14. ΧΑΛΛΟΓΟΥΙΝ
Έφτασε η μέρα αυτή του χρόνου. Όλο το σχολείο είχε στολιστεί με τρομακτικές κολοκύθες και μερικές νυχτερίδες κρέμονταν πάνω από κάθε κατώφλι. Παιδάκια έφυγαν νωρίς από τους κοιτώνες για να περάσουν το Σαββατιάτικο τους απόγευμα τρέχοντας ανέμελα στους δρόμους και ζητώντας γλυκά για να μην τρομάξουν τους κατοίκους. Το λύκειο προετοιμαζόταν για το αποψινό πάρτι στο γυμναστήριο. Κάποιοι στα δωμάτιά τους δοκίμαζαν στολές κι άλλοι καθόμασταν στην τραπεζαρία φροντίζοντας για την διακόσμηση.
Είχαν περάσει δύο βδομάδες από την αναπάντεχη επίσκεψη της πρώην του Κάρτερ. Είχα απομονωθεί ουσιαστικά στο σχολείο για να μην την ξαναδώ. Κυρίως για να μην πέσω σε στιγμές... επανασύνδεσης! Όλοι με καθησύχαζαν πως κι εκείνος την απέφευγε. Ο Ντιμίτρι κι η Μέλανη με είχαν πλευρίσει πολλές φορές ως μεσολαβητές του, αλλά εγώ αρνούμουν να τον δω. Είχα ζηλέψει τόσο πολύ, όταν ανακάλυψα ποια ήταν η άγνωστη κοκκινομάλλα που απόρησα με τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να γίνω υστερική και να χάσω την ψυχραιμία μου. Ήμουν ένας πολύ κτητικός και παρορμητικός άνθρωπος. Ένας θανατηφόρος συνδυασμός για τον Κάρτερ τις μέρες επίσκεψης της Κέιζα. Ο Σκοτ μπροστά μου θα φαινόταν πταίσμα αν ξεσπούσα κι εγώ.
Αγνοούσα λοιπόν όλα του τα τηλεφωνήματα και φρόντιζα να κρατηθώ μακριά του ακόμα και όταν τρύπωνε στο σχολείο. Τα νέα για την ακόμη σταθερή κατάσταση του Έλιοτ, τα μάθαινα από τον Ντιμίτρι, ενώ δεν είχα ξαναπατήσει στο παλάτι. Ο Σκοτ είχε ξεκινήσει την εκπαίδευσή του πρώτα με τον Ντιμίτρι και στην συνέχεια θα τον αναλάμβανε ο Σπένσερ, ο αρχηγός της φρουράς. Κι εκείνος προσπάθησε να με πείσει να απαντήσω σε ένα τηλεφώνημα του Κάρτερ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ήθελα τον χρόνο μου να χωνέψω τον ερχομό της, έχοντας μια κρυφή ελπίδα ότι στο μεταξύ θα ξεκουμπιζόταν.
Καθόμουν λοιπόν στην τραπεζαρία μαχαιρώνοντας μία ακόμη κολοκύθα για να ξεσπάσω σε κάτι που δεν θα μάτωνε και το κυριότερο δεν θα παραπονιότανε. Ωστόσο, η ησυχία μου δεν θα κρατούσε για πολύ. Ο Κάρτερ τρύπωσε στην τραπεζαρία από την ανοιχτή τζαμαρία στην οποία κάποιοι συμμαθητές μου κρεμούσαν μερικές, τελευταίες, ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
«Πού είσαι πια;», έκατσε δίπλα μου φουριόζος. «Προσπαθώ να σε πλησιάσω δύο βδομάδες.»
«Κοίτα σύμπτωση», δεν σήκωσα το βλέμμα μου και συνέχιζα να 'τραυματίζω' την κολοκύθα «Τόσο ακριβώς σε απέφευγα.»
Εκείνος αναστέναξε βαριά. «Σου ορκίζομαι ότι δεν είχα ιδέα ότι θα ερχότανε.»
Γιατί είχε έρθει η Κέιζα δεν είχα ρωτήσει αν και με έκαιγε πολύ. Ωστόσο, περίμενα μέχρι κάποιος να το πει, γιατί δεν ήθελα να χρειαστεί να ρωτήσω. Δεν ήθελα να δείξω την ζήλια μου.
«Εντάξει. Γι' αυτό κι εγώ σου έδωσα το χρόνο σου για να τα πείτε. Τόσο καιρό έχετε να βρεθείτε», μαχαίρωνα με τόσο μένος την κολοκύθα που αν είχε φωνή θα ούρλιαζε και θα ακουγόταν μέχρι την Σεβίλλη.
«Μπορείς να σταματήσεις να ασχολείσαι με αυτή την κολοκύθα και να μιλήσουμε σαν άνθρωποι;»
Κατέπνιξα έναν αναστεναγμό και έμπηξα το μαχαίρι στην κολοκύθα. «Εντάξει λοιπόν», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου και έγειρα πίσω στην καρέκλα. «Μίλα.»
«Δεν ξέρω γιατί ήρθε», έσκυψε προς τα μένα. «Και δεν με νοιάζει κιόλας. Όταν έφυγες από το παλάτι της είπα πως δεν είχε δουλειά εδώ μέσα και την έδιωξα.»
Η Μέλανη μου είχε πει πως έχασε τους γονείς της, όταν ήταν μικρή από επίθεση βρικολάκων και την μεγάλωσε ένας θείος της. Με επιβεβαίωσε πως είχε έρθει για εκείνον, αλλά εγώ δεν το πίστευα. Είχε έρθει για τον Κάρτερ.
«Συγχαρητήρια. Από μένα τι θες;»
«Έλα», έκανε να με χαϊδέψει αλλά μια ματιά μου ήταν αρκετή για να αναθεωρήσει την κίνησή του. «Σε παρακαλώ μην είσαι έτσι. Πες μου τι θέλεις να κάνω. Θέλεις να της πω να φύγει;»
«Όχι», πήρα το μαχαίρι για να συνεχίσω το σφάξιμο της κολοκύθας. «Δεν θα γίνω αυτή η γυναίκα.», έστρεψα την άκρη του μαχαιριού σε εκείνον. «Αλλά θα γίνω αυτή η γυναίκα που δεν θα διστάσει να σου κόψει τους όρχεις και να σε ταΐσει με αυτούς αν κάνεις καμιά λαδιά.»
Ξεροκάταπιε κι ένευσε αργά. «Σε πιστεύω.»
Κατένευσα και προσπάθησα να τελειώσω με την κολοκύθα.
«Τελικά τι θα ντυθείς απόψε;», με ρώτησε προσπαθώντας να ελαφρύνει την κατάσταση.
«Υπομονετική», απάντησα μέσα από τα δόντια μου.
Εκείνος γέλασε. «Άσε μην μου πεις. Θα σε δω έτσι κι αλλιώς.»
«Από πού και ως πού;»
«Οι καθηγητές σας ζήτησαν να σας επιβλέπουν κάτοικοι για να νιώθετε πιο άνετα και προσφέρθηκα κι εγώ.»
«Χμμ»
Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να δαγκώνει το κάτω χείλος του χαμογελώντας πονηρά. «Δεν χαίρεσαι;»
Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου. «Χαίρομαι που δεν θα δω καθηγητές και σήμερα.»
Σηκώθηκε και έσκυψε δίπλα μου. «Χάρηκες», σκούντηξε απαλά το μηρό μου. «Και σου έλειψα πολύ. Όπως μου έλειψες και εσύ.»
«Μην είσαι τόσο Μάρεϊ», κούνησα το κεφάλι μου.
Η σιγουριά κι η αυτοπεποίθηση έρεε άφθονη στον συγκεκριμένο οίκο. Στη Μέλανη ήταν πιο καταπραϋμένο βέβαια χάρις την μαγεία. Ωστόσο, δεν έλειπε.
Γέλασε με το σχόλιό μου και σηκώθηκε. «Θα σε δω απόψε», έσκυψε και μου ψιθύρισε.
Εγώ ένευσα αργά χωρίς να δείξω πόσο μου άρεσε η αίσθηση της ανάσας του να χαϊδεύει το δέρμα μου. Με φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε λέγοντάς μου πως θα τα λέγαμε το βράδυ.
Ολοκλήρωσα με την κολοκύθα μου σε πιο ήπιο ρυθμό μετά την επίσκεψη του Κάρτερ. Ανακουφίστηκα που δεν είχε ασχοληθεί πολύ μαζί της και ένα κομμάτι του εαυτού μου ήθελε να της πει να φύγει. Αλλά όπως του είπα δεν ήθελα να είμαι αυτή η γυναίκα. Ήμουν πολλά αλλά κυρίως αξιοπρεπής. Αυτό δεν ήθελα να το χάσω.
Το βράδυ το κέφι χτύπησε κόκκινο. Το γυμναστήριο είχε διακοσμηθεί με όλα τα απαραίτητα για πάρτι Χάλλογουιν: κολοκύθες με κεράκια στο εσωτερικό τους να τονίζουν τα τρομακτικά τους μάτια και στόμα, ψεύτικες αράχνες και νυχτερίδες να πέφτουν από το ταβάνι, σκισμένα υφάσματα στους τοίχους και χαμηλό φωτισμό. Μια μπάντα από παιδιά του σχολείου μας μεταμφιεσμένα σε βαμπίρ φρόντιζαν για την διασκέδαση μας. Τα πάντα προμήνυαν ένα ξέγνοιαστο σχολικό πάρτι, το οποίο ήταν η πρώτη μου εμπειρία.
Μπαίνοντας στο γυμναστήριο με την Μόνι, τον Σκοτ και τον Τσέις, κατευθυνθήκαμε στον μπουφέ για να βρούμε την Μέλανη, τον οποίο κι είχε αναλάβει. Η Μέλανη είχε ντυθεί διαβολίνα, ενώ η Μόνι άγγελος. Είχαν πει οι δύο μελαχρινές να κάνουν αυτή την φορά αντίθεση. Ο Τσέις είχε ντυθεί πλέυ μπόι. Είχε φορέσει ένα κουστούμι και το πρόσωπό του ήταν γεμάτο με σημάδια από φιλιά. Γι' αυτά είχα φροντίσει εγώ κι η Μόνι, καθώς είχαμε φορέσει κόκκινο κραγιόν και τον φιλούσαμε. Η μύτη του είχε επουλωθεί το ίδιο κι η σχέση του με τον Σκοτ. Εκείνος είχε ντυθεί ρωμαίος αυτοκράτορας. Είχαμε πει να κάνουμε κι οι δυο μας αντίθεση μετά την ανεπίσημη καταταγή του στην φρουρά μου ως βασίλισσα. Έτσι αυτός ντύθηκε ο ρωμαίος αυτοκράτορας κι εγώ μονομάχος του Κολοσσαίου.
Η Μέλανη μας υποδέχτηκε δίνοντάς μας τον χυμό που είχε η ίδια φτιάξει.
«Είστε όλοι καταπληκτικοί», μας μοίρασε τα ποτήρια. «Πάω να ελέγξω κάτι τελευταία και επιστρέφω.»
«Στην υγειά μας», αποκρίθηκε ο Τσέις και ήπιαμε μια γουλιά, η οποία ήταν υπεραρκετή.
Δεν ξέρω από τι είχε φτιαχτεί αυτός ο χυμός, αλλά μάλλον όλα τα υλικά ήταν χαλασμένα. Η γεύση του ταλάνισε τον ουρανίσκο μου, ενώ ένιωσα ένα κάψιμο, καθώς το κατέβαζα.
«Τι της κάναμε και μας τιμωρεί έτσι;», κατάφερε να μιλήσει η Μόνι μετά από αυτή την τραυματική μας εμπειρία.
«Ελπίζω να μην έχει φτιάξει και τα φαγώσιμα αυτή», ο Τσέις άφησε το ποτήρι στον πάγκο.
Η Μέλανη μας πλησίασε κι αμέσως φορέσαμε τα χαμόγελά μας. «Πώς σας φάνηκε;»
Αναφωνήσαμε με έναν όχι και τόσο ειλικρινές ενθουσιασμό κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον.
«Μακάρι να μας τον είχες φτιάξει νωρίτερα», συμπλήρωσε την ψεύτικη ευχαρίστησή μας ο Τσέις.
«Θέλετε κι άλλο;», έκανε να μας προσφέρει.
«Όχι, όχι», τράβηξα τον Σκοτ να πάμε να χορέψουμε τρομοκρατημένη μήπως ξαναγευόμουν αυτό... το ποτό τέλος πάντων.
Κοίταξα τριγύρω καθώς χορεύαμε και πέτυχα σε μια γωνία τον Κάρτερ με τον Ντιμίτρ να μιλάνε και να γελούν. Από ότι φαίνεται κι εκείνος είχε προσφερθεί να μας επιβλέπει. Δεν του έφτασαν τόσες μέρες φρούρησης. Ήθελε κι άλλο.
Μέσα σε όλο το γυμναστήριο έβλεπες μεταμφιέσεις και μάσκες. Μου άρεσε γενικά η όλη ατμόσφαιρα. Είχα φυσικά πάει και πριν σε Χάλλογουιν πάρτι αλλά κανένα δεν ήταν του σχολείου μου. Τώρα ήμουν με συμμαθητές μου, με ανθρώπους να μας επιβλέπουν. Ήταν τρελό αλλά με διασκέδαζε. Ήταν άλλωστε μια πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα.
Χόρεψα πολύ και με πολλούς, τόσο με τους φίλους μου όσο και με άλλους συμμαθητές μου που είχα γνωρίσει. Πέρναγα πολύ ωραία και για αρκετές ώρες ένιωσα ελεύθερη από έγνοιες και υποχρεώσεις. Τώρα δεν ήμουν πριγκίπισσα, αλλά μια μαθήτρια που απολάμβανε την γιορτή των Αγίων Πάντων.
Μετά από πολύ χορό αποφάσισα να κάνω ένα διάλειμμα. Πλησίασα τον μπουφέ, όπου ήταν κι ο Κάρτερ κι έβαζε λίγο χυμό για να ξεδιψάσει.
«Ωραία η στολή σου», μου έκλεισε το μάτι βλέποντάς με.
«Ευχαριστώ», απάντησα κι εκείνος πήρε μια γουλιά από τον χυμό. «Η Μέλανη τον έφτιαξε», του αποκρίθηκα κι εκείνος αμέσως έφτυσε την γουλιά στο ποτήρι κάνοντάς με να γελάσω.
Από ότι φάνηκε είχε ξαναδοκιμάσει αλχημείες από τα χεράκια της αδερφής του κι ήξερε περί τίνος επρόκειτο. Δεν μπορούσε να μας είχε ειδοποιήσει κι εμάς νωρίτερα;
«Νεράκι καλύτερα», άφησε το ποτήρι του στην άκρη.
Η μπάντα μετά από αρκετά χορευτικά τραγούδια άρχισε να παίζει ένα πιο ήρεμο για τα ζευγαράκια. Ο Κάρτερ με κοίταξε και σήκωσε το χέρι του έτοιμος να με ζητήσει σε χορό. «Λοιπόν, μπορείτε να μου χαρίσετε ένα χορό πριν την αναμέτρησή σας με τα λιοντάρια;»
Άφησα το ποτήρι με το νερό που είχα στα χέρια μου και έπιασα το χέρι του. «Θα μπορούσα», απάντησα και κατευθυνθήκαμε στην πίστα για να χορέψουμε.
Πέρασε τα δυο του χέρια γύρω από την μέση μου κι εγώ κλείδωσα τα δικά μου γύρω από τον λαιμό του. Άφησα την ενόχλησή μου για την Κέιζα στην άκρη και επέτρεψα στον εαυτό μου να είμαι θερμή μαζί του. Δεν είχα εξομολογηθεί ακόμα τα συναισθήματά μου και αυτό το διάστημα είχα κάνει πολλές πρόβες στον καθρέφτη για να το κάνω τελικά. Αλλά κάθε φορά που τον έβλεπα έχανα τα λόγια μου και όλη μου η σιγουριά πήγαινε στράφι. Είχε έναν μοναδικό τρόπο να με καταβάλλει και να με βγάζει εκτός πορείας. Ήταν σαν ένας πειρασμός που με ξεστράτιζε με ένα του μόνο βλέμμα. Αλλά πολύ γλυκός πειρασμός.
«Δεν είσαι πλέον θυμωμένη μαζί μου;», ξεκούραζε το μέτωπό του πάνω στο δικό μου ανεβάζοντας την θερμοκρασία του σώματός μου με το άγγιγμά του και την ανάσα του να πέφτει στα χείλη μου.
«Δεν είπα ποτέ ότι ήμουν», απάντησα χαμηλόφωνα.
«Όχι δεν το είπες», κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. «Αλλά για ποιον άλλον λόγο είχες εξαφανιστεί όλες αυτές τις μέρες;»
«Δεν είχα εξαφανιστεί. Στο σχολείο ήμουν.»
Ξεφύσησε χαμογελώντας. «Σ' αρέσει να με πιλατεύεις.»
Έγειρα ελαφρά το κεφάλι μου προς τα πίσω. «Εσένα σ' αρέσει;»
Μειδίασε κάνοντας τον εαυτό του ακόμα πιο ελκυστικό. «Τα πάντα σε σένα μ' αρέσουν.»
«Ναι ε;»
Κατένευσε αργά. «Ναι.»
Συνεχίσαμε να χορεύουμε χωρίς να μιλάμε. Δεν χρειαζόντουσαν άλλωστε πολλά λόγια με εμάς. Λίγα αλλά καλά αρκούσαν για να με ζαλίσουν, να ξεχάσω τον κόσμο γύρω μου. Θα μπορούσα εκείνη την στιγμή να αρχίσω να ξεφουρνίζω όλα κι εκείνα που τόσες μέρες δεν είχα καταφέρει. Αλλά πάντα κάτι μέσα μου με σταματούσε. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Ήθελα πολύ να τα πω. Τα ένιωθα για να τα πω. Αλλά ένας συναγερμός μέσα μου χτυπούσε κάθε φορά που οι λέξεις έκαναν να δραπετεύσουν από το στόμα μου.
Έγειρα μπροστά και ξεκούρασα το πιγούνι μου στον ώμο του. Το βλέμμα μου ταξίδεψε λίγο στην αίθουσα βλέποντας αυτούς που χόρευαν. Η Μόνι χόρευε με τον Τσέις. Το θέαμα ήταν λίγο αστείο γιατί, πέραν ότι τον περνούσε δύο κεφάλια, ουσιαστικά χόρευαν για να βλέπουν τους άλλους καλύτερα και να τους σχολιάζουν. Ο Ντιμίτρι χόρευε με την Μέλανη. Μιλούσαν και χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον κι ενώ στους άλλους φαίνονταν άνετοι, εγώ πάλι έβλεπα τον Ντιμίτρι κάπως νευρικό, όπως όταν χόρεψαν για πρώτη φορά. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί το πάθαινε αυτό. Είχε χορέψει με τόσες γαλαζοαίματες, με βασίλισσες, με πριγκίπισσες. Ήταν ανεξήγητη η αμηχανία του με την Μέλανη. Και αφού δεν ένιωθε άνετα γιατί τις ζητούσε να χορέψουν; Εκτός κι αν... Έδιωξα γρήγορα την σκέψη καθώς το βλέμμα μου καρφώθηκε στον Γκασπάρ, ο οποίος χόρευε με την Οκτόμπερ, ενώ σε μια γωνία ο Σκοτ τους έβλεπε κι έβγαζε αφρούς. Δεν τους είχα δει τόση ώρα με τόσο κόσμο. Εκείνη είχε ντυθεί κοκκινοσκουφίτσα κι εκείνος λύκος. Δεν ξέρω ποιανού ιδέα ήταν αλλά δεν ήταν και πολύ αστείο δεδομένου της κατάστασης με τον Έλιοτ.
«Με συγχωρείς», μουρμούρισα στον Κάρτερ και κατευθύνθηκα προς το ζευγαράκι.
Ο Γκασπάρ βλέποντάς με συνέχιζε να χορεύει αργά με την ντάμα του.
«Ωπ, να την κι η ξαδερφούλα», μου αποκρίθηκε. «Πετυχημένη η στολή σου.»
«Η δική σου όχι και τόσο», κοίταξα την Οκτόμπερ. «Μπορώ να μιλήσω λίγο με τον ξάδερφό μου ιδιαιτέρως;»
Εκείνη κοίταξε λίγο τον Γκασπάρ και τελικά ένευσε και μας άφησε να μιλήσουμε.
«Τι έπαθες στα καλά του καθουμένου;», με ρώτησε αφού βγήκαμε από το γυμναστήριο για να μιλήσουμε καλύτερα.
«Κατ' αρχάς τι στολή είναι αυτή;», υπέδειξα την αμφίεσή του.
«Πλάκα δεν έχει;», έκανε μια στροφή.
Εγώ σταύρωσα τα χέρια μου στη στήθος μου. «Εσύ το βρίσκεις πολύ αστείο με όλα όσα συμβαίνουν;»
«Έλα τώρα», ξεφύσησε. «Άμα δεν κάνουμε και λίγο πλάκα θα τρελαθούμε στο τέλος. Η Οκτόμπερ πάντως το βρήκε χαριτωμένο.»
«Δεν πιστεύω να της είπες για τον Έλιοτ;»
Αν είχε τολμήσει να μαρτυρήσει ένα τέτοιο μυστικό σε εκείνη θα τον κατηγορούσα για προδοσία. Παραείχε γίνει το κακό με αυτούς τους δύο.
«Όχι, δεν το είπα. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τα φιλαράκια σου να το ξέρουν κι η Οκτόμπερ να είναι στο σκοτάδι.»
«Τα φιλαράκια μου», μόρφασα «ετοιμάζονται να αναλάβουν καθήκοντα σε λίγους μήνες. Οφείλουν να εκπαιδευτούν με τα τρέχοντα ζητήματα.»
«Όχι όλοι τους.»
Μονάχα ο Τσέις ήταν εκείνος που δεν εκπαιδευόταν για φρουρός ή σύμβουλος. Όμως ήταν ένας και εχέμυθος. Την Οκτόμπερ δεν μπορούσε να την εμπιστευτεί η ίδια της η αδερφή. Πόσο μάλλον εγώ που την ήξερα δύο μήνες.
«Τέλος πάντων. Εγώ προτείνω να χαλαρώσεις και να επιστρέψεις στο πάρτι. Το έχουμε κι οι δυο μας ανάγκη», μου είπε και μπήκε ξανά μέσα.
Ίσως για απόψε να του έκανα την χάρη, αλλά από αύριο μάλλον θα τον απάλλασσα από τα καθήκοντά του. Καλύτερα να ερχόταν ο Αλφόνσο να βοηθήσει κι ας φορτωνόμουν τον αδερφό του. Προτιμούσα ένα ακόμα στραβό ζευγάρι μάτια να με κοιτάνε από το να μην ξέρω από τι να πρώτο – προφυλαχτώ: από τη μία μήπως του ξέφευγε κανένα κρατικό μυστικό και από την άλλη μην ξανακυλούσε ο Σκοτ και θέριζε το μισό σχολείο, ο οποίος, όταν έκανα να μπω στο γυμναστήριο, βγήκε έξω.
«Πού πας;» του φώναξα καθώς περπατούσε γρήγορα προς τους κοιτώνες.
«Φεύγω», αποκρίθηκε.
Προσπάθησα να τον σταματήσω αλλά θα ήταν μάταιος κόπος. Σκέφτηκα να τον αφήσω να περπατήσει λίγο για να ηρεμήσει. Στο μεταξύ θα τον ακολουθούσα για να του μιλούσα όταν ήταν σε θέση για ομιλίες. Ένιωθα εν μέρει υπεύθυνη γι' αυτή του την κατάσταση. Έπρεπε να είχα βάλει όρια στον Γκασπάρ από την αρχή. Τον πήρα από πίσω, λοιπόν, μένοντας πίσω από τις φυλλωσιές.
«Σε ακούω», σταμάτησε και γύρισε προς τα εμένα.
Εγώ βγήκα από την κρυψώνα μου και μόλις με είδε ξεφύσησε.
«Δεν χρειάζεται να με παίρνεις από πίσω.»
«Χρειάζεται. Είσαι σε κατάσταση σύγχυσης και δεν μπορώ να σε αφήσω να τριγυρνάς έτσι μόνος σου», σκέφτηκα να μην προσθέσω τις τύψεις που ένιωθα, εξαιτίας του ότι ο ξάδερφός μου φλέρταρε με την Οκτόμπερ.
«Δεν υπάρχει λόγος. Θέλω άλλωστε να μείνω μόνος μου. Γύρνα στο πάρτι», είπε και ξανάρχισε να περπατάει προς τους κοιτώνες ακόμη πιο γρήγορα.
Τώρα τι να έκανα; Να τον ακολουθούσα και να τον εξαγρίωνα ή να τον άφηνα μόνο του όπως το ήθελε;
«Ορόρα», άκουσα την φωνή της Μέλανη και γύρισα και είδα την διαβολίνα φίλη μου με τον πλέυ μπόι Τσέις. «Εδώ είσαι; Σε ψάχναμε παντού.»
«Ήμουν με τον Σκοτ», τους πλησίασα.
Ο Τσέις αναστέναξε και σήκωσε τα χέρια του «Πάλι κλαίγεται; Έχω βαρεθεί με αυτή την υπόθεση.»
Η Μέλανη συμφώνησε. «Πάνω που συνέρχεται ξανά πίσω στη μαυρίλα. Δεν γίνεται άλλο.»
Εγώ αναστέναξα κι ένευσα. «Ναι έχετε δίκιο, αλλά δεν μπορούμε να τον αφήσουμε μόνο του.»
«Μια χαρά μπορούμε. Αυτό άλλωστε θέλει, οπότε ας του κάνουμε την χάρη», ανασήκωσε τους ώμους του κοιτώντας μία εμένα και μία την Μέλανη. «Ελάτε κυρίες μου χάνουμε το πάρτι.»
Κοιτάξαμε η μία την άλλη κι αφού χαμογελάσαμε, περάσαμε τα χέρια μας γύρω από τους ώμους του Τσέις. Έτσι οι τρεις επιστρέψαμε στο πάρτι. Λίγες ακόμα ώρες διασκέδασης δεν θα μας έβλαπταν. Θα ξεδίναμε από όλα τα δράματα που προέκυψαν ακόμα και κατά την διάρκεια της γιορτής. Βέβαια αύριο θα ήμασταν κομμάτια και θα επιστρέφαμε στην δύσκολη καθημερινότητα, αλλά όλα αυτά από αύριο. Σημασία είχε να το χαρούμε απόψε.
Περπατούσαμε κι οι τρεις λοιπόν, μιλώντας και γελώντας, αφήνοντας την ξεγνοιασιά να μας παρασύρει. Βαθιά μέσα μου είχα ακόμα τύψεις για τον Σκοτ, αλλά το άφησα ως είχε. Θα σεβόμουν απόψε την επιθυμία του να μείνει μόνος του αλλά και την δικιά μου για λίγη διασκέδαση.
Λίγο πριν φτάσουμε στη μεγάλη φιέστα ακούσαμε έναν περίεργο ήχο μέσα από τις φυλλωσιές και σταματήσαμε. Κοιτούσαμε τριγύρω, χωρίς να απομακρυνθούμε ο ένας από τον άλλον.
«Ανατριχιαστικό», μουρμούρισε η Μέλανη.
Ο Τσέις κοίταξε ευθεία μπροστά, μόλις ακούστηκε κι άλλος θόρυβος. «Σαν τις ταινίες», είπε χαμηλόφωνα. «Αυτή είναι η σκηνή, στην οποία η πρωταγωνιστές είναι μέσα στο παιχνίδι του θύτη.»
Έσμιξα τα φρύδια μου. Θα μπορούσε όντως να είναι μια πολύ καλή σκηνή για θρίλερ. Αλλά δυστυχώς αυτό ήταν πραγματικότητα. Κάτι μας παραμόνευε. Κάτι έξυπνο και μεγάλο, όπως ένας λύκος. Ένας μαύρος σαν την νύχτα λύκος, ξεπρόβαλλε πίσω από δύο θάμνους. Τα μάτια του ήταν πορτοκαλί σαν το κεχριμπάρι, ενώ το στόμα του είχε γείρει πίσω, ξεπροβάλλοντας τους κάτασπρους και απειλητικούς του κυνόδοντες. Αυτός δεν ήταν ένας κανονικός λύκος, αλλά λυκάνθρωπος. Είχα ξαναδεί στην Σεβίλλη αρκετούς και μπορούσα να τους καταλάβω με μια μόνο ματιά.
«Κι αυτή είναι η σκηνή που τρέχουμε για τις ζωές μας», ψέλλισε αργά ο Τσέις αφήνοντας μας και παίρνοντας έναν αναπτήρα από την τσέπη του. Τον άναψε και έστρεψε την φλόγα προς τον λύκο. «Τρέξτε», μας φώναξε.
Η Μέλανη άρπαξε το χέρι μου κι αρχίσαμε να τρέχουμε πιο γρήγορα κι από τον άνεμο. Δεν είχαμε απομακρυνθεί πολύ από τον Τσέις και τον λύκο όταν γύρισα να τους κοιτάξω. Με τον αναπτήρα αναμμένο προσπαθούσε να απωθήσει τον λύκο για να βρει την κατάλληλη ευκαιρία και να τρέξει κι εκείνος. Δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του με αυτό το τέρας. Ήταν ευθύνη μου.
Σταμάτησα και το ίδιο έκανε κι η Μέλανη. «Πήγαινε και φώναξε βοήθεια», της αποκρίθηκα όσο προσπαθούσα να ανασάνω.
Εκείνη δίστασε στην αρχή. Ανησυχούσε όπως κι εγώ και δεν ήθελε να μας αφήσει μόνους μας στο έλεος του λύκου. «Σε παρακαλώ», την ικέτευσα και παρά τον δισταγμό της μπόρεσα και την έπεισα. Έφυγε τρέχοντας κι εγώ αμέσως στράφηκα προς την μεριά του Τσέις και τον λύκο μόνο που τώρα δεν ήταν κανείς εκεί. Είχαν εξαφανιστεί κι οι δύο. Το μόνο που υπήρχε ήταν μια επικίνδυνη ησυχία.
«Τι στο...», πριν προλάβω να ολοκληρώσω την φράση μου ένα χέρι με τράβηξε και με έσπρωξε πάνω σε ένα δέντρο. Ο Κάρτερ στεκόταν μπροστά μου έχοντας το χέρι του πάνω στο στόμα μου για να μην φωνάξω. Με ξάφνιασε και στο τσακ πρόλαβε να αποτρέψει το ουρλιαχτό μου. Αφού με κοίταξε για μερικές στιγμές και σιγουρεύτηκε ότι δεν θα έκανα σπασμωδικές κινήσεις, πήρε το χέρι του από τα χείλη του και με ρώτησε τι συνέβη. Εγώ κοίταξα στο μέρος που πριν μερικά λεπτά ήταν ο Τσέις και ο λύκος. Μετά κοίταξα τον Κάρτερ και κούνησα το κεφάλι μου. «Ο Τσέις ήταν... και μετά δεν ήταν.»
Ο Κάρτερ αναστέναξε. «Πολύ βοηθητικό.»
Ξεγλίστρησα από τα χέρια του και τον τράβηξα προς τα εμπρός. «Ήταν εκεί», του έδειξα. «Προσπαθούσε να ξεφύγει από... από τον Έλιοτ.»
Κι εγώ κι εκείνος παγώσαμε συνειδητοποιώντας πως ο λυκάνθρωπος, ο οποίος κρυβόταν τόσο καιρό στην Μόιρα είχε χτυπήσει. Πριν προλάβουμε να αρθρώσουμε λέξη ακούστηκε το ουρλιαχτό του. Δεν ήταν στο οπτικό μας πεδίο, αλλά ακούστηκε πολύ κοντά μας.
Ο Κάρτερ άρπαξε το χέρι μου και τα μάτια του άστραψαν. Προς στιγμήν νόμιζα ότι έγιναν πιο γαλανά, αν ήταν κάτι τέτοιο δυνατό. «Πάμε να φύγουμε από εδώ.»
Κρατώντας με από το χέρι αρχίσαμε να τρέχουμε με όλη μας την δύναμη κι από πίσω μας ακολουθούσε ο σκλάβος της σελήνης. Μερικές φορές γύρισα αστραπιαία το βλέμμα μου πίσω για να τον δω αλλά δεν τα κατάφερνα. Όλα γινόντουσαν πολύ γρήγορα. Αυτό όμως που είχε σημασία ήταν να του ξεφύγουμε. Περάσαμε μέχρι και την πύλη του σχολείου, αλλά ο Έλιοτ δεν σταματούσε να μας κυνηγάει. Ο Κάρτερ κρατούσε το χέρι μου σφιχτά και με ωθούσε να τρέχω ακόμα πιο γρήγορα. Σε κανονικές συνθήκες θα μπορούσα και να τον είχα ξεπεράσει. Όμως με τόσο χορό είχα εξουθενωθεί και τα πόδια μου σε λίγο μπορεί και να έσπαγαν από την τόση κούραση. Γενικά αυτό το μέρος δεν ευνοούσε το ξεφάντωμα. Έπρεπε πάντα να ήσουν ξεκούραστος για να τρέξεις από τον επόμενο δαίμονα που θα σε πάρει στο κατόπι.
Λίγο πριν καταρρεύσω αντίκρισα μπροστά μας την εκκλησία. Οι λυκάνθρωποι, όπως και οι βρικόλακες δεν μπορούσαν να μπουν σε ιερό χώρο, σε αντίθεση με' μας που θα βρίσκαμε τώρα καταφύγιο. Ο Κάρτερ σαν αστραπή άνοιξε την πόρτα και με έσπρωξε μέσα. Στεκόταν μπροστά μου, έξω από τα προστατευτικά όρια της εκκλησίας και κοιτούσε τον Έλιοτ που πλησίαζε.
«Κάρτερ τι κάνεις;», του φώναξα.
Προσπάθησα να βγω, αλλά με έσπρωξε ξανά μέσα. Τον τραβούσα από το χέρι αλλά δεν κουνιόταν. Ήταν σαν να τραβούσα άγαλμα. Δεν σταμάτησα όμως να τον τραβάω όσο εκείνος παρακολουθούσε τον εχθρό να πλησιάζει. Μα τι στα κομμάτια έκανε; Ήταν ένα είδος ευχής θανάτου; Δεν υπήρχε λόγος να το παίξει ήρωας ή κάτι τέτοιο. Ένα βήμα αρκούσε για να σωθεί.
«Κάρτερ», ούρλιαξα με όλη μου την δύναμη και αγνόησα τον πόνο που επακολούθησε στον λαιμό μου, την στιγμή που ο Έλιοτ ήταν μια ανάσα μακριά μας. Επιτέλους, ο Κάρτερ μπήκε μέσα και έκλεισε γρήγορα την πόρτα χτυπώντας τον διώκτη μας. Ακούμπησα αμέσως στον τοίχο ασθμαίνοντας. Όλο μου το σώμα έτρεμε από την υπερένταση κι η καρδιά μου κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος μου.
«Τι στο διάολο σε έπιασε;», τον ρώτησα ενώ ακόμα πάλευε η ανάσα μου να επανέλθει στους φυσιολογικούς ρυθμούς της.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε: «Τελείωσε τώρα. Είμαστε ασφαλείς», έκανε να με πλησιάσει αλλά το ξέσπασμά μου δε θα τέλειωνε εκεί.
«Τώρα! Αν συνέχιζες την κουταμάρα σου θα σε είχε κάνει χίλια κομματάκια. Πόσο ηλίθιος παίζει να είσαι τέλος πάντων;»
Όλη αυτή η οργή κι ο πανικός με είχαν καταβάλλει τόσο που δεν ήξερα τι έλεγα. Φώναζα ασταμάτητα χωρίς να λέω κάτι που να είχα σκεφτεί. Απλά άφηνα το στόμα μου να λειτουργήσει από μόνο του. Μπορεί κιόλας να μην έλεγα κάτι διαφορετικό και να επαναλάμβανα τα αρχικά μου λόγια. Το σώμα μου είχε πάρει φωτιά. Ξαφνικά τα πάντα γύρω μου άρχισαν να γυρίζουν. Όλα έγιναν μαύρα κι έχασα τρεις από τις αισθήσεις μου. Δεν μπορούσα να δω, ούτε να ακούσω τίποτα. Τα χέρια μου είχαν μουδιάσει. Προσπάθησα να στηριχτώ αλλά δεν μπορούσα να νιώσω τίποτα και περπατούσα αργά με το χέρι στον τοίχο ελπίζοντας τα χέρια μου να ξανάβρισκαν την αφή. Η ανάσα μου κοβόταν λεπτό με το λεπτό, αλλά δεν σταμάτησα το παραλήρημα. Μόνο που τώρα έκανα συχνά διαλείμματα για να μπορέσω να ανασάνω, χωρίς αποτέλεσμα. Άρχισα να ζαλίζομαι και έπεσα κάτω, αλλά δεν λιποθύμησα. Μέσα σε όλη αυτή την θολούρα ξεχώρισα τον Κάρτερ. Είχε γονατίσει μπροστά μου και μου μιλούσε αλλά δεν τον άκουγα. Δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά ούτε το ύφος του για να καταλάβω την διάθεσή του. Μπορεί να μου φώναζε που του μίλησα έτσι. Τα χέρια μου έπεσαν πάνω στους ώμους του και τότε άρχισα να συνέρχομαι. Τότε εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του και μου επανέλαβε αυτό που δεν είχα ακούσει. Δεν ήταν θυμωμένος. Αντίθετα ανησύχησε με την κατάστασή μου. Σταμάτησα να τρέμω και ξαναβρήκα τις αισθήσεις και την ακεραιότητά μου.
«Ηρέμησε», τον άκουσα να ψιθυρίζει πάνω από το αυτί μου. «Σε κρατάω, είσαι ασφαλής.»
Αφού ηρέμησα για τα καλά με βοήθησε να σηκωθώ και κάτσαμε στις καρέκλες κοντά στα κεριά. Η εκκλησία ήταν σκοτεινή και μόνο τα κεριά πάνω σ' ένα τραπέζι δεξιά την φώτιζαν.
«Γιατί το έκανες;», τον ρώτησα έχοντας τα χέρια μου γύρω μου. «Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί.»
Το φως των κεριών έπεφτε πάνω στα πρόσωπά μας. Τα μάτια του φαίνονταν σχεδόν ασημί.
«Δεν έγινε τίποτα όμως», απάντησε ήρεμος και χαμήλωσε το βλέμμα του.
Οι φλόγες των κεριών φάνηκαν να τραυματίζουν την όραση του. Εμένα πάλι όχι τόσο. Για κάποιο λόγο μπορούσα να κοιτάω δυνατές πηγές φωτός για αρκετή ώρα. Περισσότερο από όσο θα άντεχε ένας μέσος άνθρωπος ή νταμπίρ. Ο Κάρτερ μάλλον δεν είχε μεγάλες αντοχές.
«Θα μπορούσε», ξεφύσησα. «Γιατί το έκανες;»
Ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους του. «Από περιέργεια. Δεν είχα ξαναδεί λυκάνθρωπο πριν.»
Η περιέργεια όμως σκότωσε την γάτα και παραλίγο και τον Κάρτερ!
«Ήθελα να δω τι το διαφορετικό είδε ο Αλεχάντρο», συνέχισε. «Αλλά δεν είδα τίποτα.»
Ακούμπησα με το χέρι μου τον ώμο του. «Ο Έλιοτ είναι ένα κακό παράδειγμα. Δεν σημαίνει πως όλοι είναι έτσι.»
«Πιστεύεις δηλαδή ότι θα μπορούσε να υπάρχει μέχρι κι ένας καλός βρικόλακας;»
Αυτή ήταν μια ερώτηση παγίδα. Δεν είχα πολλές εμπειρίες με βρικόλακες, κι εμείς τα νταμπίρ μεγαλώναμε με την πεποίθηση πως τα βαμπίρ ήταν εχθρός. Από την άλλη και για τους λυκάνθρωπους το ίδιο αλλά σε ηπιότερη μορφή.
«Πιστεύω πως δεν πρέπει να κρίνουμε χωρίς να γνωρίζουμε πραγματικά», απάντησα όσο πιο διπλωματικά γινόταν.
«Η απάντηση στην ερώτηση μου είναι ένα ναι ή ένα όχι», σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε.
«Ειλικρινά δεν ξέρω», σηκώθηκα και στάθηκα μπροστά από ένα βιτρώ παράθυρο.
Σηκώθηκε κι εκείνος και στάθηκε πίσω μου. «Δεν ξέρεις αλλά πιστεύεις στο Κάτω Κόσμο.»
Γύρισα να τον κοιτάξω. «Τι σχέση έχει ο Κάτω Κόσμος;»
«Δεν ξέρεις αν υπάρχουν καλοί βρικόλακες, γιατί δεν τους έχεις συναντήσει όλους για να ξέρεις», σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Αλλά πιστεύεις σε κάτι που είναι μια προφορική παράδοση.»
«Πιστεύεις στον Θεό;»
Εκείνος φάνηκε να απορεί. «Ναι», απάντησε αβέβαιος.
«Τον έχεις δει ποτέ; Ή κάτι δικό του;»
«Δεν...», έκανε να μιλήσει θέλοντας να μου πει πως Κάτω Κόσμος και θρησκεία δεν είναι το ίδιο, αλλά εγώ τον σταμάτησα επαναλαμβάνοντας την ερώτηση. «Όχι», απάντησε τελικά.
«Μπορεί να μην πιστεύεις στον παράδεισο και στην κόλαση ή τέλος πάντων σε μια στάνταρ μεταθανάτια ζωή, αλλά εγώ πιστεύω σε αυτό που πίστευαν κι οι πρόγονοί μας. Μακρινοί και κοντινοί», έκανα μια νύξη στον πατέρα του, ο οποίος ήξερα πως πίστευε στον Κάτω Κόσμο. «Μην προσπαθείς να μου αλλάξεις γνώμη. Το πιστεύω με όλη μου την καρδιά ότι υπάρχει. Κι εγώ σου υπόσχομαι να μην προσπαθήσω να σε πείσω.»
Το σκέφτηκε για λίγο και τελικά κατένευσε.
«Όσο για το θέμα των λυκανθρώπων», τον πλησίασα «θα πρέπει να μάθεις να βλέπεις κι εσύ όσα είδε ο πατέρας μου.»
«Τι εννοείς;», ανασήκωσε το ένα του φρύδι.
«Όσες συμφωνίες έχει κάνει με αγέλες θα πρέπει να τις τηρήσουμε.»
Έσφιξε τα χείλη του, αλλά δεν έφερε αντίρρηση. «Και πόσες είναι αυτές;»
«Όχι πολλές. Έχω φέρει μαζί μου τις βασικές λεπτομέρειες. Μπορώ να στις δώσω αύριο.»
Έκανε ένα βήμα μπροστά και πέρασε το ένα του χέρι γύρω από την μέση μου. «Δεν με αφορούν τόσο οι λεπτομέρειες των συμφωνιών όσο άλλες λεπτομέρειες.»
«Τι λεπτομέρειες;», χαμήλωσα το βλέμμα μου στο ύψος των χειλιών του. Πολλές κι αμαρτωλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων.
«Δεν μπορώ να στις πω τώρα», έσκυψε μπροστά. «Έχω ήδη αμαρτήσει αρκετά με τα όσα έχω σκεφτεί», χάιδεψε με το δάχτυλο του τα χείλη μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη.
Ακόμα και μέσα στην εκκλησία με έναν λυκάνθρωπο να παραφυλάει απέξω, δεν μπορούσαμε να κάνουμε στην άκρη την ερωτική έλξη. Ήταν σαν αρρώστια που μας έκαιγε και μας κατέκλυζε κάνοντάς μας να χάνουμε την αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Ήταν μια αρρώστια χωρίς γιατρειά. Είχε μονάχα έναν τρόπο να καταπραΰνεται, με ένα φιλί, με ένα χάδι, με όλα όσα εκείνα που δεν μπορούσαμε να ξεστομίσουμε αλλά φανταζόμασταν και αναριγούσαμε.
Γρήγορα μπόρεσα να συνέλθω από το άγγιγμα του και τις σκέψεις μου με όλα όσα εκείνα ήθελα να του κάνω και να μου κάνει μέσα σε ένα βράδυ, καθώς έπρεπε να βγούμε από την εκκλησία και να πιάσουμε τον Έλιοτ. Δεν ακούστηκε για αρκετή ώρα και ανησυχήσαμε ότι θα είχε επιτεθεί στην πόλη ή στο σχολείο. Δεν φαινόταν βέβαια καμία αναταραχή, αλλά δεν γινόταν να μείνουμε εκεί όλο το βράδυ.
Ανοίξαμε την πόρτα όσο πιο ήσυχα γινόταν και κοιτάξαμε τριγύρω. Δεν είδαμε και δεν ακούσαμε τίποτα ύποπτο. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και με ένα νεύμα του βγήκαμε έξω. Στο πρώτο βήμα όλα ήταν φυσιολογικά. Κάναμε μερικά ακόμα κοιτάζοντας πάντα εξεταστικά την περίμετρο. Όλα ήταν ήσυχα.
«Πού να πήγε άραγε;», ρώτησε χαμηλόφωνα ο Κάρτερ.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του, όταν ο Έλιοτ –ακόμα σε μορφή λύκου- όρμησε στο μέρος μας γρυλίζοντας επιθετικά. Ο Κάρτερ βλέποντάς τον με έσπρωξε για να με προστατέψει. Έπεσα μπρούμυτα στο έδαφος και ένιωσα ένα σφάχτη στο στήθος μου από το χτύπημα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και γύρισα πλευρό για να δω αν ο Κάρτερ ήταν καλά. Τον άκουγα που μαχόταν με τον Έλιοτ και έπρεπε να τον βοηθήσω. Η κατάσταση όμως ήταν πολύ άσχημη. Ο Έλιοτ ήταν πάνω στον Κάρτερ κι εκείνος δεν μπορούσε να παλέψει. Σηκώθηκα και έκανα να τους πλησιάσω κι αμέσως ο Έλιοτ έτρεξε ουρλιάζοντας στο σεληνόφως.
«Κάρτερ», έτρεξα να τον βοηθήσω.
Σηκώθηκε μόνος του και βόγκαγε από τον πόνο.
«Είσαι καλά;», προσπάθησα να τον περιεργαστώ αλλά μου έκρυβε το στήθος του. Τελικά με το χέρι μου συνειδητοποίησα ότι αιμορραγούσε.
«Είναι απλά μια γραντζουνιά», αποκρίθηκε εκείνος και έβηξε.
Δεν έμοιαζε όμως για μια απλή γραντζουνιά. Φαινόταν να υποφέρει από τον πόνο, μολονότι προσπαθούσε να το κρύψει. Με ένα του βήμα πήγε να σωριαστεί αλλά τον κράτησα.
«Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο.»
«Όχι», φώναξε με όση δύναμη του είχε μείνει. «Όχι στο νοσοκομείο», ψέλλισε.
Η θερμοκρασία του σώματός του είχε ανέβει πολύ. Τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει, ενώ το κούτελό του είχε γεμίσει με σταγόνες ιδρώτα. Προσπάθησα να βάλω το χέρι μου στην πληγή του αλλά με σταμάτησε. Όταν μπόρεσε να βρει την ισορροπία του, στάθηκε δίπλα μου με το βλέμμα του χαμηλωμένο. «Θα είμαι εντάξει.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top