρειαζόταν πολύ δυσκολία για να μας σκοτώσει και τους δύο επί τόπου. Ωστόσο, μακάρι να ήταν τόσο απλό το θέμα.

«Δεν σας περίμενα έτσι.»

«Τότε να μας γύρισεις πίσω», αποκρίθηκε ο Κάρτερ αφήνοντας τους πάντες άφωνους με το πόσο εύκολα αντιμίλησε σε έναν βρικόλακα. Κι εγώ ομολογουμένως ξαφνιάστικα με το θάρρος και το θράσσος του. Αλλά φυσικά από το να τρέμει και να προσεύχεται όπως έκανα εγώ, ήταν δέκα φορές καλύτερο.

«Μην βιάζεσαι Μάρεϊ», του απάντησε ο Νόα. «Πρώτα θα ήθελα να μιλήσουμε.»

Γονάτισε μπροστά μου και έγειρε το κεφάλι του. Πήρε μια μεγάλη εισπνοή για να με μυρίσει. «Εσύ πρέπει να είσαι η Εύα. Το Ορόρα θα μου επιτρέψεις να μην το χρησιμοποιώ. Μέχρι να γεννηθείς ήσουν για όλους μας Εύα», χάιδεψε το μάγουλό μου κι ο Κάρτερ τον έσπρωξε. Ο Νόα φυσικά ούτε που ταρακουνήθηκε. Τον χαστούκισε με δύναμη ξαπλώνοντάς τον κάτω. Εγώ έσκυψα πάνω του. Του είχε τραματίσει το χείλος του κι αιμορράγησε ελαφρά. Όχι κι ό,τι καλύτερο μπροστά σε ένα βρικόλακα.

Ο Νόα έκανε νόημα σε έναν θνητό και αυτός με τράβηξε όρθια. Ο Κάρτερ προσπάθησε να τον σταματήσει αλλά έφαγε άλλη μία από έναν από τους θνητούς. Στάθηκα όρθια μπροστά στον Νόα κι όλο μου το σώμα έτρεμε στην όψη του. Αυτός φυσικά διασκέδαζε με την αντίδρασή μου.

«Μην ανησυχείς καλή μου Εύα», βημάτισε κυκλικά γύρω μου. «Δεν θέλω να σε βλάψω αν και», πλησίασε το λαιμό μου και κατάπια μια κραυγή φόβου «μυρίζεις υπέροχα», ψέλλισε και συνέχιζε να βηματίζει. «Οι γονείς σας πήραν κάτι που μου ανήκει και ψάχνω να το βρω χωρίς αποτέλεσμα. Γι' αυτό θα ήθελα να με σώσετε από περαιτέρω κόπο και να μου πείτε που είναι η κόρη μου.»

Εγύ φυσικά δεν είχα ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε. Ούτε ο Κάρτερ. Εκείνος φάνηκε όμως σίγουρος ότι ξέραμε κι όσο και να του λέγαμε ότι δεν έχουμε ιδέα, τόσο επέμενε να μας βασανίζει. Μία χτύπαγε εμένα και μία έβαζε τους θνητούς να χτυπούνε τον Κάρτερ. Σε κάθε αρνητική μας απάντηση κερδίζαμε από ένα χαστούκι ή μια κλωτσιά. Μας είχε φέρει και τους δυο στο έλεός μας. Αλλά πραγματικά δεν είχαμε την παραμικρη ιδέα που ήταν το παιδί του. Δεν ξέραμε καν ότι είχε παιδί.

«Με έχετε κουράσει», αποκρίθηκε μετά από μια κλωτσιά που έδωσε σε μένα.

Είχα διπλωθεί από τον πόνο και προσπαθούσα να πάρω ανάσα. Ένιωθα αδύναμη να με υπερασπιστώ αν και ήξερα τον τρόπο. Ωστόσο, δεν ήμουν μόνη μου για να ρισκάρω. Ήταν κι ο Κάρτερ εκεί. Δεν μπορούσα να βάλω την ζωή του σε κίνδυνο. Ήδη ένιωθα υπεύθυνη που είχε απηχθεί.

«Στο ξαναείπαμε, δεν ξέρουμε που είναι το παιδί σου», φώναξε ο Κάρτερ.

Ένας θνητός έκανε να τον χτυπήσει αλλά ο Νόα σήκωσε το χέρι του για να το αποτρέψει. «Μάλλον χρειάζεστε περισσότερη ώθηση για να αρχίσετε να μιλάτε.»

Τα κόκκινα σαν το αίμα μάτια του καρφώθηκαν πάνω μου. Ήταν γεμάτα μίσος και ένιωσα αμέσως ότι ετοιμαζόταν να μου κάνει κακό. Προσπάθησα να συρθώ μακριά του, καθώς αδυνατούσα να σηκωθώ. Αλλά για εκείνον δεν δημιούργησα κανένα εμπόδιο. Ξάπλωσε πάνω μου κι έκανε στην άκρη τα μαλλιά μου. Φοβήθηκα πως θα με σκότωνε. Δύο από τους θνητούς ακινητοποίησαν τον Κάρτερ ο οποίος έκανε να μας πλησιάσει. Ο Νόα έμπηξε τους κοινόδοντές του στην ωμοπλάτη μου κι εγώ φώναζα από πόνο και φόβο. Ο Κάρτερ ούρλιαζε κι εκείνος και τον διέταζε να με αφήσει χωρίς φυσικά αποτέλεσμα. Αφού γεύτηκε αρκετό αίμα μου ώστε να με κάνει να ζαλιστώ, έσκυψε πάνω από το αυτί μου. «Ξέρεις πολλά περισσότερα από όσο νομίζεις. Αν μοιάζεις έστω και στο ελάχιστο στον πατέρα σου, ξέρεις ακριβώς που είναι το παιδί μου.»

Σηκώθηκε από πάνω μου κι έκανε ένα νεύμα στους θνητούς. Εκείνοι σήκωσαν τον Κάρτερ και τον έσυραν μακριά μας. Άπλωσα το χέρι μου προς τα εκείνον, διότι ήμουν αδύναμη να μιλήσω.

«Σου δίνω διορία μέχρι τα μεσάνυχτα να μου πεις που είναι το παιδί μου. Αλλιώς θα θρηνήσεις θύματα.»

Μετά από αυτά του τα λόγια απομακρύνθηκε και με άφησε μόνη μου, ξαπλωμένη στον δρόμο με μια πληγή και αδύναμη να σκεφτώ το παραμικρό.

Σταμάτησα να συγκεντρώνομαι στο παρελθόν, καθώς ένιωθα να τρέμω. Γύρισα ελαφρά το κεφάλι μου για να δω τον Κάρτερ. Είχε χαμηλωμένο το βλέμμα του. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η ανάσα του. Όταν ένιωσε τα μάτια μου πάνω του ανασήκωσε το κεφάλι του κι ένα αδύναμο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του.

Επικεντρώθηκα στα μάτια του κι άρχισα να σκέφτομαι όσα στοιχεία είχα για την χαμένη μου υπήκοο. Επρόκειτο για μια κοπέλα στην ηλικία της Μέλανη, πιθανώς μελαχρινή όπως ο Νόα. Το κορίτσι το είχα δει όταν ήταν μωρό. Πάλεψα να φέρω την εικόνα της στο μυαλό μου όσο καλύτερα γινόταν. Το μωρό είχε όντως μαύρα μαλλιά και τα μάτια της ήταν στρογγυλά και γαλανά. Το πιγούνι της είχε μια λακούβα πολύ βαθιά, την οποία είχα ξαναδεί μόνο σε ένα νταμπίρ. Μάλιστα μου είχε δείξει και φωτογραφία της από όταν ήταν μωρό. Από εκείνη την μέρα είχαν ξαναρχίσει τα όνειρα - αναμνήσεις με την μπέμπα που θήλαζε η μητέρα μου.

«Ω Θεέ μου», ψέλλισα συνειδητοποιώντας πως ήξερα πολύ καλά την κόρη του Νόα.

«Τι έπαθες;», με ρώτησε ο Κάρτερ.

Αμέσως χαμήλωσα το βλέμμα μου. Έπρεπε να την προστατέψω από την πατέρα της. Αν έλεγα το όνομά της στον Κάρτερ, ο Νόα φυσικά θα το άκουγε με τις οξυμένες του αισθήσεις. Θα το κρατούσα λοιπόν προς το παρόν κρυφό.

«Τίποτα», απάντησα.

Ο Κάρτερ ξανάκανε προσπάθειες να μου μιλήσει και να μου εξηγήσει την πλευρά του. Όμως εξακολουθούσα να μην θέλω να τον ακούω. Ήμουν κάτι παραπάνω από θυμωμένη μαζί του.

Γύρω στο μεσημέρι ο Ίαν μας έφερε ένα δίσκο με λίγο φαγητό κι ένα μπουκάλι νερό.

«Αυτά είναι και για αύριο», μουρμούρισε και τα άφησε στην μέση. «Κάντε τα κουμάντα σας.»

Η μερίδα δε μας έφτανε ούτε για τώρα πόσο μάλλον για αύριο. Όσο για το νερό έπρεπε να πινούμε μια γουλιά κάθε πέντε ώρες για να μας έφτανε. Ευτυχώς για τον Κάρτερ, με τόσες αποκαλύψεις, ούτε πείναγα ούτε δίψαγα. Αν και λίγο νερό έπρεπε να το πιω γιατί ένιωθα να σκάνε τα χείλη μου.

Οι αλυσίδες του Κάρτερ ήταν πολύ κοντές και με το ζόρι του επέτρεπαν να κουνηθεί. Προσπάθησε να πλησιάσει τον δίσκο, αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν μου ζήτησε βοήθεια, γιατί πιθανόν φοβόταν. Αλλά δεν μπορούσα να τον αφήσω να λιμοκτονήσει όσο κι αν με είχε θυμώσει. Η δική μου αλυσίδα άλλωστε ήταν αρκετά μακριά και μου επέτρεπε να κινούμαι πιο εύκολα από εκείνον. Πλησίασα γονατισμένη τον δίσκο και τον έσυρα σε εκείνον.

«Ευχαριστώ», είπε χαμηλόφωνα.

Μπορούσα να κάτσω δίπλα του και να βάλω κι εγώ μια μπουκιά στο στόμα του. Μου το πρότεινε κι εκείνος άλλωστε. Δεν δέχτηκα όμως. Επέστρεψα στην θέση μου και αποφάσισα να ολοκληρώσω με το παρελθόν τις επόμενες ώρες.

Όταν σιγουρεύτηκα ότι ο Νόα είχε απομακρυνθεί αρκετά μάζεψα όση δύναμη μου είχε απομείνει και σηκώθηκα για να ξεφύγω. Αν στο δρόμο μου δεν έβρισκα τον Κάρτερ θα πήγαινα στο κοντινότερο κατάστημα ή σπίτι και θα καλούσα τους γονείς μου. Την αστυνομία φυσικά δεν μπορούσα να την καλέσω γιατί δεν θα βοηθούσαν ιδιαίτερα απέναντι σε ένα βρικόλακα. Επιπλέον, έπρεπε να διατηρήσουμε την ύπαρξη μας κρυφή για να μην αναστατώναμε τις ισορροπίες. Ήδη οι λίγοι θνητοί που ήξεραν την αλήθεια στράφηκαν εναντίον μας. Σίγουρα ο Νόα θα τους είχε τάξει αθανασία κι εκείνοι θέλοντας να γίνουν άφθαρτοι θα δέχτηκαν. Αυτή ήταν κι η μεγαλύτερη φιλοδοξία σχεδόν όλων των ανθρώπων.

Περπατούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Τα τακούνια μου με είχαν χτυπήσει και ήμουν αρκετά εξαντλημένη από το πολύ ξύλο και το δάγκωμα του Νόα. Όμως η θέληση μου να επιβιώσω ήταν πιο δυνατή από τις κακουχίες του σώματός μου. Είχα μια ελπίδα ότι τελικά είχα γλιτώσει μέχρι που έπεσα πάνω στους θνητούς. Ήταν οι δύο από τους τέσσερις και καθόντουσαν έξω από ένα αυτοκινήτο. Μιλούσαν και γελούσαν σαν να μην είχαν απαγάγει δύο πρόσωπα και βοήθησαν στο βασανιστήριό τους. Ανησύχησα που ήταν μόνο αυτοί οι δύο, ενώ δεν έβλεπα και τον Κάρτερ.

Μόλις με είδαν έτρεξαν προς το μέρος μου. Προσπάθησα να ξεφύγω αλλά ήμουν πολύ αδύναμη. Με έριξαν κάτω κι ο ένας μου έκλεισε το στόμα.

«Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ με πριγκίπισσα», τα χέρια του άλλου κρατούσαν τα πόδια μου και άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του.

«Αν είναι καλή πες μου να δοκιμάσω κι εγώ», απάντησε αυτός που μου κρατούσε το στόμα κλειστό.

Πάλευα όσο μπορούσα να τους διώξω από πάνω μου πριν μου κάνουν το οτιδήποτε. Αλλά δεν κατάφερνα τίποτα παρά μόνο να καθυστερώ το αναπόφευκτο.

«Πάρτε τα βρωμόχερά σας από πάνω της», άκουσα τον Κάρτερ.

Γυρίσαμε κι οι τρεις να τον αντικρίσουμε. Τον είχαν χτυπήσει κι άλλο. Από τα βλέμματα αυτών που με κρατούσαν κατάλαβα πως δεν περίμεναν να τον δουν. Ο Κάρτερ είχε υπερτερήσει στη μάχη με τους άλλους δυο θνητούς και τους είχε ξεκλέψει ένα όπλο, το οποίο τώρα το έστρεφε προς την πλευρά μας.

«Ήρεμα με αυτό», ο θνητός που ήταν έτοιμος να με βιάσει σηκώθηκε και στάθηκε με τα χέρια ανασηκωμένα.

«Δεν πρόκειται να το χρησιμοποιήσει», του φώναξε αυτός που εξακολουθούσε να μου κλείνει το στόμα.

Πριν ειπωθεί το οτιδήποτε ο Κάρτερ πυροβόλησε τον όρθιο θνητό στο πόδι.

«Δώσε μου τώρα την πριγκίπισσά μου και πήγαινε τους φίλους σου σε ένα νοσοκομείο. Και τους τρεις», του αποκρίθηκε ο Κάρτερ όσο ο πυροβολημένος θνητός έπεφτε αιμόφηρτος στο δρόμο.

Στην αρχή όταν θυμόμουν κάποιον να πυροβολείται και να πέφτει στο έδαφος ένιωθα ανησυχία γι' αυτόν. Δεν ήξερα από τι είχε προκληθεί, αλλά φοβόμουν ότι ήταν κάποιος αθώος. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένα καθίκι από το οποίο ο Κάρτερ με έσωσε την τελευταία στιγμή.

Τελικά ο θνητός με άφησε και εγώ έτρεξα προς τον Κάρτερ.

«Εμείς θα πάρουμε το αυτοκίνητο τώρα», τους είπε ο Κάρτερ. «Κι εσείς να είστε προσεκτικοί. Υπάρχει ένας βρικόλακας εδώ γύρω.»

Τρέξαμε όπως μπορούσαμε μέχρι το αυτοκίνητο. Δεν ένιωθε καλά για να οδηγήσει οπότε ανέλαβα εγώ το τιμόνι. Και τότε συνέβη αυτό που με στοίχειωνε τον τελευταίο χρόνο. Τα φρένα ήταν κομμένα, όπως ήταν κομμένα και τα φρένα των γονιών μου. Ο Νόα δεν είχε σκοπό να αλλάξει τους θνητούς μετά το αποψινό, αλλά να τους σκοτώσει. Κι εμείς πέσαμε στην παγίδα που είχε στηθεί για τους άλλους.

Ο Κάρτερ με συμβούλεψε πάνω στην αναταραχή να κάνω στην άκρη για να μην πέσουμε πάνω σε κάποιον άλλο. Δυστυχώς όμως όλος ο σωματικός πόνος και ο τρόμος της στιγμής με συνεπήραν και τελικά τρακάραμε. Όταν συνήλθα κοίταξα δίπλα μου κι είδα τον Κάρτερ αναίσθητο και το πρόσωπό του μέσα στα αίματα.

«Κάρτερ;», έπιασα απαλά το πρόσωπό του και δάκρυα άρχιζαν να θολώνουν την όρασή μου.

Νόμιζα ότι τον είχα σκοτώσει. Ο πόνος που ένιωσα εκείνη την στιγμή ήταν απερίγραπτος. Με έπνιγε σαν θηλιά γύρω από τον λαιμό μου. Δεν μπορούσα να συνειδητοποίησω τι είχα μόλις κάνει. Βγήκα από το αυτοκίνητο και φώναζα με όλη μου την δύναμη βοήθεια. Φώναζα κι έκλαιγα μαζί. Ακόμα και τώρα που θυμόμουν πως είχα νιώσει τότε ένας κόμπος ανέβηκα στο λαιμό μου και προσπάθησα να κρύψω την θλίψη μου. Ο Κάρτερ με είχε σώσει κι εγώ τον είχα σκοτώσει ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Το τελευταίο που συνέβη εκείνη την νύχτα ήταν μία ακόμη επίθεση του Νόα. Ήρθε εκεί που ήμουν ακούγοντας την φωνή μου. Ήμουν αδύναμη να παλέψω ακόμα και να αμυνθώ. Έκλαιγα τόσο πολύ που με το ζόρι μπόρεσα και τον είδα. Μου είπε μόνο: «Την επόμενη φορά που θα σε δω, φρόντισε να μου πεις την αλήθεια», και με δάγκωσε, αυτή την φορά παίρνοντάς μου περισσότερο αίμα.

Αυτές ήταν οι δικές μου αναμνήσεις από εκείνο το βράδυ. Του Κάρτερ δεν ήθελα να τις μάθω ακόμη. Φυσικά και θα τον άκουγα κάποια στιγμή αλλά όχι τώρα.

Άκουσα τις αλυσίδες του και γύρισα να τον κοιτάξω. «Είσαι καλα;», με ρώτησε ανήσυχος.

Για αρκετή ώρα ένιωθα να καίγομαι αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Τώρα ζεσταινόμουν ακόμη πιο πολύ και το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει από ένα δυνατό πονοκέφαλο. Ο Κάρτερ κοιτούσε τα μάγουλα μου, τα οποία υπέθετα πως είχαν κοκκινίσει.

«Πλησίασε λίγο», μου είπε.

Δίστασα λίγο. «Πλησίασε σε παρακαλώ», επέμεινε.

Εγώ σύρθηκα κοντά του κι εκείνος ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπό μου. «Έχεις πυρετό.»

Αναστέναξα. Ό,τι χρειαζόμουν αυτή την στιγμή.

«Φάε κάτι. Και πιες λίγο νερό», μου υπέδειξε τον δίσκο.

Εγώ κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν θέλω», απάντησα κι ένιωσα τον λαιμό μου ξηρό.

Ο Νόα άκουσε τον Κάρτερ και κατέβηκε μαζί με τον Ίαν στο υπόγειο για να με δει.

«Αρρώστησε η καημένη μου πριγκίπισσα;», μόρφασε θλιμμένα. «Σηκωθείτε.»

Ο Ίαν μας έβγαλε τις αλυσίδες κι ο Κάρτερ με βοήθησε να σηκωθώ. Μας οδήγησαν σε ένα άλλο από τα δωμάτια του υπογείου το οποίο είχε μέσα μερικές ντουζιέρες. Ήλπιζα να μην καταλήγαμε σαν τους Εβραίους στην κατοχή.

«Κάντε ένα ντουζ να νιώσετε καλύτερα. Σας θέλω υγιής», αποκρίθηκε ο Νόα και μας κλείδωσαν μέσα στο δωμάτιο.

Κοιτάχτηκα για λίγο με τον Κάρτερ κι εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Ένα ντουζ το έχω ανάγκη», μου είπε κι άρχισε να βγάζει τα ρούχα του.

Ξεφύσησα και κατευθύνθηκα προς μια ντουζιέρα. Είχα κι εγώ ανάγκη να με χτυπήσει λίγο νερό μετά από όλα όσα μου αποκάλυψε σήμερα το μυαλό μου. Έβγαλα το φόρεμά μου κι ένιωσα τα μάτια το Κάρτερ πάνω μου. Δεν έδωσα σημασία όμως και άφησα το νερό να πέσει πάνω μου και να με χαλαρώσει.

Σήμερα ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη μέρα. Ο Νόα είχε απαγάγει εμένα και τον Κάρτερ για δεύτερη φορά. Την πρώτη φορά δεν θυμόμουν πως ήταν κι ο Κάρτερ μαζί μου. Και τις δυο φορές ζητούσε να μάθει που ήταν η κόρη του. Στην αρχή έψαχνα στα αρχεία του πατέρα μου και του Κέλλαν για να βρω την ταυτότητα του μωρού. Όμως όλα τα απαραίτητα στοιχεία ήταν μέσα στο μαυλό μου. Δεν είχα πει τίποτα στον Κάρτερ γιατί ανησυχούσα ότι θα μας άκουγε ο Νόα. Αλλά έπρεπε να του πω κι εκείνου την αλήθεια γρήγορα. Είδα πόσο δεν ευνόησε να αφήνεις τον χρόνο να κυλάει περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να πεις την αλήθεια. Η κατάλληλη στιγμή ήταν όταν ακριβώς την μάθαινες.

Ένα ακόμα πράγμα που δεν είχα πει στον Κάρτερ την στιγμή που το κατάλαβα, ήταν τα συναισθήματά μου για εκείνον. Ακόμα φοβόμουν μήπως η δική του ερωτική εξομολόγηση ήταν ένα ψέμα, αλλά τα δικά μου συναισθήματα ήταν αληθινά και όφειλα να του τα πω. Ήθελα να του τα πω. Την στιγμή που θα βγαίναμε από αυτή την τρώγλη θα του έλεγα ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του και πως τον αγαπούσα. Πριν από όλα όμως έπρεπε να μάθει κάτι άλλο.

Βγήκα αργά από την δική ντουζιέρα και κατευθύνθηκα στην δική του. Είχε γυρισμένη την πλάτη του και δεν με έβλεπε να πλησίαζω. Οι ντουζιέρες μας είχαν μια γυάλινη πόρτα κι η δικιά του ήταν ανοιχτή. Τρύπωσα αργά μέσα και ακούμπησα την πλάτη του. Εκείνος γύρισε και χαμήλωσε το βλέμμα του στο δικό μου. Μείναμε για λίγο να κοιτιόμαστε όσο το νερό έτρεχε πάνω στα γυμνά κορμιά μας. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και έκανα ένα βήμα μπροστά μηδενίζοντας την απόστασή μεταξύ μας. Ένιωθα κάθε σημείο του σώματός του πάνω μου και ρίγη απλώθηκαν σε όλη μου την ραχοκοκαλιά. Φάνηκε ανακουφισμένος που δεν ήμουν ακόμη θυμωμένη μαζί του και πέρασε τα χέρια του γύρω από την μέση μου απολαμβάνοντας την αίσθηση του σώματός μου πάνω του. Τον άφησα για λίγο να με νιώσει πάνω του προτού τα χείλη μου ακουμπήσουν τα δικά του. Δεν τον φίλησα. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να του μιλήσω χωρίς να ακουστώ σε κανέναν. Κούνησα το στόμα μου χωρίς να βγάλω φωνή και του είπα: «Ξέρω ποιο είναι το παιδί του Νόα.»

Με κοίταξε εμβρόντητος. Δεν μιλήσε όμως, καθώς κι εκείνος ήξερε πως θα ακουστεί. Απελευθερώθηκα από την αγκαλιά του και πλησίασα το τζάμι. Με το δάχτυλό μου έγραψα το όνομα του παιδιού στο τζάμι με το εξατμιμένο νερό: Μόνι.

Ο Κάρτερ γούρλωσε ελαφριά τα μάτια του και πλησίασε. Κοίταξε το όνομα για αρκετά δευτερόλεπτα και στο τέλος το έσβησε με την παλάμη του για να μην το δει κανείς.

Q5

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top