16. Η ΧΑΜΕΝΗ ΥΠΗΚΟΟΣ

Τα μάτια του Κάρτερ άστραφταν από οργή. Το πρόσωπό του σκλήρυνε και τα μάγουλα του ήταν κόκκινα σαν το αίμα. Είχε σφίξει τις γροθιές του και πάλευε να μην με χτυπήσει. Εγώ ήμουν στα γόνατά μου και έκλαιγα με αναφιλητά. Είχα μια κρυφή ελπίδα πως όταν μάθαινε την αλήθεια για το παρελθόν μου δεν θα θύμωνε. Τώρα όχι μόνο είχε θυμώσει αλλά μου είχε μιλήσει πολύ άσχημα.

«Σε παρακαλώ», είπα μέσα από τους λυγμούς μου. «Προσπάθησε να με συγχωρέσεις.»

«Να σε συγχωρέσω;», η φωνή του αντήχησε σε όλο το δωμάτιο. «Πώς μου ζητάς να συγχωρέσω μία δολοφόνο;»

Βημάτιζε μπροστά μου, ενώ μέσα στην αναταραχή του είχε σπάσει μερικά βάζα.

«Κάρτερ», ψέλλισα.

«Πάψε», με διέκοψε. «Δεν θέλω να ακούσω ούτε την ανάσα σου.»

«Δεν το έκανα επίτηδες.»

«Ακούς τι λες;», με έπιασε από τους ώμους και με ταρακούνησε. «Σκότωσες έναν αθώο άνθρωπο και μου το λες τώρα», με κάθε του λέξη υψωνόταν ο τόνος της φωνής του.

Σηκώθηκε και σηκώθηκα κι εγώ. Ήμουν αρκετή ώρα σε στάση ικεσίας αλλά δεν έκανα δουλειά έτσι. Έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Ό,τι και να έλεγα όμως ήταν μάταιος κόπος. Του είχα εξιστορήσει όσα θυμόμουν από εκείνη την νύχτα και το μόνο που συγκράτησε ήταν το μοιραίο δυστύχημα, το οποίο στοίχισε σε κάποιον την ζωή του.

«Σε παρακαλώ», τον έπιασα από το χέρι αλλά με έσπρωξε και παραλίγο να πέσω.

«Μην με ακουμπάς», γρύλισε.

«Κάρτερ σ' αγαπάω», του φώναξα και έκανα μία ακόμα προσπάθεια να τον γυρίσω προς το μέρος μου.

«Βούλωστο», με χαστούκισε. «Είσαι ένα τέρας και δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου.»

Με χτύπησε τόσο δυνατά που μάτωσε η μύτη μου. Σκούπισα το αίμα με τα δάχτυλά μου και έτρεξα στην πόρτα όπου κατευθυνόταν. «Όχι. Θα κάτσεις και θα με ακούσεις», άπλωσα τα χέρια μου και του έκλεισα τον δρόμο.

Στάθηκε μπροστά μου και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ορόρα φύγε από την πόρτα, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει.»

«Όχι», φώναξα. «Θα με ακούσεις πρώτα», έπιασα το πρόσωπό του με τα χέρια μου αλλά εκείνος πάλευε να ξεφύγει από το άγγιγμά μου. «Μην μου το κάνεις αυτό. Σε αγαπάω κι εσύ με αγαπάς. Άκουσε με.»

«Όχι», με άρπαξε από τον καρπό. «Δεν σ' αγαπάω. Ποτέ δεν θα αγαπούσε μία δολοφόνο», άρχισε να με σέρνει προς το μπαλκόνι.

Εγώ πάλευα και τον παρακαλούσα να μου δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Του είχα εξομολογηθεί και τα συναισθήματά μου, αλλά για εκείνον σημασία είχε το λάθος μου. Ήταν μεγάλο το παραδέχομαι. Αλλά δεν άξιζα τόση βία.

Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και με οδήγησε έξω.

«Κάρτερ τι πας να κάνεις;», τον ρώτησα όταν με έσπρωξε στα σκαλισμένα κάγκελα του μπαλκονιού.

«Θα σώσω τους υπηκόους μας», με σήκωσε και έκανε να με πετάξει κάτω.

Εγώ πάλευα να ξεφύγω από τα χέρια του, ενώ φώναζα βοήθεια. Για μία ακόμη φορά είχα βρεθεί πολύ κοντά στο θάνατο. Το χειρότερο όμως ήταν πως με σκότωνε ο άντρας που αγαπούσα. Και με σκότωνε διπλά, καθώς είχε απαρνηθεί την αγάπη μου που τόσο πολύ ήθελε.

«Ορόρα», άκουσα μια γνώριμη φωνή από μακριά. «Ορόρα!»

Ανασηκώθηκα απότομα από το κρεβάτι μου κι ο Σκοτ με την Μέλανη έκαναν στην άκρη για να μην τους χτυπήσω. Ευτυχώς. Όλα αυτά ήταν ένα όνειρο. Ακούμπησα το κούτελό μου με την παλάμη μου. Όλο μου το σώμα έκαιγε και ήμουν λουσμένη στον ιδρώτα. Τι εφιάλτης κι αυτός!

«Έλα ηρέμησε», με καθησύχασε η Μέλανη. «Ένας εφιάλτης ήταν μόνο.»

Αφού μπόρεσε η ανάσα μου και ξαναβρήκε το ρυθμό της ξεκούρασα την πλάτη μου στα μαξιλάρια. «Τι πάθατε;», τους ρώτησα.

«Σε ακούσαμε που φώναζες στον ύπνο σου κι ήρθαμε να δούμε αν είσαι καλά», μου εξήγησε ο Σκοτ.

Ήταν πολύ ζωντανός εφιάλτης. Δεν νομίζω να έχω τρομάξει πιο πολύ με όνειρο στην ζωή μου.

«Καλά είμαι», ένευσα. «Εσείς πού πάτε πρωί – πρωί;», τους περιεργάστηκα αφού κοίταξα το ρολόι δίπλα μου κι είδα πως ήταν πολύ νωρίς ακόμα.

«Σήμερα θα έρθει ο Αλφόνσο το ξέχασες;», μου υπενθύμισε η Μέλανη. «Ο Σκοτ πρέπει να προγραμματίσει για άλλη μέρα την προπόνησή του.»

Ο Αλφόνσο! Είχαν περάσει τρεις βδομάδες από την εκτέλεση του Έλιοτ και την τραγική βραδιά, κατά την οποία ο Κάρτερ μεταμορφώθηκε σε λυκάνθρωπο. Ο Αλφόνσο ήθελε να έρθει στην Αυλή και να δει αυτοπροσώπως τον δολοφόνο του πατέρα του. Θα ερχόταν νωρίτερα αν δεν του είχα φορτώσει δουλειά.

Ο Κάρτερ από την άλλη είχε συνέλθει από την τραυματική του εμπειρία και πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα στην εκκλησία για να σιγουρευτεί πως η κατάρα είχε σπάσει πραγματικά. Επιπλέον, μέσα σε όλο το χαμό των λυκάνθρωπων το μυαλό μου έφερε στην επιφάνεια ένα ακόμη μυστήριο, το οποίο κρυβόταν μέσα μου για δεκατρία χρόνια. Αυτό ήταν το μυστικό που είχα εξομολογηθεί στον Κάρτερ κι όχι ο έρωτάς μου για εκείνον και το βεβαρημένο ποινικό μου μητρώο. Ωστόσο, το υποσυνείδητο μου με αυτό τον πολύ άσχημο εφιάλτη θέλησε να μου θυμίσει πως υπήρχαν κι άλλα θέματα να συζητήσω μαζί του.

«Την ξυπνήσαμε απότομα», έκανε η Μέλανη μια τούφα της στην άκρη. «Θέλει το χρόνο της να συνέλθει.»

«Εντάξει είμαι τώρα», σηκώθηκα από το κρεβάτι. «Η Μόνι κι ο Τσέις;»

«Ε τέτοια ώρα κοιμούνται φυσικά», μου απάντησε η Μέλανη.

Εκείνοι που ξυπνούσαν σχεδόν πάντα νωρίς ήταν η Μέλανη με τον Σκοτ και έκαναν βόλτες μέχρι την ώρα του πρωινού. Για καλή μου τύχη σήμερα έκαναν βόλτα έξω από το δωμάτιό μου και με ξύπνησαν πριν δω –έστω και στον ύπνο μου- τον Κάρτερ να με σκοτώνει, αφού του είχα πει την αλήθεια.

Έφυγαν από το δωμάτιό μου για να με αφήσουν να ετοιμαστώ. Έκανα ένα ζεστό μπάνιο, γιατί ήμουν μέσα στον ιδρώτα και φόρεσα την σχολική στολή μου. Δεν θα υποδεχόμασταν τον Αλφόνσο με τον επίσημο τρόπο που υποδεχτήκαμε τον Γκασπάρ, γιατί θα ερχόταν αφενός την ώρα που εμείς είχαμε σχολείο κι αφετέρου δεν του άρεσαν και πολύ τα επίσημα.

Όσο για τον Γκασπάρ φυσικά και δεν είχε φύγει ακόμα από την Μόιρα. Ο νους του ήταν κολλημένος στην Οκτόμπερ. Χρειάστηκε να πληροφορήσω εγώ η ίδια την μητέρα του για την κατάληξη του Έλιοτ, αφού εκείνος είχα κανονίσει δείπνο μαζί της. Είχε χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον. Του είπα κι ευθέως πως ήταν ώρα να φύγει αλλά δεν άκουγε κανέναν. Θα έφευγε μόνο όταν το αποφάσιζε εκείνος κι ήλπιζα να ήταν σύντομα.

Όταν σχολάσαμε άλλαξα από την σχολική μου στολή και φόρεσα ένα σκούρο μωβ φόρεμα για να πάω στο παλάτι και να καλωσορίσω τον ξάδερφό μου. Έβαλα και την γούνινη κάπα μου και γάντια καθώς έξω έπεφταν οι πρώτες νιφάδες χιονιού. Ο Κάρτερ είχε προσφερθεί να έρθει να με πάρει με το αυτοκίνητο για να μην περπατάω στο κρύο, αλλά εγώ αρνήθηκα. Μου άρεσε να περπατάω ειδικά σε ένα τόσο όμορφο τοπίο όσο η χειμωνιάτικη Μόιρα. Σκεφτόμουν και καθάριζε το μυαλό μου. Το πλευρό μου είχε συνέλθει από το σπάσιμο, αλλά το κρύο προκαλούσε μερικές σουβλιές. Ωστόσο τις παρέβλεψα και απόλαυσα την διαδρομή μου. Ήταν βέβαια λίγο ριψοκίνδυνο, γιατί μετά τη διανυχτέρευσή μου στο νεκροταφείο είχα κρυώσει γερά. Αλλά το ξεπέρασα γρήγορα, διότι είχα τα παλιά και τα καινούρια δράματα της βασιλείας να ασχοληθώ.

Μπαίνοντας στο παλάτι κατευθύνθηκα αμέσως σε ένα από τα μεγάλα σαλόνια του ισογείου από όπου φαίνονταν από το δρόμο φώτα. Εκεί καθόταν ο Αλφόνσο, ο Κάρτερ, ο Ντιμίτρι, ο Μάικλ κι άλλος ένας νεαρός και σηκώθηκαν βλέποντάς με. Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξα στην αγκαλιά του Αλφονσό.

Με τον Αλφόνσο είχαμε μεγαλώσει μαζί. Δεν θυμόμουν μέρα που να μην ήταν πλάι μου. Ο χωρισμός μας ήταν βαρύς και το να ζήσω μακριά του ήταν για μένα μία πρωτόγνωρη εμπειρία.

«Αχ το μικράκι μου», ψέλλισε όσο με έσφιγγε στην αγκαλιά του. «Πόσο μου έλειψες», με φίλησε στο μάγουλο. «Μα εσύ είσαι παγωμένη. Έλα να κάτσεις στα ζεστά», με πήρε από το χέρι όπως όταν ήμασταν παιδιά και με έβαλε να κάτσω δίπλα από το τζάκι και τον Κάρτερ. Πήρε την κάπα και τα γάντια μου και μου θύμισε όλες τις φορές που αρρώσταινα και γινόταν υπηρέτης μου για να με περιποιηθεί. Μάλιστα την τελευταία φορά είχε αγοράσει στολή μπάτλερ για να είναι και πιο πειστικός.

«Πες μου τα νέα σου», έκατσε απέναντί μου και έγειρε μπροστά το κεφάλι του. «Εδώ τα αγόρια μου λένε πως κάνεις θαυμάσια δουλειά.»

«Τα παραλένε», κοίταξα τον Κάρτερ, τον Ντιμίτρι και τον Μάικλ οι οποίοι καθόντουσαν στον ίδιο καναπέ με μένα.

«Καθόλου», απάντησε ο Μάικλ και κούνησε το κεφάλι του. «Μας έχεις για τέτοια νταμπίρ;»

«Ας μην απαντήσω και σας ρεζιλέψω μπροστά στον φιλοξενούμενό μας», τα μάτια μου σταμάτησαν στον άγνωστο νεαρό.

Φαινόταν συνομήλικος με τον Αλφόνσο –γύρω στα είκοσι πέντε- . Είχε μαύρα, κοντοκουρεμένα μαλλιά και τα μάτια του ήταν γκρίζα. Το δέρμα του ήταν ηλιοκαμένο, ενώ ένα τατουάζ δέσποζε στον πήχη του. Δεν μπορούσα να το διακρίνω καθαρά, γιατί το μανίκι του ήταν ελαφρά ανασηκωμένο. Ήταν πολύ γοητευτικός κι είχε μια ιδιαίτερη εξωτική ομορφιά.

«Ορόρα να σου γνωρίσω τον Ενρίκε. Ο Ενρίκε έχει γίνει ο σωτήρας μου από τότε που έφυγες εσύ», στράφηκε προς εκείνον. «Από εδώ είναι η πανέμορφη και υπέροχη ξαδέρφη μου και μέλλουσα βασίλισσα μας.»

Κι εγώ κι ο Ενρίκε σηκωθήκαμε. Εγώ ανασήκωσα το χέρι μου κι εκείνος το φίλησε. Σήκωσε αργά το κεφάλι του και τα γκρίζα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου.

«Γοητευμένος πριγκίπισσά μου», αποκρίθηκε.

Εγώ χαμογέλασα κάπως αμήχανα, καθώς όλη αυτή η σκηνή λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια του Κάρτερ. Εκείνος μετακινήθηκε κάπως άβολα στην θέση του, αλλά δεν έδειξε το παραμικρό δείγμα ενόχλησης. Ένα μέρος του εαυτού μου χάρηκε που ήταν έτσι χαλαρός, αλλά ένα άλλο ήθελε να ζηλέψει.

«Ο Ενρίκε που λες Ορόρα είναι σπουδαίος. Με βοηθάει πολύ με τα κρατικά θέματα της Ισπανίας, γιατί άμα περίμενα από τον Φερνάντο...»

Ένιωσα ένα αεράκι να χαϊδεύει τον λαιμό μου και κοίταξα να δω αν ήταν κάποιο παράθυρο ανοιχτό. Ο Αλφόνσο γέλασε πνιχτά.

«Επίσης ο Ενρίκε κατέχει την μαγεία του αέρα.»

Το βλέμμα μου καρφώθηκε πάνω του. Χαμογέλασε ελαφρά βλέποντας την αντίδρασή μου κι ένευσε γρήγορα. «Μου επιτρέπετε;», με ρώτησε κι εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου.

Εκείνος άπλωσε το χέρι του και έκανε στην άκρη τα μαλλιά μου αποκαλύπτοντας τον λαιμό μου. Για ένα λεπτό νόμισα πως τον κοίταζε με έναν όχι τόσο φιλικό τρόπο. Ο Κάρτερ είχε τα μάτια του πάνω μου κι ένα ίχνος συνοφρυώματος εμφανίστηκε στο μέτωπό του.

Ο Αλφόνσο γέλασε και χειροκρότησε τον φίλο του. «Ο Ντιμίτρι μου είπε πως ξεπέρασες το φόβο σου προς την μαγεία και σκέφτηκα πως θα ήταν μια καλή ευκαιρία να γνωριστείτε, να σου πει κι όσα θες να μάθεις.»

Δεν τον χρειαζόμουν τόσο. Ήδη είχα μάθει αρκετά διαβάζοντας τα βιβλία του παλατιού. Με την πρώτη ευκαιρία ερχόμουν και μελετούσα ένα ή ζήταγα από τον Ντιμίτρι να μου φέρει κάποιο. Σχεδόν όλες μου οι απορίες είχαν λυθεί κι είχα ενημερωθεί αρκετά για ένα φαινόμενο που αφορούσε το μεγαλύτερο μέρος των υπηκόων μου.

«Κι η Μέλανη την βοηθάει αρκετά», αποκρίθηκε ο Κάρτερ, ξέροντας πως δεν την ρωτούσα. Άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια ενόχλησης από πλευράς του. Ευτυχώς όμως ήταν κι αξιοπρεπής και δεν είπε τίποτα παραπάνω.

Μιλήσαμε για λίγο για πολύ γενικά θέματα. Κυρίως ενημέρωνε εμένα ο Αλφόνσο για την κατάσταση στην Ισπανία. Μερικές φορές έπιασα τον Ενρίκε να με κοιτάει, αλλά προσπάθησα να μην δώσω σημασία. Ο Κάρτερ δίπλα μου δεν ξαναφάνηκε ενοχλημένος, οπότε θεώρησα πως μπορεί και να ήταν η ιδέα μου.

«Εμένα θα μου επιτρέψετε», ο Αλφόνσο σηκώθηκε από τον καναπέ. Το ίδιο κι εμείς. «Είμαι κουρασμένος και μάλλον θα αποσυρθώ»

Οι υπόλοιποι του ευχήθηκαν καλή ξεκούραση και τον καληνύχτισαν. Εγώ τον συνόδευσα μέχρι το δωμάτιό του, καθώς ήθελα να περάσουμε μερικές στιγμές μόνοι μας. Κι εκείνος άλλωστε. Η κούραση ήταν πρόφαση για να αποσυρθούμε οι δυο μας και να μου δώσει όσα του είχα ζητήσει να μου φέρει από την Ισπανία.

«Λοιπόν;», τον ρώτησα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.

Εκείνος κατευθύνθηκε στην βαλίτσα του κι έβγαλε έναν φάκελο, ο οποίος ξεχείλιζε από χαρτιά.

«Αυτά είναι όσα βρήκα», μου έδωσε το φάκελο. «Έψαξα σε όλα τα ορφανοτροφεία και στα νοσοκομεία όπως μου είπες.»

«Και;», έκατσα στο κρεβάτι κι άνοιξα τον φάκελο.

«Τίποτα.»

Τον κοίταξα κάπως απογοητευμένη. «Τίποτα;»

Κατένευσε. «Μην απελπίζεσαι. Τώρα είμαι κι εγώ εδώ. Θα ψάξουμε οι τρεις μας.»

Η αλήθεια ήταν πως ένα παραπάνω άτομο το χρειαζόμασταν εγώ με τον Κάρτερ. Αυτές τις μέρες που ψάχναμε μόνοι μας δεν καταφέραμε και πολλά. Το πρόβλημα όμως ήταν πως έπρεπε να γίνει κρυφά όλη αυτή η έρευνα για να μην μας έπαιρνε χαμπάρι ο Νόα. Στο κάτω – κάτω κάναμε κάτι που έκανε κι ο ίδιος. Ψάχναμε για το παιδί του.

Ο Κάρτερ μπήκε κι εκείνος στο δωμάτιο του Αλφόνσο κι ήρθε κι έκατσε δίπλα μου. Είχαμε συμφωνήσει να ξεφύγει κι αυτός μετά από εμάς και να έρθει να δούμε τι θα μας έφερνε ο ξάδερφός μου. «Βρήκες τίποτε τελικά;», τον ρώτησε σχετικά με τα ορφανοτροφεία και τα νοσοκομεία όπως είχα κάνει κι εγώ.

«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

Ο Κάρτερ ξεφύσησε. «Κι εδώ μέχρι στιγμής τίποτα.»

Εγώ άνοιγα τα γράμματα που είχε ο φάκελος. Ήταν γράμματα από τον Κέλλαν και τον Νόα προς τον πατέρα μου. Τα μεν ήταν γράμματα ανησυχίας για το ξεστράτισμα ενός νταμπίρ που έγινε βρικόλακας και που άφησε έγκυο μια θνητή. Τα δε ήταν γράμματα απειλής, στα οποία απαιτούσε να μάθει που ήταν η κόρη του.

«Δεν ξέρω ποιανού το παιδί ψάχνετε και φυσικά δεν θα σας ρωτήσω. Αλλά δεν φάνηκε πρόθυμος να συνεργαστεί με τους γονείς σας, πόσο μάλλον με εσάς.»

Ο Αλφόνσο ήξερε τα βασικά και έκανε ό,τι του ζήτησα χωρίς να ζητήσει πολλές πληροφορίες. Ήξερα πως ο πατέρας μου είχε οργανωμένα όλα του τα αρχεία και ο Αλφόνσο μπορούσε να βρει εύκολα, όσα αφορούσαν το μωρό του Νόα. Είχα ρωτήσει και τον Ντιμίτρι αν ήξερε κάτι γι' αυτήν την ιστορία, αλλά δεν θυμόταν πολλά. Ήταν παιδί ακόμη όταν έγινε το συμβάν.

«Μα δεν θέλουμε να συνεργαστούμε», του απάντησα. «Θέλουμε να βρούμε την χαμένη μας υπήκοο πριν το κάνει αυτός.»

«Αλήθεια δεν μου είπες πώς σου ήρθε όλη η ιστορία τώρα.»

Εγώ άφησα κάτω τα γράμματα. «Πριν ο Έλιοτ επιτεθεί στον Κάρτερ η Μέλανη τον είχε δει στον ύπνο της σε μορφή λύκου κι όταν τον δάγκωσε τα όνειρα έγιναν πιο έντονα. Τους δύο τελευταίους μήνες είχα κι εγώ ένα περίεργο όνειρο, το οποίο συνειδητοποίησα ότι το έβλεπα συνέχεια μέχρι τα τρία μου.»

Ο Αλφόνσο ανασήκωσε το ένα του φρύδι. «Και τι όνειρο είναι αυτό που το έβλεπες και στα τρία και στα δεκαεπτά.»

Κοιταχτήκαμε για λίγο με τον Κάρτερ πριν του απαντήσω. «Βλέπω ότι κάθομαι στον θρόνο φορώντας μόνο το κάτω μέρος της βασιλικής μου τουαλέτας και στα χέρια μου κρατάω ένα μωρό. Ένα μικρό κοριτσάκι. Το οποίο το θηλάζω. Αλλά δεν πίνει το γάλα μου, πίνει το αίμα μου.»

«Ανατρίχιασα», ψέλλισε ο Αλφόνσο.

«Πού να ακούσεις και την συνέχεια», μουρμούρισε ο Κάρτερ κι εκείνος με κοίταξε σοκαρισμένος. Πόσο χειρότερο μπορούσε να γίνει ένα τόσο αλλόκοτο όνειρο;

«Όταν η Μέλανη είπε πως είδε στον ύπνο της αυτό που έγινε για κάποιο λόγο θυμήθηκα τα λόγια της μητέρας μου που μου έλεγε συνέχεια πως τα πάντα είναι εδώ», υπέδειξα τον κρόταφό μου. «Ενώ εκείνη είχε δει κάτι μελλοντικό, εγώ θυμήθηκα κάτι από το παρελθόν.»

«Δεν καταλαβαίνω», ο Αλφόνσο φαινόταν πολύ μπερδεμένος.

«Η Ορόρα έχει πολύ δυνατή μνήμη», άρχισε να του εξηγεί ο Κάρτερ. «Δεν ξεχνάει ποτέ τίποτα. Ουσιαστικά κανένας μας, απλά κάποια γεγονότα ξεθωριάζουν με το πέρασμα του χρόνου. Η Ορόρα όμως με το κατάλληλο ερέθισμα μπορεί να ξεκαθαρίσει το τοπίο.»

«Και το ερέθισμα ήταν το όνειρο της Μέλανη;»

«Ναι», απαντήσαμε κι οι δύο. «Δεν ξέρω γιατί. Το μυαλό είναι ένα πολύ περίπλοκο πράγμα. Το θέμα όμως είναι πως αμέσως θυμήθηκα το όνειρο που το έβλεπα και μικρή. Μετά άρχισαν σαν αστραπή να έρχονται λόγια των γονιών μου αόριστα βέβαια. Αλλά όταν τα έβαλα όλα μαζί στην σειρά κατάλαβα για ποιο πράγμα μιλούσαν. Μιλούσαν για το παιδί ενός βρικόλακα και μια θνητής. Ένα νταμπίρ!»

Αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Πέρα από τις συζητήσεις των γονιών μου και το όνειρο μου ήρθαν στο μυαλό κουβέντες του Νόα από εκείνο το δραματικό βράδυ της συνάντησής μας. Αυτό φυσικά δεν το είπα σε κανέναν γιατί θα έπρεπε να πω και για τον φόνο. Ο Αλφόνσο από εκείνο το βράδυ ήξερε μόνο τα βασικά κι ήλπιζα να μην μάθαινε ποτέ ότι η ξαδέρφη του ήταν δολοφόνος.

«Και το όνειρο ήταν προφητικό;», με ρώτησε ο Αλφόνσο.

«Όχι», του απάντησα. «Είναι ανάμνηση.»

«Θήλαζες μωρό στα τρία σου;»

«Ο Χριστός κι η μάνα του. Προφανώς και όχι», του απάντησε ο Κάρτερ. «Καλά σε χτύπησε το ταξίδι στο κεφάλι;»

Ο Αλφόνσο κούνησε το κεφάλι του. «Με τόσα που μου λέτε έχασα τα λογικά μου.»

«Συγκεντρωθείτε», τους επέπληξα. «Δεν θήλαζα εγώ το μωρό.»

«Αλλά ποιος», με ρώτησε ο Αλφόνσο.

«Σκέψου μια γυναίκα που να έχει γάλα να θηλάσει και να μοιάζει με την Ορόρα», του ξεκαθάρισε το τοπίο ο Κάρτερ.

Ο Αλφόνσο το σκέφτηκε λίγο και μετά γούρλωσε τα καστανά του μάτια του. «Η θεία Μαρέβα», αναφώνησε.

«Ακριβώς», του απάντησα.

«Μα...», άρχισε να απορεί «αν το παιδί είναι νταμπίρ πως την δάγκωνε κι έπινε αίμα;»

«Δεν την δάγκωνε», απάντησε ο Κάρτερ. Είχε ακούσει ήδη την εξήγηση οπότε έκανε τον κόπο να διαφωτίσει εκείνος τον Αλφόνσο. «Απλά μέσα στο μπερδεμένο μυαλό της η Ορόρα νόμιζε ότι αυτό γινόταν. Είχε ακούσει ότι ήταν παιδί βρικόλακα και νόμιζε πως κι εκείνο ήταν βρικόλακας.»

Ο Αλφόνσο ένευσε αργά. «Η θεία Μαρέβα λοιπόν...»

«Ναι. Η μητέρα μου έθρεψε αυτό το μωρό. Γι' αυτό ήλπισα ότι θα βρίσκαμε τα στοιχεία της στην Ισπανία. Θα την άφηναν λογικά σε κάποιο νοσοκομείο ή ορφανοτροφείο. Γιατί από κάπου την πήραν και την υιοθέτησαν.»

«Είστε σίγουροι;», μας ρώτησε. «Μπορεί να μην την έδωσαν για υιοθεσία. Μπορεί να...»

«Αποκλείεται», αποκρίθηκε ο Κάρτερ. «Το παιδί ζει. Αποδεδειγμένα.»

Ο Αλφόνσο αρκέστηκε σε αυτά του τα λόγια.

Ο Κάρτερ, καθώς ψάχναμε στα αρχεία του Κέλλαν, είχε βρει ένα γράμμα από την οικογένεια που είχε υιοθετήσει το παιδί. Δυστυχώς δεν είχε όνομα. Είχε όμως την επιβεβαίωση ότι το κοριτσάκι ήταν καλά και μεγάλωνε υγιές και ευτυχισμένο. Με τα λίγα στοιχεία που είχαμε λοιπόν ψάχναμε για ένα νταμπίρ στην ηλικία της Μέλανη. Εγώ είχα γεννηθεί Δεκέμβρη και δεδομένου ότι η χαμένη υπήκοος θήλαζε μαζί μου, είχε κατά πάσα πιθανότατα γεννηθεί αρχές του χρόνου.

Ήταν ζόρικη δουλειά, αλλά είχαμε αποφασίσει κι οι δυο μας να την βρούμε όπως και να είχε. Οφείλαμε να την προστατέψουμε και να την κρατήσουμε μακριά από τον αιμοσταγή πατέρας της. Ήμασταν σχεδόν σίγουροι ότι θα την έκανε κι εκείνη βρικόλακα είτε το ήθελε είτε όχι.

Αφήσαμε τον Αλφόνσο να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί. Μετά από όλες αυτές τις ανακοινώσεις το είχε αρκετή ανάγκη. Πέρασε την μισή του μέρα να ρίχνει τις στάχτες του Έλιοτ στο πηγάδι των προδοτών και την άλλη μισή να ακούει φρικιαστικές ιστορίες για το μωρό ενός βρικόλακα.

Ο Κάρτερ έκρυψε το φάκελο στο δωμάτιό του και επέμεινε να με συνοδεύσει μέχρι το σχολείο. Ήταν αργά, αλλά δεν υπήρχε κάποιος κίνδυνος στην Μόιρα πια. Μόνο ένας προδότης, ο οποίος θα πιανόταν κάποια στιγμή. Του είπα πως έπρεπε να ξεκουραστεί κι εκείνος. Είχε ξυπνήσει νωρίς κι αυτός για την αποτέφρωση του Έλιοτ υπό την παρουσία του Αλφόνσο. Στην συνέχεια ο ξάδερφός μου έριξε τις στάχτες στο πηγάδι των προδοτών σύμφωνα με τον νόμο. Ήταν όμως ανένδοτος. Φόρεσε ένα παλτό και γάντια και κατευθύνθηκε μαζί μου προς το σχολείο.

«Πώς σου φάνηκε αυτός ο φίλος του Αλφόνσο;», με ρώτησε στο δρόμο.

Τελικά είχε ζηλέψει.

«Συμπαθητικός», απάντησα αδιάφορα. Δεν ήθελα να τον κάνω νιώθει πως έχει ανταγωνισμό. Δεν είχε άλλωστε. Εκείνον ήθελα και κανέναν άλλον. «Εσένα;»

Ανασήκωσε τους ώμους του. «Εντάξει ήταν.»

«Απλά εντάξει;», τον κοίταξα εξεταστικά.

Δεν αποκρίθηκε. Ανασήκωσε ξανά τους ώμους του. Είχε την ίδια έκφραση με μένα όταν πρωτοείδα την Κέιζα. Ήταν κάτι μεταξύ ανησυχίας και θυμού. Προσπαθούσε πολύ να κρύψει τα συναισθήματα του. Παλιά θα το θεωρούσα αναισθησία. Μελετώντας τον όμως καλύτερα κατάλαβα ότι επρόκειτο για συνωστισμό συναισθημάτων.

«Κάρτερ», μουρμούρισα βλέποντας το σχολείο να μην απέχει πολύ.

«Πες μου.»

Σταμάτησα να περπατάω και γύρισα να τον αντικρίζω.

«Θέλω να σου μιλήσω.»

Κοίταξε τριγύρω του. «Μήπως να πηγαίναμε κάπου πιο ζεστά;»

«Δεν εννοώ τώρα», χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Μέσα στο σαββατοκύριακο θα ήθελα να βρεις λίγο χρόνο να σου πω κάποια πράγματα.»

Μετά τον σημερινό εφιάλτη μάζεψα όσο κουράγιο μπορούσα για πω την αλήθεια στον Κάρτερ για τα πάντα. Εκείνος ήταν ειλικρινής μαζί μου από την πρώτη στιγμή κι εγώ συνεχώς κρυβόμουν πίσω από το δάχτυλό μου.

«Φυσικά», μου αποκρίθηκε και έσμιξε τα φρύδια του ανήσυχος.

«Μην ανησυχείς», προσπάθησα να τον καθησυχάσω αν κι ήξερα πως από αυτά που είχα να του πω, τα μισά θα τον σόκαραν.

«Θα προσπαθήσω», ένευσε.

Συνεχίσαμε την πορεία μας ώσπου σύντομα φτάσαμε στην πύλη.

«Ευχαριστώ για την συνοδεία», σήκωσα το βλέμμα μου και χαμογέλασα.

«Μην με ευχαριστείς. Ήθελα κι ήρθα.»

Έκανα να τον φιλήσω στο μάγουλο, αλλά έστριψε απότομα και τα χείλη μου ακούμπησαν τα δικά του. Με κοίταξε λιγάκι έκπληκτος. Γρήγορα όμως τα μάτια του γέμισαν με μια απόγνωση. Ήθελε να με γευτεί ξανά. Το ίδιο κι εγώ. Είχα υποσχεθεί όμως στον εαυτό μου ότι πριν το οτιδήποτε θα ήμουν ξεκάθαρη απέναντί του. Έσκυψε να με φιλήσει αλλά τον σταμάτησα ακουμπώντας τα δάχτυλά μου στα χείλη του. «Ας κάνουμε λίγη υπομονή μέχρι το σαββατοκύριακο», αποκρίθηκα.

Εκείνος ένευσε. «Θα μετράω και τα λεπτά.»

Τον καληνύχτισα με ένα χάδι αυτή την φορά και κατευθύνθηκα προς την είσοδο. Πριν ανοίξω την πόρτα γύρισα το βλέμμα μου και τον είδα να με κοιτάει ονειροπόλα. Άραγε να σκεφτόταν εμάς ακόμα κι όταν μάθαινε τι είχα κάνει; Θα μάθαινα πολύ σύντομα.

Την επόμενη μέρα την ώρα των Ισπανικών, καθόμουν στην τραπεζαρία και διάβαζα ένα βιβλίο για την μαγεία. Φυσικά δεν υπήρχε λόγος να είμαι στο συγκεκριμένο μάθημα, οπότε είχε τρεις ελεύθερες ώρες μέσα στην βδομάδα. Ενώ λοιπόν μελετούσα για το φαινόμενο, που κάποτε με φόβιζε, ήρθε και με βρήκε ο Ντιμίτρι.

«Μελετάμε;», με ρώτησε κι έκατσε δίπλα μου.

Έκλεισα το βιβλίο και σταύρωσα τα χέρια μου πάνω του. «Λιγάκι. Εσύ πώς κι από εδώ; Για την Μέλανη ήρθες;»

Ξαφνικά άρχισε να κοκκινίζει. Κούνησε γρήγορα το κεφάλι του αρνητικά. «Πώς σου ήρθα αυτό;»

Κατάπνιξα ένα χανανητό. «Επειδή εμένα με είδες χθες, γι' αυτό.»

«Ε και;»

Οι εικασίες μου επιβεβαιώνονταν μέρα με την μέρα. Ο Ντιμίτρι είχε τσιμπηθεί με την Μέλανη.

«Τέλος πάντων», ξεκούρασα το κεφάλι μου στην παλάμη μου. «Πες μου. Με ήθελες τίποτα;»

«Ναι», έγειρε προς τα μπρος. «Ο Κάρτερ θέλει να σας βγάλει απόψε οικογενειακώς κι ήρθα να σε ενημερώσω.»

Αναγούλιαζα κάθε φορά που μου θύμιζαν ότι ο Κάρτερ ήταν σόι μου. Ήταν μακρινός συγγενής, αλλά ήταν συγγενής.

«Όταν λες οικογενειακώς;»

«Οι τέσσερις Μάρεϊ, οι δύο Σάντος κι ο Γκασπάρ», μου απάντησε.

«Μάλιστα», μουρμούρισα. «Άρα ήρθες και για την Μέλανη.»

«Τι σε έχει πιάσει με την Μέλανη;», σχεδόν στρίγκλισε.

Γέλασα με την αντίδρασή του. «Έλα Ντιμίτρι μη μου κρύβεσαι. Σε έχω καταλάβει.»

Εκείνος ξεφύσησε και χαμήλωσε το βλέμμα του. «Τι σημασία έχει; Αφού είναι με τον Νέιθαν.»

Του έπιασα το χέρι. Δεν μπορούσα να του πω τίποτα για να τον παρηγορήσω. Μπορούσα όμως να του προσφέρω την σιγουριά πως όποτε με είχε ανάγκη μπορούσε να έρθει και να μιλήσουμε. Ήταν δυστυχώς το μόνο που μπορούσα να κάνω για να τον βοηθήσω. Κι ενώ στην αρχή ένιωθα πως ο δικός μου έρωτας είχε εμπόδια συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν και χειρότερα. Τώρα κατά πόσο χειρότερα θα φαινόταν μετά το σαββατοκύριακο.

Το βράδυ ετοιμαστήκαμε με την Μέλανη στον κοιτώνα της για την βραδινή μας οικογενειακή έξοδο. Εκείνη είχε φορέσει ένα σκούρο μπλε, στράπλες φόρεμα με ασορτί σκουλαρίκια. Είχε αφήσει κάτω τα μαλλιά της αυτή την φορά. Εγώ φόρεσα ένα απλό, μαύρο, αμάνικο φόρεμα.

«Κούκλες είστε», αποκρίθηκε η Μόνι καθώς έβαζα ένα σκούρο, κόκκινο κραγιόν.

«Πάντα», απάντησε η Μέλανη τελειώνοντας το ίσιωμα των μαλλιών μου.

«Θα είναι κι ο Γκασπάρ;», με ρώτησε η Οκτόμπερ. Απόρησα που δεν ήξερε ήδη την απάντηση.

«Ναι», ένευσα και φόρεσα το παλτό μου. «Θέλεις να του πω κάτι;»

«Όχι. Θα τον δω αύριο», χαμογέλασε πονηρά κι η Μόνι μόρφασε.

«Άντε πάμε», φόρεσε κι η Μέλανη το δικό της παλτό.

Βγήκαμε από το δωμάτιό της κι οι αδερφές Τζόνσον μας ευχήθηκαν να περάσουμε καλά.

Δύο αυτοκίνητα μας περίμεναν έξω από την πύλη του σχολείου. Εγώ κι η Μέλανη μπήκαμε στο αυτοκίνητο του Κάρτερ, στο οποίο ήταν κι ο Μάικλ δίπλα του. Στο άλλο αυτοκίνητο ήταν ο Σον με τους δύο μου ξαδέρφους: τον Αλφόνσο και τον Γκασπάρ.

«Κορίτσια την επόμενη φορά αργήστε πιο πολύ», μας αποκρίθηκε ο Μάικλ μόλις μπήκαμε στο αμάξι.

«Έλα μην γκρινιάζεις», του απάντησε η Μέλανη.

«Εμείς φταίμε που θέλαμε να σας βλέπουν μαζί μας και να σας ζηλεύουν», συμπλήρωσα.

«Έτσι κι αλλιώς είμαστε αξιοζήλευτοι», απάντησε ο Μάικλ.

Ο Κάρτερ μου έριξε μια ματιά μέσα από τον καθρέφτη και μου χάρισε εκείνο το σαγηνευτικό του μειδίαμα.

Το εστιατόριο που θα πηγαίναμε το είχε επιλέξει ο Κάρτερ. Ήταν λίγο πιο έξω από το κέντρο του Πόρτλαντ. Αυτό σήμαινε πως θα ήμουν ανάμεσα σε θνητούς. Με άγχωνε πολύ αυτό. Την τελευταία φορά που βρέθηκα με πολλούς θνητούς γύρω μου πέρασα τη χειρότερη εμπειρία της ζωής μου. Από τότε απέφευγα τους ανθρώπινους συνωστισμούς. Οι υπόλοιποι το διασκέδαζαν, διότι θα ήταν ένας μύθος κάτω από την μύτη τους. Εγώ όμως δεν διασκέδαζα καθόλου.

Όταν κάτσαμε το πρώτο πράγμα που φρόντισα να παραγγείλω ήταν κρασί. Ήθελα ένα μπουκάλι για να ξεπεράσω την αμηχανία μου, αλλά αρκέστηκα σε μερικά ποτήρια. Πιο πολύ έπινα παρά έτρωγα. Ήλπιζα πως θα μπορούσα να ξεπεράσω το φόβο μου. Άλλωστε δεν ήμουν και μόνη μου. Αλλά και πάλι το μυαλό μου γύρναγε μονίμως στα απειλητικό πρόσωπα του προηγούμενου καλοκαιριού.

Ευτυχώς όμως οι υπόλοιποι δεν φάνηκαν να παρατηρούν τίποτα. Μόνο ο Κάρτερ με κοίταζε λίγο απορημένος με τον εύκολο τρόπο που κατάπινα το κρασί.

«Είσαι καλά;», μου ψιθύρισε.

Υπό κανονικές συνθήκες θα αναριγούσα σε αυτή του την κίνηση, αλλά η νευρικότητα μου δεν με άφησε να απολαύσω το χάδι της ανάσας του.

Εγώ ένευσα αργά. «Ναι», πέρασα μια τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου. «Απλά δεν μπορώ να βρίσκομαι ανάμεσα σε τόσους θνητούς.»

«Θέλεις να φύγουμε;»

«Όχι», κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Θα είμαι εντάξει», τον καθησύχασα.

Εκείνος μου χαμογέλασε και ξαναμπήκε στην συζήτηση. Πού και πού μιλούσα κι εγώ για να μην νομίζουν ότι δεν τους άκουγα. Συχνά όμως σήκωνα το κεφάλι μου όταν οι αισθήσεις μου έπιαναν κάποιον να κινείται. Όσο κρασί κι αν έπινα δεν χαλάρωνα και πολύ και σκέφτηκα να το ελαττώσω για να μην μεθύσω. Είχαμε βγει για να χαλαρώσουμε. Ας προσποιούμουν τουλάχιστον ότι αυτό έκανα.

Η ατμόσφαιρα γενικά ήταν πολύ ωραία. Το εστιατόριο ήταν μεγάλο και πολύ ρομαντικό. Υπήρχαν αρκετά ζευγάρια. Η μουσική ήταν απαλή και ο φωτισμός όχι υπερβολικός αλλά ούτε και πολύ σκοτεινός. Αν δεν είχα τόσα ψυχολογικά θα μπορούσα να έρχομαι συχνά εδώ. Αλλά μετά από τις εμπειρίες μου, και το εστιατόριο του σχολείο μου φάνταζε μια χαρά δεκαπέντε αστέρων.

Μέσα στην ευχάριστη συζήτησή τους ο Μάικλ έσφιξε στα χείλη του και ψιθύρισε κάτι στον Κάρτερ. Εκείνος ανασήκωσε το βλέμμα του κι εγώ τον ακολούθησα. Η Κέιζα μας πλησίαζε φορώντας ένα κόκκινο, κολλητό φόρεμα και το σύνηθες, αυτάρεσκο χαμόγελό της.

«Μα τι ευχάριστη σύμπτωση είναι αυτή!», αναφώνησε και το βλέμμα της φυσικά κόλλησε στον Κάρτερ.

Κανένας δεν φάνηκε να χαίρεται ιδιαίτερα. Μόνο ο Σον προσπάθησε να είναι ευγενικός. Εγώ έσφιξα τα δόντια μου και κράτησα κλειστό το στόμα μου.

«Γεια σου Κέιζα», της μίλησε ο Σον. «Πώς κι από' δω;»

«Α», χαμογέλασε. «Εδώ μου είχε κάνει πρόταση γάμου ο Κάρτερ», έγειρε στα πλάγια το κεφάλι της. «Είναι το αγαπημένο μου εστιατόριο.»

Δάγκωσα το κάτω χείλος μου στα λόγια της. Δεν ήξερα ποιον να πρωτοχτυπήσω. Τον Κάρτερ, την Κέιζα ή κάποιον θνητό; Γιατί όχι κι όλους;

«Χαιρόμαστε για σένα», της αποκρίθηκε η Μέλανη βλέποντας με. «Αλλά μην σε κρατάμε άλλο.»

«Ναι με περιμένει κι η παρέα μου», υπέδειξε με το βλέμμα της δύο κοπέλες κι έναν νεαρό. «Θα τα πούμε στην Μόιρα», κοίταξε τον Κάρτερ και μισοχαμογέλασε.

Κατέβασα μια γερή γουλιά από το ποτό μου, καθώς ένιωσα τα βλέμματα όλων πάνω μου, όταν απομακρύνθηκε το παλιοθήλυκο.

«Με συγχωρείτε», ψέλλισα και βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα.

Δεν μου έφτανε η αμηχανία μου κι όλες οι κακές μνήμες, είχα και την Κέιζα να αναπολεί το παρελθόν της με τον Κάρτερ. Κι αυτός ο βλάκας γιατί μας πήγε εκεί; Μήπως του θύμιζε παλιές, καλές αγάπες;

Τύλιξα τα χέρια μου γύρω μου, καθώς κρύωνα. Είχα βγει έξω χωρίς το παλτό μου. Όμως έξω δεν υπήρχε ούτε ο Κάρτερ, ούτε η Κέιζα. Τουλάχιστον για μερικά δευτερόλεπτα.

«Ορόρα», άκουσα την φωνή του Κάρτερ από πίσω μου.

Εγώ ξεφύσησα και περπάτησα γρήγορα μακριά του.

«Πού πας;», με ακολούθησε. «Περίμενε επιτέλους», με τράβηξε από το χέρι για να με σταματήσει.

«Σε προειδοποιώ άσε με γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει», αποκρίθηκα με όση ακεραιότητα διέθετα.

«Έλα μέσα σε παρακαλώ, θα αρρωστήσεις πάλι.»

«Άσε με», τράβηξα το χέρι μου χωρίς αποτέλεσμα.

Εκείνος με έσπρωξε πάνω του. «Σταμάτα επιτέλους. Τι σε έπιασε στα καλά του καθουμένου;»

«Με δουλεύεις;», του φώναξα. «Γιατί μας έφερες εδώ;»

«Γιατί είναι το μόνο εστιατόριο που ξέρω έξω από την Μόιρα.»

«Αυτό είναι; Ή μήπως ήλπιζες να πέσεις πάνω στην πρώην σου;»

Φώναζα πολύ αλλά ευτυχώς δεν υπήρχε κανένας τριγύρω. Είχα περπατήσει αρκετά προσπαθώντας να τον αποφύγω.

«Πας καλά;», με τραβούσε πάνω του σε κάθε προσπάθειά μου να απελευθερωθώ.

«Εγώ ή εσύ; Εδώ της έκανες και πρόταση τρομάρα σου. Την έχεις ξεπεράσει κατά τα άλλα.»

«Έχεις πιει και λες ό,τι να' ναι», προσπάθησε να με γυρίσει πίσω αλλά εγώ αντιστάθηκα.

«Παράτα με», απελευθερώθηκα και έκανα ένα βήμα πίσω. «Θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Με έφερες στο εστιατόριο που είχες ζητήσει την Κέιζα. Εμένα!»

«Δεν έφερα μόνο εσένα», άρχισε να φωνάζει κι εκείνος.

«Ναι αλλά έφερες και εμένα. Εγώ είμαι η....», δίστασα.

«Εσύ είσαι η ποια;», με ρώτησε.

Εγώ είμαι η κοπέλα σου θα έλεγα, αλλά δεν ήμουν. Κι έφταιγα εγώ γι' αυτό. Έτσι φυσικά δεν μπόρεσα να του απαντήσω αν και ήξερε τι ήθελα να πω.

Το πρόσωπό του σκλήρυνε και έσφιξε τις γροθιές του. «Δεν μπορείς να μου κάνεις εσύ κήρυγμα όταν αφήνεις τον Ενρίκε να σε φλερτάρει μπροστά μου απροκάλυπτα.»

«Εγώ;», έβαλα τα χέρια μου στο στέρνο μου.

«Ναι εσύ», φώναξε. «Σε έγδυνε με τα μάτια του χθες.»

«Υπερβάλλεις», κούνησα το κεφάλι μου.

«Υπερβάλλω ε;», με άρπαξε από τον ώμο. «Έχει διορία να φύγει μέχρι μεθαύριο. Και μέχρι τότε να μην τον ξαναδώ κοντά σου.»

«Εγώ δεν σου είπα να διώξεις κανέναν», αποκρίθηκα μέσα από τα δόντια μου.

«Κακό δικό σου.»

Αυτό ήταν άδικο. Θα μπορούσα κι εγώ να του πω να διώξει την Κέιζα αλλά δεν το έκανα. Εκείνος μου έβαζε το μαχαίρι στο λαιμό για μερικές παράπανω ματιές του Ενρίκε. Εγώ δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνω με την πρώην του; Κι όχι μια απλή πρώην , αλλά πρώην αρραβωνιαστικιά. Δεν θα ανεχόμουν τέτοια πίεση από τον Κάρτερ για κανέναν.

Τον έσπτρωξα με τα χέρια μου κι έκανα να επιστρέψω στο εστιατόριο. Σε όλο το δρόμο σκεφτόμουν πόσο άσχημα αντιδράσαμε κι οι δυο μας από την ζήλια που μας είχε κατακλύσει. Έτσι ήταν ο έρωτας. Δεν είχε μόνο τα καλά αλλά και τα κακά. Ένιωθα αρκετές τύψεις που τον χτύπησα και κυρίως που ξέσπασα τόσο άσχημα. Τους τελευταίους μήνες κόντευα να πνιγώ από τα προβλήματα μου και τα πάντα μου έφταιγαν.

Από την άλλη ήμουν τρελά ερωτευμένη με τον Κάρτερ και από την φύση μου κτητική. Ακόμα και το παρελθόν του με ενοχλούσε γιατί τον είχε όταν εγώ δεν τον γνώριζα καν. Ήταν τρελό το ξέρω, αλλά με αυτόν τον τρόπο τον ερωτεύτηκα και με αυτόν τον τρόπο άρχιζα να τον αγαπώ.

Αναστέναξα βαριά και με όση αξιοπρέπεια μου είχε μείνει γύρισα για να τον βρω και να του ζητήσω συγγνώμη. Ήμουν έτοιμη να του πω τα πάντα έστω κι αυτή την ώρα σε αυτό το μέρος. Όσο το ανέβαλα τόσο περισσότερο χρόνο θα έχανα. Κι αν είχα μάθει ένα πράγμα καλά στην ζωή μου, αυτό ήταν πως ο χρόνος είναι πολύτιμος. Δεν μπορούσα να συνεχίζω να τον σπαταλάω έτσι.

Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα απομακρυνθεί αρκετά. Περπατούσα περιμένοντας να δω τον Κάρτερ, κι όσο δεν τον έβλεπα τόσο προχωρούσα. Όμως τώρα το μέρος μου φαινόταν άγνωστο και το εστιατόριο με το ζόρι διακρινόταν. Πού είχε πάει; Μήπως είχε γυρίσει πίσω; Αποκλείεται. Θα τον έβλεπα. Μπορεί βέβαια στην ένταση μου να τον προσπέρασα ή να με προσπέρασε κι εκείνος για να μην μου μιλήσει. Όπως και να είχε πήρα ξανά τον δρόμο της επιστροφής μέχρι που είδα αίματα. Την πρώτη φορά δεν τα είχα δει γιατί κοίταζα μπροστα. Τώρα είχα το κεφάλι μου χαμηλωμένο γιατί ο αέρας δάκρυζε τα μάτια μου. Μου κόπηκαν τα πόδια. Ένιωσα να ανακατεύομαι. Γονάτισα για να δω αν ήταν όντως αίμα κι όταν σιγουρεύτηκα άρχισα να φωνάζω τον Κάρτερ. Μακάρι να μην είχε πάθει τίποτα. Δεν θα το άντεχα.

Συνέχιζα να φωνάζω χωρίς ανταπόκριση. Ο Κάρτερ δεν ήταν πουθενά ούτε και κανείς. Το μέρος ήταν ήρεμο και χωρίς ανθρώπους.

«Ορόρα;», γύρισα και αντίκρισα προς ανακούφισή μου τον Ίαν. Δεν ήξερα πως βρέθηκε εκεί αλλά δεν με ένοιαζε. Ήταν ένα γνώριμο πρόσωπο και θα με βοηθούσε να βρω τον Κάρτερ.

«Ίαν», αναφώνησα. «Ο Κάρτερ χάθηκε.»

«Το ξέρω», αποκρίθηκε με ήπιο τόνο.

Το πρόσωπό του δεν ήταν χαμογελαστό όπως συνήθως. Ήταν σοβαρός στα πρόθυρα θυμού.

«Τι εννοείς το ξέρεις;», απόρησα. «Πού είναι;»

Έκανε δύο βήματα μπροστά. «Στην κόλαση», απάντησε και σήκωσε το χέρι του.

Ξαφνικά ένιωσα να πιέζεται το κρανίο μου. Σωριάστηκα κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο και κρατώντας το κεφάλι μου. Δεν είχε πονέσει περισσότερο στην ζωή μου. Λίγη ακόμη πίεση και θα έσπαγε το κρανίο μου.

Ο Ίαν με πλησίασε και γονάτισε μπροστά μου. «Γιατί να μην μπορώ να σε σκοτώσω αυτή την στιγμη;»

Χτύπησε τα δυο του δάχτυλα κι αμέσως έχασα τις αισθήσεις μου.l

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top