36. ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΖΗΛΙΑΣ
Κάρτερ
Ο Ντιμίτρι έμεινε μαζί μου όλο το βράδυ. Κι ήταν από τις ελάχιστες νύχτες των τελευταίων επαναλαμβανόμενων τριών χρόνων που ένιωθα ασφαλής. Ο Ντιμίτρι ήταν ο καλύτερος μου φίλος, ο αδερφός που ποτέ δεν είχα και ο πιο σημαντικός φρουρός μου. Μολονότι όλη του την ζωή ονειρευόταν να φυλάει την Ορόρα, εκείνη τον επέλεξε για την δική μου φρουρά, χάρις τη σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας. Πάντα με έκανε να αισθάνομαι ασφαλής, όχι γιατί εκπαιδεύτηκε από νεαρή ηλικία να φροντίζει τους βασιλείς, αλλά επειδή υπήρχε κάτι στον τρόπο που κινούταν γύρω σου, που σε κοιτούσε και που σου μιλούσε καθησυχαστικά, το οποίο καταλάγιαζε κάθε αρνητικό συναίσθημα. Ο Ντιμίτρι ήταν ένας λόγος να πιστέψω σε φύλακες αγγέλους και για να αξίζω κάτι τέτοιο, μάλλον δεν ήμουν τόσο κακός. Αυτό βέβαια λησμονήθηκε όταν έπρεπε να του αφηγηθώ την ζωή μου τα χρόνια που ζούσα με την Ορόρα στην Καλιφόρνια.
Το πρώτο μισό της βραδιάς, μου μίλησε εκείνος για την ζωή του. Εγώ τον είχα παρακινήσει να κάνει την αρχή για να μπορέσω να δουλέψω μέσα μου την δική μου εξομολόγηση. Αν και δεν υπήρχαν σωστές λέξεις για να περιγράψω τον πόνο που προξένησα στην αδερφή του. Και περίμενα ότι θα ήθελε να με χτυπήσει. Ίσως κι εγώ στη θέση του να μην υπολόγιζα την φιλία μας, αν είχε πληγώσει την Μέλανη με τον τρόπο που το έκανα εγώ στην Ορόρα.
Τον πρώτο ενάμιση χρόνο παρέμενε ο Ντιμίτρι που γνωρίζαμε και στις δυο πραγματικότητες, προστατεύοντας την Μαρέβα από τον άκαρδο Αλεχάντρο και προσπαθώντας να τον πείσει να επικοινωνήσει με την κόρη του. Το να την αφήσει να έρθει για μια επίσκεψη στην πατρίδα της δεν τόλμησε ποτέ να το προτείνει, γιατί τον έβγαζε εκτός εαυτού και τον είχε φοβηθεί. Για να σταματήσει λοιπόν ο Ντιμίτρι την αντιπολίτευση, ο Αλεχάντρο άρχισε να περνάει αρκετό χρόνο μαζί του κάνοντας πολύ απλά πράγματα. Έβγαιναν βόλτες, γευμάτιζαν μόνοι τους, παρακολουθούσε τα μαθήματα του στην στρατηγική και πολλές φορές αναλάμβανε ο ίδιος την διάλεξη και περνούσαν στο τεχνικό κομμάτι με το σκάκι, μια αγαπημένη ασχολία πολλών βασιλιάδων. Αυτές οι φαινομενικά αθώες στιγμές, στις οποίες ο Ντιμίτρι δεν είχε υψωμένες άμυνες και ήταν έρμαιο του άντρα που θεωρούσε πατέρα, βοήθησαν τον Αλεχάντρο στο να προβεί σε πλύση εγκεφάλου. Με αργά και σταδιακά βήματα απέκτησε τον πλήρη έλεγχο του μυαλού του Ντιμίτρι μετατρέποντας τον στον ονειρικό υποτακτικό. Έτσι, είχε έναν ακόμα σύμμαχο και ό,τι αφορούσε την Ορόρα έπαψε να ακούγεται στην έπαυλη.
Ο Ντιμίτρι δεν σταμάτησε να την αγαπάει. Ό,τι και να τον είχε πείσει ο Αλεχάντρο πως ήταν η Ορόρα, δεν έπαψε να την αντιμετωπίζει σαν αδερφή του. Όταν έμαθε ότι είχα εξαφανιστεί και θα συναντιόντουσαν όλοι μαζί στην Μόιρα, λυπήθηκε για εκείνη και παράλληλα χάρηκε που θα την έβλεπε ξανά. Είχε μάθει όμως να κρύβει κάθε συναίσθημα, γιατί ο Αλεχάντρο του είχε υποδείξει πως αυτά θα ήταν το τέλος του. Δεν θα μπορούσε να ακουστεί περισσότερο σαν τον Ντέμιεν!
Έτσι, μαθαίνοντας να θάβει ό,τι θεωρούσε ότι τον καθιστούσε ευάλωτο, συνήθισε στην ψυχρή αντιμετωπίσει των πάντων και δεν μπόρεσε να δείξει στην Ορόρα ότι του είχε λείψει. Στο μεταξύ, εκείνη ήταν επιφυλακτική βλέποντας την αλλαγή στην συμπεριφορά του. Επιπλέον, κουβαλούσε ένα μεγάλο μυστικό, κάτι που ο Ντιμίτρι ήταν σε θέση να καταλάβει χάρις τα διδάγματα του Αλεχάντρο. Έτσι, ο σκληρός βασιλιάς επιβεβαιωνόταν και η άλλοτε φιλαλήθης πριγκίπισσα φαινόταν σαν εγκληματίας που πάσχιζε να αποκρύψει τα παραπτώματα της. Η καχυποψία μεγάλωνε μέρα με την μέρα, όπως εκείνη την φορά που πήγε στο δωμάτιο της και δεν την βρήκε, και άρχισε να αφορά κι άλλα νταμπίρ, όπως τον Κέλλαν και την Μέλανη, η οποία τον αντιμετώπιζε περισσότερο ζεστά από τους άλλους.
Ο Ντιμίτρι πίστεψε πως την είχαν βάλει να τον σαγηνεύσει για να του αποσπάσει την προσοχή και όταν κάτι μέσα του σκίρτησε θετικά κοιτάζοντας τα ζεστά, σμαραγδένια της μάτια, μίσησε τον εαυτό του που αφέθηκε και τους άλλους που βρήκαν την αχίλλειο πτέρνα του. Όταν η Ορόρα του ζήτησε να παρηγορήσει την Μέλανη για τον υποτιθέμενο θάνατο μου, βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να της ζητήσει εξηγήσεις. Κι όση ώρα απαιτούσε την αλήθεια, η Μέλανη είχε πάρει την γνωστή πληγωμένη της έκφραση που σε έκανε να πονάς επειδή τόλμησες να στεναχωρήσεις ένα τόσο χαριτωμένο πλάσμα. Κι ο Ντιμίτρι ένιωθε όλο και περισσότερες τύψεις κατηγορώντας την, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Πίστευε ότι η αντίδραση του ήταν αποτέλεσμα ενός χυδαίου θεάτρου κι έγινε ακόμα πιο επιθετικός. Η Μέλανη δεν άντεξε και τον χαστούκισε. Το ράπισμα της ήταν σαν να τον αφύπνισε απότομα από έναν βαθύ λήθαργο, από τον οποίο πετάγεσαι μέσα στα σκεπάσματα και το μυαλό σου αδειάζει ξεχνώντας τα όνειρα σου. Όταν όμως συγκεντρώνεσαι στα συναισθήματα που σου προκάλεσε, ξεπηδούν και οι εικόνες. Και κάπως έτσι ο Ντιμίτρι βρήκε τον εαυτό του.
Η αφήγηση του με είχε συγκινήσει αρκετά, οπότε ήξερα πριν αρχίσω την δική μου ότι κάπου στην μέση θα έσπαγα. Και όντως αυτό έγινε. Όσο του έλεγα πώς καταστράφηκε η σχέση μου με την Ορόρα και τα λάθη που έγιναν κι από τις δυο μεριές σε μια προσπάθεια να τραβήξουμε ο ένας την προσοχή του άλλου, τα μάτια μου μούσκεψαν και ο κόμπος στον λαιμό μου άρχισε να με πνίγει. Μέχρι που έφτασα στις παραμονές αφύπνισης μας και στην νύχτα που η Μέλανη ένιωσε την οριστική ρήξη μεταξύ Ήλιου και Σελήνης. Εκεί το στήθος μου άρχισε να πάλλεται από τους λυγμούς που συνόδευσαν τα δάκρυα και τα λόγια μου.
Είπα όλη την αλήθεια στον Ντιμίτρι για εκείνο το βράδυ που πόνεσα την Ορόρα με τον χειρότερο τρόπο. Δεν μπορούσα να του το κρύψω, κυρίως γιατί έτσι θα καταλάβαινε ότι η αδερφή του κινδύνευε κι έπρεπε να ξοδέψει πολλή ενέργεια προστατεύοντας την. Του είπα πως επέτρεψα στον Ντέμιεν να εισβάλλει στο σώμα μου δίχως να προβάλλω την παραμικρή αντίσταση και τον άφησα να με οδηγήσει σε ένα έγκλημα. Και το κλάμα μου όλο και δυνάμωνε, καθώς θρηνούσα τον έρωτα που έχασα.
Όταν μπορούσα πια να αρθρώσω μια κουβέντα δίχως να ακούγομαι σαν να πνίγομαι, συνέχισα την εξομολόγηση φτάνοντας στο σήμερα.
Ο Ντιμίτρι άκουγε δίχως να σχολιάζει ή να παίρνει κάποια έκφραση που να πρόδιδε τις σκέψεις του. Από ένα σημείο και μετά απλώς έσκυψε το κεφάλι του για να κρύψει το συνοφρύωμα του. Και το εκτίμησα πολύ γιατί έκανε ακριβώς αυτό που ήθελα. Ήταν μια παρουσία μέσα στον χώρο δίνοντας μου το έναυσμα να μιλήσω, αλλά ήταν ταυτόχρονα και ανύπαρκτος καταπολεμώντας κάθε μου δισταγμό. Κι όταν τελείωσα, αισθάνθηκα το τεράστιο βάρος που κουβαλούσα έναν μήνα τώρα να έχει μειωθεί έστω και λίγο. Ήταν αρκετό για να πάρω μια ανάσα δίχως να πονάω.
«Το χειρότερο από όλα είναι ότι ο πατέρας μου είχε δίκιο. Τελικά, είχα ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον».
Ο Ντιμίτρι ανασήκωσε επιτέλους το βλέμμα του και μια υποψία χαμόγελου δέσποσε στα χείλη του.
«Πάντα έχουν δίκιο σε αυτά», είπε χαμηλόφωνα.
Το χέρι του σηκώθηκε διστακτικά και πίστεψα ότι μπορεί τελικά να δεχόμουν το χαστούκι που άξιζα. Ο Ντιμίτρι όμως έσφιξε τον πήχη μου τόσο όσο να μην πονέσω.
«Δεν έχω λόγια. Δεν μπορώ να σου πω πόσο λυπάμαι που τα περάσατε όλα αυτά».
Ίσως και να ήθελα να μου θυμώσει, να φωνάξει, να με χτυπήσει ώστε να υψωθούν οι άμυνες μου. Τώρα το μόνο που κατάφερε ήταν να φέρει νέο κύμα δακρύων και να συνεχίσω τον θρήνο μου.
Το υπόλοιπο της βραδιάς κύλησε με μένα να σπαράζω και εκείνον να με παρηγορεί. Υπήρχαν και μικρά διαλείμματα στα οποία έπρεπε να δίνω περισσότερες πληροφορίες για το ξόρκι και τα δεδομένα μας για ό,τι αφορούσε τον Ντέμιεν, αλλά ήταν μικρά. Μόλις η όραση μου θόλωνε από τα δάκρυα, αργούσαν πολύ να στεγνώσουν. Μέχρι που η αυγή μας βρήκε στο πάτωμα του νεκροτομείου που τόση υγρασία δεν θα είχε υπομείνει ούτε το φθινόπωρο.
Όταν ένιωθα αρκετά ανακουφισμένος, δίχως άλλο απόθεμα δακρύων, ο Ντιμίτρι έφυγε για λίγη ώρα από το δωμάτιο και επέστρεψε με ένα ποτήρι νερό.
«Το ξέρεις ότι δεν το χρειάζομαι αυτό, έτσι;»
Εκείνος γέλασε ελαφρά κι ήρθε να καθίσει δίπλα μου.
«Άσε με να σε φροντίσω λίγο. Είναι ντροπή που έμεινες τόσα χρόνια δίχως τον βασικό φρουρό σου».
«Καμία ντροπή», του απάντησα και ήπια το νερό.
«Δύο δωμάτιο παραπέρα γεννήθηκε ο Μάικλ», αποκρίθηκε και το χαμόγελο του πλάτυνε.
«Είδες πώς μεγάλωσε;»
Εκείνος ένευσε γρήγορα και τα μάτια του άστραψαν.
«Είναι ένας γλύκας. Και πανέξυπνος!»
«Τα γονίδια της μητέρας του», παραδέχτηκα.
«Και το λάδι του νονού», μου έκλεισε το μάτι κάνοντας με να γελάσω.
«Και ένα δωμάτιο παραπέρα είναι τα πτώματα της Τατιάνα και της Εριέττα, που θυσιάστηκαν για να τον σώσουν».
Η εύθυμη διάθεση του έσβησε και αντανακλαστικά κοίταξε τον τοίχο που μας χώριζε από τις κυρίες.
«Είναι κρίμα να βρίσκονται σε ένα ψυγείο. Τους αξίζει μια τιμητική κηδεία».
«Ίσως να το προτείνεις στην Ορόρα. Θα την βοηθήσει να ξεσπάσει, γιατί κι εκείνη κρύβει πολλά συναισθήματα».
Με διαβεβαίωσε πως θα το μετέφερε στην Ορόρα και για την υπόλοιπη ώρα μείναμε σιωπηλοί για να ηρεμήσουμε. Με τον Ντιμίτρι είχα την απαιτούμενη οικειότητα να μην πω τίποτα και να μην αγχώνομαι για το αν αυτό ήταν άβολο. Το ίδιο ίσχυε και για εκείνον.
Νωρίς το πρωί, πριν ξημερώσει για τα καλά, ακούστηκαν βαριά βήματα στον διάδρομο. Εγώ αμέσως τινάχτηκα όρθιος και έτρεξα στο φορείο, ενώ ο Ντιμίτρι κοντοστάθηκε πίσω από την πόρτα. Η μυρωδιά ήταν γνώριμη και μάλλον ήταν κάποιος γνωστός μας. Ακόμα δεν είχα μάθει να ξεχωρίζω τα βήματα και τις μυρωδιές των νταμπίρ, αλλά δεν το είχα θέσει κι ως στόχο, αφού μέχρι στιγμής συζούσα με τον υπόκοσμο. Ίσως από εδώ και πέρα να άλλαζε αυτό.
«Εγώ είμαι», ακούστηκε η σιγανή φωνή του πατέρα μου και ο Ντιμίτρι του άνοιξε την πόρτα. «Πώς είστε;», μας ρώτησε παρατηρώντας τα πρόσωπα μας.
«Μια χαρά», του απάντησε ο Ντιμίτρι με ένα ειλικρινές χαμόγελο.
«Οφείλω να σε ευχαριστήσω. Η κόρη μου λάμπει ολόκληρη και ο γιος μου έχει ξεχάσει τα χθεσινοβραδινά, φονικά ένστικτα».
«Δεν χρειάζεται να με ευχαριστήσεις. Χαρά μου να τους συνδράμω».
«Τι έγινε με τον Μάικλ;», πήρα τον λόγο. «Είναι αλήθεια αυτά που μου είπε ο Ντιμίτρι; Τον αλυσοδέσατε στο μπουντρούμι;»
Μέχρι στιγμής δεν είχα δώσει την απαραίτητη σημασία στο θέμα, γιατί αναδύθηκαν οι άσχημες αναμνήσεις του κοντινού παρελθόντος. Αλλά τώρα είχα την ευκαιρία να υπερασπιστώ την σωματική ακεραιότητα του ξαδέρφου μου.
«Δεν ήταν δική μου ιδέα», αντέδρασε ο πατέρας μου.
«Δεν έφερες και καμία αντίρρηση όμως».
«Θα έστελνε νταμπίρ στην έπαυλη να σε βρουν με ένα μάτσο βαμπίρ και δυο δαίμονες. Η υποβολή όμως δεν θα τον κρατούσε για πάντα αδρανή. Όταν ξύπναγε, θα καταλάβαινε ότι η Ορόρα τον υπέβαλε και τότε θα μας έριχνε ο ίδιος στο πηγάδι των προδοτών. Είναι ένα έκτακτο μέτρο που σύντομα πιθανόν να εγκαταλείψουμε, αφού από εδώ και πέρα θα περνάτε πολύ χρόνο μαζί. Θα πάμε στην Μόιρα».
«Τώρα;»
«Θέλεις αργότερα; Κατά το μεσημεράκι που θα καίει ο ήλιος; Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή. Δεν έχει ξημερώσει τελείως και δεν κυκλοφορεί πολλής κόσμος».
«Και τι θα πούμε στην Σάρα;», απόρησε ο Ντιμίτρι.
«Της έστειλα μήνυμα ότι θα φέρω τον Κάρτερ στο παλάτι, γιατί δεν θέλω να τον σκέφτομαι σε ένα ψυγείο. Γονιός είναι, θα με καταλάβει. Αφήστε τώρα την πολυλογία και πάμε σπίτι. Θα αναλύσουμε ό,τι θέλετε εκεί».
Φύγαμε από το νοσοκομείο σαν κομάντο. Τα δυο νταμπίρ προπορεύονταν ελέγχοντας την περίμετρο, κάτι που έκανα έτσι κι αλλιώς κι εγώ χάρις τις οξυμένες μου αισθήσεις. Πράγματι δεν κυκλοφορούσε πολλής κόσμος και ευτυχώς ο πατέρας μου είχε προνοήσει να παρκάρει το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά από την είσοδο. Όταν τελικά μπήκαμε στο όχημα, του είπα ότι αδίκως ταλαιπωρηθήκαμε, γιατί θα τον συνέφερε να τους δουν να κουβαλάνε το σώμα μου. Αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός συνειδητοποιώντας ότι συνέχιζε την παράδοση των λάθος αποφάσεων, έβαλε μπρος και κατευθυνθήκαμε στο παλάτι.
Μπήκαμε με την ίδια διακριτικότητα που φύγαμε από το νοσοκομείο και έπειτα πορευτήκαμε πιο χαλαροί στο υπόγειο. Εκεί βρίσκονταν η Άσλεη με τον Αλεχάντρο κι ένας δεμένος και φιμωμένος Μάικλ έτοιμος να εκραγεί.
Μόλις συναντήθηκαν τα βλέμματα μας μουρμούρισε κάτι και φαντάστηκα ότι μου ζητούσε να τον λύσω. Μπήκα στον πειρασμό να το κάνω, αλλά ήταν παρόντα τέσσερα νταμπίρ που ήξεραν να παλεύουν με βρικόλακες. Η μάχη ήταν ήδη καταδικασμένη.
«Ποιανού ιδέα ήταν αυτό;», ρώτησα δείχνοντας τον Μάικλ, ο οποίος τώρα με κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, επειδή δεν τον απελευθέρωσα.
«Της Ορόρα», απάντησε παραδομένος ο πατέρας μου, που είχε ακούσει επικό εξάψαλμο στον δρόμο.
Την επόμενη στιγμή, ακούστηκαν ανάλαφρα βήματα να κατεβαίνουν τις σκάλες χοροπηδηχτά. Αυτή ήξερα ότι ήταν η Μέλανη, γιατί πάντα το έκανε αυτό στα σκαλοπάτια κερδίζοντας πολύ γκρίνια από τους γονείς μας.
«Καλά άκουσα το αυτοκίνητο. Καλώς ήρθες», αποκρίθηκε με περίσσια άνεση, λες και δεν είχαμε αιχμάλωτο παραδίπλα.
«Πώς και είστε όλοι ξύπνιοι;»
«Εμείς οι τρεις έχουμε αναλάβει την φύλαξη», μου απάντησε η Άσλεη δείχνοντας τον εαυτό της και τον Αλεχάντρο με το δάχτυλο της και την Μέλανη με το βλέμμα της.
«Στον Σον τι λέτε;»
Η σιωπή και η ενοχή στα βλέμματα τους μου έδωσε την απάντηση που δεν μοιράστηκαν τα χείλη τους.
«Θα πάθει τίποτα με τόση υποβολή».
Όλοι κατάλαβαν ότι μιλούσα για την Ορόρα.
«Το κάνουμε εναλλάξ», αποκρίθηκε η Μέλανη κι άρχισε να παίζει με το πέτο μου. «Ε θα βοηθήσεις κι εσύ από εδώ και πέρα», ζήτησε ναζιάρικα.
Ο Μάικλ χτύπησε τα πόδια του στο πάτωμα και μουρμούρισε δυνατότερα. Πολύ πιθανόν να έβρισε και δεν τον αδικούσα.
«Δεν νομίζω ότι θα πετύχουμε τίποτα με όλο αυτό».
«Η οργή σε βοήθησε να θυμηθείς», είπε ο πατέρας μου.
«Ναι αλλά και να θυμηθεί, θα παραμείνει θυμωμένος με το ότι τον δέσαμε σαν να είναι δολοφόνος».
«Όταν θυμηθεί, θα καταλάβει».
«Πού είναι η Ορόρα;», τους ρώτησα και τότε επικράτησε νεκρική σιγή με εκείνους να ανταλλάσσουν πλάγια βλέμματα.
«Τι έγινε;», απόρησε ο Ντιμίτρι.
Οι καρδιές των υπολοίπων άρχισαν να σφυροκοπούν στο στήθος τους και οι ανάσες τους επιτάχυναν. Η όλη κατάσταση ούρλιαζε κίνδυνος κι εγώ άρχισα να τρέχω στο δωμάτιο της αγνοώντας τις φωνές τους.
Δεν επιβράδυνα καθόλου μόλις βρέθηκα στον διάδρομο του πρώτου ορόφου κι ας ήξερα ότι κινδύνευα να με δει ο οποιοσδήποτε. Κάτι είχε συμβεί στην Ορόρα ή στον γιο μας και έπρεπε να είμαι μαζί τους. Ήθελα να είμαι μαζί τους! Γι' αυτό και χρησιμοποίησα λίγη από την ταχύτητα των βρικολάκων, ώστε να βρεθώ στο δωμάτιο της μια ώρα αρχύτερα. Αλλά δεν την είδα στο κρεβάτι, όπως το περίμενα. Ήταν καθισμένη στο γραφείο της και μελετούσε ένα κομμάτι χαρτί. Βέβαια όταν εισέβαλα στην κρεβατοκάμαρα, τινάχτηκε προς τα πίσω και η προσοχή της στράφηκε σε μένα.
«Γεια», αποκρίθηκε αβέβαιη.
«Γεια», απάντησα βαριανασαίνοντας. Γιατί όμως; Αφού δεν είχα λαχανιάσει πραγματικά. Η συνήθεια ήταν μεγάλο πράγμα! «Είσαι καλά;»
«Εσύ είσαι;», αντιγύρισε την ερώτηση ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι.
Έριξα μια ματιά τριγύρω και συνειδητοποίησα ότι ο Μάικλ δεν ήταν πουθενά. Όταν την ρώτησα, με ενημέρωσε πως είχε αποκοιμηθεί στο δωμάτιο της Μέλανη μαζί με την Χόουπ και δεν ήθελαν να τους ταράξει ή να χαλάσει την όμορφη εικόνα.
«Γιατί ήρθες σαν σίφουνας; Τι έγινε; Ή μάλλον άσε, κατάλαβα. Θύμωσες με αυτό που κάναμε στον Μάικλ».
«Όχι! Δηλαδή, ναι. Αλλά δεν ήρθα γι' αυτό», ξεφύσησα για να ανακτήσω τον έλεγχο του εαυτού μου.
«Θέλεις να μου πεις γιατί ήρθες, αφού κλείσεις την πόρτα; Αν σε δει κανείς, θα έχουμε κι άλλα δράματα».
Υπάκουσα στην εύλογη υπόδειξη της κι έπειτα της εξήγησα τι με είχε φέρει τρέχοντας στο δωμάτιο της. Φρόντισα να υπογραμμίσω την ανησυχία μου για τον Μάικλ για να μην της δώσω το έναυσμα να μου απαντήσει με σεξουαλικά υπονοούμενα, γιατί δεν ήξερα πότε θα είχα πρόσβαση σε κρύο ντουζ. Εκείνη όμως δεν έδειξε να έχει όρεξη γι' αυτά, γεγονός που με ανησύχησε ακόμα περισσότερο.
«Λίγο πριν τα μεσάνυχτα βρέθηκε αυτό στο κρεβάτι μου», μου είπε και σηκώθηκε για να μου δώσει το χαρτί που κρατούσε. «Έλειψα για λίγο ψάχνοντας τον Μάικλ με την Χόουπ και την Μέλανη και όταν επέστρεψα, αυτό ήταν στο μαξιλάρι μου».
Το χαρτί φαινόταν παλιό κι είχε σκιστεί από κάποιο βιβλίο ή τετράδιο, οι σελίδες του οποίου είχαν κιτρινίσει εδώ και χρόνια. Ο γραφικός χαρακτήρας μου ήταν άγνωστος, αλλά νομίζω πως είχα μια ιδέα για το ποιος το έστειλε, οπότε και περίμενα να διαβάσω μια απειλή ή έστω προειδοποίηση. Αυτό που διάβασα εν τέλει ήταν πέραν κάθε προσδοκίας.
Η μικρή Εύα σηκώνεται με χαρά και τρέχει στο δάσος. Οι τρεις νεράιδες της ετοιμάζουν μια μεγάλη γιορτή για τα γενέθλια της. Κλείνουν τα παντζούρια για να μην καταλάβει κανείς ότι δεν είναι απλές χωριατοπούλες. Η Εύα χορεύει μέσα στο δάσος αναζητώντας άντρες από το μακρινό παρελθόν. Βρίσκει μονάχα έναν σκορπισμένο σε λιβάδια και βουνοκορφές και η θλίψη την κυριεύει. Στο μεταξύ, οι νεράιδες έχουν έτοιμο το δώρο της· την έξοδο της από το δάσος της συμφοράς. Και σαν φύγει από αυτό, θα βρει έναν καθρέφτη όπου θα κοιτάξει το είδωλο της. Και η έκπληξη της θα είναι μεγάλη, καθώς θα καταλάβει ότι είναι δυο ψυχές σε ένα σώμα. Μία ήταν ήδη ελεύθερη και μία πρέπει να δραπετεύσει. Θα την αφήσει ο κακός μάγος;
Η δική μου έκπληξη που δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτα θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από της Εύας. Σήκωσα το βλέμμα μου με μάτια και στόμα ορθάνοιχτα και αν τότε η Ορόρα δεν ξενέρωνε μαζί μου, δεν θα το έκανε ποτέ.
«Ε;», αναφώνησα.
Εκείνη πήρε το χαρτί από τα χέρια μου και του έριξε μία ακόμα ματιά.
«Αρχικά, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι αυτός δεν είναι ο γραφικός χαρακτήρας του Ντέμιεν. Τον έχω μάθει καλά, αφού πάντα λάμβανα ραβασάκια μαζί με πτώματα. Επιπλέον, λείπει η υπογραφή του και δεν υπάρχει άμεση απειλή. Άρα είμαστε σίγουροι ότι δεν είναι αυτός».
«Είμαστε;»
Η Ορόρα ένευσε γρήγορα και άφησε το χαρτί στο γραφείο της.
«Υπάρχει και ένας σύμμαχος της Κέιζα για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτα».
«Της το δείξατε;»
«Όχι», μου απάντησε. «Δεν θα την ξυπνούσα στην μέση της νύχτας. Θα περιμένω να περάσει η ώρα μέχρι να της τηλεφωνήσω».
«Είμαστε με τα καλά μας; Μας νοιάζει περισσότερο ο ύπνος της από αυτό;»
Μόλις ύψωσα τον τόνο της φωνής μου, μου έριξε ένα απειλητικό βλέμμα.
«Είχα κι άλλες δουλειές Κάρτερ», γρύλισε.
«Τι δουλειές;»
Πριν μου απαντήσει, χτύπησε η πόρτα και δεν μας άφησαν να ρωτήσουμε ποιος ήταν. Ο πατέρας μου πήρε την πρωτοβουλία να μπει μέσα υποδεικνύοντας μας να μην φωνάζουμε.
«Τόση ώρα εσύ πήγαινες πάνω κάτω στον διάδρομο;», τον ρώτησα χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω.
«Ήθελα να σιγουρευτώ ότι δεν θα έσπαγες το δωμάτιο», μου απάντησε. «Τώρα γιατί φωνάζετε;»
«Τι δουλειές είχες;», επέμεινα αγνοώντας την ανάκριση.
«Το γράμμα μιλάει για έναν άντρα από το παρελθόν», μίλησε η Ορόρα.
«Αυτό δεν ήταν γράμμα. Αυτή ήταν παράφραση της Ωραίας Κοιμωμένης του Disney».
Εκείνη σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της προειδοποιώντας με με το βλέμμα της να μην την διακόψω ξανά.
«Ο οποίος βρέθηκε λίγο πολύ διαμελισμένος», συνέχισε όταν υποσχέθηκα να μην μιλήσω μέχρι να ολοκληρώσει. «Άρα κάποιος δικός μου έχει πεθάνει. Με βάση το γεγονός ότι η Κόρτνεϋ θυμήθηκε το βράδυ που πέθανε ο Ζάβιερ, πίστεψα ότι μείον ένας από την μεριά του Ντέμιεν ισούταν με συν ένας δικός μου. Ίσως όμως έκανα λάθος. Γιατί μία ώρα αφότου έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Χουάν, το γράμμα με ενημέρωσε για τον θάνατο κάποιου δικού μου».
Έσφιξα την γροθιά μου προσπαθώντας να μην βάλω τις φωνές, όχι επειδή μάθαινα τώρα για το διεστραμμένο παραμύθι της Εύας, αλλά για τον...
«Χουάν;», μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου. «Τι ήθελε;»
«Να βγούμε για κανέναν καφέ! Εσύ τι λες; Θυμήθηκε Κάρτερ! Κάποιος πέθανε και ο Χουάν αφυπνίστηκε. Προφανώς δεν έχει σημασία σε ποιανού το στρατόπεδο άνηκε. Ίσως η αφύπνιση της Κόρτνεϋ συνέπεσε με τον θάνατο του Ζάβιερ. Δεν ξέρω. Θα μάθουμε περισσότερα όταν φτάσει στο Πόρτλαντ».
«Θα έρθει εδώ;»
«Είναι δυνατόν να τον αφήσω μόνο του στην Ισπανία; Φυσικά και θα έρθει. Απόψε βράδυ θα είναι εδώ με τους υπόλοιπους Σάντος. Και όχι, δεν τους είπα τίποτα για τον Χουάν. Απλώς φρόντισα να του κλείσω εισιτήρια στην ίδια πτήση».
«Ελπίζω να μην μείνει στην Μόιρα!»
«Θα δούμε πού θα μείνει. Δεν είναι αυτό το θέμα μας».
«Πώς δεν είναι; Μιλάμε για τον...» Πρώην σου! «Έναν θνητό».
«Ακούγεσαι σαν να ζηλεύεις», πετάχτηκε ο πατέρας μου και γύρισα να τον κοιτάξω σαστισμένος.
Σοβαρά; Αλήθεια; Ήταν δυνατόν; Με έδινε έτσι στεγνά και δεν υπήρχε ίχνος μεταμέλειας στην έκφραση του όταν στράφηκα σε εκείνον με τον κρύο ιδρώτα να λούζει την ράχη μου. Απλώς με κάρφωνε με το υπεροπτικό βλέμμα του και σκέφτηκα να αφήσω τις φωνές για αργότερα. Αν ξεσπούσα, η Ορόρα θα πίστευε ότι όντως ζήλευα. Βέβαια όταν στράφηκα ξανά σε εκείνη, η κούραση και η ένταση είχαν αντικατασταθεί από την άτακτη διάθεση, η οποία ζωγραφιζόταν στο μειδίαμα της.
«Φυσικά και όχι», ξέσπασα. «Απλώς... δεν... τον... συμπαθώ;»
«Με ρωτάς;», αποκρίθηκε η Ορόρα.
«Όχι. Είμαι σίγουρος. Δεν τον συμπαθώ. Αυτό».
Και παρόλο που με έτρωγε η περιέργεια να μάθω την υπόλοιπη θεωρία τους για το γράμμα, αποφάσισα πως ένα νευριασμένος Μάικλ ήταν πολύ προτιμότερος από την συμμαχία Κέλλαν - Ορόρα.
Ορόρα
Πήρα πρωινό με τους γονείς μου και τον Ντιμίτρι και επιτέλους, μετά από πολύ καιρό, ήμασταν ξανά αληθινή οικογένεια. Μπορεί η μητέρα μου να ήταν ακόμα επηρεασμένη από το μεγάλο ξόρκι, αλλά δεν ήταν εντελώς διαφορετική. Η αγάπη της για εμάς ήταν ίδια και απαράλλακτη. Αυτό που έπρεπε να διορθώσουμε ήταν η υποτακτικότητα της και την επιστροφή των ευχάριστων και αληθινών αναμνήσεων της.
Στο τραπέζι επικράτησε αρκετής διάρκειας σιωπή, αλλά δεν ήταν εντελώς αμήχανη. Ο νευρικός της υπόθεσης ήταν ο πατέρας μου, οι τύψεις του οποίου μεγάλωναν ώρα με την ώρα. Κοιτούσε την μητέρα μου κι έβλεπε όλα όσα της επέτρεψε να συμβούν εξαιτίας του Ντέμιεν. Έτσι, έβλεπα κι εγώ τον Κάρτερ στον πατέρα μου και η ελπίδα μου αναθάρρευε. Κάποια στιγμή κι εκείνος θα αντιμετώπιζε το σοκ και θα με κοιτούσε με την ίδια προσμονή να επιστρέψουμε σε αυτό που ήμασταν κάποτε. Ναι, θα γινόταν. Ο Ήλιος και το Φεγγάρι ήταν γραφτό να είναι μαζί.
Ο Ντιμίτρι πάλι, είχε μια μελαγχολική έκφραση κάθε φορά που ανταλλάσσαμε ματιές, αλλά φρόντιζε να μου χαμογελάει, ενώ που και που ένιωθε την ανάγκη να μου πιάσει το χέρι. Πιθανόν είχε το δικό του μερίδιο τύψεων να ταλανίζουν το μυαλό του, αλλά είχε πιο όμορφο τρόπο να τις καταλαγιάζει. Κι αυτή η θαλπωρή που εκπέμπαμε, άρεσε πολύ στην μητέρα μου. Της φαινόταν άλλωστε ως αδερφική αγάπη και συμπαράσταση την ώρα που το σκοτεινό πέπλο του θανάτου είχε απλωθεί ξανά στην Μόιρα. Δεν είχε όμως ιδέα πόσο δίκιο είχε μέσα στην λάθος εντύπωση της.
Όταν ολοκληρώθηκε το γεύμα μας, ο πατέρας μου ζήτησε από την μαμά να κάνουν μία βόλτα στον κήπο με έναν βαθύ αναστεναγμό. Δεν έδωσε την εντύπωση ότι αυτή η αντίδραση ήταν η αγανάκτηση του που της ζητούσε κάτι τέτοιο. Το γεγονός ότι έπιασε το χέρι της λες κι αυτό το κράτημα θα τον έσωζε από την κατάρρευση λειτούργησε ως επιβεβαίωση. Ο αναστεναγμός ήταν στην πραγματικότητα μια κραυγή απόγνωσης προς εμάς, γιατί δεν άντεχε την άγνοια της μητέρας μου.
«Θέλει να της δώσουμε την δόση», συμπέρανε ο Ντιμίτρι μόλις μείναμε οι δυο μας.
«Θα την φυλάξουμε για την Μόνι», ξεκαθάρισα. «Αυτό αρνούμαι να το διαπραγματευτώ».
Εκείνος δεν επέμεινε στο συγκεκριμένο ζήτημα. Γύρισε τον κορμό του ώστε να είμαστε αντικριστά και πήρε τα χέρια μου στα δικά του.
«Χθες βράδυ ο Κάρτερ μου είπε όλα όσα έγιναν μεταξύ σας αυτά τα χρόνια».
Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Αυτοί οι δυο ήταν κολλητοί και το αντίθετο θα με ανησυχούσε. Ένιωσα και λίγο άσχημα που ό,τι είχε ακούσει προήλθε από τους Μάρεϊ κι όχι την αδερφή του, αλλά ο Ντιμίτρι δεν με κατηγόρησε.
«Όπως και τι ακριβώς έγινε το βράδυ που θυμήθηκε η Μέλανη».
Αντανακλαστικά τράβηξα τα χέρια μου, γιατί η ανάμνηση της αποφράδας νύχτας με έκανε να νιώθω βρώμικη. Κι άρα δεν ήθελα να με ακουμπάει κανείς.
«Μάλιστα», είπα μετά από ενός λεπτού σιγής έχοντας χαμηλώσει το βλέμμα μου στο τραπέζι.
«Ορόρα δεν...»
Κούνησα γρήγορα το κεφάλι μου αποτρέποντας τον από το να συνεχίσει. Στην πραγματικότητα, πάλευα με τα δάκρυα που τόλμησαν να ανέβουν στα μάτια μου. Δεν θα έκλαιγα ξανά για το καθίκι. Δεν του άξιζε. Χαμογέλασα λοιπόν δυνατά, σε σημείο να πονέσει το δέρμα μου και γύρισα ξανά προς το μέρος του.
«Ό,τι έγινε, έγινε. Τώρα είμαστε εδώ όρθιοι και ετοιμοπόλεμοι».
«Μην προσποιείσαι μαζί μου. Είναι λογικό να πονάς».
Σηκώθηκα όρθια και αναστέναξα γρυλίζοντας.
«Όσο κλισέ κι αν ακουστεί αυτό που θα σου πω, είναι η αλήθεια και πρέπει να την σεβαστείς: Δεν θέλω να το συζητήσω».
Του είχα γυρίσει την πλάτη και δεν έβλεπα τις εκφράσεις του. Ήξερα όμως ότι συνοφρυωνόταν και δάγκωνε τα χείλη του μέχρι να αποφασίσει τι θα έλεγε για να με πείσει. Ήταν δυο νευρικές αντιδράσεις που αναπόφευκτα ξεπατίκωσε από μένα.
«Ούτε εγώ θέλω να ακουστώ κλισέ λέγοντας σου ότι όσο το κρατάς μέσα σου, τόσο το χειροτερεύεις, αλλά θα το κάνω».
Γύρισα τρία τέταρτα τον κορμό μου προς εκείνον και σκέφτηκα πως αν για λίγο με έβλεπε στα πρόθυρα κατάρρευσης, θα σταματούσε να επιμένει.
«Αν διανοηθώ να μιλήσω για εκείνη την νύχτα, θα πρέπει να την ζήσω ξανά. Και τότε θα ξεχάσω όλους τους λόγους που με κρατάνε στην ζωή».
Τα λόγια μου δεν τον σόκαραν. Ήξερε πόσο αυτοκαταστροφική μπορούσα να γίνω σε κάποιο ξέσπασμα μου. Παρόλα αυτά δεν του ήταν ευχάριστο. Και σε αυτό ήλπιζα για μια διακοπή της συζήτησης.
«Θα τον εκδικηθώ», είπε χαμηλόφωνα και με ένα θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη του. «Μα τω Θεώ Ορόρα, θα τον εκδικηθώ γι' αυτό που σας έκανε».
Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα πως έπρεπε να τον ευχαριστήσω. Έπρεπε να πάρει κάποιος εκδίκηση γι' αυτό που είχε κάνει κι ήξερα πως εγώ κι ο Κάρτερ δεν θα βρίσκαμε το κουράγιο να τον αντιμετωπίσουμε. Ο Ντιμίτρι θα ήταν η κατάλληλη επιλογή, αν σκεφτόμουν ποτέ να τον θυσιάσω.
«Απλά ξέχνα το. Κάποια στιγμή θα καταφέρω να το κάνω κι εγώ. Ίσως να ζητήσω από κάποιον να με υποβάλλει», γέλασα πνιχτά. Δεν αστειευόμουν εντελώς.
«Οι εμπειρίες μας είναι αυτές που μας διαμορφώνουν».
«Και μας φορτώνουν ταμπέλες που δεν θέλουμε να μας χαρακτηρίζουν. Πες με υπερβολική, αλλά δεν θα ήθελα να είμαι για πάντα η βιασμένη βασίλισσα».
Όταν το είπα φωναχτά, κάτι μέσα μου πάγωσε. Κάθε φορά που το ξεστόμιζα, ένιωθα να χάνω ένα κομμάτι μου. Στην Καλιφόρνια πίστεψα ότι η αίσθηση οφειλόταν στο γεγονός ότι η πληγή είχε ανοίξει πρόσφατα. Όμως τώρα κατάλαβα ότι αυτή η πληγή δεν θα έκλεινε ποτέ κι όσο την σκάλιζα θα έχανα τον εαυτό μου, την ψυχή μου. Και στο τέλος θα έμενε το κατακρεουργημένο κουφάρι που είχα αντικρίσει εκείνο το βράδυ στον καθρέφτη.
«Ορόρα!»
Η φωνή της Μέλανη αναθέρμανε ό,τι είχε απομείνει για να ζεσταθεί μέσα μου και έδωσε επιτέλους τέλος στην επώδυνη συζήτηση.
«Τι έγινε;», την ρώτησε τρομαγμένος ο Ντιμίτρι μόλις μπήκε στην τραπεζαρία λαχανιασμένη.
«Μου τηλεφώνησε η Κέιζα», απάντησε κοιτάζοντας εμένα. «Πρέπει να πάμε αμέσως στο νοσοκομείο».
«Έπαθε κάτι;»
«Όχι, εκείνη».
Όση ώρα ανεβαίναμε στο δωμάτιο μου για να πάρω το γράμμα με την αλλόκοτη ιστορία, η Μέλανη μου μετέφερε όσα της είχε πει η Κέιζα για τον Τσέις και τον Σκοτ και τον λόγο που ήταν πολύ εύκολο να τους κρατήσει μακριά από το παλάτι. Για την ακρίβεια, εκείνη δεν είχε κάνει τίποτα γιατί οι φίλοι μας ήταν απασχολημένοι να τσακώνονται για την Οκτόμπερ. Και σήμερα το πρωί, η κατάσταση δεν είχε βελτιωθεί ούτε στο ελάχιστο παρά τα ατελείωτα χθεσινά ξεσπάσματα. Μόλις λοιπόν ο Τσέις είπε στον Σκοτ το προφανές, ότι δεν είχε το δικαίωμα να του λέει με ποιον θα συναναστρέφεται, ο Σκοτ τον χτύπησε και του έσπασε την μύτη.
Όταν τελικά βρεθήκαμε στο νοσοκομείο, συναντήσαμε την Κέιζα στην είσοδο και καθώς μας οδηγούσε στα επείγοντα, όπου κούραραν τον Τσέις, συμπλήρωνε όσα δεν είχε αναφέρει στο τηλέφωνο.
«Ο Σκοτ έχει πειστεί ότι ο Τσέις και η Οκτόμπερ βγαίνουν ραντεβού. Ο Τσέις προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη αμέτρητες φορές. Σήμερα το πρωί απηύδησε και του ξεκαθάρισε πως αν ήθελε να βγει με μια κοπέλα, δεν θα του ζητούσε την άδεια. Και παραλίγο να χρειαστεί πλαστική».
Με γρήγορες δρασκελιές φτάσαμε στην κουρτίνα πίσω από την οποία η Οκτόμπερ παρηγορούσε έναν εξαντλημένο Τσέις. Γύρω από τα πράσινα μάτια του δέσποζαν μαύροι κύκλοι, ενώ η μύτη του είχε πάρει ένα σκούρο μωβ χρώμα, το οποίο έκανε αντίθεση με τον λεπτό, λευκό επίδεσμο που είχαν τοποθετήσει στην κορυφή της τραυματισμένης του μύτης.
«Ω Τσέις», ξεφύσησε η Μέλανη και έσκυψε να τον αγκαλιάσει.
Εκείνος ανταπέδωσε και μόλις απομακρύνθηκε, το βλέμμα του ρίχτηκε σε μένα.
«Εσύ θα με αγκαλιάσεις ή φοβάσαι μην σε λερώσω;»
Ανασήκωσα το φρύδι μου μπερδεμένη για τον λόγο που πίστευε ότι θα με ενοχλούσε κάτι τέτοιο. Το μυαλό μου όμως ξεκαθάρισε το τοπίο φέρνοντας στην κορυφή των αναμνήσεων την μέρα που και στο παρελθόν ο Τσέις είχε βρεθεί στο νοσοκομείο εξαιτίας του Σκοτ. Η αιτία ήταν πάλι η Οκτόμπερ -όχι ακριβώς με αυτό τον τρόπο- κι όταν τον γύρισα στο σχολείο, του έκανα πλάκα με τον Κάρτερ. Και το ότι με λέρωνε ήταν ένα από τα σχόλια που είχα κάνει.
«Θυμάσαι;», σχεδόν τσίριξα και η Κέιζα μου υπέδειξε να ησυχάσω.
«Θυμάται», μου απάντησε η Οκτόμπερ και ο Τσέις ένευσε μισοχαμογελώντας.
Η Μέλανη τον αγκάλιασε ξανά ενθουσιασμένη και συμμετείχα κι εγώ στην ομαδική αγκαλιά.
«Μας έλειψες», του είπα.
«Το καλό που σας θέλω».
«Επέστρεψε για τα καλά», αποκρίθηκε η Μέλανη γελώντας.
«Κάντε ησυχία», επανέλαβε η Κέιζα. «Υποτίθεται ότι πενθείτε!»
Ο Τσέις παρατήρησε τα μαύρα μας ρούχα και μασούλησε το ούλο του.
«Η Οκτόμπερ μου είπε ότι ο Κάρτερ δεν πέθανε στα αλήθεια».
«Ζει», τον διαβεβαίωσα. «Απλά είναι λίγο...»
«Βρικόλακας», είπε η Κέιζα ταράζοντας τον.
«Θα σου εξηγήσω», αποκρίθηκε η Μέλανη.
Κι αφού εκείνη θα αναλάμβανε την γρήγορη ενημέρωση του, πήρα την Κέιζα παραπέρα για να της δείξω το γράμμα.
«Είναι ο γραφικός χαρακτήρας του έμπιστού σου;», την ρώτησα, αφού της είπα πού και πότε το βρήκα.
«Ναι», μου απάντησε καθώς το μελετούσε. «Είχα ξεχάσει πόση φαντασία έχει», γέλασε με το παραμύθι.
«Εσένα δεν σου έχει στείλει τίποτα;»
«Όχι, εξάλλου εμείς δεν επικοινωνούμε με επιστολές, αφού γνωρίζω την όψη...», σκέφτηκε λίγο πριν εκμυστηρευτεί έστω το φύλο του αποστολέα. Τελικά επέλεξε να αναφέρεται στο άγνωστο πρόσωπο με πληθυντικό. «Τους. Κι όταν μπορούσε να ανέβει στην Μόιρα, ερχόταν αμέσως στο νεκροταφείο».
«Να ανέβει στην Μόιρα; Άρα είναι στον Κάτω Κόσμο».
Εκείνη ανασήκωσε τον ώμο της και μου έδωσε πίσω το γράμμα.
«Τι μπορεί να σημαίνει όλο αυτό;», ανέμισα το χαρτί.
«Είμαι σίγουρη ότι έχεις τις θεωρίες σου. Δεν πρέπει να ανέφερες το τηλεφώνημα του θνητού τυχαία, γιατί δεν είμαστε φίλες να μου εμπιστεύεσαι κάτι τόσο μεγάλο».
«Πλέον είσαι μέρος της ιστορίας και έχεις δικαίωμα να γνωρίζεις τα μέλη της συμμαχίας μου. Αλλά, όχι δεν τον ανέφερα τυχαία».
Της εξήγησα τον τρόπο που μια βαμπιρίνα αφυπνίστηκε και πού το αποδώσαμε. Αυτό το γράμμα αναιρούσε εν μέρει την θεωρία μας, μας επιβεβαίωνε όμως ότι ο θάνατος ενός, συνέβαλε στην αφύπνιση κάποιου άλλου, που ίσως το περιβάλλον του να μην διέθετε τα απαραίτητα ερεθίσματα για να επαναφέρει την μνήμη του. Και ίσως να έπαιζε ρόλο τόσο το πλήρωμα του χρόνου, όσο και ότι και οι δυο μεριές δρούσαν με βάση ένα παρελθόν που αναγεννιόταν επιθετικά από τις στάχτες του.
Όσον αφορά την πριγκίπισσα του παραμυθιού, δεν αγνόησα το γεγονός ότι την έλεγαν Εύα, μολονότι η ιστορία μας παρέπεμπε στην Ωραία Κοιμωμένη, την Ορόρα. Το γεγονός ότι ταύτιζε την Ορόρα με την Εύα, σήμαινε πως ο αποστολέας γνώριζε το μεσαίο μου όνομα. Μέχρι ένα σημείο καταλάβαινα ότι μιλούσε αποκλειστικά για μένα. Το τέλος όμως παρουσίαζε μια δεύτερη Εύα. Η αλληγορία περί δυο ψυχών σε ένα πρόσωπο θα μπορούσε να ερμηνευτεί με δυο τρόπους: Είτε αναφερόταν στην αφύπνιση μου, αλλά και πάλι δεν ήμασταν δυο νταμπίρ σε συσκευασίας ενός. Ήμουν απλώς υπό την επήρεια ενός ξορκιού· είτε η δεύτερη Εύα ήταν μια κοπέλα που την γνώρισα με αυτό το όνομα, όχι γιατί έτσι την έλεγαν, αλλά έτσι την αποκαλούσε ο Ντέμιεν επειδή μου έμοιαζε. Η δεύτερη Εύα ήταν η Ισαβέλλα, που πιστεύαμε ότι είχε πεθάνει, αλλά τώρα εμφανιζόταν μια μικρή ελπίδα. Κι ακόμα αν ο κακός μάγος δεν την άφηνε να ξεφύγει από το σκοτεινό δάσος, θα μπορούσα να απαιτήσω εγώ τον κλώνο μου. Αρκεί να ήμουν απόλυτα βέβαιη ότι όλο αυτό δεν θα με οδηγούσε σε παγίδα.
«Ακούγεται καλή θεωρία», ήταν η απάντηση της Κέιζα.
«Το θέμα είναι να είναι σωστή. Ξέρεις τον αποστολέα καλύτερα από μένα. Μπορείς να εγγυηθείς για την εγκυρότητα των σκέψεων μου;»
«Δεν είμαι στο μυαλό τους για να ξέρω τι θέλει να πει κάθε φορά. Αν θέλεις, πάρε μια δεύτερη γνώμη από την αγαπητή μητέρα. Διαφορετικά περίμενε το δεύτερο γράμμα».
Μα πόσο πιο βοηθητική μπορούσε να γίνει τέλος πάντων!
«Για το θέμα του ξορκιού έχεις κάτι παραπάνω να προσθέσεις;»
«Δεν γνωρίζω τίποτα για ξόρκια. Ό,τι σας είπα για το συγκεκριμένο ήταν πληροφορίες που έλαβα από τον... Αυτόν. Οπότε αν θέλεις να μάθεις κάτι παραπάνω, θα πρέπει να επικοινωνήσεις μαζί του», το σκέφτηκε λίγο κι αποφάσισε να αλλάξει τα λόγια της. «Λάθος. Πρέπει έτσι κι αλλιώς να επικοινωνήσεις μαζί του. Καλώς ή κακώς ξέρει κάτι παραπάνω και θα σου δώσει απαντήσεις σε πολλά ζητήματα. Και καλύτερα να τον καλέσεις εσύ κάπου έξω, από το να έρθει μόνος του στην πόλη».
«Γιατί το λες αυτό;»
«Δεν έχεις αναρωτηθεί γιατί ο Κάρτερ πέρασε τα όρια δίχως την παραμικρή παρενέργεια;»
Όχι. Πίστευα μάλιστα ότι είχα τα κατάλληλα επιχειρήματα για να αποδείξω ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Και τα μοιράστηκα μαζί της. Αλλά εκείνη κάγχασε.
«Όπως είπα δεν ξέρω από ξόρκια, αλλά έχω άποψη στο θέμα της μαγείας, η οποία είναι ζωή. Και ο Κάρτερ είναι νεκρός. Θα έπρεπε να υπάρξει μια διαταραχή. Όμως η άλλοτε μαγική και άρα γεμάτη ζωή ενέργεια της Μόιρα έχει μολυνθεί από την δική του», ανασήκωσε ψηλά τα φρύδια της με νόημα. Πρέπει να φοβόταν τον Εωσφόρο περισσότερο από μένα για να διστάζει να προφέρει το όνομα του. «Κι αν έρθει και δεύτερη φορά, απαιτητικός και γεμάτος ένταση τότε πολύ φοβάμαι πως η Κόλαση θα σκορπίσει στην Αυλή σου».
Ξεφύσησα δυνατά κλείνοντας τα μάτια μου. Βαθιά μέσα μου ήξερα πως κάποια στιγμή έπρεπε να έρθω σε επαφή με τον άρχοντα του σκότους, αλλά δεν περίμενα ότι θα με πίεζε ο χρόνος και η πιθανότητα να σπάσει το προστατευτικό τείχος της Μόιρα. Ήδη η πόλη ήταν βουτηγμένη στον κίνδυνο εξαιτίας του Κάτω Κόσμου. Ένα κομμάτι της Κόλασης συμπορευόταν μαζί μας για αιώνες. Αυτό που έπρεπε να αποφευχθεί ήταν μια καταστροφική και ολοκληρωτική ένωση των δύο κόσμων.
«Τελείωσε η ανάκριση; Μπορώ να πάρω τον σακάτη και να γυρίσουμε σπίτι για να προλάβω τον Σκοτ πριν το διαλύσει;»
«Μια τελευταία ερώτηση», της είπα. «Γιατί δέχτηκες να συμμετέχεις σε όλο αυτό; Δεν πρέπει να φταίει μόνο το δέος που σου προκάλεσε η συνάντηση με τον Εωσφόρο και τον Μιχαήλ. Ούτε η αγανάκτηση σου με τον Ντέμιεν. Είχες αναφέρει πως η Λίλιθ σου υποσχέθηκε ζωή μετά την λύση του ξορκιού. Είναι μια προσφορά που εξακολουθεί να ισχύει;»
«Όχι», μου απάντησε χαμογελώντας αληθινά, δίχως ειρωνεία. «Δεν πρόκειται για προσφορά πια. Έχω εξασφαλίσει την ζωή μου. Την ήπια από το Άγιο Δισκοπότηρο. Οπότε με ή χωρίς ξόρκι δεν πρόκειται να απαλλαχτείτε από την παρουσία μου».
Κάρτερ
Ανακάτεψα την σούπα αρκετά καλά για να απλωθούν τα υλικά, μάζεψα λίγο από το υγρό στο κουτάλι κι αφού το φύσηξα για να μην καίει, το έφερα στο στόμα του Μάικλ. Και όχι, δεν αναφερόμουν στον μικρό Μάικλ. Εκείνος δεν είχε μάθει ακόμα ότι είχα γυρίσει στο παλάτι. Από τον ενθουσιασμό του μπορεί να φώναζε το όνομα μου και να προκαλούταν σύγχυση. Και πόσα νταμπίρ θα υποβάλαμε πια; Πιο μετά, όταν βράδιαζε για τα καλά, θα πήγαινα να τον βρω και να τον κρατήσω στην αγκαλιά μου, ώστε να ξεχάσω για λίγο ό,τι με πονούσε.
Ο Μάικλ που τάιζα ήταν ο ξάδερφος μου. Ή τέλος πάντων προσπαθούσα να τον ταΐσω. Ήταν αρκετά νευριασμένος μαζί μας και λίγο παραπάνω μαζί μου επειδή, όχι μόνο δεν τον απελευθέρωσα, αλλά και γιατί τον υπέβαλα να μην φωνάξει για να του βγάλω την μονωτική ταινία. Μετά μάλιστα, με ειρωνεύτηκε να τον υποβάλω να μείνει ακίνητος για να τον λύσω. Ήταν μια καλή ιδέα, αλλά αν το μυαλό του δεχόταν τόση πίεση μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες κινδύνευε να μείνει φυτό. Τώρα όμως που αρνούταν πεισματικά να φάει με έβαζε σε πειρασμό.
«Η απεργία πείνας δεν θα σε βγάλει πουθενά».
Η κουβέντα μου δεν τον συγκίνησε. Δοκίμασα να πιέσω το κουτάλι στο στόμα του, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να τον λερώσω. Οπότε το πήρα απόφαση πως τουλάχιστον για τώρα δεν θα έτρωγε.
Αφού τον σκούπισα και άφησα τον δίσκο με την σούπα μακριά του για να μην την σκορπίσει στο πάτωμα, προχώρησα στις σκάλες, όπου καθόταν ο Αλεχάντρο. Τον είχα ακούσει να κατεβαίνει πριν μισή ώρα, αλλά δεν μας μίλησε και από τους δυνατούς αναστεναγμούς του κατάλαβα ότι ήθελε να μείνει μόνος του. Και δεν μπορούσε να απομονωθεί σε κάποιο δωμάτιο, γιατί είχε βάρδια φύλαξης.
Πήγα κοντά του και κάθισα δίπλα του περιμένοντας μια αντίδραση. Εκείνος όμως παρέμεινε ασάλευτος κοιτάζοντας το πάτωμα με την ελπίδα ότι θα του έδινε τις απαντήσεις που χρειαζόταν. Φαινόταν πλήρως παραδομένος στις σκέψεις του και από τα υγρά του μάτια κατάλαβα ότι δεν ήταν ευχάριστες. Έπρεπε να τον σώσω πριν ξεσπάσει σε υστερικά κλάματα, γιατί δεν θα ήμουν σε θέση να τον βοηθήσω.
«Ο Τσέις είναι ο τέταρτος που θυμάται κατόπιν επίθεσης. Μήπως πρέπει απλά να τον δείρουμε;», υπέδειξα τον Μάικλ με το βλέμμα μου.
Ο Αλεχάντρο γέλασε πνιχτά, χωρίς να ευθυμεί πραγματικά.
«Ακούγεται απαίσια ιδέα», μου απάντησε.
«Τότε θα την προτείνω στον φίλο σου. Σίγουρα θα του αρέσει».
«Έχεις κέφια», παρατήρησε ξεκολλώντας το βλέμμα του από το δάπεδο.
«Βασικά προσπαθώ να αποφύγω τον νευρικό κλονισμό». Εδώ και πολύ καιρό.
Εκείνος ένευσε συγκαταβατικά.
«Τι σε απασχολεί;», τον ρώτησα. «Ναι, ξέρω. Τα πάντα. Αλλά κάτι πιο συγκεκριμένο;»
«Δεν είναι της παρούσης».
«Εφόσον είσαι σαν να πενθείς πραγματικά, είναι και με το παραπάνω».
Συνέχισε να διστάζει κι εγώ να επιμένω. Μέχρι που ο πόνος έσφιξε τα σωθικά του σε σημείο να του κόψει την ανάσα. Και έπρεπε να αναπνεύσει ξανά.
Οι εκπνοές συνοδεύτηκαν από γρήγορες κουβέντες, την εξομολόγηση του. Ήξερα ήδη πως υπέφερε να κοιτάζει την Μαρέβα, η οποία έβλεπε το τέρας που είχε δημιουργήσει ο Ντέμιεν. Κι ενώ όλοι πιστέψαμε πως το αρχικό σοκ θα κατεύναζε στην πορεία, όπως συνέβη με εμάς, ο Αλεχάντρο μας διέψευσε. Όσο περνούσε ο καιρός, η δυσφορία του μεγάλωνε και η υπομονή εξαντλούταν. Ήθελε η Μαρέβα να θυμηθεί για να πέσει στα γόνατα της και να ζητήσει άφεση αμαρτιών. Τώρα δεν μπορούσε να το κάνει, γιατί η γυναίκα του απλώς θα έσκυβε το κεφάλι και θα δεχόταν ό,τι της έλεγε. Έπρεπε να είναι ο εαυτός της, ώστε η ετυμηγορία να είναι αληθινή.
Ο Αλεχάντρο αντιδρούσε τελείως διαφορετικά από μένα, μολονότι ήμασταν σε παρόμοια κατάσταση. Είχε πληγώσει την Μαρέβα εξαιτίας του Ντέμιεν και ήθελε να τον συγχωρέσει και να αποτάξουν από πάνω τους την κατάρα για όσο καιρό τους έμενε να ζήσουν ή για την αιωνιότητα που θα μοιράζονταν στο μέλλον. Εγώ δεν είχα σκοπό να ζητήσω συγχώρεση, αφού δεν την άξιζα κι ούτε πάσχιζα να ξαναζήσω τις στιγμές που με έκαναν πραγματικά ευτυχισμένο. Είχα αποδεχτεί το ράγισμα και δεν είχα σκοπό να το επουλώσω. Κάποια στιγμή θα κουραζόταν και η Ορόρα και θα έπαυε να με διεκδικεί. Γιατί εγώ δεν μόλυνα το κορμί της με φάρμακα. Εγώ επέτρεψα στον χειρότερο εχθρό της να την αγγίξει και να το μολύνει με το μίσος του, το οποίο κατάφερε να κατανικήσει τον έρωτα μας. Ο Αλεχάντρο είχε το δικαίωμα να παλέψει για την αγάπη του. Εγώ το έχασα όταν αυτή έσπασε σε εκατομμύρια θραύσματα.
«Έχεις δίκιο», του είπα όταν ολοκληρώθηκε η εξομολόγηση του. «Κανένας από τους δυο δεν αξίζει όλο αυτό. Εκείνη ζει ένα ψέμα κι εσύ έναν εφιάλτη».
«Εσύ με την Ορόρα πώς το ξεπεράσατε;»
Τώρα ήταν η δική μου σειρά να καγχάσω ειρωνικά.
«Δεν ξεπεράσαμε τίποτα. Η Ορόρα κι εγώ τελειώσαμε».
Εκείνος τινάχτηκε προς τα πίσω. Η συμπεριφορά της κόρης του δεν επιβεβαίωνε τα λόγια μου. Του εξήγησα λοιπόν πως προσπαθούσε μάταια να διορθώσει κάτι κατεστραμμένο. Τον λόγο δεν είχα σκοπό να τον μοιραστώ μαζί του.
«Σοβαρά; Ο Κάρτερ που κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο με μια στρατιά μόνο και μόνο για να μείνει εκεί μέχρι να γεννήσει η Ορόρα, τώρα απλώς... εγκαταλείπει;»
«Μόνο απλά δεν γίνεται. Εξάλλου, εσύ κάποτε δεν με ενέκρινες για γαμπρό σου. Τι έγινε τώρα;»
«Μου είχες δώσει έναν λόγο να αναθεωρήσω».
«Ε τώρα τον παίρνω πίσω. Η ιστορία του Ήλιου και του Φεγγαριού έλαβε τέλος».
Όταν το ξεστόμισα τόσο ωμά, τα μάτια μου πότισαν με δάκρυα, αλλά δεν θα έκλαιγα. Έπρεπε να δείχνω σίγουρος για την απόφαση μου.
«Δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν».
«Το θέμα μας είσαι εσύ και η Μαρέβα. Θέλεις να θυμηθεί ναι ή όχι;»
Ένευσε γρήγορα αγνοώντας την έκπληξη του για αυτό που του είχα πει, καθώς χρησιμοποίησα έναν ισχυρό αντιπερισπασμό.
«Τότε άκου προσεκτικά τι θα κάνεις».
Ορόρα
Μπορεί το γράμμα του άγνωστου παραμυθά να μου είχε γεννήσει ένα σωρό απορίες, ωστόσο μου έδινε μια αδιαμφισβήτητη πληροφορία. Κάποιος στρατιώτης μου είχε χάσει την ζωή του. Μπορούσα να φανταστώ ένα σωρό υποψήφιους, αλλά το όνομα που πάντα ανέβαινε στην κορυφή ήταν ο Νάσερ. Ποτέ δεν με έπεισε η φήμη ότι είχε μετακομίσει στην Ελλάδα και θα ήταν το ιδανικό βαμπίρ ώστε ο Ντέμιεν να εκδικηθεί και εμένα και μία από τις κυρίες που τόλμησε να επαναστατήσει. Για να μην χάσω όμως και κάποια από αυτές, τους ειδοποίησα για το γράμμα κρατώντας κρυφή την σκέψη περί Νάσερ. Και φυσικά τα συναισθήματα ήταν αντικρουόμενα, καθώς από την μία εύχονταν η Ισαβέλλα να είναι όντως ζωντανή, από την άλλη όμως είχαμε ήδη απώλειες πριν την επίσημη συνέχεια του πολέμου. Επιπλέον, τους ζήτησα να αναζητήσουν αλλού καταφύγιο, γιατί η Λίζα ήξερε πού έμεναν κι άρα θα ήξερε κι ο Ντέμιεν. Το επόμενο, βράδυ έπρεπε να μετακομίσουν για να συνεχίσουν να ζουν.
Όταν ολοκληρώσαμε την κλήση μας, κάθισα δίπλα στον Μάικλ που είχε πάρει θέση στο κρεβάτι έτοιμος να κοιμηθεί.
«Νυστάζεις;», τον ρώτησα και φυσικά έλαβα αρνητική απάντηση. «Θέλεις να σου πω ένα παραμύθι;»
«Ναι!»
«Θέλεις σίγουρα να στο πω εγώ;»
«Γιατί όχι;»
Ο άντρας που στεκόταν πίσω από την πόρτα περιμένοντας το σήμα για να έρθει κοντά μας, την άνοιξε σιγά και ξεπρόβαλε τον κορμό του. Ο Μάικλ ανασηκώθηκε για να δει τον βραδινό επισκέπτη και μόλις αντίκρισε τον πατέρα του, πετάχτηκε από το κρεβάτι του κι έτρεξε κοντά του.
«Α το μωρό μου!», γέλασε ο Κάρτερ κλείνοντας τον στην αγκαλιά του.
«Ήρθες», είπε ο Μάικλ.
«Στο είχα υποσχεθεί, έτσι;»
Ο μικρός ένευσε θετικά και επέστρεψε στο κρεβάτι μαζί με τον Κάρτερ. Και φυσικά αποκοιμήθηκε αμέσως χάρις το παραμύθι που του αφηγήθηκε ο πατέρας του.
«Είστε υπέροχοι», ψιθύρισα, καθώς τους παρατηρούσα από τον καναπέ απέναντι.
Ο Κάρτερ μισοχαμογέλασε και σκέπασε τον γιο μας μέχρι τους ώμους του.
«Εκείνος είναι υπέροχος», αντιτάθηκε.
Εγώ χαμογέλασα και κοίταξα το ηλεκτρονικό ρολόι στο γραφείο μου.
«Θα πάω για λίγο δίπλα. Πρέπει να ελέγξω ότι όλα είναι έτοιμα».
«Δίπλα;», απόρησε. «Δεν θα μείνει ο Αλφόνσο στο παλιό του δωμάτιο;»
«Δεν το ετοιμάσαμε για τον Αλφόνσο. Είναι για τον Χουάν», απάντησα μειδιάζοντας βλέποντας το πράσινο τέρας της ζήλιας να τον κυριεύει.
Σημείωμα συγγραφέα:
Αγαπημένοι μου, δυστυχώς την άλλη βδομάδα δεν θα μπορέσω να ανεβάσω κεφάλαιο λόγω κάποιων υποχρεώσεων και αν όλα πάνε καλά και δεν γίνει πυρηνικός πόλεμος, θα ορκιστώ. Οπότε οι μέρες μου είναι γεμάτες. Ευχαριστώ για την κατανόηση 🖤
Bonus:
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top