5. ΜΟΙΡΑ

Ορόρα

Κοιτούσα έξω από το παράθυρο και χάζευα τα σύννεφα. Απλώνονταν μπροστά μας σαν μαλακά πούπουλα και ήθελες να βγεις από το αεροπλάνο για να κάνεις τραμπολίνο. Σου έδιναν την αίσθηση ότι ήταν τρυφερά και απαλά σαν βαμβάκι. Η εικόνα τους με γαλήνευε και έδιωχνε το τρέμουλο της αγωνίας από πάνω μου. Ήθελα να φαίνομαι ψύχραιμη και για λίγη ώρα πίστεψα πως το είχα καταφέρει. Όταν όμως το δροσερό χέρι του Κάρτερ γλίστρησε στο καυτό, από την αγωνία, δέρμα μου συνειδητοποίησα ότι κάθε κύτταρο μου παρέμενε τσιτωμένο. Το γόνατο μου ανεβοκατέβαινε αλαφιασμένο και τα δόντια μου κόντευαν να κατασπαράξουν τα χείλη μου. Μάλλον το σύννεφα σε μορφή ζαχαρωτού δεν έκαναν την δουλειά που περίμενα. Απλώς με έκαναν να χάνομαι από την πραγματικότητα.

«Μην φοβάσαι», μου είπε χαμηλόφωνα, γιατί ο Μάικλ δίπλα του κοιμόταν. «Όλοι θα σε λατρέψουν στην Μόιρα και θα σε κάνουν να αισθανθείς αμέσως σαν το σπίτι σου».

«Αυτό είναι το πρόβλημα», ξεφύσησα και έμπλεξα τα δάχτυλα μας. «Να συνηθίσω δεύτερο σπίτι που σύντομα θα χάσω».

«Στην Καλιφόρνια θα κάνουμε μαζί μια τελείως νέα αρχή. Μόνο δυο φορές την έχω επισκεφτεί, οπότε είναι και για μένα σχεδόν άγνωστη».

Ένα κομμάτι του εαυτό μου χαιρόταν με το γεγονός ότι δεν ήμουν η μόνη που πατούσε τελείως στα τυφλά. Ήταν κάπως εγωιστικό από μέρους μου, αλλά μακριά από τον επικριτικό πατέρα μου μπορούσα να κάνω μη ανιδιοτελείς σκέψεις. Μπορεί να επιχείρησε να με καλοπιάσει με το σπαθί πριν φύγω και την ήπια συμπεριφορά του, δεν ξεχνούσα όμως όσα πέρασα δεκαεπτά χρόνια εξαιτίας του. Δεν θα του έκανα την χάρη να ανακουφίσω τις φανερές τύψεις του.

«Είμαι τελείως άγνωστη για την Μόιρα», αποκρίθηκα με πικρία. «Δεν νομίζω να συγχωρέσουν το γεγονός ότι έμεινα τόσο καιρό μακριά».

«Είχες ένα σωρό υποχρεώσεις στην Σεβίλλη».

«Έβρισκα όμως χρόνο για το Παρίσι».

«Που δεν έχει την ίδια απόσταση με το Πόρτλαντ. Εξάλλου επισκεπτόσουν την αδερφή του πατέρα σου, όχι τον θείο του».

Εγώ γέλασα πνιχτά. Ήταν αστείο το πόσο περίπλοκες ήταν οι συγγένειες. Ένα ζευγάρι βιαζόταν να παντρευτεί και να φτιάξει οικογένεια και ένας εικοσάχρονος κατέληγε ξάδερφος με έναν σαραντάχρονο. Υπήρχε μια κωμική χροιά σε αυτή την παράνοια, που μπορούσε να συμβεί στον οποιανδήποτε κι όχι μόνο σε βασιλείς.

«Ο Κέλλαν σιχαίνεται να του υπενθυμίζουμε ότι είναι θείος του πατέρα μου», του θύμισα.

«Γι' αυτό και το επαναλαμβάνω κάθε τρεις και λίγο».

Με θλίψη μου συνειδητοποίησα ότι η βιασύνη μου να ταξιδέψουμε στην Μόιρα σήμαινε την αναζωπύρωση της κόντρας Κάρτερ Κέλλαν. Η Ισπανία ήταν η απόδραση του από τον αποπνικτικό του πατέρα και εγώ του την στέρησα για να γλιτώσω από τον δικό μου.

«Συγγνώμη που γυρνάμε τόσο σύντομα».

Εκείνος κατάλαβε τον λόγο που απολογούμουν και μου χαμογέλασε χαϊδεύοντας το μάγουλο μου.

«Για χάρη σου θα πήγαινα και στον Κάτω Κόσμο».

«Τον Κάτω Κόσμο;», επανέλαβα απορημένη. «Σοβαρά πιστεύεις στα παραμύθια για την μεταθανάτια Αυλή;»

«Εσύ όχι; Κάθε βασιλιάς θέλει να πιστεύει ότι και στον θάνατο παραμένει ξεχωριστός».

«Είναι απλά λαογραφία. Γιατί να υπάρχει ξεχωριστός κόσμος για τους βασιλιάδες μας;»

«Γιατί η Μόιρα τον έφτιαξε ώστε να είναι μαζί με τον γιο της, τον Γεώργιο».

Ακουγόταν σαν μωρό που έπρεπε να πιστέψουν την ιστορία του, αλλιώς θα κατέρρεε όλος του ο κόσμος. Όμως ο Κάρτερ ήταν ολόκληρος άντρας και θα έπρεπε να ξεχωρίζει την πραγματικότητα από τον μύθο. Ο Κάτω Κόσμος δεν ήταν αληθινός κι ούτε η Μόιρα ήταν ποτέ σε θέση να χτίσει το οτιδήποτε υπερφυσικό, γιατί πολύ απλά δεν είχε μαγεία. Ο Γεώργιος πέθανε τρελαμένος από την δική του δίνοντας έναυσμα στους συγγραφείς και τους παραμυθάδες να οργιάσει η φαντασία τους.

Κάρτερ

Φτάνοντας στο Πόρτλαντ μας περίμενε ένα αμάξι από την Μόιρα. Εκτός από τον οδηγό, είχε έρθει και ο Σον για να μας καλωσορίσει και να γνωρίσει την Ορόρα. Της φέρθηκε ζεστά και η όμορφη πριγκίπισσα έλαμψε νιώθοντας την αμοιβαία συμπάθεια. Στον δρόμο για την Μόιρα μάλιστα είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του και μιλούσαν για την ζωή της στην Σεβίλλη. Ήταν σαφώς εγκρατής, χωρίς να δίνει πολλές λεπτομέρειες για ό,τι την πλήγωνε στην συμπεριφορά του Αλεχάντρο. Κι αυτή της η εγκράτεια την καθιστούσε ώριμη και σοφή επιλογή των ουρανών για τον θρόνο των νταμπίρ.

Καθώς πλησιάζαμε στην πολιτεία, η Ορόρα σώπασε και έμεινε προσηλωμένη στο παράθυρο για να δει όλη την διαδικασία εισόδου στην πόλη. Και όταν αυτή μπήκε στο οπτικό μας πεδίο, η πριγκίπισσα ανασκουμπώθηκε και γέλασε σαν παιδί που πήγαινε πρώτη φορά λούνα παρκ.

«Καλώς ήρθες στην Μόιρα», της χαμογέλασε ο Σον.

Μόλις περάσαμε το σύνορο, κάναμε στάση στο σπίτι του Νέιθαν Μακάρθι για να καταγραφεί η είσοδος μας. Εκείνος υποκλίθηκε βαθιά σε όλους μας και καλωσόρισε με την σειρά του την Ορόρα. Τόσο την ενθουσίασε το γεγονός ότι έμενε σχεδόν δίπλα στην αόρατη πύλη της Μοίρα, που θέλησε να κατέβει και να εξερευνήσει το μικρό του οίκημα. Εγώ όμως την απέτρεψα.

«Μην του δίνεις θάρρη», της ψιθύρισα.

Δυσαρεστήθηκε και μετάνιωσα τον σπασμωδικό τρόπο με τον οποίο άρπαξα τον ώμο της. Ωστόσο, την προστάτεψα από την σκέψη του Νέιθαν να έχει την εύνοια ενός γαλαζοαίματου. Ήδη γλυκοκοίταζε την αδερφή μου.

Συνεχίσαμε την πορεία μας μέσα στην πόλη μέχρι που φτάσαμε στο παλάτι, την χρόνια οικεία των βασιλέων των νταμπίρ. Οι γαλαζοαίματοι αποβιβαστήκαμε από το αυτοκίνητο αφήνοντας τους υπεύθυνους υπηρεσίας να φροντίσουν για τις αποσκευές μας.

Στα μέσα των ανθισμένων κήπων μας περίμεναν οι γονείς μου και η Μέλανη. Η Ορόρα φάνηκε να κρατάει την ανάσα της αντικρίζοντας τους. Πότε ήταν η τελευταία φορά που τους είδε από κοντά; Πρόπερσι; Είχε περάσει σαφώς αρκετός καιρός και τότε η σχέση ανάμεσα τους δεν ήταν τόσο περίπλοκη.

«Καλώς ήρθατε παιδιά μου», είπε σχεδόν τραγουδιστά η μητέρα μου και όπως ήταν αναμενόμενο, τύλιξε τα χέρια της γύρω από την Ορόρα. «Για να σε δω», έκανε ένα βήμα πίσω αφού παραλίγο να την πνίξει με την αγκαλιά της. «Σε λίγο δεν θα σε ξεχωρίζω από την Μαρέβα».

«Γιατί έχουμε και την ίδια ηλικία», απάντησε η Ορόρα κάνοντας τους πάντες να γελάσουν.

Σειρά για την αποπνικτική αγκαλιά της μητέρας μου είχα εγώ και μετά ο Μάικλ. Η Ορόρα προχώρησε με την σειρά της στον εγκρατή -αλλά χαρούμενο με την άφιξη της- πατέρα μου και στην ενθουσιώδη Μέλανη.

«Επιτέλους ήρθες! Ήσουν σχεδόν μύθος για την Μόιρα».

Ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να της πει, γιατί δεν ήξερε την ανησυχία της Ορόρα περί αποδοχής. Ωστόσο, έδειξε να ευθυμεί με την εκδηλωτική Μέλανη και την διαβεβαίωσε πως από εδώ και πέρα οι επισκέψεις της θα ήταν τουλάχιστον ετήσιες.

Αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία χαιρετισμού, περάσαμε στο παλάτι για να ξεναγήσουμε την Ορόρα στον δρόμο για τα δωμάτια μας. Οι τρεις ταξιδιώτες ήμασταν κουρασμένοι από την υπερατλαντική πτήση κι είχαμε ανάγκη από την αγκαλιά του κρεβατιού. Το υπόλοιπο παλάτι θα της το δείχναμε όταν ξυπνούσαμε, αλλά και τις επόμενες μέρες. Ολόκληρο συγκρότημα ήθελε χρόνο για να αφομοιωθεί.

«Για οτιδήποτε χρειαστείς θα είμαι στο ισόγειο, στο κοντινότερο καθιστικό», της είπε η μητέρα μου πριν η Ορόρα μπει στο δωμάτιο της.

«Θα είμαι εντάξει», την διαβεβαίωσε χαμογελώντας και προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα της.

Η μητέρα μου κοιτούσε την πόρτα χαμογελώντας μέχρι να κλείσει. Έπειτα ξεφύσησε μελαγχολικά και στράφηκε σε μένα και τον Μάικλ.

«Η Μαρέβα μου είπε πως τσακώθηκε πολύ άσχημα με τον πατέρα της», μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Πρέπει να της είναι πολύ δύσκολο να προσποιείται την ψύχραιμη».

«Δεν προσποιείται», αντιτάθηκε ο Μάικλ χαμηλόφωνα για να μην μας ακούσει η Ορόρα. «Είναι πάντα ψύχραιμη σε κατάσταση πανικού».

«Εξάλλου ο Αλεχάντρο ήταν ήπιος την τελευταία μέρα», πρόσθεσα. «Φαίνεται πως οι τύψεις του χτύπησαν την πόρτα».

«Ω αγόρι μου! Γονιός είναι κι αυτός και πονάει που χάνει το παιδί του».

«Φυσικά», είπα ειρωνικά. «Και ο δικός μου, είμαι βέβαιος ότι ξαγρυπνάει δακρυσμένος».

Η μητέρα μου σαφώς προσπάθησε να τον δικαιολογήσει. Πάντα το καλό του βασιλείου πάνω από το δικό μου. Πάντα η ανάγκη να είμαστε ενωμένη οικογένεια. Πάντα εκείνος ήξερε καλύτερα από τον ανώριμο Καζανόβα. Πάντα να καλύπτουμε την βρώμα για να δείχνουμε μια ψεύτικη λάμψη. Κάποια μέρα τα ψέματα θα στριμώχνονταν στον λαιμό μας και θα μας έπνιγαν για παραδειγματισμό.

«Τέλος πάντων. Ας μην ταλαιπωρηθείτε περισσότερο. Ξεκουραστείτε και θα τα συζητήσουμε όλα αργότερα».

Δεν έφερα καμία αντίρρηση, γιατί το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει από τον πόνο. Λίγος ύπνος και η καταπραϋντική μαγεία θα με βοηθούσαν να αντέξω τα δράματα της Αυλής.

Κατευθύνθηκα στο δωμάτιο μου, το μόνο μέρος που θύμιζε πραγματικά σπίτι και έκανα ένα ντουζ για να χαλαρώσω. Φόρεσα καθαρά ρούχα, ήπια ένα παυσίπονο για τον πονοκέφαλο -ήταν άχρηστο, αλλά ήθελα να αισθανθώ φυσιολογικός- και στο τέλος έκανα μια βουτιά στο κρεβάτι μου, το οποίο φάνταζε πιο φιλόξενο από ποτέ. Λίγο πριν όμως κλείσω τα μάτια μου, η πόρτα χτύπησε και την επόμενη στιγμή η μεγαλύτερη μου πληγή έκανε την εμφάνιση της.

«Είμαι κουρασμένος», είπα το προφανές στον πατέρα μου καθώς σηκωνόμουν όρθιος.

«Αν δεχόμασταν επίθεση, οι βρικόλακες δεν θα ανέβαλαν την σφαγή από οίκτο για τον εξαντλημένο πρίγκιπα».

Δεν περίμενα κάτι καλύτερο, οπότε προχώρησα στο κουτί που είχε στα χέρια του.

«Καινούριο κινητό», με ενημέρωσε αφήνοντας το στο γραφείο μου. «Φρόντισε να μην το σπάσεις κι αυτό. Πρέπει να καταλάβεις πόσο σημαντικό είναι να σε βρίσκουμε ανά πάσα ώρα και στιγμή».

«Το θέμα είναι να μην ξεχνάτε να με ενημερώνετε για μικρές λεπτομέρειες, όπως το ότι παντρεύομαι».

«Αφού το έμαθες εγκαίρως, γιατί συνεχίζεις να παραπονιέσαι;»

Δεν γινόταν να μην γελάσω με την παράλογη λογική του.

«Έλα ντε; Μήπως παντρεύομαι παρά την θέληση μου; Μήπως μου επιβάλλεις την νύφη; Πραγματικά δεν υπάρχει λόγος για παράπονο!»

«Άσε το δράμα Κάρτερ. Μόνο επιβολή δεν είναι η Ορόρα».

Προφανώς είχε μιλήσει με τον Αλεχάντρο και κουτσομπόλεψαν τα προσωπικά μας. Μόνο που ξέχασαν να συζητήσουν το ότι έρωτας δεν συνεπαγόταν με γάμο στον εικοστό πρώτο αιώνα, ειδικά όταν δεν ξέραμε καλά ο ένας τον άλλον.

«Δεν πρόκειται να σου πω πόσο καταπιεστικό και παλιομοδίτικο είναι αυτό που κάνετε. Το καταλαβαίνεις κι ο ίδιος. Μόνο κάνε μου μία χάρη. Μην πεις τίποτα στην Ορόρα για την μαγεία μου».

Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του με φανερή αποδοκιμασία στην έκφραση του.

«Δεν της το είπες;»

«Όχι. Η Ορόρα δεν τα πάει καλά με την μαγεία και πρέπει να βρω τον σωστό τρόπο να της το εκμυστηρευτώ. Έκανες ζημιά στην ζωή μου, τουλάχιστον μην χαλάσεις αυτό που μπορώ να έχω μαζί της».

Τα δάχτυλα του ανέβηκαν μέχρι τα χείλη του και έμειναν μπροστά τους σε μορφή γροθιάς. Επεξεργαζόταν τα λόγια μου με τόση σοβαρότητα λες κι εξαρτιόταν η τύχη του βασιλείου από τα μυστικά μου. Ή μήπως εξαρτιόταν;

«Είναι λάθος να το κρατάς κρυφό. Δείχνει αδυναμία και να πεις την αλήθεια αλλά και να επιβληθείς. Τι φοβάσαι; Να μην σε δεχτεί;»

Λάθος, αδυναμία και επιβολή. Τρεις λέξεις που απλώς... με διέλυσαν. Ναι, ήξερα ότι δεν ήταν σωστό να έχω μυστικά από την Ορόρα. Αυτό δεν σήμαινε ότι επρόκειτο για το σφάλμα του αιώνα. Και ίσως να έφταιγε η αδυναμία μου, αλλά πίστευε ότι βοηθούσε με το να μου το χτυπάει; Και τέλος, να επιβληθώ; Στην Ορόρα; Επειδή θα γινόταν γυναίκα μου;

«Σκέψου τα λόγια μου και πράξε αναλόγως», συνέχισε. «Εγώ δεν θα της πω τίποτα, γιατί το ζήτημα δεν με αφορά».

Και με μία ακόμα αποκαρδιωτική πρόταση του έφυγε από το δωμάτιο αφήνοντας πίσω ένα ερείπιο, ψυχικά και σωματικά. Για πρώτη φορά στην ζωή μου, ευχήθηκα να πεθάνει.

Ορόρα

Η υποδοχή ήταν θερμή και με βοήθησε να ξεχάσω την απότομη συμπεριφορά του Κάρτερ έξω από το σπίτι του Νέιθαν. Κατάλαβα πως δεν τον συμπαθούσε, αλλά αυτός δεν ήταν τρόπος να φερθεί σε μια πριγκίπισσα μπροστά σε έναν ξένο. Επιπλέον, σε μια εποχή που τα νταμπίρ ένιωθαν αποστροφή προς τα πρόσωπα εξουσίας, οφείλαμε να είμαστε πιο προσιτοί. Όπως και να είχε, τα όμορφα συναισθήματα που με γέμισαν οι Μάρεϊ και η ανακούφιση που ένιωσα μετά από τον πολύωρο ύπνο, δεν με άφησαν να επικεντρωθώ σε μια μικρή, αρνητική στιγμή.

Όταν ξύπνησα, τηλεφώνησα στην μητέρα μου και τον Ντιμίτρι για να μοιραστώ τις πρώτες εντυπώσεις από την Μόιρα. Το πρώτο πράγμα που με ρώτησαν ήταν για την αντίδραση των νταμπίρ, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να τους απαντήσω. Στον δρόμο η κίνηση ήταν ελάχιστη και οι περαστικοί φερόντουσαν σαν να μην ήξεραν ότι στο αυτοκίνητο δίπλα τους βρισκόταν η δεύτερη διάδοχος. Στην πραγματικότητα, το γνώριζαν πολύ καλά απλώς δεν ενδιαφέρονταν.

Μετά το τηλεφώνημα, έκανα μπάνιο για να αποβάλω και τα τελευταία ψήγματα κούρασης, μάζεψα τα μαλλιά μου σε μία πλάγια πλεξούδα, φόρεσα ένα λιλά φόρεμα με λεπτές τιράντες και βγήκα από το δωμάτιο για να εξερευνήσω το παλάτι.

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ο χώρος δεν φάνταζε τόσο ξένος. Ένιωθα σαν να είχα διασχίσει ξανά τους στενούς, ψηλοτάβανους διαδρόμους με τα κρυστάλλινα κηροπήγια να τους φωτίζουν. Ίσως να έφταιγε η πρώτη μου επίσκεψη στην Μόιρα, στην κηδεία του Έντμουντ Ριντ, πατέρα της Χόουπ. Τότε όμως ήμουν τριών χρονών. Αν κι είχα δυνατή μνήμη, μου φαινόταν αδύνατον να θυμάμαι με τόση λεπτομέρεια το παλάτι, σε σημείο να με καθοδηγεί το ένστικτο μου.

Βάδισα προς την ανατολική πτέρυγα χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Αισθάνθηκα ότι ήταν μια διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσω μέχρι να βρεθώ σε ένα δωμάτιο περίπου στην μέση. Αυτοί ήταν οι ξενώνες. Δεν μου το είπε κανείς, αλλά ένιωθα πως αυτοί ήταν οι ξενώνες. Άραγε να έμενε κανείς εδώ μέσα; Χτύπησα για να μάθω και δεν πήρα απάντηση. Τότε ανέβασα το χέρι μου στο πόμολο και χωρίς να το σκεφτώ πολύ, άνοιξα την πόρτα και προχώρησα προς τα μέσα.

Το δωμάτιο ήταν δροσερό γιατί κάποιος είχε ξεχάσει το παράθυρο ανοιχτό. Ευτυχώς ήταν ανατολικό και μέχρι τώρα, που έδυε ο ήλιος, είχε χαρεί την ζέστη του. Όποιος έμενε στο συγκεκριμένο δωμάτιο, θα έπρεπε να έχει ανάγκη από υψηλή θερμοκρασία*. Γι' αυτό και έκλεισα το παράθυρο για να μην παγώσει ο χώρος μέχρι να δοθεί σε κάποιο φιλοξενούμενο.

«Ορόρα!»

Ο ψίθυρος με έκανε να τιναχτώ σαν να είχαν ουρλιάξει. Ήταν μια σιγανή προφορά του ονόματος μου, αλλά ένιωθα ότι ο άγνωστος άντρας που με ζητούσε, στεκόταν δίπλα μου. Ωστόσο, ήμουν ολομόναχη στο δωμάτιο. Προφανώς ο αέρας χόρεψε με επιθετικό ρυθμό από το ρεύμα που προκλήθηκε μόλις έκλεισα το παράθυρο και έφτασε στο αυτί μου με το σχήμα του ονόματος μου.

«Τζετ λακ», καθησύχασα τον εαυτό μου και απομακρύνθηκα από το δωμάτιο, στο οποίο δεν ήξερα γιατί βρέθηκα εξ αρχής.

Ακολούθησα την διαδρομή που με έφερε στην ανατολική πτέρυγα, αλλά δεν επέστρεψα στο δωμάτιο μου. Στην πρώτη στροφή καθώς ανέβαινε κανείς τις σκάλες, αντίκριζε έναν δεύτερο διάδρομο βασιλέων. Ο πρώτος βρισκόταν στο ισόγειο και ονομαζόταν έτσι γιατί οι τοίχοι κοσμούνταν από τα πορτραίτα των βασιλέων. Αυτός που διέσχιζα τώρα δεν είχε εικονογραφήσεις, αλλά τα σύμβολα των εξουσιαστών.

Για την Μόιρα υπήρχε ένα μεγαλοπρεπές, μεσαιωνικό στέμμα σε βυζαντινά πρότυπα και δίπλα η φράση «Η βασίλισσα της ζωής». Σαν η γυναίκα που ηγήθηκε ομάδας νταμπίρ στην υπερατλαντική αποστολή τους προσφέροντας μια νέα αυγή στο είδος μας, ο χαρακτηρισμός ήταν κάτι παραπάνω από ταιριαστός. Όσο για το έμβλημα, ήταν η μόνη που διέθετε το στέμμα, καθώς οι διάδοχοι της έτρεφαν τον μεγαλύτερο σεβασμό στην σωτήρα όλων των νταμπίρ.

Δίπλα ήταν το σύμβολο του Γεώργιου, ένας φοίνικας να βγαίνει από την λίμνη. Το υδάτινο σώμα θύμιζε κατά πολύ την λίμνη που ο ίδιος έφτιαξε σαν δώρο για την σύζυγο του, Μαρία. Ο φοίνικας είτε αναφερόταν σε εκείνη και την ανάσταση της από τον Γεώργιο, είτε στην ελπίδα να αναγεννηθεί εκείνος ως ψυχικά υγιής στην μετέπειτα ζωή και στην Δευτέρα Παρουσία. Αν και πλάσματα του υπερφυσικού κόσμου, η πίστη μας δεν διέφερε από αυτή των θνητών. Ίσως κι αυτή η συνεχή επαφή με το υπερβατικό να μας κρατούσε αφοσιωμένους σε ουράνιους βασιλείς.

Προχωρώντας στον χρόνο έφτασα στα εμβλήματα των τωρινών βασιλέων. Ένα φλεγόμενο σπαθί για τον πατέρα μου και μία σφαίρα για τον Κέλλαν, η οποία παραλίγο να του κοστίσει την ζωή στην μάχη του Τέξας. Το διπλανό κενό με οδήγησε στην αναμενόμενη σκέψη, για το τι θα τοποθετούνταν όσον αφορά εμένα και τον Κάρτερ. Θα είχα κι εγώ κάτι σχετικό με την φωτιά, όπως οι δυο προηγούμενοι Σάντος; Διέθετα κι εγώ το φλογερό τους ταμπεραμέντο. Ίσως να κάναμε εμβλήματα τα ονόματα μας και ο ήλιος με το φεγγάρι να δέσποζαν πλάι - πλάι.

Καθώς αναρωτιόμουν για το μακρινό μέλλον, άκουσα βαριά βήματα να πλησιάζουν. Όταν γύρισα να δω ποιος ερχόταν, αντίκρισα τον Κέλλαν να πλησιάζει χαμογελαστός.

«Ξεκουράστηκες;», με ρώτησε κι εγώ ένευσα καταφατικά. «Θα πω να σου ετοιμάσουν κάτι να τσιμπήσεις μέχρι το βραδινό».

«Δεν πεινάω», τον διαβεβαίωσα.

«Α, δεν δέχομαι αντιρρήσεις. Είσαι πετσί και κόκαλο. Πώς θα κυοφορήσεις υγιή παιδιά με τόσο λεπτή μέση;»

Ίσως να ήμουν υπερβολική, αλλά δεν χάρηκα με αυτό το σχόλιο. Ήμουν μόλις δεκαεπτά χρονών, παντρευόμουν με το ζόρι και τώρα κρινόταν το σώμα μου για την καταλληλότητα του να κουβαλήσει μωρά; Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε να μου πει; Αν δεν λάτρευα το φαγητό, θα έκανα απεργία πείνας εις ένδειξη διαμαρτυρίας για την σεξιστική και παρωχημένη του αντίληψη.

«Πώς σου φαίνεται το παλάτι μας;», ρώτησε αγνοώντας την αμηχανία στην οποία με είχε φέρει.

«Ενδιαφέρον», απάντησα χαμογελώντας βεβιασμένα.

«Χάθηκες ε;»

«Όχι. Απλώς ήθελα να χαζέψω τα εμβλήματα σας».

Το στήθος του φούσκωσε από περηφάνια, προφανώς για το δικό του σύμβολο, την σφαίρα. Το κατάλαβα από τον τρόπο που αυτή αντανακλούσε στα σμαραγδένια του μάτια.

«Αγάπη για την ζωή», διάβασε την φράση δίπλα από το σύμβολο του. «Το πιο όμορφο αγαθό. Δεν συμφωνείς;»

«Υποθέτω».

Ανασήκωσε επικριτικά το φρύδι του ρίχνοντας μου ένα πλάγιο βλέμμα.

«Υποθέτεις; Υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από την ζωή;»

«Παντού υπάρχει ομορφιά, αρκεί να είσαι σε θέση να την αναγνωρίσεις».

«Και πώς γίνεται αυτό;»

«Με καθαρό, χωρίς προκαταλήψεις μυαλό».

Εκ πρώτης όψεως δεν έδειχνε ούτε να συμφωνεί ούτε να διαφωνεί. Μονάχα καθάρισε τον λαιμό του χτυπημένος από τα βέλη της αμηχανίας. Ισοπαλία Κέλλαν Μάρεϊ!

«Πώς πάνε οι προετοιμασίες του γάμου;», τον ρώτησα χωρίς να ενδιαφέρομαι πραγματικά για τα διαδικαστικά ενός γεγονότος που ποτέ δεν επικρότησα.

«Πολύ καλά», απάντησε με το βλέμμα του επικεντρωμένο στην σφαίρα του. «Τις επόμενες μέρες που θα έρθει και η μητέρα σου, μπορείτε να πάτε για το νυφικό».

«Καλώς», κατένευσα. «Τώρα με συγχωρείς», μισοχαμογέλασα και κατέβηκα τις σκάλες.

Ήταν περιττό να παραδεχτώ πόσο μετάνιωσα την πρόωρη άφιξη μου στην Μόιρα. Ο Κέλλαν είχε προετοιμαστεί για απανωτά χτυπήματα και στον γιο του και σε μένα. Μάλλον η ουδέτερη στάση του πατέρα μου το τελευταίο εικοσιτετράωρο οφειλόταν στον εφησυχασμό του, γιατί ο συμβασιλέας του θα αναλάμβανε να συνεχίσει το έργο του. Ήταν φανερό ότι έβαζαν στοίχημα με τον εαυτό τους, για το ποιος θα έτρωγε πιο σύντομα ξύλο.

Όταν έφτασα στο ισόγειο, έψαξα για το καθιστικό, στο οποίο θα με περίμενε η Χόουπ. Κι όντως, μόλις κοντοστάθηκα στο κατώφλι, την βρήκα εκεί να ξεφυλλίζει ένα άλμπουμ φωτογραφιών. Είχε κρατήσει την υπόσχεση της και έμεινε στο ίδιο δωμάτιο για επτά ώρες.

«Ενοχλώ;», την ρώτησα όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας.

«Κάθε άλλο», χαμογέλασε πλατιά και χτύπησε μαλακά το κενό δίπλα της.

Η θέρμη της είχε ήδη διώξει την ψύχρα που με κατέλαβε εξαιτίας του Κέλλαν και πήγα να καθίσω δίπλα της με μεγάλη ευφορία.

«Έβλεπες φωτογραφίες;», την ρώτησα και πήρα θετική απάντηση. «Να δω κι εγώ;»

Τα δάχτυλα της είχαν χρησιμεύσει ως σελιδοδείκτες κι έτσι βρήκε αμέσως τις σελίδες που χάζευε πριν τον ερχομό μου. Οι φωτογραφίες έδειχναν τον Κάρτερ στο λύκειο μέχρι και την αποφοίτηση του. Προφανώς το συγκεκριμένο βιβλίο αναμνήσεων ήταν αποκλειστικά δικό του και η νοσταλγία της ήταν απόλυτα κατανοητή. Το παιδί της μεγάλωσε απότομα από την μια στιγμή στην άλλη δίχως να το επιλέξει. Και επειδή δεν μπορούσε να το σώσει από τις σκληρές αποφάσεις των βασιλέων, αρκούταν στο να αναπολήσει τις στιγμές ξεγνοιασιάς του. Κι η μητέρα μου περνούσε τα τελευταία βράδια θυμούμενη την παραμικρή λεπτομέρεια της ζωής μου, όταν ήμουν υπό την προστασία της και δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγω από την αγκαλιά της. Τώρα με ξερίζωσαν από πάνω της προκαλώντας βαθιές πληγές και στις δυο μας.

«Ήταν καλός μαθητής;», ήταν το πρώτο πράγμα που ρώτησα, γιατί σε όλες τις φωτογραφίες κρατούσε ένα βιβλίο.

«Όχι», παραδέχτηκε χωρίς ίχνος ενόχλησης. «Τα βιβλία είναι διακοσμητικά για να δείχνει σοβαρός».

«Ιδέα του Κέλλαν, έτσι;»

Από την σιωπή της έλαβα την θετική απάντηση, για την οποία ήμουν βέβαιη.

«Δεν πειράζει. Οι βαθμοί δεν είναι και το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο».

«Συμφωνώ», αποκρίθηκε. «Εγώ ήθελα να είναι πάντα χαρούμενος».

Σε κάποιες έμοιαζε να χαμογελάει αληθινά, όπως στην αποφοίτηση του, όπου ήταν περιστοιχισμένος από τους φίλους του. Στις σελίδες όμως που ο Κέλλαν δέσποζε στο πλευρό του, ήταν σοβαρός, σχεδόν θλιμμένος. Δεν διέφερε από τις φωτογραφίες που είχα εγώ με τον πατέρα μου.

«Κι εσείς μοιάζετε πολύ», σχολίασα. «Φαίνεται πως τα γονίδια των Ριντ και των Πετρώφ ήθελαν να καλύψουν τα μολυσμένα των Σάντος και των Μάρεϊ».

«Κορίτσι μου τι κουβέντες είναι αυτές;»

Εγώ ανασήκωσα τον ώμο μου. Η Χόουπ μου ενέπνεε εμπιστοσύνη να εκφράσω τα παράπονα μου, όσο σκληρά κι αν ήταν.

«Έχω ανάγκη να μιλήσω ειλικρινά. Αυτοί οι άντρες που κάθονται στον θρόνο και προσποιούνται ότι δρουν με γνώμονα το καλό του βασιλείου δεν είναι παρά υποκριτές. Δεν σκέφτονται τι είναι καλό. Δεν είναι σε θέση να το κατανοήσουν, πόσο μάλλον να το πράξουν».

Η Χόουπ έκλεισε το άλμπουμ και το άφησε στην άκρη. Το πρόσωπο της σκοτείνιασε, αλλά δεν έδειχνε θυμωμένη με την έντονη κριτική μου.

«Ορόρα μου, αυτοί οι άντρες είναι βασιλείς. Τους επέλεξαν οι ουρανοί γιατί ήξεραν κάτι παραπάνω από εμάς. Κάθε φορά που νιώθεις ότι έχουν πάρει μια άδικη απόφαση, θυμήσου ότι εκλέχτηκαν από κάτι ανώτερο και σίγουρα θα υπάρχει λόγος πίσω από τις ενέργειες τους».

«Άρα πρέπει να είμαι αφοσιωμένη σε δυο νταμπίρ που δεν εμπιστεύομαι γιατί κάποιος εκεί πάνω βλέπει κάτι που δεν είναι φανερό σε κανέναν απολύτως;»

«Είσαι θυμωμένη και είναι κατανοητό. Μην μιλάς όμως σαν να είσαι έτοιμη να κηρύξεις στάση. Πρέπει να είμαστε ενωμένοι σε αυτές τις δύσκολες στιγμές».

Δεν άκουγα κάτι που δεν είχε ειπωθεί και από την μητέρα μου. Ήταν φανερό ότι διαφωνούσαν με τις αποφάσεις τους. Ωστόσο, υπάκουγαν στους τυραννικούς βασιλείς γιατί αυτό έπρεπε να κάνουν. Ήταν ποτέ δυνατόν μια σύζυγος να προδώσει τον άντρα της και να βλάψει το δικαίωμα του παιδιού της στον θρόνο με μια εξέγερση; Δύσκολο.

«Πιστεύεις πως ο Κάρτερ κι εγώ θα γίνουμε σαν κι αυτούς;»

Μία υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στα χείλη της. Τα λεπτά, μακριά δάχτυλα της περιεργάστηκαν το μάγουλο μου πριν σπρώξουμε τα μαλλιά μου πίσω από τον λαιμό μου.

«Σε καμία περίπτωση», μου απάντησε προς ανακούφιση μου.

Φοβόμουν ότι με τα χρόνια και τις δυσκολίες να είναι υπέρογκες ήδη πριν γίνω βασίλισσα, θα μετατρεπόμουν σε ένα πικραμένο, χωρίς ψυχή νταμπίρ. Κι αυτό δεν θα το άξιζε ούτε ο Κάρτερ, αλλά ούτε ο λαός μου. Είτε με εξέλεγαν, είτε αποδέχονταν προφητείες είχαν το δικαίωμα ενός αγαπητού και έμπιστου ηγέτη, πρόθυμου να θυσιάσει τον ίδιο του τον εαυτό για χάρη τους. Κι εγώ με τον Κάρτερ ήδη οδεύαμε προς τον βωμό της πρώτης θυσίας.

Συνεχίσαμε να χαζεύουμε φωτογραφίες από την ζωή του Κάρτερ, μέχρι να έρθει η Μέλανη συνοδευόμενη από τρία ακόμη νταμπίρ, δυο αγόρια και μία κοπέλα.

«Συγγνώμη που διακόπτω πεθερά και νύφη», αποκρίθηκε αστειευόμενη μπαίνοντας στο καθιστικό. «Ορόρα θέλω να σου συστήσω τους φίλους μου».

Ακριβώς επειδή ήταν φίλοι της Μέλανη δεν κατσούφιαζαν περνώντας το κατώφλι του οίκου της μιζέριας. Επιπλέον, είχαν θέληση να με γνωρίσουν όχι μόνο για τυπικούς λόγους. Τουλάχιστον ένιωθα σιγουριά ότι τρία νταμπίρ δεν σκεφτόντουσαν να αυτομολήσουν.

«Από εδώ ο Σκοτ, ο Τσέις και η Οκτόμπερ».

Ο Σκοτ ήταν ψηλός, σχεδόν στο ύψος της Μέλανη με μέλι, ίσια μαλλιά και βιολετί, στρογγυλά μάτια. Είχε χαμογελαστή έκφραση και μια γλυκιά φωνή. Ήταν πολύ καλός τραγουδιστής, όπως με ενημέρωσαν, αλλά δεν σκεφτόταν να το κυνηγήσει επαγγελματικά. Ο Τσέις ήταν πιο ψηλός από τον Σκοτ και πιο αδύνατος. Η επιμελώς ατημέλητη, σκούρα κόμη του έκανε όμορφη αντίθεση με τα πράσινα, αμυγδαλωτά μάτια του. Και τέλος, η Οκτόμπερ, κοπέλα του Σκοτ, ήταν μια ψηλόλιγνη, ξανθιά καλλονή με γαλανά μάτια κι ένα σαγηνευτικό βλέμμα. Παρά τον ερωτισμό που εξέπεμπε έδειχνε συνεσταλμένη και όχι ιδιαίτερα κυνηγός. Επίσης, ήταν το μοναχοπαίδι της επικεφαλής γιατρού της Μόιρα, Σάρα και πιθανόν να ακολουθούσε τα χνάρια της όταν τελείωνε το σχολείο, ένα χρόνο μετά το αγόρι της.

«Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω».

«Κι εμείς», απάντησε ο Τσέις. «Είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι η δεύτερη διάδοχος ήταν ένα παραμύθι».

Η Οκτόμπερ τον σκούντηξε και του ψιθύρισε ότι ήταν αγενής.

«Μην τον μαλώνεις», τον υπερασπίστηκε η Χόουπ κι έπειτα στράφηκε σε μένα που ομολογουμένως ένιωσα ένα μούδιασμα αγωνίας. «Ο Τσέις μας είναι ειλικρινής, αλλά ποτέ αγενής. Θα συνηθίσεις την αμεσότητα του».

Κι αφού έκανε αυτό που ήξερε καλά, πήρε το μέρος ενός κατηγορούμενου, αποσύρθηκε αφήνοντας μας μόνους να γνωριστούμε.

Τα παιδιά ήταν πολύ καλή παρέα και με βοήθησαν να νιώσω αμέσως άνετα μαζί τους. Συζητήσαμε κυρίως για εκείνους, ώστε να μάθω τα ενδιαφέροντα τους και να αποκτήσω μια πρώτη άποψη για τις προσωπικότητες τους. Άλλωστε δεν ήθελα να μπω σε λεπτομέρειες για την ανιαρή ζωή μου. Όταν μάλιστα έφτασε η συζήτηση σε μένα, γιατί πίστεψαν πως είχαν υπερφλυαρήσει, προσποιήθηκα πως χασμουριόμουν. Ήθελαν να μάθουν για τον φλογερό έρωτα μου με τον Κάρτερ που οδήγησε στον γρήγορο αρραβώνα μας κι εγώ δεν είχα σκεφτεί το κατάλληλο ψέμα για να επιβεβαιώσω τις φήμες που ο Κέλλαν είχε αφήσει να διαρρεύσουν. (Φυσικά! Είναι δυνατόν να παραδεχτεί στον λαό ότι δεν καταπιέζονται μόνο εκείνοι από τους βασιλείς τους;) Πείστηκαν λοιπόν ότι ήμουν κουρασμένη από το ταξίδι και με άφησαν να ανέβω στο δωμάτιο μου για να ξεκουραστώ, αφού μου υποσχέθηκαν πως την επόμενη μέρα θα με ξεναγούσαν στην πόλη.

Καθώς ανέβαινα τις σκάλες και σκεφτόμουν μια γρήγορη ιστορία παθιασμένου έρωτα για να δικαιολογηθεί αυτή η παρωδία, αισθάνθηκα την παρουσία κάποιου πίσω μου. Πίστεψα πως με ακολουθούσε η Μέλανη, μα μόλις γύρισα να της μιλήσω είδα το απόλυτο κενό. Βρισκόμουν μόνη μου στην κορυφή της σκάλας με μόνη δεύτερη παρουσία την σκιά μου στον τοίχο. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε μια μέρα που ένιωσα κάποιον κοντά μου και ήταν αναμενόμενο να ανησυχήσω για την ψυχική μου υγεία.

Παραταύτα συνέχισα την πορεία μου στον μισοσκότεινο διάδρομο με όλες μου τις άμυνες υψωμένες. Ίσως γινόμουν παρανοϊκή χωρίς λόγο, αλλά κάτι μέσα μου μου υποδείκνυε να προσέχω. Οι σκιές πάντα έκρυβαν εχθρούς ακόμα και μέσα στην Μόιρα, την πολιτεία που προστατευόταν από μαγικό τείχος. Και πολλές φορές αυτοί ήταν οι πιο επικίνδυνοι.

Στο επόμενο βήμα, ένα χέρι άρπαξε τον ώμο μου και με έριξε στο σκοτάδι.

Κάρτερ

Η Ορόρα έβγαλε μια συγκρατημένη κραυγή έκπληξης μόλις την έφερα πάνω στον τοίχο, απέναντι μου. Στο κλάσμα δευτερολέπτου που χρειάστηκε για να με δει, όλο της το σώμα τσιτώθηκε και πήρε φωτιά. Έκαιγε τόσο που θα ορκιζόμουν ότι αισθάνθηκα ένα τσούξιμο στα δάχτυλα μου. Όταν όμως τα υγρά από τον φόβο μάτια της συνάντησαν τα δικά μου, αναστέναξε ανακουφισμένη και γέλασε με την υπερβολική αντίδραση της.

«Με κατατρόμαξες», αποκρίθηκε ασθμαίνοντας.

«Συγγνώμη», της χαμογέλασα και πήρα το πρόσωπο της στα χέρια μου. «Είσαι εντάξει; Ξεκουράστηκες;»

Εκείνη ένευσε και με ενημέρωσε ότι γνώρισε την παρέα της Μέλανη.

«Λυπάμαι γι' αυτό», της είπα κάνοντας την να γελάσει.

«Ήταν πολύ καλά παιδιά. Τους συμπάθησα. Και νομίζω ότι με συμπάθησαν κι αυτοί», μισοχαμογέλασε περήφανη για το κατόρθωμα της.

«Δεν αμφέβαλα», είπα κι έσκυψα να την φιλήσω.

Ένιωσα τα χείλη της να σχηματίζουν ένα χαμόγελο καθώς τα αγκάλιαζαν τα δικά μου και η καρδιά μου φτερούγισε. Μια τόσο απλή πράξη είχε τεράστια επίδραση πάνω μου. Η Ορόρα χαμογελούσε χάρις εμένα κι εγώ ένιωθα σαν να είχα κατακτήσει όλο τον κόσμο.

«Εσύ ξεκουράστηκες;», με ρώτησε όταν τελείωσε το απαλό φιλί μας.

«Αμέ. Μόνο που έχω σκάσει από την ζέστη. Κι από ό,τι νιώθω κι εσύ».

«Απλώς ανεβαίνει η θερμοκρασία μου όταν αισθάνομαι κάποιου είδους δυσφορία».

«Τότε πήγαινε βάλε το μαγιό σου και φύγαμε για την λίμνη του Γεωργίου».

Τα λόγια μου την έπιασαν εξ απρόοπτου, αλλά ξεπέρασε γρήγορα την σαστιμάρα της. Ένα βραδινό μπάνιο ήταν ό,τι έπρεπε για να νιώσει την Μόιρα σαν το σπίτι της.

Δεν έχασε χρόνο κι έτρεξε στο δωμάτιο της να αλλάξει. Έκανα το ίδιο και σε δέκα λεπτά συναντηθήκαμε στην άκρη του διαδρόμου για να πάρουμε τον δρόμο προς την λίμνη. Τέτοια ώρα δεν ήταν κανείς στην παραλία, μια που ο ήλιος είχε πλέον δύσει. Βγάλαμε τα ρούχα μας και αφού συγκράτησα τα σάλια μου στην θέα της Ορόρα με το κόκκινο μαγιό της, προχωρήσαμε μέχρι την λίμνη.

«Είναι πολύ κρύα», παραπονέθηκε μόλις το νερό έβρεξε τους αστραγάλους της.

«Θα το συνηθίσεις», την διαβεβαίωσα και την ώθησα να προχωρήσουμε.

Έφτασε μέχρι τα μισά με το κούτελο της να ζαρώνει κάθε λίγο και λιγάκι από την δυσφορία. Πρέπει να υπέφερε από το κρύο, κι όχι να ενοχλούταν από μια συνήθης ψύχρα.

«Θέλεις λίγη βοήθεια;»

Εκείνη ανασήκωσε παραξενεμένη το ένα της φρύδι.

«Πώς θα με βοηθήσεις ακριβώς;»

Η απάντησε ήρθε με πράξεις. Τα χέρια μου τυλίχτηκαν γύρω από την μέση της και υπό την μουσική υπόκρουση των κραυγών ενθουσιασμού της μας έσπρωξα κάτω από την επιφάνεια του νερού. Όσο αργούσε να αφεθεί πλήρως στην λίμνη τόσο πιο πολύ θα κρύωνε.

Μόλις βγήκαμε στην επιφάνεια γέλασε δυνατά και πέταξε νερό στο πρόσωπο μου για εκδίκηση. Εγώ όμως δεν πτοήθηκα και την πλησίασα ξανά για να την αγκαλιάσω. Αυτή την φορά δεν έκανα καμία απότομη κίνηση. Ήμουν πιο τρυφερός και στο άγγιγμα και στα φιλιά μου. Η Ορόρα αντίθετα ήταν πιο επιθετική και με έκανε να παραλύσω όταν δάγκωσε το κάτω χείλος μου και τύλιξε τα πόδια της γύρω από την μέση μου. Η περιοχή της τρίφτηκε στο φούσκωμα μου και ένας θεός ξέρει πώς κρατήθηκα και δεν ξέσκισα τα υφάσματα που με εμπόδιζαν να βρεθώ μέσα της.

Τα χέρια μου ανέβηκαν στους γλουτούς της και έμπηξα τα νύχια μου στο δέρμα της. Εκείνη δεν παραπονέθηκε παρά έσφιξε πιο πολύ τα πόδια της γύρω μου και νομίζω πως έχασα δέκα χτύπους. Λίγο ακόμα και θα ξεχνούσα την επιθυμία της να μην βιαστούμε στο θέμα του σεξ.

«Ορόρα», μουρμούρισα ξέπνοος όταν τα χείλη της περιεργάστηκαν τον λαιμό μου, αλλά μου υπέδειξε να σωπάσω.

«Εσύ δεν μου είπες να εξερευνήσω το ανθρώπινο σώμα με κάποιον άλλον;»

Ναι, το είχα πει και δεν έχω νιώσει περισσότερο περήφανος με τον εαυτό μου.

«Με τρελαίνεις», βόγκηξα νιώθοντας την γλώσσα της να γαργαλάει το δέρμα μου.

«Και να σκεφτείς ότι κάνεις κρύο μπάνιο», ψιθύρισε και πήδησε από πάνω μου για να κολυμπήσει μακριά.

«Δεν είναι αστείο», της φώναξα, αλλά εκείνη είχε ξεκαρδιστεί με το πείραγμα της.

Το παιχνίδι στην λίμνη συνεχίστηκε με πιο αθώο τρόπο. Κολυμπούσαμε, μιλούσαμε, γελάγαμε, ήταν σαν ένα φυσιολογικό βράδυ μεταξύ δύο ερωτευμένων που δεν πιέζονταν από πρωτόκολλα και καθωσπρεπισμούς.

Όταν ένιωσε πως δεν άντεχε άλλο την θερμοκρασία του νερού, προχωρήσαμε αργά προς την ακτή. Πριν όμως βγούμε τελείως από την λίμνη, την σταμάτησα και την έκλεισα στην αγκαλιά μου. Δεν την φίλησα, ούτε της είπα κάτι. Μονάχα την κοίταζα για να σιγουρευτώ ότι όλο αυτό δεν ήταν ένα ακόμη απαγορευμένο όνειρο. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι ήμουν επιτέλους σε θέση να την κρατάω στα χέρια μου και να ξέρουμε και οι δυο ότι καρδιοχτυπούσα για χάρη της, ότι τα συναισθήματα μου δεν ήταν περιορισμένα σε οικογενειακό επίπεδο. Ήθελα να νιώθω την καρδιά της, την θέρμη της, την κοφτή της ανάσα και να αγγίζω την απόλυτη ευτυχία χάρις τον έρωτα της για μένα. Αυτό το διαμάντι ήταν ερωτευμένο μαζί μου!

«Γιατί με κοιτάς έτσι;», ρώτησε κοκκινίζοντας.

Ο δείχτης μου ταξίδεψε στο μάγουλο της και κοντοστάθηκε λίγο πιο κάτω από τα χείλη της. Η καυτή της ανάσα χτυπούσε το δέρμα μου και η μυρωδιά της κατέκλυζε τα ρουθούνια μου. Ό,τι την αφορούσε ήταν απλώς... υπέροχο!

«Είσαι τόσο όμορφη. Έτσι όπως πέφτει το φως του φεγγαριού στο πρόσωπο σου μοιάζεις με νεράιδα που αναδύεται από την λίμνη και παρηγορεί τις λαβωμένες καρδιές».

«Ποιητή μου», χαμογέλασε και μου έδωσε ένα φιλί προτού με ωθήσει να βγούμε από την λίμνη.

Φορέσαμε τα ρούχα μας και ήμασταν έτοιμοι να επιστρέψουμε στο παλάτι. Προσωπικά δεν βιαζόμουν, αλλά πεινούσαμε και οι δυο. Αν είχα προνοήσει να πάρω πορτοφόλι, τότε θα μπορούσαμε να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη και να γλιτώσουμε από ένα αμήχανο οικογενειακό δείπνο.

Καθώς βλαστημούσα την αφηρημάδα μου, είδα την Ορόρα να κοιτάζει σαστισμένη την λίμνη. Τέτοια αντίδραση δεν πρέπει να οφειλόταν μόνο στο κρύο. Έμοιαζε περισσότερο ανήσυχη.

«Ορόρα είσαι καλά;»

«Το ακούς αυτό;», μουρμούρισε.

Εγώ αφουγκράστηκα τον άνεμο, μα το μόνο που έφτανε μέχρι τα αυτιά μου ήταν το νερό της λίμνης. Κι αφού δεν της απάντησα στράφηκε προς εμένα με έντονο βλέμμα.

«Σοβαρά δεν το ακούς;»

«Να ακούσω τι;»

«Το κλάμα ενός μωρού!»

Οι μέρες περνούσαν και ο Μάικλ δεν επέστρεφε στην μητρική ή πατρική αγκαλιά. Ήταν επόμενο να παραπονιέται έντονα για την απουσία των γονιών του και ο μόνος τρόπος για να εκφράσει την ενόχληση του ήταν τα δάκρυα. Εδώ και ώρα έκλαιγε απαρηγόρητος στα χέρια της Έλενας, η οποία αισθανόταν απόγνωση. Είχε δοκιμάσει κάθε δυνατό τρόπο να τον ηρεμήσει, μα ο μικρός πρίγκιπας δεν έλεγε να σωπάσει. Οι κραυγές οδύνης του αντηχούσαν σε όλο τον Κάτω Κόσμο και -χωρίς να το καταλάβει- στην καρδιά της μητέρας του. Οι υπόλοιπες επτά είχαν επίσης προσπαθήσει να τον καθησυχάσουν, αλλά εγκατέλειψαν πιο γρήγορα. Άφησαν την Έλενα να τον κάνει βόλτες μέσα στην αγκαλιά της και περίμεναν με αγωνία να σταματήσει, γιατί τους ράγιζε την καρδιά.

«Μήπως πεινάει;», ρώτησε η Ισαβέλλα.

«Πριν λίγο έφαγε», της απάντησε η Εριέττα. «Δεν του λείπει φαγητό, αλλά η οικογένεια του».

Λεπτό με το λεπτό το κλάμα μεγάλωνε μέχρι που ο Ντέμιεν εισέβαλε στο δωμάτιο τους έξω φρενών. Το απηυδισμένο νήπιο όχι μόνο δεν τον είχε συγκινήσει, αλλά τον εξόργισε το θράσος του να αποζητά τους γονείς του.

«Γιατί ουρλιάζει;», απαίτησε να μάθει φωνάζοντας, με αποτέλεσμα να εντείνει την σύγχυση του Μάικλ.

«Προσπαθούμε να τον ηρεμήσουμε», αποκρίθηκε η Έλενα.

«Δεν το βλέπω! Αν σε δυο λεπτά δεν τον σταματήσετε, αναλαμβάνω εγώ».

Τα λόγια του δεν ακούστηκαν σαν απειλή. Ήταν απειλή!

«Δεν είμαστε μητέρες βασιλιά μου», είπε η Ισαβέλλα. «Δεν ξέρουμε πώς να φροντίσουμε ένα παιδί».

«Για τι πράγμα είστε ικανές ήθελα να' ξερα!»

Αναστέναξε, βλαστήμησε, φώναξε μα ο Μάικλ δεν έλεγε να σωπάσει. Η Ισαβέλλα είχε δίκιο, μόνο μια μάνα θα κατάφερνε να τον αντιμετωπίσει, αλλά όχι η δική του. Γι' αυτό και έστειλε την Λίζα να φέρει την Μαρία στα βασιλικά διαμερίσματα αμέσως.

«Η Μαρία δεν έχει να πάει πουθενά», ήταν η απάντηση του Γεώργιου, ο οποίος έσφιξε το χέρι της γυναίκας του καθιστώντας σαφή την άρνηση του.

«Πολύ φοβάμαι ότι δεν δόθηκαν περιθώρια επιλογής», απάντησε η Λίζα και αγριοκοίταξε την Μαρία. «Βιάσου, γιατί έχουμε πονοκεφαλιάσει εκεί πάνω».

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε η Μαρία.

«Ακολούθησε με για να μάθεις».

Ομολογουμένως φοβόταν να πάει μόνη της στο δωμάτιο του Ντέμιεν, αλλά δεν ήθελε να αναμιχθεί ο Γεώργιος και πιθανόν να βρεθεί πάλι στο μπουντρούμι. Του ζήτησε να την περιμένει θυμίζοντας του πως δεν υπήρχε κάποιος τρόπος να την βλάψει. Και για λίγο κατάφερε να τον πείσει, μα ένα της βήμα ήταν αρκετό να πνίξει τα σωθικά του και να την κρατήσει πίσω.

«Δεν μπορώ να σε αφήσω να πας μόνη σου. Θα έρθω και θα περιμένω έξω. Όποτε νιώσεις ανασφάλεια, φώναξε με».

Η Μαρία χαμογέλασε και φίλησε το μάγουλο του για να του δείξει την ευγνωμοσύνη της. Όσο για την Λίζα, αρκέστηκε στο να στριφογυρίσει τα μάτια της και έπειτα τους οδήγησε στα διαμερίσματα.

Από την είσοδο τους κιόλας ακουγόταν ο σπαραγμός του Μάικλ.

«Μωρό είναι αυτό;», αναφώνησε ο Γεώργιος, αλλά δεν πήρε απάντηση. «Τι γυρεύει εδώ ένα βρέφος;», επέμεινε. «Τι έχει σκοπό να του κάνει ο Ντέμιεν;»

«Μπορώ να σου πω ότι έχει σκοπό να κάνει σε σένα, αν δεν το βουλώσεις», αποκρίθηκε η Λίζα.

Ο Γεώργιος έκανε να της απαντήσει, αλλά τον απέτρεψε η Μαρία. Δεν θα έχανε ξανά τον άντρα της εξαιτίας του Ντέμιεν.

«Θα επιστρέψω αμέσως», του είπε και προχώρησε με την Λίζα μέχρι το δωμάτιο των ερωμένων.

Όταν άνοιξε η πόρτα αντίκρισε τις γνωστές, οκτώ γυναίκες και στα χέρια της Έλενας ένα νταμπίρ. Το πλάσμα αυτό δεν της ήταν καθόλου άγνωστο, γιατί παρακολουθούσε την ζωή του από τον καθρέφτη τον καιρό που ήταν ο παρίας του Κάτω Κόσμου.

«Μάικλ;»

«Βοήθησε μας Μαρία», ξεφύσησε η Έλενα και τον εναπόθεσε στα χέρια της.

Το εκκωφαντικό κλάμα του μωρού ξύπνησε την Μαρία από τον λήθαργο έκπληξης και έκανε ό,τι μπορούσε για να γαληνέψει το μωρό. Μέσα σε μία ώρα ο Μάικλ είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά της για έναν πολύ απλό λόγο: Ήταν νεκρή. Η Μαρία δεν είχε αύρα όπως οι βαμπιρίνες ή οι δαιμόνισσες κι άρα δεν τον ενοχλούσε η δυσφορία της. Οι οκτώ, ανήσυχες γυναίκες όμως τον έπνιγαν τόσες μέρες με τα δυνατά τους συναισθήματα και δεν βράχηκε καμία αρκετά ώστε να την υπνωτίσει και να γλιτώσει. Ίσως να μην μπορούσε κιόλας.

«Τι συμβαίνει;», ρώτησε χαμηλόφωνα η Μαρία όταν άφησε τον Μάικλ στο κρεβάτι. «Γιατί είναι εδώ; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει σε κανέναν κόσμο».

Αν της απαντούσαν θετικά, ο καθρέφτης θα ήταν αναγκασμένος να κρύψει από τον Ντέμιεν την κουβέντα τους. Κι αφού δεν θα του έδειχνε τίποτα, θα υποψιαζόταν την κρυφή τους συνεργασία. Έπρεπε λοιπόν να την κοιτάξουν στα μάτια και να της πουν ένα πειστικό ψέμα για να είναι όλοι ασφαλείς.

Ο Ντέμιεν ωστόσο τις έβγαλε από την δύσκολη θέση. Αφού σταμάτησε το κλάμα του μωρού, δεν υπήρχε λόγος να παραμείνει η Μαρία στα διαμερίσματα. Γι' αυτό και μπήκε σαν σίφουνας στο δωμάτιο να της το ανακοινώσει.

«Η δουλειά σου τέλειωσε. Μπορείς να πηγαίνεις».

Η Μαρία έριξε μια τελευταία ματιά στον Μάικλ πριν ακολουθήσει τον Ντέμιεν έξω από το δωμάτιο.

«Τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις με το να κρατάς αιχμάλωτο το παιδί;»

«Ό,τι κατάφερα με το να κρατάω και τον Γεώργιο. Γι' αυτό μην φέρεσαι με τόσο θράσος, διαφορετικά θα σας στείλω και τους δυο στην Λίμπο».

«Είμαστε βασιλείς. Η θέση μας είναι στον Κάτω Κόσμο».

Ο Ντέμιεν μειδίασε καθώς την πλησίαζε και τα γκρίζα δάχτυλα του μπλέχτηκαν στην μία από τις δυο πλεξούδες της. Η Μαρία μόρφασε αηδιασμένη και τον έσπρωξε από πάνω της.

«Ξεχνάς ότι πλέον εγώ θέτω τους κανόνες για όλους τους κόσμους».

«Αυτό θα το δούμε».

*Το δωμάτιο ήταν του Ενρίκε. («Ναι, αλλά αυτό είναι το δικό του. Το διάλεξε όταν πρωτοήρθε, γιατί είναι ανατολικό και χρειάζεται την ζέστη. Έχει πάνω κάτω τις ίδιες δυσκολίες με την μαγεία του, όπως εσύ [Κάρτερ], όπως εγώ τώρα, όπως κι ο Μάικλ όταν γεννηθεί». – Κάτω Κόσμος IV)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top