12. ΓΚΑΣΠΑΡ

Την Δευτέρα το πρωί τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα. Όλη την Κυριακή την πέρασα καθηλωμένη στο κρεβάτι με τους πάντες να με νταντεύουν. Τα νέα για τις έρευνες ήταν δυστυχώς ακόμη τα ίδια. Ο Έλιοτ συνέχιζε να μετακινείται και είχε βρεθεί σε μεγάλο ύψωμα, με αποτέλεσμα οι φρουροί να αδυνατούν να ανέβουν περισσότερο. Τους δώσαμε ρητές οδηγίες να μην προχωρήσουν περισσότερο. Εάν τους έκανε επίθεση σε τέτοιο υψόμετρο θα είχε το πλεονέκτημα και θα σκότωνε πολύ κόσμο. Έπρεπε να αντιμετωπιστεί σε πιο πεδινό έδαφος, όπου ίσως η μαγεία των νταμπίρ να τον εξασθενούσε κιόλας. Ωστόσο, φύλαγαν σχεδόν κάθε γωνία της Μόιρα με όπλα γεμάτα ασημένιες σφαίρες, θανατηφόρες για εκείνον και με το παραμικρό χτύπημα. Αυτό ήταν το μόνο που με άφησαν να κάνω οι φίλοι μου. Μετά με είχαν στο κρεβάτι, καθώς δεν μπορούσαμε να κάνουμε καμιά βόλτα λόγω βροχής. Η Μέλανη μάλιστα είχε διπλοβάρδια, διότι έπρεπε να προσέχει και τον Κάρτερ, τον οποίο τον είχαν πάνω κάτω όπως και μένα. Ο Νέιθαν χάρηκε την διήμερη άδειά του και του υποσχέθηκα ότι θα προσπαθούσα να τον ξεκουράσω πιο συχνά. Είχε κι εκείνος ανάγκη από ξεκούραση και να βλέπει το κορίτσι του σε ένα καλύτερο μέρος από την 'καλύβα', όπου έμενε.

Το βράδυ επιστρέψαμε ο καθένας στα πόστα του : Η Μέλανη, ο Σκοτ, ο Τσέις, η Μόνι κι εγώ στους κοιτώνες μας, ο Νέιθαν στο 'θυρωρείο' του, ο Ντιμίτρι στις βάρδιες φύλαξης του παλατιού και ο Κάρτερ στα κρατικά ζητήματα με τον Σον και τον Μάικλ, στα οποία εγώ δεν μπορούσα να συμμετάσχω εκατό τοις εκατό λόγω του σχολείου.

Μετά το νοσοκομείο γυρίσαμε με τον Κάρτερ στο παλάτι χωρίς να πει λέξη κανείς. Είχαμε πει ήδη αρκετά και κυρίως αυτός. Εγώ ένιωθα αδύναμη να μιλήσω για τα συναισθήματά μου βλέποντας πόσο παράτολμος μπορούσε να γίνει. Αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα. Αν μάθαινε ότι είχα σκοτώσει κάποιον δεν θα μπορούσε να με κοιτάξει ξανά στα μάτια, όπως με κοιτούσε τώρα. Θα με μισούσε. Καλύτερα λοιπόν να πληγωνόταν τώρα πιστεύοντας πως δεν τον ήθελα από το να πληγωνόμασταν κι οι δύο αν κάποτε η αλήθεια έβγαινε στο φως. Ευτυχώς ο Ντιμίτρι όταν τον ενημέρωσε για τον Νόα δεν του είχε πει για το δυσάρεστο συμβάν του προηγούμενου καλοκαιριού. Αλλά μέσα μου ήμουν απόλυτα σίγουρη πως ο Νόα θα διαφώτιζε τον Κάρτερ για την επίσημη γνωριμία μας κι όλα όσα ακολούθησαν.

Προσπάθησα το βράδυ της Κυριακής να μην τα σκέφτομαι όλα αυτά και να αφήσω τον εαυτό μου να χαλαρώσει και να ξεκουραστεί. Άλλωστε σήμερα θα ερχόταν ο Γκασπάρ, ο ξάδερφός μου, από την Γαλλία και δεν ήθελα να με δει μέσα στην δυστυχία. Είχαμε να βρεθούμε αρκετό καιρό και μου είχε λείψει. Ο Γκασπάρ ήταν το πρώτο παιδί της αδερφής του πατέρα μου, της Μαρίας. Όταν έμαθα για τον Έλιοτ την ενημέρωσα αμέσως κι ο Γκασπάρ μου υποσχέθηκε πως θα ερχόταν το συντομότερο δυνατό για να βοηθήσει να τον πιάσουμε και να αποδώσουμε δικαιοσύνη για τον θάνατο του θείου μας. Μάλιστα είχε μάθει και από την μητέρα του τι ακριβώς συνέβη και θα με ενημέρωνε με περισσότερες πληροφορίες, όταν θα έφτανε στην Μόιρα.

«Και πώς είναι αυτός ο ξάδερφός σου;», με ρώτησε η Μόνι.

Ότι είχαμε σχολάσει και είχαμε πάει οι δυο μας στο δωμάτιό μου για να αλλάξουμε. Είχα ζητήσει από την Μόνι, μιας και θα έμπαινε στο συμβούλιο, να είναι μαζί μου σήμερα για να δει από πριν κάποια επίσημα θέματα. Η Μέλανη θα ήταν κι εκείνη, αλλά προτίμησε να είναι μαζί με τον αδερφό της, τον θείο της και τον Μάικλ για να τους υποδεχτεί επίσημα ως Μάρεϊ. Εγώ δεν διαφώνησα.

«Είναι... πολύ εξωτικός», της απάντησα βγαίνοντας από το μπάνιο.

Εκείνη είχε βάλει μια μαύρη φούστα, με ένα μωβ πουκάμισο και είχε μαζέψει τα μαύρα μαλλιά της σε μια αλογοουρά. Ήταν πολύ όμορφη και κομψή και η φούστα αναδείκνυε τα μακριά της πόδια. Εγώ είχα φορέσει ένα σκούρο μπλε φόρεμα και είχα αφήσει ελεύθερα τα μαλλιά μου, αφού φυσικά τα είχα χτενίσει με μεγάλη προσοχή.

«Θέλεις να σου κάνω κανένα κονέ;», έβαλα το παλτό μου.

«Μπα», φόρεσε κι εκείνη το δικό της και κούνησε το κεφάλι της. «Προς το παρόν απολαμβάνω την ελευθερία μου.»

Η Μόνι ήταν από εκείνα τα άτομα, που ήταν πολύ άνετα και χαλαρά. Δεν κυνήγαγε πράγματα, αλλά δεν καθόταν και άπραγη περιμένοντας να έρθουν από μόνα τους. Ήταν πολύ ισορροπημένη και συνειδητοποιημένη, με έναν δυναμικό χαρακτήρα. Συμμεριζόμουν πολύ τον ενθουσιασμό του συμβουλίου να την έχουν δίπλα τους.

«Αισθάνεσαι καλύτερα;»

Περπατούσαμε προς το παλάτι. Τα δέντρα είχαν απογυμνωθεί από τα φύλλα τους ενώ οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι. Μια τέτοια κρύα μέρα θα προτιμούσαν όλοι να την περάσουν στα ζεστά. Το παλάτι ήταν σε ύψωμα και κανονικά φαινόταν όπου κι αν βρισκόσουν στην Μόιρα. Όμως η σημερινή ομίχλη κατάφερνε σχεδόν να το κρύψει.

Αν και δεν θα μπορούσε να το κάνει ποτέ ολοκληρωτικά. Το παλάτι της Μόιρα ήταν τεράστιο και το γοτθικό του στυλ σε γέμιζε δέος, όταν το αντίκριζες. Την πρώτη φορά που είχα έρθει, για την κηδεία του Έντμουντ Ριντ, ήμουν τριών και είχα ανατριχιάσει βλέποντας το παλάτι. Η έπαυλη που έμενα στην Ισπανία ήταν μεγάλη, αλλά δεν ήταν ούτε το ένα τέταρτο του παλατιού.

«Ναι», αποκρίθηκα. «Δεν έκανα και τίποτα κουραστικό χθες, άλλωστε.»

Εκείνη χαμογέλασε. «Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για την πριγκίπισσά μας. Κι όντως φαίνεσαι καλύτερα. Σωματικά τουλάχιστον.»

«Τι εννοείς;», την κοίταξα απορημένη.

Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. «Όταν γύρισες το Σάββατο από το νοσοκομείο φαινόσουν κλαμένη. Δεν είπαμε τίποτα για να σε αφήσουμε να ηρεμήσεις. Και χθες και σήμερα φαίνεσαι πολύ μελαγχολική.»

«Θα φταίει ο καιρός», προσπάθησα να φανώ χαλαρή σαν να μην με έτρωγε όντως κάτι, δεν φάνηκε να πείθεται όμως.

«Έχει να κάνει με τον Κάρτερ;»

Προσπάθησα να καταπνίξω έναν αναστεναγμό χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.

«Ναι», είπα τελικά.

«Καλά για τα τυπικά ρώτησα», πέρασε το χέρι της γύρω από τον ώμο μου. «Ήμουν σίγουρη ότι κάτι έγινε πάλι», αναστέναξε. «Γιατί πρέπει να γίνεστε χάλια και οι δύο; Αφού σε θέλει.»

Τώρα το ήξερε κι η Μονι. Άραγε να υπήρχε κάποιος στην Μόιρα ή στον πλανήτη που να μην το ήξερε;

«Και τον θέλεις κι εσύ», συνέχισε.

«Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο», προσπάθησα να μην χάσω την ψυχραιμία μου.

«Αυτά δεν τα λες, τα νιώθεις.»

Την κοίταξα ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι. «Είναι αλήθεια τόσο φανερό πια;»

«Ε», χαμογέλασε αναδεικνύοντας την λευκή οδοντοστοιχία της. «Ο βήχας κι ο έρωτας δεν κρύβονται, έτσι δεν λένε;»

Ανασήκωσα ελαφρά τους ώμους μου. «Δεν είπα ποτέ ότι ήμουν ερωτευμένη.»

«Εκείνος;», με ρώτησε σαν να ήθελε επιβεβαίωση. Φαινόταν πολύ σίγουρη για αυτό που είχε ρωτήσει. Δεν της ξέφευγε τίποτα. Και το γεγονός ότι δεν μπόρεσα να της απαντήσω την έκανε ακόμα πιο σίγουρη.

«Κατάλαβα», μουρμούρισε. «Μιλάμε για χοντρή καψούρα.»

Χαμήλωσα το βλέμμα μου κι εκείνη με έσπρωξε ελαφρά πιο κοντά της.

«Έλα μην απελπίζεσαι. Εγώ πιστεύω ότι θα έχουμε αίσιο τέλος με εσάς τους δύο.»

«Να κάνει αντίθεση με την εκρηκτική αρχή», ψέλλισα κι εκείνη γέλασε.

«Ε εντάξει. Η αρχή ήταν κάπως... θυελλώδης. Αλλά με τόσες έντονες στιγμές ήταν αναμενόμενο να αναδυθεί ένα πάθος.»

«Υπάρχουν όμως και πολλά μελανά σημεία. Έχω ένα πολύ σκοτεινό παρελθόν. Σας το έχω ξαναπεί.»

«Όλοι έχουμε ένα παρελθόν», η φωνή της ήταν ήρεμη. «Αλλά αν δύο άνθρωποι θέλουν να είναι μαζί μπορούν να ξεπεράσουν τα πάντα.»

Ίσως. Ίσως ο έρωτας να μπορούσε να γιατρέψει πληγές και να παραβλέψει κάποια πράγματα. Αλλά έναν φόνο; Θα μπορούσε όσο ερωτευμένος κι αν ήταν μαζί μου να συγχωρέσει ένα τέτοιο μυστικό, μια τόσο αποτρόπαια πράξη; Εγώ η ίδια δεν ήμουν σίγουρη αν θα κατάφερνα να μοιραστώ έναν τόσο βαρύ σταυρό με κάποιον, κι ας τον αγαπούσα όσο τίποτα άλλο. Δεν μιλούσαμε για ένα παραστράτημα. Ένας αθώος έχασε την ζωή του κι έφταιγα εγώ γι' αυτό. Είχα μείνει βράδια ξάγρυπνη προσπαθώντας να θυμηθώ το πρόσωπο εκείνου το αθώου. Το μόνο που θυμόμουν είναι να ξυπνάω μετά από ένα τρακάρισμα και κάποιος δίπλα μου να είναι γεμάτος αίματα. Έτρεξα να βρω βοήθεια αλλά ο Νόα μου επιτέθηκε. Όταν ξύπνησα στο νοσοκομείο ο πατέρας μου έλεγε και ξαναέλεγε πως δεν βρέθηκε κανένας στο αυτοκίνητο, αλλά ήξερα ότι μου έλεγε ψέματα. Καταλάβαινα το ψέμα πριν καν ειπωθεί. Δεν ήξερα πως αν θυμόμουν το πρόσωπό του, θα ένιωθα καλύτερα. Κατά πάσα πιθανότητα όχι. Το μυαλό μου είχε κρύψει την ταυτότητα αυτού του ανθρώπου, για να με προστατέψει από τον πόνο που θα ένιωθα αν ήξερα ποιος ήταν. Έτσι είχε πει η ψυχολόγος μου. Προσπάθησα πολλές φορές με υπνωτισμό να δώσω λίγο φως στην όλη υπόθεση αλλά ήταν μάταιος ο κόπος.

Φτάνοντας στο παλάτι μπόρεσα να απαλλαχτώ από όλες αυτές τις οδυνηρές αναμνήσεις. Στην είσοδο βρισκόντουσαν οι τέσσερις Μάρεϊ, ντυμένοι στην τρίχα. Ένας φρουρός πήρε το παλτό το δικό μου και της Μόνι και πήραμε τις θέσεις μας. Εγώ στάθηκα δίπλα στον Κάρτερ. Δεξιά και αριστερά μας ήταν η Μόνι, ο Μάικλ και η Μέλανη με τον Σον αντίστοιχα. Ο Κάρτερ μόλις έκατσα δίπλα του μου χαμογέλασε κάπως αδύναμα. Όλη η σιγουριά κι η αυτοπεποίθησή του είχαν σβήσει, μετά από τα γεγονότα του Σαββάτου. Εγώ ανταπέδωσα το χαμόγελο θέλοντας να τον κάνω να νιώσει καλύτερα.

«Πώς είσαι;», τον ρώτησα χαμηλόφωνα.

Δεν είχε δεμένο το χέρι του, αλλά υπέθεσα πως αυτό ήταν δική του πρωτοβουλία κι όχι της Σάρα.

«Καλά είμαι», η φωνή του ήταν γλυκιά και γέμισε τον αέρα παρά τον χαμηλό τόνο της. «Εσύ;»

«Κι εγώ», αποκρίθηκα.

Εκείνος μου ένευσε και έστρεψε το βλέμμα του στην πόρτα που μόλις άνοιγε. Ο Γκασπάρ μαζί με πέντε ακόμη άντρες μπήκαν στο παλάτι.

Δεν είχε αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που τον είχα δει. Τα καστανόξανθα μαλλιά του είχαν μακρύνει και μια φράντζα έπεφτε από τα δεξιά του. Είχε σκούρα καστανά μάτια όπως η μητέρα του κι εγώ. Ήταν μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερό μου, αλλά είχε μία ευθυτενή κορμοστασιά με αποτέλεσμα εκ πρώτης όψεως να μοιάζει πιο μεγάλος. Οι άντρες που ήταν μαζί του άνηκαν στους σωματοφύλακες της μητέρας του. Ως αδερφή βασιλιά είχε τον τίτλο της πριγκίπισσας κι είχε την δική της, μικρή, προσωπική αυλή. Δεν ήταν όμως όπως η δικιά μου ή του Κάρτερ, διότι εμείς ήμασταν πρίγκιπες τους στέμματος, δηλαδή μέλλοντες βασιλείς.

Αντικρίζοντάς με ένα μεγάλο και νοσταλγικό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. Του είχε λείψει όσο κι εκείνος σε μένα.

«Ορόρα», αποκρίθηκε και άνοιξε τα χέρια του για να με αγκαλιάσει.

Εγώ έτρεξα και χώθηκα μέσα στην αγκαλιά του αψηφώντας πρωτόκολλα και πρέπει.

«Μου έλειψες πολύ», κλαψούρισα και σήκωσα το βλέμμα μου.

«Κι εμένα. Μα για να σε δω», με έκανε μια στροφή με το χέρι του. «Πω! Μια κούκλα έγινες», έσκυψε να μου ψιθυρίσει «Είμαι σίγουρος ότι έχεις ήδη κάψεις καρδιές εδώ.»

Πού να ήξερες...

Εγώ χαμογέλασα ντροπαλά. «Τα παραλές», είπα τελικά και έστριψα για να τον συστήσω επίσημα στους υπόλοιπους.

Ο Γκασπάρ δεν είχε έρθει ποτέ στην αυλή, οπότε ήξερε κι εκείνος τον Κάρτερ χωρίς να τον έχει γνωρίσει.

«Γκασπάρ από εδώ ο πρίγκιπας Κάρτερ.»

Ο Γκασπάρ έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και έπειτα έδωσαν τα χέρια.

«Καλώς ήρθες στην Αυλή», ο Κάρτερ τον καλωσόρισε με χαμόγελο και όλη την ευπρέπειά του.

Αμέσως μου ήρθε στο μυαλό το δικό μου καλωσόρισμα στην Μόιρα. Είχα έρθει δύο μέρες πριν την επίσημη κηδεία και δεν είχα δει πολύ κόσμο. Γενικά υπήρχε πολύ τρέξιμο εκείνη την περίοδο με τα της κηδείας και της μετακόμισής μου. Η υποδοχή μου ήταν πιο απλή από του Γκασπάρ. Ο Κάρτερ με είχε υποδεχτεί με την Μέλανη και τον Σον μαυροφορεμένοι και με την θλίψη ζωγραφισμένη στα μάτια του. Η Μέλανη ήταν η πιο διαχυτική. Ακόμα θυμάμαι την εγκάρδια αγκαλιάς της και το γλυκό της βλέμμα.

Σύστησα στον Γκασπάρ και στους υπόλοιπους κι εκείνος μας γνώρισε τους δικούς του φρουρούς. Δεν χάσαμε χρόνο και περάσαμε στην αίθουσα συνεδριάσεων για να συζητήσουμε το θέμα του Έλιοτ.

Κάτσαμε στο μεγάλο τραπέζι εγώ με τον Κάρτερ από την μία πλευρά, με την Μέλανη και την Μόνι δίπλα μου. Απέναντί μας έκατσαν ο Σον, ο Μάικλ, ο Γκασπάρ και δίπλα του οι φρουροί του. Αφού του εξηγήσαμε πως είχε η κατάσταση, μας άφησε να βάλουμε τους άντρες που έφερε μαζί του στις ομάδες μου φύλαγαν την ύπαιθρο. Συζητήσαμε για αρκετή ώρα για τα διαδικαστικά και η Μόνι με την Μέλανη σημείωσαν τα βασικά. Ήταν μια ημιεπίσημη σύσκεψη, κυρίως μια εμπειρική εκπαίδευση για τα κορίτσια.

Αφού τελειώσαμε με όλα αυτά εγώ με τον Γκασπάρ κάναμε μια βόλτα στην πόλη για να την δει καλύτερα και να μιλήσουμε οι δυο μας. Στους κεντρικούς δρόμους υπήρχε μια ελάχιστη κίνηση. Κυρίως άνθρωποι που έκαναν τα ψώνια τους ή ξεκουράζονταν σε κάποια καφετέρια ή εστιατόριο. Εμείς οι δύο κάτσαμε σε ένα μαγαζί με χειροποίητη σοκολάτα. Η Μέλανη με είχε φέρει πολλές φορές εδώ πριν αρχίσει το σχολείο για να γνωριστώ με τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας.

«Λοιπόν», ήπιε μια γουλιά από την σοκολάτα του. «Πώς είναι η ζωή στην Αυλή;»

«Πότε κρύο πότε ζέστη», σήκωσα τα μανίκια μου, καθώς η ζέστη του μαγαζιού αγκάλιαζε το σώμα μου. «Εσύ για πες. Τι κάνουν τα αδερφάκια σου;»

«Μεγαλώνουν», χαμογέλασε.

Ο Γκασπάρ είχε τρία μικρότερα αδέρφια. Μάλιστα το μικρότερο δεν ήταν ούτε ενός έτους και γι' αυτό η θεία μου η Μαρία δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην κηδεία του αδερφού της. Ο Γκασπάρ από την άλλη έκανε ταξίδια για να εμπνευστεί για το καινούριο του βιβλίο. Ήταν συγγραφέας κι είχε ήδη εκδώσει ένα βιβλίο με πολύ μεγάλη επιτυχία. Μου ζήτησαν κι οι δύο πολλές φορές συγγνώμη αλλά εμένα δεν με πείραξε. Θεώρησα πως όσο λιγότεροι τόσο το καλύτερο. Δεν πέθαναν μόνο οι βασιλείς και οι βασίλισσες. Πέθαναν και γονείς, των οποίων τα παιδιά είχαν ανάγκη να τους αποχαιρετήσουν με τον δικό του προσωπικό και κυρίως ιδιωτικό τρόπο.

«Ο Αλφόνσο και ο Φερνάντο θέλουν να έρθουν κι αυτοί εδώ.»

Ο Φερνάντο ήταν ο μικρότερος αδερφός του Αλφόνσο, αλλά πέρα από τους δεσμούς αίματος δεν ήθελα να έχω τίποτα άλλο μαζί του. Ήταν αρκετά φιλόδοξος και κακομαθημένος και πίστευα ακράδαντα πως με ζήλευε. Όχι εμένα ακριβώς, αλλά τον τίτλο μου.

«Το ξέρω», αποκρίθηκα γυρνώντας το ποτήρι στα χέρια μου. «Τους είπα όμως ότι τα νταμπίρ της Ισπανίας τους έχουν ανάγκη.»

«Όταν τον πιάσουμε όμως δεν μπορούμε να τους κρατήσουμε μακριά. Έχουν ανάγκη να αποδώσουν δικαιοσύνη για τον θάνατο του πατέρα τους.»

«Ξέρεις ότι δεν θέλω τον Φερνάντο στην Αυλή», διασταυρωθήκανε τα βλέμματά μας.

«Ούτε εγώ. Αλλά αυτό είναι ευαίσθητο θέμα», έκανε στην άκρη την φράντζα του.

«Ας τον πιάσουμε με το καλό και μετά βλέπουμε. Τέλος πάντων. Πες μου τι σου είπε η θεία Μαρία για την υπόθεση.»

Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο θείος Πέδρο εκπροσωπούσε τον θείο Αλεχάντρο σε μια συμφωνία με την αγέλη του Έλιοτ. Ήταν ο αρχηγός τους, ο άλφα.»

«Μα εκείνος είπε ότι τον έδιωξαν. Γίνεται να το κάνουν αυτό;»

«Γίνεται», ένευσε. «Η αγέλη ήθελε να γίνει πολύ αυτή η συμφωνία, αλλά ο Έλιοτ ζητούσε εξωφρενικά πράγματα σε αντάλλαγμα. Μέχρι και να σε παντρευτεί.»

Ένιωσα μια ανακατωσούρα στην ιδέα να έχω παντρευτεί ένα τέτοιο πλάσμα. Δεν με πείραζε ότι ήταν λυκάνθρωπος, αλλά ότι ήταν ένας ψυχοπαθής που δεν δίσταζε να ζητήσει το χέρι ενός βρέφους.

«Ο Πέδρο φυσικά αρνήθηκε να σε δώσει σε αυτό το τέρας και να του δώσει και όλα αυτά που ζήταγε.»

«Τι ζητούσε;»

«Λεφτά και γη. Αλλά δεν τα ήθελε για την αγέλη του. Τα ήθελε για εκείνον. Τρεις μέρες διαπραγματευόντουσαν χωρίς αποτέλεσμα. Μέχρι που ο Έλιοτ τον σκότωσε για να δείξει στον πατέρα σου την δύναμή του. Δεν είχε υπολογίσει ότι η αγέλη του θα επαναστατούσε εναντίον του. Εκείνοι τον έδιωξαν κι ο θείος Αλεχάντρο τον εξόρισε στον Καύκασο.»

«Μάλιστα», ξεφύσησα. «Και πίστευε πως εγώ θα φοβόμουν ακούγοντας αυτή την ιστορία και θα του έδινα την αμνηστία.»

«Ναι», κατένευσε. «Δεν έχει μάθει ακόμα πόσο πεισματάρηδες είναι οι Σάντος.»

«Δεν είναι θέμα πείσματος στην συγκεκριμένη περίπτωση», συνοφρυώθηκα.

«Μακάρι να ήταν μόνο αυτό. Τέλος πάντων. Πες μου εσύ πως τα πας με τον θείο Κάρτερ;»

Δεν τον είχε αποκαλέσει ποτέ κανείς έτσι μπροστά μου. Ήταν όντως θείος μου, αλλά είχαμε μόνο τρία χρόνια διαφορά. Ο πατέρας μου πάντα τον έλεγε ξάδερφό μου γιατί αυτό ταίριαζε ηλικιακά. Στο άκουσμα του 'θείου' άρχισα να νιώθω ντροπή για ό,τι ένιωθα για εκείνον κι όλες τις σκέψεις που είχα κάνει όταν με άγγιζε ή όταν παραλίγο να...

«Καλά», απάντησα αδιάφορα.

Πριν προλάβει να απαντήσει άκουσα μια γυναικεία φωνή να με φωνάζει. Όταν γύρισα είδα την Οκτόμπερ να μας πλησιάζει.

«Γεια», μου αποκρίθηκε χαμογελώντας.

«Γεια», απάντησα. «Δεν σε είδα σήμερα στο σχολείο, όλα καλά;»

«Ναι», ένευσα χαμογελώντας. «Απλά έπρεπε να βοηθήσω την μητέρα μου με κάτι σήμερα μιας και η Μόνι ήταν απασχολημένη», το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Γκασπάρ, ο οποίος την περιεργαζόταν σαν να είχε δει διαμάντι.

Εκείνη δεν ένιωσε αμήχανα, αλλά ανταπέδωσε το βλέμμα του.

«Ε από εδώ ο ξάδερφός μου ο Γκασπάρ», έσπασα μια ολιγόλεπτη σιγή, η οποία από μέρους μου φάνταζε κάπως αμήχανη. «Ήρθε σήμερα το πρωί από την Γαλλία. Γκασπάρ από εδώ η αδερφή της Μόνι, η Οκτόμπερ.»

Πήρε το χέρι της και το φίλησε σαν καθωσπρέπει κύριος που ήταν. Τα μάτια της πετάρισαν με αυτή του την χειρονομία.

«Γοητευμένος», αποκρίθηκε ο Γκασπάρ με χαμηλό τόνο.

«Λοιπόν», τους διέκοψα βλέποντάς τους έτοιμους να σκίσουν τα ρούχα ο ένας από τον άλλον. «Θα σε δω αύριο;», απευθύνθηκα στην Οκτόμπερ.

«Ναι», μου ένευσε εκείνη. «Χάρηκα», αποκρίθηκε στον Γκασπάρ και έφυγε.

Αυτό ήταν λάθος από όλες τις πλευρές. Ότι είχε χωρίσει τον Σκοτ χωρίς κάποιο ουσιαστικό επιχείρημα και τώρα φλέρταρε με τον Γκασπάρ απροκάλυπτα. Η Οκτόμπερ που νόμιζα ότι ήξερα αποδείχτηκε ένα άλλο πρόσωπο.

«Πολύ ωραία η φίλη σου», την κοίταζε καθώς έφευγε.

«Και πολύ φρεσκοχωρισμένη.»

«Τέλεια!», ζωντάνεψε.

«Γκασπάρ δεν ήρθες για φλερτ εδώ», του υπενθύμισα. «Έχεις έρθει για μια αποστολή.»

«Ω, έλα τώρα. Παρασοβάρεψες. Πρόσεχε μην γεράσεις πριν την ώρα σου.»

Προσπάθησα να μην συνεχίσω την συζήτηση για την Οκτόμπερ. Ήμουν σίγουρη πως με όλη την αγωνία του Έλιοτ δεν θα έβρισκε χρόνο για κορταρίσματα. Άλλωστε η Οκτόμπερ έμενε μέσα στο σχολείο. Πιθανώς να μην την ξανάβλεπε κιόλας.

Μετά από κάνα δίωρο εκείνος επέστρεψε στο παλάτι κι εγώ στο σχολείο. Τηλεφωνήθηκα με τον Ντιμίτρι για να δω πως ήταν. Είχε άδεια για λίγες ώρες, οπότε θα μπορούσε να μιλήσει κι εκείνος με τον Γκασπάρ που είχαν να τα πούνε καιρό.

Ευτυχώς το απόγευμά μου δεν είχε απρόοπτα. Έκανα τα μαθήματά μου, χαλάρωσα με τους φίλους μου και το βράδυ ήμουν έτοιμη για ένα γλυκό και ήρεμο ύπνο.

Χωρίς όμως να θυμάμαι πώς, βρέθηκα από το δωμάτιο του σχολείο μου στην κρεβατοκάμαρα του Κάρτερ. Δεν με έκαιγε κιόλας το πώς. Σημασία είχε που ήμουν εκεί μαζί του. Μέσα στην αγκαλιά του. Ήμασταν κι οι δυο γυμνοί. Εκείνος ήταν από πάνω μου. Τα χείλη του ταξίδευαν στον λαιμό μου, ενώ τα χέρια του περιεργάζονταν κάθε γωνία των μηρών μου. Εγώ είχα περάσει τα δάχτυλά μου μέσα από τα μαλλιά του, ενώ με το άλλο μου χέρι τον έσπρωχνα πάνω μου. Ήθελα να μείνουμε για πάντα έτσι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά μου και με φιλούσε με ένταση όπως την πρώτη φορά. Τα μάτια του χαμογελούσαν περισσότερο και από τα χείλη του.

«Στο είπα ότι θα σε έκανα δική μου», η φωνή του είναι ήρεμη, σαγηνευτική.

Με είχε κάνει δική του και με το παραπάνω. Τα κορμιά μας είχαν γίνει ένα κι οι καρδιές μας χτυπούσαν σαν τρελές για τον άλλον. Του έδωσα ένα ακόμα φιλί πριν του ψιθυρίσω αυτό που ήξερα πως ήθελε να ακούσει. Έτοιμη να του εξομολογηθώ τον έρωτά μου ένας δυνατός ήχος τρύπησε τα αυτιά μου και τότε επανήλθα απότομα στην πραγματικότητα.

«Σκάσε», φώναξα νυσταγμένα στο ξυπνητήρι.

Όλα αυτά ήταν ένα όνειρο. Ένα άπιαστο όνειρο. Αν ο Κάρτερ μάθαινε αυτό που είχα κάνει όχι στο κρεβάτι του, ούτε στην Αυλή δεν θα με ήθελε. Για την καρδιά του δεν το συζητώ.

Σηκώθηκα προσπαθώντας να κρατήσω την γλυκιά αίσθηση αυτού του ονείρου και να μην σκέφτομαι συνέχεια τα αρνητικά. Ήθελα να γεμίσω με αισιοδοξία και θετικότητα για να ήταν όλα πιο εύκολα. Ακόμα και το γεγονός ότι φοβόμουν να πω την αλήθεια στον άντρα που είχα ερωτευτεί.

Η αισιοδοξία και η θετικότητα κράτησαν το πολύ δέκα λεπτά. Για μένα βέβαια ήταν ρεκόρ. Όταν κατέβηκα στην τραπεζαρία είδα σε ένα τραπέζι την Οκτόμπερ και τον Γκασπάρ και σε μια γωνία την Μόνι, την Μέλανη και τον Τσέις να τους κοιτάνε απορημένοι.

«Τι είναι αυτό;», ρώτησα πλησιάζοντάς τους.

«Αυτό είναι η αδερφή μου και ο ξάδερφός σου», μου απάντησε η Μόνι.

Ο Σκοτ ευτυχώς δεν φαινόταν τριγύρω, αλλά κάποια στιγμή θα έκανε την εμφάνισή του. Δεν θα άφηνα να γινόταν κάνα μακελειό οπότε και τους πλησίασα.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;», απευθύνθηκα στον Γκασπάρ εκπλήσσοντας και τους δυο με την συμπεριφορά μου.

«Ήρθα να δω το σχολείο σου και συνάντησα τυχαία την Οκτόμπερ», της χαμογέλασε στην τελευταία του λέξη κι εκείνη ανταπέδωσε.

«Τυχαία», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.

«Ναι», μου απάντησε ο Γκασπάρ.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;», με ρώτησε η Οκτόμπερ.

«Το πρόβλημα είναι ότι...», οι ξαφνικές χειρονομίες και ανήσυχες εκφράσεις των φίλων μου σταμάτησαν.

Κοίταξα εκεί που μου έδειχναν και είδα τον Σκοτ να μπαίνει στην τραπεζαρία. Έσκυψα αμέσως μπροστά τους. «Τον Σκοτ δεν τον σκέφτεσαι καθόλου;»

Η Οκτόμπερ με κοιτούσε σαν να μην ήξερε για ποιον μιλούσα. «Ο Σκοτ κι εγώ χωρίσαμε», μου υπενθύμισε.

«Ούτε βδομάδα δεν έχει περάσει», της υπέδειξα.

«Καλημέρα σας», άκουσα την φωνή του Σκοτ από πίσω μου.

Συγκράτησα τον εαυτό μου από την κατάρρευση και γύρισα προς τα εκείνον.

«Τι γίνεται Σκοτ; Πώς και από εδώ;»

Θα μπορούσα να σκεφτώ κάτι πιο έξυπνο. Αλλά θα μπορούσα να πετάξω και μεγαλύτερη μπούρδα.

Ο Σκοτ δεν μου απάντησε. Προφανώς ήρθε να φάει πρωινό στην τραπεζαρία του σχολείου του. Κάρφωσε το βλέμμα του στην Οκτόμπερ και τον Γκασπάρ. Η Οκτόμπερ δεν ήταν το ίδιο άνετη με πριν αλλά προσπαθούσε να μην δείχνει την αμηχανία της. Ο Γκασπάρ από την άλλη κοιτούσε μία τον Σκοτ και μία την Οκτόμπερ σαν χαμένος. Τον είχα προειδοποιήσει ότι μόλις είχε χωρίσει, αλλά εκείνος ενθουσιάστηκε. Η ζωή δεν ήταν εύκολη στην Μόιρα ανεξαρτήτως τίτλου ή ιδιότητας.

«Απολαύστε το πρωινό σας», είπε τελικά και έφυγε πιο γρήγορα και από τον άνεμο.

Έκανα να τον ακολουθήσω αλλά ο Τσέις με σταμάτησε. «Άφησε τον καλύτερα.»

Ήταν πολύ άδικο από μέρους της Οκτόμπερ να του κάνει κάτι τέτοιο. Θα μπορούσε να είναι τουλάχιστον πιο διακριτική. Όσο για τον Γκασπάρ θα τον κατσάδιαζα αργότερα, όταν τον έβρισκα στο παλάτι.

Το απόγευμα, όταν βρήκα λίγο ελεύθερο χρόνο, ένιωσα την ανάγκη και την επιθυμία να επισκεφτώ τον τάφο των γονιών μου. Δεν το είχα κάνει τόσο καιρό και ένιωσα άσχημα. Οι τάφοι είχαν επιδιορθωθεί μετά τον βανδαλισμό που υπέστησαν το βράδυ μετά την κηδεία, αλλά δεν τους είχα δει. Ντύθηκα καλά με χοντρά ρούχα, φόρεσα ένα μαύρο, μακρύ πέπλο στο κεφάλι μου, το οποίο το στερέωσα με μια μαύρη, οβάλ καλύπτρα –όπως άρμοζε σε μια πριγκίπισσα- και κατευθύνθηκα στο νεκροταφείο.

Είχε ήδη σουρουπώσει αλλά δεν φοβόμουν. Στους γονείς μου θα πήγαινα στο κάτω – κάτω. Το νεκροταφείο ήταν λίγα χιλιόμετρα ανατολικά από το παλάτι. Στην είσοδο υπήρχε μια μεγάλη, βαριά, μεταλλική πόρτα, η οποία ήταν συνήθως μισάνοιχτη, όπως και τώρα. Περπάτησα μερικά μέτρα με χαμηλωμένο το βλέμμα. Εδώ δεν ήμουν ανώτερη. Εδώ συνειδητοποιούσα πως τίποτα δεν είχε στο τέλος σημασία, διότι όλοι στο τέλος απλώς πέθαιναν.

Οι βασιλικοί τάφοι ήταν πιο περιποιημένοι από τους υπόλοιπους. Είχαν σκαλισμένα αγάλματα και φάνταζαν πελώριοι σε σχέση με τους απλούς. Ο τάφος των γονιών μου είχε σκαλισμένη μια νεαρή κοπέλα, γονατισμένη σε στάση προσευχής. Φορούσε μακριά τουαλέτα, και ένα πέπλο πάνω στο οποίο δέσποζε το στέμμα των νταμπίρ. Το άγαλμα ήταν μια δική μου απεικόνιση, όπως το είχαν ζητήσει οι γονείς μου. Ο πατέρας μου δεν αντιμετώπιζε τον θάνατο σαν κάτι μακάβριο και αποκρουστικό. Ήξερε πως κάποια στιγμή θα ερχότανε αυτή η μέρα και είχε φροντίσει από νωρίς για τα διαδικαστικά. Είχε ζητήσει να θαφτεί φυσικά πλάι στην μητέρα μου, ενώ ένα άγαλμά μου ως βασίλισσα να κοσμεί τον τάφο. Εγώ θα γινόμουν βασίλισσα μόνο μετά τον θάνατο του. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να με δει μετά τον θάνατό του, γι' αυτό και ζήτησε αυτό το άγαλμα για να ζεσταίνει την νεκρή του σάρκα.

Κάθισα στην άκρη αναστενάζοντας. Μου είχαν λείψει πάρα πολύ. Αν ήταν μαζί μου όλα θα μου φαίνονταν πιο εύκολα. Θα είχα σε κάποιον να μιλήσω και να πω όσα σκέφτομαι. Τα πάντα! Φυσικά είχα τον Ντιμίτρι και δεν παραπονιόμουν καθόλου. Όμως αυτοί ήταν οι γονείς μου και η ζωή μου τους στέρησε πολύ γρήγορα και πολύ βίαια. Δεν πρόλαβα να πω ούτε ένα αντίο. Ίσως και να μην έκανε μεγάλη διαφορά, αλλά δεν θα μάθαινα ποτέ. Ήταν πλέον νεκροί και δεν θα τους ξανάβλεπα ποτέ.

Έβγαλα το ροζάριό μου από την τσέπη μου και γονάτισα μπροστά στον τάφο να προσευχηθώ. Δεν ήξερα αν θα άκουγαν τις προσευχές μου δεδομένου ότι ήταν στον Κάτω Κόσμο. Εκεί ο Θεός δεν είχε καμία συμμετοχή. Ωστόσο, δεν με πείραζε να το ρίσκαρα. Είχα ανάγκη να προσευχηθώ, να νιώσω για λίγο πραγματικά γαλήνια.

«Ορόρα», άκουσα μια φωνή και παραλίγο να πάθω ανακοπή. «Συγγνώμη», ο Κάρτερ έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω.»

Έβαλα το χέρι μου στο στήθος μου και ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει ανεξέλεγκτα. «Δεν πειράζει», αποκρίθηκα όταν η ανάσα μου ξαναβρήκε τον ρυθμό της.

Σήκωσα το βλέμμα μου και τον περιεργάστηκα. Είχε ντυθεί μέσα στα μαύρα και παρά το γεγονός ότι δεν θα τον έβλεπε κανείς, φορούσε μια λεπτή κορόνα, σαν ταινία γύρω από το κούτελό του, όπως άρμοζε σε έναν πρίγκιπα. Ήμασταν κι οι δύο πολύ συνεπείς με το πρωτόκολλο.

«Ήρθες για τους γονείς σου;»

Ο τάφος του βασιλιά Κέλλαν και της βασίλισσας Χόουπ ήταν μερικά εκατοστά πιο δίπλα από τον τάφο των γονιών μου. Φρόντιζαν να υπάρχουν αποστάσεις μεταξύ των τάφων για ευκολότερη πρόσβαση.

«Ναι», είπε αργά. «Έρχομαι όποτε μπορώ», έκανε ένα βήμα μπροστά κι εγώ σηκώθηκα.

«Εγώ σήμερα έρχομαι πρώτη φορά», ένιωσα άσχημα. Έπρεπε να τους είχα επισκεφτεί νωρίτερα.

«Είμαι σίγουρος πως ο Αλεχάντρο θα προτιμούσε να μην έρχεσαι καθόλου.»

Κι εγώ. Αλλά μέσα μου ένιωθα την ανάγκη να έρθω. Θα μπορούσα να κάτσω και στο δωμάτιό μου να προσευχηθώ ή να πάω στην εκκλησία. Αλλά ήθελα την ηρεμία μου και κυρίως όλο μου το είναι ήθελε να βρίσκεται εδώ. Πλάι σε ό,τι απέμεινε από τους ανθρώπους που με έφεραν στην ζωή.

«Ναι, αλλά», έριξα μια ματιά στο όνομά του πάνω στην ταφόπλακα. «Απλά ήθελα να έρθω», είπα τελικά.

«Το καταλαβαίνω. Ήθελες λίγη ηρεμία.»

«Ναι», τα χείλη μου συσπάστηκαν σε ένα θλιμμένο χαμόγελο.

«Κι εγώ. Εδώ μπορώ να σκεφτώ πιο καθαρά», έσφιξε τα χείλη του. «Ακούγομαι σαν φρικιό έτσι δεν είναι;»

«Καθόλου», τον διαβεβαίωσα. «Σε καταλαβαίνω. Νιώθεις ό,τι δεν έχεις ιδέα τι να κάνεις και με το να βρίσκεσαι κοντά τους ξεκαθαρίζει το τοπίο. Λες και σου βάζουν εκείνοι τις ιδέες στο κεφάλι σου.»

Με παρακολούθησε σαστισμένος. Ήταν λες και διάβαζα το μυαλό του. Μου χαμογέλασε αρκετά καθησυχασμένος βλέποντας πως ταυτιζόμασταν.

«Ίσως γι' αυτό έπρεπε να έχω έρθει νωρίτερα κι εγώ. Για να πάρω απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα μου», χαμήλωσα το βλέμμα μου.

«Και; Πήρες;»

Τα βλέμματα μας διασταυρωθήκανε. «Νομίζω πως ναι.»

Ο κύριος λόγος που είχα έρθει εδώ ήταν γιατί μέσα σε όλα όσα συνέβαιναν, αυτό που μου φαινόταν ασήκωτο φορτίο, ήταν τα συναισθήματά μου για τον Κάρτερ. Δεν θα μπορούσε κανείς άλλος από τους γονείς μου να με συμβουλέψουν για αυτό το θέμα. Καθώς προσευχόμουν ένιωθα πως πραγματικά μου έδιναν την λύση στο πρόβλημά μου. Οι δυο τους είχαν ζήσει έναν μεγάλο έρωτα γεμάτο εμπόδια και κακουχίες. Στο τέλος όμως όλα λύθηκαν και εκείνοι μπόρεσαν να είναι μαζί ακόμη και στον θάνατο. Δεν ήξερα αν ο Κάρτερ θα μπορούσε να ξεπεράσει το γεγονός ότι είχα σκοτώσει κάποιον, αλλά θα άξιζε το ρίσκο. Κάθε λεπτό που περνούσε τον ερωτευόμουν όλο και περισσότερο και κάθε φορά που τον έβλεπα μου κοβόταν η ανάσα. Ήθελα να με αγκαλιάζει, να με φιλάει. Ήθελα να ζήσω τα πάντα μαζί του και βαθιά μέσα μου πίστευα πως αν θα πέθαινε για μένα, ίσως να έβρισκε την δύναμη να συγχωρέσει ένα λάθος μου. Έστω κι ένα τόσο βαρύ όσο αυτό. Δεν υπήρχε λόγος να κρύβομαι άλλο. Φοβόμουν πολλά, με τρόμαζαν πολλά. Δεν είχα ξαναερωτευτεί και ήδη φαινόταν ένα επώδυνο συναίσθημα. Άλλα όλες αυτές οι φορές που με κράτησε στα χέρια του, που με κοίταζε στα μάτια, το φιλί του... όλα αυτά ήταν κάτι παραπάνω από ανακούφιση προς τον φόβο μου για το αν θα τον έχανα ή θα με μισούσε. Ας ζούσα το πάθος μου και ας μην μου έβγαινε σε καλό. Όσοι τόλμησαν βγήκαν κερδισμένοι. Θα τολμούσα κι εγώ.

«Προσευχόσουν;», έσπασε την ησυχία.

«Ναι», αποκρίθηκα.

Εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά. «Θα σε πείραζε να προσευχηθώ κι εγώ λίγο μαζί σου;»

«Θα το ήθελα πολύ.»

Γονατίσαμε ο ένας απέναντι από τον άλλον και κλείσαμε τα μάτια μας για να προσευχηθούμε. Ήταν μια τόσο όμορφη στιγμή που με γέμισε γαλήνη και ηρεμία. Για λίγη ώρα μπόρεσα πραγματικά να ξεκουραστώ. Η ησυχία μεταξύ μας αυτή την φορά δεν έκρυβε τίποτα. Όλα λεγόντουσαν κι ας μην μιλάγαμε. Εκείνος είχε πάρει την δίκη του απάντηση πιο πριν από μένα και με περίμενε υπομονετικά. Τώρα ήξερα κι εγώ τι ήθελα πραγματικά κι αυτό ήταν εκείνος. Τίποτα δεν είχε σημασία. Κανένα μυστικό, κανένα παρελθόν. Σημασία είχε ο Κάρτερ. Και ήμουν σχεδόν σίγουρη πως έτσι ένιωθε κι αυτός για μένα. Μπορούσα αυτή την στιγμή να ορκιστώ για τα συναισθήματα και των δυο μας. Ήταν μια τόσο απλή στιγμή, χωρίς λόγια και βλέμματα. Κι όμως όλο αυτό σήμαινε την αρχή κάτι πολύ όμορφου που ήθελα όσο τίποτα άλλο να ζήσω μαζί του.

Προσευχήθηκα να φυλάγεται το βασίλειο μας από κάθε κακό κι ύστερα ζήτησα από θεούς και προγόνους να μου δώσουν δύναμη να αντιμετωπίσω τους δικούς μου δαίμονες.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top