13. ΒΑΛΧΑΛΛΑ

«Πονάω!», ο Τσέις βόγκαγε ασταμάτητα. Είχε καλύψει και με τα δυο του χέρια την μύτη του, η οποία αιμορραγούσε. «Πονάω ρε δεν με ακούς;»

«Όλη η Μόιρα σε είχε ακούσει», γύρισα σελίδα στο περιοδικό που διάβαζα περιμένοντας την Σάρα να τον δει. «Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι.»

Κλαψούρισε και κατέβασε το ένα του χέρι. Τον βοηθούσα κι εγώ με το ένα μου χέρι να σταματήσει την ρινορραγία με ένα χαρτομάντιλο. Αλλά ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω μέχρι στιγμής.

«Τι διαβάζεις με τόση προσήλωση;», μουρμούρισε.

Κατανοούσα τον πόνο του αλλά γκρίνιαζε υπερβολικά.

«Χαζεύω μωρέ», συνέχιζα να γυρνάω τις σελίδες του περιοδικού.

«Δώσε και σε μένα λίγη σημασία», έκανε να γυρίσει το κεφάλι του προς το μένα αλλά δεν τα κατάφερε.

«Θα έρθει τώρα η Σάρα και θα σου δώσει όση σημασία θέλεις.»

Πραγματικά δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ. Σύντομα ήρθε η Σάρα να δει την σπασμένη του μύτη. Συνέχιζε να κλαψουρίζει και να παραπονιέται ότι υποφέρει. Αν έσπαγε ποτέ κανένα κόκαλο μπορεί να πέθαινε κυριολεκτικά από τον πόνο.

Αφού τον περιποιήθηκε η Σάρα και του έδωσε μερικά παυσίπονα για τον πόνο επιστρέψαμε στο σχολείο. Του είχε καθαρίσει τα αίματα και του είχε βάλει ένα γερό τσιρότο, αλλά είχε πρηστεί και μελανιάσει πολύ. Πιστεύω πως η γκρίνια οφειλόταν κυρίως στο ότι αλλοιώθηκε η εμφάνισή του, αλλά η Σάρα του υποσχέθηκε πως μέχρι το Χάλλογουιν θα είχε γίνει περδίκι.

Μπαίνοντας στο σχολείο συναντήσαμε τον Κάρτερ, ο οποίος επέστρεφε στο παλάτι, αφού πέρασε το μεσημεριανό του με την Μέλανη. Εγώ κρατούσα τον Τσέις από το χέρι και εκείνος περπατούσε αργά λες και είχε χτυπήσει στα πόδια του.

«Δοκιμάζεις κουστούμια για το Χάλλογουιν;», τον κορόιδεψε ο Κάρτερ βλέποντάς μας.

Μετά την στιγμή προσευχής που μοιραστήκαμε στο νεκροταφείο τα πηγαίναμε πολύ καλά. Δεν είχα καταφέρει ακόμα να του εξομολογηθώ τα συναισθήματά μου, αλλά προσπαθούσα να τα δείχνω με τις πράξεις μου πράγμα το οποίο εκείνος καταλάβαινε και χαιρόταν πολύ. Ήμασταν πιο άνετοι μεταξύ μας. Ίσως σύντομα να μπορούσα να μοιραστώ μαζί του όσα με βασάνιζαν τον τελευταίο ενάμισι χρόνο.

Ο Τσέις κλαψούρισε και έγειρε το κεφάλι του στον ώμο μου.

«Έλα μην του τα λες αυτά», τον χτύπησα απαλά στην μέση, όπου είχα περάσει το χέρι μου για να στηρίζω τον 'ετοιμοθάνατο'. «Και με λερώνει», μόρφασα όταν έσκυψε στον ώμο μου.

«Ωραίος σεβασμός υψηλότατοι», σήκωσε το κεφάλι του. «Όλοι οι φίλοι μου με χτυπάνε αλύπητα σήμερα.»

«Σχετικά με αυτό», ξεφύσησε ο Κάρτερ. «Τι θα γίνει με τον Σκοτ; Είναι η δεύτερη φορά μέσα στην βδομάδα που επιτίθεται σε συμμαθητή του.»

«Έλα ντε; Άλλους κατοίκους δεν έχει αυτό το βουνό;», μουρμούρισε ο Τσέις

Ο Σκοτ είχε αλλάξει πολύ από τότε που είδε την Οκτόμπερ με τον Γκασπάρ. Έγινε απόμακρος και επιθετικός. Πριν δύο μέρες χτύπησε έναν συμμαθητή μας, επειδή του την έμπαινε. Πήγαινε κι αυτό γυρεύοντας. Σήμερα ο Τσέις προσπάθησε να συνεφέρει τον φίλο του λέγοντάς του πως έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Ο Σκοτ νευρίασε και τον έσπρωξε. Ο Τσέις τον έβρισε ενοχλημένος, που ο Σκοτ τον αντιμετώπιζε έτσι, και την επόμενη στιγμή τον πήγαινα στο νοσοκομείο με σπασμένη μύτη. Από το πρώτο κρούσμα επιθετικότητας είχα δώσει ρητή εντολή και στον Γκασπάρ και στην Οκτόμπερ να είναι πιο διακριτικοί και να μη σουλατσάρουν στο σχολείο. Φυσικά δεν μπορούσα να τους απαγορεύσω να βλέπονται, αλλά αν η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο θα έστελνα τον Γκασπάρ κλοτσηδόν στην Γαλλία.

«Δεν ξέρω. Εγώ προσωπικά ότι άρχισα να συνέρχομαι από τα χτυπήματα του σαββατοκύριακου και ακόμα δεν μπορούμε να κάνουμε προπονήσεις. Πόσο μάλλον να αντιμετωπίσω τον Σκοτ.»

«Είπα στην Μέλανη να τον στείλει στο παλάτι να μιλήσουμε.»

«Θέλεις κι άλλη σφαίρα; Δεν σου έφτανε η μία;», σχολίασε ο Τσέις και παραδόξως συμφώνησα.

«Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε όμως άλλο έτσι. Κάτι πρέπει να κάνουμε», μας αντιτάθηκε ο Κάρτερ. «Θα φροντίσω να φοράω αλεξίσφαιρο.»

«Καλή ιδέα», νεύσαμε εγώ κι ο Τσέις. «Και να πεις στον Γκασπάρ να μην κυκλοφορεί όταν θα έρθει στο παλάτι. Αυτόν δεν τον γλιτώνει κανείς άμα τον δει.»

Ο Κάρτερ με καθησύχασε και έφυγε για τον παλάτι. Εγώ ανέβηκα με τον Τσέις στους κοιτώνες. Είχε γείρει το κεφάλι του στον ώμο μου και κλαψούριζε ότι πονούσε. Η αδερφή του θα μουρμούραγε λιγότερο αν είχε πάθει κάτι χειρότερο.

«Πονάω. Πονάω. Αμάν κι εσύ. Γιατί πρέπει να είσαι τόσο κοντή;», γκρίνιαζε καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες.

«Λυπάμαι μόνο που δεν έχεις δεύτερη μύτη να σου σπάσω», τον προειδοποίησα.

Εκείνος υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντάς μου πως δεν ήξερε τι έλεγε εξαιτίας του πόνου.

Πριν φτάσουμε στην πτέρυγα των αγοριών πέσαμε πάνω στην Σειρήνα. Ο Τσέις ήταν τσιμπημένος μαζί της αλλά δεν της το είχε πει, γιατί ήταν σίγουρος ότι θα έτρωγε χυλοπίτα. Ούτε σε εμάς το είχε εξομολογηθεί, αλλά ήταν φανερό. Δυστυχώς όμως η Σειρήνα ήταν μια ψηλομύτα, η οποία δεν του άξιζε κι αυτός δεν το έβλεπε.

«Τι έγινε;», μας περιεργάστηκε από την κορφή ως τα νύχια λες και ήμασταν παρακατιανοί. «Σε χτύπησε η πριγκίπισσα;», ρώτησε τον Τσέις με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της.

«Ναι, μ' αρέσουν τα άγρια. Κάνε στην άκρη τώρα», της απάντησα.

Ο Τσέις φάνηκε να ντρέπεται που τον έβλεπε σε αυτή την κατάσταση. Κανονικά όμως αυτή θα έπρεπε να ντρέπεται με τον τρόπο που φερόταν στους γύρω της.

«Πρόσεχε πριγκίπισσα. Εδώ μέσα είμαστε ίσα κι όμοια», μου αποκρίθηκε με ένα ξιπασμένο τόνο.

«Ε τότε να πάμε έξω να σε κανονίσω», της απάντησα με τον ίδιο τόνο και έσπρωξα τον Τσέις να προχωρήσουμε.

«Γεια σου Σειρήνα», της φώναξε, καθώς απομακρυνόμασταν.

« 'Γεια σου Σειρήνα'», επανέλαβα ειρωνικά καθώς μπαίναμε στο δωμάτιό του. Πιο πολύ με στάβλο έμοιαζε βέβαια, καθώς τα πάντα ήταν άνω κάτω. «Άκου εκεί», του έβγαλα το σακάκι του.

«Ε και τι να πω;» κλαψούρισε και ξέσφιξε την γραβάτα της σχολικής στολής.

«Να πάει στο διάολο, αυτό να της πεις», σήκωσα τα σκεπάσματα για να ξαπλώσει.

Εκείνος έβγαλε τα παπούτσια του και την ζώνη του και ξάπλωσε.

«Ωραίο πράγμα βρήκες να καψουρευτείς κι εσύ», τον σκέπασα.

«Ε τι να κάνω», αναστέναξε. «Αυτά δεν τα ελέγχεις», με κοίταξε με το βλέμμα που έλεγε 'Εσύ τα ξέρει καλύτερα αυτά'.

«Τέλος πάντων», ξέσφιξα κι εγώ την δική μου γραβάτα. «Ξεκουράσου τώρα και φάε κάτι μετά. Μην τρυπήσει και το στομάχι σου με τα παυσίπονα.»

«Εντάξει», μου αποκρίθηκε και έφυγα από τον κοιτώνα του για να πάω στον δικό μου να αλλάξω. Το σακάκι μου είχε γεμίσει με αίματα, αλλά είχαμε άλλες δύο αλλαξιές για την στολή. Εγώ φόρεσα κανονικά ρούχα και κατέβηκα στην τραπεζαρία για να συναντήσω την Μόνι και την Μέλανη.

«Πώς είναι;», με ρώτησε η Μέλανη μόλις έκατσα στο τραπέζι.

«Καλά είναι», της απάντησα. «Τον άφησα να ξεκουραστεί. Τι είναι αυτό;», έδειξα το άσπρο πανί που κρατούσε.

«Ε πώς θα πήγαινε στον Σκοτ; Έτσι άντε – άντε να έτρωγα κι εγώ καμία;»

Εγώ γέλασα. «Σωστό. Η αδερφή σου;», ρώτησα την Μόνι.

«Στον κοιτώνα της και διαβάζει», με διαβεβαίωσε. «Την στριμώξαμε κι εγώ κι η μαμά. Τα έχει φορτώσει όλα στον κόκορα.»

«Πώς άλλαξε έτσι;», ρώτησε η Μέλανη.

«Πάντα έτσι ήταν», της απάντησε η Μόνι. «Ενθουσιάζεται πολύ εύκολα και μετά όταν της περνάει μαζεύουμε τα σπασμένα.»

«Δεν της φαίνεται καθόλου πάντως», κούνησα το κεφάλι μου.

«Ναι το χρυσό μου», μόρφασε η Μόνι.

Το υπόλοιπο της ώρα προσπαθήσαμε να μην ασχολούμαστε με προβλήματα. Το θέμα της Οκτόμπερ και του Σκοτ εξελισσόταν πολύ άσχημα. Όσο για το θέμα του Έλιοτ, αυτό παρέμενε στάσιμο εδώ και μια βδομάδα. Δεν είχε αλλάξει τίποτα κι αυτό με ανησυχούσε πολύ. Οι υπόλοιποι πίστευαν πως είχε στριμωχτεί κι ήταν θέμα χρόνου πριν παραδοθεί από μόνος του. Εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως κάτι ετοίμαζε γι' αυτό και συμβούλευα τους φρουρούς να είναι πάντα σε ετοιμότητα.

«Κι εσύ για πες», στράφηκε η Μόνι σε μένα. Είχαμε ρωτήσει την Μέλανη πώς τα πήγαινε με τον Νέιθαν. Εκείνη πετούσε σε πελάγη ευτυχίας. Με εξαίρεση την στάση του αδερφού της απέναντι στη σχέση τους, όλα τα άλλα κυλούσαν ρολόι.

«Τι να πω εγώ;», ανασήκωσα τους ώμους μου.

«Ε όχι και τι να πεις εσύ», με σκούντηξε η Μέλανη με το δάχτυλό της. «Αυτές τις μέρες εσύ κι ο Κάρτερ φλερτάρετε όπου σταθείτε κι όπου βρεθείτε.»

«Έχει δίκιο», συμφώνησε η Μόνι. «Προχθές που ήρθε στο σχολείο και καλά για να δει την Μέλανη, καθόσασταν στο κιόσκι και πειραζόσασταν σα τρίχρονα.»

«Και ο Μάικλ σας είδε να κρατιέστε από το χεράκι τις προάλλες στη συνέλευση για την αλλαγή φρουράς», συμπλήρωσε η Μέλανη.

Η αλήθεια ήταν πως όλα τα γεγονότα ήταν πραγματικά. Προχθές που είχε έρθει να δει την Μέλανη κάτσαμε για λίγο στο κιόσκι και συζητούσαμε για αποκριάτικες στολές. Εγώ δηλαδή και εκείνος σχολίαζε. Εγώ έκανα πως ενοχλούμουν κι εκείνος με σκούνταγε. Όταν έφυγε μου έδωσε μάλιστα κι ένα φιλί στο μάγουλο για να απολογηθεί. Χθες που συναντηθήκαμε στην αίθουσα συνεδριάσεων για να θέσουμε νέα φρουρά για την ύπαιθρο, είχε κάτσει δίπλα μου και το χέρι του κύλησε κάτω από το τραπέζι για να βρει το δικό του. Με το ζόρι προσπαθούσα να κρατηθώ και να μη χαμογελάω σαν ηλίθια, ενώ συζητούσα κάτι τόσο σοβαρό. Και το άλλο δεν το ήξεραν ακόμη. Είχα πάει δυο – τρία βράδια για να του καθαρίσω την πληγή από την σφαίρα. Συνέχεια παραπονιόταν ότι τον πόναγα όσο καθόμουν στα γόνατά του και τον περιποιούμουν. Μάλιστα την τελευταία φορά ήρθαμε τόσο κοντά στο να φιληθούμε αλλά συγκράτησα τον εαυτό μου. Μου είχα υποσχεθεί πως πρώτα θα ξεκαθάριζα την θέση μου και μετά τα υπόλοιπα. Το ζήτημα ήταν να βρω το θάρρος να το κάνω.

Χαμήλωσα το βλέμμα μου προσπαθώντας να καταπνίξω ένα χαμόγελο σε όλες αυτές τις σκέψεις.

«Κοίτα την. Κοκκίνισε», γέλασε η Μόνι.

«Μήπως να αρχίζω να σε φωνάζω αδερφούλα;», μου αποκρίθηκε η Μέλανη.

«Ε, μάλλον βιάζεσαι.»

«Σωστά, σωστά», έκανε πως την επέπληττε η Μόνι. «Όλα στην ώρα τους.»

«Ναι αλλά γρήγορα γιατί δεν ξέρω πόσο θα αντέξει ακόμα ο καημένος τα κρύα ντουζ κάθε πρωί», είπε η χαμηλόφωνα η Μέλανη κι η Μόνι γέλασε δυνατά.

Εγώ δάγκωσα το κάτω χείλος μου από ντροπή και προσπάθησα να αποφύγω τα βλέμματά τους.

Ξαφνικά το γέλιο της Μέλανη κόπηκε μαχαίρι αντικρίζοντας τον Ίαν να μπαίνει στην τραπεζαρία. Εγώ τον χαιρέτησα κι εκείνος μου ένευσε κατευθυνόμενος στην κουζίνα.

Ο Ίαν φρόντιζε να εφοδιάζει την κουζίνα του σχολείου μας αλλά και τα μαγαζιά της Μόιρα, με τα απαραίτητα υλικά που απαιτούνταν για κατανάλωση.

«Γιατί δεν τον συμπαθείς;», την ρώτησα όταν ο Ίαν χάθηκε από το οπτικό μας πεδίο.

Η Μόνι σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της κοιτώντας την Μέλανη. Το βλέμμα της έδειχνε πως ήξερε τον λόγο και πως μάλλον δεν συμφωνούσε και πολύ.

«Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος», αποκρίθηκε. «Απλά μου στέλνει αρνητικά κύματα.»

Κοίταξα λίγο την Μόνι κι εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της.

«Ο Ίαν;», την ρώτησα αβέβαιη για το αν μιλούσαμε για το ίδιο πρόσωπο.

«Ναι, ο Ίαν. Δεν το έχεις νιώσει πότε;»

Όχι. Δεν αντιπαθούσα κάποιον χωρίς λόγο. Ο Ίαν ήταν συνέχεια χαμογελαστός και μέσα στην ευγένεια, γιατί να δημιουργούσε κακή εντύπωση σε κάποιον;

«Δεν μπορώ να το εξηγήσω», συνέχισε. «Για κάποιο λόγο όταν τον βλέπω μου σηκώνονται όλες μου οι άμυνες.»

Δεν συνέχισα την συζήτηση, διότι δεν νομίζω να έβγαζε και πουθενά. Δεν μου είχε τύχει ποτέ να γνωρίσω κάποιον και να είμαι επιφυλακτική –έως επιθετική- απέναντί του χωρίς να έχει κάνει κάτι. Μου φαινόταν σχεδόν αδιανόητο. Δεν ήξερα αν οφειλόταν στην μαγεία της. Από την άλλη η μαγεία της γης δεν δημιουργούσε τέτοια θέματα. Ήταν ήρεμη και ισορροπημένη και το πέρναγε αυτό στα άτομα που την κατείχαν. Η Μέλανη από την άλλη ήξερε καλύτερα και περισσότερο τον Ίαν καθότι ήταν φίλος του αδερφού της από το λύκειο, οπότε ίσως να είχε δει κάτι που να την ενόχλησε.

Περνώντας η ώρα ο Σκοτ δεν είχε επιστρέψει από το παλάτι. Δοκίμασα να πάρω εκείνον και τον Κάρτερ αλλά το είχαν κι οι δύο κλειστό. Πήρα λοιπόν μία ακόμη φορά άδεια και κατευθύνθηκα στο παλάτι.

Το κρύο δυνάμωνε συνεχώς. Δεν ήθελα ούτε να φανταστώ πως θα ήταν όταν έμπαινε για τα καλά ο χειμώνας. Μερικές σταγόνες βροχής έπεφταν συντροφεύοντάς με στον δρόμο μου προς το παλάτι. Φρόντισα να φορέσω την μάλλινη κάπα μου, την οποία μου είχε κάνει δώρο η γιαγιά μου Νατάσα στα περσινά μου γενέθλια. Η κουκούλα της ζέσταινε τα αυτιά μου και με χάιδευε απαλά.

Όταν έφτασα στο παλάτι ένας φρουρός πήρε την κάπα μου και εγώ κατευθύνθηκα στο δωμάτιο του Κάρτερ. Υπέθεσα πως θα ήταν εκεί, καθώς όταν πέρασα από την αίθουσα συνεδριάσεων ήταν άδεια. Πλησιάζοντας στο δωμάτιό του άκουσε ομιλίες και μάλιστα ήρεμες. Ευτυχώς δεν είχαμε τρίτο τραυματία από τα χέρια του Σκοτ. Μπήκα μέσα χωρίς να χτυπήσω και αντίκρισα ένα ομολογουμένως απρόσμενο θέαμα.

Ο Κάρτερ κι ο Σκοτ ήταν όρθιοι και ήταν αγκαλιασμένοι.

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», αποκρίθηκε ο Κάρτερ μόλις με είδε, εντελώς ακίνητος με τον Σκοτ να έχει γαντζωθεί από πάνω του.

Εγώ κατέπνιξα ένα γέλιο κι ο Σκοτ γύρισε προς το μέρος μου. Φαινόταν πολύ καλύτερα από τις τελευταίες μέρες. Το πρόσωπό του ήταν πιο ήρεμο και ήταν πλέον ο Σκοτ που ήξερα.

«Βλέπω ότι τα πήγατε καλά», έβαλα το χέρι μου μπροστά από το στόμα μου.

Ο Κάρτερ αναστέναξε βλέποντάς με έτοιμη να εκραγώ στα γέλια. «Πες της», αποκρίθηκε στον Σκοτ.

«Τι να μου πει;», ρώτησα βρίσκοντας την ψυχραιμία μου.

Ο Σκοτ με πλησίασε με ανοιχτά τα χέρια και με ένα μεγάλο χαμόγελο από όπου ξεπρόβαλε η οδοντοστοιχία του. «Θα μπω στην βασιλική φρουρά.»

«Τι πράγμα;», αναφώνησα στο άκουσμα των νέων.

Ο Σκοτ μόρφασε. «Δεν χαίρεσαι;»

«Όχι δεν...», έκανα ένα βήμα μπροστά. «Εμείς να τον συνετίσεις στον στείλαμε», απευθύνθηκα στον Κάρτερ.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του μειδιώντας. «Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει όλη του την δύναμη κάνοντας κάτι που τον γεμίζει.»

Ήταν όντως ήδη αρκετά δυνατός και με την κατάλληλη εκπαίδευση θα γινόταν σπουδαίος.

«Στο είχα πει Ορόρα ότι χάρηκα που σας βοήθησα τότε στο εγκαταλελειμμένο σπίτι. Θέλω να συνεχίζω να βοηθάω.»

Ο Κάρτερ τον κοιτούσε με περηφάνια όπως ένας πατέρας θα κοίταζε τον γιο του. Ο Σκοτ είχε πάρει την απόφασή του κι ο Κάρτερ που τον είχε ακούσει, συμφωνούσε και επαύξανε. Δεν υπήρχε λόγος να διαφωνήσω.

«Ανυπομονώ να σε έχω στην φρουρά μας», του αποκρίθηκα κι αυτός με σήκωσε στην αγκαλιά του κατενθουσιασμένος που επικροτούσα την απόφασή του.

Έπειτα κατεβήκαμε στην βιβλιοθήκη του παλατιού. Εκεί, εκτός από τα βιβλία, υπήρχαν οι νόμοι, κρατικά έγγραφα και γενικά η απαραίτητη γραφειοκρατία του βασιλείου. Ο Σκοτ καθώς επιθυμούσε να μπει στην βασιλική φρουρά, έπρεπε αρχικά να τον ενημερώσουμε για την διαδικασία και τα καθήκοντά του. Στην συνέχεια θα συμπλήρωνε μια αίτηση για να ξεκινήσει την εκπαίδευσή του, η οποία θα περνούσε στα χέρια του φρουρού, ο οποίος θα την αναλάμβανε. Αφού τον ενημερώσαμε για τα απαραίτητα εκείνος συμφώνησε με όλα και άρχισε να συμπληρώνει την αίτησή του.

«Πιστεύω πως ο Ντιμίτρι θα χαρεί πολύ να σε αναλάβει», έβαζα με τον Κάρτερ τους φακέλους με τα πρακτικά στη θέση τους.

Ο Ντιμίτρι είχε ολοκληρώσει την δική του εκπαίδευση εδώ και επτά χρόνια κι άνηκε ήδη στην φρουρά μου ως πριγκίπισσα. Το καλοκαίρι, μετά την στέψη μου, θα γινόταν η επίσημη είσοδός του στην βασιλική μου πλέον φρουρά.

«Θα κάνουμε και ταξίδια στην Ισπανία;», ρώτησε με ενθουσιασμό ο Σκοτ. Πιθανώς να ήθελε να ήταν στην δική μου. Αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Μάλλον θα αποφασίζαμε εγώ με τον Κάρτερ στο τέλος σε ποιανού την φρούρηση κρίναμε καλύτερο να είναι.

«Μπορεί», του απάντησα κι έκατσα δίπλα του.

«Ελπίζω να μην χρειαστεί να γίνουν συχνά τέτοια ταξίδια», αποκρίθηκε ο Κάρτερ κι έκατσε κι εκείνος δίπλα στον Σκοτ.

Τον κοίταξα χαμογελώντας σε αυτά του λόγια. Ήταν ωραία η αίσθηση να σε θέλει κάποιος κοντά του.

«Ενοχλώ; Να φύγω;», μας ρώτησε ο Σκοτ βλέποντάς μας να κοιτιόμαστε για αρκετές στιγμές.

Ο Κάρτερ του έριξε μια προειδοποιητική ματιά. «Συμπλήρωνε το χαρτί σου.»

«Μου φαίνεται σαν όνειρο», ψέλλισε ο Σκοτ και έλαμπε ολόκληρος. «Θα περάσουμε μια ολόκληρη ζωή μαζί.»

«Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος», τον πείραξε ο Κάρτερ με τα λόγια μιας κλασικής, ανθρώπινης, γαμήλιας τελετής.

«Ναι δυστυχώς δεν έχουμε φρουρούς στον Κάτω Κόσμο.»

Ο Κάρτερ κάγχασε σε αυτά μου τα λόγια και τον κοίταξα απορημένη. «Δεν πιστεύεις στον Κάτω Κόσμο;»

«Φυσικά και πίστευα», σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. «Όταν πίστευα στον Άγιο Βασίλη και στην νεράιδα του δοντιού. Και στην Νάρνια!»

«Τι είναι ο Κάτω Κόσμος;», απόρησε ο Σκοτ.

«Ένας μύθος», απάντησε ο Κάρτερ.

Εγώ τον αγνόησα. «Ο Κάτω Κόσμος είναι το μέρος που πάνε οι νεκροί βασιλείς.»

«Μια βασιλική Βαλχάλλα», συλλογίστηκε ο Σκοτ.

«Περίπου», έγειρα ελαφρά το κεφάλι μου.

Ο Κάρτερ αναστέναξε. «Η Βαλχάλλα δεν έχει καμία σχέση με τον Κάτω Κόσμο. Το μόνο κοινό που έχουν είναι ότι είναι και τα δύο μύθος.»

«Πραγματικά δεν πιστεύεις στον Κάτω Κόσμο;»

Μου φαινόταν αδιανόητο που ο Κάρτερ δεν πίστευε στον Κάτω Κόσμο. Όλοι οι βασιλείς πίστευαν σε αυτή την –ας πούμε- μεταθανάτια Αυλή. Η Μόιρα είχε ζητήσει την βοήθεια από νταμπίρ με μαγεία να φτιάξει έναν τόπο όπου θα πήγαιναν οι νεκροί βασιλείς και οι σύζυγοί τους μετά το θάνατό τους. Έτσι ήθελε να εξασφαλίσει να είναι μαζί με τον γιο της, τον βασιλιά Γεώργιο, στη μεταθανάτιά τους ζωή, καθώς τον έχασε νωρίς.

«Ναι πραγματικά. Γιατί δεν πιστεύω πως επειδή έχουμε ένα τίτλο έχουμε ένα ξεχωριστό μέρος να περάσουμε την μεταθανάτια ζωή μας», μου εξήγησε.

Όμως τα λόγια του ήταν μόνο μια προσωπική του πεποίθηση. Μπορεί όντως να μην είχαμε χειροπιαστές αποδείξεις για τον Κάτω Κόσμο, αλλά δεν είχε περάσει στις γενιές με την λέξη 'Λέγεται' μπροστά. Και στο κάτω – κάτω πολλά έγγραφα από την ταραγμένη βασιλεία της Μόιρα και του Γεωργίου έχουν χαθεί. Έγγραφα ακόμη που αποδείκνυαν την τρέλα του Γεωργίου, αλλά κανένας δεν το αμφισβήτησε ποτέ.

«Κι η Βαλχάλλα δέχεται πολεμιστές ανεξαρτήτως αν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής», συμπλήρωσε.

«Η Βαλχάλλα ήταν ο 'παράδεισος' των Βίκινγκς. Δεν μπορείς να το συγκρίνεις με τον Κάτω Κόσμο», άρχισα να επιχειρηματολογώ υπέρ του Κάτω Κόσμου, στον οποίο πίστευα πολύ περισσότερο από οτιδήποτε σε αυτή την ζωή.

«Γενικά των Σκανδιναβών», με διόρθωσε ο Κάρτερ.

«Βίκινγκς λέγονταν τότε κι έτσι έμειναν στην ιστορία.»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Και τέρατα τους έλεγαν οι καθολικοί», σχεδόν μόρφασε στην τελευταία του λέξη και ένιωσα μια ενόχληση στην στάση του απέναντι στην θρησκεία μου.

«Κι εσύ χριστιανός είσαι», μπορεί να μην ήταν καθολικός αλλά δεν υπήρχε λόγος να τα φορτωθεί όλα το δικό μου δόγμα.

«Ναι, αλλά δεν συγκρίνω παράδεισο με Βαλχάλλα.»

«Ούτε η Ορόρα», με υπερασπίστηκε ο Σκοτ. «Απλά το έθεσε έτσι για να μου δώσει να καταλάβω για τον Κάτω Κόσμο.»

Ουσιαστικά προσπαθούσα να επιχειρηματολογήσω για να πείσω τον Κάρτερ.

«Όπως και να έχει, δεν πιστεύω στον Κάτω Κόσμο», είπε τελικά ο Κάρτερ.

Ο Σκοτ τελείωσε να συμπληρώνει την αίτησή του. «Εμένα πάντως δεν μου ακούγεται τελείως κουφό», έβαλε το στυλό στην άκρη και σταύρωσε τα χέρια του στο τραπέζι.

Εγώ ένευσα προς τον Σκοτ δείχνοντας στον Κάρτερ πως μέχρι και κάποιος που δεν θα πήγαινε εκεί, τον πίστεψε.

«Στο κάτω – κάτω και εμείς μύθος είμαστε», συνέχισε ο Σκοτ. «Θα αρχίσουμε να αμφισβητούμε τους προγόνους μας; Ή μήπως θα αρχίσουμε να θεωρούμε τα νταμπίρ με μαγεία κομπογιαννίτες επειδή η επιστήμη έχει μια απάντηση σχεδόν για όλα;»

Ο Κάρτερ τον κοιτούσε συνοφρυωμένος. «Εσύ για φρουρός πας όχι για υπερασπιστής του υπερφυσικού», πήρε την αίτηση του.

«Ε δεν μπορώ όμως να μείνω άπραγος. Υπάρχουν εκεί έξω τόσα υπερφυσικά είδη. Επειδή δεν τα έχεις δει θα τα απαρνηθείς;»

«Ό,τι υπάρχει εκεί έξω», το χέρι του Κάρτερ έδειξε προς το παράθυρο «υπάρχει εδώ μέσα», το έστρεψε στην βιβλιοθήκη.

Όντως μέσα στην βιβλιοθήκη του παλατιού υπήρχε καταγεγραμμένο ό,τι υπερφυσικό δέσποζε έξω στον κόσμο. Από είδη, φαινόμενα, μέχρι τα ήθη κι έθιμά τους και τις ιεροτελεστίες τους.

«Ο Κάτω Κόσμος δεν είναι εκεί έξω», υπέδειξα το παράθυρο. «Είναι στα έγκατα της Μόιρα», το βλέμμα του ακολούθησε μια κατιούσα πορεία.

Ο Κάρτερ δεν φάνηκε να πείθεται. Ο Κάτω Κόσμος για αυτόν αποτελούσε παραμυθάκια για πεντάχρονα. Δεν μπορούσε να δεχτεί την ανάγκη μιας μάνας να δημιουργήσει κάτι τέτοιο για να περάσει την αιωνιότητα μαζί με το παιδί της που έχασε. Στο κάτω- κάτω όταν πέθαινε θα συναντιόντουσαν στην άλλη πλευρά. Έτσι υποστήριζε. Αλλά τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η θρησκεία ήταν άρχουσα τότε στις ζωές των ανθρώπων και τα πάντα γύριζαν γύρω από αυτή. Ο Γεώργιος είχε καταχραστεί το θείο δώρο της μαγείας και όλοι ήταν σίγουροι πως –πέρα από την τρέλα- θα τιμωρούταν με μια αιωνιότητα στην κόλαση. Η Μόιρα δεν ήθελε να το ρισκάρει οπότε και έφτιαξε τον Κάτω Κόσμο, όπως έφτιαξε και το βασίλειο το οποίο τώρα ήταν στα χέρια μας. Εμένα προσωπικά αυτή η εξήγηση με έπειθε και με το παραπάνω.

«Για εμάς τους φρουρούς έχει τίποτα μετά το θάνατό μας», μας ρώτησε ο Σκοτ.

«Η Βαλχάλλα», του αποκρίθηκε ο Κάρτερ και γέλασε.

Ο Σκοτ κι εγώ τον κοιτάζαμε απορημένοι για το αν έβρισκε πραγματικά αστείο αυτό που μόλις είχε πει.

«Τι;» μας ρώτησε βλέποντάς μας. «Να μην έχουν κι αυτοί κάτι ψεύτικο να ελπίζουν;»

«Δεν πιστεύω σε κάτι ψεύτικο», σηκώθηκα και έβαλα τους τελευταίους φακέλους στη θέση τους.

«Επειδή το πιστεύεις είναι αληθινό. Αυτό κατανοητό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα συμβεί κιόλας. Δηλαδή οι Βίκινγκς όταν πέθαιναν, πήγαινα στην Βαλχάλλα μόνο και μόνο επειδή το πίστευαν;»

Ήταν ανένδοτος.

«Μπορεί. Επειδή πιστεύεις κάτι τόσο πολύ, μπορεί όντως να το συναντήσεις μόνο και μόνο επειδή κόπιασες μια ζωή για να φτάσεις εκεί», του απάντησε ο Σκοτ.

«Οι Βίκινγκς πολέμησαν για την Βαλχάλλα. Εμείς τι κάναμε για να πάμε στον Κάτω Κόσμο;»

«Θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για το βασίλειό μας», του απάντησα. «Κι έτσι θα ανταμειφθούμε με τον Κάτω Κόσμο.»

Εκείνος έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Πιστεύεις δηλαδή ότι ο Κάτω Κόσμος θα είναι μια ουτοπία;»

«Πιστεύω πως θα είναι το καταλληλότερο μέρος για την αιωνιότητα ενός βασιλιά», στηρίχτηκα στον τοίχο.

«Η αλήθεια είναι πως και το όνομα δεν παραπέμπει σε κάτι ευχάριστο», μουρμούρισε ο Σκοτ κάνοντας τον Κάρτερ να νιώθει πως είχε κερδίσει έδαφος.

«Σου το είπα. Είναι στα έγκατα της Μόιρα. Το όνομα είναι ουσιαστικά η κυριολεκτική του ιδιότητα», εξήγησα πείθοντάς τον

«Δηλαδή εσύ τι πιστεύεις ότι θα συμβεί όταν πεθάνεις;», ρώτησε τον Κάρτερ.

«Θα σαπίσω», απάντησε

«Δεν εννοούσα αυτό», μόρφασε ο Σκοτ σε αυτή του την απάντηση.

«Ξέρω τι εννοούσες, αλλά δεν ξέρω τι θα συμβεί. Δεν μπορώ να έχω απάντηση για όλα.»

Η απάντηση ήταν απλή: Θα πήγαινε στον Κάτω Κόσμο. Όσο και να μην το πίστευε αυτή ήταν η κατάληξη και των δυο μας, ανεξαρτήτως θρησκείας, δόγματος, πεποίθησης. Θα χρειαζόταν να περάσουν αρκετά χρόνια για να δει πως είχε άδικο, αλλά κάποια στιγμή θα το καταλάβαινε. Εγώ ήμουν σίγουρη γι' αυτό που πίστευα. Ήταν μερικά πράγματα που στο άκουσμά τους έβλεπα την αλήθεια. Μπορεί να μην είχε γυρίσει κάποιος βασιλιάς να μας πει αν όντως είχε πάει στον Κάτω Κόσμο, αλλά η παρουσία του επιβεβαιώνεται με τόσες γενιές βασιλέων, οι οποίοι πίστεψαν σε αυτόν. Ακόμα κι ο Κέλλαν πίστευε στον Κάτω Κόσμο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε μια επίσκεψή του, πριν επτά χρόνια, να παίζει μια παρτίδα σκάκι με τον πάτερα μου κι εγώ τους παρακολουθούσα ελαφρώς κουρασμένη. Δεν θυμάμαι πως είχε αρχίσει η συζήτηση, αλλά τα λόγια του Κέλλαν είχαν καρφωθεί στο μυαλό μου: «Αν το επιτρέψει ο Κάτω Κόσμος».

Ο Κέλλαν φάνηκε με αυτά του λόγια και την σοβαρή του έκφραση να θεωρεί πως συμμετείχε και στην καθημερινή μας ζωή. Πώς μπορούσε ο Κάρτερ να μην πιστεύει σε αυτόν, όταν ο ίδιος του ο πατέρας τον θεωρούσε κομμάτι της ζωής του; Πολλά ήταν τα παράδοξα με εκείνον.

«Υψηλότατε», ένας φρουρός μπήκε στην βιβλιοθήκη και αποκρίθηκε στον Κάρτερ. Έκανε να συνεχίσει αλλά μια νεαρή γυναίκα μπήκε και τον διέκοψε.

«Ω έλα τώρα», προσπέρασε τον φρουρό. «Δεν χρειάζομαι επίσημη παρουσίαση. Γνωριζόμαστε με τον πρίγκιπα.»

Η γυναίκα φαινόταν συνομήλικη με τον Κάρτερ. Ήταν ψηλή και αδύνατη. Είχε μακριά, κόκκινα μαλλιά σαν της φωτιάς, και ανοιχτά καστανά μάτια. Είχε μια μεγάλη άνεση και απέπνεε μια αυτοπεποίθηση και σιγουριά για τον εαυτό της. Χάρηκε ιδιαίτερα όταν είδε τον Κάρτερ. Μόνο που εκείνος δεν φάνηκε ιδιαίτερα χαρούμενος. Μόλις την αντίκρισε μόρφασε, σχεδόν θυμωμένα, ενώ το βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό μου. Εγώ δεν την είχα ξαναδεί και δεν μπορούσα να καταλάβω την όλη αμηχανία. Ακόμα κι ο φρουρός δυσανασχέτησε με την παρουσία της. Ο Σκοτ πάγωσε όταν μπήκε στο δωμάτιο και με έπιασε από το χέρι.

Ποια ήταν αυτή η γυναίκα που όλοι φαίνονταν δυσαρεστημένοι με την παρουσία της; Δεν έμοιαζε επικίνδυνη μονάχα ενοχλητικά αυτάρεσκη. Στα σχολικά της χρόνια θα ήταν η Σειρήνα του σχολείο της.

«Ποια είναι αυτή;», ψιθύρισα στον Σκοτ βλέποντας τον έτοιμο να με πάρει και να φύγουμε.

«Εγώ είμαι η Κέιζα, υψηλοτάτη», μου απάντησε ακούγοντας την ερώτησή μου και στράφηκε μετά στον Κάρτερ.

Το όνομα της δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Ο Κάρτερ δεν μου εξήγησε. Μονάχα παρέμεινε να την κοιτάει θυμωμένα. Οπότε και στράφηκα στον Σκοτ με την ελπίδα εκείνος να με διαφώτιζε για την μυστηριώδη γυναίκα.

Ο Κάρτερ στράφηκε προς τον Σκοτ και αμέσως εκείνος με πήρε έξω από την βιβλιοθήκη καταλαβαίνοντας τι ήθελα ο Κάρτερ, χωρίς καν να του το πει. Εγώ τον ρωτούσα συνέχεια τι συνέβαινε και γιατί φέρονταν όλοι τόσο περίεργα. Τα λόγια ήταν λίγα αλλά η ατμόσφαιρα πολύ ηλεκτρισμένη. Λίγο πριν φτάσουμε προς την έξοδο σταμάτησα κι απαίτησα να μου πει ο Σκοτ ποια ήταν αυτή. Το σκέφτηκε για πολύ, αλλά εγώ τον πίεσα. Δεν καταλάβαινα γιατί έγινε τόσος σαματάς για εκείνη. Δεν ήταν καν γαλαζοαίματη. Αν ήταν θα την ήξερα ή θα το καταλάβαινα όταν μου έλεγε το όνομά της. Αλλά ήταν ένα απλό νταμπίρ. Όχι και τόσο απλό βέβαια δεδομένης της αντίδρασης όλων. Ακόμα και του φρουρού.

Ο Σκοτ πήρε μια βαθιά ανάσα και τελικά με διαφώτισε για την ταυτότητα αυτής της γυναίκας. «Είναι η πρώην αρραβωνιαστικιά του Κάρτερ.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top