10. ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ

«Μην μου το κάνεις τώρα αυτό», η Μέλανη χλόμιασε με την ανακοίνωσή μου. Μετά την χθεσινή αποκάλυψη δεν είχε καμία όρεξη να βγω στο κοινό. Ήμουν και σίγουρη ότι θα μπέρδευα τα λόγια μου. Είχα μεγάλη ανάγκη να μείνω μόνη μου. Ξέρω πως ήταν εντελώς εγωιστικό από μέρους μου να αποφασίσω κάτι τέτοιο τελευταία στιγμή. Αλλά στην κατάσταση που βρισκόμουν η παράσταση θα ήταν μια πανωλεθρία και θα ήταν κρίμα για όσους είχαν δουλέψει.

«Πραγματικά συγγνώμη. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω.»

«Γιατί; Επειδή δεν έκανες πρόβα χθες;»

Επειδή ο άντρας που εμπιστεύτηκα με τόσα πράγματα ήταν απλά ένας ψεύτης και ο αδερφός σου μου έκανε πάνω κάτω ερωτική εξομολόγηση.

«Επειδή έγιναν πολλά όσο εγώ δεν έκανα πρόβα. Κι εσύ είσαι άλλωστε η τέλεια Χιονάτη», υπέδειξα τα μαύρα της μαλλιά. «Και το ξέρεις το σενάριο. Εσύ το έγραψες.»

«Ίσως να ξεχαστείς λίγο με την παράσταση», η Μόνι κρατούσε στα χέρια της την στολή μου.

Μετά την δήλωση του Κάρτερ το έβαλα ουσιαστικά στα πόδια και έκατσα στον κοιτώνα μου προσπαθώντας να συμφιλιωθώ με τις τελευταίες εξελίξεις. Τα μαθήματα σήμερα είχαν ακυρωθεί για την παράσταση. Λίγο πριν το πρωινό ήρθαν οι δυο τους με τον Τσέις και την στολή μου για να την δοκιμάσω. Οι υπόλοιποι είχαν δοκιμάσει τις δικές τους από χθες αλλά εγώ ήμουν απασχολημένη...

«Δεν νομίζω», ξεφύσησα.

Δεν θα με βοηθούσε καθόλου και το βράδυ ήταν και ο χορός που διοργάνωσε ο Κάρτερ για να απολογηθεί για το ξέσπασμά τους στα γενέθλια του Ντιμίτρι. Θα βρισκόμουν ήδη μπροστά σε κόσμο όλο το βράδυ να με παρακολουθούν διεξοδικά, έτοιμοι να σχολιάσουν εμένα κι εκείνον με το παραμικρό. Η διπλή έκθεση σε τόσο κόσμο σήμερα θα ήταν κάτι που δεν θα άντεχα. Επίσης για μια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό τι έκαναν με το αδράχτι, αλλά αυτό ήταν άλλο παραμύθι. Τόση αποδιοργάνωση.

«Τι σου είπε πάλι αυτός;», ρώτησε ο Τσέις αναφερόμενος στον Κάρτερ.

Η Μέλανη του έριξε μια πλάγια ματιά αλλά δεν είπε τίποτα.

«Δεν φταίει ο Κάρτερ.»

«Δεν φταίει αλλά κάθε φορά που συναντιέστε γίνεσαι ράκος», δήλωσε με στόμφο ο Τσέις.

«Δεν φταίει», επανέλαβα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Τουλάχιστον θα έρθεις να μας δεις;», τα σμαραγδένια μάτια της Μέλανη πήραν μια έκφραση παράκλησης. «Θα σου κάνει καλό.»

Εγώ χαμογέλασα χωρίς ιδιαίτερη διάθεση. «Νομίζω πως θα πάω στο παλάτι.»

Τα παιδιά κοιτάχτηκαν λίγο μεταξύ τους. «Μπορούμε να σε συνοδεύσουμε εμείς», πρότεινε η Μόνι.

«Δεν χρειάζεται. Έχετε τις τελευταίες ετοιμασίες. Μπορείτε το βράδυ όμως να έρθετε να μείνετε εκεί.»

Ο χορός ήταν βασιλικός οπότε δεν μπορούσαν να έρθουν όπως στα γενέθλια του Ντιμίτρι. Ωστόσο, η Μόνι όταν έμπαινε στο συμβούλιο θα μπορούσε να παρευρίσκεται σε τέτοιες εκδηλώσεις. Θα ήταν πολύ καλό να περάσουμε όλοι μαζί το σαββατοκύριακο. Θα με βοηθούσε να ξεχαστώ. Βέβαια υπήρχε και το θέμα του Σκοτ με την Οκτόμπερ. Ότι είχαν χωρίσει και δεν ξέρω κατά πόσο θα ήθελαν να βρίσκονται μαζί. Αλλά εγώ είπα στον Τσέις και στην Μόνι να πουν και στους δυο.
Η Μόνι αναστέναξε και ένευσε. «Αν χρειαστείς το παραμικρό να μας πάρεις τηλέφωνο.»

Δεν της έφερα αντίρρηση για να την καθησυχάσω. Ο Τσέις με την Μόνι έφυγαν αλλά η Μέλανη έμεινε για λίγο.

«Ορόρα», καθόμασταν στο κρεβάτι και με πλησίασε. «Σχετικά με χθες...», καθάρισε τον λαιμό της. «Σας άκουσα με τον Κάρτερ. Δεν κρυφάκουγα ή τίποτα τέτοιο», ξεκαθάρισε για να μην παρεξηγηθεί. «Απλά είδα ότι αργούσες και ήρθα να δω τι γινόταν.»

Δάγκωσα το κάτω χείλος μου. «Πόσα άκουσες.»

«Ε», ταξίδεψε το βλέμμα της τριγύρω. «Ούτε λίγα, ούτε πολλά.»

«Κατάλαβα», κατένευσα.

«Θέλω να ξέρεις ότι αυτός ο Φελίππε ή όπως τον λένε, την έχει πολύ άσχημα που σε κορόιδεψε έτσι.»

Εγώ γέλασα ελαφρά. Δεν ένιωθα μεγάλη χαρά αλλά τα λόγια της ήταν παρηγορητικά χωρίς ίχνος λύπησης.

«Κι επίσης», συνέχισε. «Θα σε παρακαλούσα να μην χτυπάς στον Κάρτερ τον αρραβώνα του», χαμήλωσε το βλέμμα της και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχει περάσει αρκετά με αυτό και κυρίως την κατακραυγή. Είδαμε και πάθαμε να τον πείσουμε να πει την αλήθεια για να μην τον κρίνουν.»

Έσμιξα τα φρύδια μου απορημένη. «Τι εννοείς; Τι συνέβη;»

«Να... Ο γάμος ακυρώθηκε πολύ αργά. Ήταν ένα βήμα πριν την εκκλησία.»

«Το ξέρω αυτό», της είπα βλέποντάς την αδύναμη να συνεχίσει.

«Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Έμαθε ότι τον απατούσε κατ' επανάληψη. Δεν σταμάτησε ούτε όταν της έκανε πρόταση γάμου.»

Ενοχές. Πολλές ενοχές με χτύπησαν στο άκουσμα της αλήθειας. Νόμιζα πως ο Κάρτερ ήταν αδύναμος να αγαπήσει και γι' αυτό ακύρωσε το γάμο του. Λυπόμουν κιόλας την αρραβωνιαστικιά του. Αυτή όμως ήταν μια αχάριστη χωρίς ηθικούς φραγμούς. Κι εγώ.. κι εγώ του χτυπούσα και ξαναχτυπούσα χθες ότι εκείνος τα διέλυσε όλα, χωρίς ποτέ να τον ρωτήσω τι συνέβη. Ήμουν τόσο σίγουρη για την επιπολαιότητα του. Αλλά η σιγουριά μου όλη έσπασε σε θρύψαλα.

«Δεν το ήξερα», μουρμούρισα.

«Μην νομίζεις και οι γονείς σου δεν έμαθαν νωρίς την αλήθεια. Γενικά ο γάμος θα γινόταν γρήγορα και ούτε καν στην Μόιρα. Δεν ξέρω γιατί βιαζόταν τόσο ο Κάρτερ. Εγκυμοσύνη πάντως δεν υπήρχε. Ούτε κι ιδιαίτερη πίστη από την άλλη. Πιθανώς να ήθελε να στο πει ο ίδιος και ο Αλεχάντρο να το σεβάστηκε.»

Πιθανώς. Δεν με ένοιαζε τόσο ότι δεν το είχα μάθει τότε. Με ένοιαζε κυρίως πόσο τον πλήγωσα χθες και εκείνος δεν δίστασε να...

«Και κάτι ακόμα», διέκοψε τις σκέψεις μου. «Σχετικά με ... με το φινάλε της συζήτησης τέλος πάντων, πιστεύω πως του αρέσεις πραγματικά», ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της.

«Στο έχει πει;», την ρώτησα ξεχνώντας τα του αρραβώνα του.

«Όχι επί λέξει αλλά φαίνεται. Τον ξέρω τον αδερφό μου. Έχει αλλάξει η συμπεριφορά του από τότε που έχεις έρθει.»

Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου αβέβαιη αν αυτό ήταν μία απόδειξη. «Έχουν συμβεί και πολλά.»

«Ναι συμφωνώ αλλά..», συλλογίστηκε λίγο αν έπρεπε να μου μιλήσει ή όχι αλλά γρήγορα έκλεισε προς το ναι. «Είναι συνέχεια αφηρημένος, κάθε φορά που με βλέπει ρωτάει για σένα, προσέχει πως ντύνεται, αγόρασε καινούριες κολόνιες.. τι άλλο θέλεις για να πειστείς;»

Κατέπνιξα ένα χαμόγελο. «Ούτε που με ξέρει.»

«Δεν χρειάζεται να έχεις το λεπτομερές προφίλ κάποιου για να σου αρέσει. Κι εκείνου του αρέσεις. Πολύ!», τόνισε την τελευταία της λέξη.

Μέσα σε όλα τα άσχημα αυτό κατάφερε για μερικά λεπτά να με κάνει να ξεχαστώ. Ένιωσα ένα σκίρτημα μέσα μου στην ιδέα να αρέσω στον Κάρτερ. Αυτές τις μέρες είχαμε έρθει κοντά και τα πηγαίναμε πολύ καλά. Υπήρχαν οι φορές που όταν με άγγιζε ή με κοίταζε ανέβαινε η θερμοκρασία μου, αλλά δεν είχα πότε αναλύσει αυτή μου την αντίδραση. Ακόμα και τώρα που ήξερα από την Μέλανη ότι του άρεσα δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα να είμαστε μαζί. Βέβαια δεν μίλησε κανείς για σχέση, αλλά και πάλι. Ήταν ένας πολύ γοητευτικός και ελκυστικός νεαρός αλλά μέχρι εκεί. Δεν θα μπορούσα να με φανταστώ να τον ερωτεύομαι. Απλώς ένιωσα κολακευμένη στην ιδέα να με θέλει. Τίποτα παραπάνω ουσιαστικά. Άλλωστε είχα και τόσα στο κεφάλι μου που ένα ειδύλλιο ίσως να μου φόρτωνε περισσότερες σκοτούρες. Δεν ήταν κι εύκολοι οι έρωτες. Είχα τρανό παράδειγμα τον παθιασμένο έρωτα των γονιών μου που κόντεψε να τινάξει το βασίλειο στον αέρα. Εκείνοι είχαν αίσιο τέλος (πέραν του πρόωρου θανάτου τους), αλλά αυτά δεν ήταν κληρονομικά. Ο Κάρτερ ήταν έτοιμος να παντρευτεί όταν έμαθε ότι η αρραβωνιαστικιά του ήταν άπιστη. Κι εγώ μπορεί να μην ήμουν ερωτευμένη με τον 'Φελίππε', αλλά υπήρχε ένας δεσμός μεταξύ μας, ο οποίος αποδείχτηκε μια κοροϊδία. Είχαμε και τον πρόσφατο χωρισμό της Οκτόμπερ με τον Σκοτ.

«Τέλος πάντων», είπε τελικά η Μέλανη. «Εγώ όφειλα να στο πω για να ξέρεις τι σου γίνεται.»

«Καλά έκανες», της απάντησα και την συνόδευσα μέχρι τον διάδρομο.

Της ευχήθηκα καλή επιτυχία για την παράσταση και μου είπε πως θα τα λέγαμε το βράδυ στον χορό.

Εγώ επέστρεψα στον κοιτώνα μου. Σήμερα ήταν μια καλή ευκαιρία να επισκεφτώ την βιβλιοθήκη του παλατιού και να μελετήσω για την μαγεία των νταμπίρ. Ντύθηκα καλά, καθώς είχε μπει ο κρύος Οκτώβρης και ο ουρανός ήταν ήδη συννεφιασμένος. Προβλεπόταν ένας δύσκολος χειμώνας από όλες τις μεριές.

Φρόντισα να ακολουθήσω μια παράκαμψη για να συναντήσω όσο το δυνατόν λιγότερους υπηκόους. Σε όλο τον δρόμο σκεφτόμουν αυτά που μου είχε πει η Μέλανη για τον αρραβώνα του Κάρτερ. Ο Ντιμίτρι από τα λίγα που ήξερε μου είπε πως αυτό έγινε ένα χρόνο αφότου τελείωσαν το λύκειο. Οι γονείς του δεν είχαν συμφωνήσει που ήταν τόσο γρήγορο ειδικά την στιγμή που δεν υπήρχε εγκυμοσύνη στην μέση. Εκείνος όμως επέμεινε. Θα πρέπει να ήταν πολύ ερωτευμένος. Τελικά όμως πληγώθηκε. Από την μία εκείνος και από την άλλη η δική μου αποτυχημένη εμπειρία, σκέφτηκα ότι ίσως η μοίρα ξεσπούσε πάνω μας για την ευτυχία των γονιών μας. Σαν να έπρεπε να πληγωθούμε εμείς για να υπάρχει ισορροπία στο σύμπαν.

Οι γονείς του Κάρτερ γνωρίστηκαν στο λύκειο. Ο πατέρας της βασίλισσας Χόουπ –δισέγγονος του βασιλιά Τίμοθυ- έστειλε την κόρη του στην Μόιρα για να είναι ασφαλής και να λάβει μια εκπαίδευση ισάξια με επιγόνου βασιλιά. Ο Κέλλαν πρόσεξε αμέσως την νέα άφιξη και την κόρταρε από την πρώτη στιγμή. Μετά το λύκειο η Χόουπ επέστρεψε στην Καλιφόρνια, πράγμα που πόνεσε και τους δύο. Ο Κέλλαν της έστελνε συνέχεια γράμματα και ποιήματα, τα οποία έβαζε τον αδερφό του Σον να τα γράφει. Η κατάσταση αυτή κράτησε για περίπου ένα χρόνο. Ο Κέλλαν με τις ευλογίες της μητέρας του –βασίλισσας Ελεονόρας- ζήτησε το χέρι της και μέσα στον πρώτο χρόνο γάμου τους σκαρώσανε τον Κάρτερ.

Ο πατέρας μου , την περίοδο του κορταρίσματος τους, ότι είχε γνωρίσει την μητέρα μου σε μια επίσκεψή της στην Μόιρα να γνωρίσει τον βασιλιά Ραμόν – τον παππού μου- και τον διάδοχό του. Η μητέρα μου δεν ήταν επίγονος βασιλιά όπως η Χόουπ, αλλά ήταν από ευκατάστατη οικογένεια. Ο έρωτας τρύπησε με τα βέλη του και τους δύο από την πρώτη κιόλας στιγμή. Ο παππούς μου όμως ήθελε κι εκείνος να παντρευτεί ο γιος του μια γαλαζοαίματη. Εμείς τα νταμπίρ δεν είχαμε πρόβλημα να παντρευτούμε όποιον θέλουμε ακόμα και οι βασιλιάδες. Μπορούσα να παντρευτούμε ακόμη και ανθρώπους. Ωστόσο, ο παππούς μου ήταν παλαιών αρχών και ίσως ο πιο φλογερός από όλους τους Σάντος. Γρήγορα ο έρωτάς τους κατέληξε ένα κλασικό παραμύθι απαγορευμένου έρωτα που τελικά ξεπέρασε τις δοκιμασίες. Δεν έμαθα ποτέ αν ο παππούς μου αποδέχτηκε την μητέρα μου τελικά. Αλλά εκείνη ούτως ή άλλως έγινε βασίλισσα και γέννησε την διάδοχό του.

Στο παλάτι δεν επικρατούσε ιδιαίτερη κίνηση. Ευτυχώς στο δρόμο προς την βιβλιοθήκη δεν έπεσα πάνω στον Κάρτερ. Δεν είχε ιδέα πώς να τον αντιμετωπίσω.

Αμέσως κατευθύνθηκα στον τομέα της μαγείας. Ξεκίνησα αρχικά με τα εισαγωγικά. Κυρίως για τα νταμπίρ της Μόιρα. Εκείνα, με συγκεκριμένα ξόρκια, ελέγχουν τα στοιχεία μέσα στην πόλη. Δεν βλέπουν τι γίνεται, ούτε ακούνε. Η παραμικρή ανώμαλη παρουσία όμως τους ενοχλεί. Μια τέτοια παρουσία είναι ενός βρικόλακα, ενός νεκρού ουσιαστικά όντος. Γι' αυτό ήμουν σίγουρη ότι εκείνος δεν μπορούσε να μπει στην Μόιρα. Κάποιο νταμπίρ θα τον καταλάβαινε και θα το έλεγε σε μένα και τον Κάρτερ. Από την άλλη η χρήση υποβολής από τα νταμπίρ με μαγεία απαιτεί μεγάλη προσπάθεια και κατασπατάληση ενέργειας. Όποιο είχε υποβάλλει εμένα και τον Κάρτερ θα έπρεπε να είχε σταλθεί στο νοσοκομείο από την κούραση με τις τόσες φορές που την είχε χρησιμοποιήσει. Πρώτη φορά ήταν στον διάδρομο του σχολείου όταν χωρίς να το ελέγχω, κυκλοφορούσα ημίγυμνη κι ο Κάρτερ αρχικά φάνηκε να... αρέσκεται με το θέαμα. Η δεύτερη φορά ήταν στα γενέθλια του Ντιμίτρι, όταν ο Κάρτερ μου έσκισε το φόρεμα. Και η πιθανή τρίτη να ήταν στην τραπεζαρία όταν τον χτύπησα. Δεν ξέρω αν θα το έκανα και χωρίς κάποια ώθηση, αλλά δεν μπορεί να είχα χάσει τόσο πολύ τον έλεγχο. Είχα πολλές φορές σκεφτεί να χτυπήσω κάποιον όταν με νευρίαζε, αλλά δεν το είχα κάνει ποτέ.

Μπορεί να φαινόντουσαν λίγες οι φορές αλλά και η μία φορά, σε δύο άτομα, και χωρίς να τους κοιτάει στα μάτια είναι υπεραρκετή για να το εξασθενίσει. Επίσης το ανεξήγητο όνειρο με το μωρό που πίνει αίμα αντί για γάλα, το έβλεπα σχεδόν συνέχεια και δεν μου έκανε για πολύ κούραση και άγχος.

Σκέφτηκα λοιπόν πως θα μπορούσα να μελετήσω κάτι σχετικό με τα όνειρα. Παίρνοντας ένα τέτοιο βιβλίο όλο μου το σώμα μούδιασε. Ένιωσα αδύναμη και σχεδόν έπεσα αλλά στηρίχτηκα στα ράφια. Το βιβλίο μου έπεσε από τα χέρια και ο κρότος με επανέφερε στην πραγματικότητα. Μάλλον σηκώθηκα απότομα και ζαλίστηκα. Όμως μου ξανασυνέβη, πριν προλάβω να σκύψω να το σηκώσω. Θα μπορούσα να είχα λιποθυμήσει. Ωστόσο, το σώμα μου άρχισε να κουνιέται. Περπατούσα χωρίς να ήξερα που πήγαινα. Το μυαλό μου κυρίως, γιατί τα πόδια μου ήξεραν μια χαρά. Ήταν λες και μόνο εκείνα είχαν μείνει ανεπηρέαστα από όλο αυτό. Έφυγα από το παλάτι και ακολούθησα έναν δρόμο που δεν είχα περπατήσει ποτέ στην ζωή μου. Δεν ήξερα καν που οδηγούσε. Περπατώντας αρκετή ώρα χωρίς να ελέγχω το σώμα μου βρέθηκα σε μια απομονωμένη χαράδρα. Ήταν στρογγυλή και στην μέση υπήρχε ένα αρκετά μεγάλο και βαθύ ποτάμι. Από εκεί που βρισκόμουν δεν φαινόταν η άλλη άκρη. Ήταν ίσως πιο μεγάλο και από κόλπο. Υπήρχε κι ένας καταρράκτης ο οποίος γέμιζε το ποτάμι. Λέγεται πως αυτό το ποτάμι το δημιούργησε ο βασιλιάς Γεώργιος ως δώρο γάμου στην σύζυγό του Μαρία.

Εξακολουθώντας να μην ελέγχω τον εαυτό μου τα βήματά μου έφεραν στην άκρη του γκρεμού. Κοιτούσα κάτω το νερό να τρέχει ορμητικά από τον καταρράκτη. Υπό κανονικές συνθήκες θα έτρεμα σαν το ψάρι, καθώς φοβόμουν τα ύψη. Όμως τώρα δεν έκανα τίποτα. Κοιτούσα ατάραχη το νερό για αρκετά λεπτά. Ο ουρανός ήταν γκρίζος και ο αέρας παγωμένος αρκετά. Η υγρασία του ποταμιού με πάγωνε ακόμα περισσότερο αλλά δεν πετάρισε ούτε μια βλεφαρίδα μου. Δεν ακουγόταν τίποτα παρά μόνο τα νερά του καταρράκτη. Όμως ένα ψίθυρος σύντομα κατέκλυσε την ατμόσφαιρα. Ήταν μέσα στο κεφάλι μου αλλά ένιωθα σαν να ερχόταν από τους ουρανούς. Κάντο Εύα, άκουγα να λέει. Μην το σκέφτεσαι. Κάντο!

Κοίταξα πάνω στον ουρανό μήπως έβλεπα από πού ερχόταν η φωνή, αλλά δεν είδα τίποτα. Έπειτα χαμήλωσα το βλέμμα μου και επικεντρώθηκα στην φωνή που μου έλεγε να το κάνω. Τότε έκανα ένα βήμα και χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξα στο νερό. Βούλιαζα αργά. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να βγω στον επιφάνεια. Δεν μπορούσα κιόλας. Τώρα όλο μου το σώμα ήταν παράλυτο. Ακόμα και όταν συνήλθα και συνειδητοποίησα ότι πνιγόμουν δεν μπόρεσε το σώμα μου να ανταποκριθεί. Ήμουν σίγουρη πως αυτό ήταν το τέλος μου. Προσευχήθηκα να βρω γαλήνη, και αν γινόταν να πάω κι εγώ στον Κάτω Κόσμο κι ας μην είχα προλάβει να στεφθώ βασίλισσα. Όταν έκλεισαν τα μάτια μου η όρασή μου πληγώθηκε από ένα δυνατό φως. Θεώρησα πως κάπως έτσι ήταν η αίσθηση του να πεθαίνεις. Τουλάχιστον θα ήταν γαλήνια. Το είχα ανάγκη. Ποιος δεν φοβάται τον θάνατο; Είχα ανάγκη να νιώσω γαλήνη και να καταλαγιάσει ο φόβος μου. Ήλπιζα όταν άνοιγα τα μάτια μου να αντικρίσω τους γονείς μου. Τους φανταζόμουν σε ένα καταπράσινο λιβάδι να με περιμένουν φορώντας τα επίσημα ενδύματα του οίκου μας. Ξαφνικά μια γλυκιά αίσθηση άρχισε να δίνει αέρα στα πνευμόνια μου. Ήταν σαν ένα φιλί. Να ήταν η μητέρα μου άραγε; Ο αέρας έμπαινε απότομα μέσα μου με αποτέλεσμα να νιώσω μια ενόχληση. Κατάφερα να ανοίξω τα μάτια μου ενώ έβηξα αρκετό νερό ανακουφίζοντας τους πνεύμονές μου. Μισόκλεισα τα μάτια μου για να μπορέσω να αντικρίσω ποιος ήταν καθισμένος δίπλα στο ξαπλωμένο μου σώμα.

Ήταν βρεγμένος. Οι μπούκλες του είχαν πέσει από το νερό, και τα μάτια του είχαν κοκκινίσει. Είχαν γεμίσει με δάκρυα. Βλέποντάς με να ξυπνάω άφησε ένα χαμόγελο και ένα δάκρυ να δραπετεύσουν. Ήταν ο Κάρτερ. Δεν είχα πεθάνει. Με είχε σώσει από τον πνιγμό.

«Με τρόμαξες», μουρμούρισε και ρουθούνισε.

Εγώ κατάπια και άρχισα να τρέμω καθώς το κρύο έτσουζε το μουσκεμένο κορμί μου.

«Τι έγινε;», κατάφερα να ρωτήσω.

«Παραλίγο να σε χάσω», αποκρίθηκε και με βοήθησε να ανασηκωθώ.

«Εσύ με έβγαλες;», κοίταξα μία τα ορμητικά νερά και μετά εκείνον.

Δεν μου απάντησε. Έδιωξε μια τούφα από το μέτωπό μου και με κοίταζε ανήμπορος να πει κουβέντα ή να πάρει τα μάτια του από πάνω μου.

«Τελείωσε τώρα», ανέπνεε γρήγορα ενώ άρχιζε να τρέμει. Προσπάθησε να το κρύψει αλλά το κρύο δεν τον άφηνε.

«Δεν έρεπε να το κάνεις. Αν πάθαινες κάτι..», με το ζόρι μπορούσα να μιλήσω.

«Αν πάθαινες εσύ;», με ρώτησε παίρνοντας μια βαθιά τρομάζοντας και μόνο στην ιδέα να με έχανε. Είχε ήδη χάσει τους γονείς τους. Δεν θα άντεχε άλλη μια απώλεια. Ούτε κι εγώ.

«Έλα. Πάμε πριν πάθεις καμιά πνευμονία», με σήκωσε στα χέρια του και κοιταχτήκαμε για λίγο.

Δεν είπαμε τίποτα. Εγώ κουλουριάστηκα στην αγκαλιά του και τον ευχαρίστησα που ρίσκαρε την ζωή του για την δική μου. Το ποτάμι ήταν πολύ βαθύ και το ύψος επικίνδυνο. Θα μπορούσε να είχε πνιγεί. Παράβλεψε όμως τον κίνδυνο και πήδηξε για με σώσει.

Ο νόμος μας έλεγε πως αν πεθάνει ο ένας βασιλιάς ο άλλος είναι υποχρεωμένος να αποσυρθεί για να αναλάβουν οι νέοι διάδοχοι. Έτσι αποφευγόντουσαν αέναες βασιλείες με ανακατωμένες γενιές και διαδοχές. Αν πέθαινε κάποιος από εμάς ο άλλος όφειλε να αποσυρθεί. Ωστόσο, δεν το έκανε γι' αυτό. Φαινόταν στα μάτια του η ανησυχία του όταν μου έλεγε πως θα μπορούσα να είχα πάθει εγώ κάτι. Πρώτα σκέφτηκε την ζωή μου. Ίσως να μην σκέφτηκε καν το στέμμα.

Κατευθυνόμασταν πίσω στο παλάτι με το αυτοκίνητό του. Είχα κουλουριαστεί στο παράθυρο θολώνοντας με την ανάσα μου το τζάμι.

«Θέλεις να το δυναμώσω;», έκανε να ανεβάσει την θερμοκρασία του κλιματιστικού.

«Όχι, όχι», τον σταμάτησα με το χέρι μου. Το είχε ήδη πολύ δυνατά και ανακατευόμουν από την πολλή ζέστη. «Λίγο ακόμα και θα αρχίσω να εξατμίζομαι.»

Εκείνος γέλασε ελαφρά. «Τα χέρια σου έχουν ζεστάνει, ευτυχώς.»

Εγώ τα έτριψα αντανακλαστικά. «Σου είπα ευχαριστώ;»

«Δέκα φορές ως τώρα», χαμογέλασε.

Υπερέβαλε. Δεν είχα φτάσει ακόμα τις δέκα. Αλλά εκείνος μου έσωσε την ζωή. Όλα τα ευχαριστώ δεν έφταναν.

«Αισθάνεσαι καλά; Θέλεις να σε πάω στο νοσοκομείο;»

Εγώ κούνησα το κεφάλι μου.

«Σίγουρα; Ίσως να πρέπει να σε δει η Σάρα.»

«Καλά είμαι», τον διαβεβαίωσα.

«Πώς συνέβη;», με ρώτησε μετά από αρκετά λεπτά που τον έβλεπα σκεπτικό.

Εγώ ξεροκάταπια. «Αν σου πω ότι γλίστρησα θα με πιστέψεις;»

Σούφρωσε τα χείλη του και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μάλλον όχι.»

Ξεφύσησα αργά δημιουργώντας μια μεγάλη θολούρα στο τζάμι στο οποίο έπεφταν ψιχάλες. Σύντομα η βροχή δυνάμωσε.

«Φαίνεται να άλλαξε στόχο», αποκρίθηκε με ήρεμο τόνο.

Εγώ δεν τον κοίταξα. Έκλεισα τα μάτια μου και θυμήθηκα την προειδοποίησή του. Αν άνοιγα το στόμα μου θα έκανε κακό στον Κάρτερ. Δεν είχε πει πως και δεν είχε υποσχεθεί ότι δεν θα πληγωνόμουν κι εγώ. Το ρίσκο να πεθάνω ήταν μεγάλο αλλά με λίγο αίμα βρικόλακα θα δινόταν λύση. Το σίγουρο ήταν ότι ο Κάρτερ θα με προστάτευε μέχρι τελικής πτώσης. Θα βούταγε στο θάνατο για να μην τον αφήσει να πάρει κι εμένα. Αυτό ήταν σίγουρο..

«Όχι, δεν άλλαξε», ψιθύρισα χωρίς να ξέρω αν με άκουσε.

Στο υπόλοιπο της διαδρομής δεν μιλήσαμε. Δεν ήταν και μεγάλη άλλωστε. Φτάσαμε γρήγορα στο παλάτι. Έβρεχε για τα καλά και μέχρι να μπούμε μέσα είχαμε ξαναβραχεί. Τουλάχιστον δεν θα κινούσαμε υποψίες. Θα τα αποδίδαμε όλα στην βροχή. Στην είσοδο ήταν η Μέλανη με τον Μάικλ και τον Σον. Τους έλεγε για την παράσταση. Φορούσε ακόμα την στολή της και ο Μάικλ φορούσε το παλτό του οπότε υπέθεσα ότι την έφερε, και διηγούταν στον θείο της την εμπειρία της. Μόλις μας είδαν έτρεξαν ανήσυχοι προς εμάς.

«Μούσκεμα γίνατε», αναφώνησε ο Σον.

Η Μέλανη με έκλεισε στην αγκαλιά της κι ο Μάικλ έκανε να δώσει το παλτό του στον Κάρτερ. Εκείνος όμως το στερέωσε στους ώμους μου. Η Μέλανη με τον Μάικλ αντάλλαξαν ένα φευγαλέο βλέμμα όλο υπονοούμενο. Χαμήλωσα το βλέμμα μου και τον ευχαρίστησα χαμηλόφωνα.

«Πού ήσουν; Γιατί βγήκες με αυτή την βροχή; Είχες πει ότι θα ήσουν στην βιβλιοθήκη», με βομβάρδισε με τις ερωτήσεις της η Μέλανη.

«Δεν έπρεπε να βγείτε με αυτή την βροχή», πήρε τον λόγο ο Μάικλ. «Θα μπορούσατε να κρυώσετε και έχουμε κι έναν χορό σήμερα.»

«Σχετικά με αυτό», στράφηκε σε μένα ο Κάρτερ. «Μπορούμε να το αναβάλλουμε.»

«Όχι», του απάντησα.

«Σίγουρα;», με ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι του ελαφρά.

Εγώ κατένευσα. «Ναι σίγουρα.»

«Άντε να στεγνώσετε γιατί δεν την γλιτώνετε την πνευμονία», μας είπε ο Σον.

Η Μέλανη με καθοδήγησε προς τα πάνω ενώ ο Κάρτερ έμεινε για λίγο να μιλήσει με τον Σον και τον Μάικλ. Εγώ γύρισα να τον κοιτάξω για λίγο πριν ανέβω τις σκάλες. Εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα. Στην αρχή φαινόταν σαν να τον απασχολούσε κάτι. Ίσως να μην είχε συνέλθει από το σοκ. Με περιεργαζόταν με τα γαλανά του μάτια ενώ τα χείλη του ήθελαν να μιλήσουν. Τελικά δεν είπαν τίποτα. Μονάχα μου χαμογέλασαν γεμίζοντας με με μια ζεστασιά.

«Γιατί βγήκες έξω», με ρώτησε η Μέλανη καθώς με ανέβαζε στο δωμάτιό μου.

«Ζαλίστηκα από το πολύ διάβασμα και βγήκα να πάρω λίγο αέρα και έπιασε βροχή», της απάντησα φτάνοντας στην πόρτα.

«Κι ο πανέξυπνος αδερφός μου αντί να σε φέρει μέσα τι έκανε;»

Εγώ γέλασα ελαφρά. «Αυτό έκανε.»

Εκείνη δεν φάνηκε να πιστεύει την ιστορία μου. Αλλά δεν με ρώτησε τίποτα παραπάνω. Με άφησε να ξεκουραστώ και μου είπε πως θα ερχόταν αργότερα να ετοιμαστούμε.

Εγώ έκανα ένα ζεστό μπάνιο και φώναξα αμέσως τον Ντιμίτρι να έρθει στο δωμάτιό μου. Είχε δει τον Κάρτερ νωρίτερα μούσκεμα και του είπε λίγα πράγματα. Τα περισσότερα του τα είπα εγώ μαζί με την ανησυχία μου ότι ο στόχος ήταν ο Κάρτερ από την αρχή.

«Δεν έχεις άδικο», μου απάντησε σφίγγοντας τα χείλη του.

«Λες να ξέρει;», σχεδόν κλαψούρισα και μόνο στην ιδέα ότι ίσως η επόμενη απόπειρα να ήταν θανάσιμη.

«Δεν νομίζω. Αν τον ήθελε νεκρό θα ήταν. Ίσως ήθελε να σου δείξει πως όσα σου έλεγε στο γράμμα δεν ήταν λόγια του αέρα.»

«Δεν χρειαζόμουν αποδείξεις», έπεσα πίσω και ξάπλωσα στο κρεβάτι.

Ο Ντιμίτρι ξάπλωσε δίπλα μου με το χέρι του να στηρίζει το κεφάλι του. «Θα βάλεις το φόρεμα που σου πήρε ο Κάρτερ απόψε;», χαμογέλασε και μου έκλεισε το μάτι.

Εγώ τον κοίταξα σμίγοντας τα φρύδια μου. «Σοβαρά;»

«Ω, έλα», μου σκούντηξε. «Έχουμε χορό απόψε. Δεν θα μας χαλάσει και την βραδιά μας αυτό το τέρας. Λέγε τώρα», ξαναχαμογέλασε αποκαλύπτοντας την λευκή οδοντοστοιχία του.

«Ναι», ξεφύσησα.

Όταν μου το έφερε να το δοκιμάσω του το έδωσα για να το βάλει στην ντουλάπα μου στο παλάτι. Εκεί είχα κυρίως τις τουαλέτες μου αλλά και άλλα ρούχα που δεν χωρούσαν στην ντουλάπα του κοιτώνα μου.

«Να αφήσεις κάτω τα μαλλιά σου», μου πρότεινε.

Εγώ την κοίταξα απορημένη. Πότε άλλοτε δεν μου είχε δώσει συμβουλές για ντυσίματα. Τα έβρισκε ανούσια και πάντα μου έλεγε ότι περνάω πολύ χρόνο στο να φτιάχνομαι. Εκτός λοιπόν αν είχε γίνει γκέυ κάτι άλλο κρυβόταν πίσω από την ξαφνική του παρόρμηση να με συμβουλέψει.

«Προς τι η ξαφνική σου ανησυχία για τα μαλλιά και τα ρούχα μου;», ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.

«Ε καλά. Πριγκίπισσα είσαι.»

«Από σπερματοζωάριο. Παρακάτω.»

Εκείνος ξεφύσησε. «Μα δεν μπορώ απλά να σε..»

«Ντιμίτρι!», τον διέκοψα από ανούσιες φλυαρίες.

«Σε εμάς τους άντρες αρέσουν τα ελεύθερα μαλλιά. Κι εσύ έχεις κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός..», χαμήλωσε το πιγούνι του.

«Ότι ξαφνικά είστε όλοι τόσο σίγουροι ότι αρέσω στον Κάρτερ και..»

«Μα μου το είπε.»

Ανασηκώθηκα αμέσως. «Τι πράγμα;»

Ανασηκώθηκε κι εκείνος κι ένευσε αργά. «Ναι. Από χθες το βράδυ βέβαια το ψυλλιάστηκα με τις αντιδράσεις του όταν του έλεγα για σένα και τον... τέλος πάντων. Και σήμερα το πρωί τον είδα έτσι σκεφτικό και τον ρώτησα τι είχε.»

«Και σου είπε έτσι απλά ότι του αρέσω;»

«Εντάξει όχι κι έτσι απλά», σήκωσε τα μανίκια του. «Προσπάθησα να τον ψαρέψω αν έγινε τίποτα σχετικά με το φλέγον ζήτημα αλλά δεν ήταν αυτό.»

«Ε πες μου, με έσκασες.»

Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μου είπε ευθέως ότι σε βλέπει ως κάτι παραπάνω και δεν ξέρει τι να κάνει γι' αυτό.»

«Και συγγνώμη», σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου. «Εμπιστεύτηκε εσένα και μάλιστα σου ζήτησε και συμβουλή και στην αδερφή του δεν είπε τίποτα;»

«Ε άλλο εγώ. Ως άντρας τον καταλαβαίνω καλύτερα. Και σε ξέρω και πιο καλά από όλους οπότε μπορώ να του δώσω τα φώτα μου.»

«Και πάλι. Είσαι ξένος γι' αυτόν.»

«Α», σήκωσε τα χέρια του. «Τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες έχουμε ένα κοινό μυστικό. Αυτό φέρνει κοντά τους ανθρώπους.»

«Τώρα δύο», με υπέδειξα με το πιγούνι μου.

«Ε δεν θα σε έλεγα και μυστικό. Το έχει πει και στον Μάικλ. Μαζί του δίναμε συμβουλές σήμερα το πρωί.»

«Α πολύ σκληρά δουλεύετε γενικά.»

«Σιγά. Ένα πρωινό κι εμείς. Και για την Μέλανη μην ανησυχείς. Κι αυτή το ξέρει.»

«Ναι μου είπε σήμερα το πρωί τις υποψίες της.»

«Όχι δεν κατάλαβες», έστριψε προς τα εμένα. «Το ξέρει κανονικά. Της το είπε ο Μάικλ αλλά η μικρή κάνει την πάπια. Ξέρεις τώρα είναι λεπτό το θέμα, μην τον φέρουμε σε δύσκολη θέση.»

«Οργανωμένο το έγκλημα!»

«Ε κι εσύ. Βαριές κουβέντες ξεστομίζεις.»

Εγώ αναστέναξα. Ο κόσμος το είχε τούμπανο κι εγώ κρυφό καμάρι. Συνέχιζε να μου δίνει οδηγίες. Κυρίως να μην δείξω ότι τα ξέρω. Βέβαια σε αυτό δεν υπήρχε λόγος να υποκρίνομαι, καθώς ο ίδιος μου είχε πει χθες πως με ήθελε. Αναρίγησα στην θύμηση αυτή. Την ανάσα του, το άρωμά του, τα χείλη του... φαντάστηκα πως θα ήταν να με φιλάει, να αφήνει τα χέρια του να ταξιδέψουν σε κάθε γωνία του κορμιού μου, να μυρίσω το άρωμά του πάνω μου. Έδιωξα γρήγορα την σκέψη. Δεν είχα χρόνο για έρωτες και ούτε τη διάθεση. Η ερωτική μου διάθεση είχε μεγαλώσει μόνο ξέροντας τα συναισθήματά του για μένα. Δεν αναδύθηκε μόνη της, κι άρα δεν ήταν αληθινό. Αργά το απόγεμα ήρθε και η Μέλανη για να ετοιμαστούμε. Μου διηγήθηκε για την παράσταση και πόσο ευτυχισμένα ήταν τα παιδάκια. Μου υποσχέθηκε αύριο να μου έδειχνε και φωτογραφίες.

«Τα παιδιά θα έρθουν κατά τη μία», μου είπε βάζοντας τα σκουλαρίκια της. Είχε φορέσει μία πράσινη βελούδινη τουαλέτα στο χρώμα των ματιών της και είχε μαζέψει τα μαλλιά της σε έναν αριστοκρατικό κότσο. Ήταν πάρα πολύ όμορφη και την θαύμαζα όσο δοκίμαζε κοσμήματα.

Εγώ είχα φορέσει την τουαλέτα που μου πήρε ο Κάρτερ και μαύρα μακριά γάντια. Είχα βάλει ένα μαργαριταρένιο κολιέ και ασορτί σκουλαρίκια. Άφησα τα μαλλιά μου κάτω, κατά παραγγελία του Ντιμίτρι, σε μπούκλες.

«Ο Τσέις με την Μόνι δηλαδή», μόρφασε.

«Η Οκτόμπερ με τον Σκοτ δεν τα βρήκανε τελικά;»

«Πώς να τα βρούνε; Η Μόνι έχει δίκιο. Η αδερφή της έχει ξεφύγει τον τελευταίο καιρό.»

Θυμήθηκα την επίθεση της στα παρασκήνια όταν της είπα ότι ο Σκοτ ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για εκείνη, οπότε δεν σχολίασα περαιτέρω.

«Τον Σκοτ έχω να τον δω από χθες», αποκρίθηκα. «Θα ήθελα να ερχόταν απόψε.»

«Εγώ από προχθές», μου είπε ψαχουλεύοντας την κοσμηματοθήκη της. «Μόνο ο Τσέις τον είδε σήμερα. Έχει κλειστεί στον κοιτώνα του και ξεσπάει σε έναν σάκο του μποξ. Ελπίζω αύριο να το ξανασκεφτεί και να έρθει. Αυτό που σου φαίνεται;», έβγαλε ένα διαμαντένιο περιδέραιο και το κράτησε ψηλά για να μου το δείξει.

«Θα σου πηγαίνει τέλεια», της απάντησα και την πλησίασα. Πήρα το περιδέραίο και της το πέρασα γύρω από τον λαιμό της. Εκείνη το περιεργάστηκε στο καθρεφτάκι της και χαμογέλασε.

«Είσαι πανέμορφη», της αποκρίθηκα.

Ένας χτύπος στην πόρτα με τράβηξε. «Εμπρός», είπα και μπήκε ο Κάρτερ με το μαύρο του κουστούμι. Κομψός και όμορφος το λιγότερο.

«Εγώ θα κατέβω να σας αφήσω να τα πείτε», η Μέλανη σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην πόρτα.

«Είσαι πολύ όμορφη Μελς», της αποκρίθηκε ο Κάρτερ με όλη την περηφάνια του μεγάλου αδερφού.

«Κι εσύ αδερφούλη» του απάντησε και έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Ο Κάρτερ στράφηκε σε μένα και αναφώνησε. «Είσαι πολύ πιο όμορφη από ότι περίμενα.»

Εγώ χαμήλωσα το βλέμμα μου νιώθοντας τα μαγουλά μου να κοκκινίζουν. Εκείνος με πλησίασε με το χαμόγελο απλωμένο στα χείλη του.

«Ελπίζω να μην σε κορτάρουν πολλοί σήμερα.»

Ανασήκωσα ελαφρά τους ώμους μου. «Αυτό θα σε έκανε να ζηλέψεις;»

Γιατί είπα κάτι τέτοιο; Δεν έπρεπε να μου ξεφύγει. Φοβήθηκα ότι θα ίδρωνε από το άγχος του κι ότι ίσως ακούστηκα κάπως ψυχρή. Αλλά δεν έλεγξα το στόμα μου. Οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους χωρίς καν να προλάβω να τις επεξεργαστώ. Ήμουν πολύ παρορμητική , αλλά είχα μάθει να το κουμαντάρω. Όμως ο Κάρτερ με έκανε να ξεχνάω τα πρέπει μιας πριγκίπισσας. Τι μου είχε κάνει πια;

«Πολύ», απάντησε με ένα πονηρό χαμόγελο εκπλήσσοντάς με.

Τελικά δεν το πήρε και τόσο άσχημα.

«Πάμε;»

Πέρασα το χέρι μου γύρω από το μπράτσο του. «Πάμε», του αποκρίθηκα και κατευθυνθήκαμε στην σάλα.

Μόλις μπήκαμε μέσα τραβήξαμε όλα τα βλέμματα. Η μουσική από την ορχήστρα ήταν η μόνη που ακουγόταν. Ο Κάρτερ κι εγώ δεν δείξαμε κανένα είδος αμηχανίας. Τους χαμογελάσαμε και νεύσαμε ελαφρά όταν υποκλίθηκαν. Η δεξίωση αυτή ήταν για εμάς γι' αυτό και η τόσο επισημότητα, η οποία έλειπε στα γενέθλια του Ντιμίτρι.

Γρήγορα επέστρεψαν στις ομιλίες τους, χωρίς όμως να χάνουν την συγκέντρωσή τους σε μας.

«Χορεύουμε;», μου πρότεινε με μια υπόκλιση.

Εγώ έπιασα το δεξί του χέρι, ενώ το αριστερό του αγκάλιασε την μέση μου. Οι ματιές όλων ήταν πάνω μας. Πώς δεν θα ήταν άλλωστε μετά από όσα είχαν προηγηθεί την τελευταία φορά που χορέψαμε; Στον πρώτο χορό μας μας άφησαν να είμαστε οι μόνοι στην πίστα. Τις λίγες φορές που κατάφερα να πάρω τα μάτια μου από τον Κάρτερ εξέτασα τους καλεσμένους. Κάποιοι χαμογελούσαν και φαινόντουσαν να μας χαίρονται, άλλοι πάλι ήταν σχεδόν ανέκφραστοι ενώ υπήρχαν κι αυτοί που ψιθύριζαν αναμεταξύ τους, πιθανώς σχολιάζοντάς μας. Η Μέλανη στεκόταν μαζί με τον Ντιμίτρι, τον Μάικλ και τον Σον. Ο Μάικλ και ο Σον άνηκαν στο βασιλικό συμβούλιο κι ο Ντιμίτρι, μολονότι δεν είχε ανακηρυχθεί ακόμη επίσημα μέλος της φρουράς, ήταν ο προστάτης μου από κούνια, οπότε δεν μπορούσε κανείς να τον αποτρέψει από το να είναι μαζί μου ακόμα και σε μια τέτοια στιγμή. Στον δεύτερο χορό, οι καβαλιέροι απευθύνθηκαν στις ντάμες τους για μερικές στροφές στην πίστα. Εγώ με τον Κάρτερ συνεχίζαμε να χορεύουμε, ενώ η Μέλανη μοιράστηκε ένα χορό με τον ξάδερφό της.

«Καλά τα πήγαμε μέχρι στιγμής», έσκυψα να του μιλήσω.

Εκείνος χαμογέλασε. «Η καλή συνεργασία είναι το παν.»

Σκέφτηκα λίγο για αυτό που ήθελα να τον ρωτήσω. Δεν ήμουν σίγουρη ότι ήταν η πλέον κατάλληλη στιγμή, αλλά ήταν χαλαρός κι ίσως να μην έβρισκα ποτέ κάποια ευκαιρία.

«Κάρτερ, να σε ρωτήσω κάτι;»

Εκείνος έγειρε ελαφρά το κεφάλι του. «Δεν τα βάφω πάντως αν αυτή είναι η απορία σου.»

Γέλασα με την απάντησή του, ενώ είδα την Μέλανη να μου κλείνει το μάτι και τον Μάικλ να κουνάει με υπονοούμενο το κεφάλι του. Απέστρεψα το βλέμμα μου από εκείνους και επικεντρώθηκα στον Κάρτερ.

«Όχι, δεν ήθελα να σε ρωτήσω αυτό. Ήθελα να σε ρωτήσω για τον αρραβώνα σου.»

Αναστέναξε βαριά. «Γιατί πρέπει να χαλάσουμε αυτή την στιγμή;»

«Γιατί θέλω να μάθω. Και κυρίως να σου ζητήσω συγγνώμη για όσο είπα χθες το βράδυ.»

Πέρασε και το δεξί του χέρι γύρω από την μέση μου και κλείδωσα τα δικά μου γύρω από τον λαιμό του.

«Δεκτή.»

«Λοιπόν;», τον ρώτησα καθώς δεν απάντησε στο πρώτο σκέλος της παράκλησής μου.

«Τι να σου πω; Αρραβωνιαστήκαμε αλλά δεν παντρευτήκαμε πότε.»

«Η Μέλανη μου είπε ότι σε απατούσε», είπα φοβούμενη ότι ίσως τον στενοχωρούσα.

Εκείνος όμως δεν φάνηκε να νιώθει την παραμικρή ενόχληση. «Κακό δικό της», απάντησε τελικά.

«Δεν σε πλήγωσε;», συνέχιζα να ρωτάω.

«Ο εγωισμός μου πληγώθηκε από αυτή την ιστορία. Τίποτα άλλο.»

«Μα πώς; Δεν την αγαπούσες; Δεν ήσουν ερωτευμένος μαζί της;»

«Όχι.»

Τα μάτια μου γούρλωσαν από έκπληξη. «Θα παντρευόσουν κάποια με την οποία δεν ήσουν ερωτευμένος;»

«Ναι», ανασήκωσε τους ώμους του. «Είχα φτάσει δεκαοκτώ χρονών και δεν είχα ερωτευτεί. Ήμασταν μαζί πόσο καιρό αλλά τίποτα. Δεν ήθελα να περάσουν τα χρόνια ψάχνοντας να βρω τον έρωτα. Είχα σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθώ. Οπότε αποφάσισα να κάνουμε μια οικογένεια μαζί να έχω τουλάχιστον μια παρηγοριά.»

«Εκείνη σε αγαπούσε;»

Ηλίθια ερώτηση. Πώς θα τον αγαπούσε και θα τον απατούσε μαζί;

«Όχι. Αλλά δεν την πίεσα να δεχτεί. Ήξερε ότι θα γινόταν βασίλισσα. Γιατί να πει όχι;»

Δεν ήξερα τι να απαντούσα. Όλο αυτό ήταν άδικο, κυρίως για τον Κάρτερ. Ένιωθε χαμένος χωρίς κάποια να αγαπήσει και αποφάσισε να κάνει ένα τόσο μεγάλο βήμα για να δώσει τουλάχιστον όλη αυτή την αγάπη που είχε μέσα του στα παιδιά του. Πόσο άδικη ήταν η ζωή απέναντι του τελικά.

«Γιατί αναρωτιέσαι;», με ρώτησε βλέποντάς με σκεπτική. «Δεν έχουμε να ανταποκριθούμε όλοι σε ένα επικό ρομάντζο», έκανε υπαινιγμό για τον θυελλώδη έρωτα των γονιών μου.

«Κι εσύ δεν έχεις και πολύ κακό παράδειγμα», απάντησα την αλήθεια. Το ότι ο Κέλλαν κι η Χόουπ δεν κόντεψαν να διαλύσουν το βασίλειο δεν σήμαινε ότι δεν είχαν έρωτα και πάθος μεταξύ τους.

«Όντως. Αλλά ας μην μιλάμε άλλο γι' αυτά. Ή για τίποτα αρνητικό, σύμφωνοι;»

Εγώ συμφώνησα, καθώς είχα μεγάλη ανάγκη από μια βραδιά χωρίς απρόοπτα και μπελάδες. Και κυρίως χωρίς κακές αναμνήσεις. Ήταν μια καλή ευκαιρία να χαλαρώσω κι εγώ αλλά και οι υπόλοιποι.

Ελαφρώς διψασμένη από τους χορούς με τον Κάρτερ και αργότερα τον Μάικλ και τον Ντιμίτρι, πλησίασα το μπουφέ για ένα ποτό να ξεδιψάσω.

«Περνάς καλά;», άκουσα την φωνή της Μέλανη από πίσω μου.

Εγώ γύρισα και της προσέφερε ένα ποτήρι κρασί. «Αμέ. Εσύ;»

Εκείνη ένευσε αργά. «Αν και θα ήθελα να ήταν κι ο Νέιτ απόψε.»

Την σκούντηξα με τον ώμο μου. «Γιατί δεν του είπες να έρθει κι αυτός απόψε;»

«Του είπα αλλά», ήπιε μια γουλιά και έδειξε τον Κάρτερ «δεν ένιωθε πολύ άνετα.»

«Ίσως μια άλλη φορά», την καθησύχασα κι εκείνη μισοχαμογέλασε. Μείναμε να κοιτάζουμε για λίγο τον Ντιμίτρι και τον Κάρτερ. Μιλούσαν και γελούσαν σαν δυο πολύ καλοί φίλοι.

«Εργολαβία θα πάρει όλη την ισπανική αποστολή», σχολίασε ο Μάικλ πλησιάζοντάς μας. Στάθηκε δίπλα μου και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του παρακολουθώντας τους μαζί μας.

«Ω έλα. Εμένα μ' αρέσει αυτό το καινούριο μπρομανς», αποκρίθηκε η Μέλανη.

Εγώ συμφώνησα μαζί της. Ήταν πολύ άνετοι μεταξύ τους σαν να γνωρίζονταν χρόνια.

«Πώς τα πάτε», χαμήλωσε τον τόνο του και απευθύνθηκε σε μένα.

«Με τον Ντιμίτρι; Μια χαρά.»

Μισόκλεισε τα μάτια του. «Με τον Κάρτερ εννοούσα.»

«Ναι δεν το κατάλαβε», αποκρίθηκε η Μέλανη και γελάσαμε κι οι δύο.

«Γενικά είστε πολύ διακριτικοί στην οικογένειά σας», τους πείραξα.

«Στην ίδια οικογένεια ανήκεις κι εσύ», μου τσίμπησε το μάγουλο ο Μάικλ.

«Ναι, μην βγάζεις την ουρά σου απέξω», συμφώνησε η Μέλανη και άρχισαν να με σκουντάνε εκείνη και ο Μάικλ σαν παιδιά δημοτικού.

«Εσείς οι Μάρεϊ εννοούσα», στηρίχτηκα στο τραπέζι γιατί θα με έριχναν.

«Τα επίθετα είναι ταμπέλες», αποκρίθηκε ο Μάικλ. «Λέγε λοιπόν.»

«Καλά», απάντησα παίζοντάς το άνετη αν και δεν ήμουν καθόλου. Φοβόμουν μην μου έκαναν καμία ερώτηση του τύπου 'αν ήθελα να συμβεί τίποτα μεταξύ μας'. Ειλικρινά μάλλον όχι. Και επίσης δεν ήθελα να περιπλέξω τα πράγματα στην σχέση μας.

Ο Μάικλ δεν με ρώτησε τίποτα άλλο, καθώς ο Κάρτερ έκανε νόημα στην ορχήστρα να σταματήσει για να πάρει τον λόγο. Όλοι τότε σωπάσαμε για να τον ακούσουμε.

«Θα ήθελα κατ' αρχάς να σας ευχαριστήσω που είσαστε απόψε μαζί μας παρά τον άστατο καιρό.»

Είχε σταματήσει να βρέχει μόλις πριν μια ώρα αλλά έκανε πολύ κρύο. Κάποιοι μάλιστα δεν έμεναν στην Μόιρα, οπότε έπρεπε να ταξιδέψουν για αυτό τον χορό.

«Θα ήθελα επίσης να ζητήσω συγγνώμη για την απαράδεκτη συμπεριφορά μου τις προάλλες από εσάς, από τον Ντιμίτρι αλλά και από την πριγκίπισσα Ορόρα.»

Για μια στιγμή τα μάτια των άλλων γύρισαν πάνω μου.

«Η αποψινή βραδιά είναι αφιερωμένη σε εκείνη. Είναι πραγματικά μεγάλη χαρά που την έχουμε επιτέλους κοντά μας, έστω και έπειτα από τόσο τραγικά γεγονότα. Πριγκίπισσα», σήκωσε το ποτήρι του και το έστρεψε προς την κατεύθυνση μου. «Είσαι ο πιο όμορφος ήλιος που ανέτειλε ποτέ στο βασίλειο.»

Όλοι φώναξαν «στην υγειά της πριγκίπισσας» και χειροκρότησαν τον Κάρτερ.

«Δεν μπορώ να καταλάβω πως περιμένει να σε ρίξει με αυτά τα γλυκανάλατα», μουρμούρισε ο Μάικλ , καθώς χειροκροτούσαμε τον ξάδερφό του.

«Είναι συμβολισμός πανέξυπνε», τον κατσάδιασε η Μέλανη. «Επειδή η Ορόρα γεννήθηκε με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου.»

«Και ο πατέρας μου έβαλε έναν ήλιο ως το σύμβολό μου», συμπλήρωσα.

«Και πάλι.. γιατί δεν δοκίμαζε κάτι πιο πιασιάρικο; Κάτι σαν 'θα σου δείξω πόσο καλά κολυμπάω στα βαθιά';»

«Μάικλ!», αναφώνησε η Μέλανη και τον κοιτάξαμε κι οι δυο με γουρλωμένα μάτια.

«Τι; Κι αυτός συμβολισμός είναι.»

«Τρώγε καλύτερα και μη μιλάς», έμπηξα ένα καναπεδάκι στο στόμα του για να αποφύγω περαιτέρω χυδαία σχόλια.

«Χορεύουμε», μας πλησίασε ο Ντιμίτρι όλο χαμόγελο και πρότεινε στην Μέλανη να χορέψουνε. Η Μέλανη εξεπλάγη καθώς πίστευε ότι θα ρώταγε εμένα. Εγώ της έκανα νεύμα να πάει.

«Μάλλον η ισπανική αποστολή θα πάρει εμάς εργολαβία», ψέλλισε ο Μάικλ μασουλώντας.

Εγώ σήκωσα ένα ακόμη καναπεδάκι αλλά εκείνος το έσκασε πριν την 'επίθεση'. Έμεινα να κοιτάω τον Ντιμίτρι με την Μέλανη να χορεύουν. Χαιρόμουν που είχε αρχίσει να χτίζει φιλίες στο νέο μας σπίτι. Ήξερε μόνο τον Ίαν, από την Μόιρα, από μερικά ταξίδια που είχε κάνει στην Αυλή ως επίσημος πρέσβης μας και φυσικά τον Σον και τον Μάικλ αλλά χωρίς την οικειότητα που είχαν τώρα.

Αυτές τις μέρες είχε έρθει και με τον Κάρτερ πιο κοντά και τώρα χόρευε με την Μέλανη. Ήταν χαμογελαστοί και συζητούσαν. Ο Ντιμίτρι όμως δεν φαινόταν κι ιδιαίτερα χαλαρός όπως όταν μίλαγε με τον Κάρτερ. Είχε μια νευρικότητα. Δεν ήταν φανερή στους τρίτους, μόνο σε μένα που τον ήξερα καλά.

«Υψηλοτάτη», μια φωνή με τράβηξε από τις σκέψεις μου.

Ένας άντρας γύρω στα τριάντα στεκόταν μπροστά μου. Είχε σκούρα μαλλιά και μάτια, ενώ η επιδερμίδα του ήταν ηλιοκαμένη.

«Μου χαρίζετε αυτό τον χορό;», άπλωσε το χέρι του.

Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν αλλά δεν ούτε και την πολυτέλεια να πω όχι. Είχα κουραστεί ήδη από τον χορό και τα τακούνια με χτυπούσαν. Έκανα την καρδιά μου πέτρα όμως και χόρεψα με τον άγνωστο άντρα.

«Δε σας έχω ξαναδεί τριγύρω», του αποκρίθηκα.

«Ναι, σήμερα ήρθα αποκλειστικά για να σας δω.»

Ανασήκωσα το κεφάλι μου. Είχα αντιγράψει από τον πατέρα μου ορισμένες κινήσεις και μία από αυτές ήταν να ορθώνω το ανάστημά μου. Έτσι θα γεννούσα έναν σεβασμό στον συνομιλητή μου. «Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος;»

«Ναι, υπάρχει», έσκυψε μπροστά και χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Θα ήθελα αρχικά να σας πω ότι δεν είμαι νταμπίρ.»

«Και τι είσαι», διατήρησα την ψυχραιμία μου.

Τα μαύρα του μάτια πήραν μια πορτοκαλί απόχρωση, σαν το κεχριμπάρι.

«Πιστεύω πως το είδος μου δεν είναι άγνωστο σε εσάς. Ούτε κατακριτέο.»

Εγώ καθάρισα τον λαιμό μου. «Ο βασιλιάς Αλεχάντρο», το πατέρας θα ήταν πολύ ελαφρύ «είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στο είδος σου», ο πληθυντικός ήταν ανούσιος ειδικά από μεριά μου.

«Γι' αυτό ήρθα σε εσάς», τα μάτια του είχαν επιστρέψει στο φυσιολογικό τους μαύρο. «Χρειάζομαι την βοήθειά σας.»

«Αν είναι πρόβλημα με την αγέλη σου δεν μπορώ να επέμβω», του ξεκαθάρισα.

«Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε. Γιατί πολύ απλά δεν έχω αγέλη.»

Το τραγούδι άλλαξε αλλά δεν σταματήσαμε να χορεύουμε. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Κάρτερ να μας περιεργάζεται.

«Με έδιωξαν πριν από χρόνια και είμαι εξόριστος από τότε.»

«Με ποιανού την απόφαση;»

Εκείνος καθάρισε τον λαιμό του. «Με του πατέρα σας.»

«Και από μένα τι θέλεις;»

«Αμνηστία», χαμογέλασε. «Θα ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι μου και μόνο εσείς μπορείτε να με βοηθήσετε.»

«Κατ' αρχάς δεν ξέρω για ποιον λόγο εξορίστηκες. Μπορεί να είσαι επικίνδυνος. Επιπλέον, δεν μπορώ δίνοντάς σου αμνηστία να σου εξασφαλίσω θέση σε κάποια αγέλη. Θα είσαι μόνος σου. Και λύκος χωρίς αγέλη δεν επιβιώνει εύκολα.»

«Και τώρα μόνος μου είμαι», μόρφασε. «Ας είμαι τουλάχιστον σπίτι μου.»

Δεν μου απάντησε γιατί εξορίστηκε κάτι που δεν ήταν υπέρ του.

«Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα. Το μόνο που μπορώ να κάνω αυτή τη στιγμή είναι να εξετάσω την υπόθεσή σου.»

Εκείνος με πλησίασε περισσότερο. «Μάλλον δεν ήμουν ξεκάθαρος πριγκίπισσα», είπε μέσα από τα δόντια του. «Δεν την ζήτησα την αμνηστία, την απαιτώ! Και αν δεν μπορείς να μου την δώσεις με το καλό, μπορούμε και με το άσχημο.»

Έμπηξε τα νύχια του στο φόρεμά μου και ένιωθα ότι θα μου σκίσει την σάρκα. «Με πονάς», ψέλλισα. «Δεν είναι και πολύ υπέρ σου όλα αυτά.»

Εκείνος γέλασε πνιχτά. «Η γνώμη σου μου είναι πραγματικά αδιάφορη πριγκίπισσα. Ξέρεις τι θέλω. Φρόντισε να το πάρω. Παρεμπιπτόντως, το όνομά μου είναι Έλιοτ. Επίθετα δεν χρειάζονται», μου φίλησε το χέρι και έφυγε αφήνοντάς με μαρμαρωμένη.

«Ποιος ήταν αυτός;», ένιωσα το ζεστό άγγιγμα του Κάρτερ στη μέση μου.

«Πάμε έξω», του αποκρίθηκα ενώ έκανα νόημα στον Ντιμίτρι να μας ακολουθήσει.

Βγήκαμε στην βεράντα της σάλας.

«Τι συμβαίνει;», ο Σον, ο Μάικλ κι η Μέλανη μας ακολούθησαν βλέποντας μια φανερή σύγχυση.

Εγώ στράφηκα στον Ντιμίτρι. Είχα σταυρώσει τα χέρια μου από το κρύο αλλά προσπάθησα να μην επικεντρωθώ σε αυτό. «Ξέρεις κάποιον Έλιοτ;»

Εκείνος σκέφτηκε λίγο «Όχι», απάντησε τελικά.

«Πού το άκουσες αυτό το όνομα;», πετάχτηκε ο Σον. Όλοι μας έκπληκτοι στραφήκαμε σε εκείνον.

«Χορεύαμε πριν από λίγο», τον πλησίασα. «Ήρθε και μου ζήτησε αμνηστία.»

«Εσύ του την έδωσες;», τα σμαραγδένια του μάτια μεγάλωσαν από ανησυχία.

«Όχι. Εσύ ξέρεις γιατί τον εξόρισε ο πατέρας μου;»

«Συγγνώμη», ακούστηκε η φωνή του Κάρτερ από πίσω μου. «Μήπως θα μπορούσα να μπω κι εγώ στην συζήτηση;»

Ο Σον έστρεψε το βλέμμα του στον ανιψιό του. «Ο Αλεχάντρο είχε μια πιο ανοιχτόμυαλη στάση σχετικά με τους λυκάνθρωπους.»

«Λυκάνθρωποι;», αναφώνησαν η Μέλανη κι ο Μάικλ.

«Τι εννοείς ανοιχτόμυαλη στάση; Είναι τέρατα!»

Ο Σον δεν του απάντησε. Άφησε εμένα να το κάνω αφού είχα μεγαλώσει με αυτό το είδος πλάι μου.

«Ο πατέρας μου δεν είχε την ίδια άποψη. Έχουμε και οι δυο ένα κοινό μίσος για τους βρικόλακες και θεώρησε ότι θα ήταν καλοί σύμμαχοι, πέραν από τους θνητούς. Στην έπαυλη φιλοξενήσαμε πολλές φορές αγέλες της Σεβίλλης.»

Τα νταμπίρ στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν έκαναν πολλές συμφωνίες. Κυρίως με θνητούς που γνώριζαν την ύπαρξή μας. Είχαν γίνει και με άλλα υπερφυσικά όντα, αλλά αποδείχθηκαν χάσιμο χρόνου και χρημάτων. Με τους λυκάνθρωπους δεν είχε γίνει ποτέ συμφωνία, γιατί για τα νταμπίρ ήταν ότι οι βρικόλακες. Ο πατέρας μου όμως είχε ένα διαφορετικό όραμα.

«Συγγνώμη, συγγνώμη», ο Κάρτερ φαινόταν μπερδεμένος με όλα αυτά. «Αντί για κουταβάκια είχατε στην αυλή σας ανθρωπόμορφα σκυλιά;»

«Είχαμε και κουταβάκια», μουρμούρισα χωρίς όμως να τον κάνω να νιώθει καλύτερα.

«Κι αυτός ο Έλιοτ γιατί εξορίστηκε από τον ανοιχτόμυαλο Αλεχάντρο;», σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του.

Στράφηκα προς τον Σον έχοντας την ίδια απορία.

«Γιατί εκείνος δολοφόνησε τον Πέδρο», αναστέναξε.

Ο Πέδρο ήταν ο αδερφός του πατέρα μου. Είχε κι άλλη μια αδερφή την Μαρία, η οποία έμενε στην Γαλλία. Ο Πέδρο ήταν ο πατέρας του ξαδέρφου μου Αλφόνσο και δολοφονήθηκε όταν φορούσα ακόμα πάνες. Ήξερα ότι ο υπεύθυνος είχε τιμωρηθεί, αλλά όχι λεπτομέρειες.

«Και περιμένει να τον συγχωρήσω, ενώ σκότωσε τον θείο μου;», ύψωσα τον τόνο της φωνής μου.

«Και γιατί συνέχιζε να τους εμπιστεύεται μετά από αυτό;», απαίτησε να μάθει ο Κάρτερ.

«Αν σπάσεις ένα κόκαλο δεν κόβεις όλο σου το χέρι», του απάντησε ο Ντιμίτρι.

«Αν πρόκειται για την ασφάλειά σου το κόβεις», αποκρίθηκε ο Κάρτερ.

«Τι άλλο σου είπε;», με ρώτησε ο Μάικλ.

«Μου είπε πως δεν ζητάει την αμνηστία την απαιτεί. Και πως αν δεν του την δώσω με το καλό θα την πάρει με το κακό.»

Χωρίς δεύτερη σκέψη ανέλαβαν δράση. Δεν θα έλεγαν τίποτα στους υπηκόους για να μην τους τρομάξουν. Ωστόσο, ειδοποίησαν τους φρουρούς να βρίσκονται σε ετοιμότητα για να μην το έσκαγε ο Έλιοτ. Εγώ με τον Κάρτερ επιστρέψαμε στην γιορτή για να μην κινήσουμε υποψίες. Ο Ντιμίτρι θα αναλάμβανε κι αυτός φρούρηση απόψε, ενώ η Μέλανη θα έκανε ένα ελαφρύ ξόρκι για να 'ειδοποιηθεί' από την φύση για ανωμαλίες. Ήμασταν σίγουροι πως δεν θα το έσκαγε απόψε. Θα παραφύλαγε σε κάποια απόμερη γωνία της Μόιρα περιμένοντας να δράσει. Δυστυχώς η Μόιρα, όντας σε βουνό, είχε πολλές απρόσιτες περιοχές που για εμάς θα ήταν δύσκολο να της εξερευνήσουμε μία προς μία. Για έναν λύκο όμως δεν θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να κρυφτεί.

Προς το τέλος της μάζωξης έκατσα σε μια γωνία κουρασμένη πίνοντας μερικά ποτήρια κρασί για να ζεσταθώ. Ευτυχώς δεν μου είχε προτείνει κανείς να χορέψουμε αλλά ήταν αρκετοί εκείνοι που με κόρταραν και παρά το γεγονός ότι μερικοί ήταν νόστιμοι, δεν είχα καθόλου το νου μου σε τέτοια πράγματα.

«Τι κάνεις εκεί;», με ρώτησε ο Κάρτερ πλησιάζοντάς με. Τον είχα χάσει την τελευταία ώρα.

«Σαν τι μοιάζει;», πήρα μία ακόμη γουλιά αλλά πριν προλάβω να τελειώσω μου πήρε το ποτήρι.

«Όχι, άλλο απόψε», αγνόησε τα παράπονά μου. «Σε θέλω νηφάλια», τα γαλανά του είχαν μια περίεργη λάμψη και χαμογελούσε πολύ ύποπτα.

«Κάρτερ Μάρεϊ τι έχεις στο μυαλό σου;»

Εκείνος έβγαλε από την τσέπη του τα στρογγυλά ραβδιά του Ντιμίτρι και μου ψιθύρισε «Τι θα έλεγες για έναν ακόμα χορό με τους λύκους;»

«Δεν θα πετύχει», έλεγα και ξαναέλαγα στον Κάρτερ, ο οποίος με έσυρε από το παλάτι σε ένα δάσος. Τα πόδια μου και το κρύο με πονούσαν, ενώ είχα πιει αρκετά παραπάνω και νομίζω ότι ζαλιζόμουν κιόλας.

Εκείνος είχε βαλθεί να πιάσουμε τον Έλιοτ απόψε και είχε πάρει από τον Ντιμίτρι τρία στρογγυλά, ασημένια ραβδιά για να εξουδετερώσει τον λυκάνθρωπο μια και καλή. Αλλά ήμασταν μόνο δυο και πέρα από το γεγονός ότι ήμουν λίγο μεθυσμένη, δεν είχαμε και ιδέα που είχε κρυφτεί. Η Μόιρα ήταν μεγάλη και γεμάτη κρυψώνες για έναν κυνηγημένο λύκο σαν και του λόγου του. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε μέχρι στιγμής ήταν να εξασφαλίσουμε την ασφάλεια των πολιτών. Αλλά για να κάνουμε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είμαστε ζωντανοί.

«Μην το γρουσουζεύεις», αποκρίθηκε εκείνος όταν επιτέλους σταματήσαμε να τρέχουμε σαν τους τρελούς μέσα στα πεύκα.

«Δεν το γρουσουζεύω εγώ», στηρίχτηκα σε ένα δέντρο.

«Λοιπόν», έβγαλε ένα ραβδί από την τσέπη του και μου το έδωσε, αλλά μέσα στην θολούρα μου το έριξα.

«Πες μου ένα λόγο που είπες να μεθύσεις σήμερα», μουρμούρισε σηκώνοντας το ραβδί.

«Να σκεφτώ», έγειρα το κεφάλι μου στον κορμό. «Έχασα τους γονείς μου και τους θείους μου, έφυγα από το σπίτι μου, ο δολοφόνος των γονιών μας απειλεί να σε σκοτώσει και αποπειράθηκε να μας πνίξει και τους δύο σήμερα, ο άνθρωπος που μοιραζόμουν τόσα πράγματα μαζί του αποδείχτηκε ένας ψεύτης, εσύ έχεις πει στην μισή Μόιρα ότι σου αρέσω και στην κορυφή όλων τρέχω μέσα στο κρύο να πιάσω τον δολοφόνο του θείου μου.»

Εκείνος έβαλε τα χέρια του στη μέση και δάγκωσε το κάτω χείλος του. «Ο Ντιμίτρι κι ο Μάικλ δεν μπορούν να κρατήσουν με τίποτα το στόμα τους κλειστό», σχολίασε.

Εγώ αναστέναξα. «Εγώ προτείνω να γυρίσουμε πίσω.»

«Αποκλείεται», σήκωσε τα μανίκια του. «Δεν πρόκειται να περιμένει εμάς τους δύο. Θα τον αιφνιδιάσουμε.»

«Δεν μπορείς να αιφνιδιάσεις ένα λυκάνθρωπο.»

«Αυτό θα το δούμε. Εσύ μείνε εδώ», έκανε να φύγει.

«Περίμενε», τον ακολούθησα παραπατώντας. «Θα πας μόνος σου.»

«Θα προσπαθήσω να τον εντοπίσω», με βοήθησε να μην πέσω. «Μετά θα δω τι θα κάνω. Το αρχικό σχέδιο ήταν να τον πιάναμε μαζί. Αλλά είπες να το ρίξεις έξω απόψε», έβγαλε το σακάκι του και το πέρασε γύρω από τους ώμους μου. «Μείνε εδώ», μου είπε και χάθηκε μέσα στις φυλλωσιές.

«Πού να πάω», μουρμούρισα και στηρίχτηκα σε έναν ακόμα κορμό.

Η νύχτα πήγαινε τόσο καλά μέχρι να εμφανιστεί ο Έλιοτ. Γιατί έπρεπε κάθε βράδυ μου να τελειώνει με μια απογοήτευση; Ήλπιζα να μην έμενα στην ιστορία ως η τραγική βασίλισσα. Από την άλλη ήλπιζα να ζήσω αρκετά ώστε να γίνω βασίλισσα.

Το κρύο ήταν τσουχτερό. Το σακάκι του Κάρτερ δεν έκανε και πολλά για να με ζεστάνει. Ίσως έπρεπε να είχα πιει λίγο παραπάνω... Ήμουν τόσο κοντά στο να γυρίσω στην ζεστασιά του παλατιού αλλά δεν ήθελα να αφήσω τον Κάρτερ μόνο του. Όχι και πως αν γινόταν κάτι θα μπορούσα να τον βοηθήσω ιδιαίτερα. Με το ζόρι κρατούσα τα μάτια μου ανοιχτά.

Ένα θρόισμα σε έναν θάμνο όμως με έκανε να ανασκουμπωθώ. «Κάρτερ;», είπα χαμηλόφωνα. «Εσύ είσαι;», έκανα να πλησιάσω όταν ένιωσα ένα χτύπημα στο κεφάλι μου και έχασα τις αισθήσεις μου.

Αυτή την φορά ήταν διαφορετικά από το πρωί. Δεν υπήρχε φως ούτε κάτι ευχάριστο. Υπήρχε μόνο σκοτάδι και κρύο. Ο πόνος στο κεφάλι γινόταν χειρότερος και το σκληρό υλικό στο οποίο ήμουν ξαπλωμένη δεν με ανακούφιζε. Ήταν πολύ δύσκολο να ξυπνήσω. Ένιωθα λες και με τραβούσε κάποιος σε έναν βαθύ ύπνο. Ζαλιζόμουν, αλλά τώρα όχι από το ποτό, αλλά από το δυνατό χτύπημα στο κεφάλι μου. Οι βλεφαρίδες μου φάνταζαν βαριές. Το στόμα μου είχε μια περίεργη γεύση, ενώ ένιωθα κάτι σαν σκόνη να πέφτει σιγά – σιγά στο σώμα μου. Τελικά κατάφερα να ανοίξω τα ματιά μου, αλλά δεν μου άρεσε αυτό που αντίκρισα. Βρισκόμουν κλεισμένη σε ένα πολύ στενό κουτί. Ήταν θεοσκότεινα και όταν ψηλάφισα το καπάκι συνειδητοποίησα ότι ήμουν μέσα σε ένα φέρετρο. Το φέρετρο είχε ορισμένες τρύπες από όπου έπεφτε χώμα. Ήμουν θαμμένη ζωντανή. Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου όταν η ανάσα μου άρχιζε να κόβεται. Έδωσα μερικές κλωτσιές και έσπρωξα το καπάκι χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Το μυαλό μου έκανε κύκλους μέσα στο κεφάλι μου και τα μάτια μου είχαν θολώσει από τα δάκρυα. Ο φόβος με είχε κατακλύσει για τα καλά. Δεν μπορούσα όμως να μείνω εκεί και να περιμένω τον θάνατο. Με όσο κουράγιο διέθετα έπιασα λίγο χώμα και το τοποθέτησα στο στήθος μου. Η Μέλανη είχε κάνει ένα ξόρκι νωρίτερα για να είναι σε ετοιμότητα σε περίπτωση που κάτι μη φυσιολογικό συνέβαινε. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που μπορούσα να την ακούσω. Φώναζα το όνομά της ελπίζοντας πως θα άκουγε την φωνή μου ή την καρδιά μου ή και τα δύο. Όπως και να είχε αν κάποιος μπορούσε να με βγάλει από εκεί μέσα ήταν εκείνη. Κι η ανακούφισή μου σαφώς ήταν μεγάλη όταν άκουσα την φωνή της. Παρά την κρίση πανικού που πάθαινα οι οξυμένες μου αισθήσεις ως νταμπίρ έπιασαν την φωνή της. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ σε αυτό και όχι στο γεγονός ότι βρισκόμουν κάτω από την γη. Όταν άνοιξε το καπάκι μπόρεσα μέσα στην αναστάτωσή μου να δω την Μέλανη, τον Ντιμίτρι και τον Κάρτερ. Ήταν γεμάτοι χώματα και η ανησυχία τους ήταν ζωγραφισμένη σε όλο τους το πρόσωπο. Ο Κάρτερ με τράβηξε και με έκλεισε στην σφιχτή αγκαλιά του. Παρά το ότι βρισκόμουν έξω από την αποπνικτική ατμόσφαιρα του φέρετρου δεν μπορούσα να συνέλθω. Ανέπνεα με μεγάλη δυσκολία, ενώ τα πάντα γύρω μου ήταν μια θολούρα. Εκείνοι μου μιλούσαν προσπαθώντας να με ηρεμήσουν, αλλά δυσκολευόμουν να επικεντρωθώ στα λόγια τους. Τα χέρια του Κάρτερ έσφιξαν τους ώμους μου και με έκανε να συγκεντρωθώ στο πρόσωπό του.

«Ορόρα», κατάφερα να τον ακούσω να λέει. Πριν μου φώναζε αλλά τώρα η φωνή του ήταν ήρεμη. Η ανάσα μου ξαναβρήκε τον κανονικό ρυθμό της και όλες μου οι αισθήσεις επανήλθαν στα φυσιολογικά τους επίπεδα. «Μην φοβάσαι. Είσαι ασφαλής τώρα», μου χάιδεψε το μάγουλό μου.

Εγώ βύθισα το πρόσωπό μου στο στήθος του και άφησα τα χέρια του να με ζεστάνουν. Παραμείναμε κι οι τέσσερις εκεί μέχρι να μπορέσω να αποτραβηχτώ από την ασφαλή αγκαλιά του Κάρτερ.

Είχε αποτύχει να βρει τον Έλιοτ. Η φρούρηση της πόλης διπλασιάστηκε, ενώ μια ομάδα είχε αναλάβει να ψάξει για εκείνον. Η Μέλανη με πληροφόρησε για αυτές τις λεπτομέρειες, καθώς γυρνάγαμε οι τρεις μας στο παλάτι. Ο Ντιμίτρι θα συμμετείχε στην ομάδα καταδίωξης, αλλά όταν ο Κάρτερ γύρισε και τους είπε ότι χάθηκα έβαλε εμένα προτεραιότητά του. Το κόλπο με το χώμα πέτυχε και με το παραπάνω, καθώς η Μέλανη και με ένιωσε και με άκουσε. Φάνηκε σχεδόν περήφανη που σκαρφίστηκα κάτι τέτοιο, ενώ είχα καταβληθεί από φόβο.

Οι καλεσμένοι είχαν φύγει ευτυχώς και δεν μας είδαν καλυμμένους με χώμα. Εγώ με την Μέλανη ανεβήκαμε στο δωμάτιό μου όπου μας περίμεναν η Μόνι κι ο Τσέις. Είχαμε κανονίσει να περάσουμε όλοι μαζί το σαββατοκύριακο αλλά καταλήξαμε εμείς οι τέσσερις, λόγω του πρόσφατου χωρισμού της Οκτόμπερ και του Σκοτ.

«Αν είναι δυνατόν», αναφώνησε η Μόνι βλέποντάς μας.

Είχαν ήδη πάει στο δωμάτιο και φορούσαν τις πυτζάμες τους.

«Παιχνίδια στο χώμα κι εμάς μας είχατε κλεισμένους στο μαυσωλείο;», ο Τσέις είχε απλωθεί στο κρεβάτι και ανασηκώθηκε αντικρίζοντάς μας.

«Μην τα ρωτάτε», ψέλλισα και έκατσα σε μια καρέκλα απλώνοντας τα πόδια μου στο τραπεζάκι.

«Χρειάζομαι ένα καυτό μπάνιο», αποκρίθηκε η Μέλανη και κατευθύνθηκε προς την χαλάρωση του ντουζ.

«Τι πάθατε;», έκατσε δίπλα μου η Μόνι.

«Εν ολίγοις: ένας δολοφόνος κυκλοφορεί στην Μόιρα και με έθαψε ζωντανή.»

Δεν ήμουν σίγουρη ότι το έκανε ο Έλιοτ, αλλά δεν μπορούσα να πω ότι μας απειλούσαν δύο δολοφόνοι. Τους είχα ήδη φρικάρει αρκετά.

«Και νόμιζα ότι θα ήταν βαρετή η βραδιά.»

Η Μόνι έριξε στον Τσέις ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα και μετά ξαναστράφηκε σε μένα.

«Είσαι καλά;»

Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου. «Θα είμαι όταν τον πιάσουμε. Προς το παρόν θέλω να είστε προσεκτικοί. Η Οκτόμπερ και ο Σκοτ πού είναι;»

«Η Οκτόμπερ είναι σπίτι», απάντησε η Μόνι.

«Κι ο Σκοτ στο δικό του», αποκρίθηκε ο Τσέις.

Εγώ κατένευσα και σηκώθηκα.

«Πού πας;», με ρώτησε η Μόνι απορημένη.

«Επιστρέφω σε λίγο», της απάντησα.

Η Οκτόμπερ κι ο Σκοτ ήταν απόψε ασφαλείς. Αλλά υπήρχε κάποιος που παρ' όλο που έμενε στο παλάτι βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Ήθελα να τον δω και κυρίως να τον ευχαριστήσω που με έσωσε την ζωή δύο φορές σε μια μέρα. Γενικά ήθελα να τον βλέπω. Να τον έχω δίπλα μου κι απλά να τον κοιτάω. Να ξέρω ότι είναι ασφαλής.

Κατευθύνθηκα στο δωμάτιο του Κάρτερ και χτύπησα την πόρτα. Όταν μου απάντησε δεν ένιωθα βέβαιη αν έπρεπε να μπω. Υπήρχε κάτι ανάμεσά μας, το οποίο δεν με έκανε να νιώθω άνετα. Αλλά ήθελα να τον δω. Να σιγουρευτώ ότι ήταν καλά.

Μπαίνοντας τον είδα όρθιο με ανοιχτό το πουκάμισο να αποκαλύπτει το πάνω μέρος του σώματός του. Τον είχα ξαναδεί φευγαλέα την προηγούμενη φορά που ήμουν στο δωμάτιό του. Τώρα όμως είχα σχεδόν καρφωθεί. Κούνησα το κεφάλι μου και επικεντρώθηκα στα μάτια του. Φαινόταν κατάκοπος.

«Συνέβη τίποτα;», με ρώτησε ερχόμενος πιο κοντά.

«Όχι», απάντησα και έτριψα λίγο το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Ο πόνος από το χτύπημα έχει σχεδόν περάσει αλλά το σημείο είχε πρηστεί. «Ήρθα να δω πως είσαι.»

Εκείνος χαμογέλασε κουρασμένα. «Μια χαρά είμαι εγώ. Εσύ;»

«Ζωντανή ακόμα», παραδέχτηκα. «Σε ευχαριστώ πολύ. Μου έσωσες δύο φορές την ζωή σε μια μέρα.»

«Την δεύτερη φορά δεν ήμουν μόνος μου», πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά του. «Αλλά δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς. Φτάνει να είσαι εσύ καλά.»

«Τώρα είμαι.»

Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν για λίγες στιγμές και παρά την ησυχία φάνηκαν να λένε πιο πολλά από εμάς.

«Πιστεύεις ότι ο Έλιοτ στο έκανε αυτό;», υπέδειξε τη βρώμικη τουαλέτα μου διακόπτοντας αυτή την οικεία ηρεμία μεταξύ μας.

«Πιστεύω πως το ζώδιό μου είναι επιρρεπές στα ατυχήματα σήμερα», απάντησα.

Εκείνος έκανε μερικά βήματα κοντά μου και έπιασε το χέρι μου απαλά. Τα δάχτυλα του πάνω στο δέρμα μου με έκαναν να ανατριχιάσω.

«Πού χτύπησες;»

Τα δάχτυλα μου είχαν αίμα. Ήταν στο χέρι με το όποιο έτριψα την πληγή οπότε υπέθεσα ότι ήρθε από εκεί.

«Εε, στο κεφάλι μου. Όποιος με έθαψε με χτύπησε πρώτα στο κεφάλι.»

«Για να δω», με γύρισε από την άλλη κι έκανε στην άκρη τα μαλλιά μου για να δει καλύτερα.

Ήταν προσεχτικός έτσι όπως ψηλάφιζε την πληγή μου και μου απέπνεε μια τρυφερότητα.

«Ίσως να έπρεπε να σε δει η Σάρα», ψιθύρισε ενώ τα δάχτυλα του οδηγήθηκαν στο σημείο του δαγκώματος.

Ρίγη διέτρεξαν την ραχοκοκαλιά μου από την αίσθηση του αγγίγματός του. Γρήγορα το χέρι του πέρασε στην κοιλιά μου και με έσπρωξε απαλά κοντά του. Ένιωθα να παραλύω. Γύρισα το κεφάλι μου και εκείνος με φίλησε αργά και τρυφερά. Εγώ γύρισα προς τα εκείνον και τότε το φιλί μας έγινε πιο έντονο. Πάθος και ένταση έρεε

από τα χείλη μας. Τα χέρια του με έσφιγγαν με μία απόγνωση να μη με χάσουν. Του έβγαλα το πουκάμισο και κλείδωσα τα χέρια μου γύρω από την μέση του. Το άγγιγμά του προχώρησε προς τα κάτω σηκώνοντας με και οδηγώντας με στο κρεβάτι. Έσπρωξε το φόρεμα μου προς τα πάνω και άφησε τα χέρια του να χαϊδέψουν τους μηρούς μου. Το κορμί του έκαιγε. Το ίδιο και το δικό μου. Εκείνη την στιγμή δεν υπήρχε τίποτα άλλο από μένα κι εκείνον. Δεν ήθελα τίποτα άλλο από να τον νιώσω να κυριεύει το σώμα μου. Ήμουν απόλυτα σίγουρη πως απόψε θα γινόμασταν ένα.

Όμως γρήγορα το μυαλό μου έκανε μια αναδρομή πίσω σε εκείνο το καλοκαίρι που με στιγμάτισε. Εικόνες με αίμα και νεκρούς τριγύρω μου προσπάθησαν να με παρασύρουν από την δίψα μου για το σώμα του σε ενοχές για τα ψέματα και τις πράξεις μου. Έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες να τις αποβάλλω για να επικεντρωθώ σε αυτό που ήθελα όσο τίποτα άλλο εκείνη την στιγμή. Τα χάδια και τα φιλιά σταμάτησαν και ανασήκωσε το κεφάλι του για να με κοιτάξει.

«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησα ξέπνοη.

Εκείνος αναστέναξε και χαμήλωσε το βλέμμα του.

«Δεν με θέλεις», τον ρώτησα προσπαθώντας να διαβάσω το πρόσωπό του.

«Απεγνωσμένα», μου δήλωσε και σηκώθηκε από πάνω μου.

Εγώ έκατσα στην άκρη του κρεβατιού και εκείνος στάθηκε μπροστά μου.

«Αλλά δεν είσαι δική μου ακόμα.»

«Ακόμα;», επανέλαβα.

Όντως ίσως να μην ήμουν δική του έτσι όπως το ήθελε. Ήμουν έτοιμη να του δώσω το σώμα μου αλλά ήμουν επιφυλακτική στα συναισθήματά μου. Ωστόσο, ο Κάρτερ το είχε ήδη ζήσει αυτό. Δεν το ήθελε ξανά. Φαινόταν όμως πολύ σίγουρος ότι θα με κατακτούσε.

«Ακόμα», ψιθύρισε έχοντας τα χείλη του μια ανάσα μακριά από τα δικά μου. «Έλα», με σήκωσε από το κρεβάτι. «Θα σε πάω στην Σάρα.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top