38. ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ


Ορόρα

Είχα πολύ καιρό να κοιμηθώ βαθιά, να βουτήξω στην άβυσσο των ονείρων και να χαθεί κάθε αίσθηση της βαρύτητας, με αποτέλεσμα να αιωρούμαι ανάμεσα σε πληθώρα εικόνων, αλλά να μην με νοιάζει αυτό που με έκαναν να νιώθω. Η κούραση είχε κυριεύσει το κορμί και το μυαλό μου και δεν μου επέτρεπε να αναλύσω τις στενοχώριες μου. Ήταν τόσο όμορφα στην ήσυχη άβυσσο που δεν έκανα καμία προσπάθεια να ξεφύγω, ακόμα κι όταν έφυγε από πάνω μου ο βαρύς μανδύας της εξάντλησης. Θα μπορούσα να μείνω μερόνυχτα εκεί, αν δεν ένιωθα ένα δυνατό σκούντημα στον ώμο μου.

«Ξύπνα μικράκι μου», ακούστηκε η μακρινή φωνή του Αλφόνσο κι όσο δραπέτευα από την γλυκιά άβυσσο, τόσο έφτανε πιο κοντινή στα αυτιά μου. «Μεσημέριασε».

Πετάρισα τα βλέφαρα μου μέχρι να συνηθίσω το φως που έμπαινε από τα ανοιχτά εξώφυλλα. Συνήθως τα έκλεινα πριν κοιμηθώ για να μην με ενοχλεί ο ήλιος. Προφανώς ο Αλφόνσο είχε φροντίσει να τα ανοίξει μπαίνοντας στο δωμάτιο κι εγώ δεν τον είχα καταλάβει. Τώρα που το σκεφτόμουν καλύτερα, μόνο όταν ήμουν σε κώμα είχα κοιμηθεί τόσο βαριά.

«Η Ωραία Κοιμωμένη», σχολίασε μειδιάζοντας όταν τα βλέμματα μας συναντήθηκαν.

Η κουβέντα του μου θύμισε το γράμμα που είχα λάβει από τον κατάσκοπο της Κέιζα και ο συνειρμός με έκανε να τιναχτώ σαν να με είχε χτυπήσει ρεύμα.

«Τι έπαθες;», αναφώνησε ο Αλφόνσο.

«Τίποτα», μουρμούρισα. «Απλώς...», το βλέμμα μου ταξίδεψε στον χώρο προσπαθώντας να δικαιολογήσω την σπασμωδική μου αντίδραση. «Τι ώρα είναι;», ρώτησα βλέποντας πόσο δυνατές ήταν οι ακτίνες του ήλιου.

«Εντεκάμιση», μου απάντησε.

«Σοβαρά; Γιατί δεν με ξυπνήσατε νωρίτερα;»

«Χρειάζεσαι ξεκούραση. Θα σε άφηνα να κοιμηθείς κι άλλο, όμως ο πατέρας σου επέμεινε ότι πρέπει να σηκωθείς».

«Καλά έκανε», ξεφύσησα.

Ο Αλφόνσο πήρε μια βαθιά ανάσα και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Δεν με πείραξε η παρόρμηση του για τόσο στενή επαφή στα καλά του καθουμένου, ωστόσο με παραξένεψε.

«Είσαι καλά;», αποκρίθηκα.

«Εγώ πρέπει να κάνω αυτή την ερώτηση», μου είπε. «Πέρασες πολλά. Την τελευταία φορά που σε είδα ήσουν ένα ράκος. Και μετά έγινε αυτό που έγινε με τον Κάρτερ και φαντάζομαι πόσο βάρος κουβαλάει η ψυχή σου. Δεν έπρεπε να είχα φύγει. Δεν έπρεπε να σε είχα αφήσει μόνη σου».

«Αλφόνσο», σταμάτησα το παραλήρημα του κι ανέβασα το χέρι μου στο μάγουλο του. «Χαίρομαι που έφυγες, γιατί πολύ απλά θα μπορούσες να πληγωθείς κι εσύ».

Δεν κατάφερε να μου φέρει αντίλογο. Μονάχα με αγκάλιασε ξανά πιο σφιχτά και για περισσότερα λεπτά.

«Πήγα στον πάτερ Ερρίκο», με ενημέρωσε όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι. «Συμφώνησε να γίνει η τελετή στο παλάτι».

«Πήγες μόνος σου;», τον ρώτησα φορώντας την ρόμπα μου.

«Ναι. Το πάπλωμα δεν πλάκωσε μόνο έναν Σάντος».

Υποτίθεται πως θα πήγαινε κι ο Φερνάντο μαζί του, αλλά τον είχε πάρει ο ύπνος. Αρκετά λογικό δεδομένου ότι μαστούρωνε μέχρι το ξημέρωμα.

«Ξέρεις, ο αδερφός σου έχει κάποιες κακές συνήθειες που πρέπει να κόψει».

«Κάποιες;», επανέλαβε και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Με εκπλήσσει που δεν είναι μόνο μία!»

Προφανώς ειρωνευόταν, γιατί ήξερε πολύ καλά τον αδερφό του.

Εγώ γέλασα με το ύφος και τον σαρκασμό του κι αφού του έδωσα ένα φιλί, του υποσχέθηκα ότι θα το συζητούσαμε αργότερα.

Με άφησε να ετοιμαστώ και κατέβηκε στο ισόγειο, όπου πλέον ο θίασος μεγάλωνε, αφού αυξανόταν συνεχώς ο αριθμός των αφυπνισμένων. Από την μία αυτό με χαροποιούσε, από την άλλη όμως λυπόμουν για όσους βρίσκονταν ακόμα υπό την επήρεια του ξορκιού κι έπρεπε να τους λέμε ψέματα. Ανάμεσα τους ήταν κι ο Μάικλ, ο οποίος θα έβγαζε καπνούς μόλις μας έβλεπε μετά από όσα πέρασε εξαιτίας μας, εξαιτίας μου.

Προσπάθησα να επικεντρωθώ σε εκείνον για να αποφασίσω πώς θα τον αντιμετώπιζα. Όμως ένας άλλος Μάρεϊ είχε κυριεύσει τις σκέψεις μου προκαλώντας μου ακόμα πιο αρνητικά συναισθήματα.

Μέχρι να κοιμηθώ κι αφού ξύπνησα, ένιωθα έναν οξύ πόνο στο στήθος μου, γιατί η καρδιά μου είχε γίνει θρύψαλα. Το χθεσινό ξέσπασμα του Κάρτερ στριφογύριζε στον νου μου κι ειδικά η τελευταία του κουβέντα, η οποία ήταν προφανές ότι ήθελε να αποτελέσει τον επίλογο της ιστορίας μας. Καθετί όμορφο που με αφορούσε είχε πεθάνει. Για εκείνον ήμουν απλά μία άσχημη ανάμνηση, φωνές και αίμα, μια εικόνα που ήθελε να ξεχάσει. Με κοιτούσε κι έβλεπε το κορίτσι που ο Ντέμιεν κατάφερε να υποτάξει για μία μόνο στιγμή.

Όταν τελείωσα με το μπάνιο μου, πήγα και στήθηκα μπροστά από τον καθρέφτη. Άφησα την πετσέτα μου να πέσει στο πάτωμα και χάζεψα το σώμα μου. Εκείνη την νύχτα φάνταζε ξένο όχι μόνο εξαιτίας των σημαδιών, αλλά γιατί το είχε αγγίξει κάποιος που δεν ήθελα με βίαιο τρόπο. Εκείνη την νύχτα ήθελα να γδάρω το δέρμα μου μέχρι να χαθεί κάθε ίχνος του Ντέμιεν ή του Κάρτερ, όπως πίστευα τότε. Ήθελα να είναι μόνο δικό μου. Τώρα ήταν καθαρό, χωρίς μώλωπες ή γραντζουνιές. Αλλά εξακολουθούσε να μην είναι δικό μου. Υπήρχε ακόμα το ξένο στίγμα στο δέρμα και την ψυχή μου. Δεν είχα επανακτήσει τίποτα. Αντίθετα, όλο τον καιρό που απλώς αρνούμουν να φωνάξω αυτό που μου είχε συμβεί άφηνα καθετί δικό μου να χάνεται. Έτσι δεν είχα την αυτοδιάθεση μου, την ηρεμία μου και πλέον το νταμπίρ που λάτρευα μέχρι θανάτου. Τίποτα δεν είχε μείνει στο παρελθόν. Ήταν ακόμα μαζί μου, κρυμμένο στις σκιές και το άφηνα να τρώει ό,τι αγαπούσα. Και στο τέλος θα γινόμουν ξανά εκείνο το άψυχο κουφάρι που είχα αντικρίσει εκείνο το βράδυ, γιατί πρώτα από όλα θα ρουφούσε την ψυχή μου.

Είχα στο ιστορικό μου μια σημαντική ήττα. Έπρεπε επιτέλους να το παραδεχτώ. Έπρεπε να ανοίξω το στόμα μου και να μιλήσω, όχι για να κατηγορήσω, αλλά για να μπορέσω να ανασάνω. Η κραυγή ήταν εγκλωβισμένη στον λαιμό μου και δεν επέτρεπε στον αέρα να μπει με ευκολία μέσα μου. Αν της επέτρεπα να φύγει επιτέλους, τότε το οξυγόνο θα έρεε άφθονο στα πνευμόνια μου. Και τότε ίσως να έβρισκαν το κουράγιο να κραυγάσουν και οι υπόλοιπες κυρίες κι όλες όσες είχαν βιώσει κάτι παρόμοιο, αλλά φοβόντουσαν την αντιμετώπιση. Κάποιος θα μας πίστευε και θα ήθελε να μας προστατέψει.

Σκούπισα όσα δάκρυα είχαν χυθεί στο δέρμα μου, στέγνωσα τα μαλλιά μου και ντύθηκα για να κατέβω στο ισόγειο. Στην διαδρομή, έστειλα μήνυμα στην Κέιζα να έρθει στο παλάτι για να της ανακοινώσω την απόφαση που δεν πρόλαβα να μοιραστώ χθες με τους υπόλοιπους εξαιτίας της αφύπνισης της μητέρας μου. Έπειτα, πήρα τον δρόμο για το μπουντρούμι.

Δεν είχα σκοπό να συνεχίσω το άγριο κορτάρισμα μετά από τόσες αποκαρδιωτικές κουβέντες. Ήθελα μόνο την επιβεβαίωση ότι ο Κάρτερ όχι μόνο δεν με ήθελε, αλλά σιχαινόταν το μιαρό πράγμα που είχα γίνει. Ήταν αρκετά μαζοχιστικό όλο αυτό, ίσως όμως με πείσμωνε αρκετά, ώστε να ανοιχτώ. Μπορεί την μία στιγμή να πνιγόμουν και να ήθελα βοήθεια, την επόμενη όμως με κυρίευε η αμφιβολία και δίσταζα να πω δυνατά αυτό που μου είχε συμβεί.

Ήμουν σίγουρη ότι μόλις τον έβλεπα θα δάκρυζα και πως μία ακόμα απόρριψη του θα με ωθούσε να πω βαριές κουβέντες, όπως χθες. Γι' αυτό και στα μισά της διαδρομής κοντοστάθηκα για να υποδείξω στον εαυτό μου πως όπως εγώ ήθελα να κερδίσω το σώμα μου πίσω, έτσι κι εκείνος ήθελε να επανακτήσει ό,τι είχε χάσει. Κι εφόσον δεν ήμουν εγώ ένα από αυτά, όφειλα να το σεβαστώ. Ήξερα άλλωστε πολύ καλά τον αντίκτυπο της ασέβειας.

Μια ανάσα, δυο, τρεις και μπορούσα πια να πάρω τον δρόμο για το διαζύγιο.

Κάρτερ

Χθες βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν με άφηναν να χαλαρώσω, αλλά το σημαντικότερο ήταν η Ορόρα.

Αν ήσουν νεκρός θα με πονούσες λιγότερο.

Την έβλεπα να δακρύζει, άκουγα την καρδιά της να σφυροκοπά από την δυσανασχέτηση, ένιωθα τα λόγια μου να την τσακίζουν, αλλά αυτή η κουβέντα ήταν το αποκορύφωμα. Δεν την κατηγορούσα. Σίγουρα θα ήταν προτιμότερο να ήμουν νεκρός και να ήξερε ότι την αγαπούσα, ότι σε κάθε κόσμο η ψυχή μου θα ήταν ολοκληρωτικά δική της, από το να με βλέπει κάθε μέρα και να θυμάται όλα τα άσχημα πράγματα που ξεστόμισα. Κι όπως αυτές οι κουβέντες θα στοίχειωσαν την νύχτα της, έτσι κι η δική της επαναλαμβανόταν στο μυαλό μου σαν μάντρα.

Πριν λίγη ώρα, ο Ντιμίτρι είχε κατέβει για να μου φέρει αίμα και με βρήκε κλαμένο. Σκούπισα αμέσως τα δάκρυα μου και του αφηγήθηκα την έντονη νύχτα που με είχε αναστατώσει. Φρόντισα όμως να δείξω ότι με πλήγωσε περισσότερο ο καβγάς μου με τον ξάδερφο μου παρά με την Ορόρα. Σαφώς και τα δυο είχαν διαφορετικό αντίκτυπο, αλλά παράφρασα τα συναισθήματα μου για να μην του εξομολογηθώ ότι την ήθελα κολασμένα, αλλά δεν ένιωθα την ίδια άνεση με παλιά. Τα μυστικά που κάποτε είχα μοιραστεί μαζί του είχαν σταθεί η αιτία να έρθουν σε αντιπαράθεση, οπότε δεν θα επαναλάμβανα αυτό το λάθος. Η Ορόρα χρειαζόταν όσο το δυνατόν περισσότερη συμπαράσταση για να συνέλθει από το μετατραυματικό της στρες. Κι ήταν άδικο να σπέρνω την διχόνοια ανάμεσα στα αδέρφια.

«Δεν μπορώ να καταλάβω πόσο εύκολα άφησες όλα αυτά να σε επηρεάσουν», αποκρίθηκε ο Ντιμίτρι. «Ο Κάρτερ που ξέρω εγώ δεν θα επέτρεπε ούτε στον ίδια την Κόλαση να μπει ανάμεσα σε εκείνον και την Ορόρα».

«Όπως βλέπεις δεν είμαι ο ίδιος Κάρτερ», του απάντησα σχεδόν επιθετικά.

Εκείνος σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και με περιεργάστηκε σαν γεράκι που κάρφωνε το θήραμα του. Για αρκετές, βασανιστικές στιγμές δεν ακουγόταν τίποτα παρά μόνο η κοφτή του ανάσα και η καρδιά του που λίγο λίγο επέστρεφε στους φυσιολογικούς της ρυθμούς.

«Όσο οι πληγές σας είναι νωπές, απλά θα σπρώχνετε μακριά ο ένας τον άλλον. Σας έχω μάθει πια. Κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσετε ότι αυτές θα κλείσουν μόνο όταν είστε ενωμένοι».

Πολύ ουτοπική σκέψη και είχα αρκετά επιχειρήματα για να αντιταθώ στον ρομαντισμό του. Ωστόσο, με πρόλαβε η πόρτα του μπουντρουμιού που άνοιξε και σύντομα ξεπρόβαλε η Ορόρα.

Το πρόσωπο της δεν μαρτυρούσε τα συναισθήματα της, σε αντίθεση με την καρδιά της που φτερούγιζε. Ο Ντιμίτρι μειδίασε βλέποντας την και μας ανακοίνωσε πως θα επέστρεφε σε λίγο. Εγώ πάλι ήθελα να τρέξω να τον ακολουθήσω, αλλά πρώτον τέτοια ώρα είχε μεγάλη κίνηση στο παλάτι και δεύτερον, μόλις το ζεστό της βλέμμα συνάντησε το δικό μου, ένιωσα το σώμα μου να μουδιάζει. Τα μάτια της είχαν έναν μοναδικό τρόπο να με καθηλώνουν, ειδικά όταν η έκφραση της δεν με βοηθούσε να μαντέψω την διάθεση της και έπρεπε να χαθώ στην ζεστασιά τους για να βρω την λύση.

«Συγγνώμη που σε διέκοψα στο φαγητό», αποκρίθηκε κι έδειξε το ποτήρι με το αίμα.

Αντανακλαστικά το έσπρωξα προς τα πίσω, γιατί δεν ήταν και το πιο όμορφο θέαμα.

«Ήθελα να σου πω κάτι σχετικά με όσα συζητήσαμε χθες βράδυ», συμπλήρωσε.

Πίστεψα ότι μετά από όσα είχε ακούσει και την αποκαρδιωτική της κουβέντα στο τέλος, δεν είχε μείνει κάτι για να πούμε. Όμως επρόκειτο για την Ορόρα, το πιο πεισματάρικο νταμπίρ όλων των εποχών. Δεν θα εγκατέλειπε για κανέναν λόγο. Έπρεπε να της σπάσω το ηθικό, να την κάνω να με μισήσει -ει δυνατόν- γιατί μόνο έτσι θα εγκατέλειπε, ακριβώς όπως συνέβη στην ιστορία με την Κέιζα. Μόλις πείστηκε ότι δεν ήμουν αρκετά ερωτευμένος μαζί της, ψυχράθηκε. Αυτό έπρεπε να γίνει και τώρα κι ας μην ήταν αλήθεια σε καμία περίπτωση. Τώρα μάλιστα την αγαπούσα ακόμα περισσότερο, γιατί παρά τα όσα είχε περάσει ήταν όρθια κι αγέρωχη. Μπορεί μέσα της να πονούσε, αλλά το παρουσιαστικό της μαρτυρούσε δύναμη κι όταν με το καλό αποφάσιζε να ανοιχτεί, τότε θα μας αποστόμωνε ξανά με το κουράγιο και το θάρρος της. Εγώ όμως που δεν είχα ούτε το μισό, θα κομμάτιαζα τις καρδιές μας, ή τέλος πάντων ό,τι είχε απομείνει μετά το χθεσινό.

«Ειλικρινά δεν νομίζω να έχει μείνει κάτι για να πούμε».

Ο αυστηρός τόνος εξέπληξε μέχρι κι εμένα. Από την στιγμή όμως που αποφάσισα να παλέψω για να απομακρύνω την Ορόρα από μένα, έχανα κομμάτια του εαυτού μου. Στο τέλος δεν θα έμενε τίποτα, παρά μόνο ένα άψυχο κουφάρι.

«Κοίτα, καταλαβαίνω την θέση σου και ότι...»

«Δεν καταλαβαίνεις τίποτα», την διέκοψα προσπαθώντας να την νευριάσω. Μια φορά έτυχε να είναι ψύχραιμη σε τόσο απότομη αντίδραση μου κι έπρεπε να είναι αυτή! «Μου δείχνεις το ακριβώς αντίθετο. Έχασες και τα λογικά σου μέσα σε όλα;»

«Τι άλλο έχασα δηλαδή;», με ρώτησε σφίγγοντας τις γροθιές της. «Εσένα;»

«Όλες οι σχέσεις κάνουν κύκλους. Δεν θα με χάσεις ως συμβασιλέα, αλλά σίγουρα δεν είμαι ο ξετρελαμένος Κάρτερ που θα ήθελες».

«Έτσι απλά», μουρμούρισε χαμηλώνοντας το βουρκωμένο της βλέμμα.

«Δεν ήταν απλά», παραδέχτηκα και έφερα στον νου μου όλα όσα της είχε κάνει ο Ντέμιεν· όλα όσα τον είχα αφήσει να της κάνει. Έτσι, θα θύμωνα. Όχι μαζί της, αλλά θα ξεσπούσα σε εκείνη για να επέλθει η οριστική ρήξη. Το στήθος μου τότε άρχισε να φουσκώνει από οργή. «Κι ακριβώς επειδή έχω πονέσει αρκετά, έχω χάσει ψυχικά αποθέματα. Δεν μπορώ να επιτρέψω στον Κάτω Κόσμο να μου τα στερεί. Κι εσύ είσαι κομμάτι του».

Δάγκωσε το κάτω χείλος της και έσφιξε ακόμα περισσότερο τις γροθιές της. Προσπαθούσε να μην κλάψει, αλλά δεν θα της επέτρεπα να το καταφέρει. Αν δεν έφευγε από εδώ μέσα σπαράζοντας, θα γυρνούσε ξανά με ψεύτικες ελπίδες.

«Δεν σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι σε χρειάζομαι;», μουρμούρισε. «Κάρτερ, με... με βίασαν. Πώς μπορείς να μου φέρεσαι τόσο ψυχρά;»

Ευτυχώς που δεν με κοιτούσε, γιατί αυτός που θα έσπαγε θα ήμουν εγώ. Θα έπεφτα στα γόνατα και θα την παρακαλούσα να με συγχωρέσει που εξαιτίας μου έκλαιγε, εξαιτίας μου βιάστηκε, εξαιτίας μου γύρισε ο χρόνος πίσω...

«Ό,τι συνέβη επηρέασε κι εμένα. Εξαιτίας της ηλίθιας σου κόντρας με τον Ντέμιεν δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Ας αντιμετωπίζατε ο ένας τον άλλον μεταξύ σας!»

Τότε σήκωσε το βλέμμα της που άστραφτε από οργή και με πλησίασε.

«Δεν προσπάθησα; Ποιος με άφησε; Ποιος;», επανέλαβε ουρλιάζοντας. «Πόσες φορές θέλησα να παλέψω μαζί του μέχρι και να κάνω εκεχειρία για να βρείτε λίγη ηρεμία; Πάντα με εμποδίζατε, πάντα έκανα ένα βήμα πίσω γιατί δεν θέλατε να με χάσετε. Πώς θα ζήσουμε σε έναν κόσμο που θυσιάστηκες για εμάς; Ξέχασες τα παρακάλια σας;»

«Όχι», απάντησα σχεδόν ψιθυριστά. «Ωστόσο, όλα άλλαξαν μετά το ξόρκι».

«Ξέρω πολύ καλά πότε άλλαξαν πραγματικά κι ήταν εκείνη την αναθεματισμένη νύχτα. Καταλαβαίνω ότι και για σένα είναι δύσκολο, γιατί κάποιος μπήκε στο σώμα σου και σε ώθησε σε ένα έγκλημα».

Αναρίγησα θυμούμενος την αίσθηση και την ικανοποίηση του Ντέμιεν με τον πόνο της Ορόρα. Το μυαλό μου τότε θόλωσε και η ταραχή πήρε τον έλεγχο του κορμιού μου, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να εκδιώξω για λίγο τους δαίμονες μου.

Άρπαξα την Ορόρα από τους ώμους σαστίζοντας την και την ταρακούνησα καθώς φώναζα να πάψει.

«Σκάσε γαμώ το, σκάσε επιτέλους! Δεν θέλω να μου μιλήσεις ξανά γι' αυτό το πράγμα, το κατάλαβες; Το μόνο που μου είναι δύσκολο είναι να σε κοιτάζω. Για μένα είσαι ένα αναθεματισμένο θύμα και τίποτα άλλο. Κι εσύ με ώθησες στο έγκλημα, γιατί με έκανες να σε ερωτευτώ. Και γι' αυτό φταις αποκλειστικά εσύ, μόνο εσύ!»

Εν μέρει την κατηγορούσα, αλλά όχι γι' αυτό που της συνέβη. Ποτέ δεν θα τολμούσα να της επιρρίψω ευθύνες κι όποιος μετέτρεπε τα θύματα σε θύτες ήταν το ίδιο ένοχος με τον εγκληματία. Όμως κάθε καρδιοχτύπι που μου είχε προξενήσει με είχε φέρει τώρα στο εξωφρενικό μου παραλήρημα κι ήταν ίσως η πρώτη φορά που μετάνιωνα το γεγονός ότι αφέθηκα πλήρως στην Ορόρα. Αν δεν την αγαπούσα τόσο πολύ, ο Ντέμιεν δεν θα είχε τολμήσει να μολύνει δυο φορές αυτό που είχαμε. Κι ίσως να μην προσπαθούσε να την διεκδικήσει για γυναίκα του, εφόσον δεν υπήρχε αντίζηλος.

Πολλά ίσως βασάνιζαν το μυαλό μου και κάπως έπρεπε να τα διώξω.

Η Ορόρα δεν φοβήθηκε, αλλά δεν της ήταν ευχάριστο να την κατηγορώ. Δάκρυζε μαζί μου και όταν έπαψα να φωνάζω, απομακρύνθηκε μόνη της, χωρίς να με σπρώχνει ή να με χτυπάει.

«Συγγνώμη», μουρμούρισε τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από την μέση της. «Δεν πίστευα ότι σε έκανα να νιώθεις τόσο άσχημα. Δεν πίστευα ότι... μόνη μου κατέστρεψα αυτό που είχαμε. Δεν ήθελα ποτέ να σε φέρω σε αυτή την κατάσταση. Σου υπόσχομαι ότι...», το στήθος της ανεβοκατέβηκε παρασυρόμενο από έναν λυγμό που έφερε περισσότερα δάκρυα στα μάτια της. «Ότι θα μείνω μακριά σου».

Έπειτα κούνησε γρήγορα το κεφάλι της κι έφυγε τρέχοντας από το μπουντρούμι. Κι εγώ σωριάστηκα στο έδαφος κλαίγοντας.

Ορόρα

Όταν προσγειωνόμουν με την πλάτη στο πάτωμα, στην διάρκεια μιας βίαιης αναμέτρησης, ένιωθα έναν οξύ πόνο που μου έκοβε την ανάσα. Φεύγοντας από το μπουντρούμι του παλατιού, αισθανόμουν σαν να είχα σωριαστεί σε αγκάθινο έδαφος και την ανάσα μου εγκλωβισμένη στο στήθος μου, που λίγο ήθελε για να εκραγεί από την ένταση. Υποτίθεται πως θα άδραζα την μέρα για να μπορώ να αναπνέω χωρίς να πονάω, αλλά οι αυτοκαταστροφικές μου τάσεις έφεραν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.

Μόλις βρέθηκα στον κυρίως χώρο του παλατιού, σκούπισα γρήγορα τα μάγουλα μου και δάγκωσα την γλώσσα μου για να αποτρέψω περισσότερα δάκρυα. Προχώρησα όσο πιο αθόρυβα γινόταν για να μην με καταλάβει κανείς και με δει κλαμένη, γιατί θα αναγκαζόμουν να εξηγήσω τον λόγο που ένιωθα να καταρρέω συναισθηματικά.

Πέρασα από το αγαπημένο μου καθιστικό και είδα τον γιο μου να παίζει με τις γιαγιάδες του και να μπορεί να τις αποκαλέσει με την ιδιότητα τους άφοβα, δίχως να πρέπει να προσποιηθεί το ορφανό για χάρη ενός παιχνιδιού. Η εικόνα τους με πλημμύρισε με συναισθήματα που δεν είχα το κουράγιο να νιώσω, οπότε και απομακρύνθηκα γρήγορα για να μην πλαντάξω μπροστά στο παιδί μου.

Η καλύτερη επιλογή ήταν ο κήπος. Ο καθαρός, ανοιξιάτικος αέρας θα εξάλειφε την έξαψη που προκάλεσε η δυσφορία μου και θα μπορούσα να ξεσπάσω οπουδήποτε, χωρίς να φοβάμαι μήπως κάποιος με δει. Ο χώρος ήταν απέραντος και εύκολα θα μπορούσα να κρυφτώ, αν άκουγα βήματα ή ομιλίες. Αλλά για να το καταφέρω αυτό, έπρεπε να βγω έξω δίχως να συναντήσω κάποιον. Και μόλις πέρασα το κατώφλι, έπεσα κυριολεκτικά πάνω στην Κέιζα.

«Δεν άργησα, έτσι;», αποκρίθηκε με την γνωστό απαθή τόνο και την ουδέτερη έκφραση της.

Μόνο να συζητήσω μαζί της δεν μπορούσα εκείνη την στιγμή, αλλά δεν γινόταν να την διώξω. Αυτή η δοκιμασία θα μου θύμιζε ένα από τα βασικά προσόντα ενός ηγέτη, το οποίο ήταν να κρύβει τα συναισθήματα του την ώρα της δουλειάς.

Εγώ κούνησα γρήγορα το κεφάλι μου και της υπέδειξα ένα παγκάκι πλάι στις τριανταφυλλιές. Άργησα να θυμηθώ ότι μπροστά από την πρώτη είχα ανταλλάξει την πρώτη μου σοβαρή κουβέντα με τον Κάρτερ. Και τότε ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό μου.

«Τι με ήθελες; Αφορά το γράμμα;»

«Ό - όχι», αποκρίθηκα με τρεμάμενη φωνή και χαμήλωσα το βλέμμα μου, γιατί βούρκωνα για μία ακόμα φορά. «Βασικά... ήθελα...».

Μάταιος κόπος να παλέψω με τα δάκρυα μου. Πάντα ήταν πιο δυνατά από μένα και την επιθυμία μου να μην δείχνω τόσο εύθραυστη. Ήταν μονίμως πιο πεισματάρικα από μένα και έβγαιναν πιο εύκολα από τις λέξεις που τα δημιουργούσαν.

Φυσικά λοιπόν και δεν ολοκλήρωσα την πρόταση μου και άρχισα να κλαίω. Η Κέιζα σάστισε με την αντίδραση μου και κοίταξε γύρω της ελπίζοντας προφανώς να δει κάποιον να την αντικαταστήσει. Καταλάβαινα ότι η όλη κατάσταση την έφερνε σε δύσκολη θέση. Και δεν δυσανασχέτησα όταν απομακρύνθηκε. Ήλπιζα μόνο να μην ειδοποιούσε κανέναν κι απλώς θα επέστρεφε σπίτι της.

Εγώ παρέμεινα στο παγκάκι, πλάι στην τριανταφυλλιά που λάβωσε το δάχτυλο και την καρδιά μου και συνέχισα να εξωτερικεύω την θλίψη μου. Πλέον πονούσα για τόσα πράγματα, που δυσκολευόμουν να καταλάβω τι ήταν αυτό που ύγραινε εκείνη την στιγμή τα μάτια μου. Πιθανόν ήταν το γεγονός ότι μου συνέβαιναν όλα μαζί· μετατραυματικό στρες, η κατάρα, η αβεβαιότητα για τις κινήσεις του Ντέμιεν, η υποψία ότι ο Νάσερ ήταν νεκρός, η ανησυχία για την Ισαβέλλα, το μαρτύριο του Κάρτερ εξαιτίας του Κάτω Κόσμου, εξαιτίας εμού. Δεν ήταν και λίγα. Ένας παρόμοιος γόρδιος δεσμός οδύνης και πένθους με είχε οδηγήσει στα πρόθυρα αυτοκτονίας. Τώρα όμως είχα ένα παιδί και έπρεπε να το θέσω προτεραιότητα. Άλλωστε μου έδινε την δύναμη που μου ρουφούσε ο υπόλοιπος κόσμος.

Κάποια στιγμή, άκουσα βήματα και κατάλαβα ότι τελικά η Κέιζα είχε πει σε κάποιον ότι η κλαψιάρα πριγκίπισσα ήταν μόνη της στον κήπο. Ήλπιζα τουλάχιστον να είναι η Μέλανη. Ωστόσο, μόλις σήκωσα το βλέμμα μου είδα εκείνη, την κόρη της Λίλιθ, την γυναίκα που κάποτε σκότωσα μαζί με τον Κάρτερ να στέκεται μπροστά μου και να μου τείνει ένα μαντήλι.

«Ευχαριστώ», μουρμούρισα όταν συνήλθα από την σαστιμάρα -που βοήθησε στο να παγώσουν τα δάκρυα- και πήρα το μαντήλι για να σκουπίσω τα μάτια μου και να φυσήξω την μύτη μου.

«Ήξερα ότι δεν χαιρόσουν ιδιαίτερα με την ύπαρξη μου, αλλά δεν περίμενα να σε φέρω σε αυτή την κατάσταση».

Ομολογουμένως εκτίμησα το αστείο της και γέλασα πνιχτά.

«Δεν κλαίω εξαιτίας σου. Τέλος πάντων. Με συγχωρείς. Ήταν απρεπές από μέρους μου».

Εκείνη ακούμπησε τον αγκώνα της στην πλάτη του παγκακιού και ανασήκωσε εξεταστικά το ένα της φρύδι.

«Ο Κάρτερ σε έφερε σε αυτά τα χάλια;»

«Θα χαρείς πολύ αν σου πω ναι, έτσι;»

«Γιατί να χαρώ; Ο Κάρτερ δεν με ενδιέφερε ποτέ πραγματικά. Και τώρα που έχω μια δεύτερη ευκαιρία στην ζωή, δεν πρόκειται να την χαραμίσω σε βασιλικά δράματα και ίντριγκες της Αυλής. Προτιμώ να τα έχω μόνο στο Game of Thrones».

Ήταν αρκετά διασκεδαστική, της το αναγνώριζα. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν εκείνη την στιγμή· ένα άτομο να ακούσει την μικρή μου απάντηση, να μην την αναλύσει κι απλώς να πει κάτι άσχετο για να μου θυμίσει πως υπήρχαν κι άλλα πράγματα στην ζωή. Προς το παρόν βέβαια, το επίκεντρο ήταν ο Κάρτερ και θα αργούσε πολύ να αλλάξει αυτό.

«Ας σου πω τον λόγο που σε κάλεσα για να μην σε αποσπώ από τις δουλειές σου».

«Ποιες δουλειές; Το μόνο που κάνω όλη μέρα είναι τον διαιτητή μεταξύ Σκοτ και Τσέις».

«Τσακώθηκαν ξανά;»

«Δεν πιάστηκαν στα χέρια. Αλλά υπάρχει συνεχής ένταση. Ευτυχώς τώρα ο Τσέις είναι στο σχολείο για την εφημερίδα κι ο Σκοτ ετοιμάζεται να συναντήσει τον φίλο σου».

Τον Ντιμίτρι. Του είχαμε ζητήσει να απασχολεί μερικές ώρες τον Σκοτ, λες κι ήταν μωρό. Ωστόσο, η συμπεριφορά του ήταν αρκετά ανώριμη και χρειαζόταν τον πράο μέντορα του.

«Ελπίζω ο Σκοτ να συνέλθει σύντομα. Ίσως μάθω τον τρόπο απόψε».

«Γιατί; Τι θα γίνει απόψε;»

Πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα απευθείας τα καστανά της μάτια.

«Θέλω να μιλήσω με τον Εωσφόρο. Θέλω απαντήσεις και τις θέλω σήμερα».

Μία υποψία μειδιάματος δέσποσε στα χείλη της.

«Επιτέλους, βλέπω μια πραγματική βασίλισσα νεκρών και ζώντων, γιατί μέχρι στιγμής το μόνο που έκανες είναι να κλαίγεσαι. Κυριολεκτικά».

Για κάποιον λόγο δεν ενοχλήθηκα με την κουβέντα της. Και γιατί να το κάνω; Είχε δίκιο. Ήμουν αρκετά αδρανής και φοβιτσιάρα. Δεν έπρεπε να αφήνω τα τραύματα του παρελθόντος να με κρατάνε πίσω. Και συνειδητοποίησα ξανά μέσα σε ένα πρωινό πόσο σημαντικό ήταν να μιλήσω γι' αυτά. Όχι σήμερα όμως. Σήμερα έπρεπε να φέρω την Κόλαση στο Πόρτλαντ.

«Πώς θα τον καλέσω;»

«Αυτό θα σου το πει η καλή μου μητέρα. Εγώ δεν χρειάστηκε κι ούτε θέλησα ποτέ να το κάνω».

«Και ο Μιχαήλ;»

«Φαντάζομαι πως θα έρθει μόνος του, όταν καταλάβει ότι το αντίπαλο δέος του βρίσκεται στην Γη».

Κάρτερ

Άκουσα την πόρτα να ανοίγει και τινάχτηκα όρθιος. Όχι, δεν γινόταν να επέστρεψε η Ορόρα! Πόσο πείσμα της είχε απομείνει μετά από τον τρόπο που της μίλησα; Ένα κομμάτι του εαυτού μου ήθελε να έρχεται ξανά και ξανά, αλλά ήταν ο εγωισμός αυτός που τύφλωνε την λογική. Εκείνη όμως ήταν πιο δυνατή και του υποδείκνυε συνεχώς να πάψει να ελπίζει.

Βγήκα από το κελί μου ρουθουνίζοντας και εν μέρει ανακουφίστηκα, όταν αντίκρισα τον κατσουφιασμένο Μάικλ. Ήταν λίγο προτιμότερος από την Ορόρα, γιατί δεν θα χρειαζόταν να του πω ψέματα για να τον διώξω. Αντίθετα, εκείνον έπρεπε να τον βομβαρδίζουμε με την αλήθεια μπας και έβλεπε το φως.

«Από πού έρχεσαι;», τον ρώτησα και του γύρισα την πλάτη για να επιστρέψω στην γωνία μου «Από το συμβούλιο; Τον στρατό; Ποιον να περιμένω;»

Εκείνος περίμενε μέχρι να καθίσω για να απαντήσει. Επιπλέον, ήρθε και στάθηκε απέναντι μου και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του παίρνοντας σοβαρή έκφραση.

«Είσαι τόσο σίγουρος ότι θα σε προδώσω;»

«Πήγες να το κάνεις», του υπενθύμισα. «Και σε πρόλαβαν στο παρά πέντε».

«Εγώ έμαθα από το λάθος μου. Το θέμα είναι να ισχύει το ίδιο και για εσάς».

Εγώ απλώς κατένευσα.

«Επίσης, πιστεύω ότι δικαιούμαι κάποιες απαντήσεις».

«Θα τις έχει όταν με το καλό θυμηθείς. Τώρα, ό,τι και να σου πω, θα σου φανεί εξωφρενικό».

«Περισσότερο εξωφρενικό από το να με έχετε αλυσοδεμένο;»

Ξεφύσησα δυνατά, γιατί ο Μάικλ ήταν χειρότερος από την Ορόρα στην υπενθύμιση των σφαλμάτων.

Τώρα γιατί έπρεπε να την σκεφτώ;

Γιατί δεν σταματάς ποτέ ρε βλάκα!

«Τι θέλεις να μάθεις;»

Κάθισε απέναντι μου και έγειρε ελαφρώς μπροστά για να με βλέπει όσο το δυνατόν καλύτερα μέσα στο σκοτεινό κελί. Ευτυχώς, είχαν προνοήσει να μου φέρουν κεριά, κυρίως για να βλέπουν εκείνοι όταν έρχονται στο υπόγειο.

«Ποιο είναι αυτό το παιδί που έχει το ίδιο όνομα με μένα;»

«Ο γιος μου», του απάντησα, δίχως καθυστέρηση. Κι εκείνος δεν εξεπλάγη. Προφανώς το είχε υποπτευθεί, καθώς ο μικρός μου έμοιαζε πολύ και η συμπεριφορά όλων μαρτυρούσε ότι το παιδί δεν ήταν απλά ένα νταμπίρ σε ανάγκη. «Δικός μου και της Ορόρα».

«Από το... παρελθόν;»

«Ναι».

«Και πού ήταν τον καιρό που πιστεύατε ότι δεν μπορείτε να τεκνοποιήσετε;»

«Στον Κάτω Κόσμο. Εν αγνοία μας», τόνισα. Μπορεί μετά από αυτό που του κάναμε να πίστευε έστω για μια στιγμή, ότι τον είχαμε στείλει εκεί.

«Και γιατί έχει το ίδιο όνομα με μένα;»

Ήμουν αρκετά βέβαιος ότι στο άμεσο μέλλον θα έπρεπε να τον κοιτάξω στα μάτια και να του μιλήσω για μία από τις πιο επώδυνες στιγμές της ζωής μου. Ωστόσο, δεν μπορούσα να ανοίξω το στόμα μου και να προφέρω ότι τον είχα χάσει την μέρα που έδιωξα την Ορόρα με τόσο άκαρδο τρόπο.

«Έτυχε», μουρμούρισα και χάζεψα το μπουντρούμι για να αποφύγω την οπτική επαφή.

«Ας πούμε ότι σε πιστεύω», ακούστηκε η ήρεμη φωνή του. «Ο βρικόλακας που σε συμβούλεψε για την νέα σου φύση, όπως μου είχες πει, ξέρει ποιος είσαι;»

«Πολύ καλά. Αλλά δεν πρόκειται να με μαρτυρήσει. Επιπλέον, είναι κι αυτός που με άλλαξε. Ο πατέρας μου δεν είχε στην κατοχή του αίμα βαμπίρ».

Ξεφύσησε δυνατά και προσπάθησε να συγκρατήσει ένα ειρωνικό γέλιο.

«Συναναστρέφεστε με βρικόλακες;»

«Και δαίμονες και λυκάνθρωπους. Πρόσφατα και με μάγισσες».

Ας μην ανέφερα την ανάμιξη της Βίβλου, γιατί τότε θα έκαιγε όλη την Μοίρα, ώστε να σιγουρευτεί ότι δεν θα την καταστρέφαμε μόνοι μας.

«Με άλλα λόγια είστε βουτηγμένοι στα σκατά».

«Δεν θα μπορούσα να το θέσω πιο σωστά!»

Ακούστηκε ένας ακόμα αναστεναγμός, αλλά ήταν πιο κοφτός από τους προηγούμενους. Δεν πρόλαβε να ξεφυσήσει πλήρως, καθώς η πόρτα του μπουντρουμιού άνοιξε για μία ακόμα φορά, ώστε να εμφανιστεί ο ταραγμένος πατέρας μου.

«Γιατί έχουμε τόση κίνηση;», ρώτησα. «Οι φιλοξενούμενοι αυξάνονται και οι βόλτες στο υπόγειο θα φανούν ελαφρώς ύποπτες».

«Συνάντησα την Ορόρα με την Κέιζα στις σκάλες», μου ανακοίνωσε και τινάχτηκα όρθιος.

Η τελευταία ανάμνηση που είχα με αυτές τις δυο μαζί στον δικό μας κόσμο, ήταν η Κέιζα να προσπαθεί να βλάψει την Ορόρα. Το να τις φαντάζομαι μόνες τους μου προξενούσε την ίδια δυσφορία με την σκέψη να είναι ο Φερνάντο τριγύρω. Μπορεί να ήταν και οι δυο συγγενείς της, αλλά υπερίσχυε η δαιμονική τους φύση, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

«Με την Κέιζα;», αναφώνησε ο Μάικλ, καθώς σηκωνόταν επίσης όρθιος.

«Είναι από αυτά που θα καταλάβεις μόλις θυμηθείς», είπα γρήγορα για να μην αναφερθεί η Λίλιθ. «Σε παρακαλώ, πήγαινε στον γιο μου. Όσο αυτή κι ο Φερνάντο είναι στο παλάτι, φοβάμαι για εκείνον. Και ξέρω πως όσο θυμωμένος κι αν είσαι με εμάς, δεν θα άφηνες τον μικρό απροστάτευτο».

Ο Μάικλ αμφιταλαντεύτηκε για το αν έπρεπε να φύγει. Είχε καταλάβει ότι τον έδιωχνα για να πούμε πράγματα που δεν γνώριζε. Και να τα άκουγε όμως, δεν θα τα κατανοούσε, αφού αγνοούσε ένα μεγάλο μέρος της αλήθειας. Εξάλλου, η σκέψη του συνονόματου ανιψιού του βοήθησε στο να φωτίσει το πρόσωπο του και να χαλαρώσουν τα άκρα του. Ένα παιδί γαλήνευε τον οποιονδήποτε, πόσο μάλλον αυτό το τρυφερό νταμπίρ.

Με ένα απλό νεύμα εγκατέλειψε το μπουντρούμι και όταν ήμασταν μονάχα δυο Μάρεϊ, έκανα νόημα στον πατέρα μου να συνεχίσει την αφήγηση περί των... πρώην μου.

«Η Ορόρα μου είπε να σου μεταφέρω κάτι. Την ρώτησα τον λόγο που δεν στο έλεγε η ίδια και μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα».

Παραλίγο να το κάνω κι εγώ εκείνη την στιγμή, αλλά κρατήθηκα με πολλή κόπο. Η εικόνα της Κέιζα με βοηθούσε να επικεντρωθώ στον θυμό.

«Αυτό ήθελες να μου πεις;»

«Όχι μόνο. Απλά ήθελα να σου υπενθυμίσω πως αυτή η κατάσταση δεν είναι ευχάριστη ούτε για σένα. Και τέλος πάντων δεν μπορώ να βλέπω δυο αποκαρδιωμένους Σάντος. Υποτίθεται πως είναι τα στηρίγματα των Μάρεϊ!»

Ένας Μάρεϊ πάντα χρειάζεται έναν Σάντος. Ίσως τώρα είχε έρθει η ώρα να αντιστραφούν οι ρόλοι, γιατί δυστυχώς και οι πιο δυνατοί κάποτε λύγιζαν.

«Τόσο χάλια είναι κι ο Αλεχάντρο με την Μαρέβα;»

«Αν με το χάλια εννοείς ότι κοιμάται εκείνη με την Χόουπ κι εγώ με τον πεθερό σου, ο οποίος απλώς χαζεύει το παράθυρο χωρίς να πίνει ούτε νερό, τότε ναι».

«Υπέροχα», μονολόγησα ειρωνικά νιώθοντας τύψεις για το ότι κι ο Αλεχάντρο υπέφερε εξαιτίας μου.

«Τέλος πάντων. Το βασικό θέμα είναι άλλο. Αυτό που η Ορόρα ήθελε να σου μεταφέρω ήταν μία ενημέρωση. Απόψε θέλει να μιλήσει με τον Λούσιφερ».

«Τι;», έκρωξα. «Γιατί;» Ήξερα ότι την είχα πληγώσει, αλλά δεν πίστευα ποτέ ότι θα την οδηγούσα στην Κόλαση!

«Χθες είχε μια συζήτηση με τον Χουάν που την τάραξε. Και επιπλέον θέλει να μάθει γιατί ο Ντέμιεν δεν κάνει κάποια κίνηση και ποιος δικός της έχει πεθάνει. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, θεωρώ ότι άργησε. Έπρεπε να τον προσεγγίσει από την αρχή».

«Είσαι με τα καλά σου; Δεν μιλάμε για σύμβουλο, αλλά για τον Σατανά! Ας ξεκινήσουμε από το βασικό: Πώς στα κομμάτια θα τον καλέσει;»

Ορόρα

«Το κατάλαβες;», με ρώτησε η Λίλιθ κι εγώ ένευσα γρήγορα, καθώς έγραφα την τελευταία οδηγία.

Αφού ανέβηκα με την Κέιζα στο δωμάτιο μου -και ορμήνευσα στον Κέλλαν να ενημερώσει τον Κάρτερ για τα αποψινά μου σχέδια- έκανα βίντεο κλήση με την Λίλιθ και την Άννα. Ανταλλάξαμε σύντομα τα νέα μας με το χαμόγελο μου να πονάει, καθώς μου είχαν λείψει πάρα πολύ και ανυπομονούσα να επιστρέψουν στο Πόρτλαντ. Μου υποσχέθηκαν πως θα μάζευαν σύντομα τα πράγματα τους και τις επόμενες μέρες θα είχαμε και την δική τους άφιξη.

Σιγά σιγά όλοι επέστρεφαν στον τόπο του εγκλήματος.

Κατόπιν, ζήτησα από την Λίλιθ οδηγίες για να επικοινωνήσω με τον αφέντη της Κόλασης. Δεν χάρηκε με αυτή μου την επιθυμία, αλλά δεν με απέτρεψε κιόλας. Ήταν κάτι που όφειλα να κάνω και γιατί το ήθελε εκείνος και γιατί θα μου έδινε πληροφορίες που αρνούταν να μοιραστεί με τους υπόλοιπους. Δεν ξέρω αν έπρεπε να νιώθω τιμή που ο Εωσφόρος είχε μεγαλεπήβολα σχέδια για μένα, πάντως δεν σκόπευα να δείξω την ευγνωμοσύνη μου με ανθρωποθυσίες και θανάσιμα συμβόλαια.

Με την Άννα να παρακολουθεί σιωπηλή, η Λίλιθ μου έδωσε όλες τις απαραίτητες συμβουλές για το πώς θα καλούσα τον Λούσιφερ και τι έπρεπε να προσέχω. Η πρώτη υπόδειξη ήταν ότι χρειαζόμουν δαιμονική ενέργεια, οπότε ήμουν αναγκασμένη να αναμίξω την Έλενα με την Λουκία. Έπειτα, με ξόρκισε να έχω μαζί μου έναν σταυρό κι ας ήταν σίγουρη πως θα ήταν και ο Μιχαήλ παρόν. Έπρεπε να έχω όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις για να μην με αγγίξει. Αναρίγησα στην σκέψη ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Η συνέχεια ήταν τα απαραίτητα λόγια και τα σύμβολα που έπρεπε να χαράξω στο έδαφος, ώστε να πραγματοποιηθεί το κάλεσμα. Από εκεί κι έπειτα το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να ελπίζει στην επιείκεια του πρώην αγαπημένου της, γιατί σε καμία περίπτωση δεν έδειχνε ερωτευμένη με τον Εωσφόρο. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι πέρασαν χιλιετίες από την πτώση τους. Τα χρόνια και οι συγκυρίες είχαν σβήσει το πάθος τους. Κι όχι μόνο το δικό τους!

«Θα είσαι μαζί της;», ρώτησε η Λίλιθ την Κέιζα.

«Φυσικά μητέρα», της απάντησε στριφογυρίζοντας τα μάτια της. «Δεν πρόκειται να πάθει τίποτα η αγαπημένη σου ανιψιά!»

«Κι εγώ θα προσέχω την κόρη σου», πήρα τον λόγο για να αποτρέψω οποιαδήποτε ένταση μεταξύ τους. «Οπότε μπορείς να είσαι ήσυχη και για τις δυο μας».

Συζητήσαμε μερικές ακόμα λεπτομέρειες και λάβαμε πολλές ευχές για μια επιτυχή έκβαση προτού τερματίσουμε την κλήση. Δεν θα είχαν πρόβλημα να μιλήσουμε περισσότερο, αλλά και οι τέσσερις μας είχαμε αρκετή δουλειά. Η Λίλιθ με την Άννα έπρεπε να ταΐσουν τον Τζον, τον οποίο κρατούσαν μαζί τους με υποβολή και εγώ με την Κέιζα έπρεπε να ετοιμαστούμε για απόψε.

«Το ξέρεις ότι δεν την νοιάζει αν πάθω κάτι, έτσι;», με ρώτησε η Κέιζα, καθώς έκρυβα τα χαρτιά με τις οδηγίες στο συρτάρι.

«Ανοησίες. Κάθε μάνα ανησυχεί για τα παιδιά της. Απλώς η Λίλιθ έχει μάθει να μην το δείχνει, γιατί έχει εκατοντάδες και ξέρει ότι δεν μπορεί να τα προστατέψει όλα».

«Δεν είναι όλα παραμυθένια πριγκηπέσα».

«Έχω μια ιδέα», αποκρίθηκα ξεφυσώντας.

Εκείνη σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της και έγειρε το κεφάλι της στα πλάγια, σαν απορημένη κουκουβάγια.

«Πώς είναι ο Ντέμιεν; Έχω ακούσει τόσα γι' αυτόν και με έχει φάει η περιέργεια».

«Η περιέργεια σκότωσε την γάτα, Κέιζα. Πίστεψε με, δεν θέλεις να τον δεις. Καλύτερα να μείνεις στις αφηγήσεις».

Η κουκουβάγια ανασήκωσε το ένα της φρύδι.

«Προσπαθείς να με προστατέψεις;»

«Ναι. Αυτός ο άντρας είναι ικανός για τα πάντα. Έχει βλάψει κόσμο με τον χειρότερο τρόπο που μπορείς να φανταστείς και ό,τι και να έχεις κάνει, δεν αξίζεις κάτι τέτοιο».

«Και τι είναι αυτό το τέτοιο

Η ερώτηση της με δελέαζε να ανοίξω το στόμα μου ώστε να βγει από μέσα το προοίμιο της Κόλασης. Ήταν ένα νταμπίρ που δεν ένιωθε ζεστά συναισθήματα για μένα και δεν θα ξέσπαγε σε λυγμούς ακούγοντας με. Σίγουρα θα σοκαρόταν, αλλά δεν θα πονούσε. Θα ήταν μια καλή ακροάτρια. Δεν πίστευα ότι θα με κατηγορούσε ή θα έκανε κάποιο σαρκαστικό σχόλιο. Αν μη τι άλλο, σαν κόρη της Λίλιθ, ήταν φεμινίστρια από τα γεννοφάσκια της. Επιπλέον, ίσχυε αρκετά αυτό που έλεγαν, ότι δηλαδή ήταν προτιμότερο να μιλήσεις σε έναν άγνωστο από κάποιον δικό σου και η Κέιζα βρισκόταν κάπου στην μέση.

«Θα σου πω κάποια άλλη στιγμή», ήταν η τελική μου απόφαση.

Η Κέιζα αρκέστηκε σε ένα ανάλαφρο ανασήκωμα του ώμου της, προτού πάρει τον δρόμο για την πόρτα. Εκείνη όμως άνοιξε πριν προλάβει να την πλησιάσει και μπήκε μέσα το νταμπιράκι μου συνοδευόμενο από την μητέρα μου.

«Μαμά, μαμά», αναφώνησε ενθουσιασμένος, αλλά μόλις είδε την Κέιζα, έμεινε ακίνητος απέναντι της.

Την ίδια σαστιμάρα διέκρινα και στην Κέιζα, η οποία έβλεπε πρώτη φορά τον γιο μου. Δεν ήξερα αν ένιωθε μια μικρή ενόχληση θυμούμενη το ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά ή αν απλά μούδιασε στην εικόνα του Μάικλ Έντμουντ Μάρεϊ. Όπως και να είχε, δεν έκανε καμία κίνηση να απομακρυνθεί, ούτε είπε κάτι.

Η μητέρα μου σκέφτηκε να ωθήσει τον Μάικλ σε μένα, αλλά της έκανα νόημα να σταθεί ακίνητη. Ήμουν πολύ περίεργη για την αντίδραση και των δυο και φυσικά ήξερα ότι η Κέιζα δεν θα τον έβλαπτε. Ό,τι και να είχε κάνει στο παρελθόν, ποτέ δεν είχε πειράξει παιδί. Δεν ήταν δαιμονική, όπως ο Ντέμιεν. Ίσως άφηνε τα πάθη και τον εγωισμό της να κατευθύνουν τις ενέργειες της, αλλά τώρα ήταν προφανές ότι είχε ωριμάσει, έστω και λίγο.

«Είμαι ο Μάικλ», έσπασε την σιωπή ο γιος μου κι έτεινε το χέρι του στην Κέιζα.

Η σαστιμάρα της μεγάλωσε και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, όταν το μικρό άκρο του παιδιού την πλησίασε επικίνδυνα. Μου ήρθε να γελάσω, αλλά κρατήθηκα για να μην αποθαρρύνω τον μικρό. Προφανώς η αύρα της Κέιζα δεν τον προϊδέαζε πως κινδύνευε, διαφορετικά θα κατσούφιαζε ή θα αποζητούσε βοήθεια από μένα πριν μιλήσει. Αντίθετα, έμεινε κοντά της και πήρε μάλιστα την πρωτοβουλία να συστηθεί, όπως συνέβη πριν μέρες με τον θείο του. Άρα είχα έναν ακόμη λόγο να μην ανακατευτώ.

«Μην φοβάσαι», συμπλήρωσε. «Η μαμά μου είπε πως δεν πρέπει να δανείζομαι δυνάμεις χωρίς να το ξέρει ο άλλος».

Αυτή την φορά δεν μπόρεσα να αποτρέψω το χαχανητό μου. Εντούτοις, αυτοί οι δυο ήταν τόσο συγκεντρωμένοι ο ένας στον άλλον που δεν πετάρισαν ούτε βλέφαρο.

«Μπορείς στα αλήθεια να το κάνεις αυτό;», απόρησε η Κέιζα. «Μπορείς να πάρεις δυνάμεις από άλλο νταμπίρ;»

«Ναι, όπως η μαμά μου. Αλλά δεν τις κλέβω. Υπόσχομαι ότι μένει και σε εσάς κάτι».

Η Κέιζα γύρισε προς το μέρος μου με γουρλωμένα μάτια.

«Θέλεις να δεις;», την ρώτησα διασκεδάζοντας με την αμηχανία της.

Εκείνη ανασήκωσε το ένα της φρύδι, καθώς το σκεφτόταν σοβαρά.

«Δεν θα ήθελα να κουράσω τον μικρό», είπε τελικά έχοντας επιστρέψει στην γνωστή, σαρκαστική Κέιζα. «Αλλά θα ήθελα κάποια στιγμή να μου κάνεις εσύ μια μικρή επίδειξη».

Ένευσα συγκαταβατικά κι εκείνη επέστρεψε την προσοχή της στον Μάικλ.

«Χαίρω πολύ υψηλότατε», έπιασε το χέρι του και το κούνησε μαλακά. «Εγώ είμαι η Κέιζα».

«Πολύ ωραίο όνομα», της είπε με ένα πλατύ χαμόγελο, το οποίο μεγάλωσε όταν η Κέιζα ένιωσε ξανά λίγη αμηχανία.

Δεν πρέπει να διασκέδαζε μαζί της, όπως εγώ. Και δεν είναι ότι εγώ την κορόιδευα, απλώς μου έκανε εντύπωση η εικόνα της σαστισμένης Κέιζα. Μόνο μια φορά την είδα σε αυτή την κατάσταση, λίγο πριν πεθάνει. Ο Μάικλ όμως δεν την απειλούσε, απλώς την βομβάρδιζε με την χαριτωμενιά του. Κι αυτό θα είχε αντίκτυπο στην αύρα της.

«Ευχαριστώ», μουρμούρισε η Κέιζα κι αφού έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και στους δυο μας, έφυγε σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιο.

«Μπορεί να το κάνει και στον παππού του αυτό;», μουρμούρισε η μητέρα μου.

Εγώ στριφογύρισα τα μάτια μου κι έκανα νόημα στον μικρό να πλησιάσει.

«Μαμά, αυτή είχε πάρα πολλά χρώματα γύρω της. Ήταν τόσο όμορφο!»

«Αλήθεια;», ρώτησα χαμογελώντας κι ας μην ήξερα τι σήμαινε αυτό. Ήμουν όμως σίγουρη ότι, εφόσον δεν είδε κάτι σκούρο, η Κέιζα πιθανόν να χάρηκε πράγματι για την γνωριμία. «Κι όταν ήρθες στο δωμάτιο είχε τόσα χρώματα;»

«Όχι. Τότε είχε το ίδιο χρώμα με σένα».

Εγώ ήξερα το χρώμα της αύρας μου. Το στοιχείο του κάθε νταμπίρ καθόριζε συμπεριφορές και φυσικά την αύρα. Μπορεί φυσικά να άλλαζε χρώματα, ανάλογα τις περιστάσεις, αλλά δεν απομακρυνόταν πολύ από την αρχική παλέτα. Η δική μου κυμαινόταν ανάμεσα στο κόκκινο και το πορτοκαλί και τις αποχρώσεις τους. Δεν ήξερα ποια κυριαρχούσε όταν ο Μάικλ μπήκε στο δωμάτιο, πάντως με διαβεβαίωσε με τον τρόπο του ότι δεν υπήρχε ίχνος ερέβους στην Κέιζα.

«Αυτό είναι καλό», αποκρίθηκα κι έσκυψα να του δώσω ένα φιλί. «Πες μου τώρα τι σε έφερε τόσο χαρούμενο στο δωμάτιο».

«Ο θείος Μάικλ», μου απάντησε και μου αφηγήθηκε την ώρα που πέρασε μαζί του.

Κάρτερ

Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Η Ορόρα δεν είχε φύγει από το παλάτι. Το ήξερα, γιατί είχα περάσει όλη την μέρα πίσω από την πόρτα περιμένοντας να ακούσω την φωνή της. Κι όποιος ξέκλεβε λίγο χρόνο για να έρθει και να μου κρατήσει συντροφιά, με διαβεβαίωνε πως ήταν ακόμα στην Μόιρα.

Δεν πίστευα ότι θα καλούσε τον Εωσφόρο στην πόλη. Η Κέιζα την είχε αποτρέψει για να μην σπάσει το προστατευτικό πλέγμα. Σαφώς και δεν εμπιστευόμουν την Κέιζα, αλλά δεν ήθελα αυτό το ον στην Μόιρα, όπου ζούσαν η οικογένεια και οι φίλοι μου. Επιπλέον, δεν τον ήθελα ούτε σε απόσταση αναπνοής από την Ορόρα, αλλά αυτό δεν μπορούσα να το αποφύγω. Και γι' αυτό τον λόγο, δεν θα την άφηνα να τον συναντήσει μόνη της.

Όταν ακούστηκε η ήρεμη φωνή της καθώς αποχαιρετούσε την Μέλανη, άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα κι αφού σιγουρεύτηκα ότι δεν υπήρχε κανείς στο ισόγειο, βρέθηκα απέναντι τους. Εκείνες αναπήδησαν με την εμφάνιση μου και η Μέλανη μου υπέδειξε σχεδόν υστεριάζοντας να επιστρέψω στο μπουντρούμι.

«Πας για το κάλεσμα;», ρώτησα την Ορόρα.

Εκείνη, όπως ήταν αναμενόμενο, απέφυγε να με κοιτάξει και αρκέστηκε σε ένα νεύμα.

«Θα έρθω κι εγώ μαζί σου».

Η άρνηση της ήταν εξίσου αναμενόμενη για πολλούς λόγους. Οπότε και ακολούθησε μια ήπια λογομαχία ανάμεσα μας, με εκείνη να υποστηρίζει ότι αν έβγαινα από την Μόιρα, μπορεί να δυσκολευόταν να με γυρίσει πίσω. Εμένα πάλι ούτε που με ένοιαζε ένα ανοιχτό φέρετρο στην ψεύτικη κηδεία μου ή η επιστροφή στο κρύο μπουντρούμι. Ως συμβασιλέας της όφειλα να βρίσκομαι παρόν σε αυτή την συνάντηση, όπως συνέβη κάποτε με τα αδέρφια Ριντ. Εκείνοι βέβαια, είχαν καλέσει τον Μπελέθ για να τους επιβεβαιώσει την ταυτότητα του Ντέμιεν και ότι ήταν αναγκασμένοι να έρθουν σε συμφωνία μαζί του.

Όταν ήταν προφανές ότι δεν κέρδιζε έδαφος, διότι και η Μέλανη της είπε πως θα ένιωθε ασφαλής αν ήμασταν μαζί, ξεφύσησε δυνατά και σήκωσε τα χέρια της σαν να παραδίνεται.

«Δεν βγάζω άκρη με τους Μάρεϊ», ήταν το μόνο που είπε και βγήκε στον κήπο.

Αφού έκλεισα συνωμοτικά το μάτι στην Μέλανη, την ακολούθησα και τότε αντίκρισα τον λόγο που τελικά αποδέχτηκε την παρουσία μου.

Αν υπήρχε περίπτωση να είμαστε μονάχα δυο σε αυτή την συνάντηση και μάλιστα εμείς οι δυο, θα έβρισκε τρόπους να το σκάσει, ώστε να είναι τελικά μόνη της. Μετά από αυτό που έγινε το πρωί, δεν άντεχε ούτε να με κοιτάζει κι ήταν απόλυτα κατανοητό. Αν όμως μπορούσε να στρέψει την προσοχή της σε κάποιον άλλο και να αγνοήσει όσο το δυνατόν την παρουσία μου, θα ανεχόταν να ακούει την φωνή μου. Αλλά έπρεπε αυτός ο κάποιος να είναι η Κέιζα;

«Θα έρθει κι αυτή;», αναφώνησα και η Ορόρα μου έκανε νόημα να σωπάσω.

«Θα έκανα ακριβώς την ίδια ερώτηση», αποκρίθηκε η Κέιζα γελώντας πνιχτά. «Τουλάχιστον εγώ άκουσα τις οδηγίες της Λίλιθ από την ίδια και μπορώ να προσφέρω κάτι. Εσύ το μόνο που θα κάνεις είναι να πονοκεφαλιάσεις μέχρι και τον Διάολο».

«Μην αρχίζετε», αναστέναξε η Ορόρα.

Στο μεταξύ άκουσα ένα ελαφρύ γέλιο και σήκωσα το βλέμμα μου. Τότε είδα τον Χουάν να στέκεται στο παράθυρο του διαδρόμου και να με χαιρετάει. Θα του έδειχνα την επομένη πόσο αστεία ήταν η αλλαγή μου!

«Προβλέπεται μία ακόμα δύσκολη νύχτα», μουρμούρισε η Ορόρα και άρχισε να προχωράει στο πίσω μέρος του κήπου.

Η Κέιζα κι εγώ την ακολουθήσαμε ρίχνοντας πλάγια βλέμματα ο ένας στον άλλον. Με είχε συνεπάρει τόσο η παρουσία της που δεν σκέφτηκα να ρωτήσω γιατί ακολουθούσαμε αυτό τον δρόμο. Όταν όμως είδα την φιγούρα της Έλενας, κατάλαβα ότι απλώς κατευθυνόμασταν στο μεταφορικό μας μέσο.

«Σε ευχαριστώ που ήρθες», αποκρίθηκε η Ορόρα αγκαλιάζοντας την. «Και που δέχτηκες να βοηθήσεις».

Θα βοηθούσε κιόλας; Άρα δεν θα ήμασταν η Ανίερη Τριάδα. Τώρα πόσο καλό ήταν αυτό;

«Είναι δυνατόν να σε άφηνα μόνη σε μια τέτοια στιγμή;», της απάντησε και στράφηκε σε μένα. «Πώς τα πας εσύ;»

«Έχει πιαστεί ο κώλος του να κάθεται. Όλα εμείς τα κάνουμε», πετάχτηκε η Κέιζα κι ένας θεός ξέρει πώς κρατήθηκα να μην χειροδικήσω.

Η Έλενα γέλασε πνιχτά κυρίως με τον τρόπο που άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου και το σαγόνι μου κόντεψε να φτάσει το χώμα.

«Η Κέιζα», είπε. «Έχω ακούσει πολλά για σένα».

«Η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη», απάντησα και στράφηκα σε εκείνη. «Ένα - ένα», της ψιθύρισα.

«Πάμε πριν πάθω νευρικό κλονισμό;», ακούστηκε η Ορόρα.

Η Έλενα ένευσε και άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος μας. Η Ορόρα και η Κέιζα έπιασαν το δεξί της χέρι κι εγώ το αριστερό. Και την επόμενη στιγμή βρισκόμασταν στο εγκαταλελειμμένο εμπορικό.

«Πού αλλού;», μουρμούρισα.

Από πίσω μας ακούστηκαν βήματα και γυρίσαμε για να αντικρίσουμε τους υπόλοιπους φιλοξενούμενους μου. Ήταν όλοι εκεί. Η Νουρ, η Κόρτνεϋ, η Ζεϋνέπ, η Μπουλουχάν, η Λουκία και ο Νόα. Τόσοι πολλοί χρειάζονταν γι' αυτό το κάλεσμα;

«Ξέρουμε ότι έπρεπε να αναζητούμε σπίτι αυτή την στιγμή», πήρε τον λόγο η Ζεϋνέπ. «Αλλά δεν θέλαμε να σε αφήσουμε μόνη σου».

Τα μάτια της Ορόρα άστραψαν από συγκίνηση και κατάλαβα ότι μερικές σταγόνες δακρύων θα ξεχύνονταν στα μάγουλα της.

«Αναζήτηση σπιτιού;», απόρησα. «Για ποιο λόγο; Μην μου πείτε ότι δεν χωράτε στην έπαυλη!»

Ο Νόα γέλασε πνιχτά και με ενημέρωσε πως η Ορόρα τους συμβούλεψε να αναζητήσουν ένα καταφύγιο που δεν θα το γνώριζε ο Ντέμιεν και προ πάντων τα νταμπίρ.

«Παιδιά», μίλησε η Ορόρα. «Δεν θέλω να συναντήσετε τον Εωσφόρο. Ήδη νιώθω απαίσια που πρέπει να το κάνουν η Έλενα με την Λουκία, αλλά η Λίλιθ τόνισε πως χρειάζομαι την ενέργεια τους».

«Κι όταν εμείς χρειαζόμασταν μια σανίδα σωτηρίας ήρθες εσύ», μίλησε η Νουρ. «Μας άνοιξες τα μάτια, μας υπερασπίστηκες. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για να στο ξεπληρώσουμε είναι να σε συντροφεύσουμε μέχρι την Κόλαση».

Η Ορόρα χαμογέλασε αδύναμα και το πρόσωπο της μούσκεψε.

«Είστε το κάτι άλλο», τους ψιθύρισε.

Εκείνοι την πλησίασαν και έγιναν όλοι μαζί ένα κουβάρι αφοσίωσης και θαλπωρής.

Εγώ κι η Κέιζα μείναμε να τους κοιτάμε, κάνοντας ο καθένας διαφορετικές σκέψεις. Εγώ συγκινούμουν με την σχέση της Ορόρα και τους συγκεκριμένους υπηκόους της, ενώ η Κέιζα πάσχιζε να συνηθίσει στην ιδέα ότι η βασίλισσα των νταμπίρ είχε τέτοιου είδους φιλίες. Ή τουλάχιστον, αυτό νόμιζα ότι σκεφτόταν.

«Ξέρω την Ορόρα ένα σημαντικό διάστημα», αποκρίθηκε χωρίς να παίρνει τα μάτια της από την ομαδική αγκαλιά. «Και ποτέ δεν την έχω δει τόσο συγκινημένη χάρις εσένα. Μονίμως δακρύζει για τον ακριβώς αντίθετο λόγο».

«Είσαι ένα μόνιμο πρόβλημα, Κέιζα. Δεν μας άφηνες να ηρεμήσουμε όταν είσαι τριγύρω».

«Κι αυτοί πώς το καταφέρνουν;», υπέδειξε με το βλέμμα της τις δαιμόνισσες και τα βαμπίρ που τώρα ψιθύριζαν καθησυχαστικά λόγια στην βασίλισσα τους. «Όταν αφήνεις τους εξωγενείς παράγοντες να επηρεάσουν την συμπεριφορά σου απέναντι σε κάποιον που αγαπάς, τότε μάλλον...», γύρισε τον κορμό της προς το μέρος μου τραβώντας μου την προσοχή. «Δεν τον αγαπάς αληθινά».

«Άσε με να μαντέψω! Επειδή έχω ακόμα αισθήματα για σένα;»

Εκείνη κάγχασε.

«Επειδή μάλλον είσαι συναισθηματικά ανώριμος».

«Μίλα μου για συναισθηματική ανωριμότητα!»

«Εντάξει», ακούστηκε η φωνή της Ορόρα διακόπτοντας συγκινήσεις και αντιπαραθέσεις. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε».


Bonus:

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top