32. ΔΙΠΛΟΣ ΜΠΕΛΑΣ
Ορόρα
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ένιωσα όλη μου την αριστερά πλευρά μουδιασμένη. Ήταν λες και κάτι την είχε νεκρώσει για να μην με ενοχλήσει το οτιδήποτε. Θα μπορούσε κάποιος να μου κόψει το χέρι και να μην το καταλάβω μέχρι να με δω ακρωτηριασμένη. Για να σιγουρευτώ ότι δεν είχε συμβεί ήδη κάτι τέτοιο, πετάρισα τις βλεφαρίδες μου μέχρι το μυαλό μου να επιστρέψει πλήρως στην πραγματικότητα. Πριν όμως χαμηλώσω το βλέμμα μου, παρατήρησα το άσπρο δωμάτιο στο οποίο βρισκόμουν και τον καλόγερο με την νοσοκομειακή ρόμπα. Και τότε θυμήθηκα...
Ήμουν στο νεκροταφείο με τον πατέρα μου. Είδαμε έναν σαλεμένο Ίαν, ο οποίος μας μίλησε για μια σκιά. Ήμουν σίγουρη ότι επρόκειτο για τον Ντέμιεν που έπαιζε με το μυαλό του ευάλωτου νταμπίρ και βρήκε την ευκαιρία να μας επιτεθεί για να δείξει πόσο εξοργισμένος ήταν με το γεγονός ότι θυμόμουν. Άρχισαν λοιπόν να με κατακλύζουν ένα σωρό ερωτήματα, όπως για πόσο καιρό συνέβαινε αυτό μεταξύ των δύο αντρών και αν είχε σκοπό να προχωρήσει στην πόλη και να τρελάνει όλα τα νταμπίρ, ώστε μην να έχει σημασία αν θα αφυπνιστούν ποτέ. Ναι, κάτι τέτοιο θύμιζε τον Ντέμιεν. Είχε λοιπόν περάσει στην αντεπίθεση και έπρεπε να ανασκουμπωθώ για να οργανώσω την άμυνα μας.
«Ξύπνησες;», ακούστηκε η σιγανή φωνή της Οκτόμπερ, καθώς περνούσε το κεφάλι της μέσα στο μικρό άνοιγμα της πόρτας. «Πώς νιώθεις;», με ρώτησε προχωρώντας στα ενδότερα.
«Πώς έμαθες τι έγινε;»
«Δεν ξέρω ακριβώς τι έγινε», παραδέχτηκε. «Απλώς κάποια στιγμή είδα τον βασιλιά να μου κορνάρει και όταν έτρεξα στο αυτοκίνητο, σε είδα λιπόθυμη στα πίσω καθίσματα. Ήθελε να σου βάλω τον ώμο πριν πάμε νοσοκομείο, μήπως έτσι ξυπνούσες».
Τουλάχιστον δεν είχε χτυπήσει. Αυτό ήταν μια μικρή ανακούφιση. Αντίθετα, ο τραυματισμός μου με έκανε να αναριγήσω και τότε χαμήλωσα το βλέμμα μου στο άκρο μου για να αντικρίσω τον μπλε νάρθηκα που στήριζε τον πήχη μου έτσι όπως το είχε ανάγκη ο ώμος μου.
«Από όλα όσα μπορούσαν να συμβούν, έπρεπε να είναι εξάρθρωση;», κλαψούρισα.
Η Οκτόμπερ που θυμόταν την δυσφορία μου με ό,τι αφορούσε τα οστά, πήρε μια συμπονετική έκφραση και χάιδεψε με το ακροδάχτυλο της το μάγουλο μου.
«Λυπάμαι γι' αυτό. Πονάς καθόλου;»
Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Δεν έχει περάσει η επίδραση του παυσίπονου ακόμα», συμπέρανε. «Η μαμά μου φροντίζει να σε προμηθεύσει με τα κατάλληλα φάρμακα για όταν γυρίσεις σπίτι».
«Ευχαριστώ», μουρμούρισα. «Δεν πιστεύω να ξέρει ο Μάικλ ότι χτύπησα;»
«Φυσικά και όχι. Πριν μπω στο αυτοκίνητο τους είπα ότι θέλετε να συζητήσετε κάτι με την μητέρα μου. Η Μέλανη κατάλαβε την ταραχή μου όταν σε είδα, αλλά δεν νομίζω να ανησυχήσει το παιδί με την αλήθεια».
Είχα εμπιστοσύνη πως θα φρόντιζε τον Μάικλ δίχως να δείχνει την δυσφορία της, οπότε προς το παρόν ήμουν ήρεμη για ένα μέλος της οικογένειας μου.
Την επόμενη στιγμή, ακούστηκε ένας ελαφρύς χτύπος στην πόρτα και στην συνέχεια ξεπρόβαλλε ο Κέλλαν κρατώντας μια ανθοδέσμη με τα αγαπημένη μου λουλούδια· κόκκινες τουλίπες.
«Πώς είναι η ασθενής;», ρώτησε με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Σακατεμένη», του απάντησα. «Σε ευχαριστώ για τις τουλίπες».
Εκείνος τις άφησε με προσοχή στο κομοδίνο, δίπλα από το κρεβάτι και έπειτα κάθισε δίπλα μου.
«Σου τηλεφώνησε η Οκτόμπερ;»
«Όχι, ο Αλεχάντρο», με ενημέρωσε αφού ξερόβηξε. «Βέβαια δεν έχω ειδοποιήσει κανέναν».
«Καλύτερα. Δεν έχω προλάβει να σκεφτώ μια καλή δικαιολογία».
Το αναμενόμενο θα ήταν να με ρωτήσει πώς είχα τραυματιστεί και τι έγινε στο νεκροταφείο ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα μου. Ο Κέλλαν όμως όχι μόνο δεν ζήτησε λεπτομέρειες, αλλά μασούλησε νευρικά το εσωτερικό του ούλο κι απέφυγε την οπτική επαφή. Επομένως, ήξερε ήδη τι είχε συμβεί και μόνο ένας θα ήταν σε θέση να του το εκμυστηρευτεί.
«Πού είναι ο πατέρας μου;»
«Στην εκκλησία», μου απάντησε ψιθυριστά.
Δεν έχασα πολύτιμο χρόνο απορώντας με την επιλογή που είχε κάνει ο πατέρας μου. Θα την κατανοούσα όταν έβλεπα σε τι κατάσταση ήταν ψυχολογικά. Πιθανόν να είχε τρομάξει με τον καπνό και να πίστεψε ότι είχε δει κάτι σατανικό -που εν μέρει αυτό ίσχυε. Μπορεί πάλι να έλεγχε αν κι αυτός ο ιερός χώρος στοιχειωνόταν από το σκοτάδι. Οι δικαιολογίες ήταν πολλές, αλλά μόνο μία ίσχυε και για να την καταλάβω έπρεπε να τον δω και να τον αντιμετωπίσω για τον τρόπο που μου φέρθηκε.
Αφού πήρα και την άδεια της Σάρα, η Οκτόμπερ με βοήθησε να φορέσω τα ρούχα μου και ο Κέλλαν με οδήγησε στην εκκλησία παραμένοντας σε όλη την διαδρομή σιωπηλός. Το γεγονός ότι δεν μου έδινε συμβουλές για τον συμβασιλέα του ή δεν σχολίαζε την απρεπή συμπεριφορά του με έκανε να βγάλω ένα εξωφρενικό συμπέρασμα, αλλά έδιωξα γρήγορα την σκέψη. Ήταν πολύ ονειρική για να είναι αληθινή. Και όπου μπλεκόταν ο Ντέμιεν τα όνειρα μετατρέπονταν σε εφιάλτες.
«Τι σε ήθελε ο Κάρτερ;», τον ρώτησα μόλις φτάσαμε, θυμούμενη τον λόγο που δεν ήρθε μαζί μας στο νεκροταφείο.
Αφού γεύτηκε μία ακόμα φορά τα ούλα του, στράφηκε νευρικά προς το μέρος μου για να με ενημερώσει για την επίσκεψη της Λίζα στην έπαυλη. Από την μία ανακουφίστηκα που δεν πρόλαβε τον Μάικλ, από την άλλη όμως ανησύχησα για όσους είχαν μείνει πίσω.
«Δεν έπαθε τίποτα κανείς», με καθησύχασε. «Η Λίζα όμως απείλησε τον Κάρτερ ότι θα κάνει τα ίδια με παλιά κι ήθελε να έχω στον νου μου τον Μάικλ. Τον μεγάλο. Εντάξει, και τον μικρό».
Λίγο το ότι εξακολουθούσα να είμαι κατατονική από τα παυσίπονα και λίγο το ότι ήμασταν ήδη σε επιφυλακή για δαίμονες μετά την έφοδο του Ενώχ, δεν άφησα τον φόβο μου να με κυριεύσει κι έτσι δεν άρχισα να χτυπιέμαι στο αυτοκίνητο.
«Έχω ειδοποιήσει τον Σον και την Μέλανη για αυτό», συμπλήρωσε. «Και θα αυξήσω την φρουρά του παλατιού».
«Καλό θα είναι να φροντίσουμε και τον Νέιθαν. Είναι πολύ πιθανό να επισκεφτεί κι εκείνον».
«Θα το κάνω», με διαβεβαίωσε κι εγώ ετοιμάστηκα να αποβιβαστώ από το όχημα. «Ορόρα», με σταμάτησε και για μια στιγμή δεν είπε τίποτα. Απλώς με κοιτούσε με υγρά μάτια χωρίς να μπορώ να καταλάβω αν ήθελε να κλάψει ή να γελάσει. «Αν δεν θέλεις αυτό το πράγμα», εννοούσε τον νάρθηκα. «Κάλεσε το δαιμόνιο σου. Στην εκκλησία δεν ζει;»
Εγώ ένευσα μπερδεμένη. Εντάξει, δεν ήταν τελείως άσχετο αυτό που είπε. Αλλά δεν έπρεπε να το αναφέρει πριν πάω να συναντήσω τον πατέρα μου. Αν εμφανιζόταν μπροστά του ο πύρινος φύλακας μου, θα με έσπρωχνε μέσα του να καώ γιατί θα με θεωρούσε μάγισσα.
Βγήκα από το αυτοκίνητο δίχως να σκοπεύω να επικοινωνήσω άμεσα με το δαιμόνιο μου και προχώρησα στην είσοδο της εκκλησίας. Αφού άκουσα τον Κέλλαν να απομακρύνεται, έσπρωξα την βαριά πόρτα με το δεξί μου χέρι και πέρασα το κατώφλι με τα μάτια μου να σαρώνουν τον χώρο αναζητώντας τον πατέρα μου.
Δυσκολεύτηκα αρκετά να τον εντοπίσω γιατί ο ναός φωτιζόταν από ελάχιστα κεριά, οι φλόγες των οποίων ήταν αρκετά αδύναμες. Φαίνεται πως ο πάτερ τα άναψε νωρίς το πρωί και σύντομα θα έσβηναν. Ο πατέρας μου δεν φρόντισε να τα ανανεώσει, όπως του άρεσε να κάνει κάθε φορά που βρισκόταν σε εκκλησία. Σαν Σάντος, ενωμένος με την φωτιά, έβρισκε ευχαρίστηση στο να κατανικά το σκοτάδι με το στοιχείο μας. Τώρα όμως, η συναισθηματική φόρτιση δεν τον άφησε να επιδοθεί στην αγαπημένη του ασχολία κι έτσι κάθισε στις πρώτες θέσεις, στις οποίες γονάτισε για να προσευχηθεί.
Είχε κλείσει τα μάτια του και δεν έκανε τον κόπο να τα ανοίξει για να δει ποιος είχε έρθει. Παρέμεινε στην θέση του ακόμα κι όταν άκουσε το τρίξιμο της πόρτας και πιθανόν πίστεψε ότι επρόκειτο για τον Κέλλαν. Μέχρι να ακούσει τα τακούνια μου και να αισθανθεί την παρουσία μου κοντά του, δεν έκανε κάποια κίνηση. Όταν πλέον ήμουν στην ίδια ευθεία με εκείνον, απομακρύνθηκε από το σκοτάδι και γύρισε προς το μέρος μου. Και η εικόνα μου τον έκανε να τιναχτεί προς τα πίσω σαστισμένος.
Δεν με περίμενε. Ήταν ολοφάνερο. Μπορεί μέχρι τελευταία στιγμή να ήλπιζε για κάποιο άλλο νταμπίρ, αλλά τελικά οι φόβοι του βγήκαν αληθινοί και τώρα έβλεπε το παιδί του, το οποίο είχε σακατέψει.
Η ενοχή ξεχείλιζε στην έκφραση του, στο τρέμουλο του, στον τρόπο που τα χείλη του ήθελαν να ανοίξουν για να πει κάτι, αλλά τα λόγια συσσωρεύτηκαν στην άκρη της γλώσσας του και στο τέλος δεν μπόρεσαν να βγουν.
Τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια, ο Αλεχάντρο Σάντος δεν με είχε συνηθίσει σε τέτοιες συμπεριφορές. Ακόμα κι όταν με χαστούκισε μπροστά στον Κάρτερ ήταν απαθής και στις ψεύτικες αναμνήσεις του παρελθόντος δεν τον θυμόμουν να συγκινείται με σωματικές βλάβες μου. Αντίθετα, μου υποδείκνυε θυμωμένα να μην κλαίω και να μην παραπονιέμαι, γιατί μια σωστή βασίλισσα κρύβει την αδυναμία της. Και τώρα, ο άντρας που θεωρούσε δύναμη την συναισθηματική αναπηρία, δάκρυζε στην εικόνα του νάρθηκα μου.
Αυτή την φορά, η απαθής της υπόθεσης ήμουν εγώ. Δίχως να λέω κάτι ή να επικοινωνώ μαζί του με το βλέμμα μου, κάθισα ακριβώς απέναντι του και έστρεψα την προσοχή μου στο ιερό βήμα. Ο πατέρας μου όμως εξακολουθούσε να με κοιτάζει και η ανάσα του επιτάχυνε, επειδή η σιωπή μου τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Ή καλύτερα, ενέτεινε την αγωνία του.
«Σκούπισε τα μάτια σου», τον διέταξα εξακολουθώντας να παρατηρώ το ιερό. «Φαίνεσαι αδύναμος».
Εκείνος ξεροκάταπιε και με την άκρη του ματιού μου, τον είδα να τρίβει με το μανίκι του το βρεγμένο του πρόσωπο.
«Ορόρα, εγώ...»
«Θα πούμε ότι το έκανε ο Ίαν. Έπαθε κρίση, προσπάθησα να τον ηρεμήσω κι εκείνος με έσπρωξε. Έπεσα στο μνήμα της Ελεονόρας και βγήκε ο ώμος μου».
«Μα είναι ψέματα», ψιθύρισε.
«Δεν νομίζω να σε συμφέρει η αλήθεια».
Ακολούθησε ένας αργόσυρτος αναστεναγμός και έπειτα με ρώτησε αν πονούσα.
«Θα είμαι εντάξει. Ίσως ζητήσω βοήθεια από κάποιον φίλο μου». Τον ίδιο που μου πρότεινε και ο Κέλλαν. «Και ξέρεις πολύ καλά για ποιον μιλάω, έτσι;»
Κάρτερ
Η καρμπονάρα της Νουρ ήταν αντικειμενικά ένα αριστούργημα. Τα μακαρόνια είχαν βραστεί τόσο όσο έπρεπε χωρίς να είναι πολύ μαλακά ή σχεδόν άβραστα, ενώ είχε προσθέσει αυγό στην κρέμα γάλακτος κάνοντας την πιο γευστική από το συνηθισμένο. Θα έπρεπε λοιπόν να είχαμε ορμήσει όλοι στα πιάτα μας και να τα αδειάσουμε σε χρόνο ρεκόρ. Αλλά δεν το κάναμε.
Καθόμασταν στο μεγάλο τραπέζι επίσημων γευμάτων και τα πιρούνια μας στριφογύριζαν κάτω από την παχύρρευστη κρέμα. Πού και πού ο υγρός ήχος έσπαγε με έναν αναστεναγμό, ο οποίος σε αντίθεση με αυτό που θα πίστευε κανείς, δεν είχε να κάνει με την Λίζα. Όχι άμεσα. Αυτό που βάραινε την συνείδηση μας, που μας απογοήτευε και μας αποθάρρυνε ήταν κάτι βαθύτερο και μας βοήθησε να το δούμε η απουσία του Μάικλ, μιας που τώρα χάσαμε τον μοναδικό μας τρόπο να συνεισφέρουμε.
Από όταν γύρισα στο Πόρτλαντ και συναντήθηκα με τον Νόα και τις κυρίες της Ορόρα, είχαμε πετύχει μονάχα ένα πράγμα. Συμβάλλαμε στην απελευθέρωση της Κόρτνεϋ και έπειτα κερδίσαμε εύσημα για τις καλύτερες κουβερνάντες της πολιτείας. Κατά τα άλλα, κοντέψαμε να ηττηθούμε από έναν δαίμονα, χάσαμε τον καθρέφτη, γιατί δεν καταλάβαμε πότε ήρθε η γιαγιά μου στην έπαυλη και ακόμα και την Λίζα την έδιωξε η πιθανότητα να αντιμετωπίσει την κόρη του Μπελέθ. Κατά μία έννοια δεν συμβάλλαμε άμεσα στην αποχώρηση της, κατά την οποία μας απείλησε ότι θα προβεί σε εκδικητικές ενέργειες. Και ποιος θα λάμβανε τα κατάλληλα μέτρα για την ασφάλεια της Μόιρα; Φυσικά τα νταμπίρ, τα πλάσματα που έτρεχαν ολημερίς και οληνυχτίς να κρύψουν αλήθειες, να σώσουν ένα μάτσο μέλη του υποκόσμου από τον Ζάβιερ και που τώρα ήταν σειρά τους να στεφθούν νταντάδες της χρονιάς.
Για να το πω πιο απλά: Νιώθαμε ανεπαρκείς έως και άχρηστοι.
«Δεν σας αρέσει», συμπέρανε η Νουρ προς μεγάλη της απογοήτευση.
«Κάθε άλλο», αντιτάθηκε η Ζεϋνέπ. «Είναι πολύ νόστιμη. Απλώς...»
«Χορτάσαμε με απογοήτευση», αποκρίθηκα ξεφυσώντας.
«Μην είσαι τόσο ηττοπαθής», μου υπέδειξε ο Νόα, χωρίς ιδιαίτερη ζωντάνια στα λόγια ή τις κινήσεις του.
«Α ναι; Αυτά που έχω καταφέρει από όταν θυμήθηκα και υποτίθεται είχα ένα σοβαρό κίνητρο να κόψω τον κώλο του Ντέμιεν μπορούν να συνοψιστούν σε τρεις λέξεις: Ήλθον. Είδον. Τον ήπιον».
Ο Νόα γέλασε πνιχτά και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Και οι γυναίκες προσπάθησαν με την σειρά τους να με εμψυχώσουν, ενώ δήλωσαν πως κι οι ίδιες δεν ένιωθαν ότι είχαν προσφέρει ιδιαίτερα. Ωστόσο, εκείνες είχαν περάσει χρόνια στην αιχμαλωσία, ανέθρεψαν τον γιο μου κι έθεσαν τους εαυτούς τους σε κίνδυνο για να τον φυγαδεύσουν από τον Κάτω Κόσμο. Επομένως, είχαν κάθε δικαίωμα να ξαποστάσουν.
«Τι λέτε να κάνει τώρα ο μικρούλης;», αναρωτήθηκε η Έλενα χαμογελώντας μελαγχολικά.
«Θα έχει σαρώσει το παλάτι», απάντησε η Μπουλουχάν. «Ξέρετε πόσο περίεργος είναι».
«Έμοιασε στην μαμά του», είπε η Κόρτνεϋ.
«Ελπίζω μόνο να μην το κάνει μόνος του».
Η κουβέντα μου άπλωσε μια αμήχανη σιγή στο τραπέζι. Συμμερίστηκαν την ανησυχία μου για τον Μάικλ και τα πρόσωπα τους κυριεύτηκαν από συνοφρυώματα αγωνίας. Το επόμενο λεπτό όμως, απέκτησαν άλλη υπόσταση, αυτή της περιέργειας, καθώς ακούσαμε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει την έπαυλη και έπειτα να σβήνει η μηχανή του στο υπαίθριο πάρκινγκ της.
«Λέτε να ξέχασε τίποτα η Ορόρα;», απόρησε η Μπουλουχάν.
«Θα μπορούσε απλά να μας τηλεφωνήσει», απάντησε η Κόρτνεϋ.
Αμέσως σηκωθήκαμε όρθιοι και ενημερώσαμε τις δαιμόνισσες πως είχαμε επισκέψεις.
«Τι στα κομμάτια;», σφύριξε η Λουκία μέσα από τα δόντια της. «Ούτε η Μύκονος Αύγουστο μήνα δεν έχει τόση κινητικότητα. Υπάρχει ακόμα η Μύκονος, έτσι;», ρώτησε την Έλενα.
«Πού θέλεις να ξέρω; Μαζί πήγαμε στον Κάτω Κόσμο».
Μετά το παραλήρημα των δαιμόνων έφτασαν στα αυτιά μου οι φωνές του Σον και του Μάικλ. Ο θείος μου προσπαθούσε να συνετίσει τον γιο του και να τον πείσει να γυρίσουν πίσω, ενώ ο ξεροκέφαλος ξάδερφος μου επέμενε να έλεγξε την έπαυλη. Και ήμουν αρκετά σίγουρος ότι αυτό που έψαχνε ήμουν εγώ.
«Μάρεϊ», ξεφύσησα και εξήγησα ποιοι από όλους.
«Τι θα κάνουμε;», ρώτησε ο Νόα. «Αυτοί οι δυο ξέρουν την μισή αλήθεια, αλλά όχι την συγκεκριμένη», με έδειξε με το δάχτυλο του.
«Να κρυφτούμε», πρότεινε η Νουρ.
Μπορεί το κτίριο να ήταν μεγάλο, αλλά δεν επρόκειτο για παλάτι. Δεν θα τους έπαιρνε ολόκληρη μέρα να το εξερευνήσουν. Κάποια στιγμή, θα μας έβλεπαν. Επιπλέον, ήταν πρωί και δεν υπήρχε η επιλογή να φύγουμε από κάποια άλλη έξοδο. Υπήρχε βέβαια η πιθανότητα να μας μεταφέρουν οι δαιμόνισσες σε ένα ασφαλές μέρος. Αλλά έτσι αβέβαια που ήταν τα πράγματα, δεν μπορούσαμε να ξέρουμε πού θα ήμασταν πραγματικά ασφαλείς. Και νομίζω πως ήταν πλέον ώρα να μάθουν και οι υπόλοιποι την αλήθεια. Ίσως το σοκ ήταν δυνατό και την θυμόντουσαν πριν χρειαστεί να ανοίξω το στόμα μου.
«Πηγαίνετε πάνω», τους είπα. «Θα το φροντίσω μόνος μου».
«Είσαι σίγουρος;», ρώτησε η Κόρτνεϋ.
Με ένα μου νεύμα άρχισαν να κατευθύνονται στα δωμάτια τους. Ή σε ένα κοινό για ομαδική προβολή. Όπως και να έχει, με είχαν αφήσει μόνο μου και το στομάχι μου αναστατώθηκε από την νευρικότητα. Γιατί τα βαμπίρ δεν μπορούσαν να ανακουφιστούν από ψυχοσωματικά; Τι απέγινε ο μύθος περί αφθαρσίας;
Οι ομιλίες γίνονταν εντονότερες καθώς πλησίαζαν την είσοδο. Έπειτα, σιώπησαν όταν ο Μάικλ χτύπησε το κουδούνι. Εγώ δεν έκανα κάποια κίνηση να ανοίξω την πόρτα, γιατί αν με έβλεπε με κόκκινα μάτια δίχως προειδοποίηση πιθανόν να αντιδρούσε σπασμωδικά. Οπότε και κάθισα στον καναπέ, αφού ήξερα ότι είχε δικό του ζευγάρι κλειδιά, τα οποία εν τέλει και αξιοποίησε.
Περνώντας το κατώφλι, ο Σον του θύμισε για μία ακόμα φορά ότι ήταν λάθος να φύγουν από την Μόιρα χωρίς να το ξέρει τουλάχιστον ο αδερφός του (ο οποίος θα άκουγε έναν επικό εξάψαλμο που δεν τον πρόσεχε όπως του είχα υποδείξει). Ο Μάικλ όμως συνέχισε να τον αγνοεί και προχώρησαν μέσα μέχρι που τελικά έφτασαν στο σαλόνι.
«Εδώ είσαι λοιπόν», είπε ψυχρά.
Είχα επιλέξει μια θέση που θα φαινόταν μόνο η δεξιά μεριά μου κι άρα θα κρύβονταν τα μάτια μου. Έτσι προς το παρόν μπορούσαμε να κάνουμε μια μικρή, ψύχραιμη συζήτηση.
«Προς τι τόση μυστικοπάθεια; Γιατί δεν έρχεσαι στην Μόιρα; Έχεις σκοπό να μείνεις εδώ για πάντα;»
Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή και κάθε φορά ύψωνε τον τόνο της φωνής του για να καταλάβω ότι ήταν θυμωμένος.
«Παιδί μου λυπήσου τον», είπε ο Σον. «Δες πόσο χλομός είναι. Μπορεί να είναι άρρωστος».
«Αυτός που θα αρρωστήσει είμαι εγώ. Μίλα που να σε πάρει», με διέταξε. «Έχουν παίξει τα νεύρα μου με τους ψιθύρους της Ορόρα και του πατέρα σου! Τι έχει συμβεί; Σε έστειλαν εξορία;»
Αφού πήρα μια βαθιά ανάσα, του υποσχέθηκα ότι θα του έλεγα όλη την αλήθεια αρκεί να διατηρούσε την ψυχραιμία του σε ό,τι έβλεπε.
«Γιατί; Τι μπορεί να δω που θα μου...»
Δεν του έδωσα περιθώριο να αναρωτηθεί τι θα πάθαινε αντικρίζοντας με. Ήξερα ήδη την απάντηση. Θα έπεφτε το σαγόνι του στο πάτωμα.
Σηκώθηκα λοιπόν όρθιος και στάθηκα αγέρωχος απέναντι τους για να δουν τι ήμουν. Αλλά αυτός που ένιωσε το πιγούνι του να αγγίζει το πλακάκι ήταν ο Σον. Ο Μάικλ αντίθετα, μισόκλεισε τα μάτια του σαν επικριτικός γύπας και μόρφασε αηδιασμένος.
«Μου είχε περάσει από το μυαλό. Αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω. Τι πήγες κι έκανες;», αναφώνησε και με πλησίασε δίχως δισταγμό. Και γιατί να διστάσει; Είχε πολεμήσει βαμπίρ. «Πώς τόλμησες να μας προδώσεις; Ό,τι πρόβλημα κι αν είχες με την Ορόρα δεν άξιζε να την εκδικηθείς με τόσο χυδαίο τρόπο!»
Ο Σον στο μεταξύ, είχε μαρμαρώσει στην θέση του από το σοκ και δεν έκανε κάτι για να ηρεμήσει τον γιο του που είχε παρεκτραπεί, όσον αφορά τα συμπεράσματα του.
«Όπα, όπα», έπιασα τον Μάικλ από τους ώμους και τον ταρακούνησα. «Δεν εκδικήθηκα κανέναν. Αυτό που βλέπεις δεν έγινε με την συγκατάθεση μου».
Εκείνος σταμάτησε να φωνάζει και το σώμα του χαλάρωσε. Φάνηκε να με πιστεύει, γιατί παρά την ταραχή του δεν λησμόνησε την αφοσίωση μου στα νταμπίρ και πως ποτέ δεν θα επέλεγα μια αιωνιότητα στο σκοτάδι για ελάχιστα προνόμια. Τουλάχιστον για μένα δεν ήταν αρκετά, ώστε να με δελεάζει η ιδέα. Ακόμα και τώρα που ήξερα τι ήταν αυτό που υπονόμευα, δεν άλλαζα γνώμη. Και ο θρόνος δεν ήταν στην κορυφή των λόγων.
«Τότε πώς;», ρώτησε ήρεμα αυτή την φορά.
Αφού τους υπέδειξα να καθίσουν και ο Σον κατάφερε να ξεμουδιάσει, άρχισα να αφηγούμαι όσα έγιναν αφότου ο Μάικλ και ο Αλφόνσο έφυγαν από την Καλιφόρνια. Δεν μπήκα σε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, αλλά τόνισα πόσο μπερδεμένος ένιωθα και την απόγνωση που με κυρίευσε όταν η Ορόρα ζήτησε διαζύγιο. Φτάνοντας στην βραδιά που κάποιος άγνωστος με πυροβόλησε -ο Ντέμιεν δεν χώραγε ακόμα στην συζήτηση- μίλησα για αίμα βαμπίρ που είχε ο πατέρας μου στην κατοχή του για ώρες ανάγκης. Μου το χορήγησε όμως τελευταία στιγμή και έτσι τώρα έβλεπαν αυτό το αποτέλεσμα.
«Κι αυτός ο φίλος που λέει ο πατέρας σου;», ρώτησε ο Μάικλ σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του. «Είναι κι αυτός βρικόλακας;»
«Βρήκαμε έναν τύπο που προθυμοποιήθηκε να με συμβουλέψει για την νέα μου φύση. Αυτό είναι όλο».
«Είναι εδώ τώρα;»
«Όχι».
Ευτυχώς είχα από παιδί την ικανότητα να λέω ψέματα, ενώ η τραπεζαρία ήταν σε άλλο δωμάτιο, οπότε δεν φαίνονταν τα οκτώ πιάτα που θα αποδείκνυαν την ανειλικρίνεια μου.
Ο Μάικλ στράφηκε λοιπόν στον πατέρα του περιμένοντας να ακουστεί και η δική του φωνή.
«Κρίμα παιδί μου», ήταν το μόνο που κατάφερε να ξεστομίσει. Εκτίμησα ωστόσο την συμπόνια πίσω από τον οίκτο.
«Διορθώνεται αυτό το πράγμα;», απόρησε ο Μάικλ.
«Θα το ψάξουμε. Ελπίζω πως ναι».
«Κι αν όχι; Τι θα γίνει; Θα παραμείνεις εξαφανισμένος; Και ο θρόνος;»
«Λυπάμαι, αλλά αυτή την στιγμή το στέμμα δεν είναι προτεραιότητα μου».
Τα λόγια μου δεν πείραξαν κανέναν από τους δυο. Ποτέ δεν είχα επιδείξει φιλοδοξία για κάτι που μου δόθηκε απλόχερα. Ίσως μια αντίθετη απάντηση να τους θορυβούσε περισσότερο.
«Συγγνώμη που δεν σας το είπα από την αρχή. Δεν ήθελα να σας στενοχωρήσω. Και για να είμαι ειλικρινής φοβόμουν την αντίδραση σου, Μάικλ».
Ο ξάδερφος μου μόρφασε κυρίως με τον εαυτό του, γιατί μου απέδειξε περίτρανα ότι είχα δίκιο να ανησυχώ γι' αυτόν.
«Πρέπει να επιστρέψετε στην Μόιρα όμως», συνέχισα. «Εδώ δεν είστε ασφαλείς. Δεν υπάρχουν προστατευτικά τείχη».
Ορόρα
Τον τελευταίο καιρό είχα αποκτήσει μια αγάπη προς τα πάρκα. Ο καταραμένος εαυτός μου το είχε ερμηνεύσει ως μια ανάγκη να περιτριγυριστώ από παιδική αθωότητα, μια που εγώ την έχασα νωρίς εξαιτίας του καταπιεστικού πατέρα μου. Όταν όμως θυμήθηκα και επέστρεψαν όλες οι γλυκές αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας, κατάλαβα ότι το υποσυνείδητο μου με οδηγούσε στα μέρη που περνούσα κάθε σαββατοκύριακο με τον πατέρα μου. Κάθε μεσημέρι των τελευταίων μερών της εβδομάδας εξερευνούσαμε τις παιδικές χαρές της Σεβίλλης και δοκιμάζαμε κάθε παιχνίδι που υπήρχε στο οικόπεδο. Για δυο μέρες, ο βασιλιάς Αλεχάντρο ήταν αποκλειστικά μπαμπάς με ό,τι συνεπαγόταν αυτό. Ήταν ξέγνοιαστος, χαμογελαστός, αληθινός και τρυφερός. Όχι ότι την υπόλοιπη βδομάδα μου φερόταν σκληρά, απλώς εκείνες τις μέρες όλα ήταν σε υπερθετικό βαθμό.
Τα πάρκα λοιπόν αποτελούσαν τους αγαπημένους μου προορισμούς ως παιδί κι αργότερα ως ενήλικη, όταν απέκτησα δικό μου παιδί. Γι' αυτό και σε κάθε δύσκολη στιγμή στην Νέα Μόιρα, οδηγούμουν σε ένα ξύλινο παγκάκι απέναντι από κούνιες. Γιατί το σώμα μου θυμόταν πόσο μου άρεσε να βρίσκομαι εκεί, καθώς ο πατέρας μου με βοηθούσε να πετάξω.
Έτσι, όταν φύγαμε από την εκκλησία, του ζήτησα να έρθουμε σε μία από τις δυο παιδικές χαρές της Μόιρα, ένα κυκλικό οικόπεδο γεμάτο παιχνίδια, σιντριβάνια, κιόσκια και πολλές χαρωπές φωνές. Τέτοια ώρα βέβαια, όλα τα παιδιά ήταν στο σχολείο, αλλά η χρωματιστή αλάνα εκωφαντούσε τις κραυγές ενθουσιασμού τους.
Δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω σε αυτή την εικόνα. Συνέβαλε βέβαια το γεγονός ότι δίπλα μου καθόταν ο πατέρας μου κι όχι μια κακή απομίμηση του. Εκείνος ήταν ακόμα μουδιασμένος όχι τόσο από την αφύπνιση του, αλλά εξαιτίας των πράξεων του αυτά τα χρόνια. Προσπάθησα πολλές φορές να τον καθησυχάσω θυμίζοντας του την ανάμιξη του Ντέμιεν χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Οι πληγές που προκάλεσε και κατ' επέκταση οι δικές του ήταν ακόμα νωπές. Κι όσο παρέμενα σιωπηλή χαζεύοντας τον χώρο με το δεξί μου χέρι να στηρίζεται στον νάρθηκα μου, του προκαλούσα νευρικότητα.
«Πονάς;»
Πρέπει να ήταν η έκτη φορά που με ρώτησε αφότου φύγαμε από την εκκλησία. Όταν κατάλαβε ότι δεν θα καλούσα το δαιμόνιο μου για να δέσει το κόκαλο μου, προσπάθησε να με πείσει με έμμεσο τρόπο να το κάνω επιμένοντας στην ίδια απορία. Όμως από την πρώτη στιγμή του εξήγησα πως δεν ήθελα να χαραμίζω το δαιμόνιο μου για ασήμαντα πράγματα, όπως έναν ώμο που θα επουλωνόταν σε τρεις μέρες χάρις την μαγεία μου. Τι σήμερα, τι μεθαύριο;
«Δεν με έφερες ποτέ εδώ», αποκρίθηκα αγνοώντας την ερώτηση του, στην οποία είχα δώσει νωρίτερα απάντηση. «Όταν ήρθαμε για την κηδεία του Έντμουντ, δεν με έφερες στο πάρκο. Ήταν σαββατοκύριακο».
Ο πατέρας μου παραξενεύτηκε με αυτό που άκουσε, αλλά δεν σχολίασε το πόσο αλλοπρόσαλλο ήταν. Οι τύψεις δεν του επέτρεπαν να μην μου απαντήσει σε ό,τι του έλεγα, ακόμα κι αν τον ρωτούσα τι χρώμα εσώρουχο φορούσε.
«Δ- δεν ήθελα να σε κυκλοφορήσω στην πόλη».
«Εξαιτίας του Ντέμιεν».
Με την άκρη του ματιού μου έπιασα ένα γρήγορο νεύμα.
«Μπορείς να με φέρεις αυτό το Σάββατο; Κι ίσως να μου πάρεις το αγαπημένο μου παγωτό;»
Παραδόξως δεν με κοιτούσε σαν να είχα τρελαθεί. Πρέπει να κατάλαβε ότι δεν θα επιδιδόμουν σε κατηγορίες, αφού εξ αρχής του ξεκαθάρισα πως δεν έπρεπε να νιώθει τύψεις για τον σαδισμό κάποιου άλλου.
«Στρατσιατέλα με τυραμισού;», μουρμούρισε χαμογελώντας μελαγχολικά.
«Και λίγη τρούφα. Ίσως αρέσει και στον Μάικλ. Πόσο τραγικό! Δεν ξέρω τις προτιμήσεις του ίδιου μου του παιδιού».
Το χέρι του τυλίχτηκε προσεκτικά γύρω από τον δεξή καρπό μου τραβώντας την προσοχή μου.
«Αν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, εγώ προσπάθησα να στείλω τον εγγονό μου σε ορφανοτροφείο».
«Όχι, ιδιαίτερα», απάντησα προσπαθώντας να μην βουρκώσω.
«Hija mia», ψέλλισε. «Τι σου συνέβη; Τι σου έχω κάνει;»
«Αχ μπαμπά σταμάτα επιτέλους. Δεν φταις εσύ. Μην σπαταλάς ενέργεια στο να κατηγορείς τον εαυτό σου, γιατί θα την χρειαστείς ώστε να τιμωρήσουμε τον πραγματικά υπεύθυνο. Το ίδιο λάθος κάνει κι ο Κάρτερ».
«Ο βρικόλακας Κάρτερ».
Αυτή την πληροφορία την είχε αποκομίσει από τον Κέλλαν. Εγώ δεν είχα καταφέρει ακόμα να του εξομολογηθώ το οτιδήποτε.
«Από ένα σημείο και μετά το συνηθίζεις», του είπα.
«Δεν ξέρω πώς συνηθίζεται το γεγονός ότι ο ένας μου διάδοχος είναι βρικόλακας, αλλά τέλος πάντων».
«Καλύτερα να πάμε σπίτι», πρότεινα, καθώς λείπαμε πάνω από δυο ώρες. «Δεν θέλω να τρομάξουμε την μαμά, περισσότερο από ό,τι πρέπει», υπέδειξε τον νάρθηκα με το πιγούνι μου. «Παρεμπιπτόντως, ξέρεις γιατί είναι τόσο υποτονική; Σήμερα το πρωί την έστειλα με την Χόουπ για εξετάσεις. Αλλά ίσως να έχεις μια ιδέα περί του θέματος».
Εκείνος ξεροκάταπιε και τα μάτια του ανοιγόκλεισαν τρεις φορές σαν να προσπαθούσε να διώξει κάτι.
«Θα σου εξηγήσω στο παλάτι. Καλύτερα να το πω μια φορά, όταν θα είναι και οι υπόλοιποι μπροστά, γιατί δεν αντέχω να το συζητάω ξανά και ξανά».
Καθόλου ελπιδοφόρο, αλλά δεν επέμεινα. Σε λίγη ώρα θα ήμασταν στο παλάτι και θα έπαιρνα τις απαντήσεις μου. Εξάλλου ο ένας μου γονιός είχε επιστρέψει, οπότε δεν υπήρχε λόγος να φοβάμαι ή να ανησυχώ. Θα διορθώναμε μαζί τα λάθη του παρελθόντος.
Φτάνοντας στο παλάτι, η μητέρα μου που καθόταν στον κήπο διαβάζοντας ένα βιβλίο και περιμένοντας μας, τινάχτηκε όρθια και έτρεξε κατά πάνω μας ρωτώντας με τι συνέβη. Εγώ της είπα αυτό που είχαμε συμφωνήσει με τον πατέρα μου -ή τέλος πάντων είχα δηλώσει ότι θα λειτουργήσει ως δικαιολογία.
«Δεν είναι τίποτα σοβαρό αγάπη μου», αποκρίθηκε ο πατέρας μου και η μητέρα μου τον κοίταξε λες κι ήταν εξωγήινος.
«Ε... εντάξει».
«Ο Μάικλ;», ρώτησα για να την αποσπάσω από την αλλόκοτη συμπεριφορά του άντρα της.
«Τον έχει βάλει η Μέλανη να φάει».
«Ωραία. Πάω να του ρίξω μια ματιά. Εσείς πεινάτε;»
«Νομίζω ότι θα ξαπλώσω πρώτα. Ξύπνησα νωρίς σήμερα και νιώθω κουρασμένη».
«Το καταλαβαίνω. Τσίμπα κάτι πρώτα».
«Θα το φροντίσω εγώ», είπε ο πατέρας μου.
Η μαμά του έριξε ένα ακόμα απορημένο βλέμμα πριν αρχίσει να κατευθύνεται στο εσωτερικό του παλατιού.
«Το πρωί μόνο που δεν την έδειρες επειδή είπε την γνώμη της και τώρα κοντεύεις να βάλεις τα κλάματα», είπα μόλις μείναμε μόνοι μας.
«Τι να κάνω; Με έχουν πνίξει οι τύψεις».
«Το καταλαβαίνω. Αλλά αυτή η αλλαγή είναι τρομακτική. Δοκίμασε μια πιο ομαλή μετάβαση».
Εκείνος μου υποσχέθηκε ότι θα είναι περισσότερο εγκρατής και μετά την ακολούθησε. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι τον πίστεψα, αλλά έφυγε σαν σίφουνας και δεν πρόλαβα να επαναλάβω την υπόδειξη μου με περισσότερη αυστηρότητα.
Προχώρησα με την σειρά μου στο παλάτι και έπειτα στην τραπεζαρία. Εκεί βρήκα την Μέλανη με τον ανιψιό της, ο οποίος κρατούσε ένα πιρούνι μεγαλύτερο από το χέρι του και πάσχιζε να πιάσει το κριθάρι. Η Μέλανη του πρότεινε να τον ταΐσει, αλλά εκείνος ήθελε να το κάνει μόνος του, όπως η ίδια.
Δεν μπορούσα να μην γελάσω με το πείσμα του κι έτσι τράβηξα την προσοχή πάνω μου. Η Μέλανη δεν ξαφνιάστηκε με τον νάρθηκα, παρά πίεσε τα χείλη της, οπότε κατάλαβα ότι είχε ενημερωθεί. Ο μικρός πάλι απόρησε με το παράταιρο ύφασμα πάνω μου και του είπα πως αυτό το πράγμα θα βοηθούσε το χέρι μου να ξεκουραστεί. Εφόσον δεν αναφέρθηκαν σπασίματα και μαύροι καπνοί στο νεκροταφείο, δεν είχε λόγο να ανησυχεί.
«Πού είναι ο Αλεχάντρο;», με ρώτησε μόλις κάθισα δίπλα τους.
«Με την μητέρα μου», της απάντησα κι εκείνη χαμογέλασε όλο νόημα.
«Έχεις φάει τίποτα;»
Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου κι η Μέλανη μόρφασε.
«Παίρνεις παυσίπονα. Πρέπει να προσέχεις το στομάχι σου. Έρχομαι αμέσως».
Πετάχτηκε όρθια με την ελαφρότητα αερικού και πήρε τον δρόμο για την κουζίνα. Λίγο αργότερα, άκουσα έντονες ομιλίες από τον διάδρομο, αλλά δεν αναγνώρισα την φωνή της Μέλανη. Ήταν μόνο αντρικές και καθώς πλησίαζαν κατάλαβα πως επρόκειτο για τον μεγάλο Μάικλ και τον Κέλλαν.
Δεν φάνηκαν να έχουν την τραπεζαρία ως προορισμό, γιατί απλώς πέρασαν απέξω. Όταν όμως ο Μάικλ έπιασε με την άκρη του ματιού του τον μικρό, έμεινε ακίνητος και τον περιεργάστηκε λες και προσπαθούσε να τον διαπεράσει με ένα βλέμμα.
Δεν μου άρεσε να παρατηρούν με τέτοιο τρόπο το παιδί μου, ακόμα κι όταν επρόκειτο για μέλος της οικογένειας. Ο γιος μου ωστόσο, δεν ένιωσε άβολα μαζί του. Αντίθετα μέσα σε λίγες ώρες είχε εξοικειωθεί με τον χώρο και τους αγνώστους και το είχε βάλει σκοπό της ζωής του να τους μαγέψει με την χαριτωμενιά του. Είχε μεγάλη ανάγκη να νιώσει πράγματι σαν το σπίτι του και από την μία ήταν αξιολάτρευτο, από την άλλη με έθλιβε το γεγονός ότι ο πρίγκιπας μου έπρεπε να επιβληθεί αντί να είναι αναμενόμενη η παρουσία του.
Πήδησε προσεκτικά από την καρέκλα του κι άρχισε να πλησιάζει τον θείο του σαστίζοντας τον. Ο Κέλλαν βημάτισε πίσω από τον ανιψιό του και σήκωσε τα χέρια του προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή πάνω του. Όταν το κατάφερε, άρχισε να κάνει περίεργες κινήσεις δείχνοντας τον μεγάλο Μάικλ και ενώνοντας τους δείκτες και τους αντίχειρες του σε δυο κύκλους. Έπειτα τους έφερε στα μάτια του τα οποία γούρλωσε κι όταν μόρφασα παραξενεμένη, κατέβασε τους δείκτες στο στόμα του και τους έφερε μπροστά από τους κυνόδοντες του. Παράλληλα, με κάρφωνε με το έντονο βλέμμα του που έσταζε από υπονοούμενο. Αλλά σοβαρά, περίμενε να καταλάβω κάτι από αυτή την γελοία παντομίμα;
«Γεια», ακούστηκε η φωνή του παιδιού μου και σταμάτησα να κοιτάζω το θέατρο του παραλόγου. «Είμαι ο Μάικλ».
«Κι εγώ», του απάντησε τείνοντας το χέρι του το μακρυμάλλικο νταμπίρ. «Για δες σύμπτωση!»
Ο μικρός μιμήθηκε τον θείο του και άπλωσε και το δικό του χέρι για να πραγματοποιήσουν τελικά μια χειραψία.
Αν εξαιρούσε κανείς την παγερή στάση του μεγάλου Μάικλ, η εικόνα τους ήταν συγκινητική και χαριτωμένη. Αυτοί οι δυο δεν γνωρίστηκαν ποτέ και ο λόγος που μοιράζονταν το ίδιο όνομα ήταν για να απαλύνουμε τον πόνο μιας τραγωδίας.
«Πόσο χρονών είσαι Μάικλ;»
Το νταμπιράκι μου γύρισε προς εμένα κοιτάζοντας με βλέμμα που έλεγε Αυτό δεν ήταν στα σος μαμά!
«Είναι τεσσάρων», ανέλαβα να απαντήσω.
«Χμ. Ξέρεις μικρέ, μου θυμίζεις πολύ τον ξάδερφο μου».
Άρχισα να αγχώνομαι στην σκέψη ότι ο μεγάλος θα ανέφερε το όνομα που δεν έπρεπε και ο μικρός θα αράδιαζε τις πληροφορίες που προς το παρόν έπρεπε να παραμείνουν κρυφές. Στο μεταξύ, ο Κέλλαν άρχισε πάλι τα σήματα. Έδειχνε τον ανιψιό του, ενώ ανασήκωνε την λεκάνη του με τόση ένταση που φοβόμουν ότι θα σπάσει στα δυο.
«Δεν ξέρω ποιος είναι ο ξάδερφος σου», απάντησε ο μικρός.
Ο μεγάλος σήκωσε το βλέμμα του και γύρισε στον Κέλλαν, ο οποίος ακινητοποιήθηκε και προσποιήθηκε ότι χάζευε τον διάδρομο. Ακόμα και ο εγγονός του θα μπορούσε να δώσει πιο ρεαλιστική παράσταση.
«Δεν πειράζει. Φαντάζομαι πως κάποια στιγμή θα τον δεις».
Σύντομα επέστρεψε και η Μέλανη κρατώντας στα χέρια της έναν δίσκο με το γεύμα μου. Μόλις στάθηκε στο κατώφλι κι είδε τους δυο Μάικλ τετ-α-τετ, γούρλωσε τα μάτια της και της ξέφυγε ένα ανήσυχο Ωχ.
Ο ξάδερφος της μας κάρφωσε με το βλέμμα του έναν προς έναν καταλαβαίνοντας και μόνο από τις ανάσες μας ότι κάτι κρύβαμε.
«Ωχ δεν λες τίποτα», απάντησε και έφυγε από την τραπεζαρία.
Οι υπόλοιποι Μάρεϊ σχεδόν έτρεξαν κοντά μου και ρώτησα τον Κέλλαν τι στα κομμάτια προσπαθούσε να μου πει τόση ώρα.
«Το πρωί πήγε στην έπαυλη. Είδε τον Κάρτερ!»
Τώρα ήταν η σειρά μου να πω Ωχ!
«Και τι του είπε;», ρώτησε η Μέλανη.
«Ότι τον έκανα βρικόλακα με αίμα που είχα φυλαγμένο».
«Ο μπαμπάς μου είναι βρικόλακας;», ακούστηκε η λεπτή φωνή του Μάικλ από κάτω μας και σχεδόν αναπηδήσαμε.
«Όχι, όχι», είπα γρήγορα και χάιδεψα το κεφαλάκι του για να τον καθησυχάσω. «Παίζουμε ένα παιχνίδι με τον θείο Μάικλ».
Πολύ πρωτότυπο Ορόρα!
«Όλο παιχνίδια παίζετε», παρατήρησε ο πανέξυπνος γιος μου.
«Όπως θα καταλάβεις και μόνος σου, η ωριμότητα εδώ μέσα είναι άγνωστη λέξη».
Η Μέλανη τον μπέρδεψε και για λίγο έμεινε σιωπηλός, μήπως κατάφερνε να ερμηνεύσει τα λόγια της.
«Ωραία και τώρα τι κάνουμε;», τους ρώτησα.
«Μαζί του, τίποτα», απάντησε ο Κέλλαν. «Για αυτόν, ό,τι μπορούμε για να τον σοκάρουμε ώστε να θυμηθεί».
Εφόσον ο Κάρτερ - βαμπίρ δεν ήταν αρκετά δυνατό σοκ, δεν ξέρω τι άλλο θα κατάφερνε να τον συνεφέρει, αλλά δεν έπρεπε να χάσω τις ελπίδες μου. Αφού είχε καταφέρει να ξυπνήσει ο πατέρας μου, οι υπόλοιποι μου φαίνονταν πιο εύκολη υπόθεση.
Κάθισα λοιπόν να φάω το μεσημεριανό μου και περίμενα τον πατέρα μου να έρθει να μου εξηγήσει γιατί η μαμά μου είχε γίνει σχεδόν ναρκοληπτική.
Κάρτερ
Νύχτωσε. Σε λίγο θα πήγαινε ο καθένας για ύπνο. Κι εγώ θα καλούμουν να ξαπλώσω σε ένα άδειο κρεβάτι. Με παρηγορούσε όμως η σκέψη ότι ο Μάικλ θα κοιμόταν με την μητέρα του, στο παλάτι του, στο σπίτι του.
Η παρέα μου είχε αρχίσει να συνηθίζει την απουσία του μέσα στις ώρες που ακολούθησαν. Προς το απόγευμα έφτιαξε η διάθεση τους, καθώς για πρώτη φορά μετά την δύση του ήλιου δεν ανησυχούσαν για πασαρέλα υποκόσμου στην έπαυλη. Όποιος ερχόταν δεν θα συναντούσε ένα εύθραυστο νήπιο, αλλά μια ομάδα βρικολάκων και δαιμόνων, όπως έγινε με την Λίζα το πρωί. Ωστόσο, η αίσθηση ότι δεν προσφέραμε τίποτα με την αδράνεια μας δεν εγκατέλειψε κανέναν. Και οδήγησε την Λουκία σε μια πρόταση.
«Μήπως θα έπρεπε να αρχίσουμε να ψάχνουμε τους στρατιώτες της Ορόρα;»
Η ερώτηση της άπλωσε σιωπή, όχι γιατί διαφωνούσαμε, αλλά γιατί δυσκολευόμασταν να χωριστούμε. Αυτό το μικρό διάστημα είχαμε συνηθίσει να είμαστε όλοι μαζί και νιώθαμε ασφάλεια για τους εαυτούς μας, αλλά και τους υπολοίπους. Ειδικά για τις κοπέλες που είχαν συνυπάρξει τόσα χρόνια στον Κάτω Κόσμο, θα ήταν μεγάλο βήμα να δράσουν ξεχωριστά. Σαφώς και τότε δεν ήταν πάντα σύμμαχοι, ενώ για ένα μικρό διάστημα είχαν χωριστεί, όταν οι μισές εκδιώχτηκαν από την Ορόρα. Ωστόσο αυτό που πρότεινε η Λουκία ήταν μια προοικονομία για την ξεχωριστή ζωή που θα έκαναν στο μακρινό μέλλον, αφού η καθεμία έκανε διαφορετικά όνειρα. Θα ήταν σαν αδέρφια που χωρίζονταν σαν εγκατέλειπαν την πατρική εστία. Αρκετά συναρπαστικό, αλλά και συγκινητικό.
«Έχουμε μια ιδέα για το πού βρίσκονται μερικοί», αποκρίθηκε ο Νόα. «Σίγουρα κάποιοι εξακολουθούν να μένουν στο Πόρτλαντ, όπως ο Νάσερ».
Το στήθος της Νουρ φούσκωσε από μία δυνατή εισπνοή, αλλά δεν είπε τίποτα. Φοβόταν πως αν εξέφραζε την επιθυμία της να δει τον πατέρα της, το σύμπαν δεν θα της έκανε την χάρη.
«Πρέπει όμως να τους ψάχνουμε τουλάχιστον τρεις για λόγους ασφαλείας», είπε η Κόρτνεϋ. «Και σίγουρα χρειαζόμαστε στις ομάδες από έναν δαίμονα».
«Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα για διπλές βάρδιες», αποκρίθηκε η Έλενα και η Λουκία ένευσε συγκαταβατικά.
«Επιπλέον πρέπει να θέσουμε προτεραιότητες», συνέχισε η Κόρτνεϋ. «Δεν έπαιξε όλος ο υπόκοσμος τον ίδιο ρόλο στην ιστορία».
«Και δεν ήταν μόνο υπόκοσμος», συμπλήρωσε ο Νόα και με κοίταξε όλο νόημα. «Για ένα σημαντικό διάστημα είχαμε κι έναν θνητό στην ομάδα».
Εγώ αναστέναξα δυνατά.
«Χρειαζόμαστε στα αλήθεια τον Χουάν;»
«Είναι ένα κομμάτι στο μεγάλο παζλ. Εξάλλου κι εσύ τον έχεις προσθέσει στην λίστα σου».
Αυτό δεν σήμαινε ότι τον ήθελα ξανά μέσα στα πόδια μου!
«Μάλιστα», μουρμούρισα συνεχίζοντας να ξεφυσάω. «Και μιας που παίρνουμε στο κατόπιν τους πρώην, να βάλουμε στην λίστα και την Κέιζα. Ίσως να μας οδηγήσει στην Λίλιθ».
«Πιστεύεις ότι είναι βρικόλακας;», με ρώτησε η Κόρτνεϋ.
«Φυσικά. Το ότι το καθυστέρησε και στις δυο ζωές οφειλόταν στην ματαιοδοξία της να με ξανακερδίσει. Αυτή την φορά, έχασε πιο γρήγορα τις ελπίδες της, οπότε είμαι βέβαιος ότι γύρισε εκεί που ανήκει: στις σκιές».
«Ωραία λοιπόν», είπε η Ζεϋνέπ χτυπώντας τα χέρια της μεταξύ τους. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε με...»
Πριν ολοκληρώσει την πρόταση της, ακούσαμε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Σε αντίθεση με το πρωί που ξαφνιαστήκαμε, τώρα γογκήξαμε από την ενόχληση που μας προκάλεσε η επιμονή του Μάικλ.
«Χειρότερος και από τον συνονόματο του είναι όταν θέλει κάτι», μουρμούρισα.
«Τι διπλός μπελάς είναι αυτός!», γέλασε πνιχτά ο Νόα.
«Θέλεις να πάμε πάνω;», ρώτησε η Μπουλουχάν.
«Όχι, δεν χρειάζεται. Θα τον υποβάλλω να φύγει, αφού δεν καταλαβαίνει από λόγια».
Δεν ήταν και το πιο ηθικό πράγμα που θα έκανα, αλλά είχα χάσει την υπομονή μου. Κατανοούσα τον ξάδερφο μου, καθώς δεν γνώριζε την αλήθεια, ωστόσο κάποιος έπρεπε να κατανοήσει κι εμένα, που εδώ και βδομάδες πάσχιζα να αποφύγω τον νευρικό κλονισμό.
Μόλις άκουσα βήματα να πλησιάζουν την πόρτα -γιατί πάλι έφερε παρέα- προχώρησα στην είσοδο και άνοιξα την πόρτα πριν προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι. Μόνο που το νταμπίρ που είχε σηκώσει το χέρι του για να μας αναγγείλει την παρουσία του δεν ήταν ο Μάικλ. Ήταν ο Αλεχάντρο!
Μείναμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη. Το σωστό θα ήταν να τρέξω να κρυφτώ, αφού δεν μου πέρασε από το μυαλό να ελέγξω ποιος είχε έρθει. Όμως ήταν τόση η σαστιμάρα μου που αντίκριζα τον Αλεχάντρο γνωρίζοντας ότι ήταν τόσο καχύποπτος με τον συμβασιλέα και την κόρη του και δεν πίστευε ούτε λέξη τους. Και τώρα στεκόμουν απέναντι του επιδεικνύοντας πλήρως την αλλαγή μου δίνοντας του έναν καλό λόγο να μας οδηγήσει όλους στο πηγάδι των προδοτών.
Και καθώς περιεργαζόμουν το νταμπίρ μπροστά μου, άλλα δυο πετάχτηκαν από τις δυο μεριές της πόρτας και ρίχτηκαν πάνω μου αγκαλιάζοντας με.
Η μητέρα μου και η Μέλανη έβγαλαν από μια κραυγή ενθουσιασμού λέγοντας μου πόσο τους έλειψα. Δεν είχαν να με δουν κι έναν αιώνα βέβαια. Όπως και να είχε, η σπασμωδική τους αντίδραση με βοήθησε να συνέλθω από την σαστιμάρα, σε αντίθεση με τον Αλεχάντρο που είχε μαρμαρώσει στην θέση του.
«Ε συγγνώμη», τους είπα ψιθυριστά. «Αλλά κάτι σας έχει ακολουθήσει», έδειξα το σοκαρισμένο νταμπίρ.
Η Μέλανη άπλωσε το χέρι της και ώθησε τον Αλεχάντρο να μπει μέσα. Εκείνος τότε κούνησε το κεφάλι του θυμίζοντας μας ότι δεν ήταν κέρινο ομοίωμα.
«Γεια», είπε αβέβαιος.
Εγώ μισόκλεισα τα μάτια μου και μετά στράφηκα στις νταμπιρίνες.
«Τον υπέβαλε η Ορόρα;»
«Ο Αλεχάντρο θυμάται», μου ανακοίνωσε η μητέρα μου.
«Πώς έγινε αυτό;», αναφώνησα.
«Θα σας πούμε αμέσως», απάντησε η Μέλανη και μας έσπρωξε κυριολεκτικά στο σαλόνι.
Οι φιλοξενούμενοι μου δεν είχαν φύγει έχοντας ακούσει ότι ο Αλεχάντρο δεν ήταν πια υπό τον έλεγχο του Ντέμιεν. Τον χαιρέτισαν λοιπόν εγκάρδια κι εκείνος ανταπέδωσε εξακολουθώντας να είναι μουδιασμένος. Αν πω ότι δεν καταλάβαινα τον λόγο, θα έλεγα ψέματα. Ότι είχε συνειδητοποιήσει ότι έβλαψε ψυχικά και σωματικά τα νταμπίρ που αγαπούσε εξαιτίας του άντρα που ευθυνόταν για τον θάνατο του γιου του, είχε βασανίσει την κόρη του και ήθελε να σκοτώσει την εγγονή του. Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν πολύ ψύχραιμος και τον θαύμασα γι' αυτό.
Η μητέρα μου άρχισε να μας εξηγεί τι συνέβη στην Μόιρα, όσο ο ξάδερφος μου βρισκόταν στην έπαυλη και μονοπώλησε το ενδιαφέρον μας. Πού και πού συμπλήρωνε και ο Αλεχάντρο, κυρίως στο συναισθηματικό κομμάτι. Εμείς ακούγαμε και μόνο συμπόνια μπορούσαμε να δείξουμε στον μετανιωμένο πατέρα που είχε τραυματίσει την κόρη του άθελα του. Όσο για την Ορόρα, προσπαθούσα να μετρήσω τις πληγές που της είχαμε προξενήσει αυτά τα τέσσερα χρόνια και δυστυχώς ο αριθμός ήταν εξωφρενικά μεγάλος.
Όταν ολοκληρώθηκε η αφήγηση για το συγκεκριμένο θέμα, η Μέλανη με ενημέρωσε πως η επίσκεψη του Μάικλ στην έπαυλη τον είχε θυμώσει και πλέον είχε γίνει αυτός ο καχύποπτος της παρέας. Επομένως, μπορεί να μην ήταν εκείνος ο αποψινός επισκέπτης, αλλά σίγουρα θα έκανε σύντομα μια δεύτερη επίσκεψη.
«Τι θα κάνετε με το θέμα του καπνού;», ρώτησε η Έλενα που από την αρχή θορυβήθηκε με το αλλόκοτο φαινόμενο.
«Δεν ξέρουμε», απάντησε η Μέλανη. «Το γεγονός ότι ο Ίαν παρουσιάζει σημάδια παράνοιας εδώ και χρόνια, σημαίνει πως ο καπνός δεν ήρθε πρόσφατα στην Μόιρα».
«Ναι, αλλά αυτό δεν αποκλείει τον Ντέμιεν», απάντησε ο Νόα, που δεν έδειξε να θλίβεται για την κατάσταση του αδερφού του. Εν μέρει ήταν λογικό. Ούτε κι εγώ συγκινήθηκα κι ας είχα κάποιες καλές αναμνήσεις μαζί του. Έτσι κι αλλιώς ήταν απλώς ένα καλό θέατρο.
«Ίσως πρέπει να του ρίξουμε μια ματιά», πρότεινε η Έλενα κοιτάζοντας την Λουκία, καθώς ήταν οι μόνες που μπορούσαν να μπουν στην Μόιρα. «Μπορεί να είναι κάποιος δαίμονας».
«Μπορούμε;», ρώτησε η Λουκία απευθυνόμενη στα νταμπίρ.
Η μητέρα μου και η Μέλανη φάνηκαν δεκτικές. Το μόνο που έμενε ήταν να πάρει και την άδεια του Αλεχάντρο, ο οποίος είχε μείνει να κοιτάζει αποσβολωμένος το πάτωμα.
«Αλεχάντρο», τον σκούντηξε η μητέρα μου.
«Με συγχωρείτε ένα λεπτό», ξεφύσησε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας για την κουζίνα.
Κανονικά θα έπρεπε να τον αφήσουμε μόνο του. Αλλά τέτοιες ώρες δεν ήταν κατάλληλες για απομόνωση, γιατί ήταν έρμαιο δαιμόνων και των τύψεων του. Γι' αυτό τον ακολούθησα κι εγώ και η μητέρα μου και τον βρήκαμε να έχει γείρει πάνω στο τραπέζι βαριανασαίνοντας.
«Δεν το αντέχω όλο αυτό», είπε μόλις έκλεισα την πόρτα. «Πώς στα κομμάτια προσαρμοστήκατε;»
Εγώ κοίταξα την μητέρα μου, η οποία ήταν εξίσου απορημένη με μένα.
«Ας ρωτήσουμε κάποιον που το κατάφερε», του απάντησα.
«Αλεχάντρο μην απελπίζεσαι. Δεν έχεις ούτε είκοσι τέσσερις ώρες που θυμήθηκες», προσπάθησε να τον ηρεμήσει η μητέρα μου πηγαίνοντας κοντά του. «Δώσε χρόνο στον εαυτό σου».
«Και προ πάντων μην τον κατηγορείς», συμπλήρωσα. «Ό,τι έκανες έγινε εξαιτίας του Ντέμιεν».
«Ο οποίος χρησιμοποίησε τον εγγονό μου», μουρμούρισε.
Φαίνεται πως ήταν ενημερωμένος. Άραγε να ήξερε και για το άλλο;
«Θέλω να μείνω μόνος μου», αποκρίθηκε. «Αφήστε με σας παρακαλώ».
«Έχεις περάσει πολλά. Και μετά την συζήτηση με την Ορόρα είσαι σε κατάσταση πανικού».
«Ποια συζήτηση;», ρώτησα. «Τι έγινε; Συνέβη και κάτι άλλο που δεν μας είπατε;»
«Περίπου», απάντησε η μητέρα μου.
Στο μεταξύ ο Αλεχάντρο ξεγλίστρησε από την κουζίνα αποζητώντας την πολυπόθητη απομόνωση.
«Τι είπε με την Ορόρα και τον τάραξε τόσο; Μήπως...», ξεροκάταπια. «Μήπως του είπε η Ορόρα τις της έκανα;»
Η μητέρα μου συνοφρυώθηκε θυμούμενη το μεγάλο πλήγμα της ανιψιάς της, αλλά δεν έδωσε θετική απάντηση στο ερώτημα μου.
«Είπαν κάτι που αφορούσε την Μαρέβα. Όμως παιδί μου», με πλησίασε και έσφιξε τους ώμους μου. «Η Ορόρα μίλησε σε μένα και τον πατέρα σου και μας είπε την αλήθεια. Ότι δηλαδή ο Ντέμιεν... Δεν το έκανες εσύ. Δεν είσαι εγκληματίας».
Δεν επικεντρώθηκα στο ότι οι γονείς μου έβλεπαν ξανά τον Κάρτερ που γνώριζαν χωρίς την παραμικρή σκιά από το ψεύτικο παρελθόν. Ασχολήθηκα περισσότερο με το γεγονός ότι η Ορόρα τους ενημέρωσε γρήγορα για εκείνο το βράδυ. Σίγουρα θα ήθελε να αποκαταστήσει την φήμη μου, ωστόσο δεν έπαυε να είναι κάτι τόσο προσωπικό και ένα σοβαρό τραύμα, το οποίο έδειχνε να μην την έχει επηρεάσει στον βαθμό που θα περίμενε κανείς. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι όντως το είχε ξεπεράσει. Κάτι τέτοιο δεν ξεπερνιέται με δυο παρηγορητικά λόγια και με τον υπεύθυνο να συνεχίζει τις εχθρικές ενέργειες του. Αυτό σήμαινε ότι η Ορόρα έβρισκε τρόπους να αποσπά την προσοχή της από την πληγή της καρδιάς της, πιθανόν με άλλα πιο τσουχτερά τραύματα. Κι ίσως γι' αυτό δεν ζήτησε από το δαιμόνιο της να αναλάβει τον ώμο της. Ήθελε να πονάει το σώμα της, για να ξεχάσει την εσωτερική οδύνη της.
«Μαμά μπορείς να μου υποσχεθείς κάτι;»
«Ό,τι θέλεις αγόρι μου».
«Πείσε την Ορόρα να πάει σε ψυχολόγο. Είναι καταθλιπτική με αυτοκτονικές τάσεις. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει όλο αυτό το πράγμα χωρίς την βοήθεια ειδικού».
«Η αλήθεια είναι πως φαίνεται δυνατή».
«Είναι. Δεν είπα το αντίθετο. Όμως επιβάλλει αυτή την εικόνα στους άλλους και κυρίως στον ίδιο της τον εαυτό, με αποτέλεσμα να μην μιλάει για ό,τι την πονάει. Αλλά αυτό που την πονάει αυτή την στιγμή είναι πολύ σοβαρό».
Η μητέρα μου χαμογέλασε συγκινημένη και χάιδεψε το μάγουλο μου.
«Πόσο την αγαπάς!»
«Υποσχέσου», επέμεινα χωρίς να μπαίνω σε λεπτομέρειες για το ότι η αγάπη μου με έσπρωχνε μακριά της.
«Το υπόσχομαι».
«Καλώς. Πες μου τώρα τι είπε ο Αλεχάντρο για την Μαρέβα».
Ένας δυνατός αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη της καθώς μου εξομολογούταν το μεγαλύτερο κρίμα του πεθερού μου.
Τρία χρόνια τώρα έδινε ηρεμιστικά στην γυναίκα του χωρίς εκείνη να το ξέρει, με την ελπίδα να μην αποζητά έντονα την κόρη της. Τον τελευταίο χρόνο, εντατικοποίησε την δοσολογία στο φαγητό της χωρίς να είναι σε θέση αυτή την στιγμή να μας εξηγήσει τον λόγο. Εμείς βέβαια ξέραμε πολύ καλά ποιος ήταν. Ο Ντέμιεν ήθελε να καταστρέψει έναν ακόμη έρωτα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top