41. ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

Ορόρα

Σήμερα έφτασαν στο Πόρτλαντ και οι τελευταίες αφίξεις. Το πρωί υποδεχτήκαμε στην Μόιρα τον Γκασπάρ με την μητέρα του και τώρα περνούσαν το κατώφλι της έπαυλης η Λίλιθ με την Άννα και τον Τζον. Το τελευταίο νταμπίρ δεν χαιρόμασταν ιδιαίτερα που το βλέπαμε, αλλά θα κάναμε υπομονή μέχρι την λύση του ξορκιού, όποτε και θα επέστρεφε στο σκοτάδι. Εξάλλου η υποβολή της Λίλιθ τον είχε εξασθενήσει πνευματικά και δεν ήταν το ίδιο αντιδραστικός με το παρελθόν. Κοιτούσε επιθετικά την Χόουπ κι εμένα, αλλά δεν έκανε το παραμικρό σχόλιο. Και γενικά κάθε φορά που η Άννα του έδινε οδηγίες, από το να σηκώσει τα πράγματα τους ή να εγκαταλείψει το δωμάτιο, απλώς κατεύναζε κι εκτελούσε την εντολή σαν τηλεκατευθυνόμενο.

«Αχ, να σε είχαμε γνωρίσει λίγο νωρίτερα», μουρμούρισε η Χόουπ στην Λίλιθ κάνοντας την να γελάσει.

Αφού ο Τζον ανέβηκε στον πάνω όροφο και βοηθήσαμε τις νεοαφιχθήσες να βολευτούν στα δωμάτια τους, καθίσαμε όλοι μαζί στο σαλόνι και ακούσαμε τα νέα τους.

Από όταν η Άννα ξύπνησε, η οποία δεν είχε επηρεαστεί από το ξόρκι αφού έπεσε ξανά σε κόμμα, η ζωή τους δεν ήταν ιδιαίτερα ταραχώδης. Στην αρχή, υπήρχαν εντάσεις με τον Τζον όταν τον έφερε η Κέιζα στο Σιάτλ, αλλά με τον καιρό και την υποβολή άρχισε να μουδιάζει και πλέον ήταν σαν να είχε πάθει απανωτά εγκεφαλικά. Όσον αφορά τον Ντέμιεν, ποτέ δεν τόλμησε να ενοχλήσει την Λίλιθ, γιατί πολύ απλά δεν γνώριζε πως το ξόρκι του δεν μπορούσε να αγγίξει την αρχόντισσα της Κόλασης. Ήταν τόση η έπαρση του που δεν σκέφτηκε ότι μπορεί να έχει μείνει ανεπηρέαστη. Κι έτσι άφησε μια βαμπιρίνα, δυο νταμπίρ και έναν κατάσκοπο να ξεσκίζουν το έτσι κι αλλιώς αδύναμο πέπλο του ξορκιού.

«Γιατί θυμάται και η Κέιζα;», εξωτερίκευσε η Μέλανη την απορία της μόλις τελείωσαν την αφήγηση τους. «Το ότι δεν ζούσε όταν προέκυψε το ξόρκι δεν είναι καλή δικαιολογία, αφού το ίδιο ισχύει για ένα σωρό άλλους».

«Σίγουρα θα έχουν βάλει το χέρι τους οι πρώην φίλοι μου».

Προφανώς μιλούσε για τον Εωσφόρο και τον Μιχαήλ. Κάθε φορά που η συζήτηση πήγαινε στον άντρα με τον οποίο κάποτε εξέπεσε, έπαιρνε την ίδια έκφραση δυσφορίας.

«Δεν ανέφεραν κάτι», αποκρίθηκα.

«Σίγουρα δεν θα σου έλεγαν όλα όσα ήθελες να μάθεις».

Αυτό ήταν αλήθεια. Ακόμα και η Μεγάλη Αρκάνα ήταν φειδωλή στα οράματα της.

«Η κοπέλα πάντως είναι ιδανική για πολλούς λόγους», πήρε τον λόγο η Ζεϋνέπ. «Είναι κόρη σου, άρα διπλή υπήκοος της Ορόρα κι ένα πρόσωπο που δύσκολα θα υποπτευόταν ο Ντέμιεν».

«Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκα. «Η Κέιζα έχει προσφέρει πολλά και δεν έχει συναντήσει μέχρι στιγμής κανένα εμπόδιο».

«Ας ελπίσουμε ότι ισχύει το ίδιο και για τον περίφημο κατάσκοπο», είπε η Χόουπ. «Εσείς ξέρετε ποιος είναι;»

Η Άννα που καθόταν δίπλα της κι όλη την ώρα κρατούσε τα χέρια της κόρης της κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Η Λίλιθ πάλι δεν έδειξε να βρίσκεται στην ίδια άγνοια με την συγκάτοικο της. Ωστόσο, δεν μοιράστηκε την ταυτότητα του περιβόητου διπλού πράκτορα, γιατί μάλλον συμμεριζόταν την άποψη της Κέιζα όσον αφορά την ασφάλεια του. Και επειδή ούτε εγώ ήθελα να πληγωθεί κάποιος που τουλάχιστον με ενημέρωσε ότι η Ισαβέλλα ήταν μάλλον ζωντανή, δεν την πίεσα να μας τον αποκαλύψει. Το μόνο που την ρώτησα ήταν αν επρόκειτο για έμπιστο άτομο. Κι αφού με διαβεβαίωσε ότι ήταν το ικανότερο γι' αυτή τη δουλειά, δεν συνέχισα την συζήτηση.

«Θα πρέπει να πεινάτε μετά από τόσο ταξίδι», είπε η Μπουλουχάν. «Η Νουρ έχει ετοιμάσει ένα θεσπέσιο βραδινό».

«Και μου έχει σπάσει τη μύτη», μουρμούρισα κερδίζοντας βλέμματα όλο νόημα. «Θέλω να πω, θα είναι ό,τι πρέπει για την Άννα».

Εκείνη γέλασε πνιχτά.

«Η κόρη μου με ενημέρωσε ότι είσαι ξανά έγκυος».

«Σιγά μην κρατιόταν», μουρμούρισε περιπαιχτικά η Μέλανη.

«Είμαι χαζογιαγιά και δεν το κρύβω», ήταν η απάντηση της Χόουπ.

Τα γέλια όσων ήταν παρόν κόπασαν, καθώς ο καθένας έπαιρνε έναν διαφορετικό δρόμο. Στο σαλόνι μείναμε μονάχα τα νταμπίρ και η Λίλιθ.

Η Μέλανη με την Άννα και την Χόουπ σχημάτισαν έναν μικρό κύκλο για να συζητήσουν λεπτομέρειες από την ζωή τους αφήνοντας εμένα και την Λίλιθ να πούμε όλα όσα θα διστάζαμε να ξεστομίσουμε μπροστά σε άλλους.

«Είπα στην Κέιζα να έρθει απόψε μαζί μας, αλλά δεν δέχτηκε».

«Δεν πειράζει», απάντησε η Λίλιθ. «Καλύτερα».

«Είναι παιδί σου. Είμαι σίγουρη πως θα ήθελες να περάσεις λίγο ποιοτικό χρόνο μαζί της».

«Δεν έχω την πολυτέλεια να δένομαι συναισθηματικά με τα παιδιά μου. Αν κάνω το λάθος να φερθώ σαν πραγματική μητέρα, θα βιώνω τον θάνατο τους κι αυτό θα με τσακίσει. Άφησα μια φορά τον εαυτό μου να δεθεί με παιδί που βγήκε από τα σπλάχνα μου. Και δεν μπορώ να σου περιγράψω πώς ένιωσα όταν έμαθα για τον θάνατο του».

Θυμήθηκα τον εαυτό μου καθώς έβλεπα την τελευταία κάρτα της τράπουλας και την κραυγή που έβγαλα σαν είδα την κόρη μου να αφήνει την τελευταία της πνοή στα χέρια του Κάρτερ. Και μόνο η σκέψη να χάνεις το παιδί σου μπορούσε να σε οδηγήσει στην τρέλα. Το να το έχεις βιώσει κιόλας ήταν ακόμα χειρότερο. Και η Λίλιθ είχε νιώσει μητρικά συναισθήματα για τον παππού μου, ο οποίος είχε πάψει να ζει εδώ και χρόνια.

«Σίγουρα θα μπορούσατε να έχετε μια καλύτερη σχέση, όπως προσπάθησες κάποτε να κάνεις με την μητέρα μου».

«Αν πάψει να είναι τόσο ξεροκέφαλη, ίσως και να γίνει».

Εγώ γέλασα πνιχτά.

«Ακούγεται σαν κάποια που προέρχεται από την γενιά σου».

Η Λίλιθ αρκέστηκε σε ένα στριφογύρισμα στα μάτια την ώρα που ο Νόα με την Νουρ έστρωναν το τραπέζι για το δείπνο.

«Πώς είσαι εσύ;», με ρώτησε χαϊδεύοντας μαλακά τον πήχη πάνω στο γόνατο μου.

«Τα καταφέρνω. Έχω τόσους γύρω μου να μου δίνουν δύναμη!»

«Ήσουν τυχερή μέσα στην ατυχία σου. Έστω για λίγο θα έχεις και τους γονείς σου. Όλη η οικογένεια ξανά ενωμένη».

«Σχεδόν», μουρμούρισα με πικρία.

Η κουβέντα μου την παραξένεψε και εν τάχει της εξήγησα ότι ο μεγάλος έρωτας μεταξύ του Ήλιου και της Σελήνης είχε δύσει. Θα μοιραζόμουν μαζί της τις λεπτομέρειες κάποια άλλη στιγμή, αν και ήμουν σίγουρη ότι οι νέοι συγκάτοικοι της θα την ενημέρωναν πριν από μένα.

«Λυπάμαι πάρα πολύ», αποκρίθηκε συνοφρυωμένη.

«Συμβαίνουν αυτά. Οι σχέσεις κάνουν κύκλους», χρησιμοποίησα την δική του έκφραση. «Άλλωστε εσύ το ξέρεις καλύτερα».

Ξεφύσησε δυνατά και κούνησε αργά το κεφάλι της.

«Εφόσον τον γνώρισες, καταλαβαίνεις τον λόγο που έκλεισε και ο δικός μας».

«Δεν μπορείς να προφέρεις ούτε το όνομα του», παρατήρησα. Όχι, ότι την αδικούσα. Όταν η Μόιρα την πλησίασε για να της ζητήσει ένα καταφύγιο για τον γιο της, την άφησε να δημιουργήσει τον Κάτω Κόσμο μόνο και μόνο για να αποδείξει την εξουσία του στους αρχιδαίμονες.

«Ο μοναδικός χαρακτηρισμός που του ταιριάζει είναι μαλάκας

Τότε ένιωσα ένα ζευγάρι μάτια πάνω μας κι αντανακλαστικά γύρισα προς το τραπέζι. Ο Νόα βοηθούσε την Νουρ έχοντας όλη του την προσοχή στραμμένη πάνω μας, γιατί μάλλον η συζήτηση είχε κάποιο ενδιαφέρον. Βέβαια μόλις τα βλέμματα μας συναντήθηκαν, στράφηκε ξανά στα σερβίτσια κι εγώ συγκράτησα ένα πονηρό μειδίαμα.

«Έχεις όλη την αιωνιότητα μπροστά σου. Σίγουρα θα βρεις αλλού τον έρωτα».

«Ο έρωτας δεν είναι για μένα. Ποιος θα ήθελε να είναι άλλωστε με μια γυναίκα που συνεχώς πλαγιάζει με κάποιον άλλο για να κάνει παιδιά;»

«Μπορείς πολύ απλά να το σταματήσεις!»

Εκείνη αναφώνησε σχεδόν προσβεβλημένη.

«Η Λίλιθ είναι η προσωποποίηση του έρωτα και της λαγνείας. Αλλά όχι μόνο για έναν».

Εγώ ανασήκωσα τα χέρια μου δείχνοντας πως παραδινόμουν. Το ότι ήταν γραφτό να γεννήσω μια Μεσσία, δεν σήμαινε ότι θα άλλαζα και τον κόσμο.

«Πάω να δω αν χρειάζονται βοήθεια», αποκρίθηκα και σηκώθηκα για να προχωρήσω στο τραπέζι. «Όλα εντάξει;», ρώτησα την Νουρ και τον Νόα.

«Όλα υπό έλεγχο», μου απάντησε η Νουρ χαμογελαστά.

«Έχετε προσαρμοστεί πλήρως στον χώρο».

Η Νουρ ανησύχησε πως το σχόλιο έκρυβε μια ειρωνεία για την άνεση τους, αλλά την διαβεβαίωσα πως δεν το εννοούσα έτσι. Αντίθετα, ήταν ειλικρινής η χαρά μου γι' αυτό.

«Όπως και να έχει δεν θα μείνουμε για πάντα εδώ. Ήδη σκεφτόμασταν να βρούμε άλλο κατάλυμα πριν μας μιλήσεις για μετακόμιση».

«Ο λόγος ήταν καθαρά για την ασφάλεια σας. Εφόσον όμως έχουμε έναν ακόμη μήνα στην διάθεση μας, δεν υπάρχει λόγος να βιαστείτε. Εξάλλου στο ενδιάμεσο πρέπει να κάνουμε κι ένα ταξίδι».

Εννοούσα την επίσκεψη μας στην Ελλάδα, όπου θα βρίσκαμε την Μόνι και τον πατέρα της. Έπρεπε όμως πρώτα να τελειώσουμε με το θέμα του Κάρτερ και σε λίγες μέρες θα περνούσαμε ξανά τον Ατλαντικό.

«Πιστεύεις ότι είναι καλή ιδέα να ταξιδέψετε λίγο μετά την κηδεία;», ρώτησε ο Νόα.

«Μας μισούν έτσι κι αλλιώς, οπότε δεν υπάρχει λόγος να είμαι εγκρατείς, γιατί πολύ απλά το παραμικρό θα σχολιαστεί. Εξάλλου το συμβούλιο μας πιέζει να αποφασίσουμε τι θα γίνει με την διαδοχή και σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα είναι να ανακοινώσω την εγκυμοσύνη μου στην κηδεία. Έπειτα, θα δικαιολογήσουμε το ταξίδι ως αλλαγή παραστάσεων για μια υγιή εγκυμοσύνη».

«Είσαι σίγουρη για την ανακοίνωση;», αποκρίθηκε η Νουρ.

«Απόλυτα. Είναι άδικο για τα παιδιά μου να τα κρύβω λες κι είναι οι εγκληματίες της υπόθεσης».

Στο μεταξύ, η Μπουλουχάν ξεπρόβαλε από την κουζίνα και την ρώτησα αν έπρεπε να σερβίρουν την σος μαζί με το κοκκινιστό ή να την βάλουν σε ξεχωριστό πιάτο. Εκείνη αναστέναξε και μουρμούρισε ότι θα της κατέστρεφαν το δημιούργημα, οπότε και πήγε να επιβλέψει τις sous chef της.

«Η επόμενη Μάστερ Σεφ;», ρώτησα τον Νόα μόλις μείναμε οι δυο μας.

«Έτσι φαίνεται», απάντησε γελώντας. «Γιατί δεν έφερες και τον Χουάν μαζί σου;»

«Έχω σαφείς οδηγίες να μην χρησιμοποιώ πολλή μαγεία, γιατί η αποβολή μου τους έχει τρομάξει. Βέβαια δεν έφταιγε εξ ολοκλήρου μια πιθανή επιπλοκή, αλλά εκείνοι ανησυχούν όπως και να έχει. Οπότε και φύγαμε κανονικά από την Μόιρα και δεν γινόταν να δει ο Νέιθαν έναν θνητό. Εξάλλου ο Μάικλ τον έχει λατρέψει κι αρνείται να κοιμηθεί, αν δεν δουν το καθιερωμένο επεισόδιο Πόκεμον».

«Παραμένει λοιπόν παιδί», σχολίασε γελώντας.

«Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν. Και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αφού έτσι τα αγαπήσαμε εξ αρχής».

Ο Νόα έσμιξε απορημένος τα φρύδια του κι εγώ αντί να του απαντήσω απλώς χαμογέλασα σαν μικρό παιδί που είχε κάνει σκανταλιά.

«Κάποτε πήρα ένα πολύ μεγάλο ρίσκο με το να σε εμπιστευτώ. Αλλά μου βγήκε σε καλό. Οπότε να ξέρεις ότι η πιθανότητα της γαλήνης είναι η βασική ώθηση για να ρισκάρεις».

«Δεν νομίζω ότι σε καταλαβαίνω».

«Με καταλαβαίνεις μια χαρά», αντιτάθηκα και την επόμενη στιγμή τινάχτηκα σαν να με χτύπησε ρεύμα.

Ο Νόα γούρλωσε τα κόκκινα μάτια του και με ρώτησε αν πονούσα πουθενά.

«Όχι, όχι», γέλασα για να τον καθησυχάσω. «Απλώς είχα ξεσυνηθίσει τις δυνατές κλωτσιές της Αλεξάνδρας».

Εκείνος ξεφύσησε ανακουφισμένος, ενώ εγώ πήρα το χέρι του και το ακούμπησα στο σημείο που κουνιόταν το μωρό. Στην αρχή, το άκρο του ήταν γεμάτο ένταση, αλλά η αίσθηση τον βοήθησε να χαλαρώσει και το πρόσωπο του κυριεύτηκε από μια έκφραση δέους.

«Κάτι μου λέει ότι αυτό δεν το έζησες με την Μόνι».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και ανασήκωσε ελαφρά το χέρι του για να ακολουθεί κάθε κίνηση της Αλεξάνδρας.

«Κάποτε πήρες κι εσύ ένα μεγάλο ρίσκο ερχόμενος στην Μόιρα την βραδιά της προκήρυξης. Ήταν για χάρη της κόρης σου, αλλά στο μεταξύ έκανες πολλά και για την δική μου. Και γι' αυτό θα σου είμαι αιώνια ευγνώμων».

«Δεν υπάρχει λόγος. Είμαστε οικογένεια», μου θύμισε κλείνοντας μου το μάτι.

«Με βοηθούσες πολύ πριν μάθεις ότι είμαστε οικογένεια. Και πρέπει να σου ανταποδώσουμε το καλό που μας έκανες».

«Είμαι εγκληματίας», αντιτάθηκε. «Πρόδωσα το είδος μου και σκότωσα τέσσερις βασιλείς».

«Πρακτικά ήταν δυο. Όμως η προδοσία ακολουθήθηκε από πράξεις που ευνόησαν το στέμμα. Οπότε νομίζω ότι το πιο σωστό είναι να κερδίσεις αμνησία».

Κάρτερ

Ο Μάικλ γελούσε με τα κινούμενα σχέδια και τα σαχλά σχόλια του Χουάν, τον οποίο ήθελα να χτυπήσω κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του ή άπλωνε το χέρι του στον γιο μου. Αλλά επειδή δεν ήθελα να αλλάζει η αύρα μου, μετρούσα μέχρι το δέκα ώστε να ηρεμήσω ή τον σκεφτόμουν μωρό. Για κάποιο λόγο η εικόνα του ως βρέφος μου προκαλούσε ένα ευχάριστο γαργαλητό. Και τώρα ήταν μια πανέμορφη εικόνα, αλλά μάλλον το γεγονός ότι δεν τον είχα χορτάσει ως νήπιο δεν είχε συμβάλλει στο να προστεθούν σκέψεις που θα με ηρεμούσαν.

Όταν το επεισόδιο που έβλεπαν τελείωσαν, προειδοποίησα τον Χουάν με το βλέμμα μου να επιστρέψει στο δωμάτιο του κι ευτυχώς δεν έφερε πολλές αντιρρήσεις. Σεβόταν το παιδί και δεν απαντούσε σαρκαστικά ώστε να με προκαλέσει κι ήταν το μόνο που του αναγνώριζα. Κατά τα άλλα παρέμενε μία ενοχλητική παρουσία.

«Πότε θα γυρίσει η μαμά;», με ρώτησε ο Μάικλ, καθώς έμπαινε κάτω από τα σκεπάσματα.

«Σύντομα», του απάντησα και ξάπλωσα δίπλα του στηρίζοντας το κεφάλι μου στον αγκώνα μου.

«Χθες μου είπε ένα παραμύθι για να κοιμηθώ», αποκρίθηκε παραπονιάρικα.

«Μπορώ να σου πω κι εγώ».

Τα μάτια του έλαμψαν από ευτυχία. Πότε να ήταν η τελευταία φορά που και το δικό μου βλέμμα λαμπίρισε; Πάει πολλής καιρός και ποιος ξέρει πότε θα ένιωθα ξανά αυτό το ζεστό συναίσθημα που κατέκλυζε το σώμα μου με αδρεναλίνη.

Ανακάθισα στο κρεβάτι και σύρθηκα κοντά του, ώστε να κουρνιάσει πάνω μου. Το χέρι μου προσγειώθηκε με προσοχή δίπλα του και τα δάχτυλα μου χάιδευαν μαλακά τις μπούκλες του, όσο αφηγούμουν το παραμύθι.

Η ιστορία που είχα επιλέξει να του πω ήταν η ίδια που είπα κάποτε στην Ορόρα, λίγο πριν φύγουμε από την Σεβίλλη. Ήταν η ιστορία του Ήλιου και του Φεγγαριού και της μεγάλης τους αγάπης. Δεν ήταν ένα ευχάριστο παραμύθι κι ίσως έπρεπε να ακολουθήσω την φόρμα του Disney ωραιοποιώντας καθετί στενάχωρο. Εντούτοις, με τον Μάικλ στην αγκαλιά μου και ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι που είχα απολαύσει πολλές φορές τα χάδια της Ορόρα, άφησα τα χείλη μου να προφέρουν τις λέξεις που υποδείκνυε η καρδιά μου κι όχι η λογική μου. Η στιγμή λειτούργησε περισσότερο σαν ένα ακόμα αυτομαστίγωμα, παρά τρόπος να κοιμίσω τον γιο μου. Παρόλα αυτά, εκείνος χαλάρωσε με την αγκαλιά και την φωνή μου και πριν φτάσω στο αποκαρδιωτικό φινάλε με βουρκωμένα μάτια, έφυγε για κόσμους ανάλαφρους κι ονειρικούς.

Έμεινα να τον χαζέψω για λίγη ώρα για να πάρω κουράγιο πριν επιστρέψω στο κλουβί μου. Έπειτα, τον ακούμπησα προσεκτικά στο μαξιλάρι και όσο πιο αθόρυβα γινόταν, πλησίασα την πόρτα. Αφουγκράστηκα για λίγο πριν ακουμπήσω το πόμολο κι αφού δεν έφτασε κάποια κίνηση στα αυτιά μου, βγήκα έξω. Με την ίδια προσοχή και σχολαστικότητα κατέβηκα μέχρι το μπουντρούμι μου. Εκεί όμως δεν επικρατούσε η ίδια ησυχία.

Λίγο πριν ανοίξω την πόρτα, άκουσα μικρά βήματα και έφτασε στα ρουθούνια μου μια γνώριμη έντονη μυρωδιά. Μόνο ένα νταμπίρ αρεσκόταν σε τόσο βαριά αρώματα κι αυτό ήταν η Μαρέβα. Οπότε μάλλον έπρεπε να προετοιμαστώ για έναν ακόμα γύρο αντιπαράθεσης με γονιό της Ορόρα. Χθες ο Αλεχάντρο και σήμερα εκείνη. Τουλάχιστον μου έδωσαν ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο να ηρεμήσω.

Άνοιξα την πόρτα, γιατί δεν μπορούσα να στέκομαι για πολλή ώρα σε κοινή θέα, και προχώρησα στο εσωτερικό του μπουντρουμιού με διστακτικό βήμα περιμένοντας να αντικρίσω μια εξοργισμένη Μαρέβα. Άντ' αυτού την βρήκα σκυμμένη πάνω από το ράντζο μου, καθώς έστρωνε ολοκαίνουριο σεντόνι. Δίπλα ήταν πεταμένα το πάπλωμα και οι μαξιλαροθήκες που είχα μέχρι στιγμής και συνειδητοποίησα ότι είχε κατέβει στο κελί για να μου φέρει φρέσκα σκεπάσματα.

«Καλώς τον», αποκρίθηκε χαμογελαστή ισιώνοντας μερικές ζάρες από το σεντόνι. «Πάνω στην ώρα».

Περιεργάστηκα το ράντζο με προσοχή για να σιγουρευτώ ότι δεν είχα τρελαθεί και φανταζόμουν μια βασίλισσα να εκτελεί χρέη καμαριέρας και μουρμούρισα ένα αβέβαιο ευχαριστώ.

«Μην το συζητάς. Κάποιος όφειλε να το φροντίσει. Έχει πολλή σκόνη εδώ κάτω και πρέπει να τα αλλάζουμε συχνά».

«Ειλικρινά δεν χρειαζόταν να το κάνεις εσύ αυτό».

«Ανοησίες. Δεν με πειράζει καθόλου. Και της Ορόρα εγώ τα άλλαζα. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για τα παιδιά μου».

Πρέπει να φαινόμουν πραγματικά χαμένος γιατί, εκτός του έτσι ένιωθα, η Μαρέβα έσμιξε παραξενεμένη τα φρύδια της και με ρώτησε αν με ενόχλησε το γεγονός ότι πήρε αυτή την πρωτοβουλία.

«Φυσικά και όχι. Το ακριβώς αντίθετο. Απλώς περίμενα ότι...»

Δίστασα να ολοκληρώσω την πρόταση μου, γιατί ένα κομμάτι του εαυτού μου ντρεπόταν που είχε προχωρήσει σε βιαστικά συμπεράσματα δίχως κάποια ένδειξη.

«Ότι θα ήμουν άκαρδη σαν τον Αλεχάντρο;»

«Δεν είναι άκαρδος», αντιτάθηκα. «Έχει δίκιο σε πολλά πράγματα».

«Και άδικο σε άλλα».

«Μην τον κρίνεις με βάση αυτά που ήθελε ο Ντέμιεν να δεις. Εσύ ξέρεις ποιος είναι ο πραγματικός Αλεχάντρο και ξέρεις πως εσύ, η Ορόρα κι ο Ντιμίτρι είστε τα πάντα για εκείνον. Μην τον τιμωρείς για σφάλματα άλλων».

«Πολύ μεγαλόψυχο από μέρους σου να τον υπερασπίζεσαι όταν δεν κάνει το ίδιο για σένα».

«Εγώ είμαι άλλη υπόθεση».

Η Μαρέβα ξεφύσησε δυνατά και με πήρε από το χέρι για να με οδηγήσει στο ράντζο. Μου θύμισε την μητέρα μου όταν με έβαζε σε μια γωνία για να ακούσω τις πάντα αλάθητες συμβουλές της. Και φανταζόμουν ότι κάτι τέτοιο θα γινόταν και τώρα, αφού βρισκόμουν στο έλεος μιας ακόμα μαμάς.

«Δεν γίνεται να συγχωρέσουμε όλους τους άλλους εκτός από σένα», είπε συνεχίζοντας να κρατάει το χέρι μου. «Ο Ντέμιεν καθοδηγούσε τις κινήσεις μας σαν να ήμασταν μαριονέτες και στην δική σου περίπτωση προχώρησε ένα βήμα παραπέρα».

Η ατμόσφαιρα έγινε αποπνικτική και με κατέβαλαν τάσεις φυγής, όπως κάθε φορά που κάποιος θεωρούσε ότι ήταν πολύ καλή ιδέα να αναφέρει εκείνη την αναθεματισμένη νύχτα. Σκεφτόμουν πολύ σοβαρά να αρχίσω να τους υποβάλω να το ξεχάσουν.

«Κάρτερ», είπε με αυστηρό τόνο. «Η άρνηση δεν σε βοηθάει να αντιμετωπίσεις ένα τραύμα».

«Ειλικρινά, νιώθω πολύ καλύτερα όταν δεν μου το χτυπάτε».

«Αν και δεν μεγαλώσατε μαζί, έχετε τόσα κοινά σημεία με την Ορόρα», σχολίασε με μια δόση ενόχλησης στα λόγια της.

«Φταίει το γεγονός ότι είμαστε συγγενείς· ένας ακόμα λόγος να χωρίσουμε».

«Είστε γαλαζοαίματοι. Τέτοιοι κανόνες δεν σας αγγίζουν».

«Έτσι σκεφτόντουσαν κι οι πρόγονοι μας, γι' αυτό πάσχουμε από κατάθλιψη».

Αυτό φάνηκε να την στριμώχνει, οπότε κι απέφυγε να απαντήσει θέτοντας μου ένα ερώτημα. Κι αυτή τη φορά βρέθηκα εγώ στριμωγμένος.

«Την αγαπάς;»

«Τι είδους ερώτηση είναι αυτή;»

«Μερικής αγνοίας. Απαντάς με ένα ναι ή όχι».

Τώρα ποιος ακουγόταν σαν την Ορόρα!

«Τα πράγματα είναι περίπλοκα».

«Δεν υπάρχει τίποτα περίπλοκο στην αγάπη. Υπάρχει μόνο αυτή. Κι είναι εκεί», είπε χτυπώντας μαλακά τον δείχτη της στο σημείο που κάποτε χτυπούσε η καρδιά μου. «Το βλέπω. Το θέμα είναι να το ξαναδείς κι εσύ, γιατί αφήνεις τον Ντέμιεν να σε τυφλώσει. Αν δεν σας είχε συμβεί κάτι τόσο τραγικό, θα ισχυριζόσουν πάλι ότι δεν είσαι ερωτευμένος πια;»

Πίστευα ότι η ηρεμία της Μαρέβα θα ήταν προτιμότερη από την επιθετικότητα του Αλεχάντρο. Ωστόσο, έκανα λάθος. Ο Αλεχάντρο φερόταν σαν κυνηγόσκυλο γιατί πίστεψε όλα όσα είπα για το μικρό του. Η Μαρέβα όμως δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια και με απόλυτη ηρεμία πίεζε την πληγή περιμένοντας να αναβλύσει αίμα. Κι αυτό θα ήταν η τρανή απόδειξη ότι εκείνη και η φιλενάδα της είχαν δίκιο.

«Γιατί δεν μου λες κι εσύ πόσο λίγος είμαι για την κόρη σου; Υπάρχει μια αλήθεια στο ξέσπασμα του Αλεχάντρο».

Εκείνη μισόκλεισε τα μάτια της σαν κουκουβάγια και κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της.

«Δεν είσαι λίγος για κανέναν. Σταμάτα να καταπιάνεσαι από τα λόγια ενός δραματικού Σάντος. Είσαι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί στο παιδί μου. Το έβλεπα στον τρόπο που φώτιζε όλο της το πρόσωπο κάθε φορά που μιλούσε για σένα ή στα δάκρυα σου όταν την είδες ξανά μετά από δυο μήνες· στο πώς την έσφιγγες στην αγκαλιά σου μετά την επίθεση του Ντέμιεν, ακόμα και στην τρυφερότητα σου κατά τη διάρκεια του ξορκιού. Τέτοια συναισθήματα δεν σβήνονται εύκολα. Ίσως γι' αυτό σας επέλεξαν οι ουρανοί, γιατί ήξεραν πριν από εσάς πόσο δυνατή θα ήταν η αγάπη σας, που ούτε ο Ντέμιεν δεν θα κατάφερνε να κερδίσει».

Κανείς δεν ήταν αλάθητος, πόσο μάλλον ένας πρώην άγγελος. Η απόφαση για το ποιος θα κέρδιζε τον Ντέμιεν ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά δική του, οπότε δεν πίστευα ότι είχε δώσει σημασία σε αγάπες και παραμυθένιους έρωτες. Δεν ήταν του στυλ του. Ήξερε κάτι παραπάνω, γιατί είχε μια γεύση για τα μελλούμενα κι αυτό αφορούσε αποκλειστικά τις δυνάμεις μας. Τι καλύτερο από έναν εν δυνάμει καρδιακό που κρατιέται στην ζωή με μαγεία ελέγχοντας όλα τα δαιμόνια του νερού και μια Σάντος που κουβαλάει όλη την ενέργεια της οικογένειας της; Τα υπόλοιπα ήταν απλά τυχαία.

«Ανεξαρτήτως από το τι θέλετε να κάνετε, που στην τελική είναι δική σας υπόθεση». Δεν φάνηκε να το σκέφτεται νωρίτερα, αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ. «Πιστεύω πως κι οι δυο πρέπει να μιλήσετε σε έναν ειδικό».

«Εγώ δεν έχω να πω τίποτα σε κανέναν. Και δεν μπορώ κιόλας. Ποιος θα πιστέψει ότι βίασε το σώμα μου, αλλά όχι το πνεύμα μου;»

«Η μητέρα του Σκοτ. Κάντε κάτι για να θυμηθεί μια ώρα αρχύτερα».

«Αυτό είναι λίγο εγωιστικό».

«Είναι πολύ εγωιστικό», παραδέχτηκε. «Αλλά αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ανακάμψετε, τότε σίγουρα θα μας συγχωρέσει και η ίδια».

Ορόρα

Μόλις ξύπνησε ο Χουάν, ήρθε στο δωμάτιο μας για να απασχολήσει τον Μάικλ για σχεδόν όλη την υπόλοιπη μέρα. Σήμερα θα γινόταν επιτέλους η υποτιθέμενη κηδεία του Κάρτερ και θα τελειώναμε με αυτή την παρωδία. Από την επομένη θα έπρεπε να αρχίσουμε την έρευνα για τυχόν θεραπεία της κατάστασης του και να ετοιμαστούμε για το ταξίδι στην Ελλάδα. Οπότε για την συνέχεια του εικοσιτετραώρου το παιδί μου κι ο θνητός έπρεπε να μείνουν μακριά από τα μάτια της Αυλής.

«Έτοιμη για την μεγάλη μέρα;», με ρώτησε καθώς χτένιζα τα μαλλιά μου κι ο μικρός ήταν απασχολημένος να προσπαθεί να αντιγράψει την αλφαβήτα από το εγχειρίδιο που του είχε αγοράσει ο μεγάλος Μάικλ.

«Καθόλου όμως», απάντησα μορφάζοντας κι εκείνος γέλασε.

«Όλα θα πάνε μια χαρά».

«Φυσικά! Κηδεύουμε ένα νταμπίρ που στην πραγματικότητα είναι βρικόλακας. Τι μπορεί να πάει λάθος;»

Αυτό που με άγχωνε περισσότερο ήταν το ότι ο Κάρτερ δεν είχε συνηθίσει να είναι το κέντρο της προσοχής ανάμεσα σε τόσα νταμπίρ που αγνοούσαν την αλήθεια. Μπορεί τα σφυροκοπήματα και η αγωνία τους να τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Ίσως βέβαια έκανα εξωφρενικές σκέψεις και το πιο πιθανό ήταν να μην γινόταν τίποτα. Το γεγονός όμως ότι οι εξελίξεις δεν μας επέτρεψαν να οργανώσουμε το προσκύνημα για να συνηθίσει ο Κάρτερ την έκθεση μου προκαλούσε περισσότερη νευρικότητα από το ότι θα κορόιδευα το λαό μου με τον χειρότερο τρόπο.

«Πάρε ανάσες», με συμβούλεψε ο Χουάν πιάνοντας τους ώμους μου. «Θυμήσου ότι το στρες δεν...»

«Κάνει καλό στο μωρό. Ξέρω».

Αφού ένευσε μια φορά με έκλεισε στην αγκαλιά του και μου χάιδεψε την ράχη.

«Έχεις επιβιώσει από πολύ χειρότερα. Αυτό είναι παιχνιδάκι για σένα».

Η πίστη του σε μένα με έκανε να χαμογελάσω και για πολύ λίγα λεπτά να απελευθερωθώ από τα τσιμπήματα άγχους που κατέκλυζαν το στήθος μου και το στομάχι μου.

«Πότε είναι η τελετή;»

«Στη μία».

Ανασήκωσε το δεξί του χέρι για να μελετήσει το ρολόι του.

«Έχεις ακόμα τέσσερις ώρες».

«Πολύ λίγες», ξεφύσησα. «Τέλος πάντων. Κατεβαίνω να προσποιηθώ την θλιμμένη χήρα και θα έρθω σε λίγο για να αλλάξω. Αν χρειαστείτε το οτιδήποτε τηλεφώνησε μου. Θα έχω το κινητό συνέχεια μαζί μου».

«Θα είμαστε μια χαρά», απάντησε χαμογελώντας και ρίχνοντας μια ματιά στον απορροφημένο Μάικλ. «Μάλλον θα γίνει φυτό σαν κι εσένα».

Τον σκούντηξα με δύναμη στον ώμο κι έβγαλε μια κραυγή πόνου, αλλά το βλέμμα του μαρτυρούσε πως διασκέδαζε το παιχνίδι. Στην συνέχεια, προχώρησα στον γιο μου και του είπα πως θα περνούσε όλη την υπόλοιπη μέρα με τον Χουάν, οπότε και να ήταν υπάκουος. Εκείνος όπως πάντα δεν μου έφερε αντίρρηση, γιατί ήταν βαθιά ριζωμένος ο φόβος πως μια αρνητική απάντηση θα τον οδηγούσε πίσω στον Κάτω Κόσμο. Κι έπειτα έλεγαν ότι εγώ χρειαζόμουν ψυχολόγο!

«Ίσως το απόγευμα να πας με τον Χουάν στα κορίτσια και τον Νόα. Θέλεις;»

Ο μικρός αναπήδησε ενθουσιασμένος και μου είπε ένα σωρό ευχαριστώ που θα τον έστελνα στους φίλους του. Ο σκοπός βέβαια δεν ήταν μόνο για να ειδωθούν ξανά, αφού η Έλενα μου είχε πει πόσο πολύ τους έλειπε, αλλά και για να απασχοληθεί με άλλους, διότι εμείς θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε μία ολόκληρη Μόιρα. Κι από το να μαραζώσει όλη μέρα στο δωμάτιο, καλύτερα να έβγαινε από την πόλη για μερικές ώρες. Μόλις έδυε ο ήλιος βέβαια, θα επέστρεφε δίχως καθυστέρηση.

Μόλις κατέβηκα στον πρώτο όροφο, συνάντησα τον Γκασπάρ με τον Ντιμίτρι, οι οποίοι συζητούσαν για το ποιος θα κουβαλούσε το φέρετρο στο νεκροταφείο. Σε περίπτωση που δεν είχε συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός, προσφερόταν να βοηθήσει γιατί ήθελε να προσφέρει κι εκείνος όπως όπως, μια που καθυστέρησε να φτάσει στην Μόιρα. Ο λόγος ήταν σαφώς για να αποφύγει την Οκτόμπερ και τον Σκοτ. Ο Ντιμίτρι τον διαβεβαίωσε πως οι θέσεις ήταν καλυμμένες και δεν υπήρχε λόγος να νιώθει υποχρεωμένος. Κυρίως γιατί δεν επρόκειτο για αληθινή κηδεία και δευτερευόντως γιατί δεν χρειαζόταν να συμβάλλει στο οτιδήποτε, επειδή ήταν γαλαζοαίματος.

«Καλημέρα», αποκρίθηκα σιγανά μπαίνοντας στην συζήτηση.

«Πώς είσαι;», με ρώτησε ο Γκασπάρ σφίγγοντας τον ώμο μου.

«Τα καταφέρνω», του απάντησα.

Εκείνος ένευσε αργά και τα μάτια του με περιεργάστηκαν σαν να με έβλεπαν πρώτη φορά. Και χθες αισθάνθηκα να με εξετάζει με ένα μόνο βλέμμα και μπορούσα να φανταστώ ότι τα φουσκωμένα μου μάγουλα και το πρησμένο μου στήθος τον έβαζαν σε υποψίες. Αν δεν φορούσα φαρδιές μπλούζες ή πουκάμισα ίσως να αντίκριζε και το τελευταίο αποδεικτικό στοιχείο.

«Μου φαίνεσαι διαφορετική», μουρμούρισε. «Υπάρχει μια περίεργη λάμψη στο πρόσωπο σου... Δεν λέω ότι χαίρεσαι με αυτό που συμβαίνει!», μου ξεκαθάρισε.

«Καταλαβαίνω τι εννοείς», τον καθησύχασα. «Μπορούμε να συζητήσουμε μια άλλη στιγμή», του πρότεινα. «Πάμε για πρωινό;»

Εκείνος ένευσε θετικά, αλλά ο Ντιμίτρι δεν αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο.

«Ε... πρέπει να βοηθήσω τον Κέλλαν να... ντύσει τον Κάρτερ».

Ο Γκασπάρ πίστεψε πως κάτι τέτοιο θα μου προκαλούσε δυσφορία κι αντανακλαστικά πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση μου. Φρόντισε όμως να αφήσει την παλάμη του λίγο πριν το πλευρό μου για να μην φτάσει στην κοιλιά μου.

«Φυσικά», ψιθύρισα κι άρχισα να κατευθύνομαι με γρήγορες δρασκελιές στην τραπεζαρία, όχι γιατί θα κατέρρεα, αλλά γιατί δεν έπρεπε να δει ο Γκασπάρ τα στεγνά μου μάτια.

Εκεί τα πράγματα δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Έπρεπε να αντιμετωπίσω τους υπόλοιπους Σάντος και πρώτα από όλους την απογοητευμένη θεία μου. Ευτυχώς ήταν εκεί και η Μέλανη, ο Σον και ο Μάικλ, οπότε ένιωθα την ανάλαφρη αύρα των Μάρεϊ. Όχι με τον τρόπο που θα την ένιωθε ο γιος μου, βέβαια.

Ο Αλφόνσο δεν είχε την ίδια ειρωνεία και αγανάκτηση στο βλέμμα του, όπως ο αδερφός του και η Μπιάνκα. Ήταν περισσότερο σε αμηχανία, γιατί δεν ήξερε πώς να αντιδράσει για να μην απογοητεύσει κανέναν. Υπήρχε μια δόση απολογίας στα μάτια του για λογαριασμό της οικογένειας του κι αυτό μου αρκούσε. Με τον τρόπο μου κι εγώ τον διαβεβαίωνα πως δεν με ενοχλούσε το γεγονός ότι δυσκολευόταν να με πλησιάσει όσο το ξέσπασμα μου ήταν πρόσφατο. Κατανοούσα ότι ήταν διχασμένος και δεν θα στεκόμουν η αιτία να έρθει σε αντιπαράθεση με την μητέρα του.

Από την άλλη μεριά ήταν οι γονείς μου που εξακολουθούσαν να περιβάλλονται από το πέπλο της δυσαρέσκειας. Η μητέρα μου δεν είχε ρίξει καθόλου νερό στο κρασί της και δεν άφηνε τον πατέρα μου να απολογηθεί όπως ήθελε για να την πείσει να τα ξαναβρούνε -και δεν ήθελα να ξέρω πώς είχε σκοπό να την πείσει. Ο πατέρας μου από χθες το βράδυ έδειχνε να παραιτείται, καταβεβλημένος από τα νέα της κακοποίησης μου, τον τσακωμό του με τον Κάρτερ και την συνεχή διαφωνία του μαζί της. Όσον αφορά τον Κάρτερ, κανείς μας δεν είχε μάθει τι ακριβώς είπαν. Ξέραμε μόνο πως η συζήτηση τους ήταν έντονη, αφού ο πατέρας μου έσφιγγε τις γροθιές του όταν άκουγε το όνομα του. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των άλλων, ο Κάρτερ απλώς άλλαζε θέμα. Και μέσα στον παροξυσμό που επικρατούσε στο παλάτι, τσακώθηκε και ο Κέλλαν με τον Αλεχάντρο, γιατί ο πατέρας μου επέκρινε τον γιο του. Με άλλα λόγια η μεγάλη προφητεία, που ήταν γραφτό να φέρει στον κόσμο τη σωτηρία του, το μόνο που κατάφερνε μέχρι στιγμής ήταν να προκαλεί εντάσεις.

Όταν επιτέλους τελείωσε το γεύμα που φάνταζε αιώνιο, πετάχτηκα από την καρέκλα μου κι απλώς περιφερόμουν στο παλάτι για να αποφύγω ολόκληρες οικογενειακές συναθροίσεις. Προσποιούμουν ότι έλεγχα τα της κηδείας, αν και το είχαμε φροντίσει ήδη από χθες το βράδυ. Προχώρησα μάλιστα στην αίθουσα θρόνου, όπου θα πραγματοποιούταν η τελετή και γι' αυτό είχε τοποθετηθεί ένα φέρετρο μπροστά από τους θρόνους.

Η εικόνα με έκανε να ανατριχιάσω, γιατί έφερε στο νου μου κάθε βασιλικό θάνατο, του παρελθόντος αλλά και του παραλίγο μέλλοντος. Αντανακλαστικά σήκωσα το χέρι μου στην κοιλιά μου περιμένοντας μια κίνηση της Αλεξάνδρας, την υπενθύμιση ότι ήταν ακόμα ζωντανή. Έπειτα, πλησίασα το υπερυψωμένο φέρετρο και ακούμπησα το κρύο υλικό.

Ένιωσα την παρόρμηση να το ανοίξω, μολονότι ήξερα ότι δεν ήταν κανείς μέσα. Μια μικρή φωνή μέσα μου με ωθούσε να το ανοίξω και να περιεργαστώ το τίποτα. Και την στιγμή που η παλάμη μου πίεσε το καφέ καπάκι, η πόρτα της αίθουσας άνοιξε και με σταμάτησε λίγο πριν την αποκάλυψη.

«Τι κάνεις μόνη σου εδώ;», με ρώτησε ο Τσέις με την Κέιζα να τον ακολουθεί κοιτάζοντας τριγύρω. Δεν φαινόταν να λυπάται που έχασε την ευκαιρία της να γίνει βασίλισσα, απλώς ήθελε να θυμηθεί τον χώρο.

«Αποφεύγω την οικογένεια μου».

«Κι εμείς».

«Αποφεύγετε την οικογένεια μου;», τον ρώτησα περιπαιχτικά, γιατί ήξερα ότι εννοούσε τον Σκοτ.

Ο Τσέις χαχάνισε κοροϊδευτικά και με ενημέρωσε πως ο φίλος μας θα ετοιμαζόταν σπίτι μαζί με άλλους στρατιώτες και λίγο πολύ τους έδιωξε για να μην τον ενοχλούν.

«Πολύ ωραία», μουρμούρισα ειρωνικά. «Στην κηδεία τι θα κάνει που θα είναι κι η Οκτόμπερ με τον Γκασπάρ;»

«Έχετε άλλο φέρετρο;», ρώτησε η Κέιζα με τρομακτική σοβαρότητα.

«Ελπίζω ότι δε θα το χρειαστούμε».

«Εσύ είσαι εντάξει; Έφαγες καλά; Δεν κάνει να σωριαστείς στην μέση της κηδείας».

Ο Τσέις έσμιξε απορημένος τα φρύδια του κι εγώ δεν μπόρεσα να μην χαμογελάσω στο ενδιαφέρον της Κέιζα. Ναι, ήταν ενδιαφέρον κι ας μην ακούστηκε ιδιαίτερα τρυφερό. Για μια γυναίκα που είχα συμβάλλει στον θάνατο της, αυτό ήταν ό,τι πιο ευγενικό μπορούσε να πει.

«Φροντίζω μια χαρά την ανιψιά σου. Μην ανησυχείς».

«Το καλό που σου θέλω. Δεν θα τρέχω εγώ μια ζωή να σώσω τα τομάρια σας».

«Και για μια στιγμή ανησύχησα ότι νοιάστηκες», μουρμούρισε ο Τσέις.

«Νοιάζεται», δήλωσα εγώ.

Το αυτάρεσκο χαμόγελο μου ίσως ήταν υπερβολή και γι' αυτό αντιτάθηκε σχεδόν φωνάζοντας.

«Δεν νοιάζομαι! Απλώς βαρέθηκα να ασχολούμαι μαζί σας. Ας αναλάβει άλλος που είναι και υποχρέωση του».

Μόλις τέλειωσε την πρόταση της έβγαλα μια κραυγή πόνου και έγειρα μπρος κρατώντας την κοιλιά μου. Η Κέιζα με τον Τσέις έτρεξαν αμέσως κοντά μου και με ρώτησαν τι συνέβη. Τότε σήκωσα το βλέμμα μου για να συναντήσω το τρομοκρατημένο της Κέιζα και μειδίασα πονηρά.

«Νοιάζεσαι», επανέλαβα.

Οι δυο τους κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα κι απλώς προσποιήθηκα για να φανεί η πραγματική Κέιζα. Εκείνη βέβαια δεν εκτίμησε το -ας είμαστε ειλικρινείς- κακόγουστο αστείο μου και σήκωσε την γροθιά της για να την προσγείωση με δύναμη στον ώμο του Τσέις.

«Α!», φώναξε. «Γιατί το έκανες αυτό;»

«Δεν μπορώ να χτυπήσω μια έγκυο», γκρίνιαξε κι άρχισε να προχωράει προς την έξοδο.

Εγώ γέλασα και είπα στον Τσέις να την ακολουθήσουμε. Έπρεπε να κάνω μια τελευταία πρόβα τον λόγο μου και να αλλάξω ρούχα.

Κάρτερ

«Πρέπει να σταματήσει αυτό το πράγμα», αποκρίθηκα, καθώς ο πατέρας μου έδενε την γραβάτα μου.

«Δεν θα είσαι λιγότερο άντρας, αν σε ντύσω».

Ο Ντιμίτρι γέλασε σιγανά, καθώς έδενε τη δική του γραβάτα χωρίς παρεμβολές.

«Δεν εννοούσα αυτό», απάντησα την στιγμή που την ανασήκωσε για να την περάσει μέσα από τον κόμπο και παραλίγο να μπει στο μάτι μου. «Αν και θα έπρεπε. Μιλάω για την κόντρα σου με τον Αλεχάντρο. Είμαι βέβαιος ότι δεν σου είναι ευχάριστο να είσαι μαλωμένος με τον καλύτερο σου φίλο».

«Ο καλύτερος μου φίλος είναι ξεροκέφαλος και κάποια στιγμή πρέπει να καταλάβει ότι δεν είναι όλα συγχωρητέα».

Αφού τελείωσε με την γραβάτα, έκανε ένα βήμα πίσω για να ελέγξει το κοστούμι μου και έπειτα ίσιωσε αόρατες ζάρες στο σακάκι.

«Δεν σε έντυσα για τον γάμο σου και σε ντύνω για την κηδεία σου», μουρμούρισε με πικρία.

«Δεν είναι αληθινή κηδεία», του θύμισα.

Εκείνος απλώς ένευσε και γύρισε να δει αν ήταν κι ο Ντιμίτρι έτοιμος.

«Υποτίθεται ότι τόσες μέρες βρίσκεται στο δωμάτιο του, οπότε και πρέπει να κατευθυνθούμε εκεί».

«Κανένα πρόβλημα», είπε ο Ντιμίτρι. «Να πάρουμε και το φέρετρο για να είναι πιο πιστευτό».

«Δεν υπάρχει λόγος να κουραστείτε», αντιτάθηκα. «Απλώς πηγαίνετε προς τα εκεί όταν μαζευτούν όλοι στο αίθριο για τον λόγο της Ορόρα κι εγώ θα τρέξω στην αίθουσα θρόνου. Αλήθεια, γιατί δεν έχω βρωμίσει τόσες μέρες στο δωμάτιο μου;»

Ο πατέρας μου μόρφασε αηδιασμένος και μου απάντησε πως δικαιολόγησαν την καθυστέρηση σήψης μου με την βοήθεια μαγείας.

Ώρες ώρες φέρονταν στους υπηκόους χειρότερα κι από τον Μάικλ. Όλα επιτυγχάνονταν μαγικά και δεν υπήρχε καμία τρύπα στην όλη ιστορία. Κατανοούσα λοιπόν τον λόγο που δεν μας συμπαθούσαν σε αυτή την πραγματικότητα.

«Με τόσο κόσμο στο παλάτι προσπαθήστε να δείχνετε ενωμένοι», συμβούλεψα τον πατέρα μου. «Όχι γιατί ο Μιχαήλ κι ο Εωσφόρος υπογράμμισαν πως δεν πρέπει να διασπαστεί και το δικό μας μέτωπο ή γιατί υπάρχουν στο παλάτι ένα νήπιο και μια έγκυος που χρειάζονται ηρεμία! Αλλά για να μην αναγκάσουμε τον Τσέις να γράφει στις εφημερίδες ότι μετατρέψαμε την κηδεία σε σαπουνόπερα».

Ο πατέρας μου βόγκηξε δυνατά με την ειρωνεία μου.

«Δεν θα προσποιηθώ ότι παρηγορώ τον Αλεχάντρο. Υποτίθεται ότι θάβω τον δικό μου γιο».

«Τι έχεις πάθει; Εσύ δεν μπορούσες να του θυμώσεις ποτέ».

«Μέχρι που επιτέθηκε στο παιδί μου. Δεν είναι αρκετά καλός λόγος να είμαι θυμωμένος;»

Αν κι ένα κομμάτι του εαυτού μου χαιρόταν με τα προστατευτικά του συναισθήματα, δεν μπορούσα να δεχτώ ρήξη ανάμεσα σε αυτούς τους δυο. Ήδη είχαμε τσακωθεί πολλά νταμπίρ μεταξύ μας κι αν η κατάρα έπεφτε και στους βασιλείς, τότε τα πράγματα γίνονταν πολύ δύσκολα.

«Θα τους προσέχεις;», ρώτησα τον Ντιμίτρι.

«Μείνε ήσυχος», μου απάντησα χαμογελώντας. «Εσύ θα είσαι εντάξει;»

«Έτσι νομίζω. Θα κάνω ό,τι και την ημέρα που με βρήκε η Άσλεη με τον Τζίμι. Αλλά θα το εκτιμούσα αν δεν ανοίγατε και τα δυο καπάκια από το φέρετρο».

Αφού με διαβεβαίωσε πως θα φρόντιζε να μείνει το στέρνο μου καλυμμένο, έφυγαν από το μπουντρούμι για να αρχίσουν να υποδέχονται τους παρευρισκόμενους.

Μέσα στις επόμενες ώρες ξέκλεβαν λίγο χρόνο μερικά νταμπίρ για να μου κρατήσουν συντροφιά και να μου δώσουν κουράγιο. Ανάμεσα τους ήταν κι Σον, ο οποίος μολονότι εξακολουθούσε να μην γνωρίζει τον λόγο που προβαίναμε σε αυτή την κοροϊδία συνέχιζε να υποστηρίζει εμάς και κυρίως τον αδερφό του. Νομίζω πως εκείνος ήταν το πιο υγιές πρότυπο για τον γιο μου σε κάθε επίπεδο.

Γύρω στη μία παρά τέταρτο, οι τελευταίοι επισκέπτες -η Άσλεη κι ο Τσέις- πήραν τον δρόμο για το αίθριο αφήνοντας με μόνο. Περίμενα για αρκετά λεπτά και στην συνέχεια, προχώρησα κι εγώ προς την είσοδο του μπουντρουμιού. Όταν άνοιξα την πόρτα, είδα τον Ντιμίτρι λίγα μέτρα παραπέρα να μου κάνει νόημα να πλησιάσω και πατώντας στις μύτες των ποδιών μου βρέθηκα κοντά μου.

«Όλοι είναι στο αίθριο», είπε ψιθυριστά.

«Ήρθαν πολλοί;»

«Περισσότεροι από ό,τι περιμέναμε».

«Ο πατέρας μου;»

«Στην αίθουσα θρόνου».

Αφού το σχέδιο πήγαινε κατ' ευχή, έμενε να ετοιμαστούμε για την τελευταία πράξη και να κατευθυνθούμε κι εμείς στην αίθουσα θρόνου.

Εκεί ο πατέρας μου έκοβε νευρικές βόλτες αρκετά μέτρα μακριά από το φέρετρο. Η σκέψη ότι όλο αυτό παραλίγο να είναι αληθινό και το ότι έπρεπε να πείσουμε ένα σωρό νταμπίρ ότι τελικά ήταν του προκαλούσαν νευρικότητα, η οποία είχε γεμίσει τον αέρα με την μυρωδιά της αδρεναλίνης του. Βέβαια υπήρχε και κάτι άλλο στην ατμόσφαιρα που δυσαρεστούσε την όσφρηση μου, αλλά ίσως ήταν το υλικό του φέρετρου. Θα ήταν πρόσφατα γυαλισμένο, γι' αυτό και επικρατούσε η μυρωδιά του ασημιού.

«Προσπάθησε να μην λιώσεις το πάτωμα», του είπα. «Θα γυρίσετε στο αίθριο;»

«Καλύτερα να μείνουμε εδώ», αποκρίθηκε ο Ντιμίτρι. «Ίσως θα ήταν σωστό να βρουν τον μεγαλειότατο γερμένο πάνω σου».

Ο πατέρας μου έσμιξε απορημένος τα φρύδια του.

«Προς τι τόση επισημότητα;»

«Τώρα είμαστε φρουρός και βασιλιάς».

Αφού παίνεψε τον επαγγελματισμό του Ντιμίτρι, πλησιάσαμε το φέρετρο στο οποίο έπρεπε να μπω. Προσπάθησα να κάνω λίγο black humor για να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα, αλλά το σχόλιο έτσι κι αλλιώς είμαι πτώμα από την κούραση, δεν επέφερε και πολλά αποτελέσματα.

«Ωραία λοιπόν», πήρα μια βαθιά ανάσα ακουμπώντας το ψυχρό φέρετρο. «Αν μπορούσε να το κάνει ο Christopher Lee, τότε μπορώ κι εγώ».

Η ατμόσφαιρα πάγωσε ακόμα περισσότερο, όχι με τα αποτυχημένα μου αστεία, αλλά γιατί μόλις άνοιξα το φέρετρο δεν αντίκρισα το λευκό εσωτερικό του. Εκεί μέσα κειτόταν ήδη ένα πτώμα και μάλιστα αυτό του Χουάν.

«Τι στο διάολο!», αναφώνησα, ενώ οι καρδιές των νταμπίρ άρχισαν να σφυροκοπούν σαν τύμπανα παρέλασης.

Ο Ντιμίτρι αντέδρασε πιο γρήγορα από εμάς και με μάτια που πετούσαν σπίθες από την αγωνία, έπιασε τον γκρίζο λαιμό του Χουάν. Προφανώς ήθελε να βρει σφυγμό, αλλά το χρώμα του σώματος του και το ότι τα χείλη του είχαν ξεσκιστεί, αλλά δεν υπήρχε κόκκινο σημάδι στην πληγή, μαρτυρούσαν ότι ήταν αρκετό καιρό νεκρός.

«Δεν μπορεί», μουρμούρισε ο Κέλλαν. «Αρχικά δεν μυρίζει».

«Μήπως είναι κι εδώ μαγεία;», γρύλισα.

Κάτι μου έλεγε όμως ότι η μαγεία δεν έγκειτο στο πτώμα. Γι' αυτό και ξέσκισα το σκονισμένο του πουκάμισο. Στο στέρνο του αποκαλύφθηκε μια τεράστια ουλή που ξεκινούσε από τον λαιμό του κι έφτανε μέχρι την κοιλιά του.

«Τον ταρίχευσαν», συμπέρανα. «Αν λοιπόν αυτός είναι όντως ο Χουάν κι έχει πεθάνει εδώ και μέρες, ποιος στα κομμάτια είναι με τον γιο μου;»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top