42. Η ΠΙΟ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΤΙΓΜΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΥΓΗ

Καλοί μου φίλοι (αλήθεια όταν βλέπετε μήνυμα μου αγχώνεστε ή χαίρεστε; Δεδομένου του πότε συνήθως τα γράφω, μάλλον σας έχω τρομοκρατήσει), όταν με το καλό τελειώσετε το κεφάλαιο και έχετε επαφή με το περιβάλλον, θα δείτε πως γράφει ολοκληρωμένο. Μην φοβηθείτε. Το έκτο μέρος δεν τελειώνει εδώ. Απλώς μου βγαίνει μεγαλύτερο από ό,τι υπολόγιζα, οπότε θα το χωρίσω σε δύο μέρη. Οπότε την άλλη Δευτέρα, το νέο κεφάλαιο δεν θα ανέβει εδώ αλλά σε νέο αρχείο. Καλή συνέχεια και σας ευχαριστώ που είστε ακόμα εδώ!

Κάρτερ

Έφυγα τρέχοντας από την αίθουσα θρόνου και εκμεταλλευόμενος στο έπακρον την ταχύτητα βαμπίρ. Δεν με ενδιέφερε αν θα με έβλεπε κανείς, γιατί πολύ απλά ήταν ζωτικής σημασίας να φτάσω στον γιο μου, ο οποίος δεν ήταν μαζί με τον Χουάν, αλλά με κάποιο τσιράκι του Ντέμιεν. Μπορεί να ήταν και με τον ίδιο τον Ντέμιεν! Ο φόβος μου για το παιδί μου δεν με άφηνε να εφησυχαστώ από την επιβεβαίωση των αγγέλων ότι ο εχθρός βρισκόταν παγιδευμένος στο βασίλειο του.

Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να βρεθώ στο δωμάτιο της Ορόρα, αλλά μου φάνηκαν αιώνες. Στην διαδρομή δεν συνάντησα κανέναν, ούτε άκουσα κάτι πέρα από τις προσπάθειες του Ντιμίτρι και του πατέρα μου να με φτάσουν. Είχαν ακόμα αρκετά μέτρα να διανύσουν μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Εγώ όμως ήμουν ήδη έξω από την πόρτα και δεν θα τους περίμενα για να μπω.

Το χέρι μου προσγειώθηκε με δύναμη στο αντικείμενο που με εμπόδιζε να αντικρίσω τον γιο μου και την επόμενη στιγμή βρισκόμουν στην μέση του δωματίου με τον Μάικλ να με κοιτάζει αποσβολωμένος. Τον είχα τρομάξει με την απότομη είσοδο μου, κατά τα άλλα όμως δεν έδειχνε ανήσυχος με κάτι άλλο. Καθόταν στο στρώμα που του είχε απλώσει ο Χουάν στο πάτωμα και ζωγράφιζε χρησιμοποιώντας κυρίως κόκκινο χρώμα. Ήταν το αγαπημένο του, γιατί αυτό έβλεπε γύρω από την Ορόρα.

«Πού είναι;», τον ρώτησα ελέγχοντας τον χώρο.

Ο Μάικλ δεν μου απάντησε, γιατί δεν κατανοούσε τον λόγο που τα άκρα μου έτρεμαν από την ένταση και πιθανόν η αύρα μου είχε πάρει σκούρες αποχρώσεις, στις οποίες πάντα αντιδρούσε με καρδιοχτύπι ή νευρικές κινήσεις -όπως μου είχαν εκμυστηρευτεί οι κυρίες. Και τότε απόρησα πώς δεν είχαμε καταλάβει ότι κάτι πήγαινε λάθος με τον υποτιθέμενο θνητό. Πώς είχε καταφέρει να αποκρύψει την αύρα του από τον Μάικλ; Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να είχε φωτεινά χρώματα δεδομένου ότι ήταν ο αδερφός της Μεγάλης Βασίλισσας.

Η απάντηση ήρθε από μόνη της, όταν αυτός που είχε την όψη του Χουάν βγήκε από το μπάνιο. Με το βλέμμα μου να μην απομακρύνεται από το ψεύτικο χαμόγελο του και την απορία ζωγραφισμένη στα σμιγμένα του φρύδια, σήκωσα το χέρι μου και είπα στον Μάικλ να έρθει κοντά μου. Στο μεταξύ, έφτασαν και ο Ντιμίτρι με τον πατέρα μου και παρέμειναν πίσω μου μέχρι να δώσω το σύνθημα για αναμέτρηση. Αλλά ήλπιζα να μην φτάναμε σε αυτό το σημείο.

«Τι συμβαίνει;», μας ρώτησε όλους και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Δεν θα έπρεπε να είστε στην κηδεία;»

«Ποιανού;», αντιγύρισα εγώ. «Την δική μου ή την δική σου;»

Ο Χουάν γέλασε και κούνησε το κεφάλι του.

«Δεν θα με συμπαθήσεις ποτέ, έτσι; Πότε θα καταλάβεις πως ό,τι είχα με την Ορόρα τέλειωσε πριν αρκετό καιρό;»

Ήταν εξωφρενικό να ακούω έναν απατεώνα να προσποιείται άριστα ότι είναι κάποιος άλλος. Για να γνωρίζει τόσες πληροφορίες ήταν σίγουρα υποτακτικός του Ντέμιεν, αν όχι ο ίδιος.

«Μάικλ έλα αμέσως εδώ!»

Δεν μου άρεσε που του μιλούσα έτσι, αλλά δεν είχε κάνει κάποια κίνηση να απομακρυνθεί. Με την φωνή μου όμως να φτάνει σε επίπεδα που δεν είχε ακούσει ξανά, δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση. Τινάχτηκε όρθιος και έτρεξε προς το μέρος μου, αλλά αναζήτησε καταφύγιο στην αγκαλιά του Ντιμίτρι.

«Ποιος είσαι;», ρώτησα τον υποκριτή.

«Τι λες; Δεν...»

«Ποιος στα κομμάτια είσαι;», επανέλαβα την ερώτηση πιο επιθετικά.

«Ο Χουάν», μου απάντησε λες κι ήταν το πιο προφανές πράγμα στον κόσμο. Ωστόσο, ο Ντέμιεν μας είχε μάθει με κάθε τρόπο ότι τα φαινόμενα απατούσαν.

«Ας πούμε ότι σε πιστεύω. Αυτή την στιγμή όμως υπάρχει στο φέρετρο ένας τύπος που σου μοιάζει φρικιαστικά. Και φαίνεται ότι είναι νεκρός εδώ και πολλές μέρες. Τυγχάνει να ξέρεις κάτι μια που η Ορόρα είναι σίγουρη ότι η αφύπνιση σου προέκυψε μετά από έναν θάνατο;»

Εκείνος έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπειτα τα άνοιξε ξανά, αλλά το μελί χρώμα που ήταν σήμα κατατεθέν του Χουάν είχε χαθεί. Την θέση του πήρε μια ασημί απόχρωση και ο Μάικλ κλαψούρισε στην όψη. Ίσως ταυτόχρονα άλλαξε και το χρώμα της αύρας του.

«Δεν θα έβλαπτα ποτέ το παιδί».

«Αυτό δεν είναι απάντηση», γρύλισα. «Ντιμίτρι, πάρε τον Μάικλ και φύγετε από την Μόιρα».

«Δεν μπορείτε να βγείτε από το παλάτι», είπε ο ξένος. «Οι δαίμονες το έχουν σφραγίσει με ξόρκι, όπως έκαναν στο νοσοκομείο το βράδυ που γεννήθηκε ο πρίγκιπας».

«Ήσουν μαζί τους εκείνη την νύχτα;», αναφώνησε ο Ντιμίτρι.

«Ο δεύτερος άντρας της παρέας», μας ενημέρωσε χαμογελώντας μελαγχολικά.

Εκείνο το βράδυ ήταν τέσσερις. Η Λίζα, ο Ενώχ και δυο άγνωστοι. Τώρα θα γνωρίζαμε και τον τρίτο της συμμορίας.

«Γιατί σφραγίσατε το παλάτι;», αποκρίθηκε ο πατέρας μου με φαινομενικά ήρεμο τόνο. «Τι σας είπε ο Ντέμιεν να κάνετε;»

«Έχουμε να επικοινωνήσουμε πάνω από ένα μήνα μαζί του. Εκ τότε η Λίζα με τον Ενώχ πήραν την κατάσταση στα χέρια τους θέλοντας κυρίως να εκδικηθούν για τον θάνατο του Ζάβιερ».

«Και έτσι έστειλαν δυο κατασκόπους στην Μόιρα», είπα. «Εσένα και τον Φερνάντο».

Ο δαίμονας ένευσε θετικά.

«Πώς σε λένε;»

«Κάιν», απάντησε και αντανακλαστικά γύρισα στα νταμπίρ. Έδειχναν το ίδιο έκπληκτα με μένα.

«Πρόκειται για συνωνυμία ή...»

«Όσο πρόκειται και με τον Ενώχ».

Ομολογουμένως δεν είχαμε αναρωτηθεί ποτέ αν ο δαίμονας στον οποίο κάποτε πούλησα τα μανικετόκουμπα μου είχε σχέση με το διάσημο βιβλίο, αλλά μετά την τελευταία επίσκεψη στο εμπορικό έπρεπε να εξετάσουμε οποιονδήποτε έφερε βιβλικό όνομα.

«Είναι τώρα εδώ;», ρώτησα σφίγγοντας τις γροθιές μου. «Η Λίζα και όλοι όσοι την ακολουθούν;»

Ο Κάιν ένευσε αργά. Και την επόμενη στιγμή ακούστηκε μια έκρηξη από το ισόγειο.

Ορόρα

Μία ώρα πριν την κηδεία, ανέβηκα στο δωμάτιο μου για να αλλάξω. Είχα διαλέξει μια μαύρη, μεσαιωνική τουαλέτα με φαρδιά μανίκια και στενή γραμμή μέχρι τον κορμό. Η φούστα ήταν ελάχιστα ανοιχτή, ίσα ίσα για να μπορώ να κινούμαι εύκολα στον χώρο. Πάνω από το φόρεμα, έβαλα μια γούνινη κάπα και την κούμπωσα για να μην φαίνεται η φουσκωμένη μου κοιλιά. Τα μαλλιά μου τα έστρωσα πίσω και τα κάλυψα με ένα μαύρο πέπλο πάνω στο οποίο δέσποζε ένα χρυσό διάδημα. Κοσμήματα δεν φόρεσα πολλά. Μονάχα την βέρα μου.

Λίγο πριν κλείσω την κοσμηματοθήκη μου, το μάτι μου έπεσε στο σμαραγδένιο δαχτυλίδι της Χόουπ. Σε αυτή την πραγματικότητα ήταν το δαχτυλίδι αρραβώνων μου, αλλά στην άλλη η ατσάλινη ασπίδα μου. Δεν ήξερα αν είχε ακόμα την δύναμη να με κρύψει από τον Ντέμιεν, παραταύτα ήλπιζα ότι η μαγεία ήταν ακόμα ενεργή. Το πήρα λοιπόν από το πορφυρό κουτί, πέρασα το στεφάνι μέσα από μια χρυσή αλυσίδα και έπειτα πλησίασα τον Μάικλ για να του το φορέσω.

«Σου αρέσει;», τον ρώτησα καθώς το κούμπωνα, ενώ εκείνος παρατηρούσε το σμαράγδι.

«Ναι», απάντησε χαμογελώντας. «Έχει το ίδιο χρώμα με την θεία Μέλανη».

Προφανώς αναφερόταν στην αύρα της κι όχι στο δέρμα της, γιατί τελευταία φορά που την είδα δεν έμοιαζε με τον Σρεκ.

«Πρόσεχε να μην το χάσεις. Είναι μαγικό».

Αυτό αρκούσε για να ενθουσιάσει τον μικρό μας Μάγο και για να σιγουρευτώ ότι δεν θα το έβγαζε για να παίξει, το έκρυψα μέσα στην μπλούζα του.

«Τι είναι αυτό;», με ρώτησε ο Χουάν, καθώς ανασηκωνόμουν.

«Προστασία», του απάντησα. «Όσο ο Μάικλ το φοράει, δεν μπορεί να τον δει ο Ντέμιεν».

«Τώρα όμως είναι στον Κάτω Κόσμο».

«Σε έναν μήνα όμως θα μπορεί να κόβει βόλτες στην Μόιρα».

Και μόνο η σκέψη μου προκαλούσε ναυτία, αλλά έπρεπε να είμαι προετοιμασμένη.

«Λυπάμαι γι' αυτό», απάντησε ο Χουάν και χάζεψε τον Μάικλ. «Θα βάλω τα δυνατά μου για να μην πάθει κάτι ο μπόμπιρας».

Δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω στην τρυφερότητα που έδειχνε ο Χουάν στον Μάικλ, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά. Τον είχε ζήσει μερικές μέρες μετά την γέννηση του και τότε ήταν ένας από τους πολλούς που υπέκυψαν στην γοητεία του παιδιού μου. Μου είχε κάνει μάλιστα μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι θυμόταν πολλές λεπτομέρειες από την πρώτη τους επαφή, γιατί ο Χουάν δεν φημιζόταν για την δυνατή του μνήμη. Ίσως όμως η αφύπνιση να διόρθωσε αυτό το μικρό μειονέκτημα.

«Πρέπει να πηγαίνω», ανακοίνωσα αναστενάζοντας.

Εκείνος έσφιξε μαλακά τον ώμο μου και με το βλέμμα του βυθισμένο στο δικό μου μου ευχήθηκε καλή επιτυχία, ενώ με διαβεβαίωσε πως ο Μάικλ ήταν ασφαλής. Κι εφόσον δεν είχα καμία αμφιβολία, κατέβηκα στο αίθριο.

Σιγά σιγά ο χώρος γέμιζε με θαμώνες του παλατιού ή κατοίκους της Μόιρα. Το βλέμμα μου διασταυρωνόταν με γνώριμα πρόσωπα, αλλά τα περισσότερα δεν συμμερίζονταν την χαρά μου που τους έβλεπα. Ανάμεσα τους ήταν κι ο Σκοτ, ο οποίος με χαιρέτησε με τυπικό και ψυχρό τρόπο πριν πάει να συνομιλήσει με τον Ενρίκε. Η Άσλεη δίπλα του είχε δει πόσο απογοητεύτηκα με την αντιμετώπιση του και μου χάρισε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.

Προσπάθησα να το φέρνω συνέχεια στον νου μου κάθε φορά που αντίκριζα κάτι δυσάρεστο, όπως το υπεροπτικό βλέμμα του Φερνάντο, την απογοήτευση της θείας Μπιάνκα ή την αποστροφή των μισών υπηκόων που πιθανόν είχαν έρθει για να σιγουρευτούν ότι ο Κάρτερ ήταν νεκρός κι όχι για να τον τιμήσουν. Στον αντίποδα ήταν το συμβούλιο, αρκετά μέλη του οποίου μου είπαν ανοιχτά ότι έπρεπε να φροντίσουμε το θέμα διαδοχής άμεσα, αν δεν θέλαμε η αναρχία να αυξηθεί σε απειλητικό βαθμό. Ούτε μία υπόδειξη τους δεν συνοδεύτηκε από μια παρηγορητική κουβέντα. Ευτυχώς η Οκτόμπερ είδε την δυσφορία μου την στιγμή που συνομιλούσα με τον Κορνήλιο και την Άννα και έσπευσε να με σώσει.

«Με συγχωρείτε, θα ήθελα να συλλυπηθώ την βασίλισσα ιδιαιτέρως».

Εκείνοι απλώς ένευσαν και απομακρύνθηκαν συνεχίζοντας να μιλάνε για την διαδοχή.

«Σε ευχαριστώ», ξεφύσησα.

«Μην το συζητάς. Τιμή μου να βοηθάω δυο βασίλισσες», χαμογέλασε και έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στην κοιλιά μου. «Θα το ανακοινώσεις όντως σήμερα;»

Εγώ ένευσα καταφατικά και αναζήτησα στον χώρο τα αφυπνισμένα νταμπίρ, τα οποία ήξεραν για την επιστροφή της Αλεξάνδρας. Και δυστυχώς δεν ήταν ούτε τα μισά σε σχέση με τους παρευρισκομένους.

«Ο Θεός να με φυλάει».

Η Οκτόμπερ γέλασε πνιχτά με αυτή μου την κουβέντα και υποψιάστηκα το γιατί.

«Ναι, ξέρω. Ο θείος μου θα στριφογυρίζει ειρωνικά τα μάτια του».

«Συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε κάνω να νιώσεις άβολα».

«Είσαι το τελευταίο νταμπίρ που με κάνει να νιώθω άβολα».

Μου χαμογέλασε τρυφερά ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και έπειτα με ρώτησε αν ήθελα να κάνει κάτι για να με βοηθήσει.

«Και μόνο που είσαι εδώ μου αρκεί. Καταλαβαίνω πως κι εσύ νιώθεις ότι βρίσκεσαι στην αρένα με τα θηρία».

Τα γκριζογάλανα μάτια της κατευθύνθηκαν πρώτα στον Σκοτ, ο οποίος είχε απορροφηθεί στην συζήτηση του με τον Ενρίκε και έπειτα στον Γκασπάρ. Τότε συνειδητοποιήσαμε και οι δυο ότι την κοιτούσε, αλλά μόλις τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν, στράφηκε στην μητέρα του.

Η Οκτόμπερ πήρε μια βαθιά ανάσα συνεχίζοντας να τον χαζεύει και τα μάτια της άστραψαν στην συνειδητοποίηση ότι την κοιτούσε.

«Κάποια πράγματα δεν μπορεί να τα αλλοιώσει κανένα ξόρκι», σχολίασα και η Οκτόμπερ δάγκωσε το κάτω χείλος της για να συγκρατήσει τα δάκρυα που συσσωρεύτηκαν στα μάτια της. «Ω, έλα εδώ».

Την ένιωσα να συσπάται στην αγκαλιά μου και ένα μικρό γελάκι έφτασε στα αυτιά μου.

«Κανονικά θα έπρεπε να σε παρηγορώ εγώ».

«Το έχεις κάνει και με το παραπάνω».

Για να μην τραβήξουμε περισσότερη προσοχή, σκούπισε γρήγορα τα μάτια της και άρχισε να κατευθύνεται στην Σάρα. Την ίδια στιγμή, με πλησίασε ο πατέρας μου και μου ανακοίνωσε πως ήταν ώρα να μιλήσουμε στον λαό μας. Πιο πίσω είδα τον Κέλλαν με τον Ντιμίτρι να απομακρύνονται για την αίθουσα θρόνου. Κι αφού όλα έδειχναν πως δεν μπορούσα να κάνω πίσω, πέρασα το χέρι μου γύρω από τον ώμο του και πήραμε τον δρόμο για ο ύψωμα του αίθριου.

Μόλις τα νταμπίρ μας είδαν να μετακινούμαστε στο σημείο που οι βασιλείς συνήθιζαν να βγάζουν λόγο, άρχισαν να σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από το ύψωμα. Μπροστά στέκονταν φυσικά η μητέρα μου που κρατούσε το χέρι της Χόουπ, η Μέλανη, ο Μάικλ, ο Σον και οι λοιποί Σάντος. Ήθελα πολύ να επικεντρωθώ σε εκείνους ή τον Τσέις και την Κέιζα, αλλά κάθε μάθημα δημόσιου λόγου υπογράμμιζε την σημασία να έχεις οπτική επαφή με όλους. Έπρεπε λοιπόν να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι τα επικριτικά βλέμματα δεν άνηκαν πράγματι σε εκείνους. Εξαίρεση φυσικά αποτελούσε ο Φερνάντο.

Μόλις σταθήκαμε μπροστά τους, ο πατέρας μου δεν κατέβασε το χέρι του κι έτσι συνέχιζα να σφίγγω το άκρο του. Είχε καταλάβει την νευρικότητα μου, οπότε και θα μου προσέφερε την σιγουριά του.

«Αγαπητά νταμπίρ, αξιοσέβαστο συμβούλιο, γενναίοι στρατιώτες. Η θλίψη μας σήμερα είναι μεγάλη, καθώς αποχαιρετούμε τον πρίγκιπα Κάρτερ Τζον Μάρεϊ. Η ζωή του έλαβε τέλος πολύ σύντομα πριν καν προλάβει να κρατήσει στα χέρια του βασιλικά σκήπτρα. Σαφώς και η απώλεια των γονιών είναι μεγαλύτερη από αυτή του βασιλείου, αλλά ως κεφαλές αυτού του κόσμου δεν θα πάψουμε να συλλογιζόμαστε κι εσάς σε κάθε ευχάριστο και δυσάρεστο γεγονός. Προτού δώσουμε στον Κάρτερ το στέμμα που έμελλε να φορέσει, η κόρη μου και σύζυγος του θα ήθελε να σας πει δυο λόγια που ίσως γαληνέψουν την ταραγμένη σας ψυχή».

Καθώς μου έδινε την σκυτάλη, τον κοίταξα πριν στραφώ στα θηρία που είχα αναφέρει στην Οκτόμπερ. Εκείνος έγειρε προς το μέρος μου δίνοντας μου ένα φιλί στο μέτωπο και έπειτα μου ψιθύρισε πως όσο με είχε στην αγκαλιά του δεν θα μπορούσε να με βλάψει κανείς.

«Λαέ της Μόιρα», ξεκίνησα χαμηλόφωνα και έπειτα καθάρισα τον λαιμό μου για να ακούγομαι καλύτερα. «Ξέρω πως οι μέρες που πέρασαν σας έδωσαν την εντύπωση ότι είμαι αδύναμη και πως αφήνω τις καταστάσεις να με καταβάλλουν. Μια σωστή διάδοχος θα έπρεπε να είναι κοντά σας και να σας καθησυχάζει για το μέλλον. Πολλές ανησυχίες έφτασαν στα αυτιά μου, αλλά δεν βρήκα το κουράγιο να τις εξαλείψω. Βλέπετε, ο Κάρτερ για μένα δεν ήταν απλά ένας συμβασιλέας, ένα πιόνι στην σκακιέρα της ζωής. Για μένα ήταν... η ζωή μου».

Από την αρχή ένιωσα έναν κόμπο στον λαιμό μου, αλλά θεώρησα πως τα ψέματα θα τον έδιωχναν. Κάπου ανάμεσα στην υποκρισία όμως τα χείλη μου αποφάσισαν να προφέρουν μεγάλες αλήθεια. Κι όσα δάκρυα κατάφερε να συγκρατήσει η Οκτόμπερ, τώρα τα έχυνα εγώ.

«Ακούγεται πολύ δραματικό, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Για όλους υπάρχει εκεί έξω το άλλο μισό, η αδερφή ψυχή, ένα άτομο που μόλις συναντηθούν οι ματιές ακούγονται πυροτεχνήματα και αυτά τα χαρμόσυνα καμπανάκια που διαβάζουμε στα μυθιστορήματα. Εγώ βρήκα την δική μου αδερφή ψυχή σε ένα ζευγάρι γαλανά μάτια που κάποτε με κοίταζαν με λαχτάρα και τώρα υπάρχει απλά ένα κενό. Όμως», ρουθούνισα και πήρα το χέρι μου από τον πατέρα μου για να ξεκουμπώσω την κάπα μου. «Το κενό που προέκυψε στον θρόνο δεν πρόκειται να μείνει ακάλυπτο για πολύ».

Ένα μικρό σούσουρο άρχισε να απλώνεται στο κοινό, ενώ τα χείλη του Φερνάντο κινήθηκαν, πιθανώς σχηματίζοντας μια βωμολοχία.

Στο μεταξύ, άφησα την κάπα να πέσει στο πάτωμα και οι παλάμες μου ακούμπησαν την κοιλιά μου.

«Ο λόγος που αυτό τον καιρό ήμουν απομονωμένη είναι η ελπίδα που μεγαλώνει μέσα μου, ένα κομμάτι του εκλιπόντος βασιλιά».

Το σούσουρο μεγάλωσε και έγινε βουητό. Μέχρι που το κάλυψε ο δυνατός ήχος μιας έκρηξης.

Κάρτερ

«Πού πας;», ούρλιαξε ο πατέρας μου κι εγώ τον κοίταξα σχεδόν προσβεβλημένος.

«Το παλάτι καίγεται», του απάντησα, καθώς μύριζα τον καπνό από το ισόγειο.

«Δεν μπορούν να σε δουν έτσι».

«Είσαι σοβαρός;»

«Έχει δίκιο», είπε ο Ντιμίτρι, ο οποίος κουνούσε τον Μάικλ στα χέρια του, γιατί είχε τρομάξει με την έκρηξη.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ αυτό όταν...»

«Κακώς», με διέκοψε ο πατέρας μου. «Να σου θυμίσω πως δεν είσαι ακόμα βασιλιάς και η μοναδική σου υποχρέωση είναι ο εγγονός μου. Μείνε εδώ μαζί με εκείνον και τον δαίμονα. Είναι διαταγή!»

Τα λόγια του Κέλλαν Μάρεϊ δεν με σόκαραν συχνά, γιατί ποτέ δεν έκρυβαν τόσο φόβο. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πολλές φορές που να μου είχε δείξει τέτοιο συναίσθημα και κανονικά δεν θα έπρεπε να το αναγνωρίζω. Τον τελευταίο καιρό όμως είχα μάθει να διαβάζω τους χτύπους της καρδιάς του και όταν θύμωνε δεν αυξάνονταν τόσο όσο όταν φοβόταν. Και παραδόξως τρόμαζε πιο συχνά από ό,τι φανταζόμουν.

Ο Ντιμίτρι άφησε κάτω τον Μάικλ και του είπε πως όλα ήταν εντάξει. Χωρίς να μου δώσουν περιθώριο να αντιδράσω, έτρεξαν έξω από το δωμάτιο και έκλεισαν την πόρτα λες κι αυτό θα αρκούσε να με κρατήσει εκεί μέσα. Αυτό όμως που με παρέλυσε πραγματικά ήταν το φοβισμένο βλέμμα του γιου μου.

«Συγγνώμη που σου φώναξα», αποκρίθηκα.

Τα χειλάκια του τρεμόπαιξαν και το χέρι του έπιασε την μπλούζα του στο ύψος της κοιλιάς του.

«Θα με στείλεις πίσω στον κύριο με την μαύρα κάπα;»

«Όχι βέβαια», του απάντησα.

Τι τραύματα κουβαλούσε αυτό το παιδί και πόσα ακόμα του φορτώναμε! Πόσα είχε περάσει από όταν γεννήθηκε!

«Έλα εδώ», του είπα ανοίγοντας τα χέρια μου κι εκείνος άφησε στην άκρη τον φόβο του για να φωλιάσει στην πατρική αγκαλιά. «Τι έχεις εδώ;», τον ρώτησα νιώθοντας κάτι σκληρό ανάμεσα στα στήθη μας.

Ο μικρός ανασήκωσε την μπλούζα του κι αντίκρισα το σμαραγδένιο δαχτυλίδι της Ορόρα να κρέμεται από μια αλυσίδα.

«Η μαμά μου το έδωσε».

«Καλά έκανε», παραδέχτηκα.

«Προς το παρόν δεν το χρειάζεται», ακούστηκε ο Κάιν που μέχρι στιγμής παρακολουθούσε σιωπηλός.

Άφησα τον Μάικλ να ασχοληθεί με το δαχτυλίδι και πλησίασα τον δαίμονα για μία κατ' ιδίαν συζήτηση.

«Εσύ σκότωσες τον Χουάν;»

«Λυπάσαι;», απόρησε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι.

«Απάντησε μου», τον διέταξα γρυλίζοντας. Δεν μπορούσα να ακούω κραυγές από κάτω και ειρωνείες εδώ πάνω!

«Ήμουν άρρωστος».

«Σε τραυμάτισαν με ασήμι». Το συμπέρανα από το ότι το πτώμα του Χουάν βρωμοκοπούσε από δαύτο.

«Οι δαίμονες ερχόμαστε συχνά σε διαφωνίες».

«Προφανώς κάποιος ήθελε τις δυνάμεις σου».

«Το χάρισμα μου είναι σπάνιο».

«Το να παίρνεις ξένες μορφές; Αυτό το κάνει κι ο Ντέμιεν».

«Δεν παίρνω μορφές. Δανείζομαι την υπόσταση κάποιου. Κι αυτό γίνεται μόνο αν δεσμεύσω την ψυχή του. Ο Χουάν για παράδειγμα, θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς από τα χέρια μου. Ρούφηξα και την ψυχή του για να μπορώ να γίνω αυτός».

«Μπορείς να ξαναπάρεις την μορφή σου;»

«Φυσικά».

Οι φωνές στο ισόγειο γίνονταν ολοένα και εντονότερες, ενώ εκτός από αυξημένη αδρεναλίνη έφτασε στα ρουθούνια και μυρωδιά αίματος.

«Μπαμπά φοβάμαι», μουρμούρισε ο Μάικλ, γιατί η οχλοβοή μπορούσε να ακουστεί κι από ένα νταμπίρ.

Από την μία φοβόμουν κι εγώ, από την άλλη όμως έπρεπε να του δώσω κουράγιο. Το συνοφρύωμα του και τα υγρά του μάτια έτοιμα να χύσουν ποτάμι δακρύων μου ράγιζαν την καρδιά. Κι ήταν το μοναδικό πράγμα που με κρατούσε στο δωμάτιο. Ήταν αδύνατον να τον εγκαταλείψω τόσο ευάλωτο και μάλιστα με έναν δαίμονα. Και παράλληλα ήθελα να τρέξω στο ισόγειο και να βοηθήσω τα νταμπίρ μου κι ας με έβλεπαν βαμπίρ. Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να συμβεί εκείνη την στιγμή.

Τα αντικρουόμενα συναισθήματα μου προκαλούσαν νευρικότητα, με αποτέλεσμα να κινούμαι μανιασμένα και να λησμονήσω για λίγο όλες τις απορίες σχετικά με τον Κάιν και τον Χουάν. Επιπλέον, δεν ήθελα να βλέπει ο Μάικλ τα σκληρά μου χαρακτηριστικά, αφού η αύρα μου ήταν υπεραρκετά δυσάρεστη εικόνα.

«Αν θέλεις να πας κάτω, μπορώ να τον προσέχω εγώ».

Τα λόγια του Κάιν με έκαναν να καγχάσω, αλλά όχι να σταματήσω το βάδισμα.

«Δεν είμαστε με τα καλά μας! Καλύτερα να καεί το χέρι μου από το να εμπιστευτώ το παιδί μου σε τσιράκι του Ντέμιεν».

«Δεν είμαι τσιράκι του Ντέμιεν».

«Ειλικρινά, δεν με νοιάζει η αναρχία του Κάτω Κόσμου», σχεδόν φώναξα, γιατί άκουγα ένα ποδοβολητό από το διάδρομο και ήταν άσχημος συνδυασμός με το χάος που επικρατούσε στο ισόγειο.

«Κάρτερ», ακούστηκε η κραυγή του ξαδέρφου μου και βρέθηκα αμέσως πίσω από την πόρτα για να την ανοίξω.

Ευτυχώς δεν είχε πάθει κάτι σοβαρό. Είχε απλά λίγες γραντζουνιές στο πρόσωπο και τα μακριά του μαλλιά είχαν ανακατευτεί από το τρεχαλητό.

«Είσαι καλά», ξεφύσησε ανακουφισμένος.

«Γιατί να μην είμαι;»

«Έβαλαν φωτιά στην αίθουσα θρόνου. Νομίζαμε πως σε σκότωσαν. Ο Ντιμίτρι κατάφερε να με ενημέρωσε πως είσαι εδώ».

«Πόσοι είναι κάτω;»

«Γύρω στους είκοσι. Μπορεί και λιγότεροι. Η τηλεπάθεια τους όμως επισκιάζει τις δυνάμεις μας. Οι στρατιώτες κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, αλλά δεν είναι αρκετό. Και μέσα σε όλα είμαστε παγιδευμένοι στο παλάτι».

Πέρασα τα δάχτυλα και των δυο χεριών μου μέσα από τις μπούκλες μου και τις έσφιξα τόσο δυνατά που παραλίγο να τις ξεριζώσω. Η κατάσταση ήταν σκέτη απελπισία, καθώς είχαμε πιαστεί σαν τα ποντίκια μέσα στην φάκα.

«Έχει πεθάνει κανείς;», ρώτησα χαμηλόφωνα.

Εκείνος δεν μου απάντησε με λέξεις. Χαμήλωσε το βλέμμα του και ένευσε ξεροκαταπίνοντας.

Αντανακλαστικά στράφηκα στον Κάιν και τον διέταξα να ρίξει το τείχος. Ο Μάικλ βέβαια απόρησε, γιατί ακόμα πίστευε πως αυτός ήταν ο Χουάν. Εν τάχει τον ενημέρωσα ότι ήταν ένας απατεώνας και μάλιστα αρκετά άχρηστος, γιατί μου απάντησε πως δεν είχε την δύναμη να ρίξει το τείχος.

Το μυαλό μου έκανε έναν αρκετά εξωφρενικό συνειρμό και τα μάτια μου προχώρησαν στον ταραγμένο γιο μου. Εκείνος είχε την δυνατότητα να εκμεταλλευτεί ενέργειες για να σπάσει δυνατότερα ξόρκια. Βέβαια και εγώ και η Ορόρα δεν θέλαμε να κουράζει τον εαυτό του, αλλά αυτή την φορά δεν επρόκειτο για παιχνίδι. Και την πρώτη φορά που δέχτηκα να εκμεταλλευτεί την δύναμη του διακυβεύονταν ζωές.

«Μάικι», αποκρίθηκα και βρέθηκα γρήγορα γονατισμένος μπροστά του. «Θέλεις να πας να βρεις την Έλενα και τα υπόλοιπα κορίτσια;»

Εκείνος ένευσε γρήγορα.

«Ωραία. Πρώτα όμως θα παίξουμε ένα παιχνίδι. Θα πάρεις λίγη ενέργεια από αυτούς που θα σου πω για να ξεπεράσεις ένα εμπόδιο. Αν το καταφέρεις, θα σου αγοράσω ένα τρένο».

«Εντάξει», μουρμούρισε δίχως να αναθαρρεύει που θα χρησιμοποιούσε μαγεία.

«Θα το κάνεις;»

Αφού ένευσε μία ακόμα φορά, υπέδειξα στον Κάιν να πλησιάζει. Με τα χέρια μου τυλιγμένα γύρω από τον Μάικλ, του εξήγησα τι έπρεπε να κάνει. Θα άφηνε τον γιο μου να αγγίξει τα ακροδάχτυλα του για να δανειστεί ενέργεια. Σίγουρα θα είχε μάθει γι' αυτή την ικανότητα παριστάνοντας τον σύμμαχο, αλλά όφειλα να τον καθοδηγώ για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

«Εντάξει;», ρώτησα τον Μάικλ όταν απομάκρυνε το χέρι του από τον Κάιν.

Μετά από ένα ακόμα νεύμα του, τον σήκωσα στα χέρια μου και προχώρησα προς τον διάδρομο. Ζήτησα από τον Μάικλ να βρει την Ορόρα, τον Ενρίκε και την Μέλανη και ει δυνατόν και τον Αλφόνσο, ενώ διέταξα τον Κάιν να με ακολουθήσει. Δεν θα ήταν ασφαλές να έχω έναν δαίμονα στο κατόπι μου, αλλά ήταν πολύ προτιμότερο από το να μην γνωρίζω τις κινήσεις του.

«Θα σε δουν», μου θύμισε ο Μάικλ καθώς φτάναμε στην κορυφή της σκάλας.

Γύρισα το κεφάλι του γιου μου, ώστε να κοιτάζει τον διάδρομο κι εγώ έγειρα για να περιεργαστώ την κατάσταση στον χώρο εισόδου. Τα μόνα νταμπίρ που υπήρχαν εκεί ήταν ο Αλεχάντρο με δυο φρουρούς, που πάσχιζαν να νικήσουν τον Ενώχ. Ακόμα και με ένα χέρι όμως -το άκρο που του είχε κάψει η Ορόρα ήταν κομμένο προφανώς για να μην προχωρήσει η μαγεία της στο υπόλοιπο σώμα του- κατάφερνε να επιβληθεί. Ήταν τρεις εναντίον ενός που κατείχε τηλεπάθεια και συνεχώς τους έριχνε πάνω σε τοίχους για να μην τον τραυματίσουν θανάσιμα με τα ασημένια παλούκια.

Μόλις ο Αλεχάντρο ένιωσε κι άλλη παρουσία στον χώρο, σήκωσε το βλέμμα του στις σκάλες. Κρυφτήκαμε όσο όσο για να μην μας καταλάβουν και οι υπόλοιποι και με ένα νεύμα του είπα να διώξει τους φρουρούς. Και ήμουν σίγουρος πως ο μόνος λόγος που με υπάκουσε ήταν ο εγγονός του.

«Πηγαίνετε να βοηθήσετε τους άλλους», γρύλισε στους στρατιώτες.

«Μεγαλειότατε, δεν μπορούμε να σας εγκαταλείψουμε».

«Είναι διαταγή», τους φώναξε.

Αμφιταλαντεύτηκαν λίγο ακόμα και όταν τους θύμισε πως η διάδοχος του θρόνου ήταν έγκυος, κατάλαβαν πως δεν υπήρχε λόγος να προστατέψουν ένα νταμπίρ για το οποίο υπήρχαν αντικαταστάτες.

«Εγκαταλείπεις τόσο εύκολα;», τον ρώτησε ο Ενώχ όταν έμειναν οι δυο τους.

«Ποτέ δεν εγκαταλείπω», του απάντησε ο Αλεχάντρο και του έκανε νόημα να κοιτάξει πίσω του.

Την επόμενη στιγμή, κατεβαίναμε τις σκάλες και τα γατίσια μάτια του ακρωτηριασμένου δαίμονα άστραψαν από ικανοποίηση.

«Ευχαριστώ αδερφέ μου», αποκρίθηκε προφανώς αναφερόμενος στον Κάιν. «Φέρε μου το παιδί».

Ο Αλεχάντρο έσμιξε απορημένος τα φρύδια του, αλλά κανείς δεν έκανε τον κόπο να του εξηγήσει ότι ο Χουάν δεν ήταν ο Χουάν.

Ο Κάιν δεν απάντησε στον Ενώχ κι αυτό τον ενόχλησε.

«Ήξερα όταν σου έδινα αυτό το όνομα ότι δεν διέφερες από τον συνονόματο σου. Ήλπιζα όμως ότι δεν θα πρόδιδες και τρίτη φορά έναν αδερφό σου».

«Τότε δεν έπρεπε να με εμπιστευτείς».

Ο Ενώχ πήγε να σηκώσει το χέρι του προς την κατεύθυνση του Μάικλ, αλλά ο Κάιν αντέδρασε πιο γρήγορα κι από βρικόλακα. Βρέθηκε αμέσως μπροστά μας με τα δυο του χέρια να σπρώχνουν μια αόρατη δύναμη. Αυτή τη στιγμή εξελισσόταν μπροστά μας μια πάλη ενεργειών, όπου ο Ενώχ προσπαθούσε να επιτεθεί στον Μάικλ, ή να τον πάρει από τα χέρια μου κι ο Κάιν τον προστάτευε. Γιατί στα κομμάτια όμως τον προστάτευε;

«Φύγετε», μας φώναξε χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τον προδομένο αδερφό. «Τον έχω ακινητοποιήσει».

Υπακούσαμε στην υπόδειξη του και με γρήγορες δρασκελιές προχωρήσαμε προς τον πιο ήσυχο διάδρομο. Ο λόγος που δεν ήταν το ίδιο γεμάτος με τους άλλους ήταν η αίθουσα θρόνου που φλεγόταν εξαιτίας της έκρηξης που προκάλεσαν οι δαίμονες. Και τότε μου ήρθε μια ιδέα!

«Τι έπαθε ο Χουάν;», ρώτησε ο Αλεχάντρο. «Νόμιζα ότι ήταν απλά θνητός».

«Δεν είναι ο Χουάν», του απάντησε ο Μάικλ.

«Βρες την Ορόρα», πετάχτηκα εγώ βάζοντας άνω τελεία σε αυτή την συζήτηση. Θα την συνεχίζαμε σε πιο ήρεμες συνθήκες.

«Και την Μέλανη και τον Ενρίκε και...»

«Η Ορόρα αρκεί», διέκοψα τον Μάικλ. «Στην αρχή σκεφτόμουν να πάρει ο μικρός λίγη από την ενέργεια τους για να ρίξει το τείχος. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να εξαντληθεί». Και να του δώσουμε την εντύπωση πως μόνο έτσι είναι αρεστός. «Η πυρκαγιά στην αίθουσα θρόνου όμως είναι αρκετή για να βοηθήσει την Ορόρα να τον μεταφέρει στην έπαυλη». Γύρισα προς το μέρος του μικρού, ο οποίους άκουγε με τα χέρια του κουρνιασμένα στο στήθος του, μέσα στο οποίο η καρδούλα του φτερούγιζε τρομαγμένα. «Θα πεις στα κορίτσια ότι τους έχουμε ανάγκη. Και εκείνες θα καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν».

«Η Ορόρα δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει μαγεία», αντέδρασε ο Αλεχάντρο. «Θυμάσαι τι έγινε στον Κάτω Κόσμο!»

«Θυμάμαι τι έγινε και ποιος το προκάλεσε», του απάντησα στον ίδιο τόνο. «Ούτε εγώ είμαι υπέρ του να εξαντλεί τον εαυτό της όταν κουβαλάει μαγικό μωρό, αλλά χρειαζόμαστε βοήθεια και ο Μάικλ πρέπει να φύγει από εδώ μέσα! Θέλουν να τον πληγώσουν για να εκδικηθούν τον θάνατο του Ζάβιερ. Εξάλλου στα αλήθεια πιστεύεις ότι αυτή τη στιγμή υπερασπίζεται τον εαυτό της μόνο με όπλα;»

Σίγουρα όχι και πιθανόν να την είχε δει κιόλας να εκτοξεύει σπίθες στους δαίμονες. Μετά από μια βαθιά ανάσα λοιπόν, χάθηκε στο λαβύρινθο των διαδρόμων.

«Φοβάμαι», επανέλαβε ο Μάικλ, αυτή την φορά στον θείο του.

Εκείνος έσκυψε και του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και τον καθησύχασε πως θα έκανε τα αδύνατα δυνατά ώστε να κρατήσει τους εχθρούς μακριά του.

Ορόρα

Η έκρηξη συνοδεύτηκε από κραυγές αγωνίες και τα νταμπίρ άρχισαν να τρέχουν έξω από το αίθριο για να δουν την αιτία αναταραχής και για να φύγουν από το παλάτι. Μέσα στον πανικό όμως, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να βρει τους στρατιώτες και να τους δώσει οδηγίες για το τι έπρεπε να γίνει ώστε να μην υπάρξουν τραυματισμοί. Οπότε και δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να αναμιχθούμε με τον όχλο.

Στην αρχή, με κρατούσε το χέρι μου σφιχτά για να μην χάσει κι εμένα. Φωνάζαμε την μαμά, τον Σον ή κάποιον άλλον γνωστό μας, αλλά μας κάλυπτε η υστερία των νταμπίρ. Έτσι, αυξανόταν και η δική μας νευρικότητα και δεν ήταν δύσκολο να ξεγλιστρήσω από το άγγιγμα του.

Προσπάθησα να τον βρω ξανά, γιατί ήξερα ότι θα με οδηγούσε σε στρατιώτες, αλλά μέσα στην οχλοβοή ακούστηκε το όνομα του Κάρτερ και αντανακλαστικά κατευθύνθηκα στην αίθουσα θρόνου. Πριν καν φτάσω, τα ρουθούνια μου έπιασαν την μυρωδιά καπνού, ενώ το σώμα μου αναστατωνόταν νιώθοντας την θέρμη της φωτιάς. Όχι, δεν μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δεν έπρεπε να έχει γίνει εκεί η έκρηξη, στο δωμάτιο που βρίσκονταν ο Ντιμίτρι, ο Κέλλαν κι ο Κάρτερ.

Κι όμως, παρά την άρνηση μου και τις προσευχές σε Παράδεισο και Κόλαση, βρέθηκα μπροστά από μια πυρακτωμένη αίθουσα. Η όραση μου θόλωσε αμέσως από δάκρυα και το ένστικτο μου με πρόσταξε να ριχτώ στις φλόγες ώστε να τους βοηθήσω με όποιο τρόπο μπορούσα. Εμένα δεν θα με πείραζε η φωτιά, ήταν η κυρά μου κι εγώ η πιστή της δούλη.

Καθώς βημάτιζα στις απειλητικές φλόγες, δυο χέρια άρπαξαν την μέση μου για να με απομακρύνουν, με αποτέλεσμα να βρεθούν στο έδαφος το πέπλο και το διάδημα μου.

«Τι κάνεις;», άκουσα την Κέιζα να ουρλιάζει, καθώς ο Τσέις με κρατούσε δέσμια.

«Ο Κάρτερ είναι στην αίθουσα θρόνου», της απάντησα. «Πρέπει να τον σώσω».

«Θα έχει γίνει κάρβουνο. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσουμε να μπεις εκεί μέσα».

Ο Τσέις την επέπληξε για τα σκληρά της λόγια που έκαναν την καρδιά μου να χάσει έναν χτύπο. Εκείνη σαφώς και δεν απολογήθηκε και μόλις είδαν πως δεν υπήρχε περίπτωση να τα παρατήσω, με έσυραν κυριολεκτικά μέχρι την είσοδο του παλατιού, παρά τις φωνές και τις προσπάθειες μου να ξεφύγω.

Εκεί συναντήσαμε όλα τα νταμπίρ που βρίσκονταν στο αίθριο. Είχαν στριμωχτεί σε έναν χώρο που με το ζόρι χωρούσαν οι μισοί και παρόλα αυτά δεν γινόταν κάτι για να μειωθεί ο αριθμός.

«Ορόρα», άκουσα την φωνή της μητέρας μου και οι τρεις μας γυρίσαμε να την δούμε να πλησιάζει μαζί με την Χόουπ. «Ω Θεέ μου, είσαι καλά», ξεφύσησε ανακουφισμένη κλείνοντας με στην αγκαλιά της.

«Ο Κάρτερ», μουρμούρισα κλαψιάρικα.

«Είναι καλά», είπε η Χόουπ και μπόρεσα να αναπνεύσω ξανά. «Έφυγαν με τον Κέλλαν και τον Ντιμίτρι πριν την έκρηξη. Είναι με τον Μάικλ τώρα».

Η σκέψη ότι εκείνος κι ο γιος μου ήταν ασφαλείς και μαζί ήταν η μοναδική ανακούφιση που μπορούσα να έχω εκείνη την στιγμή.

«Τι συμβαίνει εδώ;», ρώτησε η Κέιζα δείχνοντας τον όχλο.

«Δεν μπορούμε να φύγουμε», της απάντησε η μητέρα μου. «Είμαστε παγιδευμένοι».

«Σκατά», μουρμούρισα συνειδητοποιώντας ότι είχα ξαναζήσει κάτι παρόμοιο εξαιτίας δαιμόνων.

Οι φωνές των νταμπίρ μετατράπηκαν σε ουρλιαχτά όταν έπεσαν από το ταβάνι σώματα ανθρωποειδών. Μόλις όμως στάθηκαν όρθια κι άρχισαν να τους εκτοξεύουν στους τοίχους κατάλαβαν ότι το παλάτι είχε κατακλυστεί από δαίμονες.

«Η Λίζα», φώναξε ο Τσέις.

Η αναθεματισμένη σκρόφα στεκόταν μπροστά από τον Σκοτ κι εκείνος έβγαλε από την ζώνη του το ασημένιο του παλούκι. Οι στρατιώτες ήταν πάντα υποχρεωμένοι να έχουν όπλα σε αυτή την πραγματικότητα κι εκείνη την στιγμή χάρηκα που ο νόμος αφορούσε και τους εκπαιδευόμενους. Ωστόσο, η οπλοφορία δεν απέδωσε καρπούς και με ένα της νεύμα ο Σκοτ βρέθηκε στην άλλη άκρη του δωματίου.

Ο Τσέις, η Κέιζα κι εγώ τρέξαμε να τον βοηθήσουμε όσο οι υπόλοιποι μας προσπερνούσαν για να σκορπιστούν στα δωμάτια του ισογείου. Κάπου ανάμεσα τους διέκρινα την Άσλεη με τον Ενρίκε που έπαιρναν στο κατόπι δαίμονες και τον Γκασπάρ που κρατούσε σφιχτά την Οκτόμπερ και την απομάκρυνε από τα γατίσια μάτια των έχθρων.

«Μπορώ και μόνος μου», γρύλισε ο Σκοτ μόλις τα χέρια του Τσέις βρέθηκαν κάτω από τις μασχάλες του.

«Δεν είναι ώρα για εγωισμούς ρε ηλίθιε», του απάντησε εκείνος βοηθώντας τον να σταθεί όρθιος.

Αφού δεν φαινόταν να έχει τραυματιστεί σοβαρά, έστρεψα όλη μου την προσοχή στην Λίζα και την πλησίασα με το βλέμμα μου να στάζει μίσος.

«Το στο διάολο νομίζεις ότι κάνεις;», την ρώτησα σφίγγοντας τις γροθιές μου.

«Εκδικούμαι τον θάνατο του αδερφού μου», μου απάντησε με ένα πλάγιο, πικρό χαμόγελο. «Αυτό δεν έκανες κι εσύ;»

«Εκδικήθηκα για πολλούς όταν σκότωσα τον Ζάβιερ. Και ο Ραμόν ήταν ένας από αυτούς. Εφόσον ξέρεις τα εγκλήματα που έχει διαπράξει, γιατί πιστεύεις ότι έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό;»

«Αν ένα μέλος της οικογένειας σου ήταν παρίας θα τον αγαπούσες λιγότερο;»

«Κανένας Σάντος δεν επέτρεψε σε βρωμερά κλαδιά να μολύνουν το υπόλοιπο δέντρο. Θα έπρεπε να το ξέρεις, αφού συνεργάζεσαι με τον Φερνάντο».

Η Λίζα κάγχασε.

«Ναι, ξέρω ότι εσείς οι γαλαζοαίματοι δεν δέχεστε το μη τέλειο και αψηφάτε δεσμούς αίματος. Όσον αφορά τον ξάδερφο σου, ποτέ δεν συνεργάστηκα μαζί του. Απλώς χρειαζόμουν κάποιον για να μάθω τα μυστικά σας».

«Έναν κατάσκοπο».

«Ακριβώς. Ένας κατάσκοπος να μου πει ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσω κι ένας για να μου εξασφαλίσει αυτό που θέλω».

Δυο; Υπήρχε κι άλλος κατάσκοπος στο παλάτι; Ποιος; Και πώς δεν είχαμε καταλάβει τι συνέβαινε;

Πριν προλάβω να απαντήσω ή να της επιτεθώ, ακούστηκαν κραυγές οδύνης από το πλησιέστερο καθιστικό και για ένα δευτερόλεπτο μου τράβηξαν την προσοχή. Αυτό ήταν αρκετό για να εξαφανιστεί η Λίζα.

Η αγωνία μου για τα νταμπίρ επισκίασαν την περιέργεια μου για την δαιμόνισσα και τους υποτακτικούς της και μαζί με τους άλλους τρεις κατευθύνθηκα στο δωμάτιο των σπαραγμών. Εκεί, πέντε δαίμονες είχαν σκορπίσει πτώματα νταμπίρ τα κεφάλια των οποίων είχαν ανοίξει. Ανάμεσα τους βρίσκονταν και οι σύμβουλοι Κορνήλιος και Λάνα. Άλλοι είχαν τραυματιστεί, όπως η Άσλεη. Προφανώς είχε προσπαθήσει να λαβώσει έναν δαίμονα και εκείνος πέταξε το παλούκι του στον ώμο της.

Οι αντίπαλοι είχαν το πάνω χέρι και μπορούσα να τους διώξω, τουλάχιστον από το δωμάτιο, με μια μόνο κίνηση. Βέβαια, πολλά νταμπίρ δεν γνώριζαν για την μαγεία μου κι ίσως τους φρίκαρα περισσότερο με την φωτιά που θα εκτόξευα, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Δεν θα άφηνα τους δαίμονες να μετατρέψουν το παλάτι σε νεκροταφείο. Σήκωσα λοιπόν και τα δυο μου χέρια και δυο δυνατές, κυκλικές φωτιές ρίχτηκαν πάνω τους. Οι δυο δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, γιατί δεν με είχαν δει, οπότε και έγιναν στάχτη. Οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν σαν την Λίζα.

Η Κέιζα κι εγώ τρέξαμε αμέσως στο πλευρό της Άσλεη, ενώ ο Τσέις με τον Σκοτ ανέλαβαν άλλους τραυματίες.

«Πού είναι ο Ενρίκε;», με ρώτησε, καθώς την βοηθούσαμε να σηκωθεί, ενώ η Κέιζα την πίεσε να στηριχτεί πάνω της για να μην κουβαλήσω βάρη.

«Δεν... δεν ξέρω», της απάντησα και εκείνη ξεροκάταπιε.

Η Κέιζα την έσυρε μέχρι τον καναπέ κι εγώ έλεγξα την πληγή της. Δεν ήταν πολύ βαθιά, αλλά καλό θα ήταν να την έδενα μέχρι να καταφέρει να πάει στο νοσοκομείο. Χρησιμοποίησα λοιπόν το ύφασμα που κοσμούσε το τραπεζάκι μπροστά μας και έφτιαξα έναν πρόχειρο επίδεσμο. Κάτι παρόμοιο έκαναν ο Σκοτ κι ο Τσέις με τους υπόλοιπους τραυματίες.

«Πρέπει να πάω να βρω τον γιο μου», ανακοίνωσα στις νταμπιρίνες.

«Ο γιος σου είναι με τον Κάρτερ», απάντησε η Κέιζα χαμηλόφωνα. «Είναι ασφαλείς. Αν όμως βγεις μόνη σου στην κόλαση που άπλωσε η Λίζα, εσύ δεν θα είσαι».

«Μου ζητάς σοβαρά να μείνω μακριά από το παιδί μου;»

«Σου ζητάω να σκεφτείς και το άλλο παιδί!»

Ήμουν έτοιμη να εκφέρω έναν ακόμα αντίλογο, αλλά με διέκοψε η φωνή του πατέρα μου, ο οποίος με καλούσε λαχανιασμένος από τον διάδρομο.

Έτρεξα αμέσως στο κατώφλι του σαλονιού για να δω πρώτα από όλα αν ήταν εντάξει. Η απόγνωση με την οποία με καλούσε με οδήγησε σε άσχημα συμπεράσματα για τις ζωές αγαπημένων μας, αλλά και για την δική του σωματική ακεραιότητα. Ευτυχώς βέβαια δεν υπήρχαν σημάδια σοβαρού τραυματισμού, αλλά δεν με καθησύχασε για τους υπόλοιπους. Για την ακρίβεια το μόνο που έκανε ήταν να αρπάξει το χέρι μου και να με απομακρύνει τρέχοντας από το δωμάτιο.

«Πού πηγαίνουμε;», τον ρώτησα ψάχνοντας στο μεταξύ για κάποιον άλλον δαίμονα που θα μπορούσα να απανθρακώσω.

«Στον εγγονό μου».

Μπορεί η απάντηση του να ήταν λακωνική, αλλά ήταν ό,τι έπρεπε να ακούσω για να μην φέρω την παραμικρή αντίρρηση. Αντίθετα, επιτάχυνα το βήμα μου ώστε να βρεθώ μια ώρα αρχύτερα έξω από την αίθουσα θρόνου.

«Αγάπη μου», αναφώνησα και πήρα τον Μάικλ από τα χέρια του Κάρτερ. «Είσαι εντάξει; Χτύπησες πουθενά;»

«Απλώς έχει τρομάξει», μου απάντησε ο Κάρτερ και πήρε μια βαθιά εισπνοή ρουθουνίζοντας. Προφανώς μύρισε το αίμα που είχε χυθεί στο φόρεμα μου.

«Δεν είναι δικό μου», τον ενημέρωσα.

«Ευτυχώς», αποκρίθηκε. «Πιστεύεις ότι μπορείς να τον τηλεμεταφέρεις στην έπαυλη ακόμα και με το τείχος των δαιμόνων;»

«Δεν ξέρω τι ξόρκι μας κρατάει μέσα, αλλά θα προσπαθήσω. Χρειάζομαι σημαντική ενίσχυση βέβαια».

«Τι θέλεις να σου φέρω;», με ρώτησε ο πατέρας μου.

«Τίποτα. Θέλω να μην με σταματήσει κανείς».

Εκείνος παραξενεύτηκε, γιατί σίγουρα δεν σκόπευε να φέρει εμπόδιο στην φυγάδευση του εγγονού του. Όταν όμως πλησίασα επικίνδυνα την φωτιά, δεν έλειψαν τα παράπονα. Εγώ φυσικά τον αγνόησα και σήκωσα τα χέρια μου για να σπρώξω τις φλόγες, ώστε να ανοίξει ένα μικρό μονοπάτι. Όταν το κατάφερα, προχώρησα προς τα μέσα και γύρισα στους σαστισμένους θεατές μου.

«Όταν το έκανα για πρώτη φορά ήσουν αναίσθητος», είπα στον Κάρτερ αναφερόμενη στην βραδιά του χορού αποφοίτησης. «Φερ' τον μου».

«Όπως είπαμε Μάικι. Θα ζητήσεις από τα κορίτσια να έρθουν να μας βοηθήσουν».

Ο μικρός έδωσε την θετική του απάντηση και πέρασε ξανά στην αγκαλιά μου.

«Μην φοβάσαι», του ψιθύρισα. «Δεν θα σε πειράξει η φωτιά».

Ο Κάρτερ έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και νόμισα ότι ενοχλήθηκε με αυτό που πήγαινα να κάνω. Όμως ήξερε πως ο μόνος τρόπος να μεταφέρω κάποιον σε μακρινή απόσταση ήταν με δυνατή φωτιά δίπλα μου. Οπότε και σήκωσα το βλέμμα μου για να καταλάβω την αιτία της αψυχολόγητης αντίδρασης του. Τελικά, η ανησυχία του δεν αφορούσε την φωτιά που περιτριγύριζε τον Μάικλ, αλλά τον δαίμονα που ξεμύτισε στην άκρη του διαδρόμου και ειδοποίησε τους υπόλοιπους ότι μας είχε βρει.

Χωρίς να χάσω χρόνο, έκλεισα τα μάτια μου και συγκεντρώθηκα στον ήχο που έκανε η φωτιά καθώς έκαιγε τα έπιπλα. Η ζεστασιά και η μυρωδιά του καπνού ήταν εξίσου αναζωογονητικά για ένα νταμπίρ με τις δικές μου ικανότητες. Ένιωθα το σώμα μου να τραντάζεται με την ποσότητα ενέργειας που εκλάμβανε, την οποία διοχέτευα στον Μάικλ, καθώς σκεφτόμουν την έπαυλη των Μάρεϊ. Και πολύ σύντομα η αγκαλιά μου άδειασε.

Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, έξι δαίμονες στέκονταν μπροστά μας και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με την εξαφάνιση του παιδιού. Ανάμεσα τους βρισκόταν και ο Ενώχ. Αυτή την φορά δεν θα του έκαιγα μόνο το χέρι.

Έβγαλα μια κραυγή απόγνωσης και η φωτιά χόρεψε χωρίς καν να κουνήσω τα άκρα μου. Ήταν πλέον υπό τις διαταγές μου, γιατί βρισκόμουν μέσα της και έτσι οι φλόγες γλίστρησαν προς τα έξω για να τους τυλίξουν σαν κεχριμπαρί σάβανα.

Τα νταμπίρ κι ο Κάρτερ με κοιτούσαν με δέος καθώς βάδιζα έξω από την αίθουσα και βλέποντας στα χέρια μου πως η ενέργεια έκαιγε δυνατή και γύρω μου. Και αυτή τη στιγμή το είχα μεγάλη ανάγκη.

«Πόσοι μας έμειναν;», ρώτησε ο Μάικλ.

«Αν σκοτώσουμε την Λίζα, σταματάνε όλα», αποκρίθηκα. «Απλά πρέπει να την βρούμε την καρ...»

«Ορόρα!», με διέκοψε ο πατέρας μου. Βέβαια δεν ήταν και η πιο κατάλληλη στιγμή για savouir vivre.

Ο Κάρτερ πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μπροστά μας κοιτάζοντας το κενό. Για μία ακόμα φορά οι οξυμένες του αισθήσεις έπιασαν κινήσεις πριν πλησιάσουν αρκετά κοντά.

«Είναι νταμπίρ;», ρώτησα ψιθυριστά.

«Δεν ξέρω πώς να τους ξεχωρίζω», μου απάντησε χαμηλόφωνα. «Αλλά δεν γνωρίζω την μυρωδιά τους».

Ο πατέρας μου κοίταξε τριγύρω και μας έδειξε την κατεύθυνση προς τον διάδρομο των βασιλέων. Ο Μάικλ άρπαξε τον ώμο του Κάρτερ και ακολουθήσαμε την υπόδειξη του πατέρα μου όσο πιο αθόρυβα γινόταν.

Δεν είχαμε προλάβει να κάνουμε δυο βήματα, όταν εμφανίστηκαν μπροστά μας τρεις δαίμονες. Ακολούθησαν άλλοι τρεις πίσω μας και σήκωσαν τα χέρια τους, όχι για να μας επιτεθούν, αλλά για να μας τηλεμεταφέρουν, αφού την επόμενη στιγμή βρισκόμασταν στο αίθριο. Και δεν ήμασταν μόνοι μας.

Εκεί είχαν μαζευτεί πολλά νταμπίρ στην προσπάθεια τους να γλιτώσουν και η ξαφνική μας παρουσία τράβηξε φυσικά την προσοχή τους. Και το πρόβλημα δεν ήμασταν τα τρία νταμπίρ, αλλά ο βρικόλακας Κάρτερ.

Αμέσως μπήκα μπροστά του, αλλά το κακό είχε γίνει ήδη και ήταν αρκετά ψηλότερος μου. Οπότε τα κόκκινα μάτια του παρέμεναν εκτεθειμένα.

«Προδότη!», φώναξε ένας στρατιώτης.

«Ναι», ακούστηκε η φωνή της Λίζα. «Είναι πράγματι προδότης».

Στεκόταν στην είσοδο του αίθριου μαζί με άλλους δύο δαίμονες. Στο μεταξύ, εμφανίστηκαν μπροστά μας κι άλλα νταμπίρ, όπως αυτά που είχα αφήσει στο σαλόνι. Πλέον ήταν παρόντες όλοι όσοι είχαν έρθει για την κηδεία του Κάρτερ, αλλά δεν αντίκριζαν το πτώμα που περίμεναν να δουν.

Σύντομα ήρθαν και οι υπόλοιποι δαίμονες που είχαν φροντίσει για την μάζωξη. Ο Κέλλαν με την Χόουπ κοιτούσαν με υγρά μάτια τον γιο τους, τρομαγμένοι που ήταν εκτεθειμένος. Το ίδιο ίσχυε για την Μέλανη και τον Σον. Η μητέρα μου και τα υπόλοιπα αφυπνισμένα νταμπίρ, ζύγιζαν την κατάσταση πρόθυμοι να μπουν στην μέση, αν ο κόσμος έπαιρνε την δικαιοσύνη στα χέρια του.

«Υπάρχει μόνο ένας προδότης σήμερα κι είναι αυτός».

Δεν ήξερα πού βρήκα το κουράγιο να αντιμιλήσω στα εξοργισμένα νταμπίρ. Ήταν βέβαια αρκετά άδικο να κατηγορούν τον Κάρτερ για μια απόφαση που δεν πήρε ο ίδιος, όταν στο δωμάτιο βρισκόταν ο Φερνάντο. Και ήταν τόση η απόγνωση μου να τον ξεσκεπάσω που έβαλα περισσότερο λάδι στην φωτιά. Τουλάχιστον ήξερα πώς να την δαμάσω.

«Εγώ ο προδότης;», κάγχασε ο Φερνάντο. «Δες πώς είναι ο πρίγκιπας σου!»

Η Λίζα μειδίασε ικανοποιημένη.

«Μπορεί να έδιωξες το παιδί, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ικανοποιητικοί στόχοι».

Το απειλητικό της βλέμμα κατευθύνθηκε στον Μάικλ, τον άντρα που κάποτε είχε σκοτώσει μέσω άλλων νταμπίρ. Δεν υπήρχε περίπτωση να της επιτρέψουμε να του κάνει ξανά κακό.

«Όχι», ούρλιαξε ο Σον την ώρα που η Λίζα σήκωνε το χέρι της κι άρχισε να τρέχει προς το μέρος της.

Δυο δαίμονες εμφανίστηκαν μπροστά του και τον έσπρωξαν στην άκρη, ενώ τα δάχτυλα της Λίζα εμφάνισαν ένα ασημένιο παλούκι. Έπειτα, εξαφανίστηκε και καταλάβαμε πως σκοπός της ήταν να εμφανιστεί ξανά κοντά στον Μάικλ. Με τον παροξυσμό να επιστρέφει μία ακόμα φορά και τα νταμπίρ να ξεχύνονται σε μάχη εναντίον των δαιμόνων, υπέδειξα στον πατέρα μου να οδηγήσει τον Μάικλ στην ασφάλεια των φρουρών. Μόνο εκείνοι θα βρίσκονταν σε επαρκή ετοιμότητα για να τον προστατέψουν αποτελεσματικά.

Εκείνος δεν μου έφερε αντίρρηση και περνώντας το χέρι του γύρω από τον Μάικλ, κατέβηκε το ύψωμα στο οποίο μας είχαν προσγειώσει οι δαίμονες. Εγώ τους παρακολουθούσα καθώς απομακρύνονταν και το επόμενο νταμπίρ που τράβηξε την προσοχή μου ήταν η Χόουπ που έδειχνε προς το μέρος μας φωνάζοντας τον γιο της. Τότε γύρισα προς το μέρος του Κάρτερ κι είδα την Λίζα πίσω του να έχει καρφώσει το παλούκι στο στήθος του, εκεί που κάποτε χτυπούσε η καρδιά του. Έπειτα, εκείνος σωριάστηκε στο έδαφος, πραγματικά νεκρός.

«Τώρα είμαστε πάτσι», αποκρίθηκε η Λίζα και χάθηκε από το αίθριο.

Όλοι σώπασαν. Δεν άκουγα κραυγές μάχης ή πτώσεις νταμπίρ στο έδαφος. Για μερικές στιγμές, το μόνο που έφτανε στα αυτιά μου ήταν η γοργή μου ανάσα. Μπροστά μου κειτόταν ο Κάρτερ, ο πρώτος μου έρωτας, ο άντρας που βασίλευε στην καρδιά μου κι ο πατέρας των δυο μου παιδιών. Μπροστά μου κειτόταν ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας μας και ο βασιλιάς ενός ολόκληρου είδους. Μπροστά μου είχε καταρρεύσει ό,τι κάποτε με έκανε πραγματικά ευτυχισμένη κι εγώ δεν είχα κάνει τίποτα για να το σταματήσω.

«Ο γιος μου», ούρλιαξε η Χόουπ κι έτρεξε προς το μέρος μας.

Την ακολούθησαν κι άλλα νταμπίρ, όπως κατάλαβα από τα ποδοβολητά, αλλά δεν ήθελα κανένα κοντά μας, κοντά του. Τώρα φάνταζε πιο ευάλωτος από ποτέ, γιατί είχα επιτρέψει στην Λίζα να τον αγγίξει, όπως και στον θάνατο. Κανένας άλλος δεν θα άπλωνε το χέρι του πάνω του κι ας ήταν η ίδια του η μητέρα.

Τα άκρα μου έτρεμαν από την αρχή και το σώμα μου είχε φτάσει σε μια θερμοκρασία που δεν ήξερα αν άντεχε κανένα υπερφυσικό ον. Όταν η ταραχή μου μεγάλωσε στην σκέψη ότι θα τον ακουμπούσαν άλλοι, μετατράπηκα σε βόμβα που έσκασε μόλις έβγαλα μια δυνατή κραυγή. Με αυτή τους απαγόρευσα να πλησιάσουν, ενώ απλώθηκε στο αίθριο σχεδόν απτή η θερμότητα μου κάνοντας το μέρος να σειστεί.

«Ορόρα», ακούστηκε η σιγανή φωνή της Κόρτνεϋ.

Ήταν εδώ. Είχαν ακούσει τον Μάικλ κι ήταν εδώ. Γύρισα τον κορμό μου για να αντικρίσω εκείνη, την Έλενα, την Λουκία, την Λίλιθ και τον Νόα να στέκονται στην είσοδο και τα νταμπίρ να τους κοιτάζουν σχεδόν ανακουφισμένοι. Πιθανόν φάνταζα περισσότερο επικίνδυνη από τον υπόκοσμο.

Η παρουσία τους έδιωξε το μούδιασμα που μου προκάλεσε ο θάνατος του Κάρτερ και η στιγμή που χανόταν η λάμψη από τα μάτια του έπαιξε στο μυαλό μου προκαλώντας έναν οξύ πόνο στο στομάχι μου. Τα μάτια μου ποτίστηκαν με δάκρυα και τα χέρια μου σταμάτησαν να τρέμουν, αφού ξεσπούσα κλαίγοντας την ένταση μου.

«Τον έχασα», ψιθύρισα και ανακοινώνοντας δυνατά τον θάνατο του, το ποτάμι στις βλεφαρίδες μου μετατράπηκε σε καταρράχτη. «Ω Θεέ μου, πέθανε», ούρλιαξα και σωριάστηκα στο δάπεδο κλαίγοντας με λυγμούς.

Ήξερα πως και πολλοί άλλοι θρηνούσαν μαζί μου, όπως οι Μάρεϊ ή ο Τσέις με την Οκτόμπερ και την Άσλεη, όμως κανείς δεν τόλμησε να με πλησιάσει για να μοιραστούμε το φορτίο. Τους είχα τρομοκρατήσει αρκετά. Ο Νόα όμως δεν έδειξε να φοβάται το ξέσπασμα μου -αν είχε προλάβει να το δει- και με πλησίασε αργά, με χέρια σηκωμένα για να μου αποδείξει ότι δεν είχε απειλητικές διαθέσεις.

Όταν πλέον ήταν μια ανάσα μακριά μου, έπιασε τους ώμους μου για να με ωθήσει να γυρίσω προς τον Κάρτερ. Εγώ αντέδρασα, γιατί δεν άντεχα να βλέπω ένα άψυχο κουφάρι, αλλά δεν συγκινήθηκε με τα παρακάλια μου. Το δυνατό του κράτημα όχι μόνο με ανάγκασε να κοιτάξω το πτώμα του, αλλά και να πλησιάσω ώστε τα χέρια μου να ακουμπούν το στήθος του.

«Μπορείς να το διορθώσεις», μου ψιθύρισε. «Είσαι η βασίλισσα νεκρών και ζώντων κι έχεις την δύναμη να αποτρέψεις τον θάνατο, όπως το κατάφερε κάποτε ο Κάρτερ».

Μου έλεγε να τον αναστήσω, κάτι που έπρεπε να είχα σκεφτεί από μόνη μου. Αλλά ήταν τόσος ο πόνος μου που δεν κατάφερα να δω αμέσως την λύση. Τώρα όμως που τα μάτια μου είχαν ανοίξει χάρις τον Νόα, τον Ιεροφάντη μου, δεν δίστασα να μεταβάλλω την κοσμική ισορροπία κι ας με επέπλητταν άγγελοι και δαίμονες. Θα έφερνα τον Κάρτερ πίσω κι ας ήξερα ότι δεν με αγαπούσε πια όπως εκείνο το βράδυ που κέρδισε τον θάνατο. Γιατί θα μπορούσα να αντιμετωπίσω έναν κόσμο που ήταν δίπλα μου ακόμα και ως απλός συμβασιλέας από μια πραγματικότητα στην οποία η κόρη μας θα τον μάθαινε μέσα από ιστορίες.

Όση ενέργεια μου απέμεινε την έσπρωξα μέσα μου. Όση δύναμη έκλεψα από την πυρκαγιά την χάρισα απλόχερα σε εκείνον και αναζήτησα κι άλλη από τα βάθη της ύπαρξης μου. Θα μπορούσα να κάψω και το αίθριο για να πάρω κι από εκεί ενέργεια, αρκεί να έβλεπα ξανά το κορμί του κυριευμένο από ζωή.

Όταν είχα στερέψει από ό,τι άντεχα να του δώσω, τα χέρια μου γλίστρησαν στο πάτωμα και εξέπνευσα δυνατά λες και τόση ώρα δεν είχα αναπνεύσει. Ο Νόα με κράτησε σφιχτά για να μην οριζοντιωθώ και έθαψε το πρόσωπο του στα ανακατεμένα μου μαλλιά για να γελάσει. Έπειτα, με σήκωσε όρθια και με γύρισε προς το αποσβολωμένο κοινό.

«Είναι ζωντανός», είπε. «Ακούω την καρδιά του».

Ήταν ξανά νταμπίρ! Η ανακούφιση βγήκε και από τα δικά μου χείλη, αλλά κι από της οικογένειας του. Καθησυχασμένη που κατάφερα να τον διεκδικήσω από τον Χάροντα, κούρνιασα στην αγκαλιά του Νόα κι ας ήξερα ότι θα αποκαλούσαν κι εμένα προδότρια. Αφενός, ήμουν εξουθενωμένη κι αφετέρου ο πιστός μου σύμβουλος με έκανε να νιώθω ασφαλής μετά από τόση καταπάτηση προσωπικού χώρου από τους δαίμονες.

Τα νταμπίρ ωστόσο δεν παραπονέθηκαν. Τα βλέμματα τους είχαν μια περίεργη λάμψη που σπάνια αντίκριζα. Ήταν λες και κοιτούσαν κάτι εξωπραγματικό, σχεδόν επουράνιο.

Ο Αλφόνσο σηκώθηκε όρθιος και με μάτια ποτισμένα από συγκίνηση φώναξε: «Να ζήσει ο βασιλιάς κι η βασίλισσα!» Όμως δεν κοιτούσε ένα από τα δύο βασιλικά ζεύγη. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο σε μένα. Και το ίδιο ίσχυε για τους υπόλοιπους που επανέλαβαν την κουβέντα του· όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των γονιών μου και θείων μου, με μόνη εξαίρεση τον Φερνάντο.

Μετά την τρίτη επανάληψη, την σκυτάλη πήρε ο Σκοτ και την επόμενη στιγμή αντήχησε στο αίθριο μια ακόμα ευχή: «Να ζήσει ο Ήλιος και το Φεγγάρι!»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top