40. ΘΥΜΑ Ή ΘΥΤΗΣ

Ορόρα

Γυναικείες κραυγές, θολές εικόνες και η υπόνοια αίματος με έκαναν να απελευθερωθώ από τον ανήσυχο ύπνο μου και να τιναχτώ μέσα στα σεντόνια. Ο ιδρώτας της αγωνίας έσταζε στο μέτωπο μου και το στήθος μου παλλόταν από το γοργό σφυροκόπημα της καρδιάς μου.

Έφερα το χέρι μου στο στέρνο μου, μέχρι η ανάσα μου να βρει τους φυσιολογικούς ρυθμούς της κι έπειτα το χαμήλωσα στην κοιλιά μου. Η παλάμη μου ταξίδεψε από την κορυφή της στο κέντρο, μέχρι και το κάτω μέρος για να νιώσω όλη τη στρογγυλάδα της. Κι όπως χθες το βράδυ, σηκώθηκα και πήγα να σταθώ μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη, ώστε να την περιεργαστώ με τα μάτια μου.

Η επιστροφή της Αλεξάνδρας μέσω του Δισκοπότηρου δεν σήμαινε ότι είχα μείνει ξανά έγκυος. Ο αρχάγγελος Μιχαήλ μου είχε επιστρέψει την ουσία της κόρης μου, αυτή που είχε δημιουργηθεί και αναπτυχθεί μέχρι την μέρα του ξορκιού. Επομένως, συνέχιζα από εκεί που είχα μείνει: από τον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης μου. Είχα μόνο πέντε μήνες στην διάθεση μου λοιπόν για να αλλάξω το δυσάρεστο μέλλον του παιδιού μου.

Θυμούμενη τα οράματα που προέκυψαν από τις δυο τελευταίες κάρτες της Μεγάλης Αρκάνας, άφησα την μπλούζα της πυτζάμας μου να πέσει και να καλύψει την κοιλιά μου, ενώ κατευθύνθηκα γρήγορα στο μπάνιο για να αλλάξω. Ήθελα να προλάβω να ανακοινώσω στα νταμπίρ ότι χθες βράδυ επέστρεψε το τελευταίο κομμάτι του παζλ πριν το καταλάβουν από το φούσκωμα. Γι' αυτό κι έβαλα μια φαρδιά μπλούζα που κάλυπτε το πρήξιμο.

Αφού ετοιμάστηκα, επέστρεψα στον κεντρικό χώρο του δωματίου και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού μου. Έπρεπε να παρουσιαστώ στους γονείς μου χαρούμενη που είχα κοντά μου και τα δυο μου παιδιά και να μην υποψιαστούν ότι λάβαμε αρνητικό χρησμό από τους αγγέλους.

Είχαμε συμφωνήσει με τον Κάρτερ να μην αναφέρουμε τα Ταρώ κι όσα μας έδειξαν, αφού δεν υπήρχε λόγος να μάθουν κάτι που δεν θα αφήναμε να συμβεί. Ας ήταν ένα βάρος που θα σηκώναμε μόνοι μας και που θα έμενε ως μια ανάμνηση που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Αν άλλωστε το ήξεραν πολλοί, υπήρχε κίνδυνος να φτάσει στα αυτιά του Ντέμιεν και να επισπεύσει την τραγωδία. Ήταν από τις λίγες φορές που η σιωπή θα ήταν υπέρ μας.

Τις σκέψεις μου διέκοψε ένα ποδοβολητό που ακούστηκε από τον διάδρομο κι η πόρτα που άνοιξε γρήγορα για να βρεθεί ο Μάικλ στην αγκαλιά μου.

«Καλημέρα μωρό μου», αποκρίθηκα εισπνέοντας το άρωμα του. «Πώς ήταν το βράδυ με τις γιαγιάδες;»

«Τέλεια», αναφώνησε εκείνος κι ο Χουάν με την Μέλανη που τον είχαν συνοδεύσει χαμογέλασαν με την χαριτωμενιά του. «Να κοιμηθώ κι απόψε μαζί τους;»

«Αν το θέλουν».

«Δεν νομίζω να μην θέλουν», είπε η Μέλανη.

Ο Μάικλ αναπήδησε ικανοποιημένος με την κουβέντα της νονάς του και με ενημέρωσε πως η κοπέλα με την χρωματιστή αύρα είχε έρθει ξανά στο παλάτι μαζί με έναν φίλο μου.

Η Κέιζα κι ο Τσέις.

«Θέλεις να πάρουμε πρωινό μαζί τους;»

«Πολύ! Να έρθει κι ο Χουάν;»

«Και να σε άκουγε ο πατέρας σου», μουρμούρισε η Μέλανη κι εγώ γέλασα πνιχτά.

«Εγώ έφαγα», του απάντησε ο Χουάν, αποφεύγοντας να θίξει το γεγονός ότι δεν έπρεπε να κυκλοφορεί και πολύ στο παλάτι. «Αλλά μόλις τελειώσεις, μπορείς να έρθεις στο δωμάτιο μου και να δούμε κάποια ταινία».

Ο μικρός ενθουσιάστηκε με την ιδέα, γιατί η τεχνολογία του εικοστού πρώτου αιώνα του φαινόταν το πιο φαντασμαγορικό μαγικό. Αφού λοιπόν έδωσαν ραντεβού σε μιάμιση ώρα από τώρα, τα τρία νταμπίρ πήραμε τον δρόμο για την τραπεζαρία, με τον Μάικλ να προπορεύεται.

«Ξέρεις», ξεκίνησε η Μέλανη χαμηλόφωνα. «Χθες βράδυ έψαξα να βρω τι σημαίνουν τα χρώματα στην αύρα της Κέιζα. Και με βάση τα λεγόμενα του μικρού, η θεία σου φαίνεται να είναι σε κατάσταση... διαφωτισμού!»

«Κάτι έχω καταλάβει», μουρμούρισα μειδιάζοντας. «Σε ευχαριστώ πολύ Μελς που φρόντισες μία ακόμα υποχρέωση μου».

«Ει, δεν κάθεσαι», με σκούντηξε προσεκτικά καθώς φτάναμε στο πλατύσκαλο. «Εξάλλου μου άρεσαν από πάντα οι αύρες, αλλά ποτέ δεν βρήκα την ευκαιρία να τις μελετήσω μέχρι σήμερα».

«Χαίρομαι που θα εμπλουτίσεις τις γνώσεις σου περί μαγείας».

Η Μέλανη ένευσε γρήγορα και το χαμόγελο της πλάτυνε μόλις συναντήσαμε στον διάδρομο την Κέιζα με την Τσέις, ο οποίος χτύπησε μαλακά την παλάμη του σε αυτή του Μάικλ.

Ο γιος μου πλέον δεν αναλωνόταν σε συστάσεις και περιγραφή της οικογενειακής του κατάστασης. Όποτε συναντούσε κάποιον που γνώριζε το όνομα του και του ανέφερε και τους δυο του γονείς, ήξερε ότι μαζί του μπορούσε να λέει ό,τι σκεφτόταν. Είχαν δίκιο όσοι έλεγαν πως τα παιδιά είχαν το καλύτερο ένστικτο.

Όταν φτάσαμε στην τραπεζαρία, κάθισα ανάμεσα στην Μέλανη και τον Μάικλ κι απέναντι από την Κέιζα. Όσο ο Τσέις συνομιλούσε με τους Μάρεϊ, εκείνη μου έριχνε κοφτές ματιές και με το βλέμμα της με ρωτούσε αν ένιωθα καλά. Όσοι ήταν παρόντες χθες βράδυ, έμαθαν για την επιστροφή της Αλεξάνδρας, αφού ήταν το μόνο που καταφέραμε να ξεστομίσουμε βγαίνοντας από το εμπορικό. Ευτυχώς η Κέιζα είχε αποδειχθεί εχέμυθη και κανείς δεν φαινόταν να γνωρίζει ότι ήμουν ξανά έγκυος. Ευγνώμων λοιπόν για την διακριτικότητα της κι αρκετά χαρούμενη με το ενδιαφέρον της, της χάρισα ένα χαμόγελο, το οποίο συνόδευσε το νεύμα μου, την σιωπηλή δηλαδή απάντηση στο ερώτημα της.

Μόλις ο Μάικλ ολοκλήρωσε το γεύμα του, ζήτησε με το πλέον κουταβίσιο βλέμμα να ανέβει στο δωμάτιο του Χουάν. Και φυσικά δεν μπόρεσα να αρνηθώ. Αφού λοιπόν μείναμε στην τραπεζαρία τέσσερις ενήλικες, τα βλέμματα των δυο έσταξαν πονηριά και υπονοούμενο.

«Πες τα όλα», αποκρίθηκε η Μέλανη.

«Σοβαρά συνάντησες τον Εωσφόρο και τον αρχάγγελο Μιχαήλ;», ρώτησε ο Τσέις. «Και σοβαρά ο Εωσφόρος είναι θείος σου;»

«Ναι και όχι», του απάντησα.

«Αν πρέπει να τον αποκαλώ πατέρα, οφείλεις να τον λες θείο», είπε η Κέιζα.

«Ούτε εγώ, ούτε εσύ είμαστε υποχρεωμένες να τον αποκαλούμε το οτιδήποτε, γιατί πολύ απλά δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε».

«Ποτέ μην λες ποτέ. Εξάλλου σίγουρα θα αναφερθούν σε κάποια κουβέντα».

«Όλο και κάποιον θα διαολοστείλεις», πήρε ξανά τον λόγο ο Τσέις. «Αλήθεια, τώρα τι θα λες; Άντε στον θείο μου;»*

Ανέβασα τα δάχτυλα μου στο μέτωπο μου και ξεφύσησα απηυδισμένη. Η συνεχής υπενθύμιση ότι είχα το στίγμα της Κόλασης μου προκαλούσε μεγάλη δυσφορία κι έπρεπε να αλλάξω συζήτηση πριν νιώσω την ανάγκη να καταπιώ αγιασμό.

«Είμαι έγκυος!»

Αυτό τους έκανε να σωπάσουν από την σαστιμάρα. Οπότε και ξέκλεψα χρόνο για να τους αφηγηθώ εν τάχει το σημείο όπου η Αλεξάνδρα επέστρεψε στα σπλάχνα μου. Θα μπορούσα να είχα μοιραστεί μαζί τους περισσότερες πληροφορίες για εκείνη και τον μέλλοντα συμβασιλέα της, αν ο Αλφόνσο δεν έμπαινε στην τραπεζαρία έτοιμος να δακρύσει.

«Τι έπαθες;», αναφώνησα και σηκώθηκα για να πάω κοντά του. Ανησύχησα μήπως είχε συμβεί κάτι με τον Φερνάντο, με τον οποίο έπρεπε να κάνω σύντομα μία κουβέντα.

Ο Αλφόνσο με κοίταξε με τα υγρά του μάτια και τα χείλη του τρεμόπαιξαν. Σήκωσε τα χέρια του για να ακουμπήσει το πρόσωπο μου, αλλά δίστασε και τελικά τα άφησε να πέσουν ξανά στους μηρούς του.

«Γιατί δεν μου είπες τίποτα όταν ήρθα να σε επισκεφτώ στην Καλιφόρνια;», με ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά.

«Τι να σου πω;», απόρησα, ακούγοντας τους άλλους πίσω μου να ανακάθονται.

«Αυτό που σου συνέβαινε».

Αυτό που μου συνέβαινε ήταν μια κατάρα κι αμφέβαλα αν ο Αλφόνσο το γνώριζε, γιατί θα απευθυνόταν σε όλους. Προ πάντων θα παραξενευόταν με την παρουσία της Κέιζα. Αλλά κανένα νταμπίρ δεν φάνηκε να του κεντρίζει το ενδιαφέρον.

«Αλφόνσο, δεν σε καταλαβαίνω».

«Ο Κάρτερ», πρόφερε το όνομα του σχεδόν φτύνοντας την λέξη. «Σε κακοποιούσε».

Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου και η απορημένη φωνή της Μέλανη έφτασε σχεδόν σαν ψίθυρος στα αυτιά μου εξαιτίας της σύγχυσης.

«Τ- τι είναι αυτά που λες; Ποιος σου είπε κάτι τέτοιο;»

Ο Αλφόνσο δεν μου έδωσε το όνομα του καταδότη. Αντίθετα πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση μου και με ώθησε προς τα έξω. Τα τρία νταμπίρ πετάχτηκαν από τις θέσεις τους και μας ακολούθησαν με την περιέργεια να τρώει τα σωθικά τους. Εγώ ήθελα να τους διατάξω να μείνουν πίσω και να μην μάθουν με κανέναν τρόπο την σκληρή αλήθεια. Ωστόσο, είχα μουδιάσει και δεν μπόρεσα να αντιδράσω, ούτε να κάνω την πλέον λογική σκέψη: Ποιος με είχε προδώσει;

Ο Αλφόνσο μας οδήγησε στον κήπο του παλατιού, όπου ήδη βρίσκονταν οι γονείς μου, η Μπιάνκα, ο Μάικλ και ο Κέλλαν. Από τα έντρομα βλέμματα τους κατάλαβα ότι είχαν μάθει κι εκείνοι ένα από τα μεγάλα μου μυστικά και ήθελα να μπορώ να καταστήσω τον εαυτό μου αόρατο. Η μητέρα φύση όμως, ή τα αντίπαλα στρατόπεδα της Αποκάλυψης, δεν με όπλισαν με μία τόσο σημαντική δύναμη κι έτσι έπρεπε να σηκώσω το βλέμμα μου και να διαβάσω ένα πανό που είχε απλωθεί σε μία βεράντα.

Ο Κάρτερ Μάρεϊ είναι βιαστής!

Η φράση είχε φέρει τα νταμπίρ σε κατάσταση σοκ και αδυνατούσαν να κάνουν κάτι πέρα από το να υπενθυμίζουν στους εαυτούς τους να αναπνέουν. Εγώ όμως είχα ξεπεράσει αυτό το στάδιο, γιατί η ανακρίβεια του πανό άφησε τον θυμό να κατανικήσει κάθε άλλο συναίσθημα και να μου υπενθυμίσει ότι σε εκείνο το σημείο ήταν το δωμάτιο του Φερνάντο.

Κάρτερ

Για πρώτη φορά το μπουντρούμι δεν είχε κίνηση. Και για πρώτη φορά ήθελα παρέλαση θαμώνων του παλατιού. Η ησυχία ήταν τρομακτική, γιατί επέτρεπε στην ανάμνηση των τελευταίων οραμάτων να επιστρέφει και να ζωντανεύει μπροστά μου ο μεγαλύτερος φόβος ενός γονιού. Είχα ανάγκη να μου αποσπάσει κάποιος την προσοχή, να μου πει αν η Ορόρα ένιωθε κάποια αδιαθεσία, να μην με αφήνει μόνο μου με σκέψεις και ανησυχίες που μπορούσαν να με οδηγήσουν στην τρέλα.

Θα μπορούσα να βγω μόνος μου από το μπουντρούμι και να αναζητήσω λίγη συντροφιά. Οι πέτρινοι τοίχοι του υπογείου φάνταζαν απειλητικοί και αποπνικτικοί. Αν ήμουν αρκετά προσεκτικός, θα μπορούσα να ανέβω μέχρι το δωμάτιο του μικρού και να περάσω λίγο χρόνο μαζί του. Η ανάσα του και η μυρωδιά του θα κατανικούσαν τους φόβους που μου προκάλεσε η Μεγάλη Αρκάνα.

Καθώς σκεφτόμουν σοβαρά να αποδράσω και να αναζητήσω τον γιο μου, άκουσα βαριά βήματα να πλησιάζουν και η πόρτα του μπουντρουμιού άνοιξε λες και κάποιος την είχε κλωτσήσει. Απορημένος με την ένταση του επισκέπτη, σηκώθηκα και βγήκα από το κελί μου για να δω τελικά τον Αλεχάντρο να πλησιάζει με βλοσυρό βλέμμα.

«Τι έγι...»

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την ερώτηση μου, καθώς η γροθιά του προσγειώθηκε στο στόμα μου σαστίζοντας με.

«Πώς τόλμησες;», ούρλιαξε. «Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό;»

«Τι έπαθες;», τον ρώτησα κρατώντας ακόμα το σαγόνι μου.

«Τι έπαθα; Θέλεις καλύτερα να μάθεις τι παθαίνουν τα ψευτοπαλίκαρα σαν και του λόγου σου; Θα σε θάψω ζωντανό γι' αυτό που έκανες στην Ορόρα. Κανένα ξόρκι δεν δικαιολογεί το έγκλημα σου!»

Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη για να καταλάβω ότι ήξερε. Δεν είχε σημασία το πώς τα έμαθα ούτε το ότι γνώριζε την μισή αλήθεια. Ήταν ένας πατέρας που είχε μάθει για την τραγωδία της κόρης του και ήταν εξοργισμένος· πρώτα από όλα με τον εαυτό του που δεν ήταν σε θέση να εξαλείψει τους κινδύνους που περιέβαλαν το παιδί του και δεύτερον με μένα που έφερα τεράστιο μερίδιο ευθύνης. Μόνο να' ξερε πόσο τον καταλάβαινα! Μόνο να' ξερε πως σε μια πραγματικότητα κι εγώ είχα αποτύχει να προστατέψω το δικό μου παιδί και ούρλιαζα κλαίγοντας πάνω από το πτώμα του.

Ευτυχώς για εκείνον, η Ορόρα ήταν ζωντανή οπότε έδωσε περισσότερη σημασία στην εκδίκηση. Και τον άφησα να το κάνει, τον άφησα να με χτυπήσει με μένος για να πιστέψει έστω για μία στιγμή ότι προστάτευε ό,τι πολυτιμότερο είχε. Αφού μου δινόταν η ευκαιρία να το κάνω κι εγώ, έπρεπε να δοθεί και στον Αλεχάντρο που δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον πόνο του δικού παιδιού.

Κάπου ανάμεσα στις φωνές και τα χτυπήματα, άκουσα τον πατέρα μου να του υποδεικνύει να σταματήσει, αλλά ο Αλεχάντρο τον αγνόησε. Την επόμενη στιγμή, έπεσε πάνω του και τον έσπρωξε μακριά μου.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;», του φώναξε και μπήκε ανάμεσα μας.

«Το ήξερες;», αντιγύρισε ο Αλεχάντρο συνεχίζοντας να έχει το βλέμμα του σε έναν καμπουριασμένο και βουρκωμένο Κάρτερ. «Ήξερες τι έπαθε η Ορόρα και κάλυψες το καθίκι σου;»

«Πρόσεχε τι λες, Αλεχάντρο. Αυτό το καθίκι είναι διάδοχος σου».

Ευχαριστώ πατέρα!

«Νομίζεις ότι θα αφήσω έναν βιαστή να κάτσει στον θρόνο μου;»

«Μας», τον διόρθωσε. «Και δεν το έκανε εκείνος! Ήταν ο Ντέμιεν! Μπήκε στο σώμα του, όπως ξέρεις ότι αρέσκεται να κάνει, εκτός από το να αλλάζει μορφές».

Τα μάτια του Αλεχάντρο άστραψαν με την αποκαρδιωτική αλήθεια που ρίχτηκε μπροστά του σαν γάντι που τον προκαλούσε σε μονομαχία.

«Είναι αλήθεια;», με ρώτησε.

Ο πατέρας μου στράφηκε σε μένα περιμένοντας να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Εγώ απλώς ένευσα θετικά και χαμήλωσα το βλέμμα μου.

«Γιατί δεν το είπες από την αρχή;»

«Είμαι κι εγώ υπεύθυνος», μουρμούρισα νιώθοντας τον κόμπο στον λαιμό μου να με πνίγει. «Έχεις δίκιο να είσαι θυμωμένος μαζί μου».

«Όχι, δεν έχει. Υποφέρεις κι εσύ εξαιτίας εκείνης της νύχτας κι οφείλει να απολογηθεί για την αγριότητα του!»

Ο Αλεχάντρο άρχισε να ανασαίνει γρήγορα και το βλέμμα του δεν εστίασε σε κάποιον από εμάς. Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι έπαθε κάτι.

«Το μωρό μου», ψέλλισε. «Τι έπαθε το μωρό μου;»

«Συγγνώμη Αλεχάντρο».

Ο πατέρας μου ξεφύσησε και έσφιξε την ωμοπλάτη μου.

«Έχεις απολογηθεί αρκετά για κάτι που δεν έκανες», αποκρίθηκε. «Στην τελική, σας χρωστάμε κι εμείς μια συγγνώμη. Σας παρατήσαμε στο έλεος του Ντέμιεν».

«Μα δεν το ξέρατε!»

«Ούτε κι εσύ».

Ο Αλεχάντρο εισέπνευσε δυνατά και δάγκωσε το κάτω χείλος του σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να συγκρατήσει στα δάκρυα του. Την ίδια στιγμή, ο Μάικλ μπήκε στο μπουντρούμι με την καρδιά του να φτερουγίζει και τα σμαραγδένια του μάτια να λαμπιρίζουν από την ένταση.

«Πρέπει να έρθετε γρήγορα. Η Ορόρα απειλεί ότι θα σκοτώσει τον Φερνάντο».

Τα λόγια του πυροδότησαν και τους τρεις μας. Τελευταία στιγμή όμως ο πατέρας μου με συγκράτησε και μου υπενθύμισε ότι δεν έπρεπε να φύγω από αυτό το μπουντρούμι όσο μη αφυπνισμένοι κυκλοφορούσαν στο παλάτι. Έπειτα, ακολούθησε τρέχοντας τον Αλεχάντρο και ο Μάικλ με την σειρά τους έκανε να τους πάρει στο κατόπι. Για μια στιγμή όμως στάθηκε και με κοίταξε, χωρίς όμως ίχνος απέχθειας.

«Δεν θα με ρωτήσεις αν το έκανα;», τον ρώτησα δίχως να ελέγξω το στόμα μου.

«Δεν υπάρχει πραγματικότητα στην οποία ο Κάρτερ Μάρεϊ είναι ικανός για κάτι τέτοιο».

Ορόρα

Έπρεπε να μείνω στον κήπο και να δώσω μια εξήγηση γι' αυτή την άδικη κατηγορία. Αυτό όμως επέβαλε να κοιτάξω τους γονείς μου στα μάτια και να τους μιλήσω για έναν από τους χειρότερους εφιάλτες που πήραν σάρκα και οστά. Και δεν είχα το κουράγιο να το κάνω. Ήμουν δειλή, δεν αμφέβαλα. Είχα όμως και τόσο θυμό μέσα μου για το τέρας που θεώρησε ότι ήταν καλή ιδέα να κρεμάσει κάτι τόσο διεστραμμένο έξω από το δωμάτιο του, οπότε κι έπρεπε να του δώσω ένα μάθημα.

Μπήκα γρήγορα μέσα στο παλάτι αγνοώντας τα νταμπίρ που με καλούσαν. Ανέβηκα τα σκαλιά δυο δυο μέχρι το τακούνι της μπότας μου να ηχήσει στο μαρμάρινο δάπεδο του πρώτου ορόφου κι έπειτα κατευθύνθηκα με γρήγορες δρασκελιές στο δωμάτιο του Φερνάντο. Χωρίς να κάνω τον κόπο να χτυπήσω την πόρτα, εισέβαλα μέσα και τον βρήκα να στέκεται μπροστά από την μπαλκονόπορτα. Είχε την πλάτη του στραμμένη σε μένα κι έτσι δεν με είδε να κλειδώνω την πόρτα. Μόνο όταν πέταξα το κλειδί στο πάτωμα, καταδέχτηκε να γυρίσει προς το μέρος μου.

«Ποιανού ιδέα ήταν αυτή η κακόγουστη φάρσα;», τον ρώτησα. «Δική σου ή της Λίζα;»

Εκείνος μειδίασε και βύθισε τις μπουνιές του στις τσέπες της φόρμας του.

«Ώστε ξέρεις».

«Ναι. Με ενημέρωσε χθες βράδυ ο Σατανάς. Βέβαια άλλος έχει το όνομα κι άλλος τη χάρη».

«Με κολακεύεις και δεν πρέπει. Υποτίθεται ότι θα λογομαχήσουμε».

«Θα λογομαχήσουμε;», επανέλαβα και κάγχασα. «Κάνεις κάτι τέτοιο», υπέδειξα και την μπαλκονόπορτα. «Και νομίζεις ότι θα σου επιτρέψω να μιλήσεις;»

«Ο λαός έχει δικαίωμα να ξέρει ποιος πραγματικά είναι ο εκλιπόν διάδοχος τους. Εκλιπόν!», γέλασε πνιχτά. «Τέλος πάντων».

Το δεξί μου χέρι τινάχτηκε ώστε να βρεθεί στην ίδια ευθεία με το γραφείο του και καυτή φωτιά έφυγε από τον καρπό μου.

Ο Φερνάντο αναπήδησε σαστισμένος μόλις το ξύλινο έπιπλο παραδόθηκε στις φλόγες, εκεί που θυμόμουν να παίρνει την δόση του.

«Ήμουν σαφής όταν σου είπα πως δεν θα σε αφήσω να μιλήσεις».

Οι φωνές των νταμπίρ να με καλούν από τον διάδρομο και να προσπαθούν μάταια να ανοίξουν την πόρτα δεν κατάφεραν να με κάνουν να αντιδράσω. Όταν όμως ο Φερνάντο είχε το θράσος να προσποιηθεί το θύμα και να φωνάξει βοήθεια, φλόγες αναπήδησαν ξανά από τον καρπό μου. Αυτή την φορά όμως δεν τις πέταξα αμέσως. Κράτησα το χέρι μου σηκωμένο κι άρχισα να τον πλησιάζω, ενώ εκείνος οπισθοχωρούσε.

«Βοήθεια; Θυμάμαι να το φωνάζω εγώ αυτό όταν μου έσπαγες το χέρι, όταν με έπνιγες, όταν έσφιγγες τους καρπούς μου για να με πιέσεις να υπογράψω ψεύτικα χαρτιά διαδοχής κι εσύ δεν συγκινούσαν!»

«Ορόρα άνοιξε», ξεχώρισα την φωνή της μητέρας μου. «Μην κάνεις καμία τρέλα».

«Φέρτε ένα αντικλείδι», είπε η Μπιάνκα.

«Θα είναι νεκρός πριν καν κουνηθείτε», τους προειδοποίησα.

«Είσαι τρελή», μουρμούρισε ο Φερνάντο, ο οποίος είχε σηκώσει τα χέρια του λες κι έτσι θα σωνόταν από την πυρά.

«Με έχουν αποκαλέσει χειρότερα», του απάντησα συνεχίζοντας να τον πλησιάζω, μέχρι που στριμώχτηκε στον τοίχο. «Με έχουν πει θύμα. Αυτό τελειώνει σήμερα. Αν για να διώξω αυτή τη ρετσινιά από πάνω μου πρέπει να γίνω θύτης, ας είναι. Έζησα με την εκτέλεση του Τζον να βαραίνει την συνείδηση μου. Μπορώ να ζήσω και με την δολοφονία σου, την οποία ας είμαστε ειλικρινείς, την φαντασιωνόμουν από την εφηβεία μου».

«Ορόρα σε παρακαλώ», ούρλιαξε η Μπιάνκα.

«Είσαι μάνα», αποκρίθηκε ο Φερνάντο ψιθυριστά. «Μπορείς να φανταστείς πώς νιώθει».

Σαφώς και κάτι τέτοιο με έκανε να γελάσω.

«Από πότε απέκτησες ευαισθησίες; Σε επηρέασε η κλαψιάρα Λίζα;»

Εκείνος γρύλισε στην αναφορά της δαιμόνισσας.

Απέξω οι φωνές γίνονταν όλο πιο δυνατές και μου προκαλούσαν έναν δυνατό πονοκέφαλο. Ίσως να έφταιγαν και οι εφιάλτες που δεν με άφησαν να ξεκουραστώ, όπως και το ότι έπρεπε να απελευθερωθώ από την φωτιά που βρισκόταν στον καρπό μου. Το να πασχίζω να την κρατήσω κοντά μου, ενώ είχε δραπετεύσει από την πηγή της, μου προκαλούσε σωματική δυσφορία. Δεν ήθελα όμως να τον απαλλάξω αμέσως. Έπρεπε να υποφέρει. Εξάλλου η γάτα ποτέ δεν σκοτώνει αμέσως το ποντίκι, διαφορετικά χάνεται όλη η μαγεία του παιχνιδιού.

«Δεν θα είσαι και το καλύτερο πρότυπο για το παιδί σου, αν γίνεις δολοφόνος».

«Ειλικρινά Φερνάντο, νομίζεις ότι υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να μου αλλάξεις γνώμη;»

Μία υπόνοια μειδιάματος εμφανίστηκε στα χείλη του.

«Δεν είσαι η Ορόρα που ήξερα. Μετατρέπεσαι σε ένα τέρας».

«Για να κερδίσεις τον εχθρό σου, πρέπει να γίνεις ακριβώς αυτό!»

«Ορόρα!», ακούστηκε ο πατέρας μου την ώρα που έπεφτε με δύναμη πάνω στην πόρτα.

Αντανακλαστικά στράφηκα προς τα εκεί συνειδητοποιώντας ότι θα προσπαθούσαν να την σπάσουν. Αυτό όμως ήταν μια πολύ λάθος κίνηση.

Ο Φερνάντο εκμεταλλεύτηκε τα δευτερόλεπτα που δεν ήμουν στραμμένη προς το μέρος του και με έσπρωξε με όλη του τη δύναμη. Εγώ τρέκλισα και παραλίγο να βρεθώ στο πάτωμα. Τελευταία στιγμή κατάφερα να διατηρήσω την ισορροπία μου και να στραφώ ξανά σε εκείνον την ώρα που κατευθυνόταν στην μπαλκονόπορτα.

Μόλις σήκωσε το χέρι του για να ανοίξει την πόρτα, σήκωσα κι εγώ το δικό μου κι αυτή την φορά οι φλόγες ρίχτηκαν πάνω στα δάχτυλα του. Η κραυγή οδύνης του καθώς σωριαζόταν στο πάτωμα κάλυψαν το σπάσιμο των ξύλων της πόρτας και κατάλαβα ότι πλέον δεν ήμασταν μόνοι μας, όταν ο πατέρας μου με τον Κέλλαν τύλιξαν τα χέρια τους γύρω μου για να με σύρουν έξω από το δωμάτιο. Εγώ πάλευα να ξεφύγω και να αποτελειώσω το έργο μου, χωρίς να ντρέπομαι την θεία μου που είχε γονατίσει μπροστά από τον γιο της και περιεργαζόταν το κάψιμο του. Ο Αλφόνσο πάλι είχε μείνει αποσβολωμένος, όπως και οι υπόλοιποι πλάι του. Κοιτούσαν μία τον καμένο Φερνάντο και μία εμένα που ούρλιαζα ότι ο ξάδερφος μου συνεργαζόταν με δαίμονες, διέδιδε ψευδείς ειδήσεις και έπαιρνε ναρκωτικά. Τους εξηγούσα όλους τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να με αφήσουν να τον σκοτώσω. Όμως οι βασιλείς συνέχισαν να με απομακρύνουν και με ανέβασαν μέχρι τα βασιλικά διαμερίσματα για να μην ακούσει ο γιος μου τις ανεξέλεγκτες κραυγές μου.

«Έπρεπε να με αφήσετε να τον τελειώσω», ούρλιαξα μόλις απελευθερώθηκα από τις λαβές τους.

«Μπροστά στην Μπιάνκα και τον Αλφόνσο; Μέσα σε μια Μόιρα που δεν ξέρει ποιος πραγματικά είναι ο Φερνάντο;»

«Ξέρω εγώ», απάντησα στον Κέλλαν. «Κι αυτό είναι αρκετό. Από τον πατέρα μου περίμενα να με εμποδίσει, αλλά εσύ με εξέπληξες δυσάρεστα. Να σου θυμίσω πόσες φορές προσπάθησε να σκοτώσει τον γιο σου;»

«Το θυμάμαι πολύ καλά. Κι αυτό που έκανα δεν ήταν για να προστατέψω εκείνον, αλλά εσένα».

Στο μεταξύ, η μητέρα μου μας πλησίασε διστακτικά με τα μάτια της να μαρτυρούν την δυσφορία της.

«Εγώ δεν χρειάζομαι προστασία. Όπως είπα και σε εκείνον, από εδώ και πέρα σταματάω να είμαι θύμα».

«Και προτιμάς να γίνεις θύτης;», με ρώτησε ο πατέρας μου, σχεδόν πληγωμένος με την συμπεριφορά μου.

«Είναι ο μόνος τρόπος να προστατέψω τα παιδιά μου», του απάντησα και έφερα το χέρι μου στην κοιλιά μου. Μόλις η παλάμη μου βύθισε την μπλούζα, φάνηκε ελάχιστα το φούσκωμα μου. «Ο αρχάγγελος Μιχαήλ μου επέστρεψε την κόρη μου. Τώρα πρέπει να διορθώσω αυτό το χάος για δυο νταμπίρ. Και το ένα είναι κορίτσι. Κι αυτός ο κόσμος δεν είναι ασφαλής για μία γυναίκα».

Η μητέρα μου προσπέρασε τους βασιλιάδες με το βλέμμα της βυθισμένο στο δικό μου.

«Είναι αλήθεια παιδί μου; Ο Κάρτερ σου έκανε πράγματι αυτό που έγραψε ο Φερνάντο;»

«Δεν ήταν ο Κάρτερ», ακούστηκε ο ψίθυρος του πατέρα μου.

Αυτομάτως στράφηκα στον Κέλλαν κι εκείνος ξεφύσησε.

«Ήταν ο Ντέμιεν», συμπλήρωσε ο πατέρας μου κι ένας μικρός λυγμός δραπέτευσε από τα χείλη της μητέρας μου και τα δάκρυα της πότισαν το δέρμα της.

«Όχι», μουρμούρισε ξέπνοα και έφερε το τρεμάμενο χέρι της στο μάγουλο μου.

Το χάδι της με έκανε να αναριγήσω και έκλεισα τα μάτια μου για να μην δακρύσω κι εγώ με την σειρά μου. Λυπόμουν που οι γονείς μου το είχαν μάθει με αυτό τον τρόπο, καθώς και γι' αυτό που ένιωθαν εξαιτίας του νέου. Θυμήθηκα όλα όσα ένιωσα εγώ το περασμένο βράδυ βλέποντας το μέλλον της κόρης μου και μπορούσα να τους συμμεριστώ σε βαθμό που η καρδιά μου σταματούσε να χτυπάει.

Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, αντίκρισα την απουσία του Κέλλαν και το έντονο συνοφρύωμα του πατέρα μου. Η μητέρα μου συνέχισε να κλαίει σιωπηλά και στην συνέχεια με έκλεισε σε μια σφιχτή αγκαλιά· αυτή που είχα ανάγκη εδώ και δυο μήνες για να νιώσω πραγματικά ασφαλής. Και τότε ξέσπασα.

Άρχισα να κλαίω με αναφιλητά, καθώς οι μνήμες της νύχτας ζωντάνευαν μέσα στο μυαλό μου. Οι γονείς μου άκουγαν λυγμούς, αλλά στα δικά μου αυτιά έφταναν παρακάλια και ουρλιαχτά, καθώς ένιωθα τον Ντέμιεν να εισχωρεί με μένος μέσα μου λες και προσπαθούσε να με κόψει στα δυο. Άφηνα την ανάμνηση να λαβώσει την καρδιά μου και να γεμίσει το στήθος μου με οδύνη. Τα δάκρυα θα με βοηθούσαν να εξαγνιστώ, όπως και το τρυφερό χάδι της μητέρας μου, που σύντομα συνοδεύτηκε από εκείνο του πατέρα μου.

Κάρτερ

Η δεύτερη αναμονή της ημέρας ήταν ακόμα χειρότερη, διότι η αγωνία μου για την Ορόρα είχε χτυπήσει κόκκινο. Βημάτιζα γρήγορα μέσα στο μπουντρούμι και σιγοψιθύριζα πως έπρεπε να μείνω εκεί, αν δεν ήθελα να χειροτερέψω τα πράγματα. Αν σταματούσα να μου το υπενθυμίζω, θα έφευγα τρέχοντας και τότε θα επικρατούσε το χάος.

Για καλή μου τύχη, αυτή η αναμονή δεν κράτησε όσο η πρώτη. Μετά από περίπου μισή ώρα, ήρθαν η Μέλανη με τον Τσέις και με ενημέρωσαν για τα κατορθώματα του Φερνάντο, με την θλίψη να ξεχειλίζει σε κάθε τους λέξη.

«Γιατί δεν μου είπες τίποτα;», με ρώτησε η Μέλανη αναστενάζοντας.

«Τι να σου πω βρε Μελς;»

«Την αλήθεια. Είμαι η αδερφή σου και θέλω να ξέρω τι συμβαίνει στην ζωή σου».

Το καταλάβαινα κι αν η κατάσταση ήταν αντίστροφη, θα ήθελα να γνωρίζω τι είχε πάθει για να μπορώ να την βοηθήσω. Ωστόσο σε αυτή την αντίστροφη κατάσταση, η Μέλανη θα ήταν σε θέση να κατανοήσει εμένα.

«Ο κύριος Μάρεϊ μας εξήγησε τι έγινε εκείνο το βράδυ», αποκρίθηκε ο Τσέις. «Λυπάμαι πολύ».

«Δυστυχώς λυπούνται όλοι εκτός από τον υπεύθυνο».

Ο Τσέις πίεσε τα χείλη του μεταξύ τους και το βλέμμα της Μέλανη ακινητοποιήθηκε στον τοίχο, την στιγμή που οι σκέψεις της ταξίδεψαν έξω από το μπουντρούμι.

«Τώρα καταλαβαίνω γιατί θυμήθηκα εκείνο το βράδυ. Ήξερα ότι συνέβη κάτι πολύ άσχημο και πως η Ορόρα δεν μου έλεγε την αλήθεια. Όμως ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ κάτι τόσο φρικτό. Πόσο σιχαμένος είναι πια!»

«Εμένα θα με συγχωρήσετε που δεν εκπλήσσομαι».

Η Μέλανη τον κοίταξε απορημένη. Εγώ όμως εξακολουθούσα να είμαι φαινομενικά ψύχραιμος, γιατί ήξερα πολύ καλά τι εννοούσε.

«Είχε προσπαθήσει και στο παρελθόν να την κακοποιήσει με αυτό τον τρόπο. Δεν λέω ότι έπρεπε να το περιμένουμε δίχως να μας ενοχλεί. Απλώς μερικοί έρχονται σε αυτό τον κόσμο μόνο για να κάνουν κακό».

«Ε τότε θα πρέπει να τους σταματήσουμε», του απάντησε η Μέλανη.

«Δεν διαφωνώ. Αν αυτός είναι ο σκοπός τους, μπορούν να πάνε να βρούνε τον θείο της Ορόρα».

«Οι νεκροί δεν πηγαίνουν στην Κόλαση ή τον Παράδεισο», είπα.

«Ναι, με έχει ενημερώσει η Κέιζα. Ήταν σχήμα λόγου».

Εγώ μισοχαμογέλασα και τους ευχαρίστησα που κατέβηκαν να με ενημερώσουν έγκαιρα. Ήταν φρικτό να βρίσκομαι εγκλωβισμένος και να μην μπορώ να κυκλοφορώ άνετα μέσα στο σπίτι μου ή να βοηθάω, όποτε προέκυπταν εντάσεις.

Έμειναν μαζί μου για περίπου τρεις ώρες, ώστε να κάνουν την αιχμαλωσία όσο το δυνατό πιο ανεκτή. Μέσα σε αυτό το διάστημα ο Τσέις γκρίνιαξε για τον επιθετικό Σκοτ, η Μέλανη μοιράστηκε τις φαντασιώσεις της για τα δυο της ανίψια κι εγώ τους μετέφερα κάποια από τα πράγματα που συζητήσαμε με τον Εωσφόρο και τον Μιχαήλ. Αυτό που απέφυγε να συζητήσω ήταν τα οράματα της Μεγάλης Αρκάνα και μάλιστα τα τέσσερα που αφορούσαν το μέλλον. Με την Ορόρα είχαμε συμφωνήσει πως ό,τι ήταν να αλλάξουμε δεν υπήρχε λόγος να βαρύνει τις συνειδήσεις των άλλων, ενώ τα ευχάριστα δεν έπρεπε να τα μάθει η Μέλανη πριν τα προφητεύσει. Αυτή ήταν η φυσική ροή των πραγμάτων, η αγαπημένη ισορροπία του αρχάγγελου. Όταν έπιανε στα χέρια της τα Ταρώ, τότε θα μάθαινε για τον γιο της και την θέση του στην ιεραρχία των νταμπίρ.

Όταν πείνασαν και ήρθε να τους αντικαταστήσει η μητέρα μου, έφυγαν από το μπουντρούμι. Η Μέλανη θα έβρισκε μια ήσυχη γωνία να γευματίσει με τον Ντιμίτρι κι ο Τσέις θα επέστρεφε στο σπίτι, αφού ο Σκοτ τέτοια ώρα έκανε βόλτες με άλλους στρατιώτες.

Όσον αφορά το δράμα του παλατιού, η μητέρα μου με ενημέρωσε πως η ίδια και ο Κέλλαν κατάφεραν να εξηγήσουν τα ανεξήγητα με τρόπο που δεν θα χρειαζόταν να μαρτυρήσουν μεγάλα μυστικά. Παρουσίασαν την αντίδραση της Ορόρα ως αποτέλεσμα νευρικού κλονισμού. Δεδομένου ότι σε λίγες μέρες θα έθαβε τον άντρα της και ο εξαρτημένος από ναρκωτικά ξάδερφος της σπίλωνε την μνήμη του, την έβγαλε εκτός εαυτού. Για τις φωτιές που προέκυψαν στο δωμάτιο είπαν ότι μάλλον υπήρχε κάποιο αναμμένο τσιγαριλίκι και πάνω στον καβγά, λαμπάδιασαν το γραφείο και τα δάχτυλα του Φερνάντο.

Εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή από το να σωπάσει. Πίστευε ότι η Λίζα θα ερχόταν να τον σώσει μαγικά, όπως κάποτε πίστεψε ότι ο Ντέμιεν θα τον άφηνε να βλάψει την Ορόρα. Ήταν τόσο τυφλωμένος από το μίσος, που είχε επιλέξει να μην θυμάται το πώς πέθανε και συνέχιζε να ελπίζει ότι ο Κάτω Κόσμος θα ήταν η σωτηρία του. Για τα νταμπίρ όμως, αυτό το βασίλειο ήταν χειρότερο κι από την Κόλαση. Επιπλέον, δύσκολα θα μπορούσε να μηχανορραφήσει ξανά με τη Λίζα, διότι από εδώ και πέρα θα ήταν υπό συνεχή επίβλεψη. Δυο φρουροί, οπλισμένοι με ασήμι, θα γίνονταν η σκιά του για να λυθεί το θέμα με τα ναρκωτικά και να παραμείνει υπό έλεγχο μέχρι την λύση του ξορκιού και την επιστροφή του στην Άβυσσο.

«Η Ορόρα πώς είναι;»

Η μητέρα μου ανασήκωσε τους ώμους της.

«Όλη αυτή την ώρα είναι με τους γονείς της στα βασιλικά διαμερίσματα».

«Κι ο Μάικλ;»

«Τον απασχολεί ο Χουάν».

Αναστέναξα δυνατά και σχεδόν γράπωσα τις μπούκλες μου.

«Πόσες φορές πρέπει να πω ότι δεν τον θέλω κοντά στο παιδί μου;»

«Γιατί είσαι τόσο αρνητικός; Είναι καλή παρέα ο ένας για τον άλλον, εφόσον είναι υποχρεωμένοι να κρύβουν την ταυτότητα τους».

«Αυτός ο άνθρωπος ήταν εχθρός μας».

«Το ίδιο ισχύει και για τον Νόα, που προσπάθησε να σε σκοτώσει». Η έκφραση του προσώπου της άλλαξε και απέκτησε μια πονηρή χροιά. «Ας είμαστε ειλικρινείς, το πρόβλημα δεν είναι τι έκανε παλιά, αλλά με ποια τα είχε».

«Τ- τι;», τραύλισα καθώς ανασηκωνόμουν. «Ούτε καν. Δεν με ενδιαφέρουν τα προσωπικά του, αλλά το ότι είναι αχώνευτος».

«Εγώ τον βρίσκω ιδιαίτερα γοητευτικό».

Το σαγόνι μου κόντεψε να συναντήσει το δάπεδο από την σαστιμάρα. Πρώτη φορά αισθανόμουν προδομένος από την ίδια μου τη μητέρα.

«Τι το γοητευτικό έχει αυτό το πράγμα;»

Εκείνη γέλασε και χτύπησε μαλακά τον ώμο μου.

«Έχεις πλάκα όταν ζηλεύεις».

«Δεν ζηλεύω».

«Φυσικά», αποκρίθηκε ειρωνικά και ένευσε γρήγορα. «Είναι προφανές!»

«Θα έπρεπε, γιατί έχω πει εκατό φορές πως εγώ κι η Ορόρα τελειώσαμε».

«Και σε άκουσα όλες τις φορές. Αλλά άκουσα αυτό που εννοούσες, όχι αυτό που είπες».

«Πρέπει να σταματήσεις τα βλέπεις όλα τόσο ρομαντικά».

«Θα μπορούσα. Αλλά δεν με αφήνεις. Γιατί η Ορόρα εξακολουθεί να είναι το μοναδικό κορίτσι για το οποίο μου μιλάς, ακόμα κι όταν προσπαθείς να με πείσεις ότι δεν υπάρχει τίποτα που να σας ενώνει. Μα εγώ έμαθα πως δεν ισχύει».

«Αν εννοείς την Αλεξάνδρα, είναι λάθος να πιστεύεις ότι ένα παιδί πρέπει να αποτρέψει το διαζύγιο. Το να προσποιηθούμε πως όλα είναι όπως παλιά, θα αποβεί μοιραίο για την ίδια και τον Μάικλ».

Εκείνη έγειρε προς τα πίσω και στηρίχτηκε στο χέρι που ακούμπησε το πάτωμα. Για μερικές στιγμές με περιεργάστηκε εξακολουθώντας να έχει το πονηρό μειδίαμα στα χείλη της κι εκείνη την μαμαδίστικη έκφραση που έλεγε Ξέρω πολλά περισσότερα από σένα.

Ορόρα

Το κλάμα και η συζήτηση με είχαν κουράσει. Ένιωθα κάπως ανάλαφρη, αλλά και εξαντλημένη. Η μητέρα μου με ώθησε να ξαπλώσω για λίγο και τελικά αποκοιμήθηκα. Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, ένιωθα ότι είχαν περάσει αιώνες από όταν με πήρε ο ύπνος. Ωστόσο, το γεγονός ότι ήταν και οι δυο γονείς μου παρόντες με έκανε να πιστέψω ότι ίσως να μην είχα κοιμηθεί και πολύ.

Όταν ξύπνησα τους άκουσα να μιλάνε και δεν με κατάλαβαν, εφόσον είχα την πλάτη μου στραμμένη σε εκείνους. Οπότε δεν έκανα κάποια κίνηση για να μην τους διακόψω. Ο πατέρας μου έκανε μία ακόμα απεγνωσμένη προσπάθεια να την προσεγγίσει, αλλά η μητέρα μου ακουγόταν περισσότερο θυμωμένη από ποτέ. Πλέον τον κατηγορούσε για το γεγονός ότι πέρασα το μετατραυματικό στρες μόνη μου, αφού όταν τους τηλεφώνησα κλαίγοντας εκείνος μου το έκλεισε στα μούτρα.

Ήθελα να σηκωθώ και να της θυμίσω ότι αυτές δεν ήταν πράξεις του πατέρα μου. Κανείς δεν είχε τον έλεγχο του εαυτού του στην διάρκεια του ξορκιού. Σκέφτηκα όμως πως δεν ήταν σωστό να ανακατευτώ. Πιθανόν να τα έκανα χειρότερα, αν έλεγα το λάθος πράγμα την στιγμή που η μαμά μου ήταν τόσο θυμωμένη. Άλλωστε το σωστό ήταν να τα βρει το ζευγάρι από μόνο του, διαφορετικά δεν θα ήταν αυθεντική η συμφιλίωση.

Κάποια στιγμή, η μητέρα μου κουράστηκε με την συζήτηση και του ζήτησε να φύγει από το δωμάτιο. Εκεί μου ήταν αδύνατον να μην επέμβω, έστω και έμμεσα, γιατί κάθε παιδί ήθελε τους γονείς του μονιασμένους. Έκανα ένα μικρό θόρυβο, σαν να μουρμούριζα και αναδεύτηκα μέσα στα σεντόνια, προσποιούμενη ότι ξυπνούσα τώρα.

Η μητέρα μου μου χαμογέλασε και ήρθε να καθίσει δίπλα μου.

«Πώς είσαι κορίτσι μου;»

«Καλά», απάντησα τρίβοντας τα μάτια μου και στράφηκα στον πατέρα μου. «Κοιμήθηκα πολύ;»

«Τρεις ώρες».

«Και μείνατε μαζί μου τόσες ώρες;», αναφώνησα.

«Ο πατέρας σου πήγε να ελέγξει την κατάσταση κι ήρθε πριν λίγο. Αλλά μόλις του είπα πως μπορεί να επιστρέψει στις δουλειές του».

Δεν του το έλεγε τόσο ευγενικά και το επιβεβαίωσε και το συνοφρύωμα του.

«Γιατί να μην μείνουμε όλοι μαζί; Μπορούμε να φέρουμε και τον Μάικλ και να περάσουμε το απόγευμα σαν οικογένεια».

«Αγάπη μου, πρέπει να φροντίσουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες για την υποτιθέμενη κηδεία του Κάρτερ και τον ερχομό του Γκασπάρ και της Μαρίας. Αν θέλεις, μπορείς να μείνεις με τον Αλεχάντρο και να τον αντικαταστήσω αργότερα».

«Ας τις φροντίσουν άλλοι!»

Ακουγόμουν σαν κακομαθημένη έφηβη, αλλά ο καθένας θα κατανοούσε την συμπεριφορά μου, αν γνώριζε τι με ωθούσε σε αυτή. Η μητέρα μου όμως ήταν ανένδοτη και ξεγλίστρησε πριν προλάβω να προσθέσω κάτι άλλο.

Όταν μείναμε οι δυο μας, βρέθηκε εκείνος δίπλα μου και φίλησε το μέτωπο μου.

«Εκτιμώ την βοήθεια», μου είπε χαμογελώντας.

«Θα τα βρείτε», δήλωσα. «Ο έρωτας σας άντεξε πολύ χειρότερα πράγματα». Όπως μου θύμισαν χθες βράδυ τα Ταρώ.

Εκείνος χαμογέλασε μελαγχολικά, πιθανόν κάνοντας ένα σύντομο, νοητό ταξίδι στο παρελθόν.

«Το εύχομαι. Από την άλλη όμως φοβάμαι ότι ο Ντέμιεν μας διέλυσε όλους», ξεφύσησε κι έκλεισε το χέρι μου μέσα στο δικό του. «Όμως δεν πρέπει να φέρομαι εγωιστικά. Εσύ έχεις περάσει μια κόλαση και...»

«Όχι, όχι», τον διέκοψα και σύρθηκα κοντά του. «Ο μόνος τρόπος να συνέλθω είναι να αποκτήσω ξανά ό,τι έχασα. Και η ενωμένη οικογένεια μου είναι το σημαντικότερο. Δεν είμαι μωρό και δεν χρειάζομαι ντάντεμα. Συνέχισε να διεκδικείς τον έρωτα σου κι αυτό θα είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά. Κάντε με να πιστέψω ξανά στην αληθινή αγάπη».

Ένας ελαφρύς αναστεναγμός προηγήθηκε της σφιχτής αγκαλιάς στην οποία βρήκα καταφύγιο. Έπειτα μου ψιθύρισε πως θα πίστευα στην αληθινή αγάπη όταν την συναντούσα ξανά. Ήμουν νέα κι είχα όλη την ζωή μπροστά μου για τέτοια πράγματα. Εγώ όμως απελευθερώθηκα από την αγκαλιά του και φέρνοντας το χέρι μου στην κοιλιά μου του θύμισα ότι τα επόμενα χρόνια θα είχα πολλά στο κεφάλι μου για να αποζητάω έρωτες.

Το κλίμα ελάφρυνε και το πρόσωπο του φωτίστηκε αφού η συζήτηση ήρθε ξανά στην Αλεξάνδρα.

«Το έχεις πει στον Μάικλ;»

«Όχι, ακόμα. Δεν ξέρω πώς είναι κι ο σωστός τρόπος», παραδέχτηκα.

Εκείνος με καθησύχασε πως θα με βοηθούσε με μια τόσο σημαντική ανακοίνωση κι έπειτα φύγαμε από τα διαμερίσματα για να επιστρέψω στο δωμάτιο μου. Με τόσες εξελίξεις, δεν κατάφερνα να περνάω όσο χρόνο ήθελα με τον Μάικλ και όταν υπήρχαν στιγμές που μου επέτρεπαν να είμαι μαζί του, έπρεπε να τις αδράζω αμέσως.

Μαζί του ήταν ο Χουάν και ο μεγάλος Μάικλ, ο οποίος τον είχε στην αγκαλιά του και του μάθαινε πώς να γράφει.

«Όλα εντάξει;», με ρώτησε χαμηλόφωνα ο Χουάν. «Άκουσα φασαρίες νωρίτερα».

Εγώ δεν του απάντησα αμέσως. Έμεινα να χαζεύω τις δυο κάρτες της Μεγάλης Αρκάνα, που έπαιξαν το δικό τους σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Κάτω Κόσμου με αντιφατικό τρόπο. Ο ένας ήταν αντιπρόσωπος θανάτου κι ο άλλος ζωής. Κι όμως, μαζί έδιναν μια όμορφη και γαλήνια εικόνα. Και τότε κατάλαβα γιατί ο Μιχαήλ τόνιζε την αξία της ισορροπίας· γιατί καθετί άσχημο μπορούσε να αποκτήσει άλλη όψη όταν ερχόταν σε επαφή με το αντίπαλο δέος του.

«Θα είναι εντάξει», του απάντησα.

Κάρτερ

Ο επόμενος επισκέπτης ήταν ο Αλεχάντρο. Αυτή την φορά μπήκε στο μπουντρούμι λιγότερο αγριεμένος και με πιο ανάλαφρο βήμα. Μόλις τον είδε η μητέρα μου, σηκώθηκε σιγά σιγά και μας ανακοίνωσε πως θα πήγαινε να βρει την Μαρέβα.

Όταν έφυγε, σηκώθηκα κι εγώ και στάθηκα απέναντι από τον Αλεχάντρο. Για περίπου ένα λεπτό δεν είπε κανείς τίποτα κι απλώς ανταλλάσσαμε κενά βλέμματα. Ήταν λες και πιέζαμε με τα μάτια μας ο ένας τον άλλο να ανοίξει το στόμα του και να σπάσει αυτή την ενοχλητική σιωπή. Κι ο πρώτος που ενέδωσε ήταν εκείνος.

«Σου οφείλω μια συγγνώμη».

«Από το ύφος σου καταλαβαίνω ότι δεν θα την εννοείς, οπότε μην κάνεις τον κόπο».

Η έκφραση του σκλήρυνε και τα μάτια του μισόκλεισαν. Όταν έβλεπες κάτι τέτοιο στο πρόσωπο ενός Σάντος έπρεπε να περιμένεις καταιγίδα. Ήταν κάτι χειρότερο από το μάτι του κυκλώνα.

«Καταλαβαίνω πως κάποια πράγματα ήταν πέρα από τις δυνάμεις μας. Τρία χρόνια τώρα δεν ήμασταν παρά μαριονέτες του Ντέμιεν και απλοί θεατές της τραγωδίας που συνέθεσε με την βοήθεια ενός αθώου πλάσματος. Αλλά τώρα έχουμε ξανά τον έλεγχο. Τώρα βλέπουμε την αλήθεια. Και καθώς την παρατηρώ κι εγώ, λίγο καθυστερημένα σε σχέση με κάποιους, προσπαθώ να βρω τι είναι αυτό που σε μεταμόρφωσε. Πού πήγε ο Κάρτερ που κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο για να πάρει πίσω την γυναίκα που αγαπούσε; Τι του έκανε αυτό το δειλό αγόρι που βλέπω τώρα μπροστά μου;»

Μόλις ολοκληρώθηκε το κατηγορητήριο, γέλασα πνιχτά και σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος μου.

«Πατεράδες. Σκληροί με καθέναν που στενοχωρεί το παιδί τους. Σε καταλαβαίνω. Σε καταλάβαινα όταν με χτυπούσες, σε καταλάβαινα όταν με απειλούσες ότι θα με θάψεις, όταν δάκρυσες συνειδητοποιώντας τι συνέβη στην Ορόρα. Σε καταλαβαίνω ακόμα και τώρα που θεωρείς ότι είναι σωστό να με στήνεις στον τοίχο λες κι εγώ δεν ένιωσα τον Ντέμιεν να μπαίνει και στο δικό μου σώμα και να διαπράττει ένα απεχθές έγκλημα».

«Δεν έχω ανάγκη την κατανόηση σου», απάντησε με την υπομονή του να εξαντλείται. Το χειρότερο που μπορούσες να κάνεις σε έναν Σάντος ήταν να του δείξεις ότι δεν σε άγγιζε η λεκτική του επίθεση. «Θέλω να σε καταλάβω κι εγώ. Ήξερες πριν από μένα τι έπαθε η Ορόρα και παρόλα αυτά αρνείσαι να την στηρίξεις. Της ζητάς διαζύγιο λες και φταίει εκείνη. Δεν σε είδα ούτε μια στιγμή να την εμψυχώνεις. Μόνο εκείνη σε κυνηγούσε λες και σε είχε ανάγκη και παρόλα αυτά την απέρριπτες».

«Ηρέμησε Αλεχάντρο. Δεν υπονομεύω την αξία της κόρης σου. Όπως σου είπα όμως και την μέρα που σου έδωσα την συγκατάθεση μου να κλέψεις το αντίδοτο για την Μαρέβα, η σχέση μου με την Ορόρα ολοκλήρωσε τον κύκλο της. Και θα έπρεπε να χαίρεσαι, εφόσον είχες τις αμφιβολίες σου γι' αυτό τον γάμο».

«Γιατί σε θυμόμουν επιπόλαιο και μου το αποδεικνύεις περίτρανα!»

Η υπενθύμιση ότι χάρις σε μένα θυμόταν η Μαρέβα δεν τον συγκίνησε. Έδωσε περισσότερη σημασία στην στενοχώρια της Ορόρα και γι' αυτό ύψωνε τον τόνο της φωνής του. Κι ακόμα και τότε συνέχιζα να τον καταλαβαίνω.

«Λυπάμαι που είμαι κατώτερος των προσδοκιών των Σάντος. Ο κόσμος όμως είναι γεμάτος άντρες που σίγουρα θα ήθελαν την Ορόρα».

«Αυτό ακριβώς της είπα κι εγώ».

Δεν μπορώ να πω ότι συνέχισα να τον καταλαβαίνω, αλλά δεν έδειξα την ενόχληση μου με το ότι ήταν έτοιμος να την προξενέψει αλλού.

«Τότε τι θέλεις από μένα; Να με βρίσεις για να βγάλεις το άχτι σου;»

«Να σε καταλάβω! Το πρωί είδα στα μάτια σου τις ενοχές γι' αυτό που συνέβη. Είναι προφανές ότι αυτές σε κρατάνε μακριά από την Ορόρα. Πώς μπορείς να τις αφήσεις να υπερτερήσουν; Πόσο δειλός είσαι πια;»

«Αυτό το είπες και πριν και από σεβασμό δεν απάντησα. Αλλά θέλεις στα αλήθεια να μιλήσουμε για δειλία Αλεχάντρο;»

Εκείνος ανασήκωσε το ένα του φρύδι κι απαίτησε εξηγήσεις.

«Για δεκαοκτώ χρόνια», ξεκίνησε μειώνοντας κατά πολύ την απόσταση μεταξύ μας. «Επέλεξες την σιωπή, γιατί ήταν η εύκολη λύση. Άφησες δυο διαδόχους κι έναν κόσμο στο σκοτάδι, γιατί δίσταζες. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν δεκάδες ζωές και η Ορόρα να υποφέρει καθώς πάσχιζε να βρει τις απαντήσεις που εσύ τις στέρησες. Εξαιτίας της αδυναμίας σου να κοιτάξεις στην κόρη σου στα μάτια και να την προετοιμάσεις για το πεπρωμένο της, εκείνη βίωσε όλα όσα έφεραν δάκρυα στα μάτια της και πότισαν το δέρμα της με αίμα. Υπάρχει μόνο ένας δειλός στο δωμάτιο λοιπόν. Και δεν είμαι εγώ. Μπορείς να με αποκαλέσεις με όποιον άλλο τρόπο θέλεις και είμαι σίγουρος ότι έχεις σκεφτεί ήδη εναλλακτικές, αλλά ποτέ μην χρησιμοποιήσεις ξανά αυτό τον χαρακτηρισμό».

Τα μάτια του στένεψαν ακόμα περισσότερο κι από τον τρόπο που πετάχτηκε το σαγόνι του έξω, κατάλαβα ότι έσφιγγε τα δόντια του για να μην φωνάξει.

«Γίνεσαι ασεβής», ήταν το μόνο που είπε, προφανώς σαν προειδοποίηση.

«Απλώς παρέθεσα τα γεγονότα. Μιας και μιλάμε για υπεύθυνους τραγωδιών, καλό είναι να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες μας».

«Νομίζεις ότι δεν έχω μετανιώσει; Με βλέπεις όμως να κλείνομαι στον εαυτό μου και να τον βάζω πάνω από τους άλλους; Με βλέπεις να κρύβομαι πίσω από τις ενοχές μου και να μην είμαι σε θέση να κοιτάξω την αλήθεια κατάματα;»

Εγώ κάγχασα, ενώ ο εκνευρισμός μου με έκανε να βουρκώσω.

«Είσαι τυχερός, γιατί η δική σου αλήθεια είναι στα μάτια της Ορόρα, η οποία αναπνέει. Εγώ είδα την δική μου στο κενό βλέμμα της Αλεξάνδρας».

«Τι είναι αυτά που λες;», αναφώνησε συνοφρυωμένος.

«Είδα το παραλίγο μέλλον της κόρης μου», του απάντησα λησμονώντας συνειδητά την συμφωνία που είχα κάνει με την Ορόρα. Αν ήθελε να με καταλάβει, έπρεπε να ακούσει την δική μου αλήθεια. «Την είδα να πέφτει θύμα μιας ακόμα πλεκτάνης του Ντέμιεν, να κλαίει αποκαρδιωμένη όταν μαθαίνει ποιος είναι πραγματικά, να τον βλέπει να σκοτώνει την Ορόρα και έπειτα να αυτοκτονεί. Χθες βράδυ είδα τον θάνατο των δυο γυναικών που αγαπάω με όλο μου το είναι, αλλά δεν κυνήγησα κανέναν για να του επιρρίψω ευθύνες. Στο τέλος της ημέρας Αλεχάντρο, ο πραγματικός υπεύθυνος για τον πόνο των παιδιών μας είμαστε εμείς και η αδυναμία μας να τους προστατέψουμε».


*Τα credits για την συγκεκριμένη ατάκα ανήκουν στην dimitramrt

Bonus:

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top