15. Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΛΥΚΟΣ

Είχαν περάσει τρεις μέρες από το Χάλλογουιν. Τα πράγματα είχαν ουσιαστικά επιστρέψει στους φυσιολογικούς ρυθμούς τους. Ο Σκοτ είχε πλέον αποδεχτεί το ειδύλλιο της Οκτόμπερ και του Γκασπάρ. Όσο κι αν τον πόναγε είχε έναν νέο στόχο κι επικεντρωνόταν σε αυτόν. Ήταν κι εκείνο άλλωστε που τον βοηθούσε να νιώθει καλύτερος και γεμάτος. Όπως και να είχε εγώ είχα κάνει μια νύξη στο Γκασπάρ για να φύγει για την Γαλλία. Αλλά φυσικά ο μόνος που με άκουσε ήταν ο τοίχος. Εκείνος ισχυριζόταν πως είχε βρει την απόλυτη μούσα του με την Οκτόμπερ και δεν είχε σκοπό να φύγει σύντομα. Το θέμα του Έλιοτ για εκείνον είχε πάει όχι απλά στην άκρη, αλλά ακόμα παραπέρα. Όσο για τον Έλιοτ είχε για μία ακόμη φορά εξαφανιστεί. Στο πάρτι του Σαββάτου είχε κατέβει από την κρυψώνα του και επιτέθηκε σε μορφή λύκου. Είχε αλλάξει λίγο πριν εμφανιστεί μπροστά μας για να μην προλάβει η Μέλανη και τον καταλάβει. Όσο για τους φρουρούς, οι οποίοι είχαν χαλαρώσει ακούγοντας τις εικασίες των άλλων, ότι και καλά είχε στριμωχτεί, τους επέπληξα την επόμενη μέρα για την απερισκεψία τους. Τώρα οι ομάδες φρούρησης αυξήθηκαν ποσοτικά. Μετά από το πρώτο του χτύπημα δεν πίστευα πως θα αργούσε και το δεύτερο. Ευτυχώς όμως –πέραν από τον Τσέις και την Μέλανη- δεν τον είδε κανένας και δεν τον κατάλαβε επίσης. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν τραυματίες. Ο Έλιοτ είχε επιτεθεί στον Κάρτερ και, σύμφωνα με εκείνον, τον είχε γραντζουνίσει. Κι αυτή όμως η γραντζουνιά φάνηκε να του κάνει αρκετή ζημιά. Το Σάββατο μέχρι να τον πάω στο δωμάτιό του πονούσε πολύ. Προσπαθούσε να μην το δείχνει αλλά εγώ το καταλάβαινα. Είχε ανεβάσει και πυρετό. Μπορεί να είχε πάθει καμιά μόλυνση. Του είπα πολλές φορές να πάμε στην Σάρα, αλλά εκείνος υποστήριξε πως με μερικές ώρες ύπνου θα ήταν καλύτερα. Ούτε καν. Την Κυριακή όσο εγώ τα έψελνα στους φρουρούς, εκείνος καθόταν στην καρέκλα του μέσα στον ιδρώτα, ενώ πολλές φορές το μάτι μου τον έπιασε και να τρέμει. Προσπάθησα πολλές φορές να τον δω αυτές τις μέρες αλλά ο Ντιμίτρι μου έλεγε πως είχε κρυώσει και καλύτερα θα ήταν να μην τον πλησιάζουμε. Αφενός για να ξεκουραστεί και να αναρρώσει κι αφετέρου για να μην κολλήσουμε κι εμείς. Ήταν ο μόνος που τον έβλεπε και ήξερε ουσιαστικά τι είχε. Ούτε την Μέλανη άφηνε να τον δει, ούτε τον Μάικλ, ούτε τον Σον. Κανέναν. Τον είχε σε κανονική καραντίνα. Τι μικρόβιο είχε αρπάξει πια;

Την πρώτη ώρα είχα χημεία. Κάναμε ένα πείραμα για το οποίο ευτυχώς δεν χρειαστήκαμε πολλά εύφλεκτα υλικά. Δεν είχα ξεπεράσει ακόμα την φοβία μου μετά από την τρομακτική εξιστόρηση του ατυχήματος που είχε ο προηγούμενος παρτενέρ του Τσέις. Οι Σάντος ήμασταν εξοικειωμένοι με το στοιχείο της φωτιάς αλλά όχι πάνω μας. Έτσι έκανα εγώ ό,τι ήταν απαραίτητο για το πείραμα, αλλά αφήνοντας τον Τσέις μετά να καθαρίσει.

«Ορόρα», ο Σκοτ έτρεξε από πίσω μου καθώς έβγαινα για το επόμενό μου μάθημα. «Θα πάω στο παλάτι μετά το σχόλασμα για προπόνηση. Θέλεις να έρθεις;»

Ναι. Ήθελα πολύ να πάω κυρίως για να δω πώς ήταν ο Κάρτερ. Είχα ανησυχήσει πολύ με την αδιαθεσία του και δεν μου άρεσε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να τον βοηθήσω.

«Ναι αμέ», απάντησα όσο πιο άνετα μπορούσα.

«Ωραία», μου έκλεισε το μάτι και κατευθυνθήκαμε στα μαθήματά μας.

Είχα πάει και χθες στο παλάτι, αλλά ήταν αργά και ήδη ο Κάρτερ κοιμότανε. Δεν μπορούσα όμως να φύγω πάλι από το σχολείο εν ώρα μαθημάτων. Έτσι όπως πήγαινα δεν θα έπαιρνα ποτέ απολυτήριο.

Αφού σχολάσαμε ο Σκοτ κι εγώ πήραμε τον δρόμο προς το παλάτι. Το τοπίο ήταν πολύ γοτθικό. Τα δέντρα είχαν ξεγυμνωθεί από τα φύλλα τους και είχαν μοναδικό τους στολίδι την ομίχλη, η οποία προσπαθούσε μάταια να κρύψει και το παλάτι. Δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι στους δρόμους με τέτοιο κρύο. Προτιμούσαν να κάνουν τις δουλειές και τα ψώνια τους το μεσημέρι, όπου ο απειροελάχιστος ήλιος ζέσταινε ελαφρά την ατμόσφαιρα.

Σε όλη την διαδρομή ο Σκοτ μου διηγούταν την πορεία της εκπαίδευσής του. Φαινόταν πολύ ευχαριστημένος και όλο του το πρόσωπο έλαμπε. Ήταν λες και είχε βρει νόημα η ζωή του με την καριέρα που επέλεξε. Ήταν πολύ παρήγορο να ξέρω πως θα είχα έναν τέτοιο άνθρωπο δίπλα μου. Θα ένιωθα σίγουρη και προστατευμένη. Ήδη ένιωθα φυσικά με τον Ντιμίτρι άλλα η ισχύς εν τη ενώσει.

Μόλις φτάσαμε στο παλάτι ο Σκοτ κατευθύνθηκε στην αίθουσα των φρουρών κι εγώ ανέβηκα στο δωμάτιο του Κάρτερ. Κοιτούσα τριγύρω μου για να σιγουρευτώ ότι δεν θα έπεφτα πάνω στον Ντιμίτρι. Εκείνος βέβαια θα είχε προπόνηση με τον Σκοτ αλλά δεν το διακινδύνεψα. Με τις μύτες των ποδιών μου έφτασα στην πόρτα του δωματίου του Κάρτερ και ακούμπησα το αυτί μου στην πόρτα. Δεν άκουγα τίποτα και σκέφτηκα να μπω. Άνοιξα ήσυχα – ήσυχα για να μην τον ξυπνούσα σε περίπτωση που κοιμόταν, αλλά άδικος κόπος. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Επίσης δεν φαινόταν για δωμάτιο αρρώστου. Τα πάντα ήταν στην θέση τους χωρίς ίχνος της παραμικρής αναστάτωσης. Ήταν λες και δεν έμενε καν εδώ. Μήπως τον είχε πάει στο νοσοκομείο τελικά; Η απορία μου λύθηκε γρήγορα όταν άκουσα τις φωνές του Κάρτερ και του Ντιμίτρι. Δεν έπρεπε να με βρουν εδώ μέσα. Το ένστικτό μου μου έλεγε να κρυφτώ. Χωρίς δεύτερη σκέψη κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι κάνοντας ησυχία για να μην με ακούσουν. Όταν μπήκαν στο δωμάτιο σώπασαν κι οι δυο. Φοβήθηκα μήπως με κατάλαβαν.

«Ας πάρουμε μια ζακέτα κι ας φύγουμε», άκουσα τον Ντιμίτρι να λέει προς ανακούφισή μου.

Εντάξει, δεν με κατάλαβαν.

Ο Ντιμίτρι πλησίασε το κρεβάτι κι εγώ συγκράτησα την ανάσα μου. Είχε ακοή γερακιού και δεν ήθελα να το ρισκάρω. Ο Κάρτερ πήγε προς την ντουλάπα και έβγαλε μια ζακέτα αλλά τράβηξε και μια μπλούζα κατά λάθος και του έπεσε. Όταν έσκυψε να την πιάσει το βλέμμα του έπεσε στο δικό μου.

«Ορόρα; Τι κάνεις εδώ;»

Ο Ντιμίτρι έσκυψε κι εκείνος και συνοφρυώθηκε βλέποντάς με. «Ψάχνεις κάτι;»

«Την αξιοπρέπειά μου κυρίως», ψέλλισα και βγήκα από την κρυψώνα μου.

Βλέποντάς τους καλύτερα είδα πως ο Κάρτερ δεν φορούσε μπλούζα. Επίσης δεν υπήρχε κανένα σημάδι στο στήθος του από την γραντζουνιά του Έλιοτ. Ακόμα κι η ουλή από σφαίρα στον ώμο του είχε χαθεί. Μου είχε πει ότι επουλωνόταν γρήγορα αλλά αυτό παραήταν γρήγορα και μη φυσιολογικό για ένα νταμπίρ.

«Δεν σου είπα να μείνεις στο σχολείο σου αυτή τη βδομάδα;», ο Ντιμίτρι προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή μου.

Ο Κάρτερ βλέποντας ότι κοιτούσα τα ανύπαρκτα πλέον τραύματά του έβαλε αμέσως την μπλούζα που είχε ρίξει κατά λάθος. Τώρα πόσο λάθος ήταν άλλο θέμα.

«Εσύ δεν έχεις προπόνηση με τον Σκοτ;», έστρεψα το ερωτηματικό σε εκείνον.

«Είπα να τον αναλάβει άλλος σήμερα», απάντησε αρκετά ενοχλημένος που τον είχα παρακούσει μία ακόμη φορά.

«Για να προσέχεις τον Κάρτερ», δεν τον ρωτούσα. Ο Κάρτερ δεν φαινόταν να χρειάζεται προσοχή. Δεν φαινόταν καν άρρωστος.

«Ορόρα θα ξημερώσει άραγε ο Θεός μέρα που θα κάνεις μια φορά αυτό που θα σου πω;»

«Εσύ δεν μιλάς;», στράφηκα προς τον Κάρτερ, ο οποίος ήταν αμίλητος.

«Τι θέλεις να σου πω;», ρώτησε σχεδόν τραυλίζοντας.

«Τι έχεις πάθει αυτές τις μέρες. Δεν μου φαίνεσαι για άρρωστος. Κι αν είσαι γιατί η νοσοκόμα σου», υπέδειξα τον Ντιμίτρι «δεν μας αφήνει να σε δούμε;»

«Για να μην κολλήσετε», απάντησε ο Ντιμίτρι στην ερώτηση που είχα κάνει στον Κάρτερ.

«Άμα είναι κάτι τόσο επικίνδυνο και κολλητικό εσύ γιατί δεν φοράς έστω μια μάσκα;»

Ο Ντίμτρι ξεφύσησε και με έπιασε από τον ώμο. «Πήγαινε κάνε τα μαθήματά σου και θα τα πούμε άλλη φορά», με τράβηξε σχεδόν και με έβγαλε από το δωμάτιο.

Τι στα κομμάτια πια; Τίποτα δεν έβγαζε νόημα. Έμεινα λίγο να τους ακούσω μήπως έλεγαν κάτι πιο διαφωτιστικό.

«Υποψιάζεται κάτι», άκουσα τον Κάρτερ.

«Πάντα υποψιάζεται», του απάντησε ο Ντιμίτρι. «Είναι παιδί του πατέρα της. Σώπασε τώρα.»

Έμεινα για μερικά λεπτά ακόμα, αλλά δεν είπαν τίποτα. Ήταν λες κι ήξεραν ότι είχα μείνει απέξω. Κι αυτά τα δύο λόγια που είχαν ανταλλάξει ήταν αρκετά.

Κατέβηκα τις σκάλες αργά προσπαθώντας να συνδέσω όλα τα κομμάτια του παζλ. Όλα άρχισαν από το Χάλλογουιν όταν ο Έλιοτ επιτέθηκε στον Κάρτερ. Το Σάββατο βράδυ ο Κάρτερ είχε δύο πληγές: μια ουλή από σφαίρα στον ώμο του και μια γραντζουνιά στο στήθος του. Τώρα δεν είχε τίποτα. Το δέρμα του ήταν αψεγάδιαστο σαν να μην είχε τραυματιστεί ποτέ. Την επομένη φερόταν περίεργα σαν να είχε πάθει μόλυνση από την πληγή ή σαν να είχε αρρωστήσει. Μόνο ο Ντιμίτρι ήταν μαζί του, ένας γεροδεμένος και επίφοβος φρουρός. Κανένας άλλος δεν μπορούσε να τον δει. Όταν μπήκαν στο δωμάτιό του ο Ντιμίτρι του είπε να πάρουν μια ζακέτα και να φύγουν. Όμως ο Κάρτερ δεν πήρε ζακέτα, καθώς δεν φόραγε τίποτα. Και φυσικά δεν έφυγαν. Ήταν λες και με μύρισαν όταν μπήκαν και θέλησαν να μην πουν τίποτα για να μην καταλάβω το μυστικό τους. Όσο ήμουν έξω από την πόρτα ο Ντιμίτρι του είπε να σωπάσει. Ήταν σαν να ήξερε ότι ήμουν απέξω. Το τελευταίο δεν είναι και πολύ ύποπτο βέβαια, καθώς είχα πάντα το χούι να κρυφάκουω. Αλλά είχαν πάντα τόσα μυστικά που αφού δεν μου τα έλεγαν αποφάσιζα να τα μάθω μόνη μου. Όμως τα υπόλοιπα ήταν ύποπτα. Στα καλά του καθουμένου ο Κάρτερ μετά το Χάλλογουιν είχε μια περίεργη ασθένεια, την οποία μόνο ο Ντιμίτρι ήξερε. Μόνο ένας φρουρός που είχε ζήσει με... λυκάνθρωπους!

«Σκεπτική είσαι υψηλοτάτη», μια γυναικεία φωνή με επανέφερε στην πραγματικότητα.

Βρισκόμουν στο πλατύσκαλο και στεκόμουν σαν άγαλμα χαμένη στις σκέψεις μου.

Κούνησα το κεφάλι μου και είδα μπροστά μου την Κέιζα. Φορούσε ένα πολύ κολλητό φόρεμα με όλο το μπούστο έξω. Για τον Κάρτερ είχε έρθει.

Αμέσως όρθωσα το ανάστημά μου. «Τι θέλεις εσύ εδώ;»

«Ήρθα να δω τον πρίγκιπα», μου επιβεβαίωσε την ανησυχία μου. «Έμαθα ότι είναι λίγο αδιάθετος κι ήθελα να τον φροντίσω. Τον έχω φροντίσει άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν», ένα αλαζονικό μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη της.

«Κακώς γδύθηκε για να έρθεις εδώ», αποκρίθηκα κατεβαίνοντας το τελευταίο σκαλί. «Η υψηλότητά του ξεκουράζεται και δεν έχει όρεξη για επισκέψεις.»

«Χμμ», έγειρε το κεφάλι της στα πλάγια. «Δεν μοιάζεις πολύ με τον πατέρα σου.»

Ναι, όντως δεν έμοιαζα. Εξωτερικά τουλάχιστον. Άμα άνοιγα το στόμα μου ήταν σαν να άκουγαν τον Αλεχάντρο με γυναικεία φωνή. Αλλά εκείνη τι την ένοιαζε;

«Ούτε και με τον Κάρτερ βέβαια.»

Νομίζω πως κατάλαβα που το πήγαινε. «Και τι με αυτό;», προσπάθησα να μείνω όσο πιο ατάραχη γινόταν.

«Α τίποτα. Απλά είστε τόσο μεγάλη οικογένεια με τόση ποικιλομορφία ως προς την εμφάνισή σας. Είναι σχεδόν... υπερφυσικό», σούφρωσε ελαφρά τα χείλη της. «Αλήθεια πιστεύεις πως ο πατέρας σου θα επικροτούσε να κοιμάσαι με τον θείο σου;»

Ήρθα τόσο κοντά στο να την χτυπήσω. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να πιάνει στο στόμα της τον πατέρα μου ούτε αυτό που είχα με τον Κάρτερ. Δεν είχα τίποτα ακόμα βέβαια αλλά και πάλι δεν την αφορούσε.

«Δεν κοιμάμαι με κανέναν.»

«Ναι, αλλά ο κόσμος άλλα λέει», σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της.

«Ο κόσμος να κοιτάει την δουλειά του. Το ίδιο κι εσύ.»

«Μα να τα δοντάκια της πριγκίπισσας. Τα βγάζει τελικά.»

Πέρασα μια τούφα πίσω από το αυτί μου και γέμισα τους πνεύμονές μου με αέρα για να μην αδειάσω τους δικούς της. «Ήρθες εδώ για να με προκαλέσεις; Να μονομαχήσουμε για κάτι ή μάλλον κάποιον; Γιατί θα είναι άδικος κόπος για σένα.»

Δεν μου άρεσε που έπαιρνα δεδομένα τα συναισθήματα του Κάρτερ ούτε που τα χρησιμοποιούσα σαν όπλο. Όμως δεν ήθελα να νομίζει πως έχει ελπίδες μαζί του. Δεν ήθελα να τολμήσει να τον πλησιάσει. Και μόνο στην ιδέα ότι κάποτε παραλίγο να την παντρευτεί, ότι την άγγιζε, την φιλούσε...

«Όχι, πριγκίπισσα δεν ήρθα γι' αυτό. Ήρθα να δω τον πρίγκιπα που είναι άρρωστος.»

Έβαλα το ένα μου χέρι στην μέση μου. «Μάλιστα. Στην Μόιρα όμως γιατί ήρθες; Και μη μου πεις για να δεις τον θείο σου.»

«Μπορεί να μην έχουμε όλοι με τους θείους μας τόσο κοντινή σχέση όσο έχεις εσύ με τον δικό σου», έδιωξε μια τούφα από τα μαλλιά της «αλλά δεν σημαίνει πως τους έχουμε γραμμένους κιόλας.»

Ήταν θαύμα που δεν την είχα χτυπήσει ακόμα. Απορούσα με τον εαυτό μου.

«Ήρθες», άρχισα να κάνω βόλτες γύρω της «γιατί τώρα δεν σε χωρίζει τίποτα από το στέμμα. Όταν χωρίσατε με τον Κάρτερ ήταν ακόμα πρίγκιπας κι ο βασιλιάς ζούσε. Τώρα όμως δεν ζει πια. Ο Κάρτερ είναι ουσιαστικά στον θρόνο, το ίδιο κι όποια τον παντρευτεί», γύρισα για να την αντικρίζω «σωστά;»

«Παρέλειψες να πεις ότι πρέπει να τον κερδίσω ξανά πρώτα», έγειρε μπροστά το κεφάλι της. «Αυτό σημαίνει πως δεν με έχει ξεπεράσει ακόμα. Σωστά;»

Γιατί δεν την χτύπησα; Ποια δύναμη στο σύμπαν με συγκράτησε από το να της σπάσω τα μούτρα;

«Μπορεί να σε παντρευτεί και χωρίς να τον κερδίσεις. Πόσοι βασιλιάδες έχουν βρει παρηγοριά σε τσούλες ακόμα κι όταν ήταν παντρεμένοι με μία;»

Δεν ξέρω πως βρήκα την ακεραιότητα να της απαντήσω. Τελικά όντως έμοιαζα πολύ περισσότερο στον πατέρα μου απ' όσο νόμιζα: έτοιμη να πονέσω τον άλλον με μια μου φράση. Πολύ πιο ανώδυνο από σωματική επίθεση.

Εκείνη δεν απάντησε αμέσως. Χαμήλωσε το βλέμμα της με ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη της. «Δεν μου απάντησες όμως. Με έχει ξεπεράσει τελικά;»

«Δεν πρόλαβα να ρωτήσω», την πλησίασα. «Ήμασταν απασχολημένοι.»

Έφυγα από μπροστά της και πήγα να κάτσω στο αίθριο του παλατιού. Είχε κρύο αλλά είχα ανάγκη να με χτυπήσει λίγος καθαρός αέρας. Δεν μου έφτανε η ανησυχία μου για τον Κάρτερ, είχα και την πρώην του να προσπαθεί να τον δει με όσο το δυνατόν λιγότερα ρούχα γινόταν. Δεν ξέρω γιατί την άφησα να με επηρεάσει τόσο. Την στιγμή που με ρώτησε αν την είχε ξεπεράσει έπρεπε να της πω όσα μου είχε πει ο Κάρτερ: ότι δεν την αγάπησε ποτέ. Αλλά για κάποιο λόγο άρχισα να αμφισβητώ όσα μου είχε πει. Εκείνη την στιγμή τα πίστευα και έβλεπα ειλικρίνεια στα μάτια του. Έχοντας την Κέιζα όμως μπροστά μου και στην ιδέα ότι είχε απολαύσει πόσες στιγμές με τον Κάρτερ, το μυαλό μου θόλωσε. Τα πάντα μου φαίνονταν ψέματα και το μόνο που μου φαινόταν αληθινό ήταν πόσο ηλίθια ήταν αυτή η πρώην. Τότε συνειδητοποίησα πως ένιωθα ένα μεγάλο κύμα ζήλιας να με έχει καταβάλλει και να με τραβάει από την αρχική μου ανησυχία.

Όταν ο Σκοτ τελείωσε την προπόνησή του επιστρέψαμε στο σχολείο. Δεν ήθελα να ασχοληθώ άλλο ούτε με την μυστηριώδη αρρώστια του Κάρτερ ούτε και με την πρώην του. Ήθελα να κάτσω κάτω από το καυτό νερό και να μείνω εκεί για πάντα. Ο Σκοτ μου περιέγραφε στο δρόμο την σημερινή του εμπειρία κι εγώ προσπαθούσα να τον παρακολουθήσω. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος κι ήθελε να το μοιραστεί μαζί μου. Θα ήμουν πολύ εγωίστρια αν δεν τον άκουγα και χανόμουν μία ακόμη φορά στα δράματα του παλατιού.

Ανεβαίνοντας στους κοιτώνες μας του είπα πως ήμουν πολύ περήφανη για εκείνον και πως ανυπομονούσα να τον χρήσω φρουρό. Τα μάτια του άστραψαν και μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. Με πήρε μια μεγάλη αγκαλιά και με καληνύχτισε.

«Σκοτ», τον σταμάτησα πριν στρίψει στην πτέρυγα των αγοριών. «Μήπως ξέρεις πότε είναι η επόμενη πανσέληνος;»

Το σκέφτηκε για λίγο. «Νομίζω μεθαύριο. Γιατί ρωτάς;»

Για τον Κάρτερ.

«Για τον Έλιοτ», είπα χαμηλόφωνα για να μην μας ακούσει κανείς.

Εκείνος ένευσε και κατευθύνθηκε ο καθένας στον κοιτώνα του. Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως η μοναδική εξήγηση για την ξαφνική αρρώστια του Κάρτερ ήταν το δηλητήριο του Έλιοτ. Δεν τον είχε γραντζουνίσει όπως υποστήριξε εκείνος, αλλά τον είχε δαγκώσει. Ο Κάρτερ δεν ήταν άρρωστος αλλά σε στάδιο μεταμόρφωσης και μεθαύριο θα ολοκληρωνόταν όταν γινόταν λυκάνθρωπος.

Το επόμενο πρωί καθόμουν στο πρωινό σαν να είχα πιει έναν κουβά καφέ. Το πόδι μου πήγαινε πάνω κάτω από την ένταση ενώ είχα διαλύσει ένα κομμάτι κέικ στην προσπάθειά μου να το πιάσω.

«Είσαι καλά;», με ρώτησε η Μόνι κοιτώντας με ανήσυχη.

«Ορόρα», με σκούντηξε ο Σκοτ, όταν δεν απάντησα στην Μόνι.

«Ναι τι;», ήταν σαν να με ξύπνησαν.

«Είσαι καλά λέω;», μου επανέλαβα η Μόνι.

Εγώ ένευσα γρήγορα. «Ναι μια χαρά. Γιατί; Φαίνεται να έχω κάτι;», μιλούσα πολύ γρήγορα.

«Τι έπαθες πρωί – πρωί;», με περιεργάστηκε ο Τσέις. «Σου αλλάξανε τις μπαταρίες;»

«Νομίζω η ανησυχία σου για τον Κάρτερ σε έχει τρελάνει», αποκρίθηκε η Μόνι.

«Ποια ανησυχία μου; Για ποιο θέμα; Ξέρεις κάτι;»

Κοιτάχτηκαν για λίγο οι τρεις τους. «Που είναι άρρωστος εννοώ», μου εξήγησε η Μόνι.

«Α», πήγε η καρδιά μου στη θέση της. «Ναι, είναι άρρωστος. Όντως.»

Ο Τσέις τράβηξε το πιάτο με το κέικ. «Φτάνει. Το διέλυσες πια.»

«Ορόρα μου μην κάνεις έτσι», η Μόνι πέρασε μια τούφα πίσω από το αυτί μου. «Θα γίνει καλά.»

«Ναι», ένευσε ο Σκοτ. «Απλά με όλα όσα συμβαίνουν αρρώστησε κι αυτός από το άγχος του. Μην τρελαίνεσαι.»

Άμα ήξεραν πως δεν ήταν απλά άρρωστος αλλά έτοιμος να ουρλιάζει στο σεληνόφως θα τα έχαναν κι εκείνοι. Δεν είπα τίποτα όμως γιατί παραήταν λεπτό το ζήτημα. Δεν ήξερα αν θα έλεγα και στην Μέλανη τίποτα. Πρώτα έπρεπε να πάω στον Ντιμίτρι και να του πω ότι ξέρω. Ήθελα να βοηθήσω κι εγώ τον Κάρτερ. Ήξερα πως για να λυθεί η κατάρα έπρεπε πριν αλλάξει να σκοτώσει αυτόν που τον δάγκωσε, δηλαδή τον Έλιοτ. Οι δυο τους δεν είχαν και πολλές ελπίδες να τον πιάσουν. Χρειαζόντουσαν ενισχύσεις.

Σύντομα κατέβηκε κι η Μέλανη για πρωινό. Πλησίασε το τραπέζι φτιάχνοντας την γραβάτα της. «Καλημέρα», περιεργάστηκε το τραπέζι. «Α ωραία έχετε φαγητό. Να φέρω λίγο καφέ λοιπόν.»

«Όχι!», φώναξαν και οι τρεις τους.

Εκείνη τους κοίταξε απορημένη.

«Πορτοκαλαδίτσα καλύτερα σήμερα», της είπε η Μόνι χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι .

Βλέποντάς με σε τέτοια υπερένταση φοβήθηκαν πως με λίγη καφεΐνη θα μπορούσα να εκραγώ.

Η κατάστασή μου δεν βελτιώθηκε και πολύ την υπόλοιπη μέρα. Προσπαθούσα να το ελέγχω μπροστά στους φίλους μου, για να μην κινήσω υποψίες. Αν και με τόσα βιβλία που έριξα σε μια μέρα όλοι κατάλαβαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σε συμμαθητές μου που με έβλεπαν έτσι και με ρωτούσαν αν ήμουν καλά τους έλεγα πως απλά ξενύχτισα διαβάζοντας κάτι κρατικά ζητήματα. Εκείνοι το πίστευαν εύκολα. Ήμουν άλλωστε η πριγκίπισσά τους.

Όταν τελείωσα τα μαθήματα αποφάσισα να πάω στο παλάτι και να πω στον Ντιμίτρι ότι είχα καταλάβει την αλήθεια. Και πολύ άργησα η αλήθεια ήταν. Έπρεπε να το είχα υποψιαστεί από εκείνο το βράδυ. Ήμουν πολύ αφελής.

Φτάνοντας στο παλάτι είδα τον Νέιθαν να βγαίνει. Τι έκανε τέτοια ώρα στο παλάτι; Πώς τον άφησε ο Κάρτερ να φύγει από το πόστο του;

«Ορόρα», με πλησίασε και με χαιρέτησε χαμογελαστός όπως πάντα.

«Γεια σου Νέιτ. Ήρθες για την Μέλανη;»

Φυσικά και όχι. Η Μέλανη ήταν στους κοιτώνες και διάβαζε. Κάτι που έπρεπε να έκανα κι εγώ κανονικά.

«Όχι», κούνησε το κεφάλι του. «Ο Κάρτερ μου έδωσε άδεια.»

Ο Κάρτερ, όταν έδωσα εγώ άδεια στον Νέιθαν πρώτη φορά, μόνο που δεν έβγαλε σπυριά και τώρα του έδινε εκείνος; Πολύ ύποπτο. «Αλήθεια;», προσπάθησα να μην δείξω την έκπληξή μου και να χαρώ. «Πολύ ωραία. Για πότε;»

«Μόνο αύριο το βράδυ. Αλλά καλό είναι κι αυτό.»

«Ωραία», ψέλλισα. «Μπράβο», είπα δυνατά. «Να την περάσεις καλά», του είπα και τον χαιρέτησα.

Η ανησυχία μου επιβεβαιωνόταν ακόμα πιο πολύ. Είχαν δώσει άδεια στον Νέιθαν για να μπορέσουν να φύγουν από την Μόιρα αύριο κι εμείς βέβαια να μην το μάθουμε. Ο Κάρτερ θα άλλαζε μακριά από την Αυλή για να αποφευχθούν ατυχήματα και εκπλήξεις.

Μπήκα φουριόζα στο παλάτι για να αντιμετωπίσω την Μπόνυ και τον Κλάιντ για τα ψέματα που μας έλεγαν αυτές τις μέρες. Στις σκάλες είδα να στέκεται ο Κάρτερ και να έχει στα χέρια του ένα παλιό βιβλίο. Βλέποντάς με το έκλεισε αμέσως και έκρυψε το εξώφυλλο στο στήθος του.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;», μου αποκρίθηκε αρκετά έκπληκτος.

Έκλεισα την δίφυλλη πόρτα πίσω μου και στηρίχτηκα πάνω της. «Θυμάμαι η τελευταία φορά που αρρώστησα βαριά ήταν πριν τρία χρόνια. Έκανα πάνω από βδομάδα να σταθώ στα πόδια μου.»

Εκείνος δεν φάνηκε να καταλαβαίνει προς τι η εξιστόρηση μου αυτή.

«Εσύ για βαριά άρρωστος μπορείς να σουλατσάρεις μια χαρά ημίγυμνος», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.

«Φοράω μπλούζα», απάντησε χαμηλόφωνα.

«Χθες δεν φόραγες. Κι είσαι και πολύ ροδαλός.»

Τα μάγουλά του ήταν πολύ κόκκινα, σαν να είχε βάλει ρουζ.

«Είναι από τον πυρετό», αποκρίθηκε.

«Από τον πυρετό», επανέλαβα κι ανέβηκα δύο σκαλιά για να σταθώ αντικριστά του.

Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω.

«Γιατί απομακρύνεσαι;»

Ακουγόμουν σαν εκείνους τους αστυνομικούς που έβλεπαν κάτι ύποπτο ακόμα και στον τρόπο που ανάσαινε ο άλλος.

«Για να μην κολλήσεις», απάντησε σχεδόν ψιθυριστά.

Ένευσα αργά. «Κάτι μου λέει πως αυτό που έχεις κολλάει μόνο με ένα δάγκωμα.»

Περίμενα να ξεροκαταπιεί ή να αρχίσει να ιδρώνει συνειδητοποιώντας ότι τον είχα καταλάβει. Ωστόσο, φάνηκε λες και το περίμενε.

«Τι διαβάζεις εκεί;» υπέδειξα με το βλέμμα μου το βιβλίο που κρατούσε.

«Τίποτα.»

Έκανε να κατεβάσει το χέρι του κι εγώ άρπαξα το βιβλίο. Όμως είχε καλά αντανακλαστικά και μου έπιασε το χέρι. Ήταν πιο δυνατός από μένα λόγω του σωματότυπού του, αλλά τώρα ήταν ακόμα πιο δυνατός λόγω του ότι μεταμορφωνόταν σε λυκάνθρωπο.

«Άφησε το», μούγκρισε μέσα από τα δόντια του.

Φυσικά εγώ δεν το άφησα και συνέχιζα να προσπαθώ να το πάρω μέσα από τα χέρια του. Ένιωθα ότι θα μου έσπαγε τον καρπό αν συνέχιζε να με πιέζει έτσι, αλλά μου ήταν αδιάφορο. Χρησιμοποίησα και τα δυο μου χέρια για να πάρω το βιβλίο. Το είχα φέρει σχεδόν κοντά μου, όταν εκείνος το έσπρωξε με δύναμη πάνω στο πλευρό μου για να με απωθήσει. Μόνο που έβαλε παραπάνω δύναμη από όσο υπολόγιζε. Έπεσα πάνω στον τοίχο και σωριάστηκα κάτω. Το πλευρό μου με πονούσε πολύ και τυλίχτηκα στα δυο. Ο Κάρτερ έριξε το βιβλίο και έσκυψε μπροστά μου.

«Ορόρα», η φωνή του έτρεμε από την ανησυχία. «Συγγνώμη», έλεγε και ξανάλεγε βλέποντάς με να υποφέρω με τον πόνο.

Με σήκωσε στα χέρια του και με πήγε στο δωμάτιό μου. Η θερμοκρασία του σώματός του ήταν πάνω από σαράντα. Δεν έδωσα πολύ σημασία όμως εξαιτίας του αφόρητου πόνου.

Η Σάρα ήρθε να με δει, διότι δεν μπορούσα να κουνηθώ και μου έκανε μία ηρεμηστική για να με ανακουφίσει. Το πλευρό μου δυστυχώς είχε σπάσει. Ο Κάρτερ είχε βάλει πολύ παραπάνω δύναμη από όσο υπολόγιζε. Δεν τον κατηγόρησα όμως. Καταλάβαινα ότι αδυνατούσε να το ελέγξει. Μου ζήταγε και μου ξαναζήταγε συγγνώμη και κάθε φορά τον διαβεβαίωνα πως δεν είχα θυμώσει.

Όταν έφυγε η Σάρα μείναμε στο δωμάτιό μου εγώ, ο Κάρτερ κι ο Ντιμίτρι. Ο Κάρτερ ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα που με είχε χτυπήσει. Ο Ντιμίτρι προσπαθούσε να μείνει όσο πιο ψύχραιμος γινόταν αλλιώς θα έβαζε τις φωνές. Και βέβαια όχι στον Κάρτερ, αλλά σε μένα που ήρθα μία ακόμη φορά στο παλάτι.

«Ελπίζω τώρα που έσπασες το πλευρό σου να έβαλες μυαλό», αποκρίθηκε κι ένιωσα μια ενόχληση που μου μιλούσε έτσι.

«Καλύτερα είμαι, ευχαριστώ», κλαψούρισα σχεδόν.

«Πραγματικά συγγνώμη...»

«Εντάξει», διέκοψα μία ακόμη απολογία του Κάρτερ. «Σου είπα πως δεν πειράζει.»

Αναστέναξα ελαφριά και χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Καταλαβαίνω ότι τώρα που...»

«Τώρα που τι;», με διέκοψε ο Ντιμίτρι. «Ο Κάρτερ τώρα είναι άρρωστος κι εσύ δεν τον βοηθάς.»

Κι εγώ τώρα ήμουν με ένα σπασμένο πλευρό αλλά δεν φαινόταν να καίγεται κι ιδιαίτερα. «Για να τον βοηθήσω ήρθα. Ξέρω τι συμβαίνει και μη μου λέτε άλλο ψέματα.»

Ο Κάρτερ κοίταξε τον Ντιμίτρι. Ήταν έτοιμος να του πει πως δεν χρειαζόταν να μου το κρύβουν άλλο. Ο Ντιμίτρι όμως δεν συμμεριζόταν την άποψή του. «Ο Κάρτερ είναι άρρωστος», επανέλαβε με ήρεμο τόνο «κι απόψε θα τον πάω κάπου για να γίνει καλύτερα. Εσύ θα μείνεις εδώ και θα φροντίσεις το βασίλειό σου.»

«Πού θα τον πας;», προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν ήταν και πολύ σοφό.

«Καλύτερα να ξεκουραστείς», μου αποκρίθηκε ο Κάρτερ.

«Δεν θέλω να ξεκουραστώ», τους φώναξα. «Θέλω να με πάρετε μαζί σας. Σταματήστε να μου κρύβετε την αλήθεια.»

«Δεν σου κρύβουμε τίποτα», ο Ντιμίτρι έκανε ένα νεύμα στον Κάρτερ. «Εμείς θα φύγουμε τώρα. Εσύ θα μείνεις εδώ.»

«Δεν μπορείτε να φύγετε έτσι», συνέχιζα να τους φωνάζω, ενώ εκείνοι είχαν ήδη στρέψει την πλάτη τους προς εμένα. «Ντιμίτρι δεν μπορείς να μου λες ψέματα. Ντιμίτρι!», του φώναξα όσο πιο δυνατά άντεχε ο λαιμός μου αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Μέσα σε πέντε λεπτά είχαν φύγει από το παλάτι και κατευθύνονταν σε έναν άγνωστο για μένα προορισμό.

Δεν ήξερα πώς να νιώσω που ο Ντίμιτρι με άφηνε απέξω από όλο αυτό. Ήταν λες κι ήταν κάποιος άλλος. Εμείς οι δυο μοιραζόμασταν τα πάντα κι είχαμε υποσχεθεί να μην το αφήσουμε να χαθεί αυτό, όταν ερχόμασταν στην Μόιρα. Μάλλον όμως ο Ντιμίτρι το ξέχασε πολύ γρήγορα. Ήλπιζα τουλάχιστον να μην ξεχάσει κι άλλα πράγματα κι άρχιζε να ξεφουρνίζει στον Κάρτερ το σκοτεινό μου παρελθόν. Αυτό ήθελα να το κάνω εγώ όταν του έλεγα και πως ήμουν ερωτευμένη μαζί του.

Κατάφερα να κοιμηθώ πολύ λίγο κυρίως εξαιτίας του πόνου. Την επόμενη μέρα δεν πήγα σχολείο και είπα ψέματα στους φίλους μου πως είχα να φροντίσω κάποια θέματα μόνη μου, αφού ο Κάρτερ ήταν άρρωστος. Δεν μπόρεσα να βρω το κουράγιο να πω στην Μέλανη για τον αδερφό της. Αν και με ρώτησε αν ήταν εντάξει, της είπα ότι κοιμότανε. Ευτυχώς με πίστεψε. Ένιωσα πολλές τύψεις όμως. Και της έλεγα ψέματα κι εκείνη πίστευε πως δεν θα το έκανα. Ειδικά για τον αδερφό της.

Όλη την ημέρα είχα μια κρυφή ελπίδα ότι θα επέστρεφαν. Κάτι μέσα μου δεν ήθελε να δεχτεί πως ο Ντιμίτρι θα έβγαζε τον Κάρτερ έξω από την Μόιρα. Η λύση για την κατάρα βρισκόταν μέσα στην Αυλή. Ήταν πολύ χαζό κι ανούσιο να φύγουν, ενώ ο Έλιοτ ήταν εδώ και με μια ασημένια σφαίρα τα πάντα θα επέστρεφαν στην φυσιολογική τους κατάσταση. Ωστόσο, είχε αρχίσει να νυχτώνει και δεν φάνηκε κανείς στο παλάτι. Περίμενα, περίμενα. Καθόμουν στις σκάλες με την νυχτικιά μου περιμένοντας τους. Η ώρα όμως προχωρούσε αλλά εκείνοι ήταν άφαντοι. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν να έχουν επιστρέψει στην Μόιρα, αλλά να μην ήρθαν στο παλάτι. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε να το μάθω. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου, πήρα μια ζακέτα, φόρεσα ένα ζευγάρι μπαλαρίνες και έφυγα. Δεν είχα χρόνο να αλλάξω. Η ώρα ήταν σχεδόν έντεκα και σε λίγο ο Κάρτερ θα μεταμορφωνόταν. Το κρύο ήταν τσουχτερό και χειροτέρευε τον πόνο στο τραυματισμένο μου πλευρό. Είχα κάνει άλλη μία ένεση για να με ανακουφίσει αλλά έπρεπε και να ξεκουραστώ. Τώρα που περπατούσα γρήγορα στο κρύο φορώντας μια λεπτή νυχτικιά μέχρι τον αστράγαλο και μια ζακέτα, δεν θα το έλεγε και κανείς ξεκούραση. Προτεραιότητά μου όμως ήταν ο Κάρτερ και μετά η επούλωση του πλευρού μου.

Έφτασα στο σπιτάκι του Νέιθαν, το οποίο πίστευα ότι ήταν άδειο λόγω της άδειάς του. Οι φρουροί στην πύλη ήταν αρκετά μέτρα μακριά όποτε δεν θα με έβλεπαν. Ήξερα ότι φύλαγε ένα εφεδρικό κλειδί κάτω από το χαλάκι της πόρτας. Το πήρα και άνοιξα σιγά την πόρτα για να μην με ακούσουν οι φρουροί. Μπήκα μέσα και αναζήτησα το τετράδιο στο οποίο καταγραφόταν όποιος έμπαινε κι έβγαινε από την πόλη. Το άνοιξα και έψαξα από το χθεσινό βράδυ. Πράγματι είχαν φύγει από την πόλη χθες, αλλά επέστρεψαν σήμερα τα ξημερώματα και έκτοτε δεν ξανάφυγαν. Το ήξερα ότι ο Ντιμίτρι δεν θα έβγαζε τον Κάρτερ έξω από την Μόιρα ένα τέτοιο βράδυ, έχοντας τον άλφα του μέσα στην πόλη. Δεν θα τον άφηνε να παραδοθεί στο δάγκωμα. Θα τον βοηθούσε και θα το έκανε κρυφά από όλους. Ακόμα και από μένα.

Αυτό που έμενε τώρα ήταν να βρω που ήταν. Θα μπορούσαν να είχαν πάει οπουδήποτε μια τέτοια βραδιά. Κυρίως σε ένα απόμερο μέρος. Αλλά έτσι όμως θα τους έβλεπαν οι φρουροί και θα καταλάβαιναν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Επιπλέον είχαμε αυξήσει κατά πολύ την φρουρά στην ύπαιθρο. Σίγουρα κάποιος θα τους άκουγε και θα τους έβλεπε και μπορεί να τον σκότωναν νομίζοντας πως ήταν ο Έλιοτ. Έπρεπε να σκεφτώ ένα μέρος στο οποίο θα μπορούσε ο Ντιμίτρι να κρύψει τον Κάρτερ. Ένα μέρος χωρίς πολύ κόσμο τριγύρω και απομονωμένο. Το μόνο μέρος που σκεφτόμουν ήταν η εκκλησία. Αλλά ο Κάρτερ δεν μπορούσε να μπει στην εκκλησία. Μπορούσε όμως να μπει σε ένα νεκροταφείο! Δεν υπήρχαν φρουροί εκεί, αλλά υπήρχαν πολλά υπόγεια τούνελ. Τα τούνελ αυτά τα είχαν σκάψει βρικόλακες στην προσπάθειά τους να μπουν μέσα στην πόλη. Ωστόσο, το πρόβλημα λύθηκε γρήγορα αφήνοντας μερικές κρυψώνες για ατίθασους εφήβους, τώρα και για λυκάνθρωπους.

Χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγα για το νεκροταφείο με την ίδια διακριτικότητα που ήρθα. Μπαίνοντας μέσα προσπάθησα να μην σκέφτομαι ότι ήμουν σε ένα νεκροταφείο βραδιάτικα, με δύο λυκάνθρωπους κάτω από το φως του γεμάτου φεγγαριού. Προχωρούσα γρήγορα ώσπου έφτασα στην είσοδο μια υπόγειας κατακόμβης δίπλα από τον τάφο της βασίλισσας Ελεονόρας. Ήταν το καλύτερο μέρος για να κρυφτεί ο Κάρτερ το βράδυ της μεταμόρφωσής του. Και ποιος ξέρει. Μπορεί να είχαν και τον Έλιοτ εκεί έτοιμο για εκτέλεση.

Κατέβηκα αργά την πέτρινη σκάλα έχοντας το χέρι μου στον τοίχο. Περπάτησα μέσα στο τούνελ, το οποίο ήταν πολύ σκοτεινό. Ένας απλός άνθρωπος δεν θα έβλεπε τίποτα χωρίς φακό. Εγώ ως νταμπίρ είχα πιο οξυμένη όραση. Μισόκλεισα τα μάτια μου κι άφησα το ένστικτό μου να με οδηγήσει. Πρόσεχα να μην κάνω θόρυβο. Φρόντισα μέχρι κι η ανάσα μου να μην ξεπερνάει τον ήχο του ανέμου. Τα πάντα ήταν ήρεμα και σκοτεινά. Δεν μαρτυρούσε μέρος στο οποίο ένας νεαρός λυκάνθρωπος ετοιμαζόταν για την πρώτη του πανσέληνο.

Αρκετά μέτρα μετά την μέση βρέθηκα σε μια διχάλα. Δυστυχώς δεν ήταν απλά μια τεράστια ευθεία. Δεν θα με βοηθούσαν τώρα οι οξυμένες μου αισθήσεις, αλλά η ευφυΐα μου. Έσκυψα και ψηλάφισα το έδαφος και από τις δυο μεριές. Στην δεξιά μεριά ένιωσα σημάδια από παπούτσια, αλλά παραήταν μικρά για να είναι του Κάρτερ ή του Ντιμίτρι. Στην αριστερή δεν ένιωσα τίποτα. Ήταν φως φανάρι λοιπόν ότι είχαν πάει από τα αριστερά.

Ακολούθησα λοιπόν το ένστικτό μου και βγήκα σωστή. Πριν μια στροφή είδα φως και με μερικά βήματα βρέθηκα μπροστά από τον Κάρτερ. Καθόταν σε μια γωνία. Φορούσε μόνο το κάτω μέρος μια φόρμας και είχε ιδρώσει. Βαριανάσαινε, ενώ φαινόταν αρκετά φοβισμένος.

«Ορόρα», αναφώνησε έκπληκτος βλέποντάς με. «Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;»

«Χωρίς παρεξήγηση αλλά δεν είμαι εγώ η ξανθιά της παρέας», έκανα να τον πλησιάσω αλλά με σταμάτησε.

«Μην πλησιάζεις.»

«Κάρτερ», προσπάθησα να του πω πως δεν υπήρχε λόγος να φοβάται μην με πληγώσει.

«Όχι. Πρέπει να φύγεις πριν να είναι αργά.»

«Δεν πρόκειται...»

«Ναι, πρόκειται», άκουσα την φωνή του Ντιμίτρι από πίσω μου.

Γύρισα και τον κοίταξα. Κρατούσε στα χέρια του αλυσίδες και στην ζώνη του είχε ένα όπλο. Υπέθεσα πως θα είχε ασημένιες σφαίρες, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να σκοτώσουν τον Κάρτερ.

«Ξέχνα το. Αρκετά με κράτησες στο σκοτάδι. Δεν θα τον εγκαταλείψω σε μια τέτοια στιγμή.»

Ο Ντιμίτρι δεν απάντησε. Κοίταξε τον Κάρτερ ελπίζοντας πως θα έλεγε κάτι να με μεταπείσει. Τα γαλανά του μάτια συνάντησαν τα δικά μου. Προσπάθησε να κρύψει τον φόβο του, χωρίς επιτυχία.

«Ορόρα», μου απευθύνθηκε με ήρεμη φωνή «όντως σε χρειάζομαι και σε θέλω εδώ αλλά είναι πολύ επικίνδυνο. Πρέπει να φύγεις.»

«Δεν την πείθεις έτσι.» αναστέναξε ο Ντιμίτρι και με άρπαξε από τον ώμο τραβώντας με πίσω. «Μικρή θα φύγεις είτε με το καλό είτε με το άγριο.»

Προσπάθησα να αμυνθώ και να δραπετεύσω από τα χέρια του. Η σωματική του διάπλαση και η δύναμη του όμως ήταν μεγαλύτερες από τις δικές μου και δεν είχα καμιά ελπίδα εναντίον του. Θα με έσερνε κυριολεκτικά έξω, αλλά όσο αντιστεκόμουν έχανε πολύτιμο χρόνο. Τα μεσάνυχτα πλησίαζαν και δεν μπορούσε να διώχνει εμένα μέχρι να αρχίσει να αλλάζει ο Κάρτερ. Έτσι θα σταματούσε να ασχολείται μαζί μου.

Δεν ήξερα αν έπρεπε να ανακουφιστώ ή να ανησυχήσω περισσότερο όταν βρέθηκε μπροστά μας ο Έλιοτ. Προφανώς είχε έρθει για να είναι παρών στην πρώτη πανσέληνο του Κάρτερ. Ήταν υποχρεωμένος ως άλφα άλλωστε.

«Συγγνώμη που άργησα», ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του, όταν καρφώσαμε όλοι τα βλέμματά μας πάνω του.

Ο Ντιμίτρι έκανε ένα βήμα πίσω σπρώχνοντάς με μαζί του. «Δεν έχεις καμία δουλειά εσύ εδώ» σχεδόν γρύλισε.

«Ω αντιθέτως αγαπητέ μου. Εσείς οι δύο δεν έχετε», έδειξε εμένα και τον Ντιμίτρι με το δάχτυλό του. «Στο είχα πει», στράφηκε σε μένα «θα μου έδινες την αμνηστία είτε με τον καλό είτε με τον άσχημο τρόπο», έκανε να μου επιτεθεί αλλά ο Ντιμίτρι με έσπρωξε στην άκρη.

Πριν προσγειωθώ στον τοίχο και σπάσω τον λαιμό μου, ο Κάρτερ έτρεξε σαν αστραπή και με κράτησε. Τα γονίδια του λυκανθρώπου δρούσαν για τα καλά.

«Κάρτερ παρ' την από εδώ», φώναξε ο Ντιμίτρι ενώ πάλευε με τον Έλιοτ.

Ο Κάρτερ τον υπάκουσε χωρίς δισταγμό. Εγώ δεν ήθελα όμως να αφήσουμε τον Ντιμίτρι μόνο του με αυτό το τέρας. Προσπάθησα να αντισταθώ, αλλά ο Κάρτερ ήταν δέκα φορές δυνατότερός μου και με τράβηξε από εκεί. Όταν φτάσαμε στην διχάλα σταματήσαμε.

«Βγάλε την ζακέτα σου», μου είπα ασθμαίνοντας.

«Τι;», τον ρώτησα απορημένη.

«Την ζακέτα σου», απάντησε. «Γρήγορα», μου την έβγαλε εκείνος πριν προλάβω να κάνω την παραμικρή κίνηση. Την πέταξε προς την κατεύθυνση της εισόδου, πιθανώς για να αποπροσανατολίσει τον Έλιοτ.

«Έλα», μου είπε χαμηλόφωνα και κρατώντας με από το χέρι στρίψαμε από την δεξιά πλευρά.

Ήταν ήδη πολύ αργά. Δεν ήξερα πόσο αργά βέβαια. Το σίγουρο ήταν ότι πλησίαζε η ώρα της μεταμόρφωσης του Κάρτερ κι αν ήταν μαζί μου δεν θα ήταν πολύ καλό. Η αλήθεια ήταν πως γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο είχα έρθει: για να είμαι μαζί του αυτή τη στιγμή. Αλλά όχι έτσι. Δεν είχα τίποτα να αμυνθώ ή να τον κρατήσει δέσμιο για να μην με σκοτώσει και μετά βγει για να επιτεθεί στους υπηκόους μας. Αν είχα τις αλυσίδες για να τον δέσω θα ήταν καλύτερα, ή έστω το όπλο. Φυσικά δεν θα το χρησιμοποιούσα. Ίσα- ίσα για να τον τρομάξω. Όμως δεν είχα τίποτα και από την πείρα μου με τους λυκάνθρωπους μερικά λόγια δεν αρκούσαν. Δυστυχώς η μόνη μου λύση για να σωθώ σε κατάσταση ανάγκης ήταν να τρέξω. Δεν ήξερα όμως αν θα έβρισκα την έξοδο, γιατί όσο προσπαθούσαμε να κρυφτούμε από τον Έλιοτ, κάναμε πολλές στροφές, τις οποίες δεν πρόσεχα πάνω στην αναστάτωσή μου. Όλη η αδρεναλίνη της στιγμής με είχε συνεπάρει κι ένιωθα σαν χαμένη. Την μία σκεφτόμουν τον Ντιμίτρι, μόνο του να μάχεται με έναν λυκάνθρωπο και την άλλη σκεφτόμουν εμένα που ήμουν επίσης μόνη μου με έναν λυκάνθρωπο. Πάντα ήθελα να μοιάσω στον Ντιμίτρι αλλά δεν είχα ακριβώς αυτό στον νου μου.

Απομακρυνθήκαμε πάρα πολύ. Όταν ο Κάρτερ άλλαζε δεν θα είχα που να κρυφτώ. Θα ήμουν η μοναδική του λεία και κάτι μου έλεγε πως θα το ευχαριστιόταν να με κόβει κομματάκια με τα δόντια του.

«Εδώ», είπε και μας έριξε σε μια σκοτεινή γωνιά.

Τύλιξε τα χέρια του γύρω μου και με κρατούσε σφιχτά. Μάλλον έτσι κάλυπτε την μυρωδιά μου. Μπορεί να είχε δημιουργήσει αντιπερισπασμό, αλλά ο Έλιοτ είχε γεννηθεί λυκάνθρωπος. Δεν μπορούσε να ξεγελαστεί εύκολα.

Η γυμνή του σάρκα ακουμπούσε πάνω μου κι ένιωθα την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Μετά από λίγο ηρέμησε κάπως και ξεκούρασε το μέτωπό του στο κεφάλι μου. Τα χείλη του ήταν λίγο πιο πάνω από το αυτί του κι ένιωθα την ανάσα του να με καίει. Προσπάθησα να διώξω όλες τις ερωτικές σκέψεις από το μυαλό μου, καθώς είχαμε σημαντικότερα προβλήματα εκείνη την στιγμή.

«Όλα καλά θα πάνε», μου ψιθύρισε. «Σε κρατάω.» Ακουγόταν περισσότερο σαν να ήθελε να καθησυχάσει τον εαυτό του.

Με την τελευταία του φράση θυμήθηκα το Χάλλογουιν και όταν με έθαψε ο Έλιοτ ζωντανή. Και τις δύο φορές είχα πάθει κρίση πανικού. Είχα τρομοκρατηθεί τόσο πολύ που δεν έβρισκα πουθενά παρηγοριά. Μέχρι που ένιωθα το άγγιγμα του Κάρτερ. Ήταν τόσο μοναδικό, τόσο παραδεισένιο. Με γέμιζε γαλήνη και με συνέφερε πριν πνιγόμουν από φόβο.

Ξαφνικά τα χέρια του άρχισαν να με πιέζουν. Η καρδιά του άρχισε να ξαναχτυπάει δυνατά και η ανάσα του επιτάχυνε. Εξαιτίας των οξυμένων του αισθήσεων ως λυκάνθρωπος άκουγε καλύτερα από μένα. Η ακοή του λοιπόν είχε πιάσει κάτι. Ήλπιζα πως ήταν ο Ντιμίτρι. Αλλά και πάλι θα τον καταλάβαινε από την μυρωδιά και δεν θα αντιδρούσε έτσι. Τώρα έμοιαζε να φοβάται.

Ήταν ο Έλιος αυτός που είχε ακούσει. Αμέσως σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά μου για να μας υπερασπιστεί. Είχε σφίξει τις γροθιές του τόσο δυνατά που δεν αντιλαμβανόταν ότι πλήγωνε τον εαυτό του. Η αλλαγή τον έκανε κι αρκετά οξύθυμο, κάτι το οποίο με φόβιζε πολύ.

Ο Έλιοτ γέλασε βλέποντάς τον εξαγριώνοντάς τον ακόμα περισσότερο. Εγώ στάθηκα από πίσω του.

«Πού είναι ο Ντιμίτρι», πρόλαβε να ρωτήσει ο Κάρτερ πριν από μένα.

Δεν του απάντησε αμέσως. Χαμογέλασε περιφρονητικά και περιεργάστηκε τον χώρο γύρω του για αρκετά βασανιστικά δευτερόλεπτα. Μετά τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω μου και ένιωσα μια γροθιά στο στομάχι μου.

«Ο Ρώσος φίλος σου αναπαύεται αυτή τη στιγμή», απάντησε χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου.

Συνοφρυώθηκα και προσπάθησα να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να αρχίζει να τρέχει ψάχνοντας τον Ντιμίτρι. Κάτι το οποίο ο Κάρτερ δεν έκανε. Πετάχτηκε μπροστά για να επιτεθεί στον Έλιοτ, αλλά εκείνος αμύνθηκε γρήγορα και τον έριξε στον τοίχο. Η επόμενη του κίνηση ήταν να έρθει προς το μέρος μου. Όταν διέσχισε το μισό της απόστασης απευθύνθηκε στον Κάρτερ χωρίς να παίρνει τα μάτια του από πάνω μου.

«Δάγκωσε την», τον διέταξε.

Εγώ αμέσως ούρλιαξα όχι. Δεν την ήθελα τέτοια μέρα. Τα πάντα θα άλλαζαν κι εγώ θα γινόμουν σκλάβα. Θα έχανα τον έλεγχο του εαυτού μου και το χειρότερο ήταν ότι θα σκότωνα κάποιον ξανά.

Έκανα να φύγω αλλά κατέληξα κι εγώ στον τοίχο όπως ο Κάρτερ. Ο Έλιοτ τον τράβηξε για να τον σηκώσει και επανέλαβε την διαταγή. Ο Κάρτερ είχε σαστίσει από την διαταγή. Οποιοδήποτε μέλος της αγέλης υπάκουγε τον άλφα χωρίς δισταγμό. Δεν γινόταν από φόβο ή σεβασμό. Υπήρχε μια υπερδύναμη που τους δέσμευε στο να τον υπακούν χωρίς αντιρρήσεις. Χρειαζόταν μεγάλη δύναμη για να παρακούσει κάποιος τον άλφα και κυρίως ομαδική δουλειά. Ο Κάρτερ ήταν μόνος του και δεν μπορούσε να αντισταθεί καθόλου. Προσπάθησα να φύγω άλλη μια φορά αλλά ο Έλιοτ με κράτησε. Του φώναζα να με αφήσει αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Με ξάπλωσε στο έδαφος και με κρατούσε για να μην φύγω. Πάλευα όσο μπορούσα, χωρίς αποτέλεσμα. Ο Κάρτερ με πλησίαζε αργά έχοντας το βλέμμα του πάνω μου. Ήταν ανέκφραστος και αδύναμος να φέρει αντιρρήσεις.

«Κάρτερ ξύπνα», φώναξα με δάκρυα στο μάτια. «Καταπολέμησε το.»

Ό,τι και να έλεγα όμως εκείνος ήταν δέσμιος της διαταγής. Έσκυψε από πάνω μου ακινητοποιώντας με. Ο Έλιοτ μου κράτησε τα χέρια και επανέλαβε μια ακόμα φορά την διαταγή.

Ο Κάρτερ έσκυψε στο λαιμό μου και όσο και να φώναζα δεν γινόταν τίποτα. Τα δόντια του ακούμπησαν το δέρμα μου χωρίς να το σκίσουν. Σταμάτησα να φωνάζω κι άρχισα να κουνιέμαι άβολα, καθώς η γλώσσα του Κάρτερ ταξίδευε στο λαιμό μου. Δεν με δάγκωνε όπως του το είπε ο Έλιοτ. Τι έκανε όμως; Έμπηξε τα νύχια του στο σβέρκο μου και ένα βογκητό πόνου δραπέτευσε από το στόμα μου. Τώρα άρχισα να καταλαβαίνω τι γινόταν. Ο Κάρτερ μπόρεσε να αντισταθεί στην διαταγή του Έλιοτ, ίσως επειδή δεν είχε αλλάξει ακόμα. Προσποιούταν ότι με δάγκωνε, ενώ έσκισε το δέρμα μου με τα νύχια του για να μυρίσει ο άλφα του αίμα. Δεν το έκανε με τα δόντια του για να μη με ποτίσει με το δηλητήριο του λυκάνθρωπου. Μπήκα αμέσως στο παιχνίδι και άρχισα να κλαψουρίζω. Όταν σηκώθηκε από πάνω μου κάλυψα το σημείο που είχε 'δαγκώσει'. Ευχαριστημένος ο Έλιοτ σηκώθηκε κι αυτός.

«Τέλεια», μουρμούρισε τρίβοντας τα χέρια του κι αμέσως ακούστηκε ένας πυροβολισμός.

Ο Έλιοτ έπεσε αιμόφυρτος στο έδαφος κι ο Κάρτερ τον κοιτούσε ατάραχος. Ο Ντιμίτρι έκανε ένα βήμα μπροστά και χαμήλωσε το χέρι με το οποίο κρατούσε το όπλο.

«Συγγνώμη μου άργησα. Ελπίζω να μην έχασα πολλά.»

Ξεφύσησα από ανακούφιση βλέποντάς τον. «Είσαι καλά;»

«Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα», αποκρίθηκε και γονάτισε δίπλα από το πτώμα του Έλιοτ.

«Τι θα κάνουμε με το πτώμα;», τον ρώτησε ο Κάρτερ.

Σηκώθηκα και τους πλησίασα κοιτώντας τον Ντιμίτρι.

«Θα το φροντίσω εγώ.» μας απάντησε και σήκωσε το βλέμμα του. «Εσείς καθαρίστε τα υπόλοιπα. Από ότι φαίνεται δεν θα μας χρειαστούν.»

Ο Έλιοτ ήταν νεκρός, αρά ο Κάρτερ ήταν ελεύθερος από την κατάρα.

Ο Ντιμίτρι πήρε το πτώμα του Έλιοτ και έφυγε για να το φροντίσει όπως μας είπε. Εγώ με τον Κάρτερ μαζεύαμε τις αλυσίδες και ό,τι άλλο είχε φέρει ο Ντιμίτρι για εκείνη την νύχτα.

Καθώς μάζευα τα πράγματα δεν μπόρεσα να κρατηθώ. «Πώς μπόρεσες να αντισταθείς στην διαταγή του Έλιοτ;»

Είχε γυρισμένη την πλάτη του και δεν μπορούσα να δω την έκφρασή του. Στο άκουσμα της ερώτησης έμεινε για λίγο ακίνητος. Τελικά ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω», απάντησε. «Στην αρχή είχα τυφλωθεί αλλά όσο πάλευα τόσο πιο πολύ συνερχόμουν.»

«Και γιατί δεν σταμάτησες. Θέλω να πω γιατί με 'δάγκωσες';»

Εκείνος γύρισε προς τα εμένα και ένα ίχνος χαμόγελου εμφανίστηκε στα χείλη του. «Πώς αλλιώς θα ερχόταν ο Ντιμίτρι χωρίς να γίνει αντιληπτός; Ήταν ο τέλειος αντιπερισπασμός.»

Ήταν ένα πολύ έξυπνο σχέδιο. Μέσα σε τόσο πανικό δεν ξέρω αν θα μπορούσα εγώ να είχα σκεφτεί κάτι τέτοιο.

«Ευχαριστώ που δεν με δάγκωσες πάντως», αποκρίθηκα χαμογελώντας.

«Δεν κάνει τίποτα», μου απάντησε.

Συνεχίσαμε να μαζεύουμε και ήδη ονειρευόμουν το ζεστό μου πάπλωμα κι ένα πολύ δυνατό παυσίπονο. Ήθελα να τρέξω μέχρι το παλάτι και να κοιμηθώ μέχρι το επόμενο Χάλλογουιν. Αλλά η νύχτα δεν είχε τελειώσει ακόμα.

Ξαφνικά άκουσα κόκαλα να σπάνε κι ο Κάρτερ σωριάστηκε στο πάτωμα ουρλιάζοντας από τον πόνο.

«Κάρτερ», γονάτισα δίπλα του. «Τι έπαθες;»

Το σώμα του έκαιγε. Κόκαλα από τα πόδια του και την σπονδυλική του στήλη έσπαγαν, ενώ οι τρίχες του σώματός του άρχισαν να μακραίνουν.

«Τρέξε», κατάφερε να πει μέσα από τα δόντια του.

Για κάποιο λόγο η κατάρα δεν είχε σπάσει. Ο Κάρτερ μεταμορφωνόταν σε λυκάνθρωπο.

«Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνο σου.»

Η μεταμόρφωση ήταν πολύ επώδυνη. Υπέφερε και σφάδαζε από τους πόνους. Προσπάθησα να καταπιώ τα δάκρυά μου βλέποντας τον έτσι.

«Ορόρα τρέξε», τα δάχτυλά του τύλιξαν τον καρπό μου. Τα μάτια του είχαν γίνει πορτοκαλί σαν κεχριμπάρι και οι κυνόδοντές του είχαν μακρύνει. «Τρέξε», μου φώναξε με παραμορφωμένη την φωνή του.

Δεν ήθελα να φύγω και να τον αφήσω μόνο του σε αυτή την κατάσταση. Αλλά βρισκόμασταν σε ένα υπόγειο τούνελ χωρίς πολλά να αμυνθώ. Έτρεξα έξω όσο εκείνος ούρλιαζε από τον πόνο. Προσπαθούσα να μην τον ακούω γιατί μου σπάραζε την καρδιά. Έπρεπε να βρω τον Ντιμίτρι για να τον βοηθήσουμε και να προστατέψουμε φυσικά την Μόιρα.

Βγαίνοντας από την κατακόμβη τον άκουσα να φωνάζει το όνομά μου κι αμέσως την φωνή του κάλυψε το ουρλιαχτό ενός λύκου. Είχε πλέον αλλάξει. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Τώρα ο Κάρτερ είχε χάσει τον έλεγχο του κι είχε σκλαβωθεί από την σελήνη. Δεν υπήρχε κανένας να τον βοηθήσει. Δεν χρειαζόταν νταμπίρ αυτή την στιγμή αλλά λυκάνθρωπους και από αυτούς δεν είχαμε στην Μόιρα.

Βγήκε κι εκείνος από την κατακόμβη κι έτρεχε από πίσω μου ακολουθώντας την μυρωδιά μου. Το ένστικτό του εκείνη την βραδιά του έλεγε να σκοτώσει. Είχε κυριευτεί από μια φονική επιθυμία και το αίμα μου από την πληγή του σβέρκου μου δεν με βοηθούσε και πολύ. Θα με ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινα. Σκέφτηκα λοιπόν να μην πάω προς το παλάτι ή προς σε μέρος με ανθρώπους, γιατί θα θρηνούσαμε θύματα. Πήγα προς το πίσω μέρος του νεκροταφείου όπου οδηγούσε στην κορυφή του βουνού. Υπήρχαν πολλά υψώματα και απότομες πλαγιές, οπότε θα ήταν και για εκείνον δύσκολο να κυκλοφορήσει. Θα σταματούσε κάπου αναγκαστικά να περάσει το βράδυ.

Ο πόνος από το πλευρό μου γινόταν ανυπόφορος. Παραλίγο να λιποθυμούσα. Η ανάγκη όμως να προστατέψω τον Κάρτερ και τους υπόλοιπους κατοίκους της Μόιρα με κράτησε όρθια. Άρχισα να σκαρφαλώνω στα υψώματα κι ο Κάρτερ από πίσω μου προσπαθούσε να με ακολουθήσει. Βρεθήκαμε μάλιστα κάποια στιγμή αρκετά κοντά και έκανε με το πόδι του να με κατεβάσει. Το μόνο που κατάφερε όμως ήταν να με γραντζουνίσει και να με κάνει ακόμα πιο νόστιμη στα μεγάλα του ρουθούνια.

Κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε έναν γκρεμό. Εγώ με την πλάτη κολλημένη στις πέτρες περπατούσα αργά για να μην πέσω. Εκείνος δεν ήταν τόσο προσεκτικός, καθώς αυτό που είχε σημασία ήταν να φτάσει σε μένα. Παραλίγο να πέσει κιόλας.

«Κάρτερ», φώναξα όταν γλίστρησε και πήγα να τον πλησιάσω με το χέρι μου.

Όταν εκείνος πήγε να με πλησιάσει με τα δόντια του πισωπάτησα και συνέχισα την πορεία μου. Δεν φάνηκε να εκτιμάει κι ιδιαίτερα την ανησυχία μου.

Καταφέρνοντας να φύγω από τον γκρεμό συνέχισα να τρέχω για την ασφάλεια μου και φυσικά κι εκείνος να με ακολουθεί. Δεν είχε πτοηθεί καθόλου από την τόση ταλαιπωρία. Ήθελε πάση θυσία να με σκοτώσει. Όταν συνερχόταν μετά από αυτό δεν νομίζω να τηρούσε τις συμμαχίες που είχε κάνει ο πατέρας μου με λυκάνθρωπους. Πιθανόν να μην ήθελε ούτε και σκύλο. Δεν θα τον αδικούσα βέβαια. Ήταν πολύ άσχημο αυτό που έπαθε κι η οποιαδήποτε αντίδρασή του όταν συνερχότανε, θα ήταν αποδεκτή. Αρκεί να συνερχότανε.

Τρέχοντας ανάμεσα σε πολλά έλατα το σώμα μου άρχισε να εξουθενώνεται. Δεν μου είχαν μείνει πολλές δυνάμεις. Όση θέληση και να είχα το σώμα μου δεν είχε άλλο κουράγιο να συνεχίσει. Επιβράδυνα χωρίς να το επιθυμώ. Ο Κάρτερ μπόρεσε να έρθει πολύ κοντά μου και με τα δόντια του άρπαξε το πίσω μέρος της νυχτικιάς μου. Με έριξε πίσω και στάθηκε μπροστά μου γρυλίζοντας επιθετικά. Όλο αυτό το τρέξιμο είχε πάει στράφι. Τώρα θα με σκότωνε και δεν θα με άκουγε και κανείς.

«Κάρτερ μη», τον παρακάλεσα κλαίγοντας προσπαθώντας να αποφύγω να τον κοιτάξω στα μάτια. Ο Κάρτερ μου είχε όμορφα, γαλανά και τρυφερά μάτια. Δεν είχε πορτοκαλί και επιθετικά.

«Σε παρακαλώ», συνέχισα όταν βρέθηκε πάνω μου έτοιμος να σπάσει το λαιμό μου.

Τελικά δεν άντεξα και τα μάτια μου συναντήθηκαν με τα δικά του. Ήταν σχεδόν κόκκινα σαν το αίμα. Σου έκοβαν την ανάσα από τον φόβο όταν τα αντίκριζες. Ξαφνικά το απειλητικό αυτό πορτοκαλοκκόκκινο εξαφανίστηκε. Στη θέση του εμφανίστηκε εκείνο το ανοιχτό γαλάζιο που είχα ερωτευτεί. Ο Κάρτερ έφυγε από πάνω μου και έσκυψε μπροστά μου. Τώρα δεν γρύλιζε αλλά κλαψούριζε.

«Κάρτερ;», ψέλλισα βλέποντας αυτή την περίεργη αλλαγή στη συμπεριφορά του.

Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και με αντίκρισε. Ανατρίχιασα. Ο Κάρτερ είχε ξαναβρεί τον έλεγχό του παγιδευμένος στο σώμα ενός λύκου.

«Ω Θεέ μου», ανασηκώθηκα. «Κάρτερ εσύ είσαι πραγματικά;»

Ένευσε αργά το κεφάλι του. Εγώ σύρθηκα στο μέρος του και πέρασα τα χέρια μου γύρω του. Έτρεμε. Όχι από το κρύο αφού είχε μια ζεστή, άσπρη γούνα, αλλά από το φόβο του. Είχε αλλάξει σε λυκάνθρωπο και παραλίγο να με σκοτώσει. Τελευταία στιγμή όμως μπόρεσε να ανακτήσει τον έλεγχο του εαυτού του.

«Μη φοβάσαι», τον χάιδεψα. «Είσαι ασφαλής. Σε κρατάω.»

Παρέμεινα για μερικά λεπτά στην αγκαλιά μου μέχρι να σταματήσει να τρέμει. Έπειτα σηκώθηκε κι άρχισε να περπατάει προς τα εκεί από όπου είχαμε έρθει. Βλέποντας πως δεν τον ακολουθούσα γύρισε να με κοιτάξει. Ήθελε να πάω μαζί του. Σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος του και συνέχισε να περπατάει. Ακολουθήσαμε τον δρόμο της επιστροφής περπατώντας ο ένας δίπλα στον άλλον, ενώ πριν τρέχαμε: εγώ για να κρυφτώ κι εκείνος για να με σκοτώσει. Είχα το χέρι μου πάνω στην πλάτη του. Φάνηκε να αρέσκεται στο άγγιγμά μου.

Κατευθυνθήκαμε πίσω στο νεκροταφείο. Φυσικά δεν μπορούσαμε να πάμε και πουθενά αλλού. Υπέθεσα πως θα επιστρέφαμε στην κατακόμβη αλλά ο Κάρτερ ήθελε να κουρνιάσει κάπου συγκεκριμένα. Στάθηκε όρθιος μπροστά στον τάφο των γονιών του και τον αντίκρισε για λίγο. Φάνηκε να διστάζει. Μπορεί να φοβόταν μήπως τον μισούσαν τώρα που ήταν λυκάνθρωπος. Εγώ έσκυψα στο ύψος του.

«Μην ανησυχείς», του αποκρίθηκα. «Σε αγαπούνε όπως και να είσαι.»

Μετά από μερικά λεπτά σκέψης ανέβηκε τον τάφο και κούρνιασε κάτω από τα αγάλματά τους που ήταν σκαλισμένα στο μνήμα τους. Βλέποντάς τον δεν μπόρεσα να καταπνίξω ένα χαμόγελο. Ήταν τόσο γλυκιά η ανάγκη του να είναι μαζί με τους γονείς του αυτή την στιγμή, έστω κι έτσι, πάνω στον τάφο τους. Είχε ανάγκη να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν ένα τέρας κι ήθελε αυτή την επιβεβαίωση από εκείνους.

Καθόμουν και τον χάζευα όσο χαλάρωνε. Νιώθοντας το βλέμμα μου πάνω του ανασήκωσε την μουσούδα του. Με κοίταξε για λίγο κι έγειρε στα πλάγια για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά ξανασηκώθηκε με το βλέμμα του σε μένα. Προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μου, αλλά δεν καταλάβαινα τι ήθελε. Μετά το ξανάκανε και μάλλον έπιασα το νόημα. Είχα τυλίξει τα χέρια μου γύρω μου, γιατί κρύωνα πολύ. Εκείνος είχε γούνα και μπορούσε να μου προσφέρει λίγη από την ζεστασιά της. Δεν ένιωθα και πολύ άνετα να πλαγιάσω σε έναν τάφο, αλλά δεν ήθελα να τον αφήσω και μόνο του. Ήλπιζα να μην ήταν μεγάλη αμαρτία. Τελικά ξάπλωσα δίπλα του. Εκείνος πέρασε το ένα του πόδι γύρω μου και ξεκούρασε την μουσούδα στο μέτωπό μου. Ένιωθα την καρδιά του και την ανάσα του. Όταν έκλεισα τα μάτια μου δεν σκεφτόμουν ότι ήμουν αγκαλιά με έναν λύκο, αλλά με τον Κάρτερ. Έτσι το σώμα μου χαλάρωσε στη ζεστασιά του και κοιμήθηκα.

Το επόμενο πρωί ένιωσα κάποιος να κουνιέται δίπλα μου. Δεν θυμάμαι να είχα καλέσει κάποιον στον κοιτώνα μου. Ένα αεράκι χτύπησε το δέρμα μου και έκανα να σηκώσω το πάπλωμά μου. Μόνο που δεν είχα πάπλωμα κι ούτε ήμουν σε κρεβάτι. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα πως ήμουν στο νεκροταφείο. Τότε μου ήρθε η χθεσινή νύχτα στο μυαλό. Κοίταξα τριγύρω μου αλλά δεν είδα τον Κάρτερ. Σκέφτηκα πως τώρα θα είχε την ανθρώπινή του μορφή αλλά θα ήταν γυμνός. Στην κατακόμβη είχαμε αφήσει τα πάντα μετά την απρόσμενη αλλαγή του συμπεριλαμβανομένης μια τσάντας με ρούχα. Έτσι κατέβηκα ξανά σε αυτό το αποκρουστικό τούνελ και τον βρήκα να ντύνεται εκεί όπου εχθές έγινε λύκος.

«Κάρτερ;», είχε την πλάτη του γυρισμένη. Δεν γύρισε να με κοιτάξει όταν με άκουσε.

Φόρεσε μια κοντομάνικη μπλούζα και έβαλε στην τσάντα τις αλυσίδες. «Κάρτερ μίλησε μου», τον πλησίασα και τον έπιασα από τον ώμο.

Μπόρεσα να δω τα μάτια του. Είχε σοκαριστεί πολύ με την χθεσινή βραδιά, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει με αποτέλεσμα να μοιάζει θυμωμένος. Αλλά είχα μάθει να τον διαβάζω.

Ακούμπησε το χέρι μου στον ώμο του. «Είσαι παγωμένη. Πρέπει να γυρίσουμε στο παλάτι.»

Όλο το βράδυ ήμουν με την αμάνικη νυχτικιά μου. Δεν είχα καταλάβει πόσο κρύωνα μέχρι που επισήμανε εκείνος ότι ήμουν παγωμένη.

«Κοίτα με», τον έστρεψα προς τα εμένα. Απέφυγε να με κοιτάξει. «Σε παρακαλώ», τον ικέτευσα και τελικά τα μάτια του έπεσαν στα δικά μου. «Τα κατάφερες», χαμογέλασα.

«Τι ακριβώς κατάφερα;», ψέλλισε.

«Να λύσεις την κατάρα», ακούστηκε η φωνή της Μέλανη.

Γυρίσαμε κι οι δύο έκπληκτοι. Μπροστά μας είδαμε την Μέλανη και τον Ντιμίτρι με μια ευχαρίστηση στο βλέμμα τους.

«Τι κάνετε εσείς οι δυο;», τους ρώτησα απορημένη.

Εκείνοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι η Μέλανη έκανε ένα βήμα μπροστά. «Συγχαρητήρια παιδιά», χαμογελούσε αναδεικνύοντας την λευκή της οδοντοστοιχία.

«Για ποιο πράγμα;», την ρώτησε ο Κάρτερ.

«Σπάσατε την κατάρα», απάντησε ο Ντίμιτρι. «Μαζί.»

«Δεν καταλαβαίνω», μουρμούρισα.

Η Μέλανη ήρθε δίπλα μου και πέρασε το ένα της χέρι γύρω από τον λαιμό μου. «Είναι απλό», ξεκίνησε να λέει. «Ο Κάρτερ, όταν τον δάγκωσε ο Έλιοτ, απευθύνθηκε κατευθείαν στον Ντιμίτρι, ο οποίος ήξερε από λυκάνθρωπους καλύτερα από τον καθένα μας. Τον έκλεισε λοιπόν σε μια καραντίνα εμποδίζοντάς σε να τον δεις. Ήξερε φυσικά πως δεν θα σταματούσες.»

«Οπότε άρχισα να δημιουργώ μόνος μου στοιχεία για να σε οδηγήσω εκεί όπου ο Κάρτερ θα άλλαζε μορφή», συνέχισε να εξηγεί ο Ντιμίτρι. «Είπα στον Κάρτερ να δώσει άδεια στον Νέιθαν, βγήκαμε και ξαναμπήκε στην πόλη, δημιούργησα τα ψεύτικα αποτυπώματα, έφυγα με το πτώμα του Έλιοτ.»

«Μισό λεπτό», πετάχτηκε ο Κάρτερ. «Ήξερες ότι κι αφού πέθαινε ο Έλιοτ εγώ θα άλλαζα;»

Ο Ντιμίτρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αν τον σκότωνες εσύ τότε δεν θα άλλαζες.»

Όντως. Δεν ξέρω γιατί μου διέφυγε αυτή η λεπτομέρεια. Έπρεπε να είχε τραβήξει ο Κάρτερ την σκανδάλη.

«Και πάλι το ήξερες. Γιατί έφυγες;»

«Γιατί υπήρχε και δεύτερο σχέδιο», του απάντησε και στράφηκε στην Μέλανη για να συνεχίσει.

«Ο δεύτερος τρόπος για να λυθεί η κατάρα είναι να μην την αφήσεις να σε κυριεύσει στην πρώτη πανσέληνο. Αφήνοντας τον εαυτό σου να κάνει ό,τι θέλει ο λυκάνθρωπος μέσα σου τον αφήνεις να σε κουμαντάρει μια ζωή. Αν όμως του επιβληθείς αποδυναμώνεις την κατάρα και φυσικά άμα δεν σκοτώσεις δεν υπάρχει λόγος να είσαι λυκάνθρωπος, αφού δεν έχεις χύσει αίμα.»

«Κι εσύ τα έμαθες χθες όλα αυτά;», ρώτησα την Μέλανη αν και κάτι μου έλεγε ότι τα ήξερε από πριν.

«Όχι φυσικά. Από πριν το Χάλλογουιν είχα περίεργα όνειρα με μια όμορφη, νεαρή κοπέλα με μακριές καστανές μπούκλες να κοιμάται με έναν άσπρο λύκο στο προσκεφάλι της. Όταν ο Έλιοτ δάγκωσε τον Κάρτερ η εικόνα της κοπέλας έγινε πιο καθαρή κι είδα ότι ήσουν εσύ. Η ξαφνική αρρώστια φυσικά και δεν με έπεισε, οπότε έπεισα τον Ντιμίτρι να μου πει την αλήθεια.»

«Κι η Ορόρα γιατί έπρεπε να είναι μαζί μου;», τους ρώτησε ο Κάρτερ.

Η Μέλανη μειδίασε ελαφρά. «Γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε να σε αποτρέψει από το να χάσεις τον εαυτό σου;»

Αυτό ήταν μεγάλο ρίσκο. Κατά τύχη μπόρεσα και κοίταξα τον Κάρτερ στα μάτια και συνήλθε από τον έλεγχο της σελήνης. Σκοπός μου ήταν να τον αποφύγω όλο το βράδυ. Στην ανάγκη θα σκαρφάλωνα και σε κάποιο δέντρο.

«Ήταν επικίνδυνο αυτό που κάνατε. Θα μπορούσε να είχε πάθει κακό», τους επέπληξε ο Κάρτερ.

«Έπρεπε να μου το είχατε πει», τους αποκρίθηκα. «Είχα σκοπό να τρέχω όλο το βράδυ. Κατά τύχη έγινε ό,τι έγινε.»

«Πιστέψαμε σε εσάς», μου είπε η Μέλανη. «Και σας είχαμε όλο το βράδυ το νου μας», απάντησε στον Κάρτερ. «Δεν κοιμόμασταν όσο εσείς παλεύατε να επιβιώσετε.»

«Και δεν στο είπαμε για να είναι αληθινό», συμπλήρωσε ο Ντιμίτρι. «Να βγει από την καρδιά σου.»

Μα δεν είχα κάνει τίποτα. Απλά τον είχα κοιτάξει. Δεν τους καταλάβαινα καθόλου.

«Δεν έπρεπε να ρισκάρετε την ζωή της. Δεν ξέρατε αν θα έπιανε τελικά το σχέδιό σας», τους είπε ο Κάρτερ.

«Καλέ μου Κάρτερ», η Μέλανη έγειρε το κεφάλι της. «Μην υποτιμάς τον δεσμό ανάμεσα σε έναν λύκο και το ταίρι του.»

Το κεφάλι μου είχε αρχίσει να γυρίζει. Όλα αυτά με είχαν ζαλίσει και το μόνο που ήθελα ήταν να ξεκουραστώ. Βλέποντάς μας εξουθενωμένους γυρίσαμε πίσω στο παλάτι. Είχαμε όλοι ανάγκη από αρκετές ώρες ξεκούρασης. Το θέμα με τον Έλιοτ είχε λυθεί ολοκληρωτικά. Είχε σκοτωθεί, η κατάρα είχε λυθεί και τώρα είχε αποδοθεί δικαιοσύνη για τον θάνατο του θείου μου του Πέδρο. Θα φρόντιζα να ενημερώσω τον ξάδερφό μου τον Αλφόνσο γι' αυτό, αλλά πρώτα ήθελα να κάτσω μπροστά στο τζάκι και να αδειάσω το μυαλό μου από έγνοιες και ανησυχίες.

«Τι νύχτα κι αυτή», αποκρίθηκε ο Κάρτερ κι έκατσε δίπλα μου.

Εγώ ένευσα αργά έχοντας το βλέμμα μου στις φλόγες. «Επεισοδιακή.»

«Συγγνώμη για το πόδι σου.»

Εγώ κοίταξα τον αστράγαλό μου. Χθες στην μορφή λύκου, με είχε γραντζουνίσει, αλλά δεν ήταν τίποτα σοβαρό.

«Και για το πλευρό. Και για το σβέρκο σου», συνέχισε κι εγώ γέλασα. «Γενικά συγγνώμη.»

«Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη», τον καθησύχασα. «Εξιλεώθηκες με την ζεστή σου την γούνα»

«Χμμ», ένευσε αργά. «Ήταν όντως ζεστή.»

«Ναι», έτριψα τους ώμους μου στην ζεστή ανάμνηση του τριχώματός του και γελάσαμε κι οι δύο.

 «Επίσης σε ευχαριστώ.»

«Για ποιο πράγμα;», τον ρώτησα.

«Που με έσωσες φυσικά. Αν δεν ήσουν εσύ θα είχε καταστραφεί η ζωή μου.»

Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου. «Πραγματικά δεν έχω ιδέα τι έκανα και σε βοήθησα.»

Εκείνος χαμογέλασε. «Με κοίταξες.»

«Το ξέρω», έγειρα το κεφάλι μου προς το μέρος του. «Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πως σε βοήθησε αυτό.»

Έκανε στην άκρη μια τούφα από τα μαλλιά μου κι άφησε το χέρι στο μάγουλό μου στέλνοντάς μου κύματα ζεστασιάς. «Έχεις πολύ όμορφα μάτια.»

Εγώ γέλασα πνιχτά. «Δεν έχουν τίποτα ιδιαίτερο τα μάτια μου. Θα ήθελα πολύ να είχα τα δικά σου.»

Κούνησε αργά το κεφάλι του. «Έχουν μια πολύ ιδιαίτερη ομορφιά. Τα κοιτάς και χάνεσαι.»

Ένιωθα να ζαλίζομαι με τα λόγια του. Μου μιλούσε τόσο τρυφερά. Η φωνή του ήταν σχεδόν μεθυστική. Εκείνος χανόταν στα μάτια μου κι εγώ στα δικά του. Τα κοίταζα κι ένιωθα να με χαϊδεύουν τα ζεστά κύματα της θάλασσας. Ήταν σαν να βυθιζόμουν στον ωκεανό χωρίς να πνίγομαι, αλλά να απολαμβάνω την αίσθηση του νερού να αγκαλιάζει το σώμα μου.

«Και κάθε φορά που τα κοιτάω», συνέχισε «σε ερωτεύομαι ακόμα περισσότερο.»

Ξεκούρασα το μέτωπό μου στο δικό μου και έκλεισα τα μάτια μου. Άφησα την ομορφιά της στιγμής να με συνεπάρει. Κάπως έτσι ένιωθα κι εγώ μαζί του. Κάθε φορά που αντίκριζα τον ουρανό στα μάτια του με άφηνα να αιχμαλωτίζομαι στο έλεος του όλο και πιο πολύ. Σαν μια φλόγα δυνατή που με κάθε σταγόνα νερού σβήνει και τελικά παραδίνεται στο αντίθετο στοιχείο. Λίγο – λίγο έπεφταν οι ασφάλειές μου και τον άφηνα να με κάνει δική του έτσι ακριβώς όπως το ήθελε.

«Κάρτερ», η φωνή μου ήταν τόσο σιγανή που με το ζόρι ακούστηκε. Ανασηκώσαμε κι οι δυο τα βλέμματά μας κι εκείνος περίμενε την επόμενη κουβέντα μου με ανυπομονησία. «Πρέπει να σου εξομολογηθώ κάτι...»

6 \��M��

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top