6. ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΝΥΦΙΚΟ

Κάρτερ

Το πρωινό ήταν το ίδιο αμήχανο με το χθεσινοβραδινό γεύμα. Κανείς δεν μιλούσε με χαρά και οι κουβέντες ήταν περιορισμένες στα βασικά. Πώς είναι το φαΐ; Μου πιάνεις το τάδε; Κοιμηθήκατε καλά; Καταλάβαινα πως το ότι δεν γνώριζαν καλά την Ορόρα τους συγκρατούσε από το να εκφραστούν ελεύθερα και φοβόντουσαν μήπως πουν κάτι που θα την προσβάλλει. Αυτό ακριβώς όμως απέτρεπε και την ίδια από το να σηκώσει το βλέμμα της από το πιάτο. Το κοιτούσε επίμονα με την ελπίδα να την ρουφήξει η πορσελάνη και να την σώσει από το άβολο γεύμα. Μέχρι που οι φίλοι της Μέλανη έκαναν την εμφάνιση τους κι έδωσαν ζωή στην τραπεζαρία.

«Μας συγχωρείτε για την διακοπή», είπε γλυκά η Οκτόμπερ.

«Κανένα πρόβλημα κορίτσι μου», της απάντησε η μητέρα μου. «Καθίστε να φάτε μαζί μας».

«Για την ακρίβεια ήρθαμε να πάρουμε τα κορίτσια», μας ενημέρωσε ο Σκοτ, ο οποίος αναφερόταν φυσικά στην Μέλανη και την Ορόρα. Χάρηκα πολύ που συμπεριλήφθηκε στα σχέδια τους.

«Δεν έχουν τελειώσει ακόμα το φαγητό τους», αποκρίθηκε ο πατέρας μου με αυστηρό τόνο.

Τα παιδιά έδειξαν να αποθαρρύνονται με τον ξενέρωτο βασιλιά γι' αυτό κι ανέλαβα δράση για να τους βγάλω όλους από την δύσκολη θέση.

«Μπορούν να το ολοκληρώσουν παρέα στο Τζόυ».

Το Τζόυ ήταν το στέκι των συγκεκριμένων νταμπίρ μια που είχε ένα σωρό εδέσματα. Στην αναφορά του λοιπόν, αναθάρρεψαν όλοι και η Μέλανη κοίταξε ικετευτικά τον πατέρα μας για να πάρει άδεια. Μόνο όμως όταν τον παρακάλεσε η Ορόρα την έδωσε με βαριά καρδιά. Από εδώ και πέρα θα του ζητούσα το οτιδήποτε μέσω της γυναίκας μου.

Αφού τον ευχαρίστησαν όλοι λες κι είχε σώσει την πόλη από πολιορκία, απομακρύνθηκαν με γρήγορες δρασκελιές για την βόλτα τους. Τυχεροί και αξιοζήλευτοι!

«Για δες τον θείο Κέλλαν που δεν αρνείται τίποτα στην νυφούλα του», σχολίασε ο Μάικλ, που ήταν πιο γενναίος από μένα.

«Σύντομα θα μου γεννήσει εγγόνια, οπότε αξίζει λίγη τρυφερότητα».

Την ίδια στιγμή που ξεστόμισε αυτό το πράγμα έπινα νερό. Και σαφώς μου έκατσε στον λαιμό, γιατί με κατέβαλε φρίκη στην ιδέα να αλλάζω πάνες και να ζεσταίνω μπιμπερό όσο τρυπούσαν τα αυτιά μου τα ανεξέλεγκτα κλάματα μιας μηχανής περιττωμάτων.

«Αγόρι μου πρόσεχε!», αναφώνησε η μητέρα μου χτυπώντας την πλάτη μου.

Στο μεταξύ, ο Μάικλ, ο Σον κι ο πατέρας μου είχαν αντιληφθεί την αιτία της αδιαθεσίας μου και οι δυο πρώτοι πάλευαν να συγκρατήσουν το γέλιο τους. Ο τρίτος με είχε καρφώσει με το βλέμμα του, γιατί προφανώς η δυσφορία στην σκέψη να γίνω μπαμπάς από τα είκοσι μου του φαινόταν εξωφρενική. Δεν ξέρω σε ποια εποχή είχε κολλήσει το μυαλό του, αλλά στην δικιά μου θεωρούμουν ακόμα παιδί ο ίδιος.

«Δεν πιστεύω να της έχεις πει κάτι τέτοιο;»

«Φυσικά», μου απάντησε με θράσος. «Βέβαια αντέδρασε ανώριμα, όπως κι εσύ».

Μάλλον εννοούσε φυσιολογικά. Δεν μου άρεσε αυτή η λέξη, γιατί ποτέ κανείς δεν με έχρισε κριτή των πάντων, αλλά σε αυτή την περίπτωση η άρνηση ήταν απλά... φυσιολογική!

«Θα πρέπει να καταλάβεις αδερφέ πως είναι λίγο νωρίς», μας υπερασπίστηκε ο θείος μου.

«Και η Ορόρα είναι ακόμα ανήλικη», συμπλήρωσε ο Μάικλ. «Δεν έχει προλάβει να χαρεί την ανεμελιά».

«Δεν υπάρχει ανεμελιά όταν είσαι διάδοχος», ήταν η απάντηση του πατέρα μου.

«Έτσι σου φερόταν κι εσένα η γιαγιά Ελεονόρα;», ρώτησα υψώνοντας τον τόνο της φωνής μου. «Γιατί εγώ έχω μάθει πως μέχρι να στεφθείς δεν είχες ιδέα πώς να φροντίσεις τον εαυτό σου, πόσο μάλλον ένα παιδί».

Τα μάτια του άστραψαν και έσφιξε την γροθιά του. Αν καθόμουν δίπλα του, σίγουρα θα προσγειωνόταν πάνω μου.

«Και μάλλον δεν έπρεπε να κάνω τον κόπο να φροντίσω παιδί».

«Κέλλαν!», αναφώνησε η μητέρα μου συγχυσμένη.

Εγώ γέλασα πνιχτά.

«Άστον, δεν πειράζει. Επιτέλους παραδέχεται ότι έκανε παιδιά από απλή υποχρέωση. Να ξέρεις όμως πως εγώ δεν θα κάνω το ίδιο λάθος. Αν δεν το θελήσω ποτέ, θα χαρείς εγγόνια μόνο από την Μέλανη».

Έπειτα έσυρα με μένος την καρέκλα προς τα πίσω κι η τραπεζαρία γέμισε πρώτα με τον ανατριχιαστικό ήχο της τριβής και στην συνέχεια με τα γρήγορα, βαριά μου βήματα.

Βγήκα στον κήπο για να με χτυπήσει ο καθαρός αέρας. Οι ακτίνες του ήλιου συνέβαλαν επίσης στο να χαλαρώσω και να ζεστάνουν το ψυχρό μου σώμα. Εξαιτίας της μαγείας μου έπεφτε κατά πολύ η θερμοκρασία μου σε κατάσταση σύγχυσης και δεν είχα μάθει ακόμα να το ελέγχω. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από όταν εκδηλώθηκε το ανεξήγητο φαινόμενο, αλλά η μηδενική στήριξη από τον βασιλιά με απέτρεπε από το να μελετήσω τον εαυτό μου κι έτσι απλώς υπέφερα τα συμπτώματα της μαγείας. Έβρισκα λύση στα μικρά, καθημερινά πράγματα και κυρίως στην γαλήνη της ησυχίας, όσο αυτή έμενε κοντά μου.

«Κάρτερ!»

Η γυναικεία φωνή που ακούστηκε από πίσω μου ήταν γνώριμη. Αυτή η λεπτή χροιά της με τον παιχνιδιάρικο τόνο και ταυτόχρονα τον γεμάτο αυτοπεποίθηση, έφερε πλήθος αναμνήσεων στον νου μου, που μόνο κατάλληλες δεν ήταν για την ταραγμένη ψυχολογία μου.

«Τι αμαρτίες πληρώνω!», γκρίνιαξα και γύρισα να αντικρίσω την μία από τις επτά πληγές του Φαραώ, αλλά και δική μου. «Τι στο διάολο κάνεις εδώ;», ρώτησα ξεφυσώντας.

Η Κέιζα με πλησίασε κουνώντας τους γοφούς της σαν γάτα που βάδιζε προς το θήραμα της.

«Είναι δυνατόν να λείψω από τον γάμο σου;»

«Σωστά. Κάθε τσίρκο χρειάζεται το κλόουν του».

Εκείνη χαμογέλασε δίχως να προσβάλλεται. Δεν νομίζω να άφηνε ποτέ κάποιο αρνητικό σχόλιο να την καταβάλλει. Αυτό ίσως να ήταν και το μοναδικό της προτέρημα.

«Σου έλειψα;», με ρώτησε με τα δάχτυλα της να ταξιδεύουν στον λαιμό μου.

«Όχι βέβαια», της απάντησα απομακρύνοντας τα χέρια της από πάνω μου. «Οπότε μπορείς να φύγεις».

«Χωρίς να γνωρίσω την γυναίκα που ήρθε δεύτερη στην κατάκτηση της καρδιάς σου;»

«Δεν σε αγάπησα ποτέ και το καλό που σου θέλω, μείνε μακριά από την Ορόρα».

«Ω Κάρτερ», μειδίασε πονηρά. «Πόσα ψέματα θα πεις για να σταματήσεις να πονάς; Ποτέ καμία δεν είχε πάνω σου την επίδραση που έχω εγώ».

Τα χέρια της επέμειναν να χορεύουν ρυθμικά πάνω μου προσπαθώντας να με καταβάλλει. Το μόνο που αισθανόμουν όμως ήταν αηδία, γιατί ποτέ δεν θα ξεχνούσα τον τρόπο που τέλειωσαν όλα μεταξύ μας.

«Θυμάσαι;», ψιθύρισε. «Θυμάσαι πώς σε έκανα να λιώνεις στην αγκαλιά μου; Πώς διψούσες για ένα μου φιλί, για μία νύχτα άγριου πάθους στο κρεβάτι μου;»

«Θυμάμαι», της απάντησα ικανοποιώντας την για μια στιγμή. «Μόνο που όταν δεν ήσουν εύκαιρη μου τα έδιναν απλόχερα κι οι φίλες σου».

Ποτέ δεν είχα κοιμηθεί με τις ελάχιστες νταμπιρίνες που είχαν το ψυχικό σθένος να κάνουν παρέα με την Κέιζα. Ωστόσο, ήθελα να δω το χαμόγελο ικανοποίησης να μετατρέπεται σε συνοφρύωμα και τον εγωισμό της να σπάει σε χίλια κομμάτια, όπως συνέβη με τον δικό μου όταν την βρήκα καβάλα σε έναν φίλο μου.

«Μείνε μακριά από την Ορόρα», την προειδοποίησα καθώς επέστρεφα στο παλάτι.

Ορόρα

Το Τζόυ (= χαρά) ήταν όνομα και πράγμα. Η διακόσμηση ήταν νεανική με φώτα και vintage αντικείμενα, το μενού πλούσιο και οι υπάλληλοι απίστευτα φιλικοί. Θα μπορούσα να έρχομαι κάθε μέρα και να γευματίζω μονίμως εδώ αντί για το μεγαλοπρεπές παλάτι, υπό έναν όρο: να μην υπήρχαν πελάτες.

Ήταν άσχημη σκέψη, αλλά δυστυχώς το μόνο αγκάθι ήταν τα νταμπίρ γύρω μας. Τα περισσότερα με κοιτούσαν με μισό μάτι, ενώ δύο παρέες δεν δίστασαν να φύγουν μόλις έκανα την εμφάνιση μου. Το προσωπικό δεν αποθαρρύνθηκε ωστόσο και δεν μου έδωσε την εντύπωση ότι ήταν ευγενικό από καθαρή υποχρέωση. Κι άλλα νταμπίρ θέλησαν να μου συστηθούν και να ανταλλάξουμε δυο φιλικές κουβέντες, λιγότερα όμως σε σχέση με αυτά που πιθανόν να ήθελαν να με δείρουν. Πλέον ήταν παραπάνω από φανερή η αποτυχία των βασιλέων στα πάντα.

«Μην τους ξεσυνερίζεσαι», μου ψιθύρισε ο Τσέις βλέποντας με να δυσανασχετώ με το ψυχρό κλίμα. «Πάντα έτσι φέρονται όταν βλέπουν κάποιον πιο όμορφο από αυτούς. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι εγώ δεν έχω κανέναν φίλο».

Εγώ γέλασα με το σχόλιο του Τσέις. Τον ήξερα μόνο μία μέρα, αλλά είχε καταφέρει να κερδίσει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Ήταν αστείος και γεμάτος αυτοπεποίθηση χωρίς να αγγίζει τα όρια της αλαζονείας.

«Τότε θα έχουμε ο ένας τον άλλον», του απάντησα.

Αφού παραγγείλαμε και μπορέσαμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι όλο το μαγαζί ήταν στραμμένο πάνω μας, συνεχίσαμε την χθεσινή συζήτηση περί ενδιαφερόντων. Για αρκετή ώρα άφησα την Μέλανη να μιλάει για τα νέα ξόρκια στα οποία πειραματιζόταν, όσο άβολα κι αν με έκανε να νιώθω αυτή η συζήτηση. Την στιγμή που η ίδια μιλούσε με τόση αγάπη για την μαγεία της, δεν μπορούσα να την κατακρίνω για ένα τόσο σημαντικό κομμάτι του εαυτού της. Στο κάτω - κάτω εκείνη επέλεξε να το αποκτήσει.

Μόλις τελείωσε την εξιστόρηση των τελευταίων της κατορθωμάτων, η Οκτόμπερ που για ώρα έδειχνε να κρατιέται, στράφηκε σε μένα και με μεγάλο ενθουσιασμό με ρώτησε για τον Κάρτερ. Ο Σκοτ με τον Τσέις σιγόνταραν την ανάγκη της να ακούσει για τον φλογερό μας έρωτα, παρά το γεγονός ότι η Μέλανη τους ζητούσε να είναι πιο διακριτικοί.

«Ω έλα τώρα», παραπονέθηκε ο Σκοτ. «Να μην μάθουμε για το ρομαντικό τους ειδύλλιο που κατάφεραν να κρύψουν για δυο χρόνια;»

«Ναι, κι εγώ θα ήθελα πολύ να το ακούσω».

Η τελευταία πρόταση ειπώθηκε από μια άγνωστη για μένα φωνή. Μόλις γύρισα να αντικρίσω την ψηλή κοκκινομάλλα με τα ανοιχτά, καστανά μάτια να με κοιτάζει επικριτικά, ένιωσα όλο μου το στέρνο να παγώνει. Οι φίλοι μου την αγριοκοίταξαν και της ζήτησαν να φύγει, αλλά εκείνη ανακοίνωσε δυνατά πως δεν είχαν το δικαίωμα να την διώξουν, εκτός κι αν η βασίλεια είχε μετατραπεί σε τυραννία. Και έτσι αποστόμωσε πλήρως την Μέλανη. Ο κλήρος λοιπόν έπεφτε σε μένα.

Σηκώθηκα αργά και έτεινα το χέρι μου προς εκείνη μόλις στάθηκα απέναντι της.

«Εσύ πρέπει να είσαι η Κέιζα. Δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να συστηθούμε, παρά το γεγονός ότι παραλίγο να βρεθείς εσύ στην θέση μου».

Τα βλέμματα των θαμώνων εξακολουθούσαν να βρίσκονται πάνω μου, με διαφορετικό συναίσθημα πλέον. Έκπληξη έσταζε από τα μάτια τους, όπως κι από αυτά της Κέιζα. Δεν περίμενε να φερθώ με τόση ψυχραιμία, η οποία μάλιστα δεν ήταν ψεύτικη. Είχα όλη την καλή διάθεση να γνωριστούμε καλύτερα, γιατί πίστεψα ότι κάποτε αγάπησε τον Κάρτερ κι ένα μεγάλο λάθος της κόστισε τον γάμο τους. Ακόμα κι αν δεν ένιωθε τίποτα για εκείνον όμως, δεν έπαυε να είναι υπήκοος μου και να είναι καθήκον μου ό,τι την αφορούσε. Για το καλό και των δυο μας λοιπόν έπρεπε να καταπολεμηθεί η ζήλια πριν κάνει αισθητή την παρουσία της. Το να μονομαχείς άλλωστε για ένα αγόρι ήταν τόσο ξεπερασμένο!

«Είμαι η Ορόρα», συνέχισα. «Φαντάζομαι πως το ξέρεις ήδη, αλλά για να μην δώσω στον κόσμο έναν παραπάνω λόγο να με σχολιάζει, καλό θα είναι να συστηθώ».

Μερικά γελάκια έφτασαν στα αυτιά μου βοηθώντας με να στέκομαι όρθια και να καταπολεμώ το τρέμουλο της αγωνίας.

Η Κέιζα έριξε μια ματιά γύρω της κι όταν συνειδητοποίησε πόσοι ήταν παρόντες, αποφάσισε να αφήσει στην άκρη τον εγωισμό της. Έσφιξε το χέρι μου και μουρμούρισε ότι χάρηκε για την γνωριμία, χωρίς βέβαια να πείθει κανέναν μας.

«Θέλεις να καθίσεις μαζί μας;», της πρότεινα και μπόρεσα να νιώσω την άρνηση των τεσσάρων νταμπίρ να με χτυπάει μόνο με την ενέργεια τους. Αυτό ακριβώς όμως είναι που έδωσε την ώθηση στην Κέιζα να δεχτεί, ώστε να τους δυσαρεστήσει.

«Λοιπόν», σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι και κούνησε ελαφρά το κεφάλι της κάνοντας τις πύρινες, κυματιστές της τούφες να χορέψουν. «Μίλαγες για τον Κάρτερ πριν σε διακόψω. Μπορείς να συνεχίσεις».

Η Μέλανη έσμιξε έντονα τα φρύδια της σε σημείο να ενωθούν. Έδειξε απροκάλυπτα το πόσο διαφωνούσε με την όλη κατάσταση, αλλά δίστασε να το πει δυνατά. Βρισκόμασταν σε δημόσιο χώρο και το παραμικρό θα γινόταν αίτιο άσχημων κουτσομπολιών.

«Τα παιδιά ήθελαν να μάθουν τι συνέβη μεταξύ μας και τελικά παντρευόμαστε».

«Κι εγώ. Ακούγεται πως όλα ξεκίνησαν πριν δυο χρόνια. Περίεργο. Τόσο ακριβώς είμαστε χώρια».

Εγώ καθάρισα τον λαιμό του και πάλεψα μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου να κάνω τις κατάλληλες αλλαγές στην ιστορία μου, με βάση την υπενθύμιση της.

«Ο Κάρτερ είχε θυμώσει με ό,τι συνέβη και περάσαμε αρκετό χρόνο μόνοι μας. Κάναμε εκδρομές στις γύρω πόλεις και μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο για να κοιμόμαστε αγκαλιά. Όλη η προσπάθεια μου να τον παρηγορήσω εξελίχθηκε σε κάτι παραπάνω από οικογενειακή αγάπη. Ήμασταν δυο νταμπίρ, μόνα μας, μαγεμένα από το εξωτικό κομμάτι της Ανδαλουσίας- εκεί που η Ανατολή συναντά την Δύση, το πιο ερωτικό σημείο της Γης».

«Άρα σε χρησιμοποίησε για να με ξεπεράσει», ήταν η αντίδραση της Κέιζα, και δεν ήταν τελείως λανθασμένο συμπέρασμα.

«Εμένα μου ακούγεται περισσότερο σαν να βρήκε την αληθινή αγάπη», αποκρίθηκε η Οκτόμπερ.

«Μην ξεχνάς ότι το μόνο που πληγώθηκε από την όλη ιστορία ήταν ο εγωισμός του», της θύμισε η Μέλανη.

«Η Κέιζα έχει δίκιο να σκέφτεται με αυτό τον τρόπο».

Η ανωτερότητα μου εξέπληττε τους πάντες και κυρίως εμένα. Συνέχιζα όμως να βαδίζω σε αυτό το μονοπάτι γιατί με έκανε να αισθάνομαι όμορφα. Η δυσάρεστη αίσθηση του ξεκατινιάσματος θα οδηγούσε σε ένα ντόμινο που θα ολοκληρωνόταν μονάχα με τον δικό μου εξευτελισμό.

«Ωστόσο, η συνέχεια θα σε διαβεβαιώσει πως δεν έγινα η αντικαταστάτρια σου».

Εκείνη προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να παραμορφώσει το πρόσωπο της. Ακόμα κι έτσι όμως ήταν πολύ όμορφη. Έπρεπε να της το αναγνωρίσω.

«Πού ήσουν λοιπόν δυο χρόνια τώρα;», ρώτησα. «Έμαθα πως έφυγες από την Μόιρα μετά το ατυχές συμβάν».

Η Μέλανη στριφογύρισε τα μάτια της στον χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησα για τον χωρισμό της με τον Κάρτερ, παρέμεινε ωστόσο σιωπηλή.

«Τριγύρω», απάντησε η Κέιζα.

«Και πώς πήγες εκεί; Αεροπορικώς;»

Εκείνη έριξε ένα επιθετικό βλέμμα στον ειρωνικό Τσέις πριν μας υπενθυμίσει ότι η προσωπική της ζωή δεν ήταν θέμα προς συζήτηση.

«Αν η Ορόρα μπορεί να μιλάει για την δική της, τότε δεν σε εμποδίζει τίποτα», αποκρίθηκε η Μέλανη.

«Η Ορόρα είναι η μέλλουσα βασίλισσα και καλώς ή κακώς έχει καθήκον να εκτίθεται. Ούτε εκείνη, ούτε ο Κάρτερ έχουν δικαίωμα να κρατούν μυστικά. Ούτε καν ο ένας από τον άλλον!»

«Δεν κρατάμε», την διαβεβαίωσα.

Μισόκλεισε τα μάτια της για να με περιεργαστεί κι έπειτα κροτάλισε τα δάχτυλα της για να παραγγείλει. Φαίνεται πως της άρεσε να κάθεται μαζί μας και να φορτίζει την ατμόσφαιρα. Εγώ πάντως δεν είχα κανένα πρόβλημα να συνεχίσω να μιλάω μαζί της. Στο κάτω - κάτω αν είχε επιστρέψει στην Μόιρα για να διεκδικήσει τον Κάρτερ, έπρεπε να μάθω καλά τον ανταγωνισμό.

Κάρτερ

Η Ορόρα με την Μέλανη άργησαν να γυρίσουν στο παλάτι. Είχε σχεδόν μεσημεριάσει και οι πριγκίπισσες δεν έκαναν την εμφάνιση τους. Αποφάσισα λοιπόν να επισκεφτώ την βιβλιοθήκη και μετά από τόσο καιρό να διαβάσω λίγα πράγματα για την μαγεία μου.

Τα ράφια για την μαγεία του νερού ήταν αμέτρητα, γιατί αυτό ήταν το στοιχείο της Μπερενγκάρια -που έχτισε την βιβλιοθήκη- κληρονομιά από τον Έιναρντ, πατέρα του Γεώργιου. Ήταν τοποθετημένα με χρονολογική σειρά και παραδόξως τα παλιότερα ήταν πιο εμπλουτισμένα από τα νεώτερα. Φαίνεται πως οι αρχικές παρατηρήσεις και εκτιμήσεις δεν διέφεραν από τις σύγχρονες, που πραγματοποιήθηκαν με την βοήθεια της τεχνολογίας. Και είναι κατανοητό αν αναλογιστεί κανείς ότι τα συγγράμματα γράφτηκαν τον μεσαίωνα, αλλά τα νταμπίρ με μαγεία υπήρχαν από την αρχαιότητα.

Για να μην σπάσω την ροή του χρόνου έπιασα το παλιότερο και κάθισα στο πάτωμα να το ξεφυλλίσω. Οι εικόνες δίπλα στα μεσαιωνικά αγγλικά ήταν πιο διαφωτιστικές από τα κείμενα. Κατά κύριο λόγο έδειχναν νταμπίρ σε διαδικασία ξορκιού, αλλά δεν είχα ποτέ σκοπό να προχωρήσω σε τέτοια πρακτική. Το μόνο που αποζητούσα ήταν να ελέγξω την μαγεία μου κι όχι να την χρησιμοποιήσω. Προχωρώντας όμως στην μελέτη, έμαθα ότι με το νερό μπορούσα να πάρω τον πόνο κάποιου και δεν καταπολέμησα τον πειρασμό να μάθω τον τρόπο. Κατ' επέκταση έμαθα κι άλλες πρακτικές, όπως να ελέγχω υδάτινες πηγές ώστε να κατατροπώνω εχθρούς ή ακόμα και να τηλεμετακινούμαι. Επιπλέον, υπήρχε ξόρκι το οποίο μου επέτρεπε να κολυμπάω για ώρες δίχως να πνίγομαι. Όσο περισσότερο γνώριζα τις δυνατότητες μου, ένιωθα λιγότερα ένοχος για την ύπαρξη τους. Δεν ήξερα γιατί είχα τύψεις για κάτι που δεν απέκτησα επίτηδες, συνέβαινε όμως. Και μερικά βιβλία με βοήθησαν να δω το φως στο χρόνιο σκοτάδι μου.

Μετά από αρκετή μελέτη του νερού αποφάσισα να επεκταθώ και στα υπόλοιπα στοιχεία. Επόμενη στάση θα ήταν το ράφι με την αντίθετη μαγεία, αυτή της φωτιάς. Όταν όμως στάθηκα μπροστά από τον συγκεκριμένο τομέα είδα να λείπουν τρία βιβλία. Οι θέσεις τους ήταν κενές και τα αναζήτησα στην υπόλοιπη βιβλιοθήκη. Πουθενά όμως δεν υπήρχαν παραπάνω βιβλία από ό,τι έπρεπε. Πιθανόν λοιπόν κάποιος να τα είχε δανειστεί. Για να σιγουρευτώ ότι δεν είχαν κλαπεί τόσο σημαντικά συγγράμματα, ανέβηκα στον πρώτο όροφο αναζητώντας την μητέρα μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να έρθω αντιμέτωπος με τον βασιλιά μετά από μία ακόμη αντιπαράθεση μας.

Ευτυχώς, δεν άργησα να βρω την μητέρα μου μια που βρισκόταν στο δωμάτιο της. Η ανακούφιση μου όμως έσβησε όταν την βρήκα να κάθεται στο κρεβάτι της, δίπλα στο απλωμένο της νυφικό. Και δεν χρειάστηκε πολύ σκέψη για να καταλάβω την αιτία του αερισμού του.

«Δεν γίνεται να επιλέξει τουλάχιστον το φόρεμα;»

Εκείνη γέλασε ελαφριά και μου έκανε νόημα να πλησιάσω.

«Θέλω μόνο να το δοκιμάσει για να καταλάβω πάνω κάτω τι φόρμα της ταιριάζει».

Το οτιδήποτε θα έδειχνε αριστούργημα πάνω στην Ορόρα, αλλά δεν θα ανακατευόμουν με αυτές τις δουλειές. Για κάποιο λόγο η εύρεση των τριών βιβλίων για την μαγεία της φωτιάς, φάνταζε πολύ πιο σημαντική από τον γάμο μου. Οπότε και μπήκα κατευθείαν στο θέμα.

«Λείπουν τρία βιβλία από την βιβλιοθήκη. Κοίταξα παντού, αλλά δεν τα βρήκα πουθενά. Δανείστηκε κανείς τίποτα τις τελευταίες μέρες;»

«Δεν έχει έρθει κανείς στην βιβλιοθήκη εδώ κι ένα χρόνο. Τι είδους βιβλία είναι αυτά;»

«Μαγείας. Της φωτιάς».

Ήταν φυσικό να απορήσει τι με ένοιαζε η μαγεία της φωτιάς, οπότε και της εξήγησα πώς οδηγήθηκα στα ράφια που την αφορούσαν. Και το πρόσωπο της άστραψε όταν έμαθε πως μελέτησα την δική μου.

«Έμαθες κάτι χρήσιμο;»

«Αρκετά», της απάντησα. «Όχι όμως πώς να την αποκτήσει κανείς από το πουθενά».

«Δεν πειράζει. Τώρα πια την έχεις. Δεν έχει σημασία το πώς».

«Πιθανόν», αποκρίθηκα χωρίς να συμφωνώ πραγματικά. «Όμως δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο λείπουν τρία βιβλία και μάλιστα από το ίδιο στοιχείο. Πόσα νταμπίρ με την μαγεία της φωτιάς μένουν στην Μόιρα;»

Η μητέρα μου στοχάστηκε προτού μου δώσει την εξωφρενική της απάντηση.

«Κανένα πια».

Γιατί μπορούσαν να προστατέψουν τους εαυτούς τους καλύτερα από ό,τι οι βασιλείς τους!

«Τότε μάλλον δεν τα πήραν αυτοί».

«Μπορεί να χάθηκαν σε κάποια ανακαίνιση ή να καταστράφηκαν».

«Γιατί ακούγεσαι αβέβαιη; Θα έπρεπε να ξέρεις ανά πάσα ώρα και στιγμή πού βρίσκεται το κάθε σύγγραμμα».

«Δεν νομίζεις ότι είσαι λίγο υπερβολικός; Αφού η φωτιά δεν είναι το στοιχείο σου».

Εγώ ξεφύσησα και προσπάθησα να χαλαρώσω για να μην παγώσω. Όντως, η λογική μου έκανε την ίδια υπόδειξη, αλλά κάτι μέσα μου δεν ήθελε να εγκαταλείψω την έρευνα. Υπήρχε μια εσωτερική φωνή που με πρόσταζε να βρω τα βιβλία, γιατί για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήταν σημαντικά.

«Ίσως να ψάξω στον πύργο», πρότεινα στον εαυτό μου δυνατά. «Πάντα εκεί καταλήγει οτιδήποτε παλιό».

Η μητέρα μου δεν με αποθάρρυνε, παρά το γεγονός ότι δεν συμμεριζόταν την επιμονή μου. Μου ευχήθηκε μάλιστα καλή επιτυχία την ώρα που έβγαινα από το δωμάτιο της.

Προχώρησα μέχρι την άκρη του διαδρόμου για να πάρω την στροφή που θα με οδηγούσε στον δρόμο για τον πύργο, αλλά με σταμάτησαν δύο πολύ γνωστά μου νταμπίρ.

«Βρε καλώς τες», κοντοστάθηκα μπροστά από την Μέλανη και την Ορόρα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου. «Τον βρήκατε τον δρόμο;»

Η Μέλανη έσμιξε επικριτικά τα φρύδια της και με πολύ θράσος με ενημέρωσε ότι δεν έπειθα καθόλου για αυστηρός. Η Ορόρα από μεριά της είχε πιο γλυκό τόνο όταν μου είπε πως παρασύρθηκαν με την παρέα τους.

«Προφανώς και αστειεύομαι», αποκρίθηκα. «Αλλά λίγος σεβασμός στον μεγάλο σου αδερφό δεν βλάπτει Μελς».

«Ναι, ό,τι πεις. Αφήστε με τώρα να ξεκουραστώ, γιατί δέχτηκα υπερβολική δόση Κέιζα σήμερα».

Ένιωσα να μουδιάζω ολόκληρος στην αναφορά αυτής και μάλιστα μπροστά στην Ορόρα. Εκείνη πάλι ήταν ήρεμη και σκέφτηκα ότι το μυαλό μου ταράχτηκε τόσο στο άκουσμα του ονόματος της Κέιζα, που απέκτησα παραισθήσεις.

«Τ- τι εννοείς; Πού την είδες;»

«Μπορεί να σου πει τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες η Ορόρα. Χάρις εκείνη την χόρτασα άλλωστε».

Η Ορόρα μονάχα γέλασε με τον μορφασμό που της χάρισε η Μέλανη καθώς απομακρυνόταν χορευτικά.

«Τι εννοεί;», ζήτησα να μάθω.

«Ήξερες ότι επέστρεψε;», με ρώτησε παραμένοντας ακέραιη. Αυτό ήταν! Επρόκειτο για παγίδα!

«Το έμαθα αφότου φύγατε. Θα στο έλεγα μόλις σε έβλεπα».

«Ε λοιπόν σε πρόλαβαν οι εξελίξεις», μου απάντησε κι έκανε να φύγει.

«Μισό λεπτό», την άρπαξα από το χέρι σταματώντας την. «Ακόμα δεν μου εξήγησες τα λόγια της Μέλανη».

«Τι να εξηγήσω;», γέλασε ελαφρά. «Έτυχε να την συναντήσω στο Τζόυ και της πρότεινα να κάτσει μαζί μας να γνωριστούμε. Αυτό είναι όλο. Α και να ξέρεις ότι υπάρχει συγκεκριμένη ιστορία για τον μεγάλο μας έρωτα». Στο τελευταίο μέρος της πρότασης της πετάρισε τα δάχτυλα της. «Να φροντίσεις να την απομνημονεύσεις για να μην καταλάβουν την κάθε άλλο παρά ρομαντική αλήθεια».

Εγώ είχα μείνει να την κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. Ανοιγόκλεινα πού και πού τα μάτια μου για να σιγουρευτώ ότι δεν κοιμόμουν και πως ό,τι άκουγα ήταν πέρα για πέρα πραγματικό. Από ό,τι φαινόταν δεν μου στήθηκε καμία παγίδα, απλώς η Ορόρα τύχαινε να είναι ο τύπος γυναίκας που δεν ζήλευε. Ή μήπως δεν με ήθελε αρκετά ώστε να φοβάται μήπως με χάσει;

«Εγκεφαλικό;», ψιθύρισε χαριτολογώντας.

«Περίπου», παραδέχτηκα. «Δηλαδή δεν μαλώσατε καθόλου;»

«Γιατί να μαλώσουμε; Έχουμε τίποτα να χωρίσουμε; Υποτίθεται πως εσύ είσαι ερωτευμένος μαζί μου».

«Δεν υποτίθεται», αντιτάθηκα. «Είμαι απλώς... Εγώ στην θέση σου θα τον έδιωχνα από την Μόιρα».

«Έχουμε ήδη χαμηλό πληθυσμό για να τον χαραμίσουμε για μερικά καπρίτσια», ήρθε πιο κοντά μου και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου. «Εξάλλου γιατί να ασχολούμαστε με τρίτους και να μην προσπαθούμε να δείξουμε ο ένας στον άλλον τι νιώθουμε;»

Ένα μειδίαμα ικανοποίησης έσκασε στα χείλη μου και τα δάχτυλα μου χάιδεψαν τρυφερά την μέση της.

«Μ' αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι».

Ευχαριστημένη με τα λόγια μου ανασηκώθηκε στις μύτες της να με φιλήσει κι έπειτα με ρώτησε πού πήγαινα. Χωρίς να ελέγξω το στόμα μου της απάντησα αμέσως, γιατί η αγκαλιά της με έκανε να χάνω τα λογικά μου. Μόλις όμως συνοφρυώθηκε στην αναφορά βιβλίων μαγείας προσγειώθηκα απότομα στην πραγματικότητα.

«Τι δουλειά έχεις εσύ με τέτοιου είδους βιβλία;»

«Ε...», καθάρισα τον λαιμό του. «Διάβαζα για την μαγεία της Μέλανη και συνεπαρμένος προχώρησα και στα άλλα στοιχεία. Έτσι ανακάλυψα ότι λείπουν τρία συγγράμματα που αφορούν την φωτιά».

Έδειξε να πείθεται με το ψέμα μου και χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό με ρώτησε αν ήθελα βοήθεια. Και φυσικά δέχτηκα.

Κατευθυνθήκαμε σιωπηλοί μέχρι το μπαλκόνι που οδηγούσε στον πύργο και παραμείναμε έτσι μέχρι να φτάσουμε στην κορυφή του. Η ανάβαση άλλωστε τόσων σκαλιών δεν ευνοούσε την πολυλογία. Σαν πήραμε μια ανάσα στην κορυφή της σκάλας, δεν μπόρεσα να μην σπάσω την αποπνικτική σιωπή και να την ρωτήσω γιατί εξακολουθούσε να είναι τόσο αρνητική με το θέμα της μαγείας. Μια ιστορία του μακρινού παρελθόντος και τα παραμύθια της γιαγιάς της δεν αποτελούσαν σημαντικό επιχείρημα.

«Υποθέτω πως η ιδέα έχει δημιουργήσει βαθιές ρίζες μέσα μου που δύσκολα μπορώ να την αποβάλλω».

«Η Μέλανη έχει μαγεία, αλλά είσαι άνετη κοντά της. Βλέπεις πως οι φόβοι σου δεν έχουν και ιδιαίτερη βάση».

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της και γύρισε την πλάτη της για να περιεργαστεί το κυκλικό δωμάτιο.

«Οι ιστορίες που άκουγα από την γιαγιά μου δεν ήταν ψέματα. Νταμπίρ παρασύρονταν από το μεγαλείο της δύναμης τους και βάδιζαν σε σκοτεινά μονοπάτια. Πριν το καταλάβουν είχαν πουλήσει την ψυχή τους στον διάβολο για λίγη δύναμη».

«Αυτό συμβαίνει με κάθε πλάσμα σε αυτό τον κόσμο, ανεξαρτήτως είδους. Στο όνομα της υπεροχής διαφθείρεται και η πιο αγαθή ψυχή».

Κατένευσε συμφωνώντας και γύρισε ξανά προς το μέρος μου.

«Όταν έχεις όμως τα κατάλληλα μέσα το κάνεις πιο γρήγορα».

Δεν υπήρχαν λόγια να περιγράψουν την δυσφορία που αισθανόμουν εκείνη την στιγμή. Από την μία ήθελα να φωνάξω πως είχα μαγεία και να της αποδείξω ότι είχε άδικο κι από την άλλη φοβόμουν ότι οι επιπτώσεις στην σχέση μας θα ήταν καταστροφικές. Δεν είχαν προκύψει ακόμα οι κατάλληλες συνθήκες για να της εκμυστηρευτώ το μεγαλύτερο μου βάσανο.

«Ας ελπίσουμε ότι η Μέλανη θα αποτελέσει εξαίρεση», ξεφύσησα και βάδισα προς το κοντινότερο μπαούλο.

Εκείνη ήρθε κοντά μου και με βοήθησε να ψάξω γρήγορα το εσωτερικό του ξύλινου αντικειμένου χωρίς αποτέλεσμα. Εκεί μέσα υπήρχαν μόνο ρούχα βασιλέων από την εποχή κιόλας της Μόιρα. Η μία στολή μάλιστα ξέραμε με σιγουριά πως άνηκε στον Γεώργιο, γιατί στο μοναδικό σωζόμενο πορτραίτο του φορούσε την συγκεκριμένη ενδυμασία.

Η Ορόρα έδειξε να συγκινείται που άγγιζε τα υφάσματα του Γεώργιου. Τουλάχιστον η παράδοση που τον ήθελε να χάνει τα λογικά του δεν είχε μολύνει τα συναισθήματα της για εκείνον. Σήκωσε το πάνω μέρος της φορεσιάς, ένα μακρύ σακάκι επενδυμένο με γούνα στις άκρες, την οποία ψηλάφισε μαλακά. Χάζεψε το πορφυρό του χρώμα και ένα μελαγχολικό χαμόγελο δέσποσε στα χείλη της.

«Ό,τι και να διάβαζα για τον Γεώργιο δεν μπορούσα να παραβλέψω ένα πράγμα», σήκωσε το βλέμμα της για να διασταυρωθεί με το δικό μου. «Την αγάπη του για την Μαρία. Ξεπέρασε κάθε φυσικό νόμο για να την έχει δίπλα του. Νίκησε τον θάνατο για χάρη της αγνοώντας το κόστος. Μα η μοίρα ήταν σκληρή και του την πήρε για δεύτερη φορά, οριστικά».

Ομολογώ πως κι εμένα με συγκινούσε αυτό το κομμάτι της ζωής του. Ακόμα κι η πιο σκληρή καρδιά σκιρτούσε με την ατελείωτη αγάπη που έθρεφε ο Γεώργιος για την γυναίκα του. Της έκανε δώρο μια ολόκληρη λίμνη, την οποία ο ίδιος δημιούργησε και κρατώντας το πτώμα της αγκαλιά, ξεπέρασε τον θρήνο του για να την διεκδικήσει από τον άλλο κόσμο. Μα κι εγώ στην θέση του θα έκανα το ίδιο. Αν ποτέ η ατυχία μου έφτανε στο ύψιστο επίπεδο κι έχανα την Ορόρα, δεν θα δίσταζα να ψάλλω δέκα ξόρκια για να την γυρίσω πίσω.

«Δοκίμασε το», είπε βγάζοντας με από τις σκέψεις μου.

Πριν προλάβω να αντιδράσω, σηκώθηκε όρθια και με τράβηξε ώστε να βρεθούμε στην ίδια ευθεία. Έπειτα μου φόρεσε το σακάκι του Γεώργιου και οπισθοχώρησε για να με περιεργαστεί.

«Αισθάνομαι γελοίος», παραδέχτηκα.

Με το ζόρι φορούσα ένα πουκάμισο, πόσο μάλλον μεσαιωνικό πανωφόρι. Ο ενθουσιασμός της Ορόρα βέβαια με απέτρεπε από το να το βγάλω αμέσως. Οπότε έκανα μια στροφή με τα χέρια ανοιχτά για να το καμαρώσει πάνω μου σε όλο του το μεγαλείο.

«Σου πηγαίνει πάρα πολύ. Κρίμα που δεν είναι στην μόδα πια!»

«Ναι. Άργησα εννέα αιώνες».

Το γάργαρο γέλιο της γέμισε τον χώρο μέχρι να το επισκιάσει το κρώξιμο ενός κορακιού. Ο απρόσκλητος επισκέπτης είχε τρυπώσει από το παράθυρο, που για κάποιον λόγο ήταν ανοιχτό και ξεκουραζόταν στην κορυφή μιας άδειας, μισάνοιχτης, ξύλινης ντουλάπας. Μόλις τα σαστισμένα μάτια μας ρίχτηκαν πάνω του, έκρωξε ξανά και πιο δυνατά.

«Υπάρχουν κοράκια στο Πόρτλαντ;», απόρησε η Ορόρα.

«Όχι».

Το πτηνό έμεινε για αρκετά λεπτά ακίνητο κοιτώντας μία εμένα και μία την Ορόρα. Φερόταν υπερβολικά ανθρώπινα για κοράκι και δεν αρκούσε η ευφυΐα του για να δικαιολογηθεί η συμπεριφορά του. Ήταν σαν να ήθελε κάτι από εμάς, σαν να μας έλεγχε για κάτι. Κι αφού το μόνο που αντίκριζε ήταν δυο αποσβολωμένα νταμπίρ, έβγαλε μια δυνατή κραυγή και πέταξε προς τις σκάλες.

«Πολύ περίεργο», μουρμούρισε η Ορόρα.

Η φωνή της με τράβηξε από τον λήθαργο, στον οποίο ένιωθα να βυθίζομαι με το κοίταγμα του κορακιού. Έπειτα έβγαλα το ρούχο του Γεωργίου και το πέταξα στο μπαούλο πίσω μου για να πάρω στο κατόπι το κοράκι.

Ορόρα

«Πού πάς;», τον ρώτησα μόλις τον είδα να τρέχει αλαφιασμένος προς τις σκάλες, μα δεν πήρα απάντηση.

Για να είμαι ειλικρινής, η παρουσία ενός φαινομενικά αθώου πουλιού με είχε επίσης καταβάλλει σε βαθμό που δεν έπρεπε. Λένε βέβαια πως ένα κοράκι συμβολίζει τον θάνατο και πριν λίγες μέρες αναρωτήθηκα αν θα συνέβαινε κάτι άσχημο στον πατέρα μου. Η σκέψη όμως ήταν υπερβολική και στις δυο περιπτώσεις, γι' αυτό και δεν την ανέπτυξα. Μονάχα άφησα τον Κάρτερ να ικανοποιήσει την περιέργεια του σε ό,τι αφορούσε το πτηνό και φρόντισα να επιστρέψει το γιλέκο του Γεώργιου στην θέση του.

Καθώς δίπλωνα το γούνινο ύφασμα και ήμουν έτοιμη να σκύψω στο μπαούλο, ένιωσα την παρουσία κάποιου πίσω μου και αναρίγησα. Έπρεπε να γυρίσω επί τόπου και να δω ποιος είχε βρεθεί τόσο αθόρυβα πίσω μου, αλλά κάτι μέσα μου με απέτρεπε από το να το κάνω. Πιθανόν φοβήθηκα με την ξαφνική εμφάνιση του αγνώστου και μούδιασα σε σημείο να μην μπορέσω να κουνηθώ. Μόνο τα ακροδάχτυλα μου άρχισαν να τρέμουν όταν ο αέρας γύρω μου έγινε πιο ψυχρός λες και όποιος βρισκόταν πίσω μου εξέπνεε πάνω στο δέρμα μου και ο συνδυασμός με το ρεύμα του ανοιχτού παραθύρου ήταν κάπως δυσάρεστος.

Μετά από πολύ πίεση που η ίδια άσκησα στον εαυτό μου, αποφάσισα να αντιμετωπίσω τον αθόρυβο παρατηρητή μου και κρατώντας την ανάσα μου γύρισα προς το μέρος του. Και αυτό που αντίκρισα με άφησε με το στόμα ανοιχτό.

Δεν είδα τίποτα!

Η Μόιρα είχε αρχίσει να με κάνει παρανοϊκή. Πλέον δεν υπήρχε η δικαιολογία του τζετ λακ. Ήμουν απλώς... παρανοϊκή! Τι μου συνέβαινε; Άκουγα φωνές, φανταζόμουν φαντάσματα; Μήπως η έτσι κι αλλιώς αδύναμη ψυχική μου υγεία αποδυναμωνόταν εξαιτίας του άγχους;

Ενώ προσπαθούσα να βρω μια λογική εξήγηση σε κάτι τελείως αλλόκοτο, άκουσα τα βήματα του Κάρτερ, ή τουλάχιστον ήλπιζα να είναι αυτός. Ευτυχώς, αυτή την φορά η φαντασία μου δεν μου παρουσίασε ψεύτικες καταστάσεις και όντως ο μέλλον συμβασιλέας και σύζυγος μου ήταν αυτός που στάθηκε στην κορυφή της σκάλας.

«Χάθηκε», με ενημέρωσε για την τύχη του κορακιού.

«Δεν πειράζει», φόρεσα ένα ψεύτικο χαμόγελο. «Να συνεχίσουμε το ψάξιμο;»

Πριν καν απαντήσει πέρασα στο δεύτερο μπαούλο αναζητώντας τα βιβλία περί μαγείας. Λίγη εργασιοθεραπεία θα ήταν ό,τι χρειαζόμουν κι ίσως να βοηθούσε περισσότερο, αν η αναζήτηση είχε αίσιο αποτέλεσμα. Δυστυχώς, ο Κάρτερ δεν βρήκε αυτό που ήθελε και η απογοήτευση ζωγραφίστηκε σε όλο του το πρόσωπο.

«Ήταν πρωτότυπα;», τον ρώτησα.

«Δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Είμαι βέβαιος πως το περιεχόμενο τους θα υπάρχει και σε άλλα βιβλία».

«Τότε δεν υπάρχει λόγος να στενοχωριέσαι», αποκρίθηκα και κούρνιασα στην αγκαλιά του.

Η αντίδραση μου έδειξε να τον μαλακώνει και με το χέρι του γύρω μου φύγαμε από τον ανατριχιαστικό πύργο για να έρθουμε αντιμέτωποι με το υπεροπτικό βλέμμα του Κέλλαν στους διαδρόμους. Κι ήταν τόση η δυσφορία μας εξαιτίας αυτής της συνάντησης, που φτάσαμε στο σημείο να απομακρυνθούμε ο ένας από τον άλλον.

«Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο με τον πατέρα σου Ορόρα», μου ανακοίνωσε περιχαρής. «Μεθαύριο θα καταφτάσει και η υπόλοιπη οικογένεια σου στην Μόιρα».

Προφανώς η βιασύνη των ενηλίκων οφειλόταν στο γεγονός ότι ήθελαν να επισπεύσουν και τον γάμο. Τόσο αφόρητα φάνταζαν πλέον τα παιδιά τους που έπρεπε μέχρι το τέλος του καλοκαιριού να εγκαταλείψουν την Αυλή.

«Καλώς να έρθουν», είπα όσα πιο εύθυμα μπορούσα.

Ο Κέλλαν μειδίασε ευχαριστημένος και περιεργάστηκε τον γιο του.

«Η μητέρα σου μου είπε ότι αναζητούσες κάποια βιβλία μαγείας. Μα παραδόξως ήταν της φωτιάς».

Μια ανεξήγητη ένταση χτύπησε τον Κάρτερ σαν ρεύμα, ο οποίος ανασηκώθηκε στις μύτες του για ένα δευτερόλεπτο και έσφιξε τις γροθιές του.

«Ναι, τελείωσα με την μαγεία της Μέλανη», του εξήγησε. «Και ήθελα να επεκταθώ».

Ο Κέλλαν γέλασε πνιχτά και ψέλλισε κάτι που θύμισε Κατάλαβα πριν απομακρυνθεί με τα χέρια του σταυρωμένα στην πλάτη.

«Τι ήταν όλο αυτό;», ρώτησα τον Κάρτερ.

«Απλώς ο πατέρας μου είναι περίεργος», απάντησε γελώντας, αν και κάτι με έκανε να πιστέψω ότι δεν ένιωθε ευφορία.

«Αν πάντως επιμένεις στο θέμα των βιβλίων, μπορούμε να ψάξουμε και στο υπόλοιπο παλάτι».

Έδειξε να το σκέφτεται, αλλά πλέον δεν είχε την ίδια ανυπομονησία, πιθανόν και λόγω του Κέλλαν. Οπότε όταν αρνήθηκε και με ενημέρωσε πως θα πήγαινε στο δωμάτιο του να ξαπλώσει, δεν επέμεινα ούτε του φορτώθηκα. Κατευθύνθηκα στο δικό μου για ένα καυτό ντουζ.

Στο μεταξύ, στο κρεβάτι μου με περίμενε μία έκπληξη. Πάνω στα πορφυρά, σατέν σεντόνια είχε απλωθεί μία κάτασπρη τουαλέτα, με δαντέλες στο στήθος και στα μανίκια. Η φούστα δεν ήταν πολύ ανοιχτή, ούτε πολύ κλειστή, και ήταν επενδυμένη με μικρά διαμαντάκια. Η απόληξη της είχε επίσης κεντημένη δαντέλα με διακριτικό τρόπο για να μην επιβαρύνεται η ένταση του νυφικού, γιατί περί αυτού επρόκειτο.

Το φόρεμα ήταν πανέμορφο και καταλάγιασε την φρίκη μου όταν το είδα. Αφού έτσι κι αλλιώς θα παντρευόμουν σε λίγες μέρες, ήταν λογικό να βρεθεί κάτι τέτοιο στο δωμάτιο μου. Και πιθανόν η υπεύθυνη ήταν η Χόουπ. Νόμιζα μάλιστα ότι αυτό ήταν το δικό της νυφικό και σιγουρεύτηκα όταν το σήκωσα για να το επεξεργαστώ καλύτερα.

Ήταν πραγματικά ένα πολύ κομψό και εκθαμβωτικό ρούχο, παρά την απλότητα του. Δεν μπορούσα να μην φανταστώ πώς θα ήμουν μέσα του, γι' αυτό και κατευθύνθηκα στον καθρέφτη στρώνοντας το ύφασμα πάνω μου. Και επειδή η εικόνα μου άρεσε, αποφάσισα να βγάλω τα ρούχα μου και να φορέσω αυτό. Τότε ο καθρέφτης μου έδειξε κάτι ακόμα καλύτερο, ειδικά όταν έσπρωξα πίσω τα μακριά μου μαλλιά και η δαντέλα δέσποσε περήφανη στο στέρνο μου. Με μια στροφή μάλιστα λαμπίρισαν και τα στρασάκια. Δεν μπορούσα να μην γελάσω σαν παιδί με το νέο μου παιχνίδι, αν και αυτό το ένδυμα μου υποδείκνυε πως πλέον μόνο παιδί δεν ήμουν.

Το στροβιλιτό με έκανε να διψάσω, οπότε προχώρησα προς το τραπέζι με το νερό. Γέμισα το γυάλινο ποτήρι με το δροσερό υγρό και πότισα το στόμα μου μέχρι να ανακουφιστώ. Έπειτα έκανα να επιστρέψω το ποτήρι στην θέση του, μα η ανόητη είχα επιστρέψει την προσοχή μου στον καθρέφτη και θρύψαλα σκόρπισαν στο δάπεδο. Αμέσως γονάτισα για να τα μαζέψω, αλλά η απροσεξία μου δεν είχε τέλος, με αποτέλεσμα ένα κομμάτι γυαλί να εισβάλλει στο δέρμα μου και να το γεμίσει με αίμα.

«Να πάρει», ψέλλισα και κατευθύνθηκα στο μπάνιο για να καθαριστώ.

Η φούστα χόρευε αναστατωμένη στον ρυθμό των βιαστικών μου κινήσεων και αναπόφευκτα συνάντησε την παλάμη μου αρκετές φορές. Δεν ήμουν σε θέση να υπολογίσω και την δική της ζημιάς μέχρι που αντίκρισα στον καθρέφτη του μπάνιου μια μακριά κηλίδα αίματος λίγο πιο δεξιά από την μέση. Και τότε συνέβη ένα ακόμα παράδοξο: αντίκρισα εμένα αιμόφυρτη στο έδαφος. Φορούσα επίσης άσπρο φόρεμα, αλλά όχι αυτό.

Η εικόνα εμφανίστηκε στον νου μου φευγαλέα, αλλά μου προκάλεσε έντονα συναισθήματα, όπως το κοράκι στον πύργο. Αυτή την φορά όμως ήταν πιο ξεκάθαρα. Ένιωσα φόβο και θυμό, αλλά δεν ήξερα το γιατί. Και για ποιον λόγο να υπάρχει αποθηκευμένη μια τέτοια εικόνα, αφού δεν ήταν πραγματική ανάμνηση;

Η μόνη λογική εξήγηση που μπορούσα να δώσω ήταν η πλέον παράλογη: Η Μόιρα ήταν στοιχειωμένη.

«Ορόρα;»

Η λεπτή φωνή της Μέλανη με έκανε να αναπηδήσω. Δεν την άκουσα να μπαίνει στο δωμάτιο, γιατί είχα απορροφηθεί στην παράνοια μου.

«Κόπηκες;», αναφώνησε κι ήρθε κοντά μου για να περιεργαστεί την πληγή.

«Ε ναι... δεν είναι κάτι σοβαρό».

«Έχει μπει γυαλί», παρατήρησε. «Πρέπει να σε πάω στο νοσοκομείο».

«Μπορείς μήπως πρώτα να μου βγάλεις το ματωμένο νυφικό;»

Συνοφρυώθηκε στον χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησα γιατί όλη μου η εικόνα ήταν μακάβρια από μόνη της. Παραταύτα, συγκράτησε την δυσφορία της και αφού μου έβαλε πρόχειρα μια γάζα, με βοήθησε να απελευθερωθώ από το νυφικό.

Όταν τελικά ετοιμάστηκα, πήραμε τον δρόμο για το νοσοκομείο χωρίς να λέμε πολλές κουβέντες. Οι σκέψεις μας βέβαια φώναζαν περισσότερο από τα χείλη μας.

Μόλις φτάσαμε, προχωρήσαμε στην αίθουσα αναμονής γιατί η Σάρα κοιτούσε έναν ασθενή και προτίμησα να την περιμένω για να γνωρίσω κιόλας την μαμά της Οκτόμπερ. Αυτή την φορά όμως, η Μέλανη δεν μπόρεσε να κρατηθεί και με ρώτησε γιατί είχα μαρμαρώσει στην θέαση του αίματος. Δεν σκέφτηκε την πιθανότητα να με ανατριχιάζει το συγκεκριμένο υγρό. Ήταν βέβαιη ότι υπήρχε βαθύτερη αιτία και θα ήταν υποτιμητικό να πω ψέματα σε ένα νταμπίρ με τόση ικανότητα να διαβάζει τους άλλους.

«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι, αν μου υποσχεθείς ότι δεν θα με κοροϊδέψεις;»

Η Μέλανη ορκίστηκε στον οίκο της πως οτιδήποτε έβγαινε από το στόμα μου, θα το αντιμετώπιζε με πλήρη σοβαρότητα. Και νιώθοντας ασφάλεια μαζί της, της εξομολογήθηκα την σκέψη μου για την Μόιρα θέτοντας και τα κατάλληλα επιχειρήματα. Πρώτα το δωμάτιο του ξενώνα και ο ψίθυρος, έπειτα το κλάμα μωρού και όλα όσα ακολούθησαν σήμερα. Εκείνη από μεριά της, με παρακολουθούσε κατευνάζοντας όταν άκουγε τα ανεξήγητα φαινόμενα χωρίς να γουρλώνει τα μάτια της ή να αναφωνεί. Ήταν ήρεμη λες και της παρουσίαζα κάτι τελείως καθημερινό.

«Σίγουρα θα πιστεύεις ότι είμαι τρελή...»

«Όχι», μου απάντησε με πλήρη ειλικρίνεια. «Δεν ακούγεσαι φαντασιόπληκτη. Φαίνεται πως πιστεύεις αυτό που μου λες».

«Μα δεν σημαίνει ότι είναι και αλήθεια».

Η Μέλανη χαμήλωσε το βλέμμα της στο πάτωμα για να επεξεργαστεί λίγο ακόμα όσα είχαν ειπωθεί. Σε καμία περίπτωση δεν σκέφτηκα πως προετοίμαζε την δική της αποκάλυψη.

«Από όταν έφυγε ο Κάρτερ για Σεβίλλη βλέπω κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο», ξεκίνησε και τα σμαραγδένια της μάτια επέστρεψαν στην ίδια ευθεία με τα δικά μου. «Μια κοπέλα με ένα ματωμένο νυφικό. Είναι γονατισμένη και κλαίει. Πονάει; Θρηνεί; Μάλλον και τα δύο. Κάθε φορά που πάει να ανασηκωθεί, ξυπνάω και δεν βλέπω το πρόσωπο της. Μέχρι που σήμερα σε αντίκρισα στο μπάνιο και έκανα την σύνδεση. Έβλεπα εσένα».

Η Μέλανη δεν ήξερε για τον γάμο μέχρι να το μάθει κι ο αδερφός της. Ακόμα όμως κι αν ένα βράδυ με ονειρεύτηκε με ματωμένο νυφικό, η ανησυχία δεν θα ήταν μεγάλη. Το μυαλό της έκανε έναν αρρωστημένο συνειρμό γιατί ο αδερφός της ερχόταν στην Σεβίλλη. Τώρα όμως που ο εφιάλτης ήταν επαναλαμβανόμενος;

«Νομίζω πως έχεις δίκιο να πιστεύεις σε κάτι περίεργο και ίσως να φταίει η ενέργεια της πόλης».

«Δηλαδή;», ρώτησα.

«Το προστατευτικό τείχος δημιουργήθηκε από μαγεία. Το ίδιο ισχύει για την γενέτειρα της Μόιρα, την Βρίλυ. Εκεί ξέρουμε πως η κοινότητα έχει μόνιμα καλοκαίρι εξαιτίας της τεράστιας ενέργειας που προέκυψε από τα δικά της τείχη. Ίσως η Μόιρα να αποκτά με την σειρά της αυτή την ιδιαιτερότητα και όσα έχεις ζήσει να είναι οι επιπτώσεις αυτών».

Ακουγόταν πολύ πιο λογικό από την περίπτωση η πόλη να είναι στοιχειωμένη. Ωστόσο, η ανάμιξη της μαγείας σε όλο αυτό μου προκαλούσε δυσφορία.

«Αποκλείεται τελείως η περίπτωση του άγχους;»

Εκείνη χαμογέλασε συμπονετικά.

«Αν όλο αυτό σταματήσει, τότε όχι. Ας έχουμε όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μας την συγκεκριμένη πιθανότητα. Σκέψου πόσο θα βοηθήσει την φήμη σου, αν ο ερχομός σου συνοδευτεί με μια τόσο μεγάλη αλλαγή στην πόλη!»

«Δεν θα με πείραζε να περάσω και λίγο απαρατήρητη».

«Πολύ φοβάμαι πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Δεν είσαι γεννημένη για το περιθώριο».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top