34. ΤΟ ΧΑΟΣ
Κάρτερ
Ήμασταν στο αυτοκίνητο μου και παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής. Οι κοπέλες δεν είχαν κάνει το παραμικρό σχόλιο από όταν εγκαταλείψαμε το εμπορικό και φανταζόμουν ότι έφταιγε η αδυναμία τους να αποδεχτούν ένα σημαντικό μέρος της αλήθειας. Ο Εωσφόρος, ο Ίμπλις, ο Διάβολος, όπως τον αποκαλούσαν οι θρησκείες μας, είχε αναμιχθεί στην ιστορία με τον Κάτω Κόσμο και μάλιστα ήταν εναντίον του Ντέμιεν. Παρόλα αυτά, δεν έκανε κάτι για να τον σταματήσει. Και τον λόγο έπρεπε να τον μάθουμε από τον ίδιο.
Δεν μου άρεσε να κρίνω τον κόσμο με βάση τα λόγια τρίτων, αλλά δεν πίστευα πως θα με παρεξηγούσε κάποιος αν παραδεχόμουν ότι δεν ήθελα να συναντήσω τον Εωσφόρο. Δεν θα ένιωθα ασφαλής ούτε για μένα, ούτε για την Ορόρα. Και φυσικά κάθε φορά που η Κέιζα την αποκαλούσε ανιψιά του ένιωθα να ανακατεύομαι. Δεν είχε καμία σχέση μαζί της, παρά τις ερωτικές περιπτύξεις του με την Λίλιθ. Με αυτή την λογική, θα έπρεπε να αποκαλεί θείο τον μισό πλανήτη!
Οι σκέψεις μου αντικατοπτρίζονταν στους μορφασμούς του προσώπου μου, οι οποίοι πρέπει να ήταν έντονοι, γιατί κάποια στιγμή τα κορίτσια δεν κρατήθηκαν και ξέσπασαν σε γέλια.
«Χαίρομαι που κάποιος διασκεδάζει απόψε», ξεφύσησα.
«Συγγνώμη», είπε η Μπουλουχάν. «Δεν θέλουμε να νομίζεις ότι διακωμωδούμε την κατάσταση».
Οι τελευταίες που θα έκαναν κάτι τέτοιο ήταν οι πρώην αιχμάλωτες του Ντέμιεν. Ήξεραν από πρώτο χέρι την σοβαρότητα της κατάστασης κι όταν χαλάρωναν σήμαινε πως ένιωθαν μια τόση δα ασφάλεια και αφήνονταν. Άρα όφειλα να το κάνω κι εγώ. Εμπιστευόμουν το ένστικτο τους ακριβώς όπως της Μέλανη, γιατί τόσα χρόνια συζούσαν με τον κίνδυνο και ήταν σε θέση να τον αναγνωρίσουν από χιλιόμετρα.
Όταν επιστρέψαμε στην έπαυλη, δεν συναντήσαμε την υπόλοιπη ομάδα. Πιθανόν, δεν είχαν τελειώσει ακόμα με την αναζήτηση τους.
Απόψε σκέφτονταν να προσεγγίσουν τον Κίραν μια που σε κάθε ζωή σύχναζε στα ίδια μέρη με την Κόρτνεϋ. Στο πρόσφατο παρελθόν, τον είχε πετύχει στο μπαρ που συνάντησε την Νουρ κι ακόμα κι αν δεν έβρισκαν απόψε τον ίδιο, θα υπήρχε κάποιος γνωστός του να τους δώσει πληροφορίες για την ζωή του. Κι αφού ρωτούσε μια θαμώνας του μπαρ, όπως η Κόρτνεϋ, δεν θα υποψιαζόταν κάτι πέραν από χρέη ή άκακους ανταγωνισμούς βρικολάκων.
Μέχρι να γυρίσουν και να ανταλλάξουμε τα νέα μας, σωριάστηκα στον καναπέ και άφησα το μαλακό υλικό να αγκαλιάσει το ταλαιπωρημένο μου κορμί. Πιο πολύ βέβαια είχε κουραστεί το μυαλό μου, αλλά η πνευματική ταλαιπωρία επηρέαζε και το σώμα.
«Πεινάτε;», ρώτησε η Ζεϋνέπ.
Οι κοπέλες ένευσαν θετικά και η βαμπιρίνα κατευθύνθηκε στην κουζίνα για να μας σερβίρει. Και φυσικά δεν θα μας έφερνε μακαρόνια ή πίτσα, αλλά αίμα.
«Λοιπόν», ξεκίνησε η Νουρ παίρνοντας μια παιχνιδιάρικη έκφραση. «Γιατί έγινες πιο κόκκινος κι από τα μαλλιά των πρώην σου όταν σε φίλησε η Ορόρα;»
Εγώ γύρισα έκπληκτος προς το μέρος της για να δω και την Μπουλουχάν να διασκεδάζει με την αμηχανία που με κατέβαλε όταν η γυναίκα μου φέρθηκε πιο φυσιολογικά από τον καθένα μας εκεί μέσα.
«Αυτό λέγεται κουτσομπολιό», τις ενημέρωσα για το προφανές.
«Είμαστε φίλοι και συγκάτοικοι. Λέγεται απλό ενδιαφέρον», με διόρθωσε η Νουρ.
Στο παρελθόν θα με πείραζε να με αποκαλέσει κάποιος βρικόλακας φίλο του. Αυτές οι γυναίκες όμως είχαν κερδίσει τον θαυμασμό και τον σεβασμό μου τόσο με τα κατορθώματα τους και φυσικά με το γεγονός ότι φρόντισαν για χρόνια το παιδί μου. Οπότε είναι μεγάλο προνόμιο να με θεωρούν φίλο τους. Ωστόσο, θα μπορούσε να λείψει το ενδιαφέρον τους για την προσωπική μου ζωή.
«Ήταν μπροστά ο Αλεχάντρο», προσπάθησα να δικαιολογηθώ.
«Και;», ανασήκωσε τον ώμο της η Μπουλουχάν. «Τι φοβάσαι; Μην την εκθέσεις; Αφού είστε παντρεμένοι».
Επέστρεψα την προσοχή μου στο ταβάνι και μασούλησα νευρικά το κάτω χείλος μου. Την επόμενη στιγμή, ήρθε και η Ζεϋνέπ με τα ποτήρια και πίστεψα ότι θα τελείωνε εδώ η συζήτηση. Έκανα λάθος.
«Την βλέπεις και λιώνεις. Είναι χαζό να φέρεσαι με αυτό τον τρόπο».
Εγώ ανασηκώθηκα γρήγορα εξαιτίας της κουβέντας της.
«Εσύ είσαι σε άλλο δωμάτιο, αλλά η προσοχή σου παραμένει εδώ», και τότε το συνειδητοποίησα. «Για μισό λεπτό. Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό, έτσι; Το έχετε ξανακάνει. Έχετε κρυφακούσει τις συζητήσεις μου με τον Νόα και την Ορόρα».
Μόνο σε εκείνους είχα μιλήσει ξεκάθαρα για τα σχέδια μου και την αδυναμία μου να είμαι μαζί της μετά από αυτό που επέτρεψα να της συμβεί. Σε κανέναν άλλο δεν είχα αναφέρει την λέξη διαζύγιο, ούτε καν στους γονείς μου και την Μέλανη.
«Δεν θεωρείται κρυφάκουσμα εφόσον έχουμε οξυμένες αισθήσεις», απάντησε η Νουρ που πάσχιζε να συγκρατήσει το γέλιο της.
«Δεν είστε έρμαια τους. Έχετε μάθει να το ελέγχετε και να μην ακούτε ό,τι γίνεται γύρω σας. Άρα το κάνατε επίτηδες».
«Ναι», απάντησε η Ζεϋνέπ δίχως ίχνος ενοχής και έμεινα κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό. «Δεν νομίζεις ότι ήρθε η ώρα να σταματήσει αυτό το θέατρο; Ξέρουμε πολύ καλά τι σε φέρνει σε δύσκολη θέση. Μάθαμε πριν από σένα την απεχθή πράξη του Ντέμιεν και μπορούμε να σε καταλάβουμε ως ένα βαθμό. Αλλά αυτό που έχετε εσύ κι η Ορόρα είναι μεγαλύτερο από το μίσος του Ντέμιεν. Μην το αφήσεις να χαθεί».
«Η Ορόρα πάντως δεν το αφήνει», συμπλήρωσε η Νουρ. «Άσε την να σε πείσει. Θα σε ικανοποιήσει και η διαδικασία και το αποτέλεσμα».
Οι τρεις τους γέλασαν συνωμοτικά κι εγώ εξακολουθούσα να τις παρατηρώ μουδιασμένος. Δεν ξέρω τι με έφερνε περισσότερο σε αμηχανία· το πονηρό τους βλέμμα, η αμεσότητα τους σε ένα θέμα που μου προκαλούσε ταραχή, η απουσία προσωπικού χώρου; Ίσως τελικά να ήταν μια ανάμιξη όλων.
«Συνειδητοποιείτε ότι πριν λίγες ώρες μάθαμε για την ανάμιξη των ουρανών στην ιστορία μας κι εσείς μου μιλάτε τώρα για τα ερωτικά μου, έτσι;»
Ίσως είχαν πάθει σοκ από τις αποκαλύψεις και βρίσκονταν στο στάδιο της άρνησης.
«Εσύ συνειδητοποιείς πως ό,τι γνωρίζαμε τόσα χρόνια για την μεταθανάτιο ζωή κατέρρευσε σε μια νύχτα, έτσι;», αντιγύρισε η Ζεϋνέπ. «Δεν μας μένει παρά να καταπιαστούμε από ό,τι είναι πραγματικά αληθινό».
Η απάντηση της ήταν αποστομωτική, οπότε δεν επέμεινα. Ήπια σιωπηλός το αίμα και ευτυχώς κι εκείνες δεν ανέφεραν τίποτα μέχρι να ακούσουμε τους συγκάτοικους μας να γυρνάνε στην έπαυλη.
«Πώς πήγε;», τους ρώτησα ανυπόμονα όταν πέρασαν το κατώφλι.
Οι εκφράσεις τους δεν με βοηθούσαν να καταλάβω αν είχαν απογοητευτεί από την αναζήτηση ή αν ανέμεναν την αποτυχία της. Πάντως σίγουρα δεν είχαν καταφέρει τίποτα, γιατί δεν υπήρχε λάμψη στα μάτια τους.
«Όλα είναι», ξεκίνησε ο Νόα. «Υπερβολικά φυσιολογικά».
«Δηλαδή;», ακούστηκε η Μπουλουχάν.
«Για αρχή, ο Κίραν δεν είναι πουθενά», μίλησε η Έλενα. «Οι τύποι στο μπαρ είπαν πως έχει μέρες να φανεί. Αυτό είναι το μόνο ανησυχητικό. Κατά τα άλλα όλα κυλούν ομαλά. Η Κόρτνεϋ τους ρώτησε πώς ήταν η κατάσταση αυτές τις μέρες που δεν είχε εμφανιστεί κι εκείνοι της είπαν ότι δεν έχουν υπάρξει πιο βαρετές βραδιές. Ρωτήσαμε και σε άλλα μπαρ της περιοχής που συχνάζει υπόκοσμος και δεν είχαν να μοιραστούν κάποια αλλόκοτη ιστορία. Από τον καιρό που ήρθαμε εμείς στην Μόιρα, δεν παρατήρησαν κάποια αλλαγή, εξαφάνιση γνωστών τους ή ακόμα και ύποπτες κινήσεις πλασμάτων που δεν έχουν ξαναδεί».
Και η Κέιζα μας είχε πει πως ο Ντέμιεν δεν είχε ενεργήσει από όταν η Ορόρα ανέκτησε την μνήμη της. Οι ενέργειες του περιορίστηκαν την περίοδο που προσπαθούσε να μας ρίξει και τους δυο στον γκρεμό. Από τις αφυπνίσεις και μετά σώπασε. Οι ενέργειες της Λίζα και των συνεργών της ήταν περιορισμένες και ποτέ δεν μάθαμε αν εκτελούσε διαταγές του Ντέμιεν. Δεν επρόκειτο για το πλάσμα που ταυτιζόταν με την αξία της αφοσίωσης. Όπως και να είχε, ο ίδιος ο Ντέμιεν -που θα περίμενε κανείς να έρθει και να μας κοιτάξει κατάματα μετά την αφύπνιση μας- ήταν κρυμμένος στον Κάτω Κόσμο, ακριβώς όπως τους μήνες που ακολούθησαν μετά την πολιορκία της Μόιρα. Κι αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα: Ετοιμαζόταν για κάτι πολύ μεγάλο.
«Υπάρχει και κάτι ακόμα που πρέπει να σας πούμε», μίλησε η Κόρτνεϋ και στράφηκε στην Νουρ. «Ρωτήσαμε και για τον πατέρα σου».
«Και;», αποκρίθηκε η Νουρ με τρεμάμενη φωνή. «Είναι καλά;»
«Δεν ξέρω. Πάντως δεν είναι στην Αμερική».
«Πού είναι;»
Η Κόρτνεϋ εξέπνευσε δυνατά και πήγε να καθίσει δίπλα της.
«Πήγε στην Ελλάδα».
Ορόρα
Είχα σηκωθεί νωρίτερα από όλους, μια που ο Μάικλ ήταν στο πόδι από τις επτά το πρωί. Είχε κοιμηθεί ένα πλήρες δωδεκάωρο κι ήταν γεμάτος ενέργεια. Κάτι που δεν ίσχυε για μένα, καθώς είχα ξαγρυπνήσει προσπαθώντας να αφομοιώσω όσα μας είχε πει η Κέιζα. Και μέχρι στιγμής δεν είχα καταφέρει και πολλά. Μόνο στο νέο που αφορούσε την Άννα αντιδρούσα χαμογελώντας. Ήταν πλήρως αφυπνισμένη, υγιής και ασφαλής μαζί με την Λίλιθ. Κατά τα άλλα τι άλλο μπορούσε να με χαροποιήσει; Το ότι ο Ντέμιεν δεν είχε αντιδράσει στην γνώση ότι εγώ κι ο Κάρτερ θυμόμασταν, ότι εμπλεκόταν στην ιστορία ένα άτομο που δεν ήξερα και παρόλα αυτά έπρεπε να εμπιστευτώ ή ότι ο Λούσιφερ έκοβε βόλτες στην Μόιρα όταν βαριόταν να βασανίζει τον Μπελέθ στην Κόλαση;
Αυτό νομίζω πως ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε για μένα το ποτήρι. Δεν πίστευα πως με όσα είχε κάνει ο Ντέμιεν υπήρχαν ακόμα όρια στην όλη υπόθεση, αλλά η χθεσινή βραδιά με διέψευσε. Όχι μόνο υπήρχαν ακόμα όρια, αλλά είχαν ξεπεραστεί. Όλο αυτό έπρεπε να πρόκειται για μια κακόγουστη φάρσα, γιατί ήταν αδύνατον να συμμετέχουν στην ιστορία τόσο ανώτερα όντα. Και μάλιστα δυο αντίπαλοι! Τουλάχιστον έτσι θυμάμαι να παρουσιάζονται και για να επιβεβαιωθώ έκανα κάτι που ούτε παπάς δεν είχε ως συνήθειο στις εννιά το πρωί.
Αφού ο Μάικλ έφαγε το πρωινό του και συμφώνησε να παίξει ήσυχα σε μια γωνιά του αγαπημένου μου καθιστικού, πήρα θέση σε μια βολική πολυθρόνα και άρχισα να διαβάζω την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Όταν έφτασα στο σημείο που οι ορδές του Θεού συγκρούονταν με αυτές του Σατανά, είδα τον αρχάγγελο Μιχαήλ να ηγείται τις στρατιές του κυρίου του ενάντια στο κακό. Πώς στα κομμάτια αυτοί οι δύο είχαν συνεργαστεί για ένα λιγότερο σοβαρό θέμα όπως ο Ντέμιεν; Γιατί σίγουρα αυτός κι εγώ ήμασταν πταίσματα μπροστά στον αέναο αγώνα μεταξύ καλού και κακού.
Απορροφημένη καθώς ήμουν από την μελέτη δεν άκουσα την Μέλανη να μπαίνει στο δωμάτιο. Την κατάλαβα μόνο όταν ήρθε και έσκυψε μπροστά μου για να δει τι κρατούσα. Μόλις διάβασε τις λέξεις Καινή Διαθήκη, σήκωσε τα σμαραγδένια μάτια της και σούφρωσε ελαφρώς τα χείλη της.
«Τι θα πει ο θείος σου γι' αυτό;»
«Μην τον λες έτσι!»
Εκείνη γέλασε με την αντίδραση μου και πήδηξε στον απέναντι καναπέ.
«Αυτό που έπρεπε να κρατάς είναι το Απαγορευμένο Βιβλίο κι όχι η Βίβλος. Εκεί θα βρεις το ξόρκι για να καλέσεις αυτούς που σκέφτεσαι».
«Το ξόρκι δεν υπάρχει εκεί μέσα. Δεν θυμάσαι που το είχαμε βρει πεταμένο στα βασιλικά διαμερίσματα;», της θύμισα.
«Λες να είναι ακόμα εκεί;»
«Δεν ξέρω. Αν ήταν, θα το είχαν βρει οι γονείς μου ή όποιος το καθάρισε πριν μείνουν εκεί».
«Δεν χάνουμε τίποτα να ψάξουμε».
Εγώ ανασήκωσα τον ώμο μου και άφησα την Καινή Διαθήκη στην άκρη.
«Σκέφτομαι να περάσω από της Κέιζα πιο μετά, όταν θα έχουν ξυπνήσει τα παιδιά. Θέλεις να έρθεις;»
«Καλύτερα να μην κάνω πολλές βόλτες», της απάντησα. «Υποτίθεται ότι είμαστε σε αναβρασμό με την απαγωγή του», κοίταξα τον Μάικλ για να σιγουρευτώ ότι ήταν απασχολημένος με το τρένο του. «Αδερφού σου», είπα χαμηλόφωνα.
«Σχετικά με αυτό. Νομίζω ότι δεν πρέπει να καθυστερήσουμε περισσότερο το τέλος αυτού του θεάτρου. Δεν είναι και σε κάποιο μέρος που δύσκολα θα βρεθεί κανείς».
«Το ξέρω. Το είχα σκεφτεί για χθες, αλλά προέκυψε η αποκάλυψη της Κέιζα».
Η Μέλανη γέλασε πνιχτά.
«Ξέρω», μουρμούρισα. «Ατυχής παραλληλισμός δεδομένων των ονομάτων που ακούστηκαν».
«Τέλος πάντων. Αφού δεν έγινε χθες, ας γίνει σήμερα».
«Δεν θέλετε να πάμε να βρούμε την Λίλιθ και την Άννα;»
«Στο Σιάτλ;» Ναι, εκεί είχαν μετακομίσει, γιατί στο Πόρτλαντ κινδύνευαν να γίνουν αντιληπτές. «Φυσικά και όχι. Όχι τόσο σύντομα τέλος πάντων. Στο κάτω - κάτω υπάρχουν και τα τηλέφωνα».
Η μαχητικότητα της με έπεισε, οπότε και δεν έχασα χρόνο. Έστειλα μήνυμα στον Κάρτερ για να ετοιμαστεί για μία ακόμα βραδινή εξόρμηση και φρόντισα να προσθέσω ένα άτακτο σχόλιο στο τέλος. Χωρίς να το ελέγξω, μου ξέφυγε ένα μικρό γελάκι, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από την Μέλανη.
«Πολλές ορέξεις έχεις εσύ», αποκρίθηκε.
«Κάτι που δεν μπορείς να πεις για τον Κάρτερ».
Η κουβέντα μου την εξέπληξε.
«Έλα, μην κάνεις έτσι», της είπα. «Βλέπεις ό,τι βλέπω. Και ξέρω ότι δεν είσαι η μόνη. Απλώς ο Κάρτερ έχει μουδιάσει με όσα έχουν γίνει. Πρέπει να του δείξω πως οι μαλακίες του Ντέμιεν δεν θα αλλάξουν την γνώμη μου για εκείνον. Είσαι μαζί μου σε αυτό;»
«Πλάκα κάνεις; Σας ήθελα μαζί πριν το θελήσετε οι ίδιοι για τους εαυτούς σας. Εννοείται!»
Είχα στο πλευρό μου την πιο πιεστική σύμμαχο και η αυτοπεποίθηση μου ανέβηκε ακόμα περισσότερο. Ήμουν επίσης σίγουρη ότι κι η Χόουπ θα συνέβαλε στο να μονιάσουμε, αφού ο δικός της ρομαντισμός είχε αποδειχτεί πιο προφητικός κι από τα οράματα της Μέλανη. Δεν ανησυχούσα για μένα κι εκείνον λοιπόν. Είναι το μόνο που δεν με έκανε να φοβάμαι. Αντίθετα μου έδινε ελπίδα. Με αγαπούσε όπως παλιά, απλώς ανησυχούσε και δυσκολευόταν να αποδεχτεί αυτό που είχε γίνει. Αυτό σήμαινε ότι στενοχωριόταν για μένα. Άρα δεν γινόταν να έχει ξεθωριάσει ο έρωτας του.
Κάποια στιγμή, λίγο πριν αρχίσει η κίνηση στο παλάτι, ο μικρός βαρέθηκε, οπότε κι αποφασίσαμε να τον βγάλουμε στον κήπο. Εκεί αντικρίσαμε μια αλλόκοτη εικόνα. Ο μεγάλος Μάικλ είχε ξεγλιστρήσει από τον πάνω όροφο και συζητούσε με δυο συμβούλους, την Άννα και τον Κορνήλιο.
Η Μέλανη κι εγώ κοιταχτήκαμε τρομοκρατημένες. Χθες μας είχε απειλήσει πως θα απευθυνόταν στο συμβούλιο, αν δεν του λέγαμε την αλήθεια για τον Κάρτερ. Ωστόσο, δεν πήραμε στα σοβαρά την απειλή του και να που τώρα το είχαμε μετανιώσει.
Μόλις μας είδε μας έκανε νόημα να πλησιάσουμε. Λες και το νεύμα του μας είχε υπνωτίσει, πήγαμε κοντά τους κρατώντας τις ανάσες μας. Ακόμα κι αυτές πιθανόν να φάνταζαν ύποπτες.
«Πώς είναι ο ώμος σου;», ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε και από την ειρωνεία στην έκφραση του κατάλαβα ότι δεν ρωτούσε από ενδιαφέρον. «Προχθές τον έβγαλες και σήμερα είσαι χωρίς νάρθηκα;»
Οι δυο σύμβουλοι με περιεργάστηκαν σαν να αντίκριζαν κάποιον προδότη. Ή έτσι μου φάνηκε, γιατί για τα δεδομένα τους αυτό ήμουν.
«Εγώ την βοήθησα», πήρε τον λόγο η Μέλανη. «Ξέρετε, με μαγεία», κροτάλισε τα δάχτυλα της.
Η Άννα με τον Κορνήλιο έδειξαν να πείθονται. Ο Μάικλ πάλι ούτε στο ελάχιστο.
«Κάλεσα τους σύμβουλους στο παλάτι, γιατί το θέμα του ξαδέρφου μου έχει παρατραβήξει. Πάει καιρός που έχει χαθεί και αυτός και τα ίχνη του. Πρέπει να εντατικοποιήσουμε τις προσπάθειες».
«Δηλαδή;», ρώτησα γνωρίζοντας ότι η απάντηση δεν θα με ικανοποιούσε.
«Ο βρικόλακας ξέρει πολύ καλά ποιον έχει απαγάγει. Άρα είναι πολύ προσεκτικός στις κινήσεις του. Επιπλέον, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να κρύψεις κάτι είναι να το τοποθετήσεις στα πιο προφανή σημεία».
«Θα ψάξουμε τον βασιλιά σε όλα τα μέρη που σύχναζε», με ενημέρωσε η Άννα. «Και θα ξεκινήσουμε από την έπαυλη των Μάρεϊ».
Αμέσως ένιωσα το σώμα μου να παίρνει φωτιά και τους χτύπους της καρδιάς μου να αυξάνονται λες και την επόμενη στιγμή θα έσκαγε από την ένταση. Είχα εξοργιστεί με την επιθετικότητα του Μάικλ, με το θράσος του και με την πονηριά του. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι πρώτα από όλους θα κινδύνευε ο Κάρτερ και μετά εμείς. Γιατί αν έβλεπαν τι είχε γίνει θα τον σκότωναν!
Η Μέλανη δίπλα μου είχε παγώσει στην θέση της από την σύγχυση. Κοίταζε τον ξάδερφο της με την ίδια ένταση που το έκανα κι εγώ και πάσχιζε να αποκρύψει την άρνηση της. Υποτίθεται πως θέλαμε να βρεθεί ο Κάρτερ κι άρα δεν μπορούσαμε να φέρουμε αντίρρηση.
«Εξαιρετική ιδέα», πρόφερα ψύχραιμα και ο Μάικλ μειδίασε ικανοποιημένος. «Περάστε μέσα για να φροντίσουμε τις λεπτομέρειες».
Η Μέλανη μου έριξε μια εξεταστική ματιά. Εγώ της έκανα νόημα να ακολουθήσει τους συμβούλους στο παλάτι κι εκείνη υπάκουσε. Στην συνέχεια, περίμενα τον Μάικλ να κατευθυνθεί με την σειρά του στο εσωτερικό του παλατιού. Για μερικά λεπτά προσπάθησε να διαβάσει την έκφραση μου για να καταλάβει αν είχα υποχωρήσει τόσο γρήγορα. Το μόνο που έβλεπε όμως ήταν το απόλυτο κενό.
Έκανα ένα βήμα μπροστά και βύθισα το βλέμμα μου στο δικό του. Τα ακροδάχτυλα του έκαναν κάποιες σπασμωδικές κινήσεις σε μια προσπάθεια του εγκεφάλου του να αντιδράσει σε αυτό που συνέβαινε. Ο Μάικλ όμως δεν ήξερε ότι είχα μαγεία, οπότε το συνειδητό του δεν θα τον βοηθούσε.
Είχα υποβάλλει ξανά στο παρελθόν, όταν έκανα πρακτική στις δυνάμεις μου. Συνήθως πειραματιζόμουν στον Κάρτερ ή την Μέλανη με σκοπό να μου φέρουν κάποιο αντικείμενο. (Υπήρχε στο ιστορικό μου κι εκείνο το βράδυ που προσπάθησα να κάνω κακό στον Κάρτερ, αλλά δεν ήθελα να το θυμάμαι). Εφόσον ήταν νταμπίρ με μαγεία, θα με δυσκόλευαν παραπάνω γιατί υποτίθεται πως τα νταμπίρ με αυτή την ιδιότητα δεν μπορούσαν να υποβληθούν από ένα άλλο. Εγώ όμως ήμουν η εξαίρεση εξαιτίας της συσσωρευμένης μαγείας μου. Ο Μάικλ πάλι, δεν είχε μαγεία κι ούτε έρεε στις φλέβες του κάποιο γονίδιο, οπότε και η διαδικασία ήταν παιχνιδάκι, αφού του ζήτησα το πιο απλό πράγμα στον κόσμο, καθώς έσπρωχνα ενέργεια μέσα του:
«Πήγαινε στο δωμάτιο σου και κοιμήσου μέχρι το βράδυ».
Εκείνος ανοιγόκλεισε δυο φορές τα μάτια του και έστριψε από την άλλη πλευρά για να μπει στο παλάτι και να ανέβει στο δωμάτιο του. Ο τρόπος που συνέχιζαν να τινάζονται τα ακροδάχτυλα του αποδείκνυε ότι ακολουθούσε μια εντολή που δεν ήθελε πραγματικά να εκτελέσει. Η φωνή μου όμως θα επαναλαμβανόταν στο μυαλό του μέχρι να το κάνει. Κι εφόσον συνοδευόταν από μαγεία, δεν μπορούσε να το κατανικήσει.
Μόλις πέρασε το κατώφλι στράφηκα στον μικρό Μάικλ, ο οποίος ευτυχώς ήταν απασχολημένος να εξερευνεί τα μπουμπούκια που άνθιζαν σιγά σιγά και δεν με είχε δει να υποβάλλω τον θείο του. Το ευτύχημα ήταν ότι πρώτον, δεν αντίκρισε την σκοτεινιασμένη μου αύρα -σίγουρα θα άλλαζε χρώμα όταν έκανα κάτι χθόνιο- και δεύτερον, δεν πήρε ιδέες για μαγικά παιχνίδια.
«Αγάπη μου έλα εδώ», του φώναξα αφού πήρα βαθιές ανάσες για να αποτάξω από πάνω μου τα ενεργειακά υπολείμματα της πράξης μου και εκείνος υπάκουσε πειθήνια. Κάτι μου έλεγε ότι μόλις σιγουρευόταν ότι δεν θα τον διώχναμε με το παραμικρό παράπτωμα δεν θα ήταν το ίδιο υπάκουος. Οπότε θα χαιρόμουν αυτή την προθυμοποίηση για όσο κρατούσε. «Τι λες για ένα μεγάλο, αφράτο και γεμάτο σοκολάτα κέικ;»
Ο Μάικλ το σκέφτηκε για λίγο.
«Τι είναι αφράτο;»
«Θα μάθεις», του απάντησα και τον ώθησα να προχωρήσει μαζί μου στο παλάτι. «Τρέχα στην κουζίνα να σου δώσουν ένα κομμάτι από το γλυκό που ετοιμάζουν».
Στην ζάχαρη δεν έλεγε ποτέ όχι, οπότε ανέπτυξε αμέσως ταχύτητα για να κάνει ακριβώς αυτό που είπα. Εγώ το μετάνιωσα γρήγορα και του φώναξα ότι δεν χρειαζόταν να τρέξει τελικά. Μόλις επιβράδυνε, πήρα μια βαθιά ανάσα και αναζήτησα την Μέλανη και τους συμβούλους. Όταν τους βρήκα, της έκανα νόημα να έρθει έξω από το σαλόνι.
«Υπέβαλα τον ξάδερφο σου να πάει για ύπνο. Έλα να υποβάλλουμε και τους συμβούλους να γυρίσουν σπίτια τους».
Εκείνη έμεινε να με κοιτάζει με στόμα και μάτια ορθάνοιχτα από την κατάπληξη.
«Καλά. Θα το κάνω μόνη μου».
Δεν ήθελα να χάσω χρόνο, γιατί πλέον είχαμε χάσει αυτό το προνόμιο. Έπρεπε μέσα σε μια ώρα να κλείσουμε αμέτρητους λογαριασμούς και θα ξεκινούσαμε με την πρώτη σκευωρία μας.
Μπαίνοντας στο σαλόνι, είπα στην Άννα να έρθει στο μέρος μου για να της μιλήσω για ένα γυναικείο ζήτημα. Αυτό έφερε τον Κορνήλιο σε δύσκολη θέση και γύρισε αλλού το βλέμμα του. Μόλις η Άννα με πλησίασε αρκετά, χρησιμοποίησα την γνωστή τακτική, όχι για να την στείλω για ύπνο, αλλά για να επιστρέψει στην δουλειά της ξεχνώντας την πρωινή της επίσκεψη στο παλάτι. Εκείνη ένευσε αργά με τα μάτια της να μην μπορούν να ξεκολλήσουν από τα δικά μου. Το ίδιο ίσχυε και για την Μέλανη, η οποία στεκόταν στο κατώφλι και με κοιτούσε ταραγμένη. Όταν όμως στράφηκα στον Κορνήλιο, ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της και έτρεξε κοντά του για να επαναλάβει την πράξη μου και τα λόγια μου. Έτσι, καταφέραμε να τους διώξουμε.
«Τι έγινε;», με ρώτησε σφυρίζοντας τις λέξεις. «Γιατί τα κάνουμε όλα αυτά;»
«Γιατί ξεμείναμε από χρόνο. Πήγαινε να ειδοποιήσεις τους πατεράδες μας και τον Σον. Εγώ θα τηλεφωνήσω στον Κάρτερ. Πρέπει να τον βρουν στο εμπορικό σήμερα το πρωί».
«Δεν μπορεί να βγει από την έπαυλη. Είναι... πρωί!»
«Θα τον τηλεμεταφέρει η Έλενα. Δεν μπορούμε να καθυστερούμε άλλο Μελς. Ο Μάικλ έχει βγει εκτός ελέγχου».
Δεν μου έφερε άλλες αντιρρήσεις γιατί πριν λίγα λεπτά είχε ακούσει τον ξάδερφο της να στέλνει το βασιλικό συμβούλιο στην έπαυλη για να βρουν τον Κάρτερ, ο οποίος ήταν βρικόλακας. Είχε χάσει κάθε ίχνος λογικής, οπότε έπρεπε να αναλάβουμε δράση.
Μετά από ένα γρήγορο νεύμα της, άρχισε να τρέχει στις σκάλες και της φώναξα την ίδια συμβουλή που είχα δώσει στον Μάικλ. Δεν ήθελα να τσακιστούν και να πέσουν.
Όταν άκουσα τα βήματα της να επιβραδύνουν, πήρα το κινητό μου από την πίσω τσέπη του παντελονιού μου και τηλεφώνησα πρώτα στην Άσλεη.
«Καλημέρα Ορόρα», την άκουσα να μου λέει με εύθυμο τόνο κι ακολούθησε το γέλιο του Ενρίκε.
Αυτομάτως ένιωσα τύψεις που θα τους κατέστρεφα το πρωινό τους, αλλά το καταπολέμησα γρήγορα για να μην δειλιάσω. Ας έκαναν σήμερα μια θυσία κι από αύριο ήταν ελεύθεροι να χορτάσουν ο ένας τον άλλον.
«Δεν έχεις βάρδια σήμερα το πρωί, έτσι;»
«Όχι, γιατί είχα χθες το βράδυ με τον Ενρίκε. Αλλά κάτι μου λέει πως αυτό θα αλλάξει».
«Ποιος γνωστός σου έχει τώρα το πρωί;»
«Ο Τζίμι».
«Τέλεια», ξεφύσησα ανακουφισμένη. «Άκου τι θα γίνει. Σε δύο ώρες θα λάβω ένα μήνυμα από τον Νόα. Εσύ με τον Ενρίκε θα καλέσετε τον Τζίμι για καφέ, με αφορμή να γνωρίσει το αγόρι σου. Ο Κέλλαν θα του τηλεφωνήσει για να πάει στο εμπορικό. Εκείνος θα ταραχτεί, γιατί ο Κάρτερ δεν παύει να ήταν κάποτε φίλος και συμμαθητής του. Εσύ θα φροντίσεις να σου εκμυστηρευτεί τι συμβαίνει και θα πας μαζί του. Το ίδιο κι ο Ενρίκε. Έτσι δεν θα χρειαστεί να καλέσει άλλα νταμπίρ της υπηρεσίας. Θα τον πείσεις ότι ο Κέλλαν απλά υπερβάλλει και θα τον ακολουθήσετε για καθαρά ψυχολογική υποστήριξη. Τα υπόλοιπα ξέρεις πώς θα εξελιχθούν».
Η Άσλεη με άκουγε χωρίς να λέει τίποτα. Την φανταζόμουν να κατευνάζει σε κάθε μου πρόταση με την προσήλωση που άρμοζε σε ένα όργανο τάξης. Όταν τελείωσα με τις διαταγές, με διαβεβαίωσε πως όλα θα γίνονταν όπως τα είχαμε συμφωνήσει εξ αρχής.
«Σε ευχαριστώ πολύ Ας. Και... συγγνώμη».
Δεν με ρώτησε τι εννοούσα. Κατάλαβε ότι αναφερόμουν στο ότι δεν την άφησα να χαρεί το ρεπό της.
«Θα τα πούμε σε λίγες ώρες», μου απάντησε με τον ίδιο εύθυμο τόνο που μου μίλησε σηκώνοντας το τηλέφωνο.
Τερμάτισα την κλήση, αλλά δεν επέστρεψα το κινητό στην τσέπη μου. Συνέχισα να καλώ κόσμο και αυτή την φορά πήρα τον Κάρτερ, ο οποίος ακούστηκε πάλι νυσταγμένος.
«Πρέπει να σταματήσεις τα ξενύχτια», αποκρίθηκα.
«Κι εσύ να αντιμετωπίσεις τις αϋπνίες σου».
Δεν είχε ιδέα πόσο δίκιο είχε, αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα μας.
«Φαντάζομαι πως δεν είδες το μήνυμα που σου έστειλα».
«Όχι. Τι λέει;»
«Ξέχνα το. Ακυρώνεται έτσι κι αλλιώς. Σήκω, πλύσου, ντύσου και κάνε αυτά που θα σου πω».
«Γιαβόλ», απάντησε καταπίνοντας ένα χασμουρητό.
Εγώ στριφογύρισα τα μάτια μου, αλλά συγκράτησα τα σχόλια μου.
«Θα σου στείλω ένα ακόμα μήνυμα. Θα το προωθήσεις στον Νόα κι αυτός σε μένα. Υποτίθεται πως εκείνος μας το στέλνει. Όσο για σένα, θα σε μεταφέρει η Έλενα στο εμπορικό».
«Γιατί;», με ρώτησε καταλαβαίνοντας ότι αυτό τον ξύπνησε για τα καλά.
«Ήρθε η ώρα Κάρτερ. Πρέπει να πεθάνεις».
Κάρτερ
Βρισκόμουν στο εμπορικό με την Έλενα, η οποία στριφογύριζε στον χώρο με την νευρικότητα να φαίνεται στις κινήσεις και τις κοφτές της ανάσες. Μόλις ανακοίνωσα στους συγκατοίκους μου πως είχε έρθει η ώρα να κλείσει ο κύκλος της απαγωγής μου, ταράχτηκαν κυρίως γιατί αυτό θα συνέβαινε πρωί. Οι περισσότεροι δεν θα ήταν σε θέση να βοηθήσουν, ενώ αγωνιούσαν και για μένα. Το εκτίμησα ιδιαίτερα, αλλά έπρεπε να φορέσω το προσωπείο του γενναίου αντιβασιλέα, ώστε να μην δείξω ότι έτρεμα στην ιδέα να εκτεθώ υπό το δυνατό φως του ηλίου. Κι από όλες τις μέρες που είχε λιακάδα στο Πόρτλαντ εκτός καλοκαιριού, σήμερα βρήκε να καίει το σύμβολο της Ορόρα!
Όπως και να είχε, έκρυβα τις ανησυχίες μου και θέλοντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα για την Έλενα, ανακάθισα στο πάτωμα όπου ήμουν και την ρώτησα πώς πέρασε στην χθεσινή της εξόρμηση. Εκείνη με κοίταξε απορημένη, γιατί ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει. Μετά βέβαια κατάλαβε τον σκοπό μου, οπότε και δέχτηκε να προσποιηθούμε για λίγη ώρα ότι είχαμε βγει βόλτα σε ένα μεταποκαλυπτικό, εγκαταλελειμμένο εμπορικό κέντρο και ανταλλάσσαμε τα νέα της ημέρας.
«Νομίζω ότι αρχίζω να συνηθίζω τον εικοστό πρώτο αιώνα. Λογικό αν σκεφτείς ότι δεν λείπω εκατονταετίες από αυτό τον κόσμο».
«Και οι υπόλοιπες καλά τα πάνε».
«Τεχνικά αυτή η εποχή είναι καλύτερη από τις δικές τους. Τεχνολογία, ευκαιρίες. Στο βάθος βέβαια ο κόσμος έχει μείνει ίδιος. Οι απόψεις δεν λένε να αλλάξουν. Και θα το καταλάβουν σύντομα».
«Νομίζω πως η Νουρ το έχει καταλάβει ήδη».
Η Έλενα ένευσε αργά.
«Είστε σίγουροι γι' αυτό που πάτε να κάνετε;», με ρώτησε μετά από λίγες στιγμές σιωπής. «Θέλετε στα αλήθεια να τους πείσετε πως είσαι νεκρός;»
Εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Όταν μου το πρότειναν η Ορόρα με τον πατέρα μου φάνηκε ως η μόνη λύση. Τότε θυμόμουν μόνο εγώ κι ο Κέλλαν. Όσο όμως αφυπνίζονται όλο και περισσότεροι, η ελπίδα μου αναθαρρεύει και δεν θέλω να κοροϊδέψω τον λαό μου. Βέβαια παραμένει η μόνη λύση, γιατί δεν μπορώ να είμαι εξαφανισμένος τόσο καιρό. Και μέχρι να βρούμε τρόπο να σπάσουμε τα μάγια, αυτό παραμένει η μόνη λύση, γιατί σε καμία πραγματικότητα δεν θα με δεχόντουσαν ως βαμπίρ».
«Τι επιπτώσεις θα έχει αυτό στο βασίλειο σας;»
«Αν η Ορόρα ήταν βασίλισσα, θα έπρεπε να παραιτηθεί και να αναλάβουν οι διάδοχοι μας. Αν είχε προκύψει προφητεία. Διαφορετικά, το χάος. Τώρα υποτίθεται πως θα περιμένουμε τους προφήτες να δώσουν λύση».
«Διαφορετικά;»
«Πάλι το χάος», γέλασα πνιχτά χωρίς διάθεση.
«Κάρτερ, υπάρχει ένα νταμπίρ που θα τρίβει τα χέρια του με αυτή την εξέλιξη γιατί θα το δει ως ευκαιρία».
Κατάλαβα πως μιλούσε για τον Φερνάντο. Δεν περίμενα πως μέσα στην σύγχυση της κατάστασης θα θυμόταν τον φαντασμένο ξάδερφο της Ορόρα.
«Τον γνώρισα στον Κάτω Κόσμο», μου θύμισε. «Τον άκουσα να μιλάει με μίσος για την ξαδέρφη του. Και όταν ο Ντέμιεν υποχρέωσε την Ορόρα να τον απανθρακώσει ήμουν μπροστά. Είδα το σημάδι στον λαιμό της, εκεί που την είχε δαγκώσει».
Το πρόσωπο μου παραμορφώθηκε από μια έκφραση πόνου. Ήταν λες κι είχα δεχτεί εγώ την επίθεση του Φερνάντο. Ωστόσο, αν είχε όντως συμβεί αυτό θα πονούσα λιγότερο.
«Είναι από τα άτομα που δεν συγκινείται με οικογενειακούς δεσμούς. Ακριβώς γι' αυτό τον λόγο τον έφερε ο Ντέμιεν στον Κάτω Κόσμο. Θέλετε στα αλήθεια να ξυπνήσετε το τέρας της ματαιοδοξίας μέσα του;»
Το πόσο δίκιο είχε η Έλενα δεν περιγραφόταν με λέξεις. Το γεγονός ότι είχα μείνει να κοιτάζω το κενό δαγκώνοντας επιθετικά τα χείλη μου ήταν ένα δείγμα του πόσο μετάνιωνα που δέχτηκα τον υποτιθέμενο θάνατο μου. Ο Φερνάντο θα πετούσε από την χαρά του μαθαίνοντας για το νέο και θα ερχόταν στην Μόιρα για να αρχίσει έναν ακόμα ανένδοτο αγώνα για τον θρόνο. Το είχε προσπαθήσει όσο ζούσα και προκάλεσε αμέτρητες απόπειρες εναντίον μου. Τώρα που υποτίθεται έφευγα από το προσκήνιο, η ζωή του γινόταν πιο εύκολη. Το μόνο που υπήρχε στην μέση ήταν η Ορόρα με τον γιο μας, έναν πιθανό διάδοχο...
«Αυτό το τέρας δεν καταλάγιασε ποτέ», είπα ψιθυριστά.
Η Έλενα δεν πρόλαβε να απαντήσει, γιατί άκουσα ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει και έπειτα την μηχανή του να σβήνει.
«Ήρθαν! Κρύψου!»
Εκείνη με υπάκουσε και έτρεξε στον πάνω όροφο. Εγώ έπεσα πίσω, έκλεισα τα μάτια μου και κράτησα την ανάσα μου. Για πρώτη φορά, μετά την αλλαγή μου, φέρθηκα σαν αληθινός νεκροζώντανος κα δεν αναζήτησα οξυγόνο. Στην αρχή φοβήθηκα και εισέπνευσα λίγο αέρα από την μύτη. Μετά όμως επικεντρώθηκα στο ποδοβολητό που πλησίαζε και ξέχασα την παρόρμηση μου να φερθώ σαν θνητός. Και έτσι μπόρεσα να υπάρχω δίχως ανάσα.
«Ω Θεέ μου!», άκουσα την φωνή του Τζίμι.
Ο Τζίμι; Σοβαρά; Από όλα τα νταμπίρ εκείνον διάλεξαν; Η Ορόρα είχε ξεπεράσει τα όρια διαστροφής. Η μιαρή επαφή με τον Ντέμιεν μέσω εμού της είχε αφήσει πολύ σοβαρά σημάδια.
«Κάρτερ», φώναξε ο Τζίμι κι αφού έτρεξε κοντά μου, έφερε τα δάχτυλα του στον λαιμό μου. «Δεν έχει σφυγμό», ανακοίνωσε στην παρέα του και επιβεβαιώθηκα για την ταυτότητα τους μόλις του είπαν να το ελέγξουν κι εκείνοι.
Η Άσλεη κι ο Ενρίκε έπιασαν με την σειρά τους τον λαιμό μου και δοκίμασαν και τον καρπό μου. Όμως δεν βρήκαν πουθενά σφυγμό και επιβεβαίωσαν τις φοβίες του Τζίμι.
Σε αντίθεση με εκείνον, οι καρδιές τους χτυπούσαν με σταθερό ρυθμό. Υπήρχε ένταση, αλλά όχι στον βαθμό του Τζίμι, ο οποίος κόντευε να σκάσει κυριολεκτικά. Οι άλλοι δυο απλώς αγχώνονταν για το αν θα πήγαινε το σχέδιο κατ' ευχή.
«Κρατήσου», άκουσα την Άσλεη να λέει στον πρώην συμμαθητή μας. «Δεν μπορείς να καταρρεύσεις τώρα».
Από το στόμα του Τζίμι βγήκαν μερικοί λυγμοί και οι τύψεις που ένιωσα θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν τους σφυγμούς μου. Ούτε κι εγώ ήξερα ποια δύναμη με κράτησε από το να σηκωθώ και να τον παρηγορήσω δείχνοντας του ότι ήμουν νεκρός. Εν μέρει, τέλος πάντων.
«Π- πρέπει να ενημερώσω... τον βασιλιά».
«Θα έρθω μαζί σου», του είπε η Άσλεη.
Μόλις τα βήματα τους απομακρύνθηκαν αρκετά, ένιωσα τον Ενρίκε να γονατίζει δίπλα μου.
«Πώς τα πας;», με ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Περίφημα», του απάντησα δίχως να ανοίγω τα μάτια μου. «Ζω όπως ένας σωστός πρίγκιπας. Δεν κάνω τίποτα και οι υπόλοιποι τρέχουν για την αφεντιά μου».
Εκείνος γέλασε πνιχτά.
«Είσαι μόνος σου;»
Τότε άνοιξα τα μάτια μου και του έκανα νόημα προς τα πάνω.
«Η Έλενα θα φύγει, αφού σιγουρευτεί ότι είμαστε στον δρόμο για την Μόιρα».
Ο Ενρίκε αρκέστηκε σε ένα νεύμα. Λίγο αργότερα, ήρθε και η Άσλεη τρέχοντας για να μας ενημερώσει πως ο Τζίμι ήταν σε κατάσταση πανικού και θα πήγαινε πάλι κοντά του για να προσπαθήσει να τον ηρεμήσει.
«Ωραία επιλογή κάνατε», τους γρύλισα.
«Αυτός είχε βάρδια», απάντησε η Άσλεη.
«Κι άλλοι τόσοι! Έπρεπε να είναι ο Τζίμι;»
«Αυτόν κρίναμε απαραίτητο».
«Εσύ η Ορόρα;»
«Και οι δυο; Ποιο είναι το πρόβλημα σου;»
«Πέραν του ότι ο φίλος μας θα πάθει έμφραγμα;»
«Παιδιά», πήρε τον λόγο ο Ενρίκε. «Θέλετε να το συζητήσετε αυτό όταν γυρίσουμε στην Μόιρα;»
Η Άσλεη κι εγώ κάναμε έναν αγώνα πειθούς με τα βλέμματα μας. Στο τέλος βέβαια δεν κέρδισε κανείς και εγκατέλειψε για να συνδράμει τον Τζίμι.
«Μου την δίνει στα νεύρα αυτή η συμμαχία Ορόρα - Άσλεη», παραδέχτηκα στον Ενρίκε. Εδώ που είχαμε φτάσει, το να συζητάω μαζί του λες κι ήμασταν φιλαράκια δεν φάνταζε εξωπραγματικό. «Γενικά μου την δίνει στα νεύρα το πώς πείθει κόσμο να πάρει το μέρος της».
«Σου εμπνέει εμπιστοσύνη».
«Απλά ξέρει να χειραγωγεί».
Ένα μέρος του εαυτού μου ένιωσε τύψεις που μίλησα άσχημα για εκείνη, αλλά δεν έλεγα ψέματα. Ήταν χειριστική. Είχε τον τρόπο να σε πείσει για το ότι η γη ήταν τρίγωνη παρόλο τις επιστημονικές αποδείξεις για το αντίθετο.
«Δεν έχεις δίκιο σε αυτό που λες. Η Ορόρα ποτέ δεν φέρνει την κατάσταση εκεί που την συμφέρει».
«Μόνο σε ό,τι αφορά τον Κάτω Κόσμο. Εκεί μας θέλει όλους μακριά. Στα υπόλοιπα είναι η αφέντρα της χειραγώγησης. Ξέρεις πόσες φορές έχω απολογηθεί για πράγματα στα οποία δεν έφταιγα; Και στην τελική εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα από όλους, γιατί σε πίεσε να μπεις ξανά στον κύκλο της αφού σου ράγισε την καρδιά».
Ο Ενρίκε γούρλωσε έκπληκτος τα μάτια του με αυτά που άκουγε. Κι εγώ άρχισα να νιώθω όλο και λιγότερες τύψεις γι' αυτά που ξεστόμιζα.
«Το ήθελα», μου απάντησε ψύχραιμα. «Ήθελα να είμαι ξανά κοντά της, απλά μου ήταν δύσκολο. Δεν με πίεσε», επέμεινε. «Και σταμάτα να σκέφτεσαι έτσι για την γυναίκα σου. Καταλαβαίνω πως νιώθεις άσχημα γι' αυτό που υπομένει ο Τζίμι, αλλά θα το βιώσουν κι άλλα νταμπίρ σε λίγο. Κι είναι πολύ προτιμότερο από το να ανακαλύψουν ότι είσαι βαμπίρ».
Ο Ενρίκε ήταν η φωνή της λογικής που χρειαζόμουν εκείνη την στιγμή. Ήμουν αγχωμένος, νευριασμένος με τον Ντέμιεν και την πλήρωσε η Ορόρα. Δεν ήταν η μόνη με άλυτα θέματα. Είχα κι εγώ μέσα μου έναν χείμαρρο ανείπωτων συναισθημάτων και ξέφευγαν υπολείμματα σε ανυποψίαστο χρόνο. Βέβαια με ενόχλησε το γεγονός ότι η Ορόρα έστειλε τον Τζίμι γι' αυτή την δουλειά, ωστόσο όταν το μυαλό μου καθάριζε θα έβλεπα ότι ήταν το ιδανικό νταμπίρ. Ήταν μεν κοντά μου, αλλά και έμπιστος των κατοίκων της Μόιρα. Άρα θα τους έπειθε για την αυθεντικότητα του νέου. Για μία ακόμα φορά, η Ορόρα, το πλέον συναισθηματικό νταμπίρ, είχε φερθεί με αρρωστημένο ορθολογισμό, στα όρια κυνισμού. Αλλά και οι μεγάλες αντιφάσεις ήταν ένα ακόμα χαρακτηριστικό της.
Μέχρι να ακούσουμε κι άλλο αυτοκίνητο να σταματάει έξω από το εμπορικό, δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Το σωστό άλλωστε ήταν να επικρατεί νεκρική σιγή.
Όταν τελικά κατέφτασαν δύο οχήματα -το ένα ακουγόταν πιο βαρύ από το άλλο- έφτασαν στα αυτιά μου έντονες ομιλίες, στις οποίες συμμετείχε κι ο πατέρας μου. Ο Τζίμι απλώς έλεγε σκόρπιες λέξεις γιατί το άσθμα της κρίσης πανικού δεν του επέτρεπε να αναλύσει το οτιδήποτε. Ο πατέρας μου στο μεταξύ, έπαιζε άψογα τον ρόλο του ανήσυχου γονιού και δεν σταμάτησε ακόμα κι όταν ήρθε μόνος του στο εσωτερικό.
«Δεν έχω πολύ χρόνο», μας εξήγησε. «Υποτίθεται ότι ήθελα να το δω μόνος μου αυτό», ξεφύσησε. «Ξανά», είπε χαμηλόφωνα, αλλά εγώ τον άκουσα και κατάλαβα γιατί είχε χάσει το χρώμα του. Θυμήθηκε το βράδυ που ξεψύχησα στο νοσοκομείο της Καλιφόρνια.
«Είμαι εντάξει», του είπα κι εκείνος χαμογέλασε.
«Τώρα πρέπει να κλάψω. Πείτε μου κάτι στενάχωρο».
«Η Ορόρα σου χαράκωσε το αυτοκίνητο».
Η ανάμνηση δεν τον θύμωσε, ούτε τον οδήγησε στον θλίψη. Αντίθετα, γέλασε και έφερε το χέρι του στο στόμα του για να μην ακουστεί.
«Μου επιτρέπετε μεγαλειότατε;», αποκρίθηκε ο Ενρίκε σηκώνοντας διστακτικά το δεξί του χέρι.
«Παρακαλώ», απάντησε ο πατέρας μου.
«Μην κλείσετε τα μάτια σας».
Ο πατέρας μου ένευσε συγκαταβατικά κι ο Ενρίκε άρχισε να κινεί κυκλικά το χέρι του αναστατώνοντας τον αέρα γύρω του. Αυτή η μικρή δίνη ανέμου προχώρησε στον αποσβολωμένο Κέλλαν και τα μάτια του υγράνθηκαν από το δυνατό ρεύμα.
«Πεταρίστε συνέχεια τα μάτια σας και κρατήστε την ανάσα σας για δευτερόλεπτα. Έτσι, θα ανανεώνονται τα δάκρυα».
«Σε ευχαριστώ Ενρίκε», μουρμούρισε. «Κάρτερ θα πρέπει να... να σε βάλουμε στην...»
«Στην σακούλα, ξέρω. Μην ανησυχείς. Θα αποτρέψει και τα εγκαύματα».
«Εντάξει. Ας αρχίσει η παράσταση».
Ορόρα
Το μήνυμα του Νόα είχε σταλθεί. Με κατηγορούσε πως αυτό που είχε συμβεί στην παρακάτω διεύθυνση ήταν αποκλειστικά δικό μου λάθος, γιατί δεν υπέκυψα στον εκβιασμό. Ο Κέλλαν τηλεφώνησε στον Τζίμι και του ζήτησε να ελέγξει την διεύθυνση που είχαμε λάβει, γιατί πιθανόν υπήρχε κάποια εξέλιξη με τον Κάρτερ. Η Άσλεη και ο Ενρίκε, που ήταν μαζί του αποφάσισαν να τον συνοδεύσουν για να τον βοηθήσουν αν τυχόν ο βρικόλακας είχε στήσει παγίδα. Και εμείς απλώς περιμέναμε.
Ο Σον έμαθε ότι ο γιος του ένιωσε μια αδιαθεσία, γι' αυτό και κοιμόταν βαριά. Έτσι έμεινε μαζί μας στο σαλόνι μέχρι ο Κέλλαν να επιστρέψει στην Μόιρα. Είχε φύγει μαζί με ένα ασθενοφόρο και τρεις φρουρούς, γιατί ο Τζίμι τον ενημέρωσε πως βρήκε τον Κάρτερ νεκρό. Κανείς μας δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ή μάλλον έτσι δίναμε στον Σον και την μητέρα μου να καταλάβουν.
Η Χόουπ κοιτούσε τον κήπο ανέκφραστη περιμένοντας το τηλεφώνημα. Η μητέρα μου θεωρούσε ότι βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Κι εφόσον εγώ είχα στο πλευρό μου τον πατέρα μου, επικεντρώθηκε στην φίλη της. Η Μέλανη είχε κλειστεί στο δωμάτιο μου προσέχοντας τον Μάικλ και προστατεύοντας τον από το χάος που θα προέκυπτε εξαιτίας μας. Και μόλις το κινητό του πατέρα μου χτύπησε, αυτό εξαπλώθηκε στην Μόιρα με την επιθετικότητα λοιμού.
«Τον έχουν στο νεκροτομείο», μας ανακοίνωσε ο πατέρας μου.
Όλοι στο δωμάτιο κράτησαν τις ανάσες τους. Όσοι γνώριζαν την αλήθεια έπρεπε να προετοιμαστούν για την μεγαλύτερη παράσταση της ζωής τους κι όσοι την αγνοούσαν, δυσκολευόντουσαν να αποδεχτούν το αληθοφανές ψέμα.
Χωρίς να χάσω χρόνο, κατευθύνθηκα με γρήγορες δρασκελιές στην Χόουπ. Την άρπαξα από το χέρι και την ώθησα να προχωρήσει μαζί μου έξω από το παλάτι. Συνεχίζοντας να την σέρνω ακόμα κι όταν δεν βρισκόμασταν στο οπτικό πεδίο της μητέρας μου και του Σον, βρεθήκαμε στο αυτοκίνητο μου. Έπειτα, επιβιβαστήκαμε και πριν ξεκινήσουμε, ανταλλάξαμε ένα έντονο βλέμμα.
«Εγώ δεν έχω μαγεία κι αν μου βγάλεις τον ώμο, θα υπομείνω τον νάρθηκα περισσότερο από σένα».
Το σχόλιο της με βοήθησε να χαλαρώσω και ξέσπασα σε γέλια. Η ατμόσφαιρα ελάφρυνε και σύντομα ακούστηκε και η δική της εύθυμη φωνή.
«Έχεις ιδέα τι πάμε να κάνουμε;», με ρώτησε όταν ηρεμήσαμε.
«Έχω. Αλλά είναι αργά για πισωγυρίσματα».
Έβαλα μπρος στο αυτοκίνητο και μου φάνηκε ότι έφτασα στο νοσοκομείο την στιγμή που βγήκα από το γκαράζ του παλατιού. Πίστευα ότι είχα στην διάθεση μου αρκετή ώρα να αποφασίσω πώς θα φερθώ και να σκεφτώ κάποιες κουβέντες. Αλλά ο χρόνος με πρόδωσε και η διαδρομή ήταν πιο σύντομη από ποτέ.
Η Χόουπ κι εγώ κατευθυνθήκαμε αμέσως στο νεκροτομείο, χωρίς να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας. Δεν ρωτήσαμε κάποια νοσοκόμα ή γιατρό πού βρισκόταν το πτώμα του Κάρτερ Μάρεϊ. Όχι γιατί το ξέραμε, αλλά γιατί το είχαν μάθει κι εκείνοι. Και δεν έπρεπε να μιλήσουμε με κανέναν όσο το μυαλό μας ήταν μουδιασμένο.
Στο νεκροτομείο συναντήσαμε τον τρεμάμενο Τζίμι που έδινε κατάθεση στον σκυθρωπό Κέλλαν και την Σάρα που άκουγε μαζί με την Οκτόμπερ με σκυφτό κεφάλι. Παραπέρα, στέκονταν οι υπόλοιποι φρουροί μαζί με τον Ενρίκε και την Άσλεη, οι οποίοι απέφυγαν την οπτική επαφή. Μόλις η παρουσία μας έγινε αντιληπτή, ο κόσμος υποκλίθηκε και συνέχισε να κοιτάζει το πάτωμα ακόμα κι όταν τους κάναμε νόημα να ισιώσουν τους κορμούς τους.
«Πού είναι ο γιος μου;», ρώτησε η Χόουπ με μια ανάσα.
Η Σάρα απλώς σήκωσε το χέρι της δείχνοντας της το δωμάτιο που είχαν αφήσει τον Κάρτερ. Εκείνη κι εγώ μπήκαμε αμέσως μέσα και μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω μας, ο Κάρτερ που ήταν ξαπλωμένος σε ένα από τα ατσάλινα φορεία με μοναδική ένδυση ένα λευκό σεντόνι, ανασηκώθηκε για να δεχτεί την αγκαλιά της μητέρας του.
«Μην ανησυχείς. Δεν είναι αλήθεια όλο αυτό», της είπε ψιθυριστά. Προφανώς άκουγε το σφυροκόπημα της καρδιάς της.
«Αυτό είναι το πρόβλημα. Πώς θα το δικαιολογήσουμε όταν σπάσει το ξόρκι;»
«Δεν θα χρειαστεί», της απάντησα. «Ο κόσμος θα ανησυχεί περισσότερο για την ανάμιξη του Μπελέθ κι όχι για το πώς μπαλώσαμε την παραλίγο δολοφονία του Κάρτερ».
«Γιατί είναι τόσοι πολλοί έξω;», αποκρίθηκε ο Κάρτερ φανερά αγχωμένος.
«Θα τους διώξουμε», προσπάθησα να τον καθησυχάσω και στράφηκα στην Χόουπ. «Εσύ θα το κάνεις».
«Πώς;»
«Κραύγασε. Μόλις είδες το παιδί σου νεκρό!»
«Μα... δεν μπορώ έτσι απλά».
Δεν δίστασα ούτε στιγμή. Το έκανα πριν λίγο, θα το έκανα και τώρα. Ήθελα να είμαστε πειστικοί με κάθε κόστος, ακόμα κι αν ξεπερνούσα ηθικούς φραγμούς. Εφόσον όμως τους είχα αποκτήσει όταν δεν γνώριζα για την μαγεία μου, δεν ήταν έγκυροι. Τώρα έβλεπα τι χάρισμα ήταν η μαγεία και όλα όσα έρχονταν μαζί της. Και η υποβολή ήταν ένα από αυτά.
«Χόουπ», αποκρίθηκα πλησιάζοντας την με το βλέμμα μου να έχει βυθιστεί στο δικό της. «Θέλω να ουρλιάξεις!»
Φίλοι μου, θυμάστε τα aesthetic edits? Αυτά που χάθηκαν όταν ο Ντέμιεν καταράστηκε και το Special μας; Ε λοιπόν θα τα ξαναθυμηθείτε, καθώς σε κάθε κεφάλαιο θα προσθέτω μερικά, ανάλογα με το ποιους χαρακτήρες βλέπουμε περισσότερο. Και φυσικά ξεκινάμε με Ορόρα και Κάρτερ!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top