7. ΙΑΝ


Το σώμα του Ντέμιεν ήταν χυμένο στο κρεβάτι του και το βλέμμα του καρφωμένο στο κενό. Είχε να ανέβει στην Μόιρα τέσσερις μέρες και δεν του άρεσε να μαθαίνει νέα της Ορόρα μόνο μέσα από τον καθρέφτη. Μπορούσε να αντέξει την ασταμάτητη γκρίνια του παιδιού της και την ιδέα ότι την άγγιζε κάποιος άλλος, μα τον αρρώσταινε να είναι τόσο κοντά της και ταυτόχρονα τόσο μακριά της. Αυτή η γυναίκα του είχε γίνει έμμονη ιδέα κι όχι με τον τρόπο που θα άρμοζε σε έναν θανάσιμο εχθρό.

Όταν την αντίκρισε για πρώτη φορά από κοντά, σε εκείνη την μικρή κοινότητα που είχε γεννηθεί το άψυχο κουφάρι του, εντυπωσιάστηκε από την ζεστασιά που εξέπεμπαν τα μάτια της ακόμα και όταν αισθανόταν ότι απειλούταν. Η ψυχή της Ορόρα δεν ήταν διεφθαρμένη, σαν την δική του και τις πιο δύσκολες στιγμές η αγνότητα έλαμπε στην αύρα της. Όταν την αιχμαλώτισε και για λίγο γεύτηκε ό,τι χαιρόταν ο αναθεματισμένος Κάρτερ, έπιασε τον εαυτό του να αρέσκεται στα χάδια της και τα φιλιά της. Για τρία χρόνια η Ισαβέλλα είχε γίνει η πιο συνηθισμένη του ερωμένη για να μπορεί να εκπληρώνει στην φαντασία του ό,τι δεν κατάφερε εκείνη την ημέρα. Κι όταν τελικά την είχε στο βασίλειο του, η αυτοκυριαρχία του άγγιξε τα υψηλότερα επίπεδα.

Κανονικά δεν θα έπρεπε να τον ελκύει η γυναίκα που τον ήθελε νεκρό. Θα έπρεπε να τον αποκρούει και μόνο το άκουσμα του ονόματος της. Αυτή όμως η αντιπαλότητα τους και η φύση της Ορόρα τον είχε φέρει σε μια αρρωστημένη κατάσταση. Του άρεσε να την πληγώνει με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά αν ποτέ ριχνόταν στο κρεβάτι του, θα ξεχνούσε την κόντρα τους. Όσα της είπε για εκεχειρία προτού εισβάλλει ο Κάρτερ στον Κάτω Κόσμο, ήταν πέρα για πέρα αληθινά και το ξόρκι του χρόνου ήταν η έσχατη λύση σε περίπτωση που ο πραγματικός του αντίπαλος πετύχαινε τον σκοπό του.

Τώρα καθόταν και σκεφτόταν ποιος είχε χάσει πραγματικά κι έβλεπε και τον εαυτό του στην λίστα των ηττημένων. Σαφώς δεν συγκρινόταν με τα νταμπίρ και τον υπόκοσμο, όμως είχε χάσει το προβάδισμα του στον σαδισμό, γιατί κανείς δεν ήξερε ότι υπέφερε εξαιτίας του. Η Ορόρα δεν γνώριζε ότι πίσω από την καταπίεση της κρυβόταν η αρρωστημένη του ικανοποίηση να την βλέπει απεγνωσμένη. Και φυσικά δεν φανταζόταν ότι η αλλόκοτη ψυχολογία του έκρυβε έναν ευσεβή πόθο για το πρόσωπο της. Σίγουρα δεν επρόκειτο για έρωτα, γιατί το πάθος έβρισκε τροφή στην σκέψη της να υποφέρει. Ωστόσο, δεν του ήταν και μια αδιάφορη ύπαρξη. Κι αν η δική της ψυχοσύνθεση ήταν τόσο εύθραυστη όσο φοβόταν η Ορόρα και του δινόταν πράγματι ολοκληρωτικά, τότε θα γίνονταν οι σύγχρονοι Άδης και Περσεφόνη.

Τα όνειρα του διέκοψε η μητέρα του που μπήκε στο δωμάτιο με την Καινή Διαθήκη να έχει γίνει κάτι παραπάνω από προέκταση του χεριού της. Κανείς δεν ήξερε αν μετανοούσε σιγά σιγά μέσω της ανάγνωσης ή αν ήθελε να πείσει για καλή χριστιανή συνεχίζοντας την μεσαιωνική παράδοση υποχρεωτικής μελέτης της Αγίας Γραφής. Τα λόγια της βέβαια έδειχναν την ζυγαριά να γέρνει στην δεύτερη σκέψη, αφού η παγερή της λογική δεν έλειπε ούτε από τον χαιρετισμό της. Η ελπίδα όμως πέθαινε τελευταία.

«Είσαι μέρες κλεισμένος στο δωμάτιο», δήλωσε με κριτικό ύφος. Καμιά φορά κι ο Ντέμιεν το δεχόταν αυτό από την Μόιρα. «Η Αυλή θα αρχίσει να πιστεύει ότι συμβαίνει κάτι υπέρ της σφετερίστριας».

«Ας πιστεύουν ό,τι θέλουν», απάντησε ξεκουράζοντας το κεφάλι του στο μαξιλάρι. «Η πραγματικότητα είναι έτσι κι αλλιώς υπέρ μου».

Η Μόιρα κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της και πλησίασε περισσότερο τον υποτονικό γιο της. Έπειτα άφησε το βιβλίο στο κρεβάτι και κάθισε δίπλα του.

«Αποφάσισες να σταματήσεις να την επισκέπτεσαι έστω κρυφά, γιατί η επαφή σας φέρνει στην επιφάνεια αναμνήσεις που πρέπει να παραμείνουν θαμμένες. Ωστόσο, έχεις έναν καθρέφτη που σου δείχνει την πολυπόθητη Ορόρα. Άρα δεν υπάρχει λόγος να λυπάσαι».

Ο Ντέμιεν κοιτούσε την οροφή του δωματίου και δεν υπήρξε η παραμικρή αντίδραση στα λόγια της μητέρας του. Τα λεπτά που πέρασαν μέχρι να μιλήσει, δεν χρησιμοποιήθηκαν ούτε καν για την εσωτερική του κριτική.

«Τι νιώθεις για τον πατέρα μου;»

Η Μόιρα απόρησε με την ερώτηση κι ήταν φυσικό να ζητήσει εξηγήσεις.

«Ήσασταν παντρεμένοι αρκετό καιρό», της απάντησε. «Γέννησες τα παιδιά του, άρα σίγουρα πλαγιάζατε. Παρόλα αυτά δεν δίστασες να τον σκοτώσεις. Δεν τον αγάπησες ποτέ κι όμως μοιράστηκες το κορμί σου μαζί του».

Εκείνη δεν ένιωσε αμηχανία με την συζήτηση που άνοιγε ο γιος της. Και γιατί να κόμπιαζε άλλωστε; Είχαν κουβεντιάσει για φόνους και κακοποιήσεις, αυτό δεν ήταν τίποτα.

«Σε μια εποχή που ακόμα και μια βασίλισσα άνηκε στον κύρη της δεν μπορείς να μιλάς για μοιρασιές. Ο Έιναρντ βέβαια ήταν διαφορετικός, όπως κι εγώ. Η ερωτική πράξη μπορεί να σου αποφέρει εκτόνωση, εκτός από ικανοποίηση και ο γάμος με τον Έιναρντ το απαιτούσε. Η ικανοποίηση ήταν απλώς ένα επιπρόσθετο αγαθό. Για την ερωτική συνεύρεση χρειάζεσαι οικειότητα, όχι έρωτα. Τόσες γυναίκες πέρασαν από το κρεβάτι σου. Θα έπρεπε να το ξέρεις».

Η οικειότητα με αυτές τις γυναίκες ήρθε μετά την επαφή. Παρόλα αυτά κατάλαβε τι εννοούσε η μητέρα του. Αυτό που του ήταν άγνωστο -γιατί δεν ανατράφηκε με μια υποτυπώδη παιδεία για τον έξω κόσμο, είτε του δωδέκατου είτε του εικοστού πρώτου αιώνα- ήταν τι σήμαινε να επισκιάζει ένα άτομο τις σκέψεις σου όταν συνευρισκόσουν με άλλες γυναίκες.

«Εμμονή», του εξήγησε η Μόιρα. «Έχεις εμμονή μαζί της. Δεν υπάρχει αγάπη ανάμεσα σας».

Εκείνος κάγχασε.

«Ποιος μίλησε για αγάπη; Αυτά είναι για τους ανόητους. Όμως είναι δυνατόν να με στοιχειώνει ακόμα και τώρα που δεν ξέρει το όνομα μου;»

«Τώρα είναι που έχει όλη σου την προσοχή. Σημασία έχει να μην παρασυρθείς και της δώσεις πίσω ό,τι θα χρησιμοποιήσει εναντίον σου».

«Δεν είμαι χαζός. Δεν θα ανατρέψω το ξόρκι για τα ωραία της κάλλη. Κάπως όμως πρέπει να πληρώσει και για την απόρριψη μου, δεν νομίζεις;»

Ένα πονηρό χαμόγελο δέσποσε στα χείλη της Μόιρα και ο Ντέμιεν ήταν σίγουρος πως η μητέρα του είχε σκεφτεί κάτι τουλάχιστον επώδυνο.

«Μόνο αν νιώσει το ίδιο συναίσθημα, θα πάρεις την εκδίκηση σου. Κι αν μάλιστα γίνει με αργό και βασανιστικό τρόπο κατόπιν μεγάλης χαράς, τότε θα πονέσει περισσότερο κι από όταν βρέθηκε τόσο κοντά στο να χάσει το μπάσταρδο της».

Η ίδια αρρωστημένη ευφορία εμφανίστηκε και στο πρόσωπο του Ντέμιεν κι αφού ευχαρίστησε την μητέρα του, της ζήτησε να φέρει την Λίζα στο δωμάτιο του. Όπως πάντα η σκέψη της Ορόρα σε δεινή κατάσταση αναστάτωσε το σώμα του και κάπως έπρεπε να ξεδώσει. Και μόλις η δαιμόνισσα έκανε την εμφάνιση της την διέταξε να ξαπλώσει μπρούμυτα στο γραφείο του, στο ίδιο σημείο που η Ορόρα είχε υπογράψει την συμφωνία γάμου τους.

Ορόρα

Οι γονείς μου ήταν πλέον στην Μόιρα και με συνόδευαν σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις μου. Όσα δεν είχαμε δείξει τόσα χρόνια, τα παρουσιάζαμε μαζεμένα τώρα για να πείσουμε για το δέσιμο μας. Γευματίζαμε σε εστιατόρια, κάναμε βόλτες στην πόλη για να συναναστραφούμε με όσα νταμπίρ δεν μόρφαζαν αποδοκιμαστικά με την παρουσία μας, καλούσαμε κόσμο στο παλάτι για να μας βλέπουν και εκεί μονιασμένους και την νύχτα που έκλειναν οι πόρτες για το κοινό, μπορούσα να εμφανίσω ξανά το έντονο συνοφρύωμα μου για τον ψυχρό μου πατέρα.

Το μόνο ευχάριστο της υπόθεσης ήταν η παρουσία της μητέρας μου και του Ντιμίτρι που με βοηθούσαν να νιώθω άνετη στην ξένη Μόιρα. Ακόμα δεν είχα καταφέρει να αισθανθώ σαν το σπίτι μου στο μελλοντικό... σπίτι μου! Και τα συγκεκριμένα νταμπίρ συνέβαλαν όπως όπως στην καταπολέμηση της αμηχανίας. Επιπλέον, είχαν σταματήσει τα περίεργα φαινόμενα που με είχαν κάνει να σκεφτώ ότι η πόλη ήταν στοιχειωμένη. Προφανώς η αλλαγή περιβάλλοντος πυροδότησε αυτές τις εξωφρενικές σκέψεις σε μια προσπάθεια να κάνω την παραμονή μου λίγο παραπάνω ενδιαφέρουσα.

Αργά το βράδυ, τόλμησα να ξεμυτίσω από το δωμάτιο μου και χωρίς να με καταλάβει κανείς, κατευθύνθηκα στην λίμνη του Γεωργίου. Ήξερα πως τέτοια ώρα δεν θα υπήρχαν νταμπίρ κι είχα ανάγκη από λίγη ηρεμία. Το μέρος άλλωστε είχε μια μελαγχολική ομορφιά τόσο εξαιτίας της ιστορίας του όσο και της περιοχής που ήταν τοποθετημένο· περικυκλωμένο από γκρεμούς με αποτέλεσμα το φεγγάρι να πρέπει να ανέβει στην κορυφή του βουνού για να είναι ορατό από την υποτιθέμενη παραλία.

Μόλις έφτασα το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος του νερού που κινούταν με βάση τις διαταγές του αέρα. Αν έκλεινα τα μάτια μου, θα μπορούσα να πιστέψω ότι περπατούσα σε πραγματική παραλία, αλλά δεν ήθελα να χάσω το θέαμα.

Κάθισα στην ακτή και αγκαλιάζοντας τα γόνατα μου αγνάντεψα το υδάτινο σώμα προσπαθώντας να αδειάσω από τις σκέψεις μου. Και για αρκετή ώρα το κατάφερα μέχρι που άκουσα βήματα να πλησιάζουν και υπέθεσα πως ο Κάρτερ ήταν ο δεύτερος βραδινός επισκέπτης της λίμνης. Ήταν ο μόνος που συνήθιζε να έρχεται εδώ τέτοια ώρα. Ωστόσο, όταν ανασήκωσα το βλέμμα μου αντίκρισα την Κέιζα να περπατάει σαν παιχνιδιάρα γάτα και τελικά να στέκεται δίπλα μου με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της.

«Βραδινή εξόρμηση υψηλοτάτη;», ρώτησε με την ψηλή φωνή της.

«Το ίδιο θα σε ρωτούσα κι εγώ», χαμογέλασα και της υπέδειξα να καθίσει δίπλα μου.

«Καλά είμαι κι εδώ».

Προφανώς αρεσκόταν στο να με κοιτάζει και κυριολεκτικά αφ' υψηλού. Αλλά δεν θα ήταν και το πλέον βολικό να μιλάμε σε αυτή την στάση. Σηκώθηκα λοιπόν για να είμαστε σχεδόν στην ίδια ευθεία, αφού με περνούσε ένα κεφάλι.

«Νόμιζα πως η λίμνη δεν είναι πολυσύχναστη», αποκρίθηκα.

«Μου αρέσουν τα βραδινά μπάνια. Ήταν κάτι που ξεκίνησα μαζί με τον Κάρτερ και το συνεχίζω όποτε έρχομαι στην Μόιρα».

Ώστε εκείνη η φορά στην λίμνη δεν ήταν έμπνευση της στιγμής, αλλά μια κακόγουστη επανάληψη. Φυσικά και πειράχτηκα που επαναλάμβανε τις συνήθειες του με την Κέιζα μαζί μου, αλλά προσπάθησα να μην το δείξω δαγκώνοντας επιθετικά τα χείλη μου.

«Ίσως τώρα που θα μετακομίσω μόνιμα να συναντιόμαστε πιο συχνά στην παραλία».

«Τελικά αποφάσισες να επιστρέψεις για τα καλά;», ρώτησα προσπαθώντας να φύγουμε από την συζήτηση για το ανατριχιαστικό παρελθόν της με τον Κάρτερ και η απάντηση της ήταν θετική. «Αυτό θα χαροποιήσει πολύ τον θείο σου».

Ήξερα ότι η Κέιζα ήταν ορφανή, γιατί οι γονείς της είχαν χαθεί σε ένα ατύχημα. Από τις αφηγήσεις του Κάρτερ όμως δεν είχα αποκτήσει την εντύπωση μιας κόρης που θρήνησε ποτέ τον χαμό τους. Ακόμα κι αν είχε κακές σχέσεις μαζί τους δεν υπήρχε δικαιολογία για τόση απάθεια. Ίσως να υπήρχαν βαθύτερα μυστικά, τα οποία φυσικά δεν ήταν δική μου υπόθεση. Εμένα με αφορούσε η ευημερία των πολιτών μου, όχι τα προσωπικά τους. Η διακριτικότητα ήταν επίσης υποχρέωση μου.

«Σίγουρα θα χαροποιήσει εμένα».

Εγώ απλώς κατένευσα. Ένα κομμάτι του εαυτού μου πίστευε πως οι αιτίες επιστροφής της ήταν ο γάμος μου με τον Κάρτερ και η άγνοια περί μετακόμισης μας στην Καλιφόρνια. Δεν είχε γνωστοποιηθεί πλήρως ακόμα, γιατί έπρεπε να περάσει κι αυτό ως απόφαση μας. Πιθανόν να απογοητευόταν μόλις μάθαινε την αλήθεια, αλλά δεν θα την μοιραζόμουν μαζί της εκείνο το βράδυ. Ο λόγος; Όχι ο αναμενόμενος. Η επιστροφή ενός νταμπίρ στην ερημωμένη σχεδόν Μόιρα ήταν θετικό και για την ασφάλεια της και για την φήμη των βασιλέων.

«Εγώ καλύτερα να επιστρέψω στο παλάτι, να σε αφήσω να απολαύσεις και το μπάνιο σου».

«Μπορείς να κολυμπήσεις μαζί μου», πρότεινε.

«Δεν έχω φέρει μαγιό».

«Ούτε κι εγώ», αποκρίθηκε άνετη. «Ποτέ δεν το χρειάστηκα με τον Κάρτερ».

«Καληνύχτα!»

Κάρτερ

Τα πρωινά δεν σηκωνόμουν με την βοήθεια ξυπνητηριών. Ο οποιοσδήποτε ήχος που με επέστρεφε στην πραγματικότητα έπληττε το νευρικό μου σύστημα. Επιπλέον, είχα το προσωπικό μου ξυπνητήρι με σάρκα και οστά, τον Μάικλ Μάρεϊ, το νταμπίρ με τις πλέον αυτοκτονικές τάσεις!

«Έλα. Αρκετά ροχάλισες», τον άκουσα να μου λέει μετά από μια σειρά βίαιων σκουντημάτων.

«Άσε με», τον διέταξα και έθαψα το πρόσωπο μου στο μαξιλάρι.

Εκείνος όμως επέμεινε και τράβηξε το σεντόνι με το οποίο σκεπαζόμουν, με αποτέλεσμα να κρυώσει το ήδη παγωμένο μου γυμνό δέρμα.

«Θέλεις να πεθάνεις. Δεν εξηγείται αλλιώς», ξεφύσησα απηυδισμένος.

«Προσπαθώ να σε προστατέψω. Ξέρεις πόσο αυστηρός είναι ο πατέρας σου σε ό,τι αφορά το πρωτόκολλο παρουσία επισκεπτών».

Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έπρεπε να παριστάνω τον τυπικό σε νταμπίρ που με ήξεραν πολύ καλά. Προφανώς ο υπερβολικός πατέρας μου ήθελε να δείξει πως είχε τον πλήρη έλεγχο του μαντρ... της Αυλής του.

Έχοντας ξυπνήσει για τα καλά, σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, έκανα ένα ζεστό ντουζ, ντύθηκα και κατέβηκα με τον Μάικλ για πρωινό.

Το τραπέζι ήταν ήδη γεμάτο και φυσικά σχολιάστηκε αρνητικά η αργοπορίας μας. (Δεν χρειάζεται να σας πω από ποιον). Αγνοώντας το πικρόχολο σχόλιο του, κάθισα απέναντι από την Ορόρα και την καλημέρισα χαμογελαστός. Εκείνη όμως δεν ανταπέδωσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και ανησύχησα μήπως έγινε κάτι καινούριο με τον Αλεχάντρο.

Στην διάρκεια του γεύματος συζητήθηκαν οι τελευταίες λεπτομέρειες για τον γάμο χωρίς φυσικά να ρωτήσουν τις απόψεις των μελλόνυμφων. Από όταν ήρθαν οι γονείς της Ορόρα εργάστηκαν πυρετωδώς για το γεγονός της χρονιάς κι εμείς απλώς παρακολουθούσαμε με την ελπίδα να τελειώσει γρήγορα αυτό το πανηγύρι. Μετρούσαμε τον χρόνο να φύγουμε μακριά από όλους και να φτιάξουμε την σχέση μας με τους δικούς μας όρους. Η Καλιφόρνια θα γινόταν το βασίλειο του έρωτα μας και οι μόνοι βασιλείς θα ήμουν εγώ με την Ορόρα. Οι υπόλοιποι ας έμεναν στην Μόιρα, την Αυλή της μιζέριας και των ψεμάτων.

Μόλις τελείωσε ένα ακόμα κουραστικό γεύμα, η Ορόρα ξεχύθηκε στον διάδρομο για να ηρεμήσει προφανώς από την πίεση που έπνιγε τους μη βασιλείς. Δεν ήθελα όμως να μείνει μόνη της σε κατάσταση σύγχυσης και την ακολούθησα.

«Περίμενε», της φώναξα καθώς έφτανε στις σκάλες και εκείνη επιτάχυνε. «Ορόρα;», απόρησα και άνοιξα το βήμα μου για να την προλάβω. Λαχανιασμένος πια από το τρέξιμο και τις φωνές την πρόφτασα στην κορυφή και πήδηξα κυριολεκτικά μπροστά της για να την σταματήσω. «Τι συμβαίνει; Γιατί με αποφεύγεις;»

Ήταν ανόητο να ισχύει κάτι τέτοιο, γιατί δεν είχαμε έρθει σε αντιπαράθεση, αλλά το επιθετικό της βλέμμα και η αντίστοιχη στάση του σώματος της έλεγαν διαφορετική ιστορία.

«Μπορώ να σε βοηθήσω;», με ρώτησε λες κι ήταν υπάλληλος σε κατάστημα που είχα μπει να χαζέψω.

«Μπορείς να με βοηθήσεις εξηγώντας μου τον λόγο που έχεις θυμώσει μαζί μου. Μέχρι χθες ήμασταν μια χαρά».

«Και μέχρι σήμερα δεν είμαστε».

Ήταν εξωφρενικό το γεγονός ότι ήταν απόλυτη στην ένταση μεταξύ μας χωρίς να κάνει τον κόπο να με ενημερώνει για την αιτία της. Πίστευε ότι ήμουν μάντης; Ακόμα κι αν ήξερε ότι είχα μαγεία, οι προφητείες δεν ήταν έτσι κι αλλιώς το φόρτε μου.

«Και για ποιον λόγο δεν είμαστε;», ρώτησα ξανά προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.

«Έτσι είναι η ζωή. Κοίτα να το συνηθίσεις», απάντησε με ειρωνεία και δοκίμασε να φύγει. Μπήκα όμως ξανά μπροστά της κόβοντας της τον δρόμο και απαιτώντας αυτή την φορά μια λογική εξήγηση.

Η Ορόρα κάγχασε και μου έκανε υπόδειξη για το ύφος μου. Δεν είχα δικαίωμα να είμαι θυμωμένος, ούτε να την εμποδίζω να επιστρέψει στο δωμάτιο της. Αντίθετα εκείνη είχε κάθε δικαίωμα να μην μιλήσει αφήνοντας με στο σκοτάδι. Για πρώτη φορά έβλεπα πιο παράλογο νταμπίρ από τον πατέρα μου.

«Φαίνεται πως η τρέλα του Γεωργίου έχει περάσει και στους απογόνους του».

Σαφώς και η απόγνωση μου δεν έγινε αποδεκτή κι αφού γρονθοκόπησε τον θώρακα μου μπόρεσε να επιστρέψει στο δωμάτιο της. Εγώ έμεινα πίσω να ασθμαίνω και να μουρμουρίζω πως δεν τελικά δεν θα τα πηγαίναμε και πολύ καλά.

«Μόνος σου μιλάς;», με ρώτησε ο Ντιμίτρι ερχόμενος από το ισόγειο.

Πήρα μερικές ανάσες για να συνέλθω από την ανεξήγητη επίθεση και ίσιωσα την πλάτη μου παρά το χτυπημένο στήθος μου και την ακόμα πιο χτυπημένη αξιοπρέπεια μου.

«Εκεί θα με φτάσει η αδερφή σου».

Δεν έπρεπε να την σχολιάσω αρνητικά στον Ντιμίτρι και το μετάνιωσα την ίδια στιγμή. Θα μπορούσα να μοιραστώ το πρόβλημα μου με τον Μάικλ, όχι με εκείνον. Καταλάβαινα ότι δεν θα του άρεσε να ακούει τέτοια πράγματα για την Ορόρα. Ο Ντιμίτρι όμως δεν θύμωσε, ούτε καν έδειξε το παραμικρό ίχνος δυσφορίας. Αντίθετα χαμογέλασε συμπονετικά και προχωρήσαμε στην άλλη άκρη του διαδρόμου για να καθίσουμε σε έναν βελούδινο καναπέ και να μου δώσει τα φώτα του για την μέλλουσα συμβασιλέα και σύζυγο μου.

«Μπορεί να έρχεσαι στην Σεβίλλη τα τελευταία τρία χρόνια, αλλά δεν ζεις την Ορόρα στην πραγματική της ζωή. Έχεις δει την εξιδανικευμένη της εικόνα. Οι Σάντος είναι γνωστοί για το φλογερό τους ταμπεραμέντο και η Ορόρα δεν αποτελεί εξαίρεση. Θα πρέπει να είσαι έτοιμος για δραματικές καταστάσεις, γιατί ό,τι αισθάνονται είναι πάντα σε υπερθετικό βαθμό. Αν είναι θυμωμένοι, θα τους δεις εξοργισμένους. Αν είναι λυπημένοι, θα τους δεις σε κατάσταση έσχατης θλίψης. Κι όταν αγαπούν, θα δεχτείς τόση τρυφερότητα, την οποία ούτε οι καλλιτέχνες δεν είναι σε θέση να παρουσιάσουν στα έργα τους. Αγαπούν δυνατά και με πάθος κι είναι ικανοί να θυσιαστούν για να το αποδείξουν».

Όσο θυμωμένος κι αν ήμουν με την Ορόρα, η σκέψη να φτάνει στα άκρα για να μου δείξει την αγάπη της έκανε το στομάχι μου να ανακατεύεται. Εγώ μπορούσα να ικανοποιηθώ και με ήπια πράγματα.

«Με άλλα λόγια, η υπερβολή είναι στο αίμα τους», αποκρίθηκα κάνοντας τον να γελάσει.

«Έχει κι αυτό την γοητεία του. Αν την αγαπάς πραγματικά, θα μάθεις να το αντέχεις».

Σε κατάσταση σύγχυσης δεν ήμουν σε θέση να αποδεχτώ τέτοιου είδους συμπεριφορά, τώρα όμως που ήμουν πιο ψύχραιμος είδα πως κι εγώ υπερέβαλα αποκαλώντας την τρελή. Κάποια στιγμή θα μάθαινε ότι είχα μαγεία από το πουθενά και δεν θα μου άρεσε να με χαρακτηρίσει βδέλυγμα έστω κι αν μιλούσε ο θυμός κι όχι εκείνη.

«Τώρα, δεν ξέρω τι έχει συμβεί μεταξύ σας κι ούτε θα ανακατευτώ, αλλά νομίζω πως το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να ζητήσεις συγγνώμη».

«Και να ήθελες να ανακατευτείς, δεν έχω την παραμικρή ιδέα για τι πρέπει να απολογηθώ».

«Τότε τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά».

Δεν με ενθάρρυνε και ιδιαίτερα, αλλά δεν άφησα τον εαυτό μου να δειλιάσει. Αφού τον ευχαρίστησα για τις συμβουλές, σηκώθηκα από τον καναπέ και πήρα τον δρόμο για το δωμάτιο της. Το βήμα μου ήταν αργό και σταθερό μέχρι που ακούστηκε ένας πυροβολισμός και έτρεξα στον προορισμό μου ουρλιάζοντας το όνομα της.

Ορόρα

Καθόμουν στην βεράντα και διάβαζα ένα βιβλίο για να ξεχάσω τα λόγια της Κέιζα που με στοίχειωναν από το περασμένο βράδυ. Μόνο οι λέξεις σε ένα μια λευκή σελίδα και το ταξίδι στους φανταστικούς κόσμους μπορούσαν να κλείσουν τις πιο βαθιές πληγές της καρδιάς. Ήταν ό,τι χρειαζόμουν για να μαζέψω δυνάμεις και να συνεχίσω την υπόλοιπη μέρα με τα καθήκοντα μου.

Καθώς γυρνούσα την προτελευταία σελίδα που θα διάβαζα για σήμερα ένας δυνατός κρότος με έκανε να αναπηδήσω από την καρέκλα μου. Η συνειδητοποίηση ότι επρόκειτο για πυροβολισμό σε συνδυασμό με την απότομη κίνηση μου, με έκανε να χάσω την ισορροπία μου και να σωριαστώ στο μαρμάρινο δάπεδο. Δεν ήξερα αν ήταν καλύτερα που προσγειώθηκα με τους αγκώνες, αντί το στήθος μου, ο πόνος πάντως δεν με άφησε να δω την θετική πλευρά του ότι δεν υπέβαλα τους πνεύμονες μου σε τέτοια δοκιμασία.

Όταν πέρασε το πρώτο σοκ και οι αισθήσεις μου λειτουργούσαν στα φυσιολογικά τους επίπεδα, έφτασαν στα αυτιά μου οι φωνές από τους κήπους, γνώριμες και μη. Προφανώς είχαν ξεχυθεί όλοι για να μάθουν την αιτία της αναστάτωσης αγνοώντας τον κίνδυνο της κατάστασης. Υπέθετα πως ανάμεσα τους θα ήταν κι ο Κάρτερ, αλλά διαψεύστηκα όταν μπήκε στο δωμάτιο μου σε κατάσταση πανικού. Η ανοιχτή μπαλκονόπορτα τον οδήγησε στην βεράντα και μόλις με αντίκρισε ξαπλωμένη στο πάτωμα τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα και ψέλλιζε ακατανόητες προτάσεις. Πίσω του ακολούθησε ο πιο ψύχραιμος Ντιμίτρι, ο οποίος με βοήθησε να σηκωθώ και να ισιώσω το φόρεμα μου.

«Δεν χτύπησες;», αναφώνησε ο Κάρτερ μόλις με περιεργάστηκε.

Μάλλον πίστεψε ότι είχα βρεθεί αγκαλιά με το μάρμαρο επειδή με τραυμάτισε η σφαίρα κι όταν τους εξήγησα ότι έπεσα από την τρομάρα μου, με έκλεισε σε μια αποπνικτική αγκαλιά.

«Ευτυχώς Θεέ μου», ψιθύρισε ανακουφισμένος.

Αφού κατάφερε να ηρεμήσει, κατεβήκαμε στο ισόγειο για να μάθουμε την αιτία της πρωινής αναστάτωσης. Ήδη στην είσοδο βρισκόταν ο Μάικλ με τον Σον και τον φρουρό που είχε υπηρεσία στο παλάτι, αλλά δεν έδειχναν ιδιαίτερα πρόθυμοι να μας διαφωτίσουν.

«Καλύτερα να επιστρέψετε στα δωμάτια σας», μας ζήτησε ο Σον. «Δεν είστε ασφαλείς σε κοινή θέα».

«Δεν πάω πουθενά αν δεν μάθω τι έγινε», τους δήλωσα. «Ποιος πυροβόλησε; Πού είναι οι γονείς μας;»

«Η Μέλανη;», συμπλήρωσε ο Κάρτερ.

«Η Μέλανη έχει φύγει εδώ και ώρα για το σπίτι της Οκτόμπερ», είπε ο Μάικλ. «Θα της τηλεφωνήσουμε να μείνει εκεί μέχρι να πάει κάποιος φρουρός και να την επιστρέψει στο παλάτι».

«Γιατί έτσι; Τι έχει συμβεί;»

Πλέον είχε μπει κι ο Ντιμίτρι στο παιχνίδι των ερωτήσεων, οπότε δεν είχαν άλλη επιλογή από το να μας ενημερώσουν επιτέλους για το τι στο καλό συνέβαινε.

«Δεν ξέρουμε ποιος πυροβόλησε», άρχισε να απαντάει ο Σον. «Έφυγε τρέχοντας μόλις το έκανε, αλλά δεν θα καταφέρει να πάει μακριά».

«Χτύπησε κανείς;», ρώτησε ο Κάρτερ.

Ο Σον, ο Μάικλ κι ο φρουρός αντάλλαξαν ύποπτα βλέμματα μεταξύ τους εντείνοντας την αγωνία μας. Ορκίζομαι πως αν δεν πονούσαν οι αγκώνες μου από την πτώση θα αποκόμιζα την αλήθεια με την βία.

«Σον πού είναι οι βασιλείς;», μουρμούρισε ο Ντιμίτρι.

Εκείνος ξεφύσησε και τα σμαραγδένια του μάτια ταξίδεψαν δειλά προς το μέρος μου.

«Ο Αλεχάντρο τραυματίστηκε και τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο».

Ο πατέρας μου ήταν το πρώτο νταμπίρ που με έκανε να δακρύσω και με υπέβαλε στην μεγαλύτερη πίεση που θα μπορούσα να δεχτώ στην ζωή μου. Ήθελα να φύγω από κοντά του κολασμένα και ει δυνατόν να μην τον ξαναδώ για χρόνια. Όμως όταν έμαθα ότι η σφαίρα του αγνώστου σκοπευτή είχε βρει τον στόχο της στο σώμα του, το αίμα πάγωσε στα άκρα μου και ένα δυνατό σφυροκόπημα δυσφορίας έπληξε το στήθος μου. Τα λόγια του Σον με μούδιασαν και ταυτόχρονα πυροδότησαν μια έκρηξη, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να κατευθυνθώ στην πόρτα. Ό,τι και να μου είχε κάνει δεν έπαυε να είναι ο πατέρας μου, ένα κομμάτι μου, ο πρόγονος μου, ο άντρας που μου έδωσε το όνομα μου.

«Πρέπει να πάω μαζί τους», φώναξα όταν ένα σωρό χέρια τυλίχτηκαν γύρω μου εμποδίζοντας με να φύγω.

«Δεν είναι ασφαλές», άκουσα να μου λένε χωρίς να με πείθουν.

«Ο πατέρας μου χτύπησε. Πρέπει να είμαι μαζί του. Μπορεί να χρειαστεί αίμα».

«Δεν είναι σοβαρά», μου είπε ο Μάικλ, ο οποίος κόντευε να σπάσει την μέση μου με την δύναμη που με κρατούσε. «Ήταν απλά μια γραντζουνιά».

Εκείνη την στιγμή πίστεψα ότι έλεγαν ψέματα για να με ακινητοποιήσουν. Χρειάστηκαν πολλές φωνές και επιχειρήματα για να σταματήσω τους αγώνες να περάσω το κατώφλι και ένα τηλεφώνημα στην μητέρα μου για να παραμείνω τελικά στο παλάτι. Όντως ο πατέρας μου δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά και σε λίγες ώρες θα επέστρεφαν κοντά μας. Οι υπόλοιποι δεν είχαν υποστεί κάτι σωματικό, απλώς έπρεπε να συνέλθουν επίσης από το σοκ και την τρομάρα. Δεν μου έμενε λοιπόν τίποτα άλλο από το να τους περιμένω σε ένα καθιστικό μαζί με τους υπόλοιπους.

«Ο Αλεχάντρο είναι σκληρό καρύδι», μου ψιθύρισε ο Ντιμίτρι σε μια προσπάθεια να καταπολεμήσει το βίαιο ανεβοκατέβασμα του ποδιού μου. «Δεν θα τον γονατίσει ένα επιπόλαιο τραύμα».

Εγώ κούνησα αργά το κεφάλι μου.

«Ήξερα ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο».

Δεν μίλησα το ίδιο χαμηλόφωνα με τον Ντιμίτρι, με αποτέλεσμα τα ξαδέρφια Μάρεϊ να απορήσουν με τα λόγια μου.

«Πώς το ήξερες;», ρώτησε ο Μάικλ.

«Πριν φύγω από την Σεβίλλη μου έδωσε το σπαθί του. Τον έκοψα κατά λάθος και το αίμα του πότισε την λεπίδα που εγώ κρατούσα. Ήξερα ότι θα του συμβεί κάτι και δεν ειδοποίησα κανέναν».

Δεν είδα τις αντιδράσεις τους, γιατί το βλέμμα μου ήταν κολλημένο στο κενό. Ένιωσα όμως την αμηχανία τους καθώς επεξεργάζονταν τα λόγια μου. Στον κόσμο μας το υπερφυσικό ήταν απόλυτα φυσικό, οπότε δεν θα αρκούσε μια ορθολογιστική αναίρεση. Είτε θα αποδεχόντουσαν όσα τους είπα, είτε θα προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν με απλοϊκές κουβέντες. Και τελικά ο Ντιμίτρι επέλεξε το δεύτερο.

«Ήταν ένα ατύχημα. Μερικές φορές είσαι πολύ αδέξια», γέλασε ελαφρά και με σκούντηξε, αλλά δεν ευθύμησα ιδιαίτερα. «Τώρα πρόκειται για έναν...»

«Ακόμη απογοητευμένο πολίτη», ολοκλήρωσα την πρόταση του, αφού αδυνατούσε να το κάνει ο ίδιος.

«Προδότη», είπε ο Μάικλ. «Τώρα πρόκειται για έναν προδότη».

«Δεν γνωρίζουμε τα κίνητρα του», μίλησε ο Κάρτερ κερδίζοντας το σαστισμένο βλέμμα του Μάικλ.

«Θα δικαιολογήσουμε έναν παραλίγο δολοφόνο;»

«Κάθε ενέργεια έχει την αιτία της. Ένας παραλίγο δολοφόνος ή προδότης ή όπως αλλιώς θέλει να τον κατονομάσει το στέμμα έχει το δικαίωμα να απολογηθεί, όπως κάθε κατηγορούμενος. Μην ξεχνάμε ότι οι βασιλείς δεν είναι η επιτομή κυβερνητών».

«Παιδιά», επενέβη ο Ντιμίτρι. «Αυτή η συζήτηση μπορεί να γίνει άλλη ώρα».

Ο Ντιμίτρι τους διέκοψε εξαιτίας μου, κάτι που δεν άντεξε ούτε ο εγωισμός μου, ούτε η συνείδηση μου. Δεν ήμουν ένα κομμάτι γυαλί που θα έσπαγε με τέτοια συζήτηση κι ούτε ειπώθηκε κάτι παράλογο. Το κλίμα στην Μόιρα ήταν εξ αρχής εχθρικό ως προς τους γαλαζοαίματους κι όσο κι αν με πλήγωνε να το παραδεχτώ, η απόπειρα δολοφονίας ήταν αναμενόμενη.

«Ο Κάρτερ έχει δίκιο», αποκρίθηκα. «Ο λαός μας μισεί. Και δεν φταίνε αναρχικές τάσεις. Αυτές προέκυψαν όταν είδαν ότι οι βασιλείς αδυνατούν να τους προστατέψουν. Κι όταν η εξουσία είναι ανεπαρκής αποφασίζεις να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου».

«Όπως και να έχει ο φόνος είναι παράνομος σε κάθε πολιτισμό, είδος και κουλτούρα εδώ και χιλιετίες», απάντησε ο Μάικλ με θέρμη.

«Και οι αιτίες των πολιτικών δολοφονιών γνωστές σε όλα όσα είπες. Όμως εμείς τι κάνουμε αυτές τις μέρες; Σουλατσάρουμε στην πόλη παριστάνοντας τους Καρντάσιανς των νταμπίρ!»

Ο Κάρτερ γέλασε πνιχτά με τον χαρακτηρισμό μου, γιατί ήταν ο μόνος που συμμεριζόταν πλήρως την γνώμη μου. Ο Μάικλ έγερνε περισσότερο στο πλευρό των βασιλέων, γιατί έτσι είχε μάθει, ενώ ο Ντιμίτρι έμενε ουδέτερος για να μην μεγαλώσει την ένταση.

«Οφείλαμε να έρθουμε σε ουσιώδη επαφή με τον λαό και να δείξουμε ενδιαφέρον για τα προβλήματα τους», συνέχισα. «Ή να μην ξοδέψουμε τόσα χρήματα για έναν αναθεματισμένο γάμο που στην τελική δεν γίνεται με την δική μας συναίνεση και άντ' αυτού να τα δώσουμε σε άπορα νταμπίρ. Περπάτησα στα σοκάκια της Μόιρα κι είδα αρκετούς πολίτες να μετρούνε τα χρήματα τους για να υπολογίσουν τα ψώνια της εβδομάδας, τα οποία είναι απαγορευτικά λίγα. Εμείς έχουμε ένα σωρό πιάτα σε κάθε γεύμα κι αυτά μπορεί να τρώνε το ίδιο φαγητό για μέρες. Αν ήσουν γονιός και έβλεπες το παιδί του να αρρωσταίνει από την πείνα κι από πάνω δεν ήσουν σε θέση να του αγοράσεις φάρμακα εξαιτίας της υψηλής φορολογίας, δεν θα έφτανες σε απόγνωση; Δεν θα ήθελες να σκοτώσεις τα νταμπίρ που ρουφάνε την ζωή σου αργά και βασανιστικά για το τίποτα;»

Ο Κάρτερ με κοιτούσε φουσκωμένος από περηφάνια και πού και πού έριχνε κλεφτές ματιές στον ξάδερφο του ευχαριστημένος που οι αντιρρήσεις του είχαν καταλαγιάσει.

«Δεν θα ήθελα να χάσω τον πατέρα μου», ξεκαθάρισα. «Φοβήθηκα όταν μου είπατε ότι τραυματίστηκε. Αλλά δεν είμαι μια απλή κόρη. Σύντομα θα είμαι η μητέρα του λαού μου. Και τους πονάω εξίσου».

Ο Μάικλ ξεφύσησε καθώς σκεφτόταν τα λόγια με τα οποία το βομβάρδισα μέσα σε λίγες στιγμές.

«Δεν διαφωνώ», είπε χαμηλόφωνα. «Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αφήσουμε τον υπεύθυνο ατιμώρητο όποια κι αν είναι τα κίνητρα του».

«Δεν θα τον εκτελέσουμε κιόλας», αποκρίθηκε ο Κάρτερ. «Γιατί η νομοθεσία θέλει νεκρό όποιον τολμάει να βάζει στον στόχαστρο τους βασιλείς. Δεν προέβλεψε τα λάθη τους ή μάλλον από αυτά ακριβώς ήθελε να τους προστατέψει».

«Όπως προείπα, αυτή είναι μια συζήτηση για μια ώρα που θα είμαστε όλοι ψύχραιμοι», επανέλαβε ο Ντιμίτρι.

Κανείς δεν μίλησε δίχως να φιλτράρει προσεκτικά όσα ξεστόμισε. Ωστόσο, δεν φέραμε αντίρρηση, γιατί ό,τι και να αποφασίζαμε δεν θα είχε καμία σημασία χωρίς την συμφωνία των βασιλέων. Κι όταν τελικά αυτοί γύρισαν μαζί με την Μέλανη όλη η προσοχή έπεσε πάνω τους.

Ήταν υγιείς, περιποιημένοι από την Σάρα και πιο ετοιμοπόλεμοι από ποτέ. Ο υπεύθυνος ότι είχε πιαστεί στην προσπάθεια του να δραπετεύσει από την Μόιρα και δεν άργησε να έρθει κι αυτός στο παλάτι. Και παραδόξως επέτρεψαν σε μένα και τον Κάρτερ να είμαστε παρόντες στην ανάκριση του. Προφανώς τώρα, περισσότερο από ποτέ, έπρεπε να αποδείξουμε ότι ήμασταν ενωμένοι εναντίον ακόμα κι ενός νέου νταμπίρ, όχι μεγαλύτερου από τον Κάρτερ. Και το όνομα αυτού: Ίαν.

Η ανάκριση δεν ήταν όπως θα περίμενε κανείς, με βάση αστυνομικές ταινίες. Ο κατηγορούμενος δεν μιλούσε παρουσία συνηγόρου ή έστω κάποιου συγγενικού του προσώπου. Ήταν ορφανός και είχε έρθει στην Μόιρα αποκλειστικά για ένα τραγικό κύκνειο άσμα. Ήξερε πως η πράξη του θα είχε μόνο μία κατάληξη και η ένδεια των τελευταίων χρόνων τον είχε φέρει σε τέτοια απόγνωση, που προτίμησε τον θάνατο από μία ακόμα μέρα γεμάτη μόχθους.

Οι βασιλείς έκαναν την μία ερώτηση πίσω από την άλλη χωρίς να κάθονται στις καρέκλες, όπως εγώ με τον Κάρτερ. Έπρεπε να δείχνουν αγέρωχοι και να καταστήσουν σαφή την αποτυχία του να τους γονατίσει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν είχαν επιθετικό τόνο, ίσως γιατί αυτή η διαδικασία ήταν καθαρά τυπική. Επιπλέον, ηχογραφούσαν την συζήτηση με σκοπό να την δημοσιεύσουν και να γνωρίζουν όλοι τα κίνητρα του Ίαν και στην συνέχεια τα δικά τους.

Μετά το πέρας των βασικών ερωταποκρίσεων για τους λόγους που οδήγησαν τον Ίαν να σηκώσει ένα όπλο εναντίον των βασιλέων, θα ακολούθησε η απολογία του. Η νομοθεσία του έδινε το δικαίωμα να μετανοήσει ενώπιον του βασιλικού συμβουλίου για να μην αμαυρωθεί πλήρως η μνήμη του. Πιθανόν κιόλας να γλίτωνε το κάψιμο και την ρήψη των σταχτών του στο πηγάδι των προδοτών. Ένα μνήμα στο νεκροταφείο θα τον συνέφερε περισσότερο από το παντοτινό σκοτάδι σε ένα πέτρινο κατασκεύασμα στην άκρη του βουνού. Και ναι, ήταν τόσο λυπηρό όσο φάνταζε.

Παρά την προθυμία των βασιλέων να καλέσουν το συμβούλιο για επίσημη ομολογία, ο Ίαν αρνήθηκε την χάρη. Δήλωνε αμετανόητος για την πράξη του και προτιμούσε να πεθάνει παρίας παρά να δεχτεί το οτιδήποτε από τους βασιλείς. Τόσο ήταν το μίσος του απέναντι τους που δεν σκεφτόταν την υστεροφημία του. Και γιατί να τον νοιάζει άλλωστε; Δεν είχε οικογένεια να τον κλάψει και οι επόμενες γενιές θα τον επαινούσαν για την αντίδραση που υπέδειξε σε βάρος των ανίκανων ηγετών. Δεν μπορούσα παρά να νιώσω ντροπή για τον πατέρα και θείο μου και την κατάντια που οι ίδιοι επέφεραν το βασίλειο μας. Ό,τι έχτισαν με τόση επιτυχία αμέτρητα νταμπίρ καταστρεφόταν τώρα από αυτούς τους δύο.

«Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι τα χέρια μας είναι δεμένα», του ανακοίνωσε ο πατέρας μου και το βλέμμα του Ίαν σκοτείνιασε περισσότερο.

«Έτσι δεν είναι από όταν πήρατε τον θρόνο;»

Ο Κέλλαν ξεφύσησε και αφού τον πλησίασε, έσκυψε από πάνω του κοιτάζοντας τον απειλητικά.

«Δεν φταίμε εμείς για το χάλι σου. Ζούσες έξω από την Μόιρα κι άρα είχες περισσότερες ευκαιρίες να βρεις μια δουλειά. Προφανώς δεν προσπάθησες αρκετά».

Ο Ίαν ανταπέδωσε την άγρια ματιά και σχεδόν έφτυσε τις επόμενες λέξεις του.

«Και πώς θα με προσλάβουν χωρίς κάποιο χαρτί στα χέρια μου; Ούτε που νοιάζεστε για τα ορφανά νταμπίρ. Εξασφαλίζετε τα προς το ζην και τα καταδικάζετε σε μια μη αξιοπρεπή ζωή».

«Δεν μπορείτε να γίνετε όλοι σας γιατροί», ήταν η απάντηση του πατέρα μου κι έσφιξα την γροθιά μου για να μην απαντήσω στο θράσος του.

«Δεν θα γίνουμε όμως και έμποροι ναρκωτικών για να πληρώνουμε τον γάμο των μπαστάρδων σας. Πώς μπορείτε να μας φορολογείτε όλους με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτήτως εισοδήματος;»

«Αυτό είναι το δίκαιο», αποκρίθηκε ο Κέλλαν.

Τώρα ήταν σειρά του Κάρτερ να τσιτώσει εξαιτίας του πατέρα του.

Σοβαρά πίστευαν αυτά που έλεγαν; Δεν λυπόντουσαν καθόλου για την δυσαρέσκεια που είχαν προκαλέσει στον λαό τους; Δεν γινόταν όλα τα νταμπίρ να είναι αχάριστα.

«Έχετε μια διαστρεβλωμένη άποψη περί δικαιοσύνης», τους είπε ο Ίαν.

«Αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε ο πατέρας μου. «Γι' αυτό ακριβώς δεν θα εκτελεστείς».

Όλοι μέσα στο δωμάτιο γουρλώσαμε έκπληκτοι τα μάτια μας και περιεργαστήκαμε τον τραυματισμένο Αλεχάντρο Σάντος για να σιγουρευτούμε ότι εκείνος είχε ξεστομίσει κάτι τέτοιο.

«Τι είναι αυτά που λες;», αναφώνησε ο Κέλλαν. «Θα παραβιάσουμε τον νόμο για χάρη του;»

Ο πατέρας μου του έκανε νόημα να πλησιάσει και απομονώθηκαν σε μια γωνιά για να του παραθέσει τα επιχειρήματα του. Εμείς ακούγαμε μόνο αόριστους ψίθυρους, αλλά καταλάβαμε πως ο Κέλλαν είχε πειστεί από τον τρόπο που χαλάρωσαν τα άκρα του. Δεν έφερε περισσότερες αντιρρήσεις, αλλά ήταν φανερό πως δεν παραδινόταν ελαφρά τη καρδία. Πιθανόν φοβήθηκε πως το έλεος που έδειχναν στον Ίαν θα προκαλούσε κι άλλους επίδοξους δολοφόνους. Ήταν όμως ένα ρίσκο που άξιζε να παρθεί.

Στο μεταξύ, ο Ίαν είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω μας κι ήταν λες και προσπαθούσε να διαπεράσει την ψυχή μας. Η ματιά του έσταζε μίσος για δυο νταμπίρ που δεν γνώριζε ως προσωπικότητες, παρά τίτλους που του προκαλούσαν έντονη δυσφορία. Και μολονότι τον έβλεπα για πρώτη φορά, ένιωθα πως στο παρελθόν με είχαν ξανακοιτάξει με τόση απέχθεια.

«Ώστε εσείς είστε οι επόμενοι βασιλείς».

«Το ελπίζουμε», απάντησε ο Κάρτερ. «Εξαρτάται από το πόσοι τρόφιμοι ήσασταν στο ορφανοτροφείο».

Ήταν παρατραβηγμένο αστείο, αλλά βαθιά μέσα μου ευθύμησα. Μέχρι κι ο Ίαν φάνηκε να διασκεδάζει, στο βαθμό που του το επέτρεπε η ταραγμένη του ψυχολογία.

«Ομολογώ πως σας περίμενα περισσότερο βαρετούς».

«Μιας και μίλησες για δικαιοσύνη, θα πρέπει να σου πω πως είναι άδικο να μας κρίνεις χωρίς να μας έχεις γνωρίσει».

Ο Ίαν μισόκλεισε τα μάτια του στα λόγια μου και έγειρε το κεφάλι του ελαφρώς προς τα πίσω λες κι έτσι θα σκεφτόταν καλύτερα.

«Λένε ότι το μήλο πέφτει κάτω από την μηλιά».

«Μερικές φορές ο άνεμος είναι τόσο δυνατός που παρασέρνει τον καρπό μακριά από το δέντρο», του απάντησα.

Εκείνος δεν πρόλαβε να μοιραστεί μαζί μας ένα ακόμη ευφυές σχόλιο, καθώς επέστρεψαν κοντά μας οι ανακριτές.

«Θα καταθέσουμε στο συμβούλιο το αίτημα μας», του ανακοίνωσε ο πατέρας μου. «Μέχρι τότε βέβαια θα πρέπει να τεθείς υπό περιορισμό».

«Εννοείς ότι θα με φυλακίσετε».

«Δεν είναι ότι δεν το αξίζεις», γρύλισε ο Κέλλαν κι ο πατέρας μου του υπέδειξε να ηρεμήσει. Ακόμα ηχογραφούνταν άλλωστε.

«Και με την επίσημη συμφωνία του συμβουλίου στο να παραμείνεις ζωντανός θα πρέπει να αποφασιστεί κάποιου άλλου είδους τιμωρίας. Να είσαι προετοιμασμένος για το οτιδήποτε».

Οι αποφάσεις είχαν παρθεί και όποιες αντιρρήσεις και να είχε ο κατηγορούμενος δεν είχε το δικαίωμα ή την διάθεση πλέον να τις εκφράσει. Ο πρώτος και ο τελευταίος λόγος άνηκε σαφώς στους βασιλείς. Δεν είχαμε δημοκρατία για να θέσουμε σε ψηφοφορία το θέμα του Ίαν. Και το συμβούλιο που θα συγκαλούταν την επομένη, ουσιαστικά θα επικύρωνε την ετυμηγορία. Αυτό που έμενε ήταν να φυλακιστεί στα μπουντρούμια του παλατιού μέχρι νεωτέρας. Οι φρουροί λοιπόν του πέρασαν χειροπέδες και τον μετέφεραν στο υπόγειο.

«Δεν έπρεπε να το κάνουμε αυτό», ξεφύσησε ο Κέλλαν καθώς σωριαζόταν σε μια καρέκλα.

Ο πατέρας μου παρέμεινε όρθιος αν και είχε περισσότερη ανάγκη από εμάς να καθίσει. Μπορεί να μην είχε τραυματιστεί σοβαρά, έπρεπε όμως να ξεκουραστεί από την σωματική και ψυχική ταλαιπωρία της ημέρας. Όσον αφορά το παράπονο του συμβασιλέα του, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Είχε ακούσει από την αρχή την άρνηση του και είχε πει την άποψη του. Τώρα έπρεπε να την μάθουμε κι εμείς, γιατί πολύ απλά η άδεια να είμαστε παρόντες αποσκοπούσε σε ένα φροντιστήριο για εκκολαπτόμενους κυβερνήτες.

«Μερικές φορές οι χειρότερες τιμωρίες είναι αυτές που ντύνονται με το πέπλο του ελέους».

Ο Κάρτερ κι εγώ κοιταχτήκαμε απορημένοι. Αυτό που αποκομίσαμε ήταν η πραγματική ένδειξη καλοσύνης από μεριάς του κι ας μην ήμασταν συνηθισμένοι σε αυτό.

«Δηλαδή του χάρισες την ζωή για μια πιο σοβαρή τιμωρία;», ρώτησα.

«Ακριβώς. Ήρθε στην Αυλή μου να με τρομοκρατήσει κι εγώ θα τον λυπηθώ; Όποια κι αν είναι η συγκινητική του ιστορία, δεν παύει να είναι υπήκοος μου κι άρα οφείλει σεβασμό. Δεν θα του κάνω την χάρη να τον βγάλω από την μιζέρια του. Υπάρχει καλύτερη τιμωρία από το να συνεχίσει να ζει και να βλέπει κάθε μέρα τον βασιλιά ζωντανό και τον λαό που θέλησε να στρέψει εναντίον του να τον επικροτεί;»

Θεέ μου! Αυτός ο άντρας ήταν ο πατέρας μου και με έκανε να ντρέπομαι γι' αυτό με όσα μόλις ξεστόμισε. Μπορεί ο Ίαν να ήταν έτοιμος να διαπράξει ένα αποτρόπαιο έγκλημα, αλλά τα κίνητρα του ήταν πέρα για πέρα κατανοητά. Δεν ξέχασα τον φόβο που με κατέκλυσε μόλις έμαθα ότι η σφαίρα του λάβωσε τον πατέρα μου. Αλλά δεν γινόταν να παραβλέψω όσα μας αφηγήθηκε για την ζωή του που δεν ήταν παρά μία τραγωδία. Ο δικός μας Όλιβερ Τουίστ! Δεν μπορούσε όμως να γίνει ήρωας, μάρτυρας. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει την φήμη του Αλεχάντρο Σάντος. Εκείνο το πρωινό έκανε ένα μεγάλο λάθος και θα το πλήρωνε ισόβια.

«Αντί λοιπόν να σκεφτείτε μια αναθεώρηση για τις συνθήκες διαμονής των νταμπίρ σε ιδρύματα, όπως δάσκαλοι ή την υποχρεωτική τους φοίτηση σε σχολεία, αποφάσισες να κάνεις κόντρες για τον ποιον θα επαινέσει ο λαός», σηκώθηκα από την θέση μου και ξεφύσησα απηυδισμένη. «Δεν θα αλλάξει τίποτα. Απολύτως τίποτα. Κι οι φόβοι του Κέλλαν θα γίνουν πραγματικότητα. Αυτή δεν είναι η τελευταία απόπειρα εναντίον σας».

Κάρτερ

Αυτή η μέρα δεν θα μπορούσε να εξελιχτεί χειρότερα. Καβγάδες, απόπειρες δολοφονίας, μία ακόμα επίδειξη του πόσου τυραννικοί είναι οι βασιλείς μας ήταν όσα συνέβησαν μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο χωρίς επαρκείς κενά στο ενδιάμεσο. Μέχρι το απόγευμα ένιωθα αόρατα σφυριά να χτυπάνε αλύπητα το κεφάλι μου και να μην σταματάνε μέχρι να λιώσουν τα κόκαλα μου. Ο πονοκέφαλος ήταν συχνό φαινόμενο σε καταστάσεις άγχους και κούρασης και όταν αποφάσιζε η μαγεία μου να τον αντιμετωπίσει η θερμοκρασία του σώματος μου έπεφτε κατακόρυφα. Γι' αυτό και κάθισα στους κήπους στο σημείο που ο ήλιος ήταν πιο δυνατός μπας και μου χαρίσει λίγη από την ζεστασιά του.

Η μητέρα μου φυσικά μου έφερνε μεζεδάκια να τσιμπήσω γιατί σύμφωνα με τις μαμάδες τα πάντα λύνονταν με το φαγητό. Η πραγματικότητα όμως δεν ήταν τόσο απλή κι ένα κομμάτι κέικ δεν θα εξαφάνιζε τα προβλήματα μας. Είτε έτρωγα, είτε όχι οι βασιλείς μας θα παρέμεναν στο ίδιο χάλι.

«Μας κυβερνάνε εδώ και χρόνια. Ξέρουν τι κάνουν», ήταν η αναμενόμενη απάντηση της. «Εξάλλου σκέψου πώς νιώσαμε όταν ακούσαμε τον πυροβολισμό. Μην αγνοείς και την δική μας ψυχολογική φόρτωση».

Τα γαλανά της μάτια υγράνθηκαν στην ανάμνηση του πρωινού συμβάντος. Μπορεί να έδειχνε ψύχραιμη, όπως η Μαρέβα, αλλά η πληγή ήταν ακόμα ανοιχτή. Και το καταλάβαινα. Καταλάβαινα την φόρτιση και των τεσσάρων. Αφού λοιπόν δεν ήταν σε θέση να πάρουν μια νηφάλια απόφαση, έπρεπε να συγκληθεί συμβούλιο εξ αρχής.

Η εναλλακτική που πρότεινα –αργοπορημένα βέβαια- την έκανε να χαμογελάσει.

«Ξέρεις ποιο είναι το σημαντικότερο προσόν ενός βασιλιά;», με ρώτησε κι εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Να μαθαίνει από τα λάθη των προκατόχων του και να μην τα επαναλαμβάνει».

«Κι αφού ο Ραμόν με την Ελεονόρα έδωσαν ένα ήρεμο κι ευημερές βασίλειο, οι διάδοχοι τους αποφάσισαν να το αλλάξουν!»

Είχε στερέψει από αντεπιχειρήματα και στράφηκε στην σιωπή. Αφού έτσι κι αλλιώς δεν πίστευε τον ίδιο της τον εαυτό όταν τους υπερασπιζόταν, καλύτερα να μην συνέχιζε να κοροϊδεύει και τους δυο μας. Εξάλλου η Ορόρα ήρθε προς το μέρος μας διστακτικά και δεν θέλαμε να την στενοχωρήσουμε περισσότερο με μια ανασκόπηση της ημέρας.

«Μήπως ενοχλώ;», ρώτησε μουρμουρίζοντας ενώ έτριβε νευρικά τα χέρια της.

«Όχι κορίτσι μου», της απάντησε η μητέρα μου καθώς τιναζόταν όρθια. «Εγώ ότι έφευγα».

Με ταχύτητα που θα άρμοζε περισσότερο σε βρικόλακα, επέστρεψε στο παλάτι αφήνοντας πίσω μια βαριά ατμόσφαιρα αμηχανίας. Ούτε εγώ, ούτε η Ορόρα είχαμε ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση να αρχίσουμε την κουβέντα παρά το γεγονός ότι το θέλαμε πολύ και οι δυο. Και επειδή δεν άντεχα να στέκεται μακριά μου και να μην μπορώ να της κρατήσω το χέρι, της πρότεινα να καθίσει δίπλα μου.

«Προτιμώ να μείνω όρθια», μου απάντησε προς απογοήτευση μου. «Δεν είναι σωστό να... να μην σε κοιτάζω όταν...», πήρε μια βαθιά ανάσα πριν όντως με αντικρίσει κατάματα. «Απολογούμαι».

«Δεν με ενδιαφέρει να ακούσω την συγγνώμη σου. Θέλω μόνο να ξέρω τι σε θύμωσε τόσο πολύ».

Εκείνη μισογέλασε χωρίς ευφορία.

«Το πιο χαζό πράγμα».

«Δεν είναι χαζό αν είχε τέτοια επίδραση πάνω σου», αντιτάθηκα και σηκώθηκα για να πάω κοντά της. «Οπότε πες μου για να μην επαναληφθεί».

Της ήταν δύσκολο να παραδεχτεί τι την έφερε σε τόση σύγχυση το πρωί και προτίμησε να κοιτάζει τα πέλματα της όταν σχεδόν ψιθύρισε πως είχε ζηλέψει.

«Χθες βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ και έκανα μια βόλτα μέχρι την λίμνη», άρχισε να μου εξηγεί σαν παιδί που ομολογούσε κατσουφιασμένο την σκανταλιά του. «Κι εκεί είδα την Κέιζα, η οποία μοιράστηκε μαζί μου τις -αυστηρά για ενήλικες- στιγμές σας στην υποτιθέμενη παραλία. Και θύμωσα που δεν ήμουν η πρώτη κοπέλα με την οποία έκανες βραδινά μπάνια».

Όχι, δεν ήταν χαζός ο λόγος που θύμωσε. Και μένα θα με πείραζε στην θέση της. Ωστόσο, θα της έδινα μια ευκαιρία να μου εξηγήσει χωρίς φωνές και σπασμωδικές αντιδράσεις. Γι' αυτό και δοκίμασα επιτέλους να πω την δική μου πλευρά, αλλά πάλι με διέκοψε. Όχι όμως επειδή ήταν ακόμα θυμωμένη.

«Δεν έχει σημασία πια. Μετά από ό,τι έγινε το πρωί θυμήθηκα τι είναι πραγματικά σημαντικό», έκανε μια παύση για να συγκρατήσει τα δάκρυα που είχαν συσσωρευτεί στα ζεστά της μάτια. «Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν ήσουν στους κήπους και είχες...», κούνησε το κεφάλι της μήπως έτσι κατάφερνε να διώξει την σκέψη. «Και μου κόβεται η ανάσα. Δεν με νοιάζει τι έκανες με την Κέιζα ή την κάθε Κέιζα. Μου αρκεί που είσαι καλά, υγιής».

Μάλλον κι αυτό ήταν ένα ακόμη στοιχείο του έρωτα˙ κάναμε τις ίδιες σκέψεις με αφορμή ένα γεγονός, μόνο που σε κάθε περίπτωση το αντικείμενο φόβου ήταν διαφορετικό. Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό η πιθανότητα να έχω τραυματιστεί, γιατί πολύ απλά έβαζα στην θέση του Αλεχάντρο την Ορόρα. Μόνο αυτή αγαπούσα περισσότερο από τον οποιονδήποτε, ακόμα και τον ίδιο μου τον εαυτό.

«Όταν ήρθα στο δωμάτιο σου», ξεκίνησα ξεκουράζοντας την παλάμη μου στο μάγουλο της. «Και σε είδα στο πάτωμα, νόμιζα ότι σε είχαν χτυπήσει. Και για μερικά δευτερόλεπτα σταμάτησε η καρδιά μου. Ήθελα να σε κρατήσω, να σε φροντίσω ακόμα κι αν δεν είχα τα μέσα και έπειτα θα σκότωνα χωρίς δισταγμό όποιον το είχε κάνει. Αν το δικό σου αίμα ήταν αυτό που έσταζε σήμερα, θα έπνιγα τον Ίαν με τα ίδια μου τα χέρια».

«Μην το λες αυτό».

«Το λέω γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Για χάρη σου μπορώ να γίνω κι εγώ τύραννος, αν μόνο έτσι θα πειστείς ότι είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί σου. Όσο γι' αυτό που σε πείραξε, σου υπόσχομαι ότι από εδώ και πέρα θα είμαι πιο ευφάνταστος στα ραντεβού μας, παρά το γεγονός ότι η Μόιρα είναι μια σταλιά και δεν έχω αμέτρητες επιλογές».

Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ακούστηκε και η δική μου απολογία και από το χαμόγελο της κατάλαβα ότι έγινε δεκτή.

«Δεν θέλω τίποτα εξεζητημένο. Είναι αρκετά ονειρικό από μόνο του το ότι είμαστε μαζί».

«Τελείωσαν οι δίκες για σήμερα; Γιατί από το πρωί διψάω για ένα σου φιλί».

Χωρίς να χάσει χρόνο, ανασηκώθηκε στις μύτες της και ένωσε τα χείλη μας.

Να πήγαιναν όλα στο διάολο. Ας εκτελούνταν δέκα Ίαν κι ας καθαιρούσαν τους βασιλιάδες. Ας έχανα τον θρόνο και όλα μου τα πλούτη. Στην αγκαλιά της Ορόρα ήμουν πραγματικός βασιλιάς.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top