1.ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ

Πρόλογος

Το όνομά μου είναι Ορόρα Εύα Σάντος. Είμαι 17 χρονών και κατάγομαι από τη Σεβίλλη της Ισπανίας.

Θα μπορούσε κανείς να πει πως είμαι μια φυσιολογική έφηβη. Αλλά η αλήθεια είναι πως η ζωή μου κάθε άλλο παρά φυσιολογική είναι.

Πρώτα από όλα δεν είμαι θνητή. Είμαι μισή βρικόλακας και μισή άνθρωπος, ή αλλιώς νταμπίρ. Το είδος μου εμφανίστηκε πολλά χρόνια πριν, όταν οι αρσενικοί βρικόλακες άρχιζαν να ζευγαρώνουν με θνητές. Στην αρχή τα παιδιά αυτά τα καίγανε οι ιερείς, υποστηρίζοντας πως ήταν σατανικά πλάσματα όπως οι πατεράδες τους. Όμως υπήρξαν κάποιες μητέρες οι οποίες έσωσαν τα παιδιά τους γνωρίζοντας πως δεν είχαν καμία σχέση με τους κανονικούς αθάνατους. Τα παιδιά λοιπόν που έζησαν, όταν μεγάλωσαν, άρχισαν να αναπαράγονται με σκοπό την επιβίωση του είδους. Φυσικά θα αναρωτηθείτε γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο , τη στιγμή που η κοινωνία τους ήθελε νεκρούς. Με την πάροδο των χρόνων οι άνθρωποι απέκτησαν την κακή συνήθεια της άρνησης. Ή καλύτερα του φόβου προς το άγνωστο. Έδιναν για τα πάντα μια λογική εξήγηση, μετατρέποντας κάθε τι υπερφυσικό σε μύθους και παραμύθια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ευκολότερη δράση των βρικολάκων, καθώς οι επιθέσεις τους δικαιολογούνταν ως επιθέσεις άγριων ζώων. Τα λίγα νταμπίρ λοιπόν ανέλαβαν δράση , έτσι ώστε να κρατήσουν, όσον το δυνατόν περισσότερο, τον κόσμο των ανθρώπων ασφαλή. Όταν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια αρκετά μεγάλη κοινωνία, αποφάσισαν πως ήταν απαραίτητο για την διατήρηση της, να επιλέξουν έναν αρχηγό. Η πρώτη αρχηγός των νταμπίρ, την οποία ονόμασαν αργότερα βασίλισσα, ήταν η Μοίρα, από την οποία πήρε το όνομά της , η πολιτεία των νταμπίρ.

Όπως ήταν φυσικό οι απόγονοι της πρώτης βασίλισσας, ανέβαιναν στον θρόνο, κυβερνώντας τα νταμπίρ, κρατώντας αυτούς και τους ανθρώπους ασφαλή από τους βρικόλακες. Μάχες, συνομωσίες, συμβόλαια, είναι μερικές από τις βασικές σελίδες της ιστορίας μας, τις οποίες μελετάμε οι διάδοχοι του θρόνου, για να μπορούμε να επιτύχουμε τη σωστή διοίκηση του κόσμου μας.

Ναι! Όπως καταλάβατε, είμαι γαλαζοαίματη και νόμιμη διάδοχος του θρόνου.

Ο πατέρας μου, Αλεχάντρο Σάντος, και ο Κέλλαν Μάρει, ήταν πριν από μένα βασιλείς. Όμως δολοφονήθηκαν και ο κλήρος έπεσε σε μένα και τον γιο του Κέλλαν, Κάρτερ. Μα ναι πως μου διέφυγε. Δεν θα είμαι μόνη μου σε αυτό το ταξίδι. Σύμφωνα με τις προφητείες του Βιβλίου, εγώ κι ο Κάρτερ –ως απόγονοι της Μόιρα- είμαστε οι επόμενοι βασιλείς. Μετά την αποφοίτηση μου και τις τελευταίες λεπτομέρειες της εκπαίδευσής μου θα στεφθούμε βασιλείς και θα είμαστε υπεύθυνοι για εκατομμύρια ζωντανά πλάσματα.

Για να δούμε. Πόσο καλοί θα είμαστε σε αυτό ...     


Πάντοτε μισούσα τις κηδείες. Όλο το κλίμα ήταν τόσο καταθλιπτικό. Άνθρωποι να κλαίνε, μαύρα παντού. Θυμάμαι στην πρώτη κηδεία που είχα πάει, ήμουν τριών και ο πατέρας μου μου είχε ευχηθεί να ήταν η τελευταία φορά που θα παρευρισκόμουνα σε κάτι τόσο θλιβερό.

Αναστέναξα σε αυτή την ανάμνηση και κοίταξα τα ονόματα στις ταφόπλακες.

Αλεχάντρο Σάντος, Μαρέβα Πετρόβ Σάντος, Κέλλαν Μάρεϊ, Χόουπ Ριντ Μάρει.

Δυστυχώς ο πατέρας μου δεν ήταν και πολύ καλός στις προβλέψεις. Τώρα στεκόμουνα απέναντι από τον τάφο των γονιών μου, προσπαθώντας να βρω ένα τρόπο να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς εκείνους. Φυσικά δε θα ήμουν μόνη μου. Στο δύσκολο αυτό ταξίδι θα με συντρόφευε και ο άνθρωπός μου ο Ντιμίτρι.

Ο Ντιμίτρι ήταν ένα ορφανό αγόρι, όταν τον πήραν οι γονείς μου υπό την προστασία τους. Τον ανέθρεψαν με φροντίδα και τον δίδαξαν πώς να είναι ένας ρωμαλέος στρατιώτης. Όνειρό του ήταν να μπει στην βασιλική φρουρά και να γίνει ο προσωπικός μου ιππότης. Όταν έκλεισα τα έντεκα , ο πατέρας μου εμπιστεύτηκε τον μόλις δεκαεφτάχρονο Ντιμίτρι να μου μάθει να μάχομαι για να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου. Όμως δεν ήταν απλά ο δάσκαλος μου. Ήταν ο φύλακας άγγελος μου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήταν πάντοτε δίπλα μου. Στις πρώτες μου εμπειρίες, στις ευτυχισμένες στιγμές, στις δυσάρεστες, στις επιτυχίες και τις αποτυχίες μου. Ήταν σαν τον αδερφό που δεν είχα ποτέ.

«Μην ανησυχείς , εγώ είμαι εδώ», η βαριά ρώσικη προφορά του με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Ένιωσα τα μακριά του δάχτυλα να τυλίγουν τα δικά μου. Εγώ έσφιξα το χέρι του και συγκράτησα τα δάκριά μου.

Πολλοί κλαίγανε. Μπορούσα να ακούσω τους θρήνους κι εκείνων στην τελευταία σειρά. Με έκαναν να θέλω να κλάψω ακόμα περισσότερο. Αλλά κρατιόμουνα. Τα παιδιά του θείου μου του Κέλλαν, ο Κάρτερ κι η αδερφή του Μέλανη δεν έκλαιγαν ούτε εκείνοι. Αν και οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα σμαραγδένια μάτια της Μέλανη πρόδιδαν πως είχε κλάψει νωρίτερα. Το ίδιο κι εγώ. Αν και κάτω από το μακρύ μαύρο πέπλο που κάλυπτε το πρόσωπό μου μπορούσα να αφήσω μερικά δάκρυα να κυλήσουν και να ανακουφίσουν τον κόμπο στον λαιμό μου, αλλά δεν υπέκυψα. Όσες φορές θρήνησα τους γονείς μου , το έκανα κρυφά από τους άλλους. Με εξαίρεση τον Ντιμίτρι. Κι εκείνος όμως δεν ντράπηκε να κλάψει μπροστά μου.

Η πρώτη που υπέκυψε στα τραύματά της, ήταν η μητέρα μου. Ο Ντιμίτρι καθόταν έξω από το δωμάτιό της όταν έγινε αυτό και καθώς την έβλεπε να ξεψυχάει , δάκρια κυλούσαν από τα μάτια του. Όταν μου έλεγε πως η μητέρα μου πέθανε σχεδόν έκλαιγε με λυγμούς.

Το χειρότερο όμως ήταν ο πατέρας μου. Εκείνος πάλεψε μερικές μέρες περισσότερο. Εγώ δεν έφευγα από δίπλα του. Έτρεμα στη σκέψη να με αφήσει κι εκείνος. Όταν το μηχάνημα έδειξε πως πλέον είχε χάσει κι εκείνος τη μάχη, ο Ντιμίτρι με κρατούσε καθώς ούρλιαζα από τον καημό μου. Το βράδυ εκείνο κατέρρευσε κι εκείνος. Βγήκε έξω στην αυλή και φώναζε τόσο δυνατά που σείστηκε η γη.

Μερικές μέρες μετά, μαζέψαμε όσο κουράγιο είχαμε, εγκαταλείψαμε το σπίτι μας και ήρθαμε στη Μόιρα. Πλέον αυτό θα ήταν το σπίτι μας. Αλλά μόνο σπίτι δεν φάνταζε. Εγώ ονειρευόμουνα να κυβερνώ μένοντας στην Ισπανία, όπως έκανε ο πατέρας μου. Όμως δεν είχα κανέναν πια εκεί και η Μόιρα ήταν η μοναδική μου επιλογή.

Ο Ντιμίτρι δίπλα μου ρουθούνισε και έσφιξε κι εκείνος το χέρι μου. Η τελετή σχεδόν τελείωνε. Αλλά το χειρότερο θα επακολουθούσε. Μετά έπρεπε να κάθομαι σε μια καρέκλα και να λέω ευχαριστώ σε όλους όσους ερχόντουσαν να με συλλυπηθούν.

Μερικούς ήθελα να τους χτυπήσω στο κεφάλι. Μου έλεγαν τόσο γελοία πράγματα του τύπου «τώρα είναι σε καλύτερο μέρος». Δε με ένοιαζε που ήταν. Εγώ τους ήθελα δίπλα μου.

Όταν τελείωσε αυτή η απαίσια διαδικασία μπορούσα πλέον να γυρίσω στο παλάτι και να πέσω να κοιμηθώ για ώρες. Ίσως και για το υπόλοιπο της ζωής μου, δε θα με πείραζε.

«Ορόρα», άκουσα μια φωνή από πίσω μου, πριν ξεκινήσω για το παλάτι. Γύρισα και είδα τη Μέλανη. Με τη Μέλανη θα ήμασταν στην ίδια τάξη στο σχολείο. Αν κι εγώ ήμουν ένα χρόνο μεγαλύτερη, αλλά είχα χάσει μια χρονιά λόγω ενός δυσάρεστου περιστατικού που με κράτησε μακριά από τα εγκόσμια για αρκετό καιρό.

Είχε μεγαλώσει πολύ και έμοιαζε στον πατέρα της , σε αντίθεση με τον Κάρτερ που είχε τα χαρακτηριστικά της μητέρας τους.

Τα μελαχρινά της μαλλιά είχαν μακρύνει και σχημάτιζαν μπούκλες που έφταναν μέχρι τον ώμο της. Είχε ψηλώσει και πολύ. Με είχε ξεπεράσει. Αν και πολλοί με είχαν ξεπεράσει. Ήμουν πάντοτε μικροκαμωμένη.

Χαμογέλασε αδύναμα και ακούμπησε τον ώμο μου. «Πως είσαι;», με ρώτησε.

Ήταν από τις ερωτήσεις τις οποίες κάτι τέτοιες στιγμές τις απαντούσα με σαρκασμό. Αλλά θα ήταν πολύ βάρβαρο να την ειρωνευτώ. Όχι μόνο επειδή έθαψε κι εκείνη τους γονείς της, αλλά επειδή ήταν τόσο καλοσυνάτη από παιδί και ποτέ κανείς δεν μπορούσε να της αντιμιλήσει.

Εγώ απλά ένευσα και έκανα μια αποτυχημένη προσπάθεια να ανταποδώσω το χαμόγελο σηκώνοντας το πέπλο μου. «Προσπαθώ. Εσύ;»

«Κι εγώ το ίδιο», απάντησε καθώς μας πλησίαζε ο αδερφός της.

Ο Κάρτερ ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Είχε γαλανά μάτια στο χρώμα του ωκεανού , ξανθές μπούκλες και έντονα χαρακτηριστικά. Ήταν λίγο πιο ψηλός από τη Μέλανη , αλλά εξίσου αδύνατος. Όχι όμως εξίσου καλοσυνάτος.

Μου έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα και απευθύνθηκε στην αδερφή του.

«Πάμε; Πρέπει να ξεκουραστείς».

Εκείνη ένευσε και κοίταξε έμενα. «Θα σε δω αργότερα έτσι;»

«Αμέ», απάντησα.

Εκείνη χαμογέλασε περισσότερο από την πρώτη φορά κα ακολούθησε τον αδερφό της.

Ο Κάρτερ σπάνια χαμογέλαγε. Για την ακρίβεια δεν ήμουν σίγουρη αν το έκανε ποτέ. Αυτό ήταν απλά μια φήμη. Εγώ προσωπικά δεν τον είχα δει ποτέ. Επίσης δεν ήταν γνωστός για την κοινωνικότητά του. Ο Ντιμίτρι αναφερόταν σε εκείνον πάντα ως ο μοναχικός πρίγκιπας. Ήταν όμως πολύ προστατευτικός απέναντι στην αδερφή του. Ειδικά από όταν ο θείος τους, Σον, της έδωσε τις δυνάμεις του.

Κάποια νταμπίρ διέθεταν μαγικές δυνάμεις συνδεδεμένες με τα στοιχεία της φύσης. Δεν ήμουν σίγουρη πως ξεκίνησε αυτό και η αλήθεια ήταν πως δεν με ενδιέφερε. Για την ακρίβεια το απέφευγα αυτό το θέμα. Πολλά νταμπίρ καταχράστηκαν τις δυνάμεις αυτές και οδηγήθηκαν στην τρέλα, ακόμα και στον θάνατο.

Η Μέλανη δε φαινόταν να κινδυνεύει από κάτι τέτοιο. Ο Σον της είχε μάθει πώς να χειρίζεται τις ικανότητες της χωρίς να την καταβάλλουν. Κι ο Κάρτερ την βοηθούσε εξίσου. Όσο μπορούσε φυσικά.

Ανασήκωσα ελαφρά τους ώμους μου. Η αρχή θα ήταν δύσκολη. Δεν ήξερα πως, αλλά θα πλησίαζα τον μέλλοντα συγκυβερνήτη. Έπρεπε να υπήρχε κι ένας δεσμός ανάμεσα μας αλλιώς δε θα τα καταφέρναμε.

Ο Ντιμίτρι σκούντηξε ελαφρά τον ώμο μου. «Τι σκέφτεσαι;»

«Πώς να πλησιάσω τον 'μοναχικό πρίγκιπα'», απάντησα περνώντας το χέρι μου γύρω από το μπράτσο του.

Ξεκινήσαμε να βηματίζουμε.

«Καμιά ιδέα μέχρι στιγμής», με ρώτησε.

«Καμία απολύτως», απάντησα με μέτριο τόνο.

Εκείνος γέλασε πνιχτά και χτύπησε ελαφρά το χέρι μου. «Είσαι εφευρετική. Κάτι θα σκεφτείς».

«Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τίποτα για εκείνον. Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν έξι, στην κηδεία του παππού του. Και τώρα τον ξαναείδα σε κηδεία», αναστέναξα με αυτή τη συνειδητοποίηση. «Αυτό δεν είναι και πολύ αισιόδοξος οιωνός».

«Μπορεί κάτι να ξεκίνησε άσχημα , αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δε θα έχει αίσια κατάληξη».

Ένευσα. Ας μην καταδίκαζα τη σχέση μου μαζί του. Είχε χάσει κι εκείνος τους γονείς του, οπότε όσο μοναχικός και να ήταν, θα χρειαζόταν ένα φίλο.

Αυτό ήταν. Θα τον πλησίαζα για να μου ανοιχτεί, να μοιραστεί τον πόνο του με κάποια που ξέρει ακριβώς τι περνάει. Σιγά-σιγά θα αρχίζαμε να μιλάμε και για άλλα πράγματα και πιθανόν μέχρι το καλοκαίρι να ήμασταν πολύ καλοί φίλοι.

Το σύντομο σχέδιό μου φαινόταν καλό για αρχή. Όταν καθάριζε το κεφάλι μου από τις έγνοιες μου θα το εμπλούτιζα κι άλλο.

«Αυτή η σιωπή μαρτυράει πως κάτι σκέφτηκες».

Τον κοίταξα και μισοχαμογέλασα. «Με ξέρεις τόσο καλά».

Εκείνος βλέποντας με να χαμογελάω μετά από τόσο καιρό, έλαμψε ολόκληρος. «Φυσικά. Περισσότερο απ' όσο φαντάζεσαι», απάντησε.

Στο παλάτι δεν είδα κάποιον γνωστό. Όλοι πιθανόν ξεκουραζόντουσαν. Τα λίγα άτομα που δούλευαν εκείνη τι στιγμή προσφέρθηκαν να μου ετοιμάσουν να φάω κάτι αλλά εγώ αρνήθηκα.

Ο Ντιμίτρι πήγε στο δωμάτιό του να ξεκουραστεί. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ χρειαζόμουνα μερικές ώρες ύπνου αλλά ένιωσα μια ξαφνική ανάγκη να εξερευνήσω το μέρος και να το θυμηθώ.

Η αλήθεια ήταν πως όταν θα ξεκινούσε το σχολείο, θα έμενα εκεί μέσα, όπως όλοι οι μαθητές, αλλά δε θα ήταν παρά μόνο για εννέα μήνες. Το υπόλοιπο της ζωής μου θα το περνούσα στο παλάτι , οπότε εκείνο είχε προτεραιότητα.

Πρώτα επισκέφτηκα το αγαπημένο μου μέρος: Την αίθουσα χορού.

Ήταν μια τεράστια σάλα, μεγαλύτερη κι από γήπεδο ποδοσφαίρου, όπου οι τοίχοι και το ταβάνι ήταν στολισμένοι με ζωγραφιές από τους καλύτερους καλλιτέχνες νταμπίρ. Τους είχα μελετήσει στα εικαστικά. Ένας από αυτούς μάλιστα ήταν πρόγονος μου. Ένιωσα ένα τόνο περηφάνιας, αντικρίζοντας κάτι τόσο καλοφτιαγμένο από τα χέρια ενός Σάντος. Οι ζωγραφιές αποτελούσαν μικροϊστορίες από το παρελθόν μας. Δεξιά από την είσοδο, υπήρχαν μερικά νταμπίρ τα οποία έριχναν τα θεμέλια για την κοινωνία μας. Δίπλα από αυτά, η Μόιρα και οι πολίτες της να προχωρούνε στην οικοδόμηση, παραδίπλα τα παιδιά της κ.ο.κ. Η τελευταία απεικόνιση, στα αριστερά της εισόδου ήταν μια δόση από το μέλλον. Ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα νταμπίρ έξω από το παλάτι τους, περιτριγυρισμένοι από το λαό τους και πάνω τους να λάμπει ο ήλιος με το φεγγάρι.

Σύμφωνα με ένα θρύλο, όταν το φεγγάρι κι ο ήλιος θα έλαμπαν μαζί, οι βρικόλακες και οτιδήποτε άλλο σατανικό υπήρχε, θα εξαφανίζονταν από τη Γη.

Ήταν απλά ένας μύθος βέβαια, αλλά όλοι ήλπιζαν πως κάποτε θα γεννιόντουσαν οι σωτήρες του κόσμου, οι οποίοι θα εξαφάνιζαν το σκοτάδι.

Στα ταβάνι ήταν ζωγραφισμένοι άγγελοι, οι οποίοι ευλογούσαν τα νταμπίρ και τους βασιλείς στην πορεία τους για την σωτηρία του καλού. Αυτό το εκθαμβωτικό μοτίβο ήταν ζωγραφισμένο με την παραμικρή λεπτομέρεια και άφηνε τους πάντες με το στόμα ανοιχτό.

Μετά την αίθουσα χορού, κατευθύνθηκα προς το 'διάδρομο των βασιλέων'.

Ήταν ένας τεράστιος διάδρομος, όπου στους τοίχους ήταν κρεμασμένα πορτραίτα όλων των βασιλέων των νταμπίρ. Από τη Μόιρα, τον Γεώργιο, μέχρι και τους γονείς μου και τους Μάρει. Υπήρχαν και κενές θέσεις για τους επόμενους.

Πλησίασα το πορτραίτο των γονιών μου καταπίνοντας ένα λυγμό. Η μητέρα μου φορούσε μία μεταξένια ροζ τουαλέτα και ο πατέρας μου την κόκκινη βασιλική στολή του. Το χέρι μου παρορμητικά ακούμπησε τον πίνακα και τον χάιδεψε απαλά.

Πίστευα πως ίσως εκεί που βρίσκονταν θα ένιωθαν το χάδι μου και θα έβρισκαν γαλήνη. Δεν ήθελα να νομίζουν πως ήμουν θυμωμένη μαζί τους που έφυγαν τόσο νωρίς. Το ήξερα πως αν μπορούσαν θα έμεναν δίπλα μου μια ζωή.

«Πω, πω ομόρφυνες επικίνδυνα». Μια φωνή με επανέφερε στην πραγματικότητα. Τινάχτηκα πίσω και αντίκρισα τον ξάδερφο του Κάρτερ και της Μέλανη και γιο του Σον, μπροστά μου. Ήταν ένας κλασσικός Μάρει. Μελαχρινά μακριά ίσια μαλλιά, με μούσι και μουστάκι και σμαραγδένια μάτια.

«Μάικλ», αναφώνησα και έτρεξα να τον αγκαλιάσω. Εκείνος γέλασε και έσφιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου.

Ο Μαίκλ ερχότανε σχεδόν κάθε καλοκαίρι στη Σεβίλλη για να μας δει και με γέμιζε πάντα με δώρα. Ήταν από τους λίγους, ίσως και ο μοναδικός, από τη Μόιρα που νοιαζόταν για μένα.

«Μου έλειψες», σχεδόν κλαψούρισα. «Γιατί δεν ήσουν στην κηδεία;»

«Ήμουν. Αλλά μακριά από τα κλάματα. Είμαι πολύ όμορφος για τέτοια πράγματα».

Γέλασα. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τρεις μήνες. Αλλά ο Μάικλ ήταν από τα σίγουρα άτομα που θα το κατάφερνε αυτό.

«Όντως», απάντησα.

«Μα κοίτα κι εσένα», με έκανε μια στροφή. «Κούκλα έχεις γίνει. Θα κάψεις πολλές καρδιές», μου έκλεισε το μάτι.

«Με κολακεύεις αν και δεν έχω αλλάξει πολύ».

Εκείνος κατσούφιασε. «Βλακείες. Τρόμαξα να σε γνωρίσω. Αφού σε είδα από μακριά και νόμιζα ότι ήσουν οπτασία».

Ο Μάικλ ήταν το ακριβώς αντίθετο του Κάρτερ. Εξωστρεφής, χαμογελαστός κοινωνικός και ήξερε πάντα πώς να σου τονώνει το ηθικό. Κι ο Ντιμίτρι θα χαιρόταν πολύ να τον έβλεπε. Ήταν πολύ καλοί φίλοι και είχε κι εκείνος ανάγκη από μερικές κολακείες από τον Μάικλ.

«Πως είσαι;», με ρώτησε με πιο σοβαρό ύφος.

Εγώ ξεροκατάπια και χαμογέλασα χωρίς διάθεση.

«Δεν νομίζω να' χω νιώσει χειρότερα στη ζωή μου», απάντησα καθώς ένα δάκρυ δραπέτευσε από τα μάτια μου.

Εκείνος ακούμπησε το μάγουλό μου και μου χάρισε ένα συμπονετικό βλέμμα.

«Δεν είσαι μόνη σου, εντάξει; Έχεις τον Ντιμίτρι, έχεις εμένα και θα αποκτήσεις κι άλλους πολύ σύντομα. Είναι δύσκολο να μη σε αγαπήσει κανείς», μου χαμογέλασε και με αγκάλιασε τρυφερά.

Στην αρχή είχα καταφέρει να καταπραΰνω τον πόνο και την θλίψη. Ίσως όμως αυτό ευθυνόταν στο ότι αντιμετώπιζα άτομα που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Αντίθετα εκείνοι που γνώριζα και αγαπούσα, τραβούσαν τα συναισθήματά μου έξω σαν μαγνήτη.

«Σε ευχαριστώ», απάντησα.

«Τίποτα», αποκρίθηκε και μου χάιδεψε το πρόσωπο. «Λοιπόν, κάνεις αυτοξενάγηση στο μελλοντικό σου αρχοντικό;»

Κοίταξα τριγύρω και ένευσα αργά. «Είπα να θυμηθώ το μέρος λιγάκι».

«Θα ήθελες ξεναγό ή τα καταφέρνεις και μόνη σου;»

«Χμμ. Τα καταφέρνω και μόνη μου. Αν χρειαστώ κάτι θα σε βρω».

«Απλά ακολούθα το φως και θα σε βγάλει στον ήλιο», μου είπε δείχνοντας τον εαυτό του.

Χαμογέλασα και ένευσα. Εκείνος απομακρύνθηκε και εγώ συνέχισα.

Το επόμενο μέρος που πήγα ήταν η βιβλιοθήκη. Λεγόταν πως η βιβλιοθήκη του παλατιού της Μόιρα ήταν το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό κέντρο των νταμπίρ. Διέθετε τα πάντα.

Ήταν πελώρια, μεγαλύτερη και από την αίθουσα χορού. Υπήρχαν διάδρομοι που χώριζαν τα είδη των βιβλίων, μερικά τραπέζια για να κάθονται να μελετάνε οι αναγνώστες και σκάλες για τα πολύ ψηλά ράφια.

Τα παράθυρα ήταν εξίσου μεγάλα και άφηναν το φως του Σεπτέμβρη να μπαίνει μέσα και να φωτίζει και την κάθε γωνιά.

Στον πρώτο διάδρομο που πήγα ήταν αυτός της ιστορίας. Η ιστορία των νταμπίρ ήταν πιο ενδιαφέρουσα από την ανθρώπινη. Καμία πολιτική αποτυχία, λιγότερες οικονομικές δυσκολίες και περισσότερες συμμαχίες ήταν οι κυριότερες διαφορές τους.

Μετά έριξα μια ματιά στο διάδρομο με τις προφητείες. Κι αυτό το κομμάτι μου άρεσε πολύ. Η δασκάλα μου, όταν ήμουν έξι, τις λάτρευε και είχε περάσει αυτή την αρέσκεια και σε εμένα.

Μερικά νταμπίρ, που διέθεταν μαγικές ικανότητες, μπορούσαν να προβλέψουν μελλοντικά γεγονότα, δίνοντας τις λεγόμενες προφητείες. Μερικές από αυτές ήταν και τα ονόματα των βασιλέων τα οποία τα είχαν γράψει όλα στο Βιβλίο. Αυτό το εγχειρίδιο περιλάμβανε κι άλλα πράγματα τα οποία τα έβλεπαν μόνο οι βασιλιάδες. Για μένα ήταν άγνωστα μέχρις στιγμής.

Ήμουν πολύ περίεργη να μάθω τι είχαν προφητέψει για μένα.

Με μερικά βήματα βρέθηκα στον τομέα που δεν είχα σκοπό να επισκεφτώ. Τη μαγεία. Η μαγεία διέθετε –ίσως- τα περισσότερα βιβλία από κάθε άλλο διάδρομο.

Ήταν δίπλα από τις προφητείες και ήταν αναπόφευκτο να μη βρεθώ εκεί. Το προσπέρασα γρήγορα όμως, χωρίς καν να κάνω τον κόπο να κοιτάξω έστω κι έναν τίτλο.

Οι υπόλοιπες ενότητες δεν με ενδιέφεραν και τόσο. Έτσι έφυγα από την βιβλιοθήκη και βγήκα στον κήπο.

Είχα ζεσταθεί πολύ μέσα και λίγος φρέσκος αέρας δε θα μου έκανε κακό.

Τα λουλούδια όλα μοσχοβολούσαν. Υπήρχαν πάρα πολλά είδη. Τα περισσότερα δεν ήξερα καν τι ήταν. Δεν ασχολούμουν πολύ με τη φυτολογία. Ήξερα μερικά πράγματα, κυρίως τα βασικά. Όπως η τουλίπα η οποία ήταν το αγαπημένο μου λουλούδι.

Την προσοχή μου την τράβηξε μια τριανταφυλλιά με κατακόκκινα μπουμπούκια σαν το αίμα. Την πλησίασα και μύρισα τα ρόδα. Μύριζαν τόσο όμορφα που πονούσε. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και σκέφτηκα να κόψω ένα. Όμως η λαχτάρα μου ήταν τόσο μεγάλη που αψήφησα τα αγκάθια και με τσίμπησαν.

«Α!», αναφώνησα τραβώντας το χέρι μου.

Το δάχτυλό μου είχε ματώσει. Κούνησα το κεφάλι μου και πριν προλάβω να αντιδράσω , ο Κάρτερ βρέθηκε μπροστά μου καλύπτοντας τη μικρή πληγή μου με ένα χαρτομάντιλο.

«Ευχαριστώ», ψιθύρισα.

Τα μάτια μου καρφώθηκαν στα δικά του. Πραγματικά δεν είχα ξαναδεί τόσο γαλανά μάτια.

«Να' σαι πιο προσεκτική την επόμενη φορά», μου αποκρίθηκε με σοβαρό τόνο.

Εγώ ένευσα. «Ναι. Δεν ξέρω πως ξεχάστηκα τώρα, απλά..»

«Θαμπώθηκες από την ομορφιά τους»,συμπλήρωσε με τον ίδιο σοβαρό τόνο. Σχεδόν ανέκφραστα.

«Ναι», απάντησα ήρεμα χαζεύοντας τα μάτια του.

Πήρε το χέρι του από το δικό μου αφήνοντας το χαρτομάντιλο στην παλάμη μου. Δεν είπε τίποτα άλλο. Συνέχιζε να με κοιτάζει. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Δεν καταλάβαινα γιατί το συνέχιζα. Κανονικά θα έπρεπε να πω κάτι. Αλλά όχι, ίσως αργότερα. Δεν ήταν άσχημη αυτή η ησυχία.

Μερικά λεπτά αργότερα –τα οποία φάνηκαν αιώνες- έκανε να φύγει.

«Περίμενε», τον σταμάτησα.

Εκείνος ανασήκωσε το ένα του φρύδι. «Πως είναι η Μέλανη;», τον ρώτησα.

«Καλά», απάντησε γνέφοντας.

«Χαίρομαι», του είπα χαμηλόφωνα.

Εκείνος γύρισε να φύγει. «Που είναι;», τον ξαναρώτησα προσπαθώντας να τον κάνω να μείνει κι άλλο.

Σταμάτησε αλλά δε γύρισε να με κοιτάξει. «Κοιμάται», απάντησε.

«Εσύ πως είσαι;»

Αναστέναξε και γύρισε να με κοιτάξει.

«Τι προσπαθείς να κάνεις ακριβώς;»

Εγώ απόρησα. «Απλά ρώτησα», απάντησα αβέβαιη. «Μόλις θάψαμε τους γονείς μας και..»

«Δεν χρειάζομαι τη λύπησή σου», με διέκοψε παίρνοντας ένα υπεροπτικό βλέμμα.

Συνοφρυώθηκα. «Απλά ενδιαφέρομαι, αυτό είναι όλο. Ξέρω πως νιώθεις και η λύπηση είναι το τελευταίο που χρειάζεσαι».

Μισογέλασε χωρίς διάθεση. «Τίποτα δεν ξέρεις».

Ξαφνικά με διαπέρασε ένα κύμα οργής. Εγώ απλά ήθελα να δω αν ήταν εντάξει. Γιατί το πήρε τόσο στραβά; Και γιατί με ακύρωνε έτσι; Δεν είχε μονοπώλιο στον πόνο. Προσπάθησα να εξηγήσω τη θέση μου αλλά ήταν ανένδοτος και δε με άφησε να αρθρώσω λέξη.

«Κοίτα, θέλω να ξεκαθαρίσω από τώρα τη θέση μου. Η σχέση μας θα είναι καθαρά τυπική. Δεν χρειάζομαι ούτε φίλη, ούτε ψυχολόγο, εντάξει; Κάνε παρέα με παιδάκια της ηλικίας σου και άσε με εμένα».

Τον άφησα να φύγει χωρίς να απαντήσω. Γιατί βασικά δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ο 'μοναχικός πρίγκιπας' είχε μετατραπεί σε 'πρίγκιπα του πάγου'. Δεν νομίζω να είχα πει κάτι παράλογο. Σε αντίθεση με εκείνον που είχε τελείως αλλόκοτη συμπεριφορά. Και πολύ άκαρδη. Ούτε μια φορά δε νοιάστηκε για το πώς ήμουνα εγώ. Ο καλύτερος τρόπος που με είχε κοιτάξει ήταν πριν λίγο όταν ήταν σοβαρός σχεδόν ανέκφραστος.

Φυσικά και δεν περίμενα ιδιαίτερη μεταχείριση αλλά όχι και τέτοια ανταπόκριση. Πως θα κυβερνούσαμε αν είχαμε μια απλή τυπική σχέση; Οι πατεράδες μας ήταν πολύ καλοί φίλοι –πέραν από συγγενείς- και οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν άριστες σχέσεις μεταξύ τους. Για εμάς τι θα έγραφε η ιστορία; Ότι είχαν μια τυπική σχέση;

Τελικά ο Ντιμίτρι δεν είχε δίκιο. Αφού ξεκίνησε άσχημα, θα κατέληγε και άσχημα.

Πλέον δεν είχα όρεξη για να δω και το υπόλοιπο παλάτι. Μπορεί να ξανασυναντούσα τον Κάρτερ και δεύτερη 'τυπικούρα' δεν θα την ανεχόμουνα. Ίσως καλύτερα να ακολουθούσα το παράδειγμα των υπολοίπων και να ξεκουραζόμουνα για λίγο.

Αύριο προβλεπόταν μεγάλη μέρα. Θα έβλεπα το σχολείο και ίσως γνώριζα και μερικούς συμμαθητές μου. Κάποιοι μου συστήθηκαν και στην κηδεία , όταν ερχόντουσαν ένας- ένας να με συλλυπηθούν. Θυμόμουν έντονα τον Τσέις. Μύριζε τσιγάρο από μέτρα μακριά. Μάσαγε και τσίχλα με μέντα για να το καλύψει αλλά δεν τα κατάφερνε και πολύ.

Αμυδρά θυμόμουν και τρεις ακόμα, την Οκτόμπερ, τη Μόνη και τον Σκοτ.

Από τα λίγα που θυμάμαι ότι μου είπαν, έκαναν παρέα με τη Μέλανη.

Τουλάχιστον εκείνη δεν έβλεπε το ενδιαφέρον των άλλων ως λύπηση όπως ο αδερφός της.

Στη θύμηση των όσων είπε, έβραζε το αίμα μου. Ωραία, εκείνος δεν είχε ανάγκη από φίλους, δε σκέφτηκε όμως ότι εγώ ίσως είχα;

Ξεφύσα και προσπάθησα να διώξω τα λόγια του από το κεφάλι μου. Θα έκαναν απλά τη μέρα μου χειρότερα και εγώ χρειαζόμουν καλυτέρευση όχι το αντίθετο.

Μόλις ανέβηκα τις σκάλες βρέθηκα σε έναν ακόμα διάδρομο με βασιλικά στοιχεία. Αυτή τη φορά όχι πορτραίτα, αλλά σύμβολα και σήματα κατατεθέν τους.

Στον πατέρα μου, όπως ήταν φυσικό, υπήρχε ένα λάβαρο το οποίο απεικόνιζε ένα φλεγόμενο σπαθί και αναγραφόταν πάνω του: Φωτιά, σπουδαία φίλη , φοβερή εχθρός.

Οι Σάντος ήμασταν γνωστοί για το φλογερό μας είναι. Το πάθος μας για το οτιδήποτε μας χαρακτήριζε έντονα. Ο παππούς μου, Ραμόν Σάντος, λάτρευε τη φωτιά ως θεότητα. Έλεγε πως εκείνη ήταν το κυριότερο στοιχείο της γης γιατί χάρις αυτό επιβίωσαν οι πρώτοι άνθρωποι και εξαιτίας αυτού θα καταστρεφόταν ο κόσμος.

Στον πατέρα του Κάρτερ και της Μέλανη υπήρχε μια σφαίρα με την οποία είχε τραυματιστεί πολύ σοβαρά και παραλίγο να πεθάνει. Όμως επέζησε και το χρησιμοποιούσε ως απόδειξη μάχης και επιβίωσης. Δίπλα από την σφαίρα έγραφε: Αγάπη για τη ζωή.

Απομακρύνθηκα από όλα αυτά τα βασιλικά πράγματα προσπαθώντας να μη σκέφτομαι για το τι θα γράψουνε για μένα.

Το δωμάτιό μου ήταν σχετικά μεγάλο. Δε θα είχα αυτό όταν θα γινόμουνα βασίλισσα, μου το είχαν ξεκαθαρίσει. Ήταν προσωρινό.

Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να μπω για μπάνιο. Έσταζα από τον ιδρώτα και μετά τη σύγχυση μου χάρις τον Κάρτερ, ένα κρύο ντούς ήταν ότι χρειαζόμουν. Πέταξα τα ρούχα μου στο πάτωμα και μπήκα στην μπανιέρα σχεδόν τρέχοντας.

Άφησα το νερό να με χτυπήσει για αρκετή ώρα και μετά σαπούνισα λίγο τα μαλλιά μου και το σώμα μου. Μετά άλλαξα τη θερμοκρασία στο ζεστό.

Πάντα μου άρεσε το καυτό νερό. Χειμώνα καλοκαίρι. Σπάνια θα θυσίαζα αυτή την απόλαυση. Αλλά φυσικά όχι για πολύ.

Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα το νερό να τρέξει πάνω μου. Άδειασα το κεφάλι μου από τις σκέψεις και άφησα τις αισθήσεις μου να χαλαρώσουν, μαζί με το υπόλοιπο σώμα μου.

Μέχρι που κάτι κέντρισε την ακοή μου. Ένας εκκωφαντικός ήχος απ' έξω από το δωμάτιο. Πάγωσα για λίγο. Έκλεισα αργά το νερό, άρπαξα μια πετσέτα, την τύλιξα γύρω μου και βγήκα αργά από το μπάνιο.

Κοίταξα τριγύρω μου, αλλά δεν είδα ούτε ξανάκουσα κάτι ασυνήθιστο. Ύστερα από αρκετή σκέψη, δειλά-δειλά, άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και κοίταξα στον διάδρομο.

Τίποτα! Έκανα ένα βήμα προς το έξω και κοίταξα καλύτερα μέσα στο χαμηλό φωτισμό. Ξανά ακούστηκε ένας ήχος. Μισόκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να επικεντρωθώ καλύτερα στο τέλος του διαδρόμου. Τελικά κατάφερα να δω κάτι να κινείται.

«Ποιος είναι εκεί;», ρώτησα χαμηλόφωνα.

Όμως απάντηση δεν πήρα. Ξαναρώτησα αλλά και πάλι τίποτα.

Έκανα ακόμα ένα βήμα μπροστά και ακόμα ένα και πριν προλάβω να το καταλάβω πλησίαζα στο τέλος του διαδρόμου, εκεί όπου είδα κάτι να κινείται.

Καθώς έφτανα άπλωσα το χέρι μου να πιάσω αυτό που έβλεπα ευχόμενη να είναι κάτι κι όχι κάποιος. Η ταχύτητά του φαινόταν να αυξάνεται και ένιωσα ένα κρύο ρεύμα να χτυπάει το μισόγυμνο σώμα μου.

Μια ανάσα με χώριζε από το μυστήριο αντικείμενο. Το άρπαξα γρήγορα και ήταν... η κουρτίνα; Για κάποιο λόγο το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Θα ορκιζόμουν όταν ανέβηκα πως ήταν κλειστό.

Ξεφύσησα από ανακούφιση και το έκλεισα. Προφανώς αυτό που άκουσα θα ήταν το παραθυρόφυλλο.

Κούνησα το κεφάλι μου νιώθοντας χαζή που τρόμαξα από κάτι τόσο απλό. Κοίταξα τριγύρω. Υπήρχαν πολλά σκοτεινά σημεία καθώς άρχιζε να νυχτώνει. Σκέφτηκα μήπως θα ήταν καλύτερα να άναβα ένα φως.

Ψηλάφισα λίγο τον τοίχο ψάχνοντας να βρω ένα διακόπτη, αλλά τίποτα.

Δεν ήθελα να γυρίσω στο δωμάτιο μου ξέροντας ότι ο διάδρομος ήταν τόσο σκοτεινός. Με τόσα που είχαν συμβεί, δεν ένιωθα και πολύ ασφαλής.

Έστριψα δεξιά, οπού βρισκόντουσαν τα βασιλικά δωμάτια και εκεί βρήκα αυτό που ήθελα. Πάτησα τον διακόπτη και ο διάδρομος φώτισε ολόκληρος. Ευχαριστημένη επέστρεψα στο δωμάτιό μου.

Όλως περιέργως η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή. Μα τι είχαν πάθει τα παράθυρα απόψε; Έκανα να την κλείσω όμως κάτι με σταμάτησε.

Πάνω στην τουαλέτα υπήρχε μια ανθοδέσμη με μαύρες τουλίπες. Έσμιξα τα φρύδια μου. Από ποιον να ήταν άραγε;

Την πήρα στα χέρια μου και έψαξα μήπως υπήρχε καμία κάρτα. Τίποτα κι εκεί.

Όποιος και να τις είχε στείλει θα απογοητευόταν, γιατί αποφάσισα να τις πετάξω.

Όλα αυτά, οι ξαφνικοί ήχοι και η μυστήρια ανθοδέσμη δεν μου άρεσαν καθόλου. Έκλεισα την μπαλκονόπορτα και τις κουρτίνες και κατευθύνθηκα στο μπάνιο για να πετάξω τις τουλίπες. Εκεί όμως με περίμενε μια άλλη έκπληξη.

Η μπανιέρα ήταν γεμάτη με ένα μαύρο υγρό. Αυτό σίγουρα δεν το είχα αφήσει εγώ.

Γονάτισα και έβαλα το χέρι μου μέσα σε αυτό το υγρό. Η ύφη του ήταν ίδια με το νερό. Κούνησα το χέρι μου λίγο και μετά το ακούμπησα στον πάτο της μπανιέρας. Εκεί ένιωσα κάτι γλιστερό. Ήταν τρίχες! Για την ακρίβεια τούφες ολόκληρες. Έβγαλα μια και έβηξα από αηδία μόλις την αντίκρισα. Συνέχιζα να βγάζω κι άλλες κλαψουρίζοντας. Αν κάποιος μου έκανε φάρσα, είχε πολύ αποτυχημένο χιούμορ. Δεν άντεξα να συνεχίσω και σταμάτησα. Κοίταξα λίγο όσες είχα βγάλει και ανακάλυψα ποιανού ήταν. Ήταν τα μαλλιά της μαμάς μου!

Έτρεξα έξω από το μπάνιο κλαίγοντας και πήδηξα πάνω στο κρεβάτι, όπού κι εκεί ο δράστης είχε αφήσει το στίγμα του.

Ένα κομμάτι χαρτί με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα.

Τα χέρια μου έτρεμαν αλλά κατάφερα να το σηκώσω. Όταν η ανάσα μου επανήλθε κάπως, βρήκα το κουράγιο να διαβάσω το σημείωμα :

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Η ΑΡΧΗ

    

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top