35. ΝΤΟΜΙΝΟ

Ορόρα

Η κραυγή της Χόουπ αντήχησε σε όλο το νοσοκομείο. Ήταν τόσο δυνατή, που ένιωσα να με σπρώχνει μακριά της. Ο Κάρτερ που ήταν ευαίσθητος στους ήχους, σφράγισε τα αυτιά του με τις παλάμες του, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να προστατευτεί από την τσιριχτή φωνή της μητέρας του. Φάνηκε από τον τρόπο που μόρφασε και έσφιξε τα δόντια του σε μια προσπάθεια να γλιτώσει από τον πόνο.

Όταν σταμάτησε να ουρλιάζει σαν να την κυνηγούσε κατά συρροή δολοφόνος, έφερε το χέρι της στον λαιμό της. Φανταζόμουν πως κάτι τόσο δυνατό θα είχε τραυματίσει τον λάρυγγα της.

«Κάπου στο παλάτι πρέπει να έχω halls», ψιθύρισα κι εκείνη γέλασε πνιχτά. «Συγγνώμη».

Η Χόουπ κατάλαβε ότι μιλούσα για την υποβολή και μου είπε πως δεν την ενόχλησε. Τα μάτια της επιβεβαίωσαν τα λόγια της, καθώς δεν θόλωσαν ούτε στιγμή. Κατανοούσε και η ίδια πόσο σημαντικό ήταν να πείσουμε ότι βρισκόμασταν σε κατάσταση πένθους κι εφόσον δεν ήταν καλή στα ψέματα, μόνο μια μαγική ώθηση θα συνέβαλε στην επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης πράξης.

Ο Κάρτερ ένιωσε ασφαλής να αφήσει τα χέρια του να πέσουν στο φορείο και μισόκλεισε τα μάτια του, καθώς αφουγκραζόταν.

«Φεύγουν», μας ενημέρωσε χαμηλόφωνα.

Εγώ ένευσα ανακουφισμένη.

Περιμέναμε για μερικές στιγμές, ώστε να σιγουρευτούμε ότι ο διάδρομος ήταν σχεδόν άδειος και η Χόουπ βγήκε έξω όταν το μόνο που ακουγόταν -σύμφωνα πάντα με τον Κάρτερ- ήταν η Οκτόμπερ με τον Κέλλαν, δυο νταμπίρ που γνώριζαν την αλήθεια.

«Κάποτε ήσουν φανατική αντίπαλος της υποβολής», είπε ο Κάρτερ δίχως να φαίνεται επιθετικός. Αντίθετα διασκέδαζε, όπως και τις φορές που έκανα πρακτική πάνω στην υποβολή, γιατί του άρεσε να με βλέπει να αγκαλιάζω την μαγική μου φύση.

«Σήμερα όμως είμαι φανατική οπαδός», του απάντησα και του αφηγήθηκα τις πρωινές μου περιπέτειες με τον ξάδερφο του και τους συμβούλους μας.

«Ορόρα, ξέρω ότι δεν είσαι το τυπικό νταμπίρ με μαγεία αλλά μέσα σε λίγες ώρες έχεις υποβάλλει τρία άτομα. Πρόσεχε!»

Μιλούσε χαμηλόφωνα παρόλο που δεν κινδυνεύαμε να ακουστούμε έξω, γιατί πολύ απλά ανησυχούσε για μένα. Κάθε φορά που με συμβούλευε, χωρίς να αφήνει τον θυμό για τις υπερβολές μου να τον καταβάλλει, ήταν τρυφερός. Και τώρα έτσι όπως είχε ανακαθίσει στηριζόμενος στον αγκώνα του με τον γυμνό κορμό του να με προκαλεί να τον περιεργαστώ με τα δάχτυλα και τα χείλη μου αισθανόμουν την περιοχή ανάμεσα στα πόδια μου να καίγεται και το στομάχι μου να κατακλύζεται από ταραχώδεις πεταλούδες.

Τον πλησίασα με αργά βήματα, σαν θηλυκό που πάσχιζε να προσελκύσει το ταίρι της για αναπαραγωγή. Για να είμαι ειλικρινής, με αυτήν ακριβώς την διάθεση πήγαινα κοντά του. Εκείνος ένιωσε την αλλαγή στην διάθεση μου από τα μισάνοιχτα χείλη μου και το βλέμμα μου, που ήθελα να πιστεύω ότι ξεχείλιζε ερωτισμό. Όπως και τις προηγούμενες φορές που τον προσέγγισα με πονηρές διαθέσεις, έτσι και τώρα ξεροκάταπιε κι έμεινε ακίνητος. Το σώμα του μούδιαζε νιώθοντας με τόσο κοντά του και μέχρι να πάρει τον έλεγχο η λογική του -την οποία για κάποιο λόγο είχε πείσει ότι δεν μας ήθελε μαζί- το μήνυμα ήταν ένα και ξεκάθαρο: Με ήθελε όσο τον ήθελα κι εγώ, όπως παλιά κι ίσως λίγο παραπάνω, γιατί σίγουρα του είχα λείψει.

«Όταν ανησυχείς για μένα», ξεκίνησα γέρνοντας προς το μέρος του και φέρνοντας τα χείλη μας σε πλήρη ευθεία. «Με ανάβεις τρελά».

Τα μάτια του έγιναν δυο στρογγυλές μπάλες σαστιμάρας και με ένα φευγαλέο βλέμμα, είδα και την αναστάτωση του να δεσπόζει κάτω από το λευκό σεντόνι.

«Εγώ... δεν... Δηλαδή... θέλω να...»

Ένευσα γρήγορα δείχνοντας του ότι κρεμόμουν από τα χείλη του. Θα μου άρεσε όμως να κυριολεκτούσα.

«Απλά πρόσεχε», μουρμούρισε προσπαθώντας να μείνει προσηλωμένος στα μάτια μου, γιατί αν χαμήλωνε το βλέμμα του, το φιλί ήταν μονόδρομος.

«Αν παρεκτραπώ, υπόσχεσαι να με τιμωρήσεις;»

Με κάθε μου πρόταση τα μάτια του γούρλωναν όλο και περισσότερο. Λίγο ακόμα και οι ίριδες θα πεταγόντουσαν έξω από τις κόγχες. Θα ήταν όμως ψέμα, αν έλεγα ότι δεν μου άρεσε το γεγονός ότι είχαν αντιστραφεί οι ρόλοι. Επιτέλους ξεπερνούσα τα κλισέ της κοινωνίας και διεκδικούσα τον άντρα που ποθούσα και συνάμα ανακτούσα την χαμένη αυτοπεποίθηση μου. Οι πληγές που μου άνοιξε ο Ντέμιεν θα μπορούσαν να κλείσουν με την υπενθύμιση ότι το σώμα και η καρδιά μου ήταν δικά μου και θα τα έδινα σε όποιον ήθελα εγώ. Αλλά εκείνη η στιγμή δεν ήταν η κατάλληλη για να φέρω στον νου μου την χειρότερη νύχτα της ζωής μου και έθαψα ξανά την ανάμνηση, κάτι που τις τελευταίες μέρες κατάφερνα με μεγάλη επιτυχία.

«Ορόρα είμαστε στο νεκροτομείο», αποκρίθηκε σε μια προσπάθεια να με ξενερώσει. Φυσικά ό,τι έβγαινε από αυτά τα σαρκώδη χείλη που λάτρευα να δαγκώνω, θα μου έδινε περισσότερες ιδέες για φλερτ.

«Τότε πάμε κάπου άλλου».

«Ε... δεν μπορώ να κυκλοφορώ στην Μόιρα».

«Τέλεια. Ας απομονωθούμε στο δωμάτιο σου. Το κρεβάτι σου έχει συνηθίσει την έντονη δραστηριότητα».

Ένας χτύπος στην πόρτα έφερε στα χείλη του Κάρτερ έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Δεν με πείραξε η αντίδραση του, γιατί η διάθεση μου είχε φτιάξει αρκετά τώρα που τον είχα ξανά στην πόλη και αυξάνονταν οι πιθανότητες επιτυχίες του ερωτικού μου παιχνιδιού. Ανασηκώθηκα λοιπόν και απομακρύνθηκα ελάχιστα απαντώντας στον χτύπο.

Η Οκτόμπερ άνοιξε διστακτικά την πόρτα κι όταν σιγουρεύτηκε ότι την έπαιρνε να προχωρήσει, μπήκε μέσα σφραγίζοντας την είσοδο πίσω της.

«Γεια», έκανε ένα νεύμα στον Κάρτερ με το χέρι της κι εκείνος ανταπέδωσε.

«Ναι, ξέρω. Με έχεις δει και καλύτερα».

«Θα το συνηθίσω», του είπε για να μην τον φέρει σε δύσκολη θέση.

«Όχι και πολύ», πήρα τον λόγο. «Δεν θα τον αφήσουμε για πάντα έτσι».

Η Οκτόμπερ κατεύνασε και μας ενημέρωσε πως ο ψεύτικος θρήνος της Χόουπ έκανε μέχρι και την ίδια να ανατριχιάσει.

«Είναι ακόμα έξω;», την ρώτησα.

«Όχι. Πήγαν με τον βασιλιά και την μητέρα μου στο γραφείο της. Θα τους πει για την νεκροψία».

Τα γκριζογάλανα μάτια της κοίταξαν με νόημα τον Κάρτερ, ο οποίος στράφηκε σε μένα για εξηγήσεις.

«Προφανώς την υπέβαλα για να γράψει το ιατροδικαστικό πόρισμα που μας συμφέρει. Φρίκαρε όταν άνοιξα τα μάτια μου, αλλά ο πατέρας μου την συγκράτησε πριν φωνάξει. Τα υπόλοιπα θυμίζουν πάνω κάτω τα δικά σου κατορθώματα».

«Παγκόσμια μέρα υποβολής σήμερα», μουρμούρισα.

«Αλήθεια πώς μπόρεσες να μπεις στην πόλη;», ρώτησε η Οκτόμπερ. «Ρίξατε το τείχος;»

«Φυσικά και όχι», την καθησύχασα. «Το μαγικό τείχος αποτρέπει τα βαμπίρ από το να πλησιάσουν. Αλλά σαν κάθε ξόρκι έχει το παραθυράκι του. Ο Κάρτερ από μόνος του δεν μπορεί να περάσει τα σύνορα, γιατί θα αποστασιοποιηθεί από τις παραισθήσεις που θα του προκαλέσει το ξόρκι. Αν όμως τον οδηγήσουν άτομα που μπορούν να περάσουν την ασπίδα, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα».

«Και η ενέργεια δεν τον επηρεάζει; Ο Ντέμιεν κάποτε αποδυναμώθηκε αρκετά όταν ήρθε με την κανονική του μορφή. Και όταν κατεβήκατε στον Κάτω Κόσμο, το τείχος έμεινε πεσμένο για να μην πεθάνουν τα βαμπίρ που έμειναν μαζί μας».

«Το ξόρκι στην αρχική του μορφή δεν ήταν τόσο ισχυρό», ανέλαβε να της εξηγήσεις ο Κάρτερ. «Το μόνο που κατάφερνε ήταν να εμποδίζει τους βρικόλακες από το να πλησιάσουν. Δεν είχε την απαραίτητη ενέργεια για να τους σκοτώσει. Προφανώς τα νταμπίρ που το έφτιαξαν θεωρούσαν ότι αυτό από μόνο του ήταν αρκετό. Δεν πίστευαν ποτέ ότι ο νεκρός γιος της Μόιρα θα έκοβε βόλτες σαν ζόμπι ή ότι κάποια νταμπιρίνα θα γινόταν βαμπίρ μέσα στην πόλη. Μετά λοιπόν τα κατορθώματα της Κέιζα, η Ορόρα κι η Μέλανη ενδυνάμωσαν το ξόρκι για να μην αντέχουν ακόμα κι όσοι βρικόλακες παρακάμψουν την βασική είσοδο».

«Κι εφόσον η Κέιζα δεν άλλαξε ποτέ και κανείς νεκρός δεν μπήκε στην Μόιρα -τουλάχιστον μέχρι στιγμής- το ξόρκι είναι ακόμα στην αρχική του μορφή», συμπλήρωσα. «Κάτι που θα διορθώσουμε όταν ο Κάρτερ ξαναγίνει νταμπίρ».

Η Οκτόμπερ έδειξε ικανοποιημένη με τις απαντήσεις μας, σε αντίθεση με τον Κάρτερ που θορυβήθηκε.

«Δηλαδή θα μείνω στην Μόιρα σε αυτή την κατάσταση;»

«Αρχικά δεν μπορείς να πας πουθενά μέχρι την κηδεία σου. Δεν μπορούμε να έχουμε κλειστό φέρετρο. Και επειδή η κηδεία ενός πρίγκιπα είναι κοσμικό γεγονός, δεν θα γίνει τις επόμενες μέρες. Πρέπει να γνωστοποιηθεί σε όλα τα νταμπίρ του κόσμου και φυσικά να έρθουν οι συγγενείς μας. Συμπεριλαμβανομένου και του Γκασπάρ», αποκρίθηκα κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στην Οκτόμπερ και εκείνη γέλασε πνιχτά.

Ο Κάρτερ πίεσε τα χείλη του στο τελευταίο σκέλος της απάντησης μου και ανασήκωσα το ένα μου φρύδι.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τον Γκασπάρ;»

«Υπάρχει πρόβλημα με άλλον σου ξάδερφο, Ορόρα. Ο Φερνάντο θα πηδήξει από την χαρά του μαθαίνοντας για τον θάνατο μου κι επιπλέον θα είναι επικίνδυνα κοντά με τον γιο μας».

«Το ξέρω. Αλλά δεν θα τον αφήσω στιγμή μόνο του. Ούτε εγώ, ούτε όσοι ξέρουν ποιος είναι ο Μάικλ».

«Και πού θα μείνει ο Κάρτερ;», απόρησε η Οκτόμπερ δίνοντας του έναν ακόμα λόγο να αντιταχθεί στην απόφαση μου να μην φύγει από την Μόιρα.

«Η έπαυλη δεν είναι πολύ μακριά. Όταν αποφασιστεί ημερομηνία για την κηδεία, με φωνάζετε για να παρευρεθώ. Εξάλλου έχουμε αρχίσει να ψάχνουμε τον στρατό σου. Τα κορίτσια κι ο Νόα με χρειάζονται».

«Τα κορίτσια και ο Νόα δεν χρειάζονται κανένα μας. Έχουν επιβιώσει αιώνες τώρα χωρίς εμάς και μόνο μπελάδες τους έχουμε φέρει από όταν μπλεχτήκαμε στα πόδια τους. Έχω δυο παραδείγματα να στο επιβεβαιώσουν στο διπλανό δωμάτιο».

Το στομάχι μου σφίχτηκε στην θύμηση της Τατιάνα και της Εριέττα μέσα στα ψυγεία και η Οκτόμπερ μου έσφιξε τον ώμο.

«Αλήθεια, χθες είχατε καμία εξέλιξη;», τον ρώτησα θέλοντας να αλλάξω θέμα.

Ο Κάρτερ με ενημέρωσε περιληπτικά για όσα του είπε η ομάδα που είχε βγει στην πόλη αναζητώντας κάποιο γνωστό και τα νέα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα. Ο Κίραν χαμένος, ο Νάσερ σε άλλη ήπειρο και ο Ντέμιεν κρυμμένος στις σκιές. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να μην κάνει την σύνδεση και να οδηγηθεί σε ένα εύλογο συμπέρασμα: Ο Ντέμιεν κυνηγούσε όσους θα επέστρεφαν στο πλευρό μου, όταν έσπαγε το ξόρκι.

«Ας μην κάνουμε υποθέσεις», είπε η Οκτόμπερ καταλαβαίνοντας ότι έπλαθα φρικιαστικά σενάρια.

Εγώ ένευσα γρήγορα και υπέδειξα για μία ακόμα φορά στον Κάρτερ να μείνει στην Μόιρα μέχρι την κηδεία. Αφενός, ποτέ δεν ξέραμε ποιος θα ήθελε να δει το πτώμα για να σιγουρευτεί ότι η διαδοχή θα περνούσε κρίση, αφετέρου είχα κι εγώ τους ιδιοτελείς σκοπούς μου. Μ' ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια.

Κάρτερ

Το νεκροτομείο της Μόιρα είχε την τάση να γίνεται χώρος πληθώρων συναθροίσεων και να χάνεται η ησυχία που θα περίμενε κανείς να επικρατεί. Πριν τρία χρόνια έφερα εδώ την Ορόρα για να γεννήσει, επειδή η Λίζα κι άλλοι δαίμονες είχαν καταλάβει τον πάνω όροφο και τώρα φιλοξενούμουν εγώ, με αποτέλεσμα να έχω παρέα για να μην βαριέμαι.

Οι γονείς μου είχαν μια καλή δικαιολογία να μείνουν εδώ, και καλά για να βρουν το κουράγιο να αποχαιρετίσουν το παιδί τους. Κανείς δεν θα τους απαγόρευε την παραμονή σε έναν τόπο, πόσο μάλλον στο δωμάτιο που υποτίθεται ήταν ο νεκρός τους γιος. Σε αντίθεση βέβαια με αυτό που φαντάζονταν όλοι ότι συνέβαινε, το κλίμα ήταν ευχάριστο. Γιατί πολύ απλά δεν ήμουν νεκρός. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως παρέμενα γυμνός, αλλά η μητέρα μου μου υποσχέθηκε πως ο θείος Σον θα μου έφερνε μια αλλαξιά το βράδυ. Όταν επέμεινα για την ανάγκη να μην είμαι τσιτσίδι σε δημόσιο χώρο κέρδισα ένα σαρκαστικό σχόλιο από τον πατέρα μου του τύπου Φοβάσαι μην κρυώσεις; Η πολύ παρέα με την Ορόρα είχε αυτά τα αποτελέσματα. Μία ακόμα συμμαχία που μου έσπαγε τα νεύρα, αλλά προσπάθησα να μην την κατηγορήσω πάλι για χειραγώγηση. Ο Ενρίκε είχε εν μέρει δίκιο για το ότι ενέπνεε εμπιστοσύνη. Κι απλώς μερικές φορές το εκμεταλλευόταν για να περάσει το δικό της. Άρα η αλήθεια βρισκόταν κάπου ανάμεσα στο ξέσπασμα μου και την αντιδικία του Ενρίκε.

«Τουλάχιστον μπορώ να έχω ένα κινητό; Θέλω να επικοινωνώ με τους φιλοξενούμενους μου».

«Θα το φροντίσουμε», μου απάντησε η μητέρα μου που τόση ώρα συγκρατούσε τον εαυτό της από το να γελάσει.

«Δεν περίμενα ότι θα διασκέδαζες τόσο πολύ με τον θάνατο μου».

«Τι κουβέντες είναι αυτές παιδί μου!», αναφώνησε.

«Απλώς μίλησε με την γιαγιά σου», με ενημέρωσε ο πατέρας μου.

«Ήθελα να της πω γι' αυτό που θα μαθευτεί σε όλα τα νταμπίρ».

«Είμαι βέβαιος ότι θα το φρόντιζε και η Κέιζα, έτσι κι αλλιώς. Όπως και να έχει χαίρομαι που της μίλησες. Είναι καλά;»

Εκείνη ένευσε γρήγορα.

«Είχα τόσα χρόνια να ακούσω την φωνή της! Ήταν τόσο... ετοιμοπόλεμη».

«Αυτή είναι η γιαγιά Άννα», είπα. «Πότε σκέφτεται να έρθει στο Πόρτλαντ;»

«Σύντομα», μου απάντησε.

Κι επειδή η Άννα δεν ήταν η μόνη συγγενής που θα ερχόταν στην Αμερική, έκανα μια μεγάλη συζήτηση μαζί τους για τον Φερνάντο. Ήξεραν πόσο επικίνδυνος ήταν και ότι έπρεπε να είναι πάντα κάποιος μαζί με την Ορόρα και τον Μάικλ, όταν ο ματαιόδοξος ξάδερφος ερχόταν στην Μόιρα, τους ενημέρωσα όμως και για κάτι που οι περισσότεροι αγνοούσαν. Σε αυτή την ζωή, ο Φερνάντο έπαιρνε ναρκωτικά κι αυτό ήταν κάτι που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν υπέρ τους για να αποτρέψουν τυχόν εξεγέρσεις. Ναι, ήξερα πόσο ανήθικο ήταν να εκμεταλλεύεσαι τον εθισμό κάποιου αντί να τον βοηθήσεις να ανακάμψει. Ωστόσο, εμπλέκονταν στην ιστορία νταμπίρ που λάτρευα και μπροστά στην ζωή τους δεν θα έβαζα τίποτα άλλο.

Εκείνοι έδειξαν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το νέο κατόρθωμα του Φερνάντο. Θα το έλεγαν και στον Αλεχάντρο, παρόλο που επέμεινα ότι δεν ήταν καλή ιδέα. Ο πεθερούλης μου είχε ένα μικρό απόθεμα αγάπης για τον ανιψιό του και δεν υπήρχε περίπτωση να χρησιμοποιούσε τον εθισμό του εναντίον του. Οι γονείς μου όμως υπογράμμισαν πως σε αυτή την φάση του πολέμου τα μυστικά ήταν ο βασικότερος εχθρός μας. Ο πατέρας μου μάλιστα είχε μια δόση ειρωνείας στην φωνή του όταν συμφωνούσε με την μητέρα μου. Κι έμαθα τον λόγο όταν εκείνη αποφάσισε να επιστρέψει στο παλάτι, γιατί σίγουρα η Μέλανη και η Ορόρα θα χρειαζόντουσαν βοήθεια με τους επισκέπτες που θα ήθελαν να υποβάλλουν τα συλλυπητήρια τους.

«Τα ψέματα και η ανειλικρίνεια είναι επίσης κακοί σύμμαχοι εδώ που είμαστε».

«Έχεις ιδέα ότι προσποιούμαι τον νεκρό, έτσι;»

«Μεταξύ μας εννοώ. Το να κρύψουμε από τον Αλεχάντρο το γεγονός ότι ο ανιψιός του έπιασε πάτο, φέρνει τον κίνδυνο διάσπασης μετώπου. Όπως το να είσαι απόμακρος με ένα πολύ συγκεκριμένο νταμπίρ».

Εγώ κάγχασα και ξάπλωσα ανάσκελα για να αποφύγω το ανακριτικό του βλέμμα.

«Ομαδικό κουτσομπολιό πίσω από την πλάτη μου», μουρμούρισα. «Με ποιον τα έλεγες; Με την Νουρ; Τον Νόα;»

«Την αδερφή σου».

«Την βασίλισσα του κουτσομπολιού».

«Απλώς μου είπε πως χθες το βράδυ αντέδρασες περίεργα όταν σε φίλησε η γυναίκα σου. Επίσης, βλέπω πώς φέρεσαι από όταν θυμήθηκε. Περιμέναμε όλοι διαφορετική συμπεριφορά από σένα. Μπορείς να μου πεις πού οφείλεται αυτή η ψύχρα;»

«Στο ότι δεν κυλάει αίμα στις φλέβες μου;»

«Έχεις πει και καλύτερα».

Ξεφύσησα δυνατά και γύρισα ξανά προς το μέρος μου. Ήλπιζα πως τα κόκκινα μάτια μου θα ήταν αρκετά απειλητικά για να τον αποθαρρύνουν.

«Είμαι είκοσι τεσσάρων χρονών. Δεν είμαι υποχρεωμένος να σου δίνω εξηγήσεις. Σταμάτα να ασχολείσαι με τα προσωπικά μου».

«Επιμένεις ότι η Ορόρα πρέπει να μιλήσει σε ειδικό, αλλά κι εσύ δεν πας πίσω».

Έσφιξα τις γροθιές μου νιώθοντας ένα κύμα οργής να πνίγει τα σωθικά μου. Δεν ήθελα να του κάνω κακό, αλλά ήταν τόσο προκλητικός!

«Το ότι δεν είσαι ανήλικος δεν σημαίνει ότι έπαψα να νοιάζομαι για σένα», επέμεινε και έμπηξα τα νύχια μου στο δέρμα μου. «Τώρα είσαι κι εσύ πατέρας και μπορείς να με καταλάβεις. Αν ήταν ο Μάικλ στην θέση σου, δεν θα ήθελες να διώξει από πάνω του ό,τι βαραίνει την καρδιά του;»

Πήρα μια βαθιά ανάσα προτού ανοίξω το στόμα μου, ώστε αυτά που θα ακούγονταν να ήταν αξιοπρεπείς κουβέντες.

«Σώσε με από την ξεφτίλα να σταθώ μπροστά σου ολόγυμνος, καθώς σε πετάω έξω με τις κλωτσιές και φύγε μόνος σου».

Δεν νομίζω να ένιωσε πως απειλείται, παραταύτα σηκώθηκε όρθιος για να εγκαταλείψει το νοσοκομείο. Μάλλον όντως ήθελε να με προστατέψει από την άβολη στιγμή να επιδείξω τα κάλλη μου.

«Θα πω στο Σον να σου φέρει και κινητό», αποκρίθηκε καθώς έστρωνε τα μανίκια του πουκαμίσου του. «Γιατί σίγουρα μέσα στην νύχτα θα θέλεις να μιλήσεις σε κάποιον. Τουλάχιστον εγώ αυτό θέλω να κάνεις», συμπλήρωσε ψιθυριστά, προτού κατευθυνθεί στην πόρτα και φύγει από το δωμάτιο αναστενάζοντας βαθιά.

Ορόρα

Τα νέα για τον θάνατο του Κάρτερ εξαπλώθηκαν γρήγορα τόσο στην Μόιρα, όσο και διεθνώς χάρις την σελίδα του Τσέις. Εκείνος όμως δεν μας επισκέφτηκε, όπως και ο Σκοτ, γιατί είχαμε δώσει σαφείς οδηγίες στην Κέιζα να τους κρατήσει μακριά μας. Δεν περίμενα ότι θα τα κατάφερνε, γιατί τα νταμπίρ ήταν κολλητοί της Μέλανη -και δικοί μου στο παρελθόν- και το αναμενόμενο θα ήταν να βρίσκονται στο παλάτι από την στιγμή που η σορός του Κάρτερ έφτανε στην πόλη. Ωστόσο, οι χαριτωμένοι φίλοι μας δεν έκαναν την εμφάνιση τους κι ούτε μας τηλεφώνησαν. Διατήρησαν αποστάσεις, όπως και ο απλός λαός της Μόιρα. Οι μόνοι που μας επισκέφτηκαν για να μας συλλυπηθούν ήταν το συμβούλιο και οι φρουροί. Οι υπόλοιποι δεν έδειξαν την θλίψη τους για το τραγικό συμβάν με κανένα τρόπο. Φανταζόμουν πως κάποιοι θα χαίρονταν κιόλας.

Όσον αφορά αυτούς που μας επισκέφτηκαν, αφενός δεν ήρθαν όλοι μαζί, αλλά σε ομάδες. Δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ήταν καλό ή κακό, γιατί μέσα μου χαιρόμουν που δεν είχα να αντιμετωπίσω μεγάλο αριθμό θεατών της παράστασης μας, αλλά από την άλλη το σόου ήταν ασταμάτητο. Αν είχαν έρθει όλοι μαζί, θα ξεμπερδεύαμε με αυτό το θέμα. Αφετέρου, ήταν πολύ εγκρατείς με τα λόγια και τις αντιδράσεις τους, γιατί αντιμετώπιζαν μουδιασμένα νταμπίρ. Προσπαθήσαμε να το παίξουμε χαμένοι στις σκέψεις μας -που δεν ήταν τελείως ψέμα- και πολλές φορές δεν απαντούσαμε καν γιατί οι λέξεις συσσωρεύονταν στα χείλη μας και δυσκολεύονταν να βγουν. Μόνο η μητέρα μου ήταν πιο ομιλητική, παρά το γεγονός ότι θρηνούσε στα αλήθεια. Αλλά ήθελε να βγάλει εμένα και τον Σον από την δύσκολη θέση του να συζητάμε για κάτι τόσο τραγικό. Η Μέλανη πάλι παρέμενε απομονωμένη με τον ανιψιό της και μπορώ να πω ότι την ζήλευα.

Νωρίς το απόγευμα, σταμάτησαν οι επισκέψεις και τα τηλεφωνήματα, τα οποία είχε αναλάβει ο πατέρας μου. Αποκαμωμένη από τόση υποκρισία, σωριάστηκα στην άκρη της σκάλας προτού το πάρω απόφαση να την σκαρφαλώσω και να επιστρέψω στον γιο μου. Τότε βρήκαν την ευκαιρία να με πλησιάσουν η μητέρα μου κι ο Ντιμίτρι, που τόσες ώρες τους απέφευγα ξεγλιστρώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο.

«Πώς είσαι παιδί μου;», με ρώτησε η μαμά μου, καθώς καθόταν δίπλα μου και περνούσε το χέρι της γύρω μου.

Ο Ντιμίτρι δεν έδειχνε την ίδια συμπόνια μαζί της. Σ' όλη την διάρκεια της μέρας διατηρούσε το αυστηρό ύφος του στρατιώτη, ακόμα κι όταν μου είπε πως λυπόταν για την απώλεια μου. Και φυσικά το έκανε παρουσία ξένων και με μια ελαφριά υπόκλιση. Αυτό το άψυχο νταμπίρ δεν θύμιζε σε καμία περίπτωση τον αδερφό μου.

Ευχαριστώ Ντέμιεν!

«Έχω υπάρξει και καλύτερα», παραδέχτηκα.

«Είναι τόσο τραγικό», μουρμούρισε και τα μάτια της πλημμύρισαν με δάκρυα. Το πόσο άσχημα ένιωθα βλέποντας την μητέρα μου να κλαίει με τις μηχανορραφίες μου δεν περιγραφόταν! «Ελπίζω να βρεθεί αυτό το κάθαρμα που μας στέρησε τον πρίγκιπα μας για να τον τιμωρήσουμε, όπως του αξίζει».

Εγώ απλώς ένευσα. Τι να τους έλεγα; Ότι ο Νόα ήταν θείος μου, υπαρχηγός μου, φίλος μου; Θα με έκλειναν σε ίδρυμα.

«Η Χόουπ πρέπει να είναι ράκος. Γιατί την αφήνει ο Κέλλαν στο νοσοκομείο; Το χειρότερο που μπορεί να κάνει στον εαυτό της είναι να βλέπει τον Κάρτερ... νεκρό».

Έσφιξα το γόνατο της μήπως έτσι απέτρεπα τα δάκρυα της από το να στάξουν και για λίγο το κατάφερα.

«Η Μέλανη γιατί κρύβεται;», ρώτησε ο Ντιμίτρι σχεδόν επιθετικά.

Και εγώ και η μητέρα μου τον κοιτάξαμε επικριτικά.

«Αγόρι μου έχασε τον αδερφό της. Μην είσαι τόσο σκληρός».

«Γενικά κόψε αυτό το υφάκι», ξέσπασα. «Μας φέρεσαι λες κι είσαι ανώτερος μας».

Ο Ντιμίτρι ανασήκωσε το φρύδι του και η μητέρα μου επενέβη για να του ξεκαθαρίσει πως είναι πραγματικό μέλος της οικογένειας μας και δεν τον είδαμε ποτέ σαν κάτι κατώτερο.

«Αυτό όμως δεν του δίνει το δικαίωμα να αμφισβητεί ό,τι λέμε και να βρίσκει ύποπτη την κάθε μας κίνηση. Ξεχνάς ότι δεν είμαστε εμείς οι εχθροί σου».

Ο Ντιμίτρι έδειχνε να σκέφτεται την απάντηση μου. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του παρέμειναν σκληρά, αλλά χαμήλωσε το βλέμμα του και στο μέτωπο του δέσποσε η γνώριμη ρυτίδα που έκανε την εμφάνιση της κάθε φορά που επεξεργαζόταν κάτι.

«Γι' αυτό, αντί να μας κρίνεις, τι θα έλεγες να πας να την βρεις και να της πεις δυο λόγια παρηγοριάς;», συμπλήρωσα.

«Αχ ναι αγόρι μου», αποκρίθηκε η μητέρα μου. «Είναι τόσες ώρες μόνη της. Ποιος ξέρει τι σκέψεις έχουν βασανίσει το μυαλουδάκι της».

Την μητέρα μου την σεβόταν περισσότερο από όλους μας και φάνηκε στο ότι αμέσως μετά την παρότρυνση της, άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. Εγώ τον ακολούθησα με την δικαιολογία ότι ήθελα να ελέγξω το παιδί. Κατά βάθος βέβαια απέφευγα πάλι την μητέρα μου, γιατί δεν μπορούσα να προσποιούμαι άλλο την θλιμμένη χήρα. Με ήξερε καλύτερα από όλους και θα καταλάβαινε ότι έλεγα ψέματα. Και δεν το ήθελα καθόλου!

Μόλις φτάσαμε στο δωμάτιο μου, χτύπησα την πόρτα. Θα μπορούσαμε να περάσουμε και χωρίς τέτοιες τυπικότητες, αλλά το πιο πιθανόν ήταν να βλέπαμε την Μέλανη σε καλή διάθεση και δεν είχα όρεξη να υποβάλλω και τέταρτο νταμπίρ να ξεχάσει. Ήδη ένιωθα μια μικρή ημικρανία.

«Να είσαι ευγενικός», τον συμβούλεψα χωρίς να τον κοιτάζω.

«Πάντα είμαι».

«Όχι πια. Έχεις αλλάξει, Ντιμίτρι».

«Κι εσύ».

Ίσως όντως να μην ήμουν η ίδια Ορόρα που άφησε πίσω στον Κάτω Κόσμο. Αλλά δεν είχα περάσει και λίγα. Πάντως εκείνος ήταν διαφορετικός από κάθε Ντιμίτρι που θυμόμουν από την αληθινή μου ζωή και θα το καταλάβαινε κι ο ίδιος όταν με το καλό αφυπνιζόταν.

Η πόρτα μισάνοιξε και εμφανίστηκε μία συνοφρυωμένη Μέλανη. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για την δική της μάσκα για την συγκεκριμένη παράσταση, οπότε και της χάρισα ένα βλέμμα συμπόνιας.

«Ο Ντιμίτρι θέλει να σου μιλήσει», ήταν το μόνο πράγμα που της είπα και μπήκα μέσα.

Μόλις έκλεισε η πόρτα με αυτούς τους δυο απέξω, πλησίασα τον Μάικλ που καθόταν στο γραφείο μου και ζωγράφιζε σε ένα κομμάτι χαρτί. Στάθηκα πάνω του και χάζεψα για λίγο τον κήπο που ήθελε να αποτυπώσει και θαύμασα το πόσο όμορφο ήταν το σχέδιο για ένα παιδί τεσσάρων χρονών που δεν είχε ζωγραφίσει στο παρελθόν.

Τα γονίδια, σκέφτηκα συγκινημένη και έσκυψα να του δώσω ένα ρουφηχτό φιλί στο τρυφερό του μαγουλάκι.

«Πώς πέρασε το αγόρι μου σήμερα;»

«Βαρέθηκα», μου δήλωσε κατσουφιάζοντας.

«Λυπάμαι γι' αυτό. Θέλεις να πάρουμε τηλέφωνο την Έλενα και τα κορίτσια να τους μιλήσεις;»

Όταν άκουσε το όνομα της Έλενας αναπήδησε και δέχτηκε με χαρά, παρόλο που δεν ήξερε τι σήμαινε ακριβώς το τηλεφώνημα. Του αρκούσε που θα ερχόταν σε επικοινωνία μαζί τους. Πήρα λοιπόν το κινητό μου και βγήκαμε στην βεράντα για να μην ακουστούμε από κάποιον που θα περνούσε στον διάδρομο. Έπειτα, πληκτρολόγησα τον αριθμό του Νόα και πάτησα την ανοιχτή ακρόαση για να μπορούμε να μιλήσουμε και οι δυο στην άλλη γραμμή.

«Ορόρα;», αναφώνησε ο Νόα απαντώντας. «Τι έγινε; Πώς είναι τα πράγματα;»

«Όλα πάνε όπως τα είχαμε συμφωνήσει», τον καθησύχασα. «Τα κορίτσια είναι μαζί σου; Ο Μάικλ θέλει να τους μιλήσει».

Ο Νόα έβαλε με την σειρά του το κινητό του σε ανοιχτή ακρόαση κι ο Μάικλ μίλησε με περίσσιο ενθουσιασμό στις κυρίες. Τους αφηγήθηκε με λεπτομέρεια όσα έκανε τις μέρες που ήταν χώρια και όταν έφτασε στο σημείο που κέρδισε το παιχνίδι με τον παππού του να τον θυμάται, χοροπήδησε χτυπώντας τα χέρια του. Τα κορίτσια γελούσαν και του έλεγαν πόσο γλυκούλης ήταν στις αντιδράσεις του κι εγώ, περήφανη μητέρα, τον παρακολουθούσα να μαγεύει τους συνομιλητές του με την γοητεία του. Αυτό ομολογουμένως το είχε πάρει κι από μένα.

Μετά από μισή ώρα συνομιλίας με τις κυρίες, αποφάσισε να επιστρέψει στην ζωγραφιά που ετοίμαζε για τον παππού Αλεχάντρο. Αφού σιγουρεύτηκα ότι συγκεντρώθηκε στην τέχνη του και δεν με άκουγε, τους ενημέρωσα για τα δικά μου νέα.

«Θέλεις να κάνουμε κάτι για να διευκολύνουμε την κατάσταση;», με ρώτησε η Λουκία.

«Έχετε ήδη κάνει πάρα πολλά. Δικαιούστε λίγη ξεκούραση».

«Δεν γίνεται», ακούστηκε η Ζεϋνέπ. «Πρέπει να βρούμε τους στρατιώτες σου».

«Απόψε δεν πρέπει να κυκλοφορήσετε και κυρίως εσύ, Νόα. Τα νταμπίρ ψάχνουν τον δολοφόνο του Κάρτερ».

«Δεν με ξέρουν όμως».

«Και καλό θα είναι να μην σε μάθουν. Η κατάσταση είναι έκρυθμη. Μείνετε για λίγο στην έπαυλη».

Σκέφτηκα να μην αναφέρω ότι ανησυχούσα για πιθανή απαγωγή τους από τον Ντέμιεν. Το ότι δεν είχα νέα του δεν σήμαινε ότι ήταν αδρανής και είχα τις εξαφανίσεις του Κίραν και του Νάσερ να το επιβεβαιώνουν· όχι, δεν πίστευα στα αλήθεια ότι ήταν στην Ελλάδα. Φοβόμουν ότι η φήμη εξαπλώθηκε με την ανάμιξη του Ντέμιεν.

«Καλά», απάντησε παραιτημένος.

Μιλήσαμε λίγο ακόμα, κυρίως για να μου δώσουν θάρρος και μετά το κλείσαμε για να επιστρέψω στον Μάικλ. Όταν μπήκα ξανά στο δωμάτιο συνειδητοποίησα ότι η Μέλανη δεν είχε επιστρέψει ακόμα και αναρωτήθηκα αν μιλούσε ακόμα με τον Ντιμίτρι.

Η περιέργεια πήρε τον έλεγχο του κορμιού μου και πλησίασα την πόρτα. Ακούμπησα το αυτί μου στο παγωμένο έπιπλο και αφουγκράστηκα αναζητώντας έναν ήχο. Ωστόσο, το μόνο που έπιανε η ακοή μου ήταν ο μαρκαδόρος που έσερνε ο Μάικλ στο χαρτί. Αποφάσισα λοιπόν να ανοίξω την πόρτα και να τους ψάξω στον διάδρομο, αλλά δεν υπήρχε κανείς.

Τι να έκανα; Δεν ήθελα να αφήσω τον Μάικλ μόνο του, γιατί θα άρχιζε να κόβει κι εκείνος βόλτες στον διάδρομο κι αν άκουγε ότι ο Κάρτερ ήταν νεκρός, θα τρόμαζε. Από την άλλη, ανησυχούσα κιόλας μήπως είχαν τσακωθεί και ο Ντιμίτρι την είστε στήσει σε μια γωνία και την ανέκρινε. Ήταν αρκετά παράταιρο το ότι συμφώνησε να μιλήσει στην Μέλανη και φοβήθηκα πως απώτερος σκοπός του ήταν να της αποσπάσει πληροφορίες.

Καθώς αμφιταλαντευόμουν για το τι να κάνω, είδα την Χόουπ να βαδίζει στον διάδρομο και την φώναξα να πλησιάσει.

«Μπορείς να μείνεις λίγο με τον μικρό; Θέλω να βρω την Μέλανη».

«Γιατί; Πού είναι το παιδί;»

Της εξήγησα εν τάχει για τον Ντιμίτρι κι αφού συμμερίστηκε την αγωνία μου, δέχτηκε να μείνει με τον εγγονό της -άλλο που δεν ήθελε- κι εγώ αποφάσισα να αρχίσω την έρευνα.

Στην αρχή δίστασα, γιατί δεν ήξερα ποια θα μπορούσε να είναι η πρώτη μου στάση. Μετά σκέφτηκα να δοκιμάσω τα δωμάτια τους. Αν είχαν έρθει σε αντιπαράθεση, εκεί θα επέλεγαν να απομονωθούν. Και στο μεταξύ θα έλεγχα και τον διάδρομο. Έσυρα λοιπόν τα βήματα μου μέχρι την κρεβατοκάμαρα της Μέλανη και όταν άκουσα έντονες ομιλίες, εν μέρει καθησυχάστηκα. Πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλό μου ότι η Λίζα μπορούσε να ξανάρθει στην Μόιρα και την Μέλανη την είχε άχτι. Οπότε ανακουφίστηκα που άκουγα μόνο τις δικές τους φωνές.

Δεν σκέφτηκα στιγμή ότι διέκοπτα την συζήτηση τους. Η ταραχή που μπορούσα να αφουγκραστώ από τις γρήγορες ομιλίες τους με ενημέρωνε ότι η Μέλανη με είχε ανάγκη. Μπορούσα να φανταστώ τον Ντιμίτρι να την έχει καθίσει σε μια καρέκλα και να της υποδεικνύει ότι η στάση της όλη μέρα δεν ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς και πιθανόν να έκανε τον Αλεχάντρο 2.0 κατηγορώντας την για ανάμιξη στον φόνο του Κάρτερ. Η τελευταία σκέψη λειτούργησε πιο αφυπνιστικά κι από καφεΐνη κι έπεσα κυριολεκτικά πάνω στην πόρτα για να την ανοίξω.

Οι δυο τους στέκονταν όρθιοι μπροστά από το κρεβάτι με τον Ντιμίτρι να έχει την πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος μου. Όταν όμως με άκουσε να εισβάλλω μέσα, έτρεξε κοντά μου και αντί να με επιπλήξει για την απρεπή συμπεριφορά μου, με σήκωσε στην αγκαλιά του σφίγγοντας τα χέρια του γύρω μου. Παράλληλα, μουρμούριζε ακαταλαβίστικα πράγματα όσο έκρυβε το πρόσωπο του στον λαιμό μου, ενώ η Μέλανη αντί να έρθει να με βοηθήσει, απλώς μας κοίταζε χαμογελώντας.

Όταν τελικά με άφησε και μπόρεσα να αναπνεύσω, είδα μια έκφραση που δεν ταίριαζε στον Ντιμίτρι που αντιμετώπισα πριν μισή ώρα. Τα μάτια του έλαμπαν, τα χείλη του χόρευαν σε έναν εύθυμο ρυθμό και οι γωνίες του προσώπου του ήταν μαλακές. Ήξερα πολύ καλά τι είχε συμβεί.

Έγειρα στα δεξιά στρέφοντας την προσοχή μου στην Μέλανη.

«Τι του έκανες;»

«Τον χαστούκισα», μου απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους της.

Εγώ σήκωσα τους αντίχειρες μου δείχνοντας ότι επικροτούσα την σπασμωδική της πράξη.

«Ορόρα είσαι καλά;», με ρώτησε ο Ντιμίτρι. «Εγώ είμαι. Ο αδερφός σου».

«Το ξέρω», απάντησα. «Απλά θέλω να ξέρω τι άλλα μέσα μπορώ να χρησιμοποιήσω για να θυμηθούν κι οι υπόλοιποι».

Εκείνος γέλασε κουνώντας το κεφάλι του και με αγκάλιασε ξανά. Αυτή την φορά ανταπέδωσα και αφέθηκα στην γλυκιά αίσθηση του Ντιμίτρι. Του αληθινού Ντιμίτρι.

Η Μέλανη μας πλησίασε με το χαμόγελο της να μην είναι τόσο πλατύ, αλλά να κρύβει αρκετό υπονοούμενο.

«Τι έγινε;», ρώτησα και τους δυο παραμένοντας στην αγκαλιά του Ντιμίτρι, αλλά με τους κορμούς μας στην ίδια ευθεία με την Μέλανη.

«Λίγο η συναισθηματική φόρτιση, λίγο ότι τον απόπειρα, λίγο ότι με αποκάλεσε παρανοϊκή...»

«Λίγο ότι σου ράγιζε την καρδιά», ανασήκωσα το βλέμμα μου και ο Ντιμίτρι μόρφασε.

«Συγγνώμη», είπε. «Και στις δυο».

«Συγχωρεμένος», του απάντησε η Μέλανη που έλιωνε λίγο - λίγο αντικρίζοντας ξανά τον αγαπημένο της.

«Από μένα όχι και τόσο εύκολα», αποκρίθηκα φεύγοντας από την αγκαλιά του και σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου, πήρα μια αυστηρή έκφραση.

Στην πραγματικότητα δεν είχα να συγχωρέσω τίποτα, γιατί δεν ήταν ο εαυτός του. Ήταν μεγάλο λάθος από την πλευρά όλων να απολογούνται για ενέργειες που δεν πραγματοποίησαν συνειδητά και για λόγια που ειπώθηκαν εξαιτίας του δραματικού σεναρίου ενός βλαμμένου. Ωστόσο, θα προσποιούμουν για λίγο την θιγμένη, με σκοπό να φροντίσω μια σημαντική εκκρεμότητα.

«Τι θέλεις να κάνω;», με ρώτησε με ένα πλάγιο χαμόγελο, καταλαβαίνοντας ότι έπαιζα ένα κωμικοτραγικό θέατρο.

Την επόμενη στιγμή, βρισκόμασταν στο δωμάτιο του Μάικλ, ο οποίος ήταν ακόμα παραδομένος σε έναν βαθύ ύπνο. Σύντομα όμως ο ήλιος θα έδυε και ο αντιδραστικός ξάδερφος θα επέστρεφε στις επάλξεις.

Ο Ντιμίτρι τον κοιτούσε σαστισμένος, κυρίως γιατί ομολόγησα ότι τον υπέβαλα να πέσει σε λήθαργο. Αυτό τον σόκαρε περισσότερο από το ότι ο Κάρτερ ήταν βρικόλακας, γιατί έγινε κατόπιν αποφάσεως του Κέλλαν.

«Αντικειμενικά ήταν η μόνη λύση», με υπερασπίστηκε η Μέλανη. «Θα ήταν πολύ δύσκολο να τον ακινητοποιήσουμε ξύπνιο δίχως να τραβήξουμε την προσοχή».

Ο Ντιμίτρι κούνησε το κεφάλι του για να συνέλθει από το σοκ.

«Και τι θέλετε τώρα από μένα;»

«Αρχικά πρέπει να τον περιορίσουμε. Και φυσικά όχι στο δωμάτιο του, γιατί μπορεί να μπει ο οποιοσδήποτε και άντε να τους εξηγήσουμε γιατί είναι δεμένος χειροπόδαρα».

Τα μάτια του Ντιμίτρι γούρλωσαν για πέμπτη φορά μέσα σε ένα τέταρτο και ζήτησε βοήθεια από την Μέλανη, από την οποία περίμενε έστω μία αντίδραση για τα μαζοχιστικά μου σχέδια σε βάρος του ξαδέρφου της.

«Δεν τον είδες το πρωί», του απάντησε.

«Μήπως σε έχει υποβάλλει και σένα;»

«Ντιμίτρι!», έκρωξα.

«Όχι», τον διαβεβαίωσε γελώντας. «Όμως όσο φιλειρηνική κι αν είμαι, δεν παραβλέπω το ότι οι δύσκολες συνθήκες απαιτούν και τα αντίστοιχα μέτρα».

«Λοιπόν, θα βοηθήσεις ή θα είσαι η αιτία που ο Κάρτερ θα βρεθεί στο ειδώλιο;»

Δεν συμφωνούσε με το να φερθούμε στον Μάικλ σαν να ήταν εχθρός και να προβούμε σε τόσο ακραία μέτρα. Ήταν εξωφρενικό να τον δέσουμε σε μια καρέκλα λες και τον είχαμε απαγάγει. Και τι θα λέγαμε στον Σον; Όσο υπομονετικός κι αν ήταν μέχρι στιγμής, το να απομονώσουμε τον γιο του σε μπουντρούμι θα τον έστρεφε εναντίον μας. Του υποσχέθηκα λοιπόν ότι θα φρόντιζα προσωπικά τον Σον και κατάλαβαν κι οι δυο ότι θα συνέχιζα το παιχνίδι της υποβολής. Η Μέλανη απλώς με συμβούλεψε να είμαι εγκρατής για να μην εκραγεί ο εγκέφαλος μου κι ο Ντιμίτρι δεν είχε άλλη επιλογή από το να ενδώσει. Όμως δεν ήταν ο εφησυχασμός για τον Σον που τον έπεισε. Από την αρχή, υπήρχε ένα κομμάτι του εαυτού του που του υποδείκνυε να δεχτεί. Και ο λόγος ήταν ακριβώς αυτός που οδήγησε εμένα και την Μέλανη σε μια τόσο ακραία απόφαση. Ο λόγος ήταν ένα νταμπίρ που αγαπούσε, που έγινε ο καλύτερος του φίλος καθώς μάζευε τα κομμάτια του όταν βρισκόταν σε κατάσταση θρήνου, που τον βοήθησε να ανοιχτεί πριν καν αποκτήσει οικειότητα μαζί μου, που ορκίστηκε να τον θέτει ως προτεραιότητα, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό για τους υπόλοιπους. Ο λόγος ήταν ο Κάρτερ, ο προστατευόμενος του, ο καρδιακός του φίλος.

«Πάμε», μουρμούρισε ξεφυσώντας.

Εγώ χτύπησα τα χέρια μου μεταξύ τους κι έτρεξα να φέρω τον πατέρα μου για να τον βοηθήσει. Ευτυχώς, τον βρήκα μόνο του, γιατί η μητέρα μου είχε αναλάβει να παρηγορήσει τον Κέλλαν στους κήπους. Οπότε το πεδίο ήταν ελεύθερο.

Αφού σφιχταγκάλιασε τον Ντιμίτρι κι ακούστηκαν οι εκνευριστικές απολογίες κι από τις δυο πλευρές, σήκωσαν τον Μάικλ και πήραμε τον δρόμο για το υπόγειο. Μπροστά πορευόταν η Μέλανη, που έλεγχε τους χώρους και έκανε σήμα στα νταμπίρ να την ακολουθήσουν. Πίσω από όλους ακολουθούσα εγώ κρατώντας σκοινί και μονωτική ταινία. Το τελευταίο το είχα κρύψει καλά, γιατί κανείς από τους τρεις δεν ήξερε ότι το κουβαλούσα.

Μόλις φτάσαμε στις φυλακές, τον άφησαν στο στρώμα ενός απομακρυσμένου από την είσοδο κελί. Στην συνέχεια, τον έδεσα από τον κορμό του μέχρι και τις γάμπες του και οπισθοχώρησα για να παρατηρήσω την κατάντια μας μαζί με τους υπόλοιπους.

«Τα έχουμε κάνει σκατά», αποκρίθηκε η Μέλανη ξεφυσώντας.

«Αυτός το ξεκίνησε», απάντησα. «Θα έστελνε το συμβούλιο στην έπαυλη. Κι αν ο Κάρτερ προλάβαινε να φύγει, θα τους έλεγε τι έχει γίνει».

«Ίσως έτσι θυμηθεί», ευχήθηκε ο πατέρας μου. «Είναι αρκετά δυνατό σοκ».

«Μόνο με τέτοια μπορεί να θυμηθεί κανείς;», απόρησε ο Ντιμίτρι.

«Συνήθως έτσι γίνεται», του απάντησα.

«Μόνο εγώ θυμήθηκα εύκολα», είπε η Μέλανη.

Δεν είχε ιδέα πόσο λάθος έκανε, γιατί μόνο εύκολη δεν ήταν εκείνη η νύχτα. Αλλά δεν έβλαπτε κανέναν να πιστεύει το αντίθετο.

«Πιστεύουμε επίσης πως τώρα που έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου», χρησιμοποίησα τον χαρακτηρισμό της Κέιζα. «Και που θα είμαστε όλοι μαζί στην Μόιρα, θα πραγματοποιηθεί ντόμινο αφύπνισης».

«Μπορείς πάντα να μιλήσεις με τον θείο σου και να σου πει την λύση του ξορκιού».

«Σταμάτα να τον λες έτσι», γρύλισα στην Μέλανη.

«Ποιον θείο σου;», απόρησε ο Ντιμίτρι.

«Άστο για άλλη φορά», μουρμούρισα.

Ο πατέρας μου άφησε μια δυνατή εκπνοή και έπειτα ήρθε και στάθηκε μπροστά μας.

«Υπάρχει κι άλλος τρόπος να αποφευχθεί όλο αυτό», έδειξε με τον αντίχειρα του τον πίσω χώρο. «Έχουμε μία δόση», είπε όλο νόημα.

«Θα πέσετε και στα ναρκωτικά τώρα;», αναφώνησε ο Ντιμίτρι.

Η Μέλανη του εξήγησε στα γρήγορα για το φίλτρο που είχε λάβει η Κέιζα και πως χωριζόταν σε τρεις δόσεις. Δεν μπήκε σε λεπτομέρειες για το ποιος της το είχε δώσει κι αυτό γέννησε ακόμα περισσότερες απορίες.

«Γράψ' τες κάπου και θα τα αναλύσουμε μετά», τον διέταξα μόλις έκανε να σχολιάσει την ανάμιξη της Κέιζα. «Συμφωνήσαμε πως θα την χρησιμοποιήσουμε όταν φτάσουμε σε αδιέξοδο», απάντησα στον πατέρα μου.

«Κι αυτό δεν είναι;»

«Όχι, γιατί υπάρχει ακόμα ελπίδα. Θα πρέπει να την αφήσουμε για στιγμές που νιώθουμε πραγματική απειλή. Ένα ξέσπασμα του Μάικλ δεν μπορεί να τον βάλει στην κορυφή των επιλογών μας».

«Μας απείλησε, Ορόρα», αποκρίθηκε η Μέλανη.

Ξεφύσησα δυνατά και έφερα τα δάχτυλα μου στην κορυφή της μύτης μου.

«Λίγο ακόμα», τους παρακάλεσα. «Δώστε του μερικές μέρες περιθώριο. Είναι εν βρασμώ ψυχής, ακριβώς στην κατάσταση που πρέπει».

«Καταστροφικό», μουρμούρισε ο πατέρας μου.

«Ο Κάρτερ θυμήθηκε την ώρα που προσπαθούσε να σκοτώσει εμένα και τον Κέλλαν. Υπάρχουν και χειρότερα».

Η κουβέντα μου άπλωσε μια αμήχανη σιωπή στον χώρο, οπότε μπόρεσα να συνεχίσω τον συλλογισμό μου.

«Αυτή η ένταση θα λειτουργήσει υπέρ μας. Και υπέρ του. Ακόμα και η Κόρτνεϋ -που δεν ξέρουμε αν θυμήθηκε επειδή πέθανε ο Ζάβιερ- ξύπνησε μετά από πολλές συγκινήσεις. Κάποιοι θέλουν περισσότερο χρόνο από τους άλλους. Ο Ντιμίτρι το μόνο που χρειάστηκε ήταν μια έντονα αρνητική συμπεριφορά από την γυναίκα που ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά».

Το ζευγάρι αντάλλαξε ένα τρυφερό βλέμμα, από αυτά που σε κάνουν να θέλεις να ξεράσεις ουράνιο τόξο.

«Ο Μάικλ πιθανόν να θέλει κάτι παραπάνω», συνέχισα. «Αλλά δεν μπορούμε να χαραμίσουμε το φίλτρο σε ένα νταμπίρ που είναι θέμα χρόνου να σκάσει. Υπάρχουν άλλα που βρίσκονται σε πλήρη εναρμόνιση με αυτή την καταραμένη πραγματικότητα και δεν αντιδρούν σε τίποτα. Η μητέρα μου, η Σάρα, ο Σον, ο Τσέις, ο Σκοτ. Υπόκοσμος που με ακολούθησε, η Μόνι που είναι έναν ωκεανό μακριά! Εκείνη πώς θα την πείσουμε να έρθει σε άλλη ήπειρο χωρίς μαγική βοήθεια; Πόσα σοκ θα πρέπει να της προκαλέσουμε χωρίς τον κίνδυνο μήνυσης ή να την στείλουμε στο ψυχιατρείο; Γιατί η ζωή στην Βρίλυ είναι απαγορευτικά ήρεμη για να ελπίζουμε σε ταραχές».

Και σε περίπτωση που κάποιος απορούσε γιατί δεν είχα εξασφαλίσει ακόμα την δόση, ήταν γιατί την φύλαγα για την Μόνι. Εκείνη ήταν κάτι παραπάνω από έναν ωκεανό μακριά. Ήταν δυο πραγματικότητες μακριά! Δεν γνώριζε τίποτα για τους γαλαζοαίματους, πέραν των ονομάτων μας και την άσχημη φήμη μας, όπως και το ότι ήταν μία από εμάς. Δεν ήξερε καν το όνομα της μητέρας της, της αδερφής της, του πατέρα της! Η Μόνι ήταν στην πλέον δεινή κατάσταση και η δόση έπρεπε να πάει σε εκείνη.

«Κι απλά θα τον αφήσουμε στο μπουντρούμι μέχρι να θυμηθεί;», απόρησε ο Ντιμίτρι.

«Δεν θα είναι μόνος του. Θα διαμορφώσουμε τον χώρο, γιατί πρέπει να μείνει κι ο Κάρτερ κάπου. Και δεν είναι εύκολο να του νοικιάσω σπίτι στην πόλη!»

«Αυτό θα είναι αρκετά σοκαριστικό», μουρμούρισε ο πατέρας μου.

Και κάπως έτσι έληξε αυτή η συνεδρία, κυρίως για να μην δώσουμε περιθώριο στον Ντιμίτρι να γκρινιάξει περισσότερο για το θέμα. Εξάλλου, του είχαν δημιουργηθεί ένα σωρό απορίες που θα αναλάμβανε να του λύσει η Μέλανη.

Οι δυο τους επέστρεψαν στο δωμάτιο της, ο πατέρας μου θα φύλαγε τον Μάικλ για μερικές ώρες, μέχρι να μπορεί κάποιος να τον αντικαταστήσει κι εγώ προχώρησα στο δικό μου δωμάτιο.

«Τι έγινε καλέ;», με ρώτησε η Χόουπ μόλις πέρασα το κατώφλι. «Πού ήταν χαμένοι;»

«Δεν άργησα γι' αυτόν τον λόγο», της απάντησα καθώς παρατηρούσα τον Μάικλ να συνεχίζει την ζωγραφιά του. Πρέπει να έπληττε κλεισμένος σε ένα δωμάτιο! «Παρεμπιπτόντως έχουμε τον Ντιμίτρι πίσω», της έκλεισα το μάτι.

Η Χόουπ κατάλαβε αμέσως τι εννοούσα και αναφώνησε συγκινημένη.

«Άρα να μην πάω να βρω την Μέλανη».

«Καλύτερα όχι», της απάντησα και γελάσαμε και οι δυο.

«Χτύπησε το κινητό σου δυο τρεις φορές».

«Ποιος ήταν;»

«Δεν ξέρω. Δεν θα σήκωνα ξένο κινητό».

Μακάρι να ήταν και οι δικοί μου γονείς το ίδιο διακριτικοί. Η φιλενάδα της θα είχε απαντήσει στην πρώτη κλήση και θα είχε ζητήσει μέχρι και την ομάδα αίματος, αν αυτός που καλούσε δεν ήταν γνωστός της.

Προχώρησα στο γραφείο μου και ξεκλείδωσα το κινητό μου για να βρω πράγματι τρεις αναπάντητες κλήσεις. Ο αριθμός όμως δεν ήταν καταχωρημένος στις επαφές μου. Κι αυτό με ανησύχησε. Επιπλέον, τα τρία τελευταία ψηφία μου ήταν οικεία, που σημαίνει ότι είχα δεχτεί κι άλλες κλήσεις από αυτόν τον αριθμό στο παρελθόν. Για να δώσω λοιπόν όνομα στον άγνωστο που μου τηλεφώνησε, έπρεπε να τον καλέσω πίσω. Επειδή όμως κινδύνευα να βγω εκτός εαυτού ακούγοντας κάποιον αντίπαλο μου, κατευθύνθηκα στην βεράντα.

Η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή και το στομάχι μου δέθηκε ένας σφιχτός κόμπος μέχρι να μου απαντήσουν. Όταν τελικά σταμάτησε να ακούγεται το εκνευριστικό του - του, κράτησα την ανάσα μου περιμένοντας φυσικά να μιλήσει ο Ντέμιεν. Πού θα έβρισκε βέβαια κινητό στον Κάτω Κόσμο; Και γενικά δεν ήταν ποτέ φίλος της τεχνολογίας. Όμως εκείνη την στιγμή η νευρικότητα μου δεν μου επέτρεπε να σκεφτώ λογικά.

«Ορόρα!», αποκρίθηκε μια οικεία, αντρική φωνή με ισπανική προφορά και τα μάτια μου πλημμύρισαν με δάκρυα.

«Χουάν;»

Κάρτερ

Περίμενα πως μέχρι να έρθει ο Σον με τα ρούχα και το κινητό θα ήμουν ολομόναχος στο νεκροτομείο της Μόιρα. Ήταν τόσο μακάβριο όσο ακουγόταν. Παραταύτα, τα νταμπίρ δεν ήταν άψυχα και δεν θα με εγκατέλειπαν στο σκοτάδι και τον θάνατο. Λίγο αφότου έφυγαν οι γονείς μου, ήρθε η Οκτόμπερ να μου κρατήσει συντροφιά. Συζητήσαμε για τα βαμπίρ και τους δαίμονες που έμεναν στην έπαυλη και το πόσο γενναίοι ήταν απέναντι σε έναν κίνδυνο που τους είχε πληγώσει με κάθε δυνατό τρόπο στο παρελθόν. Της είπα τα νέα της Κόρτνεϋ και πόσο έλαμπε το πρόσωπο της τώρα που ήταν ξανά με την Νουρ και η Οκτόμπερ συγκινήθηκε με την βαμπιρίνα φίλη της. Έπειτα, θέλησα να μάθω για την δική της ζωή αυτά τα χρόνια, που δυστυχώς δεν ήταν η καλύτερη. Έζησε μοναχικά με την φήμη της αμαυρωμένη εξαιτίας της αδάμαστης καρδιάς της. Η ψυχή της είχε αναγνωρίσει τον Γκασπάρ, σε αντίθεση με τους υπολοίπους που εσκεμμένα και μη οδηγήσαμε την Οκτόμπερ στην απομόνωση. Γι' αυτό και της ζήτησα συγγνώμη.

«Δεν πειράζει», μου είπε. «Δεν είναι όλοι τόσο εχθρικοί».

«Τι εννοείς;»

«Ξέχνα το. Δεν είναι σημαντικό».

«Είναι η ζωή σου. Φυσικά και είναι σημαντικό. Πες μου».

Εκείνη δίστασε λίγο, αλλά είχε μεγάλη ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον γι' αυτό που έφερνε στο μέτωπο της ένα έντονο συνοφρύωμα. Οπότε και μοιράστηκε μαζί μου το γεγονός ότι εδώ και λίγες μέρες έβλεπε τον Τσέις. Δεν συνέβαινε κάτι πονηρό. Απλώς συναντήθηκαν τυχαία την ημέρα που ήρθε η Ορόρα στην Μόιρα και ένιωσαν και οι δυο την ανάγκη να βγουν μια βόλτα, να θυμηθούν τις στιγμές που πέρασαν ως φίλοι. Η μέρα που έγινε αυτό δεν ήταν καθόλου συμπτωματική. Προφανώς ο ερχομός της Ορόρα, πλήρως αφυπνισμένης, δημιούργησε άλλη μία τρύπα στο σκισμένο πέπλο του ξορκιού. Άρα σύντομα θα γινόταν κομμάτια.

«Χθες βράδυ, ο Τσέις είχε ανάγκη να δει ένα γνώριμο πρόσωπο, γιατί αναγκάστηκε να συγκατοικήσει με την Κέιζα. Κι αυτό τον εκνευρίζει».

«Δεν τον αδικώ», μουρμούρισα και την έκανα να γελάσει.

«Επειδή κι ο Σκοτ βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, άργησε να γυρίσει σπίτι. Ήρθε μέχρι το Τζόυ με τους συναδέλφους του και μας είδε. Κι έκανε πολύ άσχημη σκηνή. Μέχρι που με κατηγόρησε ότι σαγήνευσα τον κολλητό του μόνο και μόνο για να βρω έναν τρόπο να επιστρέψω στην ζωή του».

«Ω Οκτόμπερ», έπιασα το χέρι της και το έσφιξα προσεκτικά. «Γιατί δεν μας είπες τίποτα πριν; Θα μπορούσε να κάνει κάτι η Ορόρα ή η Μέλανη».

«Γιατί προφανώς υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά πράγματα», με έδειξε με το βλέμμα της.

«Το να σου στερούν τον φίλο σου είναι πάρα πολύ σημαντικό», αντιτάθηκα.

Εκείνη ξεφύσησε και χάθηκε για λίγο στις σκέψεις της.

«Δεν τον έχω ξαναδεί τόσο θυμωμένο. Ούτε καν εκείνη την νύχτα. Έμοιαζε σαν δαιμονισμένος. Ένα κομμάτι του εαυτού μου φοβήθηκε ότι ήταν ο Ντέμιεν κι όχι ο Σκοτ. Μετά βέβαια σκέφτηκα ότι αν είχα δίκιο, θα πήγαινε να βρει την Ορόρα και δεν θα με στόλιζε με χαρακτηρισμούς που δεν έχουν ακουστεί ούτε σε πορνό».

Ανακατεύτηκα στην σκέψη να πλησιάζει ο Ντέμιεν την Ορόρα με οποιαδήποτε μορφή. Αλλά προσπάθησα να μην το αφήσω να με επηρεάσει, γιατί ένα νταμπίρ με είχε ανάγκη. Για πρώτη φορά στην ζωή μου, μπορούσα να μην φερθώ εγωιστικά.

«Δεν έχει κανένα δικαίωμα να λέει σε σένα και τον Τσέις με ποιον να κάνετε παρέα».

«Το ξέρω. Αυτό του είπε κι ο Τσέις».

«Μετά από αυτό τι έγινε;»

«Ο ιδιοκτήτης πρότεινε να λύσουμε τα προβλήματα μας έξω, για να μην αναστατώνουμε τους πελάτες. Ο Τσέις με συμβούλεψε να επιστρέψω σπίτι μου και υποσχέθηκε ότι θα το φρόντιζε μόνος του. Εκ τότε δεν έχω νέα τους. Του τηλεφώνησα αρκετές φορές, αλλά δεν απάντησε σε καμία κλήση».

«Μάλλον δεν θέλει να χειροτερέψει την κατάσταση. Είμαι σίγουρος πως μόλις ο Σκοτ ηρεμήσει, θα επικοινωνήσει μαζί σου».

«Το εύχομαι, γιατί πραγματικά ανησυχώ».

Αν είχε προκύψει κάτι πολύ άσχημο, η Κέιζα θα φρόντιζε να το διατυμπανίσει. Δεν ήταν νταμπίρ με τακτ και δεν θα την εμπόδιζε το γεγονός ότι όλη η πόλη ασχολούταν με τον νεκρό πρίγκιπα. Οπότε και δεν υπήρχε κανένας λόγος να ανησυχεί. Προφανώς ο Τσέις πέρασε την μέρα βομβαρδίζοντας τον Σκοτ με ειρωνεία μέχρι να του πει πως δεν θα ασχολιόταν ξανά μαζί του.

«Έρχεται ο Σον», αποκρίθηκα ακούγοντας βήματα να πλησιάζουν.

«Να πηγαίνω τότε», σηκώθηκε όρθια. «Αν χρειαστείς κάτι, πάρε με τηλέφωνο».

«Θα είμαι εντάξει. Κοίτα να ξεκουραστείς, γιατί όσο είμαι στο νοσοκομείο θα ταλαιπωρείσαι».

«Αρκεί που είσαι ζωντανός».

Την επόμενη στιγμή, ο επισκέπτης χτύπησε την πόρτα κι εγώ ανέλαβα να απαντήσω. Μόνο που όταν άνοιξε δεν είδα τον Σον, αλλά τον Ντιμίτρι να κρατάει τα ρούχα μου.

«Έχεις τα χάλια σου», είπε γελώντας.

Bonus:

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top