9. Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΛΥΚΟΣ

Ορόρα

Κρατούσα σφιχτά τον Ντιμίτρι και τον Αλφόνσο καθώς έμπαινα στο αίθριο και δεχόμουν τα περίεργα βλέμματα του κοινού. Περίμεναν να βρίσκομαι στην αγκαλιά του Κάρτερ και το θέαμα ήταν πλήρως απογοητευτικό κυρίως για τους βασιλείς. Εκείνοι δεν έκαναν καμία προσπάθεια να κρύψουν τους μορφασμούς αποδοκιμασίας όταν τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Ήλπιζα να συνέβη το ίδιο με τον Κάρτερ, γιατί θα ήταν πολύ άδικο να μου επιρρίψουν ευθύνες για κάτι που δεν επεδίωξα.

«Απλώς χαμογέλα», μου ψιθύρισε ο Αλφόνσο νιώθοντας την δυσφορία μου στον τρόπο που έσφιξα τον ώμο του. «Έτσι θα αντιγυρίσεις την αμηχανία».

Ακολούθησα την συμβουλή του, μια που η ατμόσφαιρα είχε παγώσει τα συναισθήματα μου και δεν είχα όρεξη να αναζητήσω νέα έκφραση. Όλη η βραδιά ήταν ψεύτικη έτσι κι αλλιώς, οπότε δεν υπήρχε λόγος να κάνω εγώ την διαφορά.

Με την υποτιθέμενη χαρά να στάζει από τα πρόσωπα μας μπήκαμε στα ενδότερα του αίθριου προσπερνώντας τους οργισμένους βασιλείς και παραπέρα τον αδιάφορο Κάρτερ που έπνιγε την χαζομάρα του στην σαμπάνια. Δεν συγκινήθηκα καθόλου όταν τον είδα με την άκρη του ματιού μου να ρεζιλεύεται με τον τρόπο που είχε γείρει στον τοίχο κι άδειαζε το ποτήρι του. Φερόταν λες κι ήταν καλεσμένος στην αποψινή δεξίωση, λες και η κάθε του ενέργεια δεν περνούσε από αυστηρή κριτική κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Εγώ από μεριάς μου κατευθύνθηκα στους νέους μου φίλους, οι οποίοι μου έφτιαξαν αμέσως την διάθεση με τα κομπλιμέντα τους. Ο Τσέις μάλιστα που δεν συνοδευόταν, όπως ο Σκοτ, μου ζήτησε να χορέψουμε και δέχτηκα αμέσως.

Η ορχήστρα ήταν τοποθετημένη δεξιά από τον πλουσιοπάροχο μπουφέ κι έπαιζε συνεχώς ήρεμα κομμάτια, κατάλληλα για βαλς. Μέχρι στιγμής όμως κανείς δεν είχε πάρει την απόφαση να χορέψει, ώσπου ο Τσέις κι εγώ βρεθήκαμε στην μέση του αίθριου. Τότε ακολούθησαν οι βασιλείς με τις συζύγους τους, ο Σκοτ με την Οκτόμπερ, ο Αλφόνσο με την μητέρα του και το ίδιο ίσχυσε για τον Γκασπάρ. Οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν τα ζεύγη με ευχάριστη διάθεση εκτός από τον Κάρτερ που στριφογυρνούσε αποδοκιμαστικά τα μάτια του και τον Φερνάντο που απέφευγε τις πολλές συναναστροφές. Αυτό ήταν ευτυχές για όλους μας, γιατί δεν μας ρεζίλευε με την αλλόκοτη συμπεριφορά του. Τόσες μέρες στην Μόιρα έμενε κλεισμένος στο δωμάτιο του και μπορούσα να φανταστώ τι τον απέτρεπε από το να πλήξει.

«Ελπίζω να είναι όλα εντάξει», είπε ο Τσέις καθώς χορεύαμε.

«Όλα είναι υπό έλεγχο», απάντησα διαλλακτικά. «Υπόσχομαι πως δεν θα υπάρχουν κι άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις».

«Κι άλλες;», απόρησε. «Δεν έχει συμβεί κάτι τραγικό».

«Εννοείς πέρα από το γεγονός ότι οι μελλόνυμφοι εμφανίστηκαν χώρια;»

Ο Τσέις έκανε έναν ήχο σαν να πνιγόταν και ανασήκωσε αδιάφορα τον ένα του ώμο.

«Έχετε σκοπό να γίνετε σαν αυτά τα σιχαμερά ζευγάρια που πάνε παντού μαζί;», έριξε ένα βλέμμα στην Οκτόμπερ με τον Σκοτ που ομολογουμένως δεν χόρευαν με ιδιαίτερη ευφορία. «Καλή ώρα;»

«Όχι», απάντησα γελώντας πνιχτά. Αυτό το νταμπίρ είχε έναν μαγικό τρόπο να βρίσκει κάτι θετικό εκεί που φαινομενικά δεν υπήρχε. «Αλλά δοκίμασε να το πεις στους γονείς μας αυτό».

«Ίσως προσπαθήσω», μου έκλεισε το μάτι προτού με κάνει μια ρυθμική στροφή.

Ο χορός με τον Τσέις με βοήθησε να αποβάλω τα αρνητικά συναισθήματα που μου προξένησε ο Κάρτερ κι έτσι αναμίχθηκα με το κοινό δίχως να προσποιούμαι την ευδιάθετη. Και για να μην αλλάξει η κατάσταση φρόντιζα να αποφεύγω και τον αρραβωνιαστικό μου και τους γονείς μας.

Συνομίλησα κυρίως με απλά νταμπίρ που είτε είχα γνωρίσει τις προηγούμενες μέρες, είτε έβλεπα πρώτη φορά. Δεν ήταν όλοι κάτοικοι της Μόιρα κι ούτε είχε δώσει όλη η πόλη το παρόν. Κάποιοι προτίμησαν να κάνουν μια πολιτική δήλωση με το να μείνουν σπίτια τους, αν και μόλις μάθαιναν τα κουτσομπολιά ήμουν βέβαιη πως θα το μετάνιωναν. Από την άλλη, κάποια νταμπίρ είχαν έρθει από κοντινές γειτονιές της πολιτείας για να με γνωρίσουν και να ευχηθούν στους διαδόχους. Εκτίμησα βαθύτατα την ευγένεια τους και τον κόπο που έκαναν για να βρίσκονται απόψε εδώ, οπότε είχα διπλό λόγο να μένω στις παρέες τους περισσότερο από ό,τι θα ήταν σύνηθες.

Η βραδιά δεν κύλησε μόνο με συζητήσεις. Ο Τσέις δεν ήταν ο μόνος παρτενέρ που λικνίστηκε μαζί μου στον ρυθμό της απαλής μελωδίας. Με συνόδευσαν επιπλέον αρκετοί καλεσμένοι, καθώς και τα ξαδέρφια μου. Σε όλους τους χορούς ο Κάρτερ παρέμενε στην συνηθισμένη του γωνία και πού και πού συνομιλούσε με τον Μάικλ όταν πήγαινε να τον επιπλήξει για την συμπεριφορά του. Τόσες ώρες δεν είχε κάνει τον κόπο να ανταλλάξει κουβέντα με κάποιο νταμπίρ έστω τυπικά. Ο Μάικλ όμως χαλούσε άδικα το σάλιο του κι όταν το κατάλαβε αποφάσισε να διασκεδάσει, αφού έτσι κι αλλιώς δεν θα άκουγε εκείνος τον εξάψαλμο του Κέλλαν.

Ο τελευταίος μου παρτενέρ για την βραδιά ήταν ο Νέιθαν, αφού το πρωί του είχα ζητήσει να με συνοδεύσει σε έναν χορό. Και σαν σωστός κύριος δέχτηκε την πρόταση μου δίνοντας μου ένα απαλό φιλί στο χέρι. Αυτή η κίνηση δεν σήμαινε τίποτα παραπάνω από σεβασμό, ωστόσο ένας εξωφρενικός νους παρεξήγησε την ιπποτική κίνηση του Νέιθαν. Και το αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από προσβλητικό.

«Περνάς καλά;», τον ρώτησα κι εκείνος κατένευσε ενθουσιασμένος.

«Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω. Όλα είναι πολύ όμορφα και τα νταμπίρ πολύ δεκτικά».

«Γιατί να μην σε δεχτούν; Είσαι ένας από εμάς».

«Ανησυχούσα πως η απομόνωση θα είχε καταστροφικές συνέπειες».

«Καταλαβαίνω. Ελπίζω τώρα να σταματήσεις την ερμητική ζωή και να σε βλέπουμε πιο συχνά», έριξα μια κλεφτή ματιά στην Μέλανη που συζητούσε με τον Τσέις γελώντας. «Ίσως κάποιοι να το θέλουν λίγο περισσότερο από τους άλλους».

Ο Νέιθαν δεν πρόλαβε να αντιδράσει, γιατί τον πρόλαβε το συνοφρύωμα μου.

Δεν είχα απομακρύνει ακόμα το βλέμμα μου από τους φίλους μου όταν είδα την Μέλανη να κοιτάζει κάτι που την αναστάτωσε. Όταν ακολούθησε και ο Τσέις στράφηκα παραξενεμένη προς την κατεύθυνση που χάζευαν αποσβολωμένοι και το θέαμα μου έκοψε την ανάσα. Ο Κάρτερ είχε αφήσει την γωνία του για να χορέψει με μια νταμπιρίνα. Και από όλες όσες ήταν παρούσες επέλεξε την Κέιζα!

«Ορόρα σ-συγγνώμη», αποκρίθηκε ο Νέιθαν μόλις είδε το φαντασμαγορικό θέαμα της βραδιάς. «Εγώ το προκάλεσα όλο αυτό και καλύτερα να φύγω».

Δεν ήταν χαζός και κατάλαβε πως η ψύχρα ανάμεσα σε μένα και τον Κάρτερ προέκυψε με τον ερχομό του στο παλάτι. Αν δεν είχε έρθει όλα θα κυλούσαν ευχάριστα και δίχως εκδικητικές ενέργειες. Ο υπεύθυνος όμως ήταν ένας και άκουγε στο όνομα Κάρτερ Μάρεϊ. Δεν έφταιγε ο Νέιθαν για την ανωριμότητα του πρίγκιπα, οπότε αν έπρεπε να φύγει κάποιο νταμπίρ αυτή ήταν η Κέιζα. Ούτε που κατάλαβα πότε ήρθε, αλλά φυσικά και έκανε την παρουσία της αισθητή σε όλο το σοκαρισμένο κοινό.

«Είσαι προσωπικός μου καλεσμένος και δεν έχεις να πας πουθενά», του δήλωσα όταν κατάφερα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από το πρώην -μάλλον- ζευγάρι. Έτσι κι αλλιώς δεν χόρευαν προκλητικά. «Αντίθετα θέλω μια χάρη από σένα. Με τόση ορθοστασία πόνεσε η μέση μου. Επειδή όμως χορεύεις πολύ ωραία και είναι κρίμα να εγκαταλείψεις τόσο σύντομα, θα ήθελα να συνεχίσεις με την Μέλανη. Κι εκείνη δεν έχει χαρεί και πολύ την μουσική».

Τα γαλανά του μάτια άστραψαν από την έκπληξη και τα αντικρουόμενα συναισθήματα. Σίγουρα ήθελε να συνοδεύσει την Μέλανη σε ένα βαλς, αλλά φοβόταν την αντίδραση του ήδη συγχυσμένου Κάρτερ. Γι' αυτό και δεν του έδωσα περιθώριο να σκεφτεί την πρόταση μου. Την επόμενη στιγμή, έκανα νεύμα στην Μέλανη να πλησιάσει και πριν το καταλάβει την είχα σπρώξει πάνω στον Νέιθαν και χόρευαν αγκαλιασμένοι.

Το νέο ζεύγος δεν άργησε να κερδίσει την προσοχή του Κάρτερ, ο οποίος τώρα έμοιαζε με λυσσασμένο σκυλί. Και θα τον εξαγρίωνα ακόμα περισσότερο χαρίζοντας του το χαμόγελο της νίκης.

Κάρτερ

Η βραδιά ήταν μια αποτυχία και ήμασταν ακόμα στα μισά. Εξαιτίας της Ορόρα και του Νέιθαν είχα χάσει το ελάχιστο κέφι μου και ο μόνος μου φίλος ήταν το αλκοόλ. Ήξερα πως η απομόνωση μου και το πιοτό με έβαζε σε σοβαρούς μπελάδες, αλλά εκείνη την στιγμή δεν με ένοιαζε. Την έβλεπα να κόβει βόλτες χαμογελαστή και επώδυνα όμορφη και ανακατευόμουν που δεν ήμουν εγώ αυτός που την συνόδευε στον χορό. Με πόναγε επίσης που δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να με πλησιάσει και να απολογηθεί έστω για το δεύτερο, βίαιο ξέσπασμα της. Η Ορόρα όμως όχι μόνο με αγνοούσε επιδεικτικά, αλλά δεν δίστασε να χορέψει με τον Νέιθαν Μακάρθι αφού αυτός φίλησε το χέρι της!

Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο κουτοπόνηρος Νέιθαν έβαλε τώρα στο μάτι και την αρραβωνιαστικιά μου. Δεν του έφτανε η αδερφή μου! Και η Ορόρα βέβαια δεν ήταν κάνα παιδάκι που χρειαζόταν προστασία από επίδοξους προικοθήρες. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε και ποιον θα εξόργιζε αυτή της η πράξη. Αρκετά ρεζιλεύτηκα όμως όσο εκείνη κέρδιζε τον θαυμασμό των νταμπίρ. Θα την εκδικούμουν με τον τρόπο που ήξερα ότι θα την πονούσε περισσότερο.

Πριν από περίπου μισή ώρα είχε κάνει την εμφάνιση της η Κέιζα, παραδόξως με μια σεμνή, μαύρη τουαλέτα. Μόνο το μπούστο της ήταν σχεδόν ακάλυπτο, αλλά για τα δεδομένα της Κέιζα το ρούχο φάνταζε ράσο. Χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό στην έκφραση και τα λόγια μου την πλησίασα με γρήγορες δρασκελιές και της ζήτησα να χορέψουμε εκπλήσσοντας την ευχάριστα. Αφού έκλεισα το χέρι της στο δικό μου κατευθυνθήκαμε στην πίστα κι αρχίσαμε να κουνιόμαστε στον ρυθμό της μουσικής κερδίζοντας την προσοχή των πάντων. Η Ορόρα ωστόσο εξακολουθούσε να είναι συγκεντρωμένη στον Νέιθαν.

«Δεν περίμενα ότι θα χορέψουμε την βραδιά των αρραβώνων σου».

«Μην χαίρεσαι. Αυτή την στιγμή σε χρησιμοποιώ».

Εφόσον η Κέιζα είχε το θάρρος να κοιμηθεί με τον καλύτερο μου φίλο μέσα στο παλάτι παραμονές του γάμου μας, μπορούσα κι εγώ να της λέω την ωμή αλήθεια. Άλλωστε δεν έδειξε να προσβάλλεται. Και μόνο που ήμασταν τόσο κοντά ήταν νίκη για το αρρωστημένο της μυαλό.

«Απέκτησες γρήγορα ανταγωνισμό», σχολίασε βλέποντας την Ορόρα με τον Νέιθαν. «Τουλάχιστον αυτή την φορά δεν θα είναι φίλος σου».

«Η Ορόρα δεν είναι σαν κι εσένα», της απάντησα επιθετικά.

«Τότε γιατί νιώθεις την ανάγκη να την κάνεις να ζηλέψει;»

Η ερώτηση της με στρίμωξε περισσότερο από ένα διαγώνισμα άλγεβρας. Και στις δυο περιπτώσεις δεν είχα την παραμικρή, ικανοποιητική απάντηση, οπότε διάλεξα την σιωπή.

«Θα σου πω εγώ», συνέχισε. «Κατά βάθος εύχεσαι αυτή να ήταν δική μας βραδιά. Να ήμασταν γυμνοί στο κρεβάτι σου μούσκεμα στον ιδρώτα του έρωτα μας».

Δεν γινόταν να μην γελάσω με την έκφραση της. Έδειχνε να πιστεύει στα αλήθεια την εξωφρενική της υπόθεση και υπό άλλες συνθήκες θα ανησυχούσα για την ψυχική της υγεία, δηλαδή αν με ενδιέφερε πραγματικά η υγεία της.

«Να γράψεις βιβλίο. Κρίμα να πάει χαμένη τόση φαντασία».

Εκείνη μειδίασε πιστεύοντας ότι η απάντηση μου ήταν ψεύτικη. Είχε αφήσει προ πολλού τον κόσμο της λογικής και πορευόταν στον δικό της.

Ο δικός μου όμως δεν είχε ακουστεί ακόμα και ανησύχησα μήπως εξακολουθούσε να με αγνοεί. Με διακριτικό τρόπο γύρισα προς την Ορόρα και τον Νέιθαν, μόνο που τώρα υπήρχε η Μέλανη και Νέιθαν. Η Ορόρα στεκόταν παραδίπλα χαμογελώντας ικανοποιημένη με τον τρόπο που βαριανάσαινα σαν ταύρος έτοιμος να επιτεθεί. Και σαν έξυπνος ταυρομάχος αποχώρισε από το αίθριο αφήνοντας την αδερφή μου στα χέρια του Μακάρθι.

Εγώ είχα δυο επιλογές: Ή θα παρέμενα στον χώρο προκαλώντας μεγάλο καβγά με τον θρασύ Νέιθαν ή θα ακολουθούσα την Ορόρα και θα προκαλούσα επίσης μεγάλο καβγά με την θρασύ πριγκίπισσα. Και στις δυο περιπτώσεις η συμφορά ήταν αναπόφευκτη. Τελικά επέλεξα το δεύτερο, καθώς είχαν μαζευτεί πολλά πράγματα που έπρεπε να ακούσει η αρραβωνιαστικιά μου.

Τα γοργά μου βήματα με απομάκρυναν από το αίθριο και με βοήθησαν να πάρω στο κατόπι την Ορόρα. Παράλληλα, της φώναζα να σταματήσει, αλλά εκείνη έκανε πως δεν υπήρχα και συνέχιζε ανέμελη την πορεία της. Τελικά ποιος έβγαζε ποιον εκτός εαυτού;

«Περίμενε επιτέλους», έκρωξα και την σταμάτησα όταν κατάφερα να την προφτάσω.

«Θέλω να πάω στο μπάνιο», με ενημέρωσε.

«Δεν έχεις να πας πουθενά. Τι νομίζεις ότι κάνεις;»

«Κατουριέμαι».

«Όχι αυτή την στιγμή! Τι κάνεις απόψε; Παριστάνεις την ανώτερη;»

Με πλήρη ηρεμία συνέχισε το κακοπαιγμένο θέατρο, ενώ εμένα μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Προσποιούταν πως δεν καταλάβαινε τον λόγο της έκρηξης μου, γεγονός που χειροτέρευε την κατάσταση.

«Μου την δίνει αφάνταστα όταν το κάνεις αυτό. Μην παριστάνεις την αθώα, γιατί μόνο αυτό δεν είσαι. Μην ξεπερνάς τα όρια!»

«Εγώ ξεπερνάω τα όρια;», σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της. «Εγώ δεν χόρεψα με την πρώην αρραβωνιαστικιά μου στους τωρινούς μου αρραβώνες».

«Χόρεψες με τους υπόλοιπους όμως. Και με την Νέιθαν!»

Η Ορόρα ξεφύσησε δυνατά και απαίτησε να μάθει τον λόγο που είχα εμμονή με το συγκεκριμένο νταμπίρ. Λίγο πριν αρχίσω να παραθέτω την μακρά λίστα επιχειρημάτων μου μπήκαν στην παρέα και ο Αλεχάντρο με τον πατέρα μου, δέκα φορές πιο θυμωμένοι από μένα.

«Τι ρεζιλίκι είναι αυτό;», άρχισε να φωνάζει ο Αλεχάντρο. «Μια φορά σας ζητήσαμε να φερθείτε σαν σωστοί διάδοχοι και άντ' αυτού έχετε προκαλέσει το χειρότερο κουτσομπολιό που θα μπορούσε να προκύψει μέσα σε μία νύχτα. Έχετε καταλάβει ότι είστε ο περίγελος της δεξίωσης;»

Αντικειμενικά δεν είχαν άδικο, αλλά ήταν η πλέον ακατάλληλη στιγμή να μας κατσαδιάσουν, εφόσον δεν τα είχαμε βρει καλά - καλά μεταξύ μας. Ακόμα όμως κι αν είχαμε πιαστεί στα χέρια εκείνοι θα παρουσίαζαν το δικό τους πρόβλημα ως το μεγαλύτερο γιατί η αναθεματισμένη φήμη της Αυλής, που οι ίδιοι κατέστρεψαν, ήταν πλέον αρμοδιότητα δική μου και της Ορόρα.

«Δεν σου είπα να μην εμφανιστείς χωρίς την Ορόρα;», πήρε τον λόγο ο πατέρας μου. «Και σου έδωσα το δαχτυλίδι για να της το φορέσεις μπροστά στον κόσμο», υπέδειξε το χέρι της Ορόρα. «Τόσο άχρηστος είσαι πια που δεν μπορείς να συνοδεύσεις μία νταμπιρίνα; Και πώς τόλμησες να χορέψεις με την Κέιζα; Αν θέλεις να μας καταστρέψεις καλύτερα να βάλεις φωτιά στην Μόιρα παρά να συνεχίσεις να φέρεσαι σαν άμυαλο δεκαπεντάχρονο».

Δεν μίλησα γιατί θα ξεστόμιζα πολύ χειρότερες προσβολές. Ακόμα κι όταν με ρώτησε για ποιον λόγο τα θαλασσώσαμε απόψε παρέμεινα σιωπηλός γιατί η απάντηση θα τον εξόργιζε περισσότερο.

«Εγώ φταίω», ακούστηκε η Ορόρα. «Είχα άγχος για την δεξίωση και του μίλησα άσχημα. Όσο για το δαχτυλίδι το φόρεσα μόνη μου, γιατί δεν ήθελα να παριστάνουμε τους ευτυχισμένους μετά από καβγά».

Να πάρει! Με μια της κουβέντα μου πέρασε κάθε αρνητικό συναίσθημα κι ήθελα να την αγκαλιάσω. Δεν γινόταν να έχει τέτοια επίδραση πάνω μου! Την μια στιγμή ήμουν έτοιμος να της φωνάξω και τώρα να την φιλήσω μέχρι να μου τελειώσει το οξυγόνο.

«Καλά θα κάνεις να συγκρατείς τα νεύρα σου δεσποινίς», την επέπληξε ο Αλεχάντρο. «Όλο με σένα θα ασχολούμαστε;»

«Και πλέον θα πρέπει να μάθετε να προσποιείστε το τέλειο ζευγάρι ακόμα και τις στιγμές που θέλετε να αλληλοφαγωθείτε», πήρε την σκυτάλη ο Κέλλαν. «Υποτίθεται πως αυτός ο γάμος γίνεται για να πρεσβεύσουμε την ενότητα, αλλά θα πετύχαινε μόνο αν δεν ήσασταν εσείς οι διάδοχοι».

Συνέχισαν το κατσάδιασμα για αρκετές στιγμές κι εμείς τους υπομέναμε με σκυμμένο το κεφάλι. Όταν στέρεψαν από προσβολές υπέδειξαν στην Ορόρα να μου επιστρέψει το δαχτυλίδι για να γίνουν τα πράγματα όπως τα ήθελαν εκείνοι.

«Λίγη ώρα ακόμα», αποκρίθηκε ο Αλεχάντρο. «Μετά αδειάστε μας την γωνιά και κάντε ό,τι θέλετε στην έπαυλη».

Μετά τα καθόλου τρυφερά του λόγια άρπαξε το δαχτυλίδι από την κόρη του σαν τον Γκόλουμ και το πέταξε κυριολεκτικά προς το μέρος μου. Έπειτα γύρισαν στο αίθριο. Πίσω έμειναν ένας Κάρτερ με την ουρά κάτω από τα σκέλια και μια Ορόρα έτοιμη να με κατασπαράξει.

«Ούτε να κατουρήσει δεν μπορεί κανείς σε αυτό το μέρος», ξεφύσησε απηυδισμένη πριν απομακρυνθεί βοηθώντας με ομολογουμένως να ευθυμήσω.

Ορόρα

Είχε έρθει η ώρα για την μεγάλη παράσταση. Όταν επιστρέψαμε στο αίθριο ήταν σαν να μην είχαν προηγηθεί τα κατορθώματα μας, σαν να παρουσιάζονταν άλλα νταμπίρ στους παρευρισκόμενους. Με πολύ κόπο, τουλάχιστον από μεριάς μου, χόρεψα ένα βαλς με τον Κάρτερ πριν τον επίσημο αρραβώνα μας χωρίς να ανταλλάσσουμε κουβέντες. Εκείνος φαινόταν μετανιωμένος χάρις προφανώς την υπεράσπιση μου νωρίτερα, αλλά εγώ δεν θα έσπαγα τόσο εύκολα. Ήμουν όμως όσο ήρεμη απαίτησαν οι βασιλείς και μάλιστα μπόρεσα να χαμογελάσω συγκινημένη όταν ανεβήκαμε οι τέσσερις μας σε ένα διακριτικό βάθρο για την τελευταία πράξη της βραδιάς.

Ο Κέλλαν με τον πατέρα μου μίλησαν φυσικά περισσότερο από εμάς αφηγούμενοι την φανταστική ιστορία του έρωτα μας. Είπαν μάλιστα ότι στην αρχή θεώρησαν αντιδεοντολογική την σχέση μας, αλλά αναγκάστηκαν να ενδώσουν όταν είδαν πόσο βαθιά ήταν η αγάπη μας. Τους αναθεματισμένους! Ήταν τόσο πειστικοί που παραλίγο να πιστέψω κι εγώ ότι όντως θριάμβευσε ο έρωτας μου.

Όταν τελείωσε το παραμύθι τους επέστρεψαν στο πλευρό των μητέρων μας αφήνοντας τον Κάρτερ να κάνει τα υπόλοιπα. Ο δικός μου ρόλος ήταν αυστηρά διακοσμητικός.

«Ορόρα», ξεκίνησε κλείνοντας τα χέρια μου στις παλάμες του. «Πριγκίπισσα μου, μέλλουσα βασίλισσα μου. Σου ζητώ ενώπιον του λαού μας να με εμπιστευτείς και να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου μαζί μου. Υπόσχομαι παρουσία όλων πως κύριο μέλημα μου θα είναι η ευτυχία σου κι αν έρθουν στιγμές που θα σε στενοχωρήσω, απολογούμαι προκαταβολικά. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως σ' αγαπώ λιγότερο». Έξυπνη παρέμβαση. Τώρα όλοι θα συγχωρούσαν τον απρεπή του χορό με την Κέιζα. Εγώ όμως όχι. «Λαμπρέ μου ήλιε», άφησε το ένα μου χέρι για να φανερώσει το σμαραγδένιο δαχτυλίδι. «Δέχεσαι να γίνεις και η βασίλισσα της καρδιάς μου;»

Ήταν ένας συγκινητικός λόγος, δεν μπορούσα να το αρνηθώ. Η δυσφορία μου όμως δεν μου επέτρεψε να εκτιμήσω την προσπάθεια του να απολογηθεί εμμέσως για την αποψινή του συμπεριφορά. Εντούτοις, η φωνή αποδοκιμασίας του πατέρα μου αντηχούσε ακόμα στα αυτιά μου και δεν είχα σκοπό να τον προκαλέσω σε δεύτερη αναμέτρηση. Φόρεσα το πιο συνεπαρμένο χαμόγελο που μπορούσα να ξεθάψω εκείνη την στιγμή και δέχτηκα την πρόταση του.

«Δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι καλύτερο».

Εκείνος μου φόρεσε το δαχτυλίδι και έσκυψε να με φιλήσει στα χείλη. Το αίθριο γέμισε τότε με χειροκροτήματα και επευφημίες που σήμαναν επίσημα την λήξη της δεξίωσης.

Αφού χαιρετήσαμε και τον τελευταίο καλεσμένο ανέβηκα στο δωμάτιο μου για να αλλάξω. Δεν θα πήγαινα στο πάρτι με τόσο ακριβή τουαλέτα. Γι' αυτό την αντικατάστησα με μία σκούρα μπλε, ολόσωμη φόρμα με πλατιά μανίκια που έπεφταν στους ώμους μου. Τα κοσμήματα μου έμειναν ως είχαν, αλλά το κόκκινο χρώμα στα χείλη μου έγινε ροζ και τα μαλλιά μου τα έπλεξα σε μια πλάγια κοτσίδα. Τώρα ήμουν πιο κατάλληλη για σύναξη ομηλίκων.

Στην έπαυλη πήγα με τα ξαδέρφια μου και τον Ντιμίτρι. Ο Φερνάντο βέβαια έμεινε στο παλάτι χωρίς να στενοχωρήσει κανέναν μας. Ακόμα όμως κι αν ήμουν αρκετά ατυχής ώστε να ακολουθήσει στο πάρτι, θα τον απέφευγα επιδεικτικά, όπως έκανα με τον Κάρτερ. Η παράσταση είχε πλέον τελειώσει, οι βασιλείς ήταν χιλιόμετρα μακριά κι άρα εγώ ήμουν ελεύθερη να δείχνω με κάθε δυνατό τρόπο την δυσαρέσκεια μου απέναντι του.

Εκείνος πάλι εξακολουθούσε να έχει αυτοκτονικές τάσεις και να προσπαθεί να μου μιλήσει. Αυτή την φορά ήταν πιο ψύχραιμος, αλλά όχι λιγότερο επίμονος. Με περίμενε κυριολεκτικά πίσω από την πόρτα και μόλις πέρασα το κατώφλι μου ζήτησε να πάμε κάπου ήσυχα.

«Ήρθα εδώ για να διασκεδάσω, που σημαίνει ότι θα μιλήσω με όλους εκτός από σένα. Εσύ μπορείς να βρεις παρηγοριά στην Κέιζα».

«Συγγνώμη», αποκρίθηκε ξεφυσώντας. «Ήταν λάθος να χορέψω μαζί της, αλλά δεν σήμαινε τίποτα».

«Έγινε όμως. Είτε επειδή νιώθεις ακόμα κάτι για εκείνη, είτε γιατί έχεις μια αρρωστημένη αίσθηση της εκδίκησης, με ρεζίλεψες με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Δεν συγκρίνεται σε καμία περίπτωση με το γεγονός ότι φέρθηκα ευγενικά σε ένα νταμπίρ που μιζεριάζει μόνο του στην άκρη της πόλης. Παρεμπιπτόντως τον έφερες σε τόσο δύσκολη θέση που δεν θα έρθει εδώ».

Ήμουν σίγουρη πως δεν θα συγκινούταν με αυτό, αλλά μιας που απαριθμούσαμε τα λάθη του καλό θα ήταν να ακουστούν όλα.

«Το μόνο που με νοιάζει είναι να τα βρούμε. Τι μπορώ να κάνω για να με συγχωρέσεις;»

«Μην μου μιλήσεις για το υπόλοιπο της βραδιάς», του απάντησα κι έκανα να φύγω.

«Πριν λίγες μέρες είπες πως το πιο σημαντικό πράγμα είναι να είμαστε υγιείς και αγαπημένοι», με σταμάτησε. «Τι άλλαξε τώρα;»

Θυμόμουν πολύ καλά τι ξεστόμισα την μέρα που μας επιτέθηκε ο Ίαν, όπως και τις δικές του υποσχέσεις για μια καλύτερη συμπεριφορά.

«Εσύ», του είπα πριν απομακρυνθώ.

Δεν μου ήταν ευχάριστη η όλη κατάσταση, αλλά χρειαζόντουσαν δραστικά μέτρα για να συνειδητοποιήσει πως δεν θα έπαιρνε άφεση αμαρτιών με ένα απλό παρακάλι.

Η ατελείωτη ένταση έκανε το κορμί μου να καίγεται, οπότε είχα ανάγκη από ένα δροσερό ρόφημα. Ο οικοδεσπότης είχε φροντίσει να γεμίσει ένα τραπέζι με ποτά και αναψυκτικά και αυτή ήταν η πρώτη μου στάση μετά την ολιγόλεπτη συζήτηση μας. Γέμισα ένα ποτήρι με πάγο κι έπειτα με χυμό. Είχα ήδη πιει στο παλάτι σαμπάνια και δεν ήθελα να το αναμίξω με άλλου είδους αλκοόλ, σε αντίθεση με τον Τσέις στο τέλος του επίπλου που εφοδιαζόταν ουίσκι. Ήλπιζα να ήταν η τελευταία φορά που γέμιζε το ποτήρι του, γιατί δεν θα γλίτωνε το μεθύσι.

«Πώς και μόνη σου;», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή που όμως δεν υπήρχε ίχνος φιλικής διάθεσης στον τόνο της.

Μόλις γύρισα προς την κατεύθυνση από όπου ήρθε η ερώτηση αντίκρισα την Κέιζα με το μαύρο της φόρεμα και το ακάλυπτο μπούστο της. Θα μπορούσε κανείς να την χαρακτήρισε και εύθυμη χήρα. Δεδομένου όμως ότι ο παραλίγο άντρας της ήταν ο Κάρτερ θα ήταν ανατριχιαστικό.

«Πού είναι ο αρραβωνιαστικός σου;», κοίταξε τριγύρω προσποιούμενη ότι τον αναζητούσε.

«Φροντίζει τους καλεσμένους», της απάντησα χωρίς να μπαίνω σε λεπτομέρειες για την φανερή ένταση μεταξύ μας.

Η Κέιζα μισοχαμογέλασε κι ένευσε αργά.

«Κατάλαβα. Να σε συγχαρώ για μία ακόμα φορά», έτεινε το χέρι της προς το μέρος μου και έκανα το ίδιο για την πραγματοποίηση μιας χειραψίας. «Ομολογώ πως ήταν πολύ συγκινητική η ιστορία που μας παράθεσαν οι βασιλείς μας. Ή μήπως θα έπρεπε να πω το παραμύθι;»

«Η λέξη παραμύθι δεν αναιρεί την αλήθεια ενός γεγονότος».

«Όχι. Οι πράξεις μας το κάνουν».

«Αν εννοείς τον χορό του Κάρτερ μαζί σου, ήταν κάτι που εγώ του ζήτησα».

Η Κέιζα συγκράτησε τα γέλια της, γιατί μάλλον κατάλαβε ότι της έλεγα ψέματα. Ποιος ξέρει τι μπορεί να της είχε πει κι ο Κάρτερ! Εγώ όμως υποστήριξα μέχρι τέλους το παραμύθι μου.

«Όλοι στην Μόιρα έχουν κάποιο σχόλιο να κάνουν για τους διαδόχους και θέλησα να τους δείξω πως οι οποιεσδήποτε σκέψεις περί μικρότητας ανάμεσα μας δεν ισχύουν. Είμαστε άνετες μεταξύ μας και δεν έχω να φοβάμαι κάτι από σένα. Κι επειδή ένα γεύμα πριν καιρό δεν αρκούσε για να το αποδείξει, πρότεινα στον Κάρτερ να χορέψετε. Μπορεί στην αρχή όλοι να παρεξήγησαν, αλλά τώρα θα τους πείσουμε ότι κακώς σκέφτηκαν με τόση προκατάληψη».

«Είσαι πολύ καλή με τα λόγια», παραδέχτηκε. «Και μπορεί ο κόσμος να πειστεί για ό,τι εξωφρενικό έβαλες στον νου σου. Σε μένα όμως δεν χρειάζεται να προσποιείσαι», μείωσε την απόσταση μεταξύ μας και η φαινομενικά φιλική της έκφραση μετατράπηκε σε ύφος πεινασμένου αρπακτικού. «Ό,τι έγινε σήμερα οφείλεται στην αδυναμία του Κάρτερ να κρύψει τα πραγματικά του συναισθήματα. Ήμουν η πρώτη του επιλογή και θα παραμείνω ως έχει. Όσες συζύγους και να του φέρουν δεν θα ξεχάσει την μόνη γυναίκα που αναστατώνει την καρδιά και το κορμί του».

Η συζήτηση μαζί της με εξαγρίωσε περισσότερο από ότι αυτή με τον Κάρτερ. Το σώμα μου κυριευόταν όλο και περισσότερο από την κάψα του θυμού και το χέρι μου πίεζε το ποτήρι με την ελπίδα να με βοηθήσει η δροσιά του. Ο κίνδυνος όμως να το σπάσω και τα γυαλιά να με διαπεράσουν αυξανόταν επικίνδυνα με τον τρόπο που το βλέμμα της πάλευε να σκίσει την ψυχή μου στα δύο. Ο Τσέις όμως που μας είχε παρατηρήσει όσο περιποιούταν τον εαυτό του στο μπουφέ, ήρθε να με σώσει τελευταία στιγμή.

«Πώς από εδώ Κέιζα;», την ρώτησε περνώντας το ελεύθερο χέρι του γύρω από την μέση μου. «Δεν θυμάμαι να είσαι καλεσμένη».

«Κι εσύ πώς ξέρεις ποιοι είναι καλεσμένοι;»

«Κάνω παρέα με την αδερφή του Κάρτερ», της θύμισε. «Ξέρω την λίστα πριν τον ίδιο και το όνομα σου δεν ήταν πουθενά. Για να μην σε πετάξουμε λοιπόν έξω, απομονώσου σε μια γωνία κι όσο δύσκολο και να σου είναι κράτα το στόμα σου κλειστό».

Δεν της έδωσε χρόνο να απαντήσει. Με την τελευταία του κουβέντα με ώθησε έξω από την έπαυλη, στον κήπο του κτίσματος και μακριά από την δηλητηριώδη Κέιζα.

«Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω», ξεφύσησα ανακουφισμένη που είχα ξεφύγει.

«Μην ανησυχείς. Δεν υπήρχε περίπτωση να σε άφηνα στον ιστό της ταραντούλας».

Στον κήπο συναντηθήκαμε με τον Σκοτ, ο οποίος καθόταν μόνος του σε ένα από τα παγκάκια της αυλής. Η Οκτόμπερ δεν φαινόταν πουθενά και από τον τρόπο που άδειασε μονορούφι το ποτήρι που κρατούσε κατάλαβα ότι ούτε εκείνος διασκέδαζε απόψε.

«Ήρεμα μικρέ», αποκρίθηκε ο Τσέις παίρνοντας το ποτήρια από τα χέρια του. «Δεν είσαι συνηθισμένος σε αυτά».

«Παρατά με», έκρωξε κι άρπαξε το ουίσκι του Τσέις. Τελικά κανείς από τους δύο δεν γλίτωνε το μεθύσι.

«Τι έπαθες;», τον ρώτησα και κάθισα δίπλα του. «Όλο το βράδυ δεν έχεις δείξει λίγο ενθουσιασμό».

«Συγγνώμη», μουρμούρισε. «Δεν ήθελα να σου μαυρίσω την χαρά».

«Τα καταφέρνω και μόνη μου σε αυτό. Εγώ για σένα νοιάζομαι. Πες μου τι έγινε».

Ο Σκοτ κοίταξε τον Τσέις σαν να περίμενε την άδεια του να μιλήσει. Στην πραγματικότητα, ήθελε επιβεβαίωση γιατί όπως είπε και νωρίτερα δεν είχε σκοπό να με φορτώσει με τα προβλήματα του την ημέρα των αρραβώνων μου. Ο Τσέις πάντως του ένευσε να μιλήσει και με ελάχιστες κουβέντες μου εκμυστηρεύτηκε πως τις τελευταίες μέρες η σχέση του με την Οκτόμπερ δεν πήγαινε πολύ καλά. Από την μια στιγμή στην άλλη προέκυψαν εντάσεις και ο Σκοτ δεν είχε εντοπίσει την αιτία αυτών. Η Οκτόμπερ είχε γίνει απόμακρη και κάθε φορά που εκείνος δοκίμαζε να της μιλήσει κατέληγαν να καβγαδίσουν. Φαίνεται πως η ασυνεννοησία μεταξύ ζευγαριών ήταν κολλητική.

«Εγώ πάντως του πρότεινα να χωρίσουν», είπε ο Τσέις.

«Λίγο ακραίο», σχολίασα.

Ο Σκοτ δεν αρνήθηκε πλήρως την πρόταση του Τσέις, γιατί η κατάσταση έδειχνε να οδεύει προς εκείνον τον δρόμο. Δεν ήταν όμως και πλήρως αποφασισμένος να τον ακολουθήσει. Ίσως να της έδινε μία ακόμα ευκαιρία.

«Και παρεμπιπτόντως πού είναι η Μέλανη;», ρώτησα αναζητώντας την τριγύρω.

«Δεν ήρθε μαζί σου;», απόρησε ο Τσέις.

«Εγώ ήρθα με τους Σάντος. Νόμιζα ότι η Μέλανη ήταν με εσάς ή τον αδερφό της».

«Μπορεί να είναι μέσα και να μην την προσέξαμε. Πάω να δω».

«Πάμε κι εμείς», πρότεινα στον Σκοτ. «Μην κάθεσαι μόνος σου. Αναμίξου με τον κόσμο να φτιάξει η διάθεση σου».

Εκείνος ήταν αποφασισμένος να μείνει στην αυτοεξορία, αλλά ο Τσέις δεν του άφησε πολλά περιθώρια. Τον έπιασε από τον ώμο και τον σήκωσε όρθιο, καθώς του χρωστούσε ένα ποτό. Κι όσο ο ίδιος θα έψαχνε το τέταρτο νταμπίρ της παρέας, ο Σκοτ θα γέμιζε τα άδεια τους ποτήρια.

Μόλις επιστρέψαμε στο εσωτερικό της έπαυλης νιώσαμε αμέσως την αλλαγή της ατμόσφαιρας. Μια μεγάλη μερίδα νταμπίρ είχε χωριστεί σε πηγαδάκια και ψιθύριζαν μεταξύ τους γελώντας. Ήταν φανερό ότι κουτσομπόλευαν. Όταν όμως μας είδαν να μπαίνουμε μέσα από την ανοιχτή τζαμαρία οι ομιλίες σταμάτησαν κι αν δεν έπαιζε μουσική, θα θυμίζαμε νεκροταφείο.

«Τι έπαθαν;», απόρησε ο Τσέις.

Όλοι όσοι σταμάτησαν να μιλάνε μας κοιτούσαν με οίκτο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να ψάξω την Κέιζα και τον Κάρτερ, γιατί κάπως έτσι αντέδρασαν όταν χόρεψαν στο παλάτι. Και δυστυχώς δεν φαινόντουσαν πουθενά. Αμέσως κατάλαβα τι είχε συμβεί! Ο Κάρτερ δεν άντεξε την απόρριψη και ενέδωσε στο φλερτ της Κέιζα, η οποία δεν έλεγε να σταματήσει να τον διεκδικεί. Όσο σκληρή κι αν ήμουν μαζί του, δεν άξιζα τέτοια ντροπή κι ούτε θα την συγχωρούσα. Δεν με ενδιέφεραν τα σχέδια των βασιλέων κι ό,τι θα συνέβαινε μετά τα αποψινά, αλλά εγώ δεν θα παντρευόμουν έναν μοιχό.

Με το κορμί μου να τρέμει από την οργή, κατευθύνθηκα προς τις σκάλες και με γρήγορες δρασκελιές ανέβηκα στον πρώτο όροφο. Ο Τσέις με τον Σκοτ ακολούθησαν προσπαθώντας να καταλάβουν πώς ερμήνευσα την στάση των νταμπίρ. Κι όταν τους εξήγησα με νευριασμένο τόνο, δεν έδειξαν να συμμερίζονται την γνώμη μου. Μόνο όταν ακούστηκαν ψίθυροι και γέλια από το κοντινότερο δωμάτιο, άρχισαν να υποψιάζονται ότι ο Κάρτερ είχε παραμείνει ο Καζανόβα που υπήρξε στην εφηβεία του.

«Θα τους σκοτώσω!», γρύλισα.

Σχεδόν τρέχοντας έφτασα στην πόρτα του δωματίου των οργίων και την έσπρωξα με όλη μου την δύναμη. Το θέαμα όμως δεν ήταν το αναμενόμενο. Το παράνομο ζευγάρι δεν ήταν ο Κάρτερ με την Κέιζα ή έστω ένας από αυτούς. Η σκούρα πόρτα έκρυβε την Οκτόμπερ και τον Γκασπάρ, οι οποίοι ήταν αγκαλιασμένοι και έτοιμοι να φιληθούν.

«Γκασπάρ!», αναφώνησα έκπληκτη.

Ο ξάδερφος μου δεν ήταν σε θέση να αρθρώσει κουβέντα, όπως και η Οκτόμπερ. Κοιτούσε έντρομη τον Σκοτ, ο οποίος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Δεν περίμενε να αντικρίσει αυτή την αποκαρδιωτική εικόνα και για να σιγουρευτεί έκανε δυο βήματα μπροστά για να επεξεργαστεί την πραγματική αιτία των εντάσεων μεταξύ τους. Τελικά τα βλέμματα λύπησης και τα σχόλια των νταμπίρ αφορούσαν τον Σκοτ κι όχι εμένα.

«Σκοτ να...», έκανε να μιλήσει η Οκτόμπερ φεύγοντας από την αγκαλιά του Γκασπάρ.

Ο Σκοτ στο μεταξύ, εξακολούθησε να είναι μουδιασμένος. Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι έπαθε εγκεφαλικό από το σοκ. Λίγο αργότερα όμως έδειξε σημάδια ζωής και αφού γέλασε πνιχτά χωρίς πραγματική ευφορία την προειδοποίησε να μείνει μακριά του. Το επόμενο βήμα ήταν να τρέξει μακριά με τον Τσέις να τον παίρνει στο κατόπι. Και μολονότι εγώ ήθελα πολύ να μείνω για να τους τα ψάλλω, προτίμησα να τους ακολουθήσω.

Στον δρόμο συνάντησα και την Κέιζα και σιγουρεύτηκα πως τουλάχιστον ένα νταμπίρ της παρέας δεν θα γνώριζε την προδοσία της απάτης.

Κάρτερ

Η διάθεση μου είχε φτάσει στον πάτο. Ήθελα να γυρίσω στο παλάτι και να κλειστώ στο δωμάτιο μου αγκαλιά με ένα μπουκάλι γεμάτο αλκοόλ. Δεν με ένοιαζε τι, αρκεί να είχε επαρκής ποσότητα οινοπνεύματος. Ωστόσο, δεν ήθελα να χαλάσω το πάρτι, γιατί όλοι οι υπόλοιποι διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Προτίμησα λοιπόν να κρυφτώ στην κουζίνα.

Η ησυχία της απομόνωσης κράτησε περίπου δέκα λεπτά. Κάποια ενοχλητικά νταμπίρ με είχαν δει να απομακρύνομαι κι αφού προμηθεύτηκαν τρία μπουκάλια τεκίλα και μερικούς ξηρούς καρπούς ήρθαν στο δωμάτιο. Τα νταμπίρ αυτά δεν ήταν άλλα από τον Μάικλ, τον Ντιμίτρι και τον Αλφόνσο οι οποίοι, όπως υποστήριξαν, δεν ήθελαν να είναι η οικογένεια χώρια μια τέτοια βραδιά. Με άλλα λόγια δικαιολόγησαν τον σπαστικό τους ερχομό ρίχνοντας αλάτι στην πληγή.

«Γέλα μωρέ», μου υπέδειξε ο Αλφόνσο δίνοντας μου ένα γεμάτο με τεκίλα ποτήρι. «Έχουμε αρραβώνες απόψε».

«Ναι, αλλά τον έφτυσε η νύφη», αποκρίθηκε ο Μάικλ γελώντας κι ο μόνος λόγος που δεν ξέσπασα πάνω του, ήταν το γεγονός ότι είχε ψιλομεθύσει, όπως και οι υπόλοιποι.

«Ω μωρέ καημένε! Αν χαλιέσαι κάθε φορά που νευριάζει η ξαδέρφη μου δεν θα χαρείς τίποτα στην ζωή».

Τα σαχλά σχόλια και το αλκοόλ έρεαν άφθονα, αλλά ομολογουμένως με βοήθησαν να χαλαρώσω. Δεν έπαψα να σκέφτομαι την Ορόρα, όμως δεν ήμουν και στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα μέχρι που δυο φίλοι μου και πρώην συμμαθητές μου ήρθαν να με χαιρετίσουν.

«Τι ώρα πήγε;», απόρησα.

«Δύο», μου απάντησε ο Τζίμι.

«Και γιατί φεύγετε τόσο νωρίς;»

Εκείνοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους πριν μου ανακοινώσουν ότι ο ξάδερφος της Ορόρα πιάστηκε στα πράσα με την κοπέλα του Σκοτ. Τόσο μεγάλο ήταν το μπέρδεμα που η μεθυσμένη μου παρέα τινάχτηκε όρθια λες και της έκαναν ένεση καφεΐνης.

«Όπως καταλαβαίνεις η ατμόσφαιρα παραείναι βαριά κι αποφασίσαμε να πηγαίνουμε».

Δεν έκανα τον κόπο να τους σταματήσω, γιατί ένα τέτοιο απρόοπτο δεν επέτρεπε την συνέχεια της γιορτής. Η βραδιά είχε δείξει από την αρχή πως δεν θα ήταν καλή για κανένα μας.

Βγήκαμε από την κουζίνα με τον Μάικλ και τον Αλφόνσο να παραπατούν, γιατί είχαν πιει περισσότερο από όλους μας. Ο Ντιμίτρι προσπάθησε να μπει στην μέση ώστε να στηριχτούν πάνω του, αλλά εκείνοι ήθελαν να βρουν αμέσως τον Γκασπάρ. Ο Μάικλ αφενός ήθελε να τον κατσαδιάσει για τον πόνο που προκάλεσε στον Σκοτ, ενώ ο Αλφόνσο ήταν πιο ενθουσιασμένος για τις κατακτήσεις του ξαδέρφου του. Τελικά ο Ντιμίτρι δεν είχε άλλη επιλογή από το να τους ακολουθήσει απηυδισμένος.

Εγώ έμεινα στο σαλόνι χαιρετώντας τους καλεσμένους και κάνοντας μια γρήγορη αποτίμηση του πόσο έπρεπε να καθαρίσω. Σε σχέση με άλλα πάρτι η κατάσταση ήταν πολύ καλύτερη, δεδομένου ότι κανείς δεν έσπασε κάτι ή δεν ήπιε αρκετά ώστε να κάνει εμετό στους ακριβούς καναπέδες. Είχε βγει κάτι καλό από το σκάνδαλο της Οκτόμπερ και του Γκασπάρ.

Όταν ο κόσμος αραίωσε αισθητά συνειδητοποίησα ότι ο Σκοτ δεν ήταν τριγύρω. Σίγουρα δεν θα καθόταν στην μέση του σαλονιού για να αποφύγει τον οίκτο του συμφερτού, ωστόσο και στα δωμάτια που άρχισα να ψάχνω δεν υπήρχε ίχνος του. Και μαζί με εκείνον αγνοούνταν ο Τσέις και η Ορόρα. Άραγε να είχαν γυρίσει όλοι μαζί στην Μόιρα;

«Φαίνεσαι πως χρειάζεσαι παρέα».

Και φυσικά από κάπου θα πεταγόταν η Κέιζα!

«Ακόμα εδώ είσαι;», την ρώτησα ξεφυσώντας.

Εκείνη βάδισε προς το μέρος μου για να γείρει τελικά στον τοίχο με το ύφος της μοιραίας κοκκινομάλλας.

«Σκέφτηκα μήπως ήθελες να με γυρίσεις εσύ σπίτι μου», τέντωσε το χέρι της προς το μέρος μου κι έπαιξε με το πέτο του πουκαμίσου μου. «Ή ακόμα καλύτερα να ξαπλώσεις μαζί μου».

«Και τα δύο ακούγονται αποκρουστικά», της απάντησα κι άρχισα να απομακρύνομαι από την αράχνη.

«Δεν είναι εδώ», μου φώναξε.

Σταμάτησα, γιατί κατάλαβα ότι μιλούσε για την Ορόρα. Το ένστικτο μου φώναζε ότι εννοούσε εκείνη. Ήταν επώδυνο, αλλά δυστυχώς εξαρτιόμουν από αυτή για να μάθω νέα της Ορόρα.

«Τότε πού είναι;»

Τα χείλη της σχημάτισαν ένα μειδίαμα ικανοποίησης.

«Δώσε μου ένα φιλί και θα σου πω».

«Έχεις παρεξηγήσει πολλά πράγματα Κέιζα. Ένα από αυτά είναι το γεγονός ότι είμαι εξουσία και δεν είμαι υποχρεωμένος να σου δίνω ανταλλάγματα. Πες μου με το καλό πού είναι η Ορόρα κι αν έβαλες το χεράκι σου στο φευγιό της».

Εκείνη κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. Στο μεταξύ όλη αυτή την ώρα παρέμενε γερμένη στον τοίχο, οπότε μου ήταν πολύ δύσκολο να την πάρω στα σοβαρά.

«Σου έχει κάνει μάγια, δεν εξηγείται αλλιώς».

«Το γεγονός ότι είναι δέκα φορές καλύτερη σου, ούτε που σου περνάει από το μυαλό, έτσι;»

«Το ξέρω αυτό», απάντησε προς έκπληξη μου και επιτέλους ίσιωσε τον κορμό της. «Κι αφού είναι καλύτερη μου είναι και πολύ καλύτερη σου, κάτι που έχει αρχίσει να το καταλαβαίνει και η ίδια. Σταμάτα λοιπόν να δένεσαι τόσο πολύ μαζί της, γιατί όταν βαρεθεί να ρίχνει τα στάνταρ της, θα πονέσεις».

Ήταν η πρώτη φορά από όταν την γνώρισα που μιλούσε τόσο νηφάλια. Δεν υπήρχε ίχνος ματαιοδοξίας στα λόγια της. Ήξερε πολύ καλά το χάσμα ανάμεσα σε μένα και την Ορόρα κι έβλεπε αυτό που φοβήθηκα από την πρώτη στιγμή· εγώ κι εκείνη είχαμε ημερομηνία λήξης γιατί ποτέ δεν θα κατάφερνα να είμαι αντάξιος της. Όμως η βγαλμένη από το στόμα της αλήθεια με πείσμωσε και αποφάσισα να παλέψω με κάθε δυνατό τρόπο και να αποδείξω ότι ήμουν πρόθυμος να γίνω αυτό που θα ταίριαζε και θα άξιζε στην Ορόρα.

«Έφυγε», συνέχισε. «Είναι με τον Σκοτ και τον Τσέις».

«Επέστρεψαν στην Μόιρα;»

«Έδειχναν περισσότερο να κυνηγιούνται».

«Εγκατέλειψαν έτσι απλά το σπίτι μέσα στην άγρια νύχτα;»

«Μάλλον δεν φοβούνται τις σκιές».

Ήταν σκέτη αυτοκτονία να κυκλοφορούν μόνοι τους έξω από τα προστατευτικά τείχη της Μόιρα. Ήλπιζα η Κέιζα να είχε άδικο και βγήκα στο γκαράζ για να σιγουρευτώ ότι δεν έπαιζαν τις ζωές τους κορόνα γράμματα. Δυστυχώς όμως το αυτοκίνητο του Σκοτ ήταν εκεί. Δεν είχαν άλλον τρόπο να γυρίσουν στην Μόιρα, επομένως ήταν εκτεθειμένοι στους εχθρούς της νύχτας και της πανσέληνου.

Ορόρα

«Θα σταματήσεις επιτέλους;»

Ο Σκοτ περπατούσε με τόση ταχύτητα που θα ταίριαζε σε δρομέα. Η αδρεναλίνη του είχε φτάσει σε απαγορευτικά επίπεδα κι ούτε ο Τσέις, ούτε εγώ μπορούσαμε να τον προφτάσουμε. Μέναμε πάντα πίσω -εγώ λίγο παραπάνω λόγω τακουνιών- και τον παρακαλούσαμε έστω να επιβραδύνει. Ο Σκοτ επέμενε να μας αγνοεί, μέχρι που οι φωνές μας μετατράπηκαν σε ουρλιαχτά κι έτσι κερδίσαμε την προσοχή του. Παρεμπιπτόντως αν υπήρχαν βρικόλακες τριγύρω την είχαμε πατήσει.

«Σας είπα να μην με ακολουθείτε», γρύλισε ενοχλημένος.

Στο μεταξύ, ο απότομος τρόπος που σταματήσαμε όλοι να βαδίζουμε παραλίγο να με κάνει να χάσω την ισορροπία μου και τελευταία στιγμή στηρίχτηκα στον ώμο του Τσέις.

«Με έχουνε πεθάνει τα παπούτσια μου», μουρμούρισα γκρινιάρικα.

«Κοίτα τι τραβάμε για σένα», αποκρίθηκε ο Τσέις. «Δεν το λυπάσαι το κακόμοιρο;»

«Γι' αυτό σας είπα να μην με ακολουθείτε!», επέμεινε ο Σκοτ.

«Δεν γίνεται να σε αφήσουμε μόνο σου. Είναι αργά και δεν υπάρχουν πολλά φώτα τριγύρω», του είπα το προφανές.

Στην πραγματικότητα ο φωτισμός ήταν σχεδόν μηδενικός. Η έπαυλη των Μάρεϊ βρισκόταν σε μια ερημική περιοχή του Πόρτλαντ περιτριγυρισμένη από έντονη βλάστηση. Ήταν κάτι παραπάνω από θαύμα που δεν μας επιτέθηκε στρατιά βαμπίρ την ώρα του πάρτι. Όπως και να είχε, εξωτερικά ήταν ακόμα πιο επικίνδυνα γιατί η μόνη πηγή φωτός ήταν το γεμάτο φεγγάρι.

«Ας γυρίσουμε στην έπαυλη», πρότεινα κι εκείνος μου ανακοίνωσε σχεδόν ουρλιάζοντας ότι δεν θα ξαναπερνούσε το κατώφλι αυτού του σπιτιού.

«Στην Μόιρα τότε», είπε ο Τσέις. «Κάπου που δεν θα είμαστε ανοιχτός μπουφές για τον υπόκοσμο τέλος πάντων».

Τώρα που είχε σταματήσει να περπατάει σαν αλαφιασμένος και ο εγκέφαλος του οξυγονωνόταν σε φυσιολογικά επίπεδα, μπόρεσε να σκεφτεί λογικά. Αν ήθελε να περπατήσει στο σκοτάδι για να σκεφτεί το αποψινό συμβάν, μπορούσε να το πραγματοποιήσει στην πόλη που περιβαλλόταν από μαγικό τείχος. Η συγκεκριμένη περιοχή δεν ήταν η καλύτερη επιλογή για θνητό ή νταμπίρ.

«Έστω. Θα γυρίσουμε στην έπαυλη μόνο και μόνο για το αυτοκίνητο μου».

«Τέλεια», ξεφύσησα ανακουφισμένη και κάναμε να προχωρήσουμε στον προορισμό μας. Ο καθένας από διαφορετική κατεύθυνση...

«Από εδώ είναι», τους έδειξα την δική μου.

«Από εδώ ήρθαμε», αντιτάθηκε ο Τσέις. «Δεν το θυμάσαι;»

Ομολογουμένως ο τρόπος που σταματήσαμε να περπατάμε στο σκοτάδι με έκανε να αποπροσανατολιστώ πολύ γρήγορα. Κι ίσως να τον πίστευα αν δεν έπαιρνε τον λόγο ο Σκοτ δείχνοντας έναν τρίτο δρόμο.

«Πώς στα κομμάτια θυμάσαι;», αποκρίθηκε ο Τσέις. «Ούτε που κοίταγες πού πήγαινες κι έκανες δέκα στροφές».

«Ακολουθώ την σωματική μνήμη», του απάντησε.

«Την ποια;», αναφώνησε ο Τσέις.

«Το σώμα σου θυμάται τις κινήσεις σου ακριβώς όπως το μυαλό σου. Κατονόμασε το και ένστικτο».

«Περιμένεις να πάρω στα σοβαρά τις ασυναρτησίες του αλκοόλ;»

«Δεν έχω μεθύσει!»

Η λογομαχία τους διακόπηκε από έναν ανατριχιαστικό ήχο. Ο αέρας σκίστηκε στα δύο την στιγμή που ένας λύκος ούρλιαξε στο σεληνόφως εδραιώνοντας την κυριαρχία του στο συγκεκριμένο οικοσύστημα. Και όσον αφορά εμάς, πέσαμε δραματικά στην τροφική του αλυσίδα.

«Τ- τι ήταν αυτό;», τραύλισε ο Τσέις.

«Υπάρχουν λύκοι σε τόσο χαμηλό ύψος;», μουρμούρισε τρομαγμένος ο Σκοτ.

«Δεν είναι λύκος», είπα με τα μάτια μου καρφωμένα στην πανσέληνο. «Είναι λυκάνθρωπος».

«Πώς είσαι τόσο σίγουρη;», ρώτησε ο Τσέις.

«Ξέρω πολύ καλά να ξεχωρίζω τα ουρλιαχτά. Μεγάλωσα με λυκάνθρωπους».

«Γιατί; Δεν έχετε Ριτρίβερ στην Ισπανία;»

«Θα σου εξηγήσω άλλη φορά», του απάντησα όση ώρα ο Σκοτ έσκυβε να προμηθευτεί αρκετό χώμα ώστε να το απλώσει πάνω μας. «Τι κάνεις;», έκρωξα.

«Καλύπτω την μυρωδιά μας».

«Αν μυρίζουμε σαν το μέρος που θα μπορεί να θάψει το κόκαλο του πιστεύεις ότι θα είμαστε ασφαλείς;»

«Δεν θάβουν κόκαλα», ενημέρωσα τον Τσέις και σταμάτησα τον Σκοτ από το να μας θάβει. Κυριολεκτικά. «Δεν θα καταφέρεις τίποτα έτσι. Μυρίζουν την αδρεναλίνη μας, οπότε πρέπει να ηρεμήσουμε».

Την ίδια στιγμή ο λυκάνθρωπος ούρλιαξε ξανά λαχανιασμένος. Μάλλον έτρεχε παράλληλα με την μονόπλευρη ομιλία του με την σελήνη.

«Να ηρεμήσουμε», επανέλαβε ο Τσέις κλαψιάρικα. «Τι πιο εύκολο όταν είμαστε περικυκλωμένοι από αγέλη!»

«Είναι μόνος του. Είναι το ίδιο ουρλιαχτό με πριν», δικαιολόγησα την σιγουριά μου.

«Αρχίζω να ανησυχώ σοβαρά για την παιδική σου ηλικία».

«Παιδιά», πήρε τον λόγο ο Σκοτ. «Μοναχικός λύκος ή βήτα αγέλης, αυτό το μέρος είναι ξεκάθαρα επικίνδυνο».

«Α ναι;», αναφώνησε ο Τσέις. «Ευτυχώς που μας το είπες! Στο ορκίζομαι πως αν την γλιτώσουμε από τον λύκο θα σου ξεσκίσω την σάρκα. Εξαιτίας του τα τραβάμε όλα αυτά».

Δοκίμασε να του ρίξει ένα σκαμπίλι για να καταστήσει πιο επίφοβη την απειλή του, αλλά μπήκα στην μέση για να τον σταματήσω. Τέτοιες ενέργειες όχι μόνο θα αύξαναν την αδρεναλίνη μας, αλλά υπήρχε κίνδυνος να ματώσουμε και να γίνουμε ακόμα πιο εύκολος στόχος. Ο Σκοτ βέβαια μας προκαλούσε θυμίζοντας μας ότι ζήτησε επανειλημμένα να μην τον ακολουθήσουμε.

Ήμουν έτοιμη να δώσω έναν αποστομωτικό αντίλογο, όταν οι φυλλωσιές μπροστά μας άρχισαν να κινούνται προαναγγέλλοντας τον ερχομό κάποιου.

«Σε παρακαλώ, πες μου ότι ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις», ψιθύρισε ο Τσέις.

Θα ήμουν περισσότερο αποτελεσματική αν είχα μαζί μου κάποιο όπλο. Χωρίς τέτοιου είδους βοήθεια ήμουν εξίσου απροστάτευτη με εκείνους. Δυστυχώς η εκπαίδευση των βασιλέων αφορούσε κυρίως αναμετρήσεις με βρικόλακες, γιατί ποτέ δεν υπήρξε αιματηρή σύγκρουση λυκανθρώπων με νταμπίρ. Ίσως μέχρι εκείνη την στιγμή...

«Μην πανικοβάλλεστε», τους υπέδειξα χαμηλόφωνα. «Είμαστε τρεις κι είναι ένας. Πρέπει απλώς να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας».

Όσο τους το έλεγα βέβαια, ένιωθα τα γόνατα μου να τρέμουν. Δεν έδινα το παράδειγμα που θα τους βοηθούσε να ανασκουμπωθούν κι έτσι αναζήτησαν ασφάλεια στους ώμους μου. Έτσι, τρία νταμπίρ γίναμε μια μάζα ασυγκράτητης δόνησης όσο ο εχθρός πλησίαζε επικίνδυνα. Κι όταν τελικά έκανε την εμφάνιση του η κραυγή που βγάλαμε αντικαταστάθηκε γρήγορα από αναστεναγμούς ανακούφισης καθώς μπροστά μας στεκόταν ο Κάρτερ.

«Τι στα κομμάτια κάνετε εδώ έξω;»

Ο Σκοτ κι ο Τσέις δεν του απάντησαν. Η ανακούφιση που ο λυκάνθρωπος παρέμενε μακριά μας ήταν απερίγραπτη και κάπως έπρεπε να το βγάλουν από μέσα τους. Ρίχτηκαν λοιπόν στην αγκαλιά του Κάρτερ σαν παιδιά που βρίσκουν παρηγοριά στον πατέρα τους τις τρομακτικές νύχτες.

«Τι πάθατε;», τους ρώτησε.

«Δεν άκουσες τον λυκάνθρωπο;», απόρησε ο Σκοτ.

Η έκφραση του Κάρτερ καταβλήθηκε από τα δυσάρεστα συναισθήματα που το προκάλεσαν τα λόγια του Σκοτ.

«Είναι αλήθεια», είπα. «Αν άκουσες ουρλιαχτά, δεν επρόκειτο για συνηθισμένο λύκο».

«Τότε πρέπει να γυρίσουμε αμέσως στην έπαυλη».

«Καλή ιδέα», ένευσε γρήγορα ο Τσέις και την επόμενη στιγμή έτρεχε με τον Σκοτ προς την κατεύθυνση από όπου ήρθε ο Κάρτερ.

Εκείνος στράφηκε σε μένα και περιεργάστηκε το χώμα στα ρούχα μου. Του εξήγησα πώς κατέληξε πάνω μου κι έδειξε ευγνώμων που δεν είχα χτυπήσει.

«Πάμε κι εμείς;», ρώτησε τείνοντας το χέρι του προς το μέρος μου.

«Ναι», απάντησα χαμηλόφωνα, αλλά προχώρησα δίχως να αποδέχομαι την πρόταση να πορευτούμε πιασμένοι χέρι - χέρι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top